Ζαχαρίας
Ζαχαρίας
Αύγουστος 2022
Ο σεφ Ζαχαρίας Μαρκαντωνάτος είχε γίνει ένα από τα πιο φημισμένα πρόσωπα της πόλης! Πετυχημένος στη δουλειά του, στα 28 του μόλις χρόνια κατείχε δύο πανελληνίως αναγνωρισμένα βραβεία γαστρονομίας κι άπειρες διακρίσεις σε Ελλάδα κι εξωτερικό! Η ιστορία του κακοτυχισμένου μικρού αγοριού, που έζησε την παιδική του ηλικία πλάι σε έναν πατέρα βίαιο κι επικίνδυνο και που φιλοξενήθηκε σε δομή τα τελευταία χρόνια της εφηβείας του, αποτελούσε μία όμορφη και διδακτική διήγηση για όλους! Μια διήγηση για το πώς η φροντίδα των ειδικών παιδαγωγών κι ο σωφρονισμός σε συνδυασμό με τη σιδερένια θέληση και το κουράγιο μπορούν να οδηγήσουν έναν άνθρωπο από τη σαπίλα στην εκπλήρωση των ονείρων του! Και πράγματι, ο άνθρωπος αυτός είχε εκπληρώσει τα όνειρά του· έγινε μεγάλος και τρανός, μα ταυτόχρονα παρέμεινε ολιγαρκής και σεμνός, αφήνοντας στην άκρη όλες τις επαγγελματικές προτάσεις κάθε σπουδαίας ευρωπαϊκής χώρας, για χάρη της μικρής του πόλης και του ταπεινού μικρού ρεστοράν που ανέλαβε σε αυτήν.
---
«Φιλολογάκι, λοιπόν».
«Ναι, ναι, το χρυσό μου. Και μάλιστα πήρε με άριστα το πτυχίο της! Εξαίσιο κορίτσι! Εξαίσιο!»
«Υπέροχα! Να τη χαίρεστε τη νύφη σας, κυρία Τούλα! Και με το καλό να σας έρθει και το εγγόνι», απάντησε ο νεαρός με τη λευκή ποδιά και τον σκούφο μάγειρα στα λόγια της μεγαλύτερης γυναίκας, που εδώ κι ώρα του μιλούσε για τον καλό γάμο που κατάφερε να κάνει ο γιος της, σε μια προσπάθεια να τον πείσει να νοικοκυρευτεί κι αυτός. Της χαμογέλασε ευγενικά και διέκοψε τη συζήτησή τους, λέγοντας πως είχε πολλές παραγγελίες να ετοιμάσει αυτή τη στιγμή, μα θα περνούσε αργότερα απ' το τραπέζι της. Η Τούλα έγνεψε ευχαριστημένη και τον άφησε να δουλέψει.
---
«Κυρία Τούλα, τι κάνατε εκεί μέσα τόση ώρα;», ρώτησε η Βάγια την πεθερά της, όταν την είδε να βγαίνει από την κουζίνα του εστιατορίου σεινάμενη-κουνάμενη.
«Αχ, πόσες φορές θα σου πω, χρυσό μου, να με λες 'μαμά';», της είπε δήθεν σαν να τη μάλωνε εκείνη, καθώς κάθισε στην καρέκλα απέναντί της κι άρχισε να κάνει αέρα με την εμπριμέ βεντάλια της. «Έλεγα δυο λογάκια στον σεφ, για να μας περιποιηθεί ιδιαιτέρως, τώρα που είσαι εγκυούλα», της εξήγησε και το κορίτσι αισθάνθηκε άβολα· οι δυο τους είχαν μόλις βγει από το ιατρείο της γυναικολόγου που επιβεβαίωσε την εγκυμοσύνη της κι η Τούλα όλο χαρά της ανακοίνωσε ότι θα της έκανε το τραπέζι στο καλύτερο μαγαζί. Η Βάγια δεν ήθελε, αλλά η ευγενική της άρνηση δεν έκανε καμία διαφορά για την άλλη, που σχεδόν την έσυρε ως εκεί, μην πιστεύοντας ακόμα ότι σε οχτώ μήνες θα αποκτούσε το πρώτο της εγγονάκι. «Μη στραβομουτσουνιάζεις, χρυσό μου...», της έκανε παρατήρηση όταν πρόσεξε το ύφος της. «Δεν θα φέρω σε δύσκολη θέση κανέναν. Ο σεφ είναι προσωπικός μου φίλος και παλιός συμμαθητής του Γιωργάκη. Με χαρά θα μας εξυπηρετήσει».
«Ακούστε, μαμά, θα προτιμούσα να μην το κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα-»
«'Να μην το κάνουμε τόσο μεγάλο θέμα';», επανέλαβε η Τούλα απορημένη. «Βάγια μου, εδώ μιλάμε για το εγγόνι μου! Το παιδί σου! Φυσικά κι είναι μεγάλο θέμα κι οφείλουν να μας εξυπηρετήσουνε σωστά! Α, να τος, έρχεται! Ζαχαρία! Εδώ, αγόρι μου!»
Η Βάγια γύρισε το κεφάλι της από την πεθερά της, που κουνούσε τα χέρια στον αέρα, για να δει τον άντρα που ερχόταν προς το μέρος τους και το αίμα της πάγωσε.
«Γεια σας και πάλι, κυρία Τούλα», χαιρέτησε αυτός με ένα πλατύ χαμόγελο. «Κι εσύ πρέπει να είσαι η Βάγια, η γυναίκα του Γιώργου μας. Χαίρομαι που σε γνωρίζω», συνέχισε προσφέροντάς της το χέρι του. Εκείνη τον κοιτούσε σε κατάσταση σοκ· δεν είχε δει το πρόσωπό του παρά μόνο μια φορά κι αυτή από μακριά, μα αρκούσε για να χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη της.
«Έλα, Βάγια μου, δώσε το χέρι σου», την προέτρεψε η Τούλα πιάνοντας το χέρι της και βάζοντάς το αδιάκριτα πάνω στο χέρι του σεφ, ο οποίος το έσφιξε απαλά. «Τι συμβαίνει, χρυσό μου; Αισθάνεσαι καλά; Δεν έχεις ν' απαντήσεις κάτι στον άνθρωπο που σου μιλάει;»
Η Βάγια στραβοκατάπιε και καθώς τον ξανακοίταξε, ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε. «Τον γνωρίζω ήδη, μαμά», είπε με μια αφύσικη ψυχρότητα στη συνήθως καλοσυνάτη της φωνή και το χαμόγελο του Ζαχαρία στένεψε. «Εσύ δεν είσαι ο Μαρκαντωνάτος, που κορόιδευε την ξαδέλφη μου την Ευτυχία;», ήρθε η ερώτησή της φορτωμένη θυμό.
«Ε-Εγώ...», κόμπιασε ο νεαρός, μαζεύοντας το χέρι του αμήχανα. «Π-Ποια Ευτυχία; Τη Μανίκα;»
«Ναι, τη Μανίκα»,του απάντησε απότομα.
«Είσαι ξαδέλφη της; Δεν σε θυμάμαι...»
«Σε θυμάμαι όμως εγώ. Εσύ είσαι που της έκανες τη ζωή κόλαση κάθε μέρα στο σχολείο. Δε θέλω ούτε να σε βλέπω!»
«Χρυσό μου, πώς του μιλάς έτσι;»
«Και λίγα του λέω!», εξακολούθησε η Βάγια, ενώ παράλληλα είχε σηκωθεί όρθια και τον αγριοκοίταζε. «Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου! Δεν θέλω να μείνω ούτε λεπτό εδώ μέσα! Κυρία Τούλα, σας παρακαλώ, πάμε να φύγουμε αυτή τη στιγμή!»
«Κάτσε κάτω, Βάγια. Δεν θα με κάνεις ρεζίλι», άκουσε τη φωνή της πεθεράς της επιτακτική, σαν να μιλούσε σε κανένα άτακτο παιδί. Κοίταξε γύρω της. Όλοι οι πελάτες είχαν τα βλέμματά τους πάνω της, τραβηγμένα από την υψηλή ένταση που χρησιμοποίησε για να εκφράσει την οργή της. Μα φυσικά η Τούλα δεν θα ανεχόταν κανέναν να της χαλάσει την καλή εικόνα που είχε καταφέρει να φτιάξει μόνη της μπροστά στην μικρή τους κοινωνία. «Έτσι μπράβο», την άκουσε να την επαινεί, μόλις κάθισε κάτω, όμως αρνήθηκε να την κοιτάξει κι αυτήν κι αυτόν. Τα τελευταία λόγια της μόνο τα άκουσε: «Τι πας και θυμάσαι τώρα περσινά ξινά σταφύλια; Ο Ζαχαρίας μας είναι ένα έκτακτο παλικάρι! Είμαι σίγουρη ότι αυτή κάτι θα του έκανε κι αυτός θ' αναγκαζόταν ν' αντιδράσει, έτσι, αγόρι μου; Άλλωστε κι ξαδελφούλα σου -και μη με παρεξηγήσεις γι' αυτό που θα πω- δεν ήταν στα καλά της...» Η Βάγια ένιωθε το στομάχι της να σφίγγεται και τη ναυτία της εγκυμοσύνης να έρχεται ταχύτατα. Ή μπορεί να μην ήταν της εγκυμοσύνης. Μπορεί να ήταν η αποστροφή που ένιωθε για τον άντρα μπροστά της, αυτόν που έκανε bullying στην ξαδέλφη της. Ο θυμός της έβραζε. Αν μπορούσε, θα τον χτυπούσε. Αν κι ήξερε καλά πως δεν ήταν τόσο θυμωμένη μαζί του, όσο με τον ίδιο της τον εαυτό, που πλήγωσε την Ευτυχία πιο πολύ από εκείνον. Τον εαυτό της ήθελε να χτυπήσει, αλλά μιας και δεν μπορούσε, η οργή της κατευθύνθηκε προς αυτόν. Με τις ενοχές της και το αυστηρό ύφος της πεθεράς της να την πνίγουν, παρέμεινε στην καρέκλα της κι ανέχτηκε για αρκετή ώρα ακόμα την παρουσία του.
Ο Ζαχαρίας κάθισε κι αυτός μαζί τους. «Δεν έχετε δίκιο, κυρία Τούλα», είπε, τραβώντας την προσοχή της. «Η νύφη σας τα λέει σωστά. Εγώ ήμουν που φέρθηκα ελεεινά σε εκείνο το κορίτσι. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά πράγματι της έκανα τη ζωή κόλαση... και το έχω μετανιώσει...» Έδειχνε πολύ σκεπτικός καθώς απευθύνθηκε στη Βάγια, καρφώνοντάς την με τα γαλανά του μάτια. «Ειλικρινά, νιώθω άσχημα», της είπε ήρεμα. «Έχεις όλα τα δίκια του κόσμου να μου μιλάς έτσι. Ήμουν απαράδεκτος με την Ευτυχία. Πρέπει... πρέπει να με καταλάβεις, όμως... Δεν είναι εύκολο να ζεις μ' έναν πατέρα που σε κακοποιεί και κάθε μέρα να μην ξέρεις αν θα ζήσεις για να πας την επομένη στο σχολείο. Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου, αν-»
«Πάντως δεν θα ξέσπαγα πάνω σε κάποιον που δεν μου έχει κάνει ποτέ κακό!»
«Έ-Έχεις δίκιο... ήμουν ένας βλάκας τότε. Μα έχω αλλάξει! Στο ίδρυμα... με βοηθήσανε να καταλάβω ότι αυτός δεν ήταν ο σωστός δρόμος. Έχω αλλάξει, Βάγια, πίστεψέ με!», συνέχισε να της λέει με ύφος απολογητικό. «Η Ευτυχία πράγματι δεν μου είχε κάνει ποτέ κακό. Μακάρι να μπορούσα να πάρω πίσω όλες τις άσχημες συμπεριφορές μου απέναντί της, αλλά μιας και δεν μπορώ... εσύ που την αγαπάς και που σε ακούει, σε παρακαλώ, μετάφερέ της τη συγγνώμη μου... Πες της να με βρει στο Facebook ή να έρθει καμιά μέρα εδώ να την κεράσω. Υπόσχομαι να κάνω ό,τι μπορώ για να τα βρούμε!»
Οι δηλώσεις του την έβαλαν σε σκέψεις. Πού να 'ξερε αυτός ότι η Ευτυχία είχε να της μιλήσει πάνω από τρία χρόνια. Όχι ότι και να της μιλούσε θα της μετέφερε την μετάνοιά του, μα η Βάγια έπιασε τον εαυτό της να τον κοιτάζει ξανά στα μάτια και να νιώθει πως ήταν ειλικρινής. Το βλέμμα του ήταν βαθύ, φιλοσοφημένο, μυστηριώδες με έναν τρόπο. Θα μπορούσε άραγε να κρύβεται γνήσια ανάγκη για συγχώρεση μέσα στον πρώην νταή του σχολείου; Αμίλητη, έκατσε εκεί μέχρι η πεθερά της να τελειώσει το φαγητό της.
---
Τα ίδια γαλανά μάτια που της έδωσαν την εντύπωση της ευγένειας και της μεταμέλειας, ήταν πάλι εκεί. Έμοιαζαν κι αυτά να τη σημαδεύουν, όπως το όπλο του, σκοτεινά και γεμάτα μίσος. «Πού είναι το μπάσταρδο;», τον άκουσε να γρυλίζει και μια τρομαγμένη φωνή της ξέφυγε, καθώς για λίγο ένιωσε όπως μάλλον θα ένιωθε και η Ευτυχία μπροστά του κάθε μέρα. «Γιατί δεν είναι στην κούνια!;»
«Ζ-Ζαχαρία... τι-»
«Σκάσε!», της φώναξε αυτός, κάνοντας μερικά απότομα βήματα μπροστά κι η κοπέλα δεν πρόλαβε να τον απωθήσει, καθώς το ελεύθερο χέρι του κάλυψε το στόμα της, στερώντας της τη δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια. «Δώσε μου το κινητό σου! Δώσ' το, αλλιώς θα σου την ανάψω, χαμούρα!» Η Βάγια άρχισε να κλαίει, οι λυγμοί της φιμωμένοι, το χέρι της να κουνιέται σπαστικά, καθώς το δικό του χέρι, εκείνο που κρατούσε το πιστόλι, το άγγιξε και πήρε με αργές κινήσεις το κινητό της. Για λίγο ένιωσε την κάνη να ακουμπάει την κοιλιά της κι ένα ρίγος τη διαπέρασε στη σκέψη ότι θα μπορούσε εκεί και τότε να πατήσει τη σκανδάλη και να τη σκοτώσει, χωρίς καν να ξέρει το λόγο. Μα δεν το έκανε.
Ο Ζαχαρίας άνοιξε την οθόνη του κινητού, βρίσκοντας ανοιχτή ακόμη την εφαρμογή με τους χάρτες κι έπειτα από λίγο την έσπρωξε μακριά του, αφήνοντάς την να κλαίει πλέον ελεύθερα, πεσμένη στο πάτωμα. «Έτσι, συνέχισε να κλαψουρίζεις. Δεν ξέρεις να κάνεις τίποτε άλλο... Είσαι τόσο άβουλο κι αξιοθρήνητο πλάσμα, που δεν αξίζει να ασχοληθώ μαζί σου», της είπε χωρίς να την κοιτάζει, αν και κάτι σαν χαμόγελο μπορούσε να ακουστεί στη φωνή του. Κατόπιν, με μια απότομη κίνηση, πέταξε και το κινητό στο πάτωμα και το πυροβόλησε. Οι μόνοι ήχοι που ακούστηκαν ήταν αυτοί της οθόνης και του μηχανισμού που διαλύθηκαν, μιας και πιθανώς είχε βάλει σιγαστήρα. Μα κι αυτός ο θόρυβος ακόμα, την έκανε να τσιρίξει με τρόμο. «Μην ανησυχείς», γύρισε και της είπε πλησιάζοντας το παράθυρο που είχε ο ίδιος σπάσει προηγουμένως. «Δε θέλω εσένα. Τον άντρα σου και το μωράκι σου θέλω. Εσύ κάτσε τώρα εδώ, σαν καλό και φρόνιμο κορίτσι που είσαι και θα σ' τους στείλω πίσω εγώ σε φέρετρο». Στα τελευταία του λόγια η Βάγια έκλαψε πιο δυνατά, πιο σπαρακτικά και της πήρε πολλή ώρα μέχρι να συνέλθει, να βεβαιωθεί ότι είχε φύγει και να τρέξει πανικόβλητη στο σταθερό τηλέφωνο.
---
«Εδώ είναι», μουρμούρισε ο Γιώργος, βλέποντας μπροστά του τον σκελετό του δυόροφου σπιτιού που είχε μείνει στα μπετά εδώ και δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Από την πίσω του πλευρά, όπου δέσποζε μια απότομη χαράδρα κι ο αδειανός κάμπος παραπέρα, ακουγόταν ένας καλοκαιρινός άνεμος που σφύριζε κι έδινε την εντύπωση ότι κάποιο φάντασμα ούρλιαζε μέσα απ' την ακατοίκητη, ρημαγμένη οικοδομή. Ένιωσε μια ανατριχίλα στην σπονδυλική του στήλη στη σκέψη ότι η κόρη του βρισκόταν εκεί πέρα, μα γύρισε θαρρετά στην αριστερή μεριά, όπου φαινόταν η μισοκρυμμένη πόρτα της αποθήκης. «Πηγαίνω», δήλωσε αποφασιστικά, βγάζοντας ταυτόχρονα το υπηρεσιακό του όπλο.
«Όχι 'πηγαίνεις'. Πηγαίνουμε», τον διόρθωσε ο Λευτέρης, που έκανε την ίδια κίνηση.
«Αν σε δει θα τρομάξει κι ίσως αντιδράσει σπασμωδικά. Μόνος μου θα πάω».
«Μάλιστα... Και τι να κάνω τότε;»
«Έχε το νου σου. Αν χρειαστεί, θα παρέμβεις».
«Πολύ καλά. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις. Θα είμαι τριγύρω». Με την επιβεβαίωση του συναδέλφου του, ο Γιώργος περπάτησε με εντελώς αθόρυβα βήματα προς την αποθήκη, πασχίζοντας να διακρίνει κάτι μέσα. Μάταιος κόπος. Μόνο μαύρο έβλεπε. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις, ξεχαρβάλωσε την παλιά κλειδαριά κι άνοιξε...
---
Βρέθηκε σε έναν ολοσκότεινο, μα πολύ καθαρό χώρο: λούτρινα κουκλάκια κι όλων των ειδών παιχνίδια για κορίτσια γέμιζαν ασφυκτικά το δωμάτιο. Προχώρησε αργά, προσπαθώντας να στριμωχτεί ανάμεσά τους, όταν μια σιγανή φωνή που τραγουδούσε χωρίς λόγια τη μελωδία από το Greensleeves του έκοψε το αίμα. Ήταν η δική της φωνή, τώρα πιο βραχνή, πιο ψηλή και πιο κενή από όσο τη θυμότανε. Τα μάτια του κοιτούσαν διάπλατα αριστερά-δεξιά, σε μια πολύ επίμονη προσπάθεια να προσαρμοστούν στο σκοτάδι, ενώ το σώμα του είχε μουδιάσει. Ξάφνου αντίκρισε μια μακρόστενη σκιά να χορεύει στο λιγοστό ημίφως: να πλανιέται πάνω από αρκουδάκια, τουβλάκια κι ένα ροζ καμπριολέ για κούκλες, να λικνίζεται με χάρη, να θολώνει και να ξεθολώνει, ενώ ερχόταν κι έφευγε. Κι η φωνή εξακολουθούσε να ακούγεται, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο κοντά, μέχρι που η σκιά πλησίασε πολύ και το τραγούδι κόπασε, δίνοντας τη θέση του σε ένα σιγανό γέλιο.
«Ευτυχία...», κατάφερε να ψελλίσει ο νεαρός αστυνομικός εντοπίζοντας σε μια αδύναμη αχτίδα φωτός που προερχόταν από κάποιο παράθυρο πίσω τους την κοκαλιάρικη σιλουέτα της. Από τη μέση και πάνω έβλεπε και πάλι μόνο μια μαύρη σκιά, μα από τη μέση και κάτω η έντονη απόχρωση ενός μακριού λιλά φορέματος έλαμπε σαν παιδικό φωτάκι νυκτός, μαζί με μακριά ξανθά μαλλιά.
«Επιτέλους, ήρθες, αγάπη μου;», του είπε όταν τελικά το γέλιο της χαμήλωσε κι έσβησε. «Το παιδάκι μας κι εγώ αναρωτιόμασταν αν θα τα καταφέρεις τελικά», συνέχισε με έναν αλλόκοτο συνδυασμό γλύκας και κακίας να χρωματίζει κάθε της λέξη.
«'Το παιδάκι μας'..;», επανέλαβε σαστισμένος και το χέρι του έσφιξε περισσότερο το περίστροφό του. «Ευτυχία, δώσε μου πίσω το μωρό», ζήτησε, με τόνο πιο πολύ ανήσυχο, παρά επιτακτικό. Εκείνη μονάχα γέλασε ξανά. «Αυτό που έκανες είναι παράνομο», προσπάθησε να της εξηγήσει, η φωνή του να καλύπτεται από το γέλιο της.
«'Παράνομο', ε;», επανέλαβε εκείνη γελώντας πλέον υστερικά, μα προσπαθώντας να μην ανέβει σε ένταση, κάτι που έκανε το γέλιο της ακόμα πιο ανατριχιαστικό. «Από πότε είναι παράνομο μια μάνα να παίρνει το παιδί της κοντά της;»
«Δεν είναι δικό σου παιδί! Δεν το γέννησες εσύ! Δεν είσαι η μάνα του!»
«Σσσσς, θα μου την ξυπνήσεις...», του έκανε κι ακολουθώντας με το βλέμμα του το απλωμένο δεξί της χέρι, ο Γιώργος είδε ανάμεσα στα αρκουδάκια την κόρη του να κοιμάται. Η καρδιά του βούλιαξε στο θέαμα και ένιωσε μια ανείπωτη ανάγκη να κλάψει.
«Κούκλα μου, γλυκιά μου...», ψιθύρισε στη θέα της. «Δώσ' την μου πίσω, σε παρακαλώ», απευθύνθηκε τρέμοντας στην απαγωγέα. «Είναι μωράκι. Έχει ανάγκη τη μητέρα του. Άσε με να την πάω στη μητέρα της. Δεν σου έφταιξε-»
«Αν με είχες παντρευτεί, θα ήτανε δικό μου παιδί», τον διέκοψε ένα δικό της γρύλισμα. «Και σου το ξαναείπα, αγάπη μου. Εγώ είμαι η μητέρα της. Εμένα έχει ανάγκη κι εγώ θα την προστατέψω... ακόμα κι από σένα, που ήρθες να μου την πάρεις».
Ακούγοντάς την, ο Γιώργος δεν πρόλαβε να σταματήσει τον εαυτό του προτού ξεστομίσει: «Είσαι τρελή». Την επόμενη στιγμή, η ανάσα της έγινε πιο βαριά κι απειλητική.
«Τρελή», επανέλαβε κι ένα επιφώνημα του ξέφυγε, σαν έτεινε το αριστερό της χέρι μπροστά, αποκαλύπτοντας ένα κοφτερό μαχαίρι. «Ακόμα κι εσύ, λοιπόν, έτσι με βλέπεις. Ακόμα κι εσύ... ο ίδιος μου ο άντρας...»
«Δεν είμαι ο άντρας σου».
«Σωστά... δεν είσαι. Ποτέ δεν ήσουν. Άλλωστε, τι δουλειά θα 'χες εσύ με μια τρελή, ε;» Σ' εκείνο το σημείο η σκιερή μορφή μετακινήθηκε και την είδε να κραδαίνει το μαχαίρι της επάνω από το κοιμώμενο βρέφος. «Τι θα μπορούσα άραγε να κάνω εγώ τώρα, κατά τη γνώμη σου; Έχω εδώ την κόρη σου, ένα μαχαίρι... κι εσένα παρόντα. Δεν ακούγεται... σαν την πιο τέλεια διαστροφή; Δεν θα μπορούσα τάχα... να τη σκοτώσω εδώ και τώρα;», ψιθύρισε εύθυμα.
«Μ-Μη...»
«Δεν θα μπορούσα να τη σφάξω μπροστά σου; Ε; Να σ' αφήσω να βλέπεις;»
«Ε-Ευτυχία, όχι...»
«Ακόμα και να με πυροβολούσες, ξέρεις, δεν θα κατάφερνες και πολλά. Το αγγελούδι μας θα 'ταν κιόλας νεκρό, πριν η σφαίρα σου μου ανοίξει το κεφάλι. Κι εσύ θα πήγαινες στη φυλακή για ανθρωποκτονία κι η άμοιρη ξαδελφούλα μου... χαχαχα! Θα έμενε ολομόναχη και πιθανότατα θα φούνταρε από αυτήν ακριβώς τη χαράδρα. Για φαντάσου... η τέλεια εκδίκηση για μένα...»
«Σταμάτα!»
«Αυτό δεν νομίζεις πως θα κάνω, ε... αγάπη μου;»
«Όχι!» Χωρίς να σκεφτεί καθόλου, ο πανικός τον κυρίευσε και χίμηξε πάνω της, αρπάζοντάς την από τα μακριά της μαλλιά και ρίχνοντάς την στο πάτωμα. Το μαχαίρι ξέφυγε απ' το κράτημά της πάνω στο ξάφνιασμα, όμως τα χέρια της δεν έμειναν άπραγα ούτε στιγμή, καθώς του γρατζουνούσαν με μανία το πρόσωπο. Παράλληλα έβγαζε πονεμένες κραυγές κι αγκομαχητά κάθε φορά που εκείνος προσπαθούσε να την αποκρούσει, χτυπώντας την. Μα δεν μπορούσε να ελέγξει τη λύσσα στις κινήσεις της, έτσι ο Γιώργος κατέληξε στη μοναδική λύση: να την παγιδέψει από κάτω του. «Τελείωσε. Σταμάτα πια», τη διέταξε αγκομαχώντας κι ο ίδιος απ' την ένταση. Το κατά πολύ λεπτότερό της σώμα είχε ακινητοποιηθεί από το βάρος του και τώρα έτρεμε. Βιαστικά, απομακρύνθηκε από πάνω της και σύρθηκε προς τα πίσω, παίρνοντας το πεσμένο μαχαίρι και πετώντας το ακόμα πιο μακριά, για να μην το φτάσει αυτή. «Άσε με τώρα να πάω το παιδί στη μητέρα του», της είπε πιο ήρεμα, ενώ την αντιλήφθηκε να κλαίει βουβά.
Ανασαίνοντας με ανακούφιση έπειτα από ένα διάστημα που του φάνηκε αιώνας, ο Γιώργος στάθηκε στα πόδια του κι έτρεξε στην κόρη του, που είχε ξυπνήσει απ' τους θορύβους της διαμάχης κι έκλαιγε κι εκείνη. «Σώπα, γλυκιά μου. Έλα... πάμε στη μανούλα εμείς», ψιθύρισε τρυφερά. Πίσω του, η Ευτυχία στάθηκε κι αυτή όρθια.
«Αν νομίζεις ότι την έφερα εδώ για να σας καταστρέψω ή ότι παίρνοντάς την πίσω σ' εκείνο το σπίτι θα την προστατεύσεις, κάνεις μεγάλο λάθος», την άκουσε να λέει βραχνά. Ασυναίσθητα γύρισε να την κοιτάξει. Τότε τα μάτια του γούρλωσαν για ακόμα μια φορά, καθώς το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω της, αποκαλύπτοντας επιτέλους το πρόσωπό της: ήταν γεμάτο μελανιές και τα δακρυσμένα μάτια της ήταν και τα δυο μαυρισμένα. Το στόμα του άνοιξε κι αυτό. Το θυμόταν καθαρά, δεν την ακούμπησε στο πρόσωπο όσο πάλευαν.
«Ευτυχία... ποιος σε χτύπησε;», τόλμησε να ρωτήσει
Εκείνη μονάχα άφησε έναν κλαυσίγελο. «Στ' αλήθεια νόμιζες ότι θα έκανα κακό σ' ένα αθώο πλάσμα. Ότι εγώ θα έβλαπτα το παιδί του άντρα που αγάπησα και της αγαπημένης μου ξαδέλφης. Ναι, το πίστεψες! Μ' έκρινες λάθος και μου επιτέθηκες... Να με δείρεις εσύ, ο υπερασπιστής μου... το έζησα κι αυτό», είπε, το κομμάτι του γέλιου να επισκιάζεται σταδιακά από αυτό του κλάματος και οι εκφράσεις της να γίνονται εντονότερες κι ασυγκράτητες. «Τελικά δεν με ξέρεις καθόλου, Γιώργο. Ούτε εσύ, ούτε η Βάγια προσπαθήσατε να με καταλάβετε πραγματικά. Με την πρώτη ευκαιρία με ρίξατε στα τάρταρα κι οι δύο».
«Τι λες;»
«Μπορεί να μη σ' το είπα ποτέ καθαρά... βλέπεις, έμαθα να φοβάμαι να εκφραστώ. Ό,τι και να έλεγα, όλοι με χλεύαζαν και τό 'παιρνα για λάθος. Δεν μου δίδαξε κανείς να έχω το θάρρος του λόγου μου, αλλά έστω τώρα μπορώ να σου το πω... Σ' αγάπησα, Γιώργο! Σ' αγάπησα τόσο πολύ, που προσπάθησα να σε συγχωρήσω κι εσένα κι εκείνη! Μόνο εσάς είχα. Ήθελα να 'στε καλά, όπως και το παιδί μας. Κι ας μην το γέννησα εγώ», του είπε ξαφνικά εντελώς ψύχραιμα. «Με τον τρόπο σας όλοι μου είπατε ότι εγώ ήμουν το λάθος. Ούτε εσύ, ούτε η Βάγια. Εγώ ήμουν... και είμαι το σκάρτο κομμάτι. Με πλήγωσες τόσο. Γιατί, ε; Γιατί δεν με αγάπησες κι εσύ; Γιατί άφησες να γίνουν έτσι τα πράγματα; Γιατί να μην είναι δικό μου παιδί;»
Σε εκείνο το σημείο είχε πέσει καταγής κι έκλαιγε με λυγμούς. Ο Γιώργος την άκουγε εντελώς συγκλονισμένος. Πήρε μονάχα μια στιγμή στα πρότερά του συναισθήματα να γυρίσουν πίσω, αγνοώντας το καθήκον του και ως χωροφύλακας και ως σύζυγος και πατέρας. Με το μωρό στην αγκαλιά, έσκυψε κοντά της και του φάνηκε για λίγο πως κι εκείνος έκλαιγε. «Κορίτσι μου...», ψέλλισε, πιάνοντας απαλά το μάγουλό της. «Δεν είσαι σκάρτο κομμάτι... ποτέ δεν ήσουν και δεν σου άξιζε να σ' αδικήσουμε έτσι...» Εκείνη τον κοίταξε μέσα στα μάτια. «Άκου με, σε παρακαλώ. Μακάρι να ήξερα... μακάρι να-»
«Πω πω, τι ωραία ερωτική σκηνή!», ακούστηκε από την είσοδο μια μοχθηρή αντρική φωνή. «Μα εσείς είστε για Όσκαρ!», συνέχισε γελώντας ειρωνικά και οι δυο τους κοίταξαν κατά εκεί, με την Ευτυχία να σφίγγει τα δόντια της.
«Ζαχαρία...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top