Ευτυχία
Ευτυχία
Φεβρουάριος 2010
«Δεν νομίζεις ότι είναι κάπως... αταίριαστα;»
«Χμ... μπορεί. Αλλά είναι τα αγαπημένα μου χρώματα, οπότε άσε τα λόγια και πλέκε», απάντησε η Ευτυχία στο συνεσταλμένο σχόλιο του άλλου κοριτσιού. Εκείνο της χαμογέλασε.
«Πολύ χαρούμενη σε βλέπω σήμερα, τι τρέχει;», ρώτησε παιχνιδιάρικα. «Σ' άφησε επιτέλους ήσυχη ο τραμπούκος;»
«Ο Ζαχαρίας; Μπα. Συνεχίζει», δήλωσε ξεφυσώντας η Ευτυχία και η Βάγια ευχήθηκε για πολλοστή φορά να ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη, ώστε να είναι με την ξαδελφούλα της στην Α' Λυκείου και να την υπερασπίζεται μπροστά σε όλους αυτούς που την κοροϊδεύανε. Το δυνατό χτύπημα στο κεφάλι της, απομεινάρι από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, περίπου τέσσερα χρόνια πριν, σε συνδυασμό με την απώλεια των γονιών της την ίδια μέρα, την είχε αλλάξει πολύ. Ώρες-ώρες η Βάγια τρόμαζε όταν αντίκριζε τις άξαφνες συσπάσεις στο πρόσωπό της ή πώς παραμίλαγε δίχως συνοχή κάθε φορά που εκείνος ο Ζαχαρίας της μιλούσε άσχημα. Ήταν παράξενο, μα όσο οι καθηγητές έκαναν συστάσεις στα άλλα παιδιά να της φέρονται όμορφα, τόσο η κακή συμπεριφορά απέναντί της γινόταν συχνότερη και τόσο συχνότερα η Ευτυχία είχε αυτά τα μικρά ξεσπάσματα. «Ευτυχώς... δεν είναι όλα τα αγόρια σαν αυτόν», έκανε η κοπέλα, τραβώντας την Βάγια από τις σκέψεις της. Αμέσως την κοίταξε κατάματα, όταν πρόσεξε το γλυκό κι ήρεμο χαμόγελό της. Ήταν σπάνιο, μα κάθε φορά που το έβλεπε, θυμόταν τον λόγο που την είχε όλα αυτά τα χρόνια σαν αδελφή, που της έκανε παρέα σχεδόν όλη μέρα και τη βοηθούσε στα μαθήματα, παρά τις πολλές αντιρρήσεις της μητέρας της.
«Α, δεν μας τα 'χεις πει αυτά. Για λέγε... παίζει κάτι με κάποιον;», τη ρώτησε με νόημα κι έκδηλο ενθουσιασμό.
Η μεγαλύτερη κοπέλα κοκκίνησε ελαφρά στο σχόλιο της μικρότερης, αλλά βλέποντας πόσο ενθουσιασμένη έδειχνε η Βάγια, έσκυψε και της είπε ψιθυριστά: «Ο Γιώργος μου αρέσει. από το Β4».
Η άλλη σκέφτηκε για λίγο. «Απ' το Β4;», ρώτησε συνεχίζοντας παράλληλα να πλέκει τα δύο λαστιχωτά σύρματα μεταξύ τους. «Τρεις Γιώργους δεν έχει στο Β4; Αφού η κυρία Ζιάλτου που μας κάνει μαθηματικά και κάνει και σ' αυτούς το λέει 'Γιωργολίβαδο'. Ποιος απ' τους τρεις ειναι;»
«Θα σ' τον γνωρίσω», έκανε η Ευτυχία μ' ένα τεράστιο πλέον χαμόγελο. «Προς το παρόν, πρέπει να τον εντυπωσιάσω. Από φάτσα και σώμα δεν λέω πολλά, αυτό το 'χουμε δεδομένο...», συνέχισε κερδίζοντας ένα χαχάνισμα από την Βάγια, που πάντα έβρισκε αστείο τον τρόπο που αυτοσαρκαζόταν. «...οπότε ποντάρω στην προσωπικότητά. Αν δει τα χρώματα που μου αρέσουν, θα πάρει ένα δείγμα της προσωπικότητάς μου και θα πάθει πλάκα!»
«Σίγουρα!», την ενθάρρυνε η Βάγια με ένα εξίσου τεράστιο χαμόγελο κι άφησε απαλά το χέρι της, δείχνοντάς της το λιλά και κόκκινο βραχιόλι που έφτιαχνε εδώ κι ώρα γύρω από τον καρπό της Ευτυχίας. «Έτοιμο το σκουμπιντού σας, κυρία μου!»
«Ουάου!», αναφώνησε η άλλη κοιτάζοντάς το με ορθάνοιχτα μάτια. «Είναι σούπερ! Καλύτερο απ' ό,τι φανταζόμουν! Σ' ευχαριστώ πολύ!», έκανε, αγκαλιάζοντάς την, κάτι στο οποίο κι η Βάγια ανταποκρίθηκε.
«Παρακαλώ, κυρία μου! Πηγαίνετε εκεί έξω και κερδίστε το αγόρι των ονείρων σας!», της είπε κάνοντάς την κι εκείνη να γελάσει. «Και να κανονίσει ο κύριος Γιώργος να φερθεί καλά στην αγαπημένη μου ξαδελφούλα, πες του, γιατί όποιος σε πληγώσει, θα 'χει να κάνει μαζί μου!», συνέχισε την ώρα που το κουδούνι χτύπησε, αναγκάζοντάς τες να αφήσουν το κοινό προαύλιο και να χωριστούν, για να πάει η μία στο κτίριο του γυμνασίου κι η άλλη στου λυκείου.
---
Αυτό το ίδιο βραχιόλι που της έφτιαξε εκείνη τη μέρα, δεκατρία χρόνια πριν, πήρε απόψε τη θέση του παιδιού της κι η ανάμνηση της κατασκευής του έκανε την Βάγια ν' αναστενάξει. Αγαπούσε την Ευτυχία πολύ και πράγματι δεν ήθελε κανείς να την πληγώσει. Δεν φανταζόταν πως θα το έκανε η ίδια. Η επόμενη ανάμνηση δεν την έστειλε πάλι στο 2010, αλλά στο 2019 κι ο αναστεναγμός της ήταν ακόμη βαθύτερος...
---
Ιούλιος 2019
Η Ευτυχία την κοιτούσε πικραμένη, ενώ καυτά δάκρυα έτρεχαν στο δικό της πρόσωπο, χαλώντας το υπέροχο νυφικό μακιγιάζ που με τόσο κόπο της έκαναν. «Δεν το 'θελα, Ευτυχία μου», έλεγε με λυγμούς. «Σου ορκίζομαι, δεν το 'θελα... δεν το φαντάστηκα, δεν είχα καταλάβει...»
«Πώς γίνεται να μην είχες καταλάβει;», τη ρώτησε κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι της με ασυννέφιαστη ακόμη αποδοκιμασία. «Σου είχα πει...»
«Δεν ήξερα ότι ήταν αυτός ο Γιώργος που μου έλεγες», προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Βάγια, που σε καμία περίπτωση δεν περίμενε η πιο παραμυθένια μέρα της ζωής της να έχει μια τόσο απρόσμενη εξέλιξη.
«Μην με αντιμετωπίζεις σαν ηλιθια, όπως όλοι οι άλλοι», πέταξε η Ευτυχία με τα δικά της δάκρυα να ξεφεύγουν από τα βλέφαρά της και την αποδοκιμασία της να μην είναι πια ασυννέφιαστη. «Πώς είναι δυνατόν να μην κατάλαβες, ε; Δεν είδες; Δεν είδες πώς αντέδρασα όταν σας είδα μαζί στον πεζόδρομο και μου είπες ότι είναι το αγόρι σου; Δεν το είδες!;», κατέληξε, κοπανώντας το χέρι της στο κομοδίνο και προκαλώντας του πόνο που φάνηκε στην έκφρασή της κι έκανε την ξαδέλφη της να ξεσπάσει σε πιο δυνατούς λυγμούς, βλέποντας πως ουσιαστικά εκείνη ήταν η αιτία του πόνου της.
«Το είδα! Το είδα!», κατάφερε να παραδεχτεί, γεμάτη ντροπή που ακόμα κι αν πρόσεξε το σοκ στο πρόσωπο της Ευτυχίας εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα του 2014, έκανε πως δεν είδε τίποτα. «Νόμιζα ότι θα το ξεχνούσες. Νόμιζα... νόμιζα ότι δεν ήξερες τι ένιωθες κι αυτά που έλεγες ότι ένιωθες ήταν μόνο μια παιδιάστικη τρέλα», ολοκλήρωσε, μα συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσει την τελευταία λέξη.
«'Τρέλα'», επανέλαβε ψυχρά η Ευτυχία και τα καστανά της μάτια έκαιγαν με οργή. «Τον αγαπούσα!», της φώναξε απότομα, ταράζοντάς την. «Ήταν ο μόνος που αγάπησα ποτέ μου! Ο μόνος που δεν μ' έβλεπε σαν χαζεμένο, ο μόνος! Ήθελα να περάσω τη ζωή μου μαζί του! Κι εσύ... εσύ μου τον έκλεψες, Βάγια! Πώς μπόρεσες!»
«Μα... ποτέ δεν μου μίλησες!»
«Έπρεπε να το καταλάβεις! Εσύ είσαι από τις δυο μας η γνωστική! Εσύ έλεγες ότι με καταλαβαίνεις καλύτερα απ' τον εαυτό σου! Και ξέρω και ήξερα τι ένιωθα! Τον αγαπούσα! Και μ' αγαπούσε κι αυτός, το ξέρω!»
«Αν έβλεπα ότι ήταν ερωτευμένος μαζί σου θα το σταματούσα», ψέλλισε αδύναμα η κοπέλα απέναντί της, έτοιμη να διαλυθεί. «Μα δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο, Ευτυχία. Ο Γιώργος σε συμπαθεί πολύ, ναι, αλλά με εμάς... ήταν αλλιώς...», κόμπιασε. «Με ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκα. Δεν ήθελα να σε πληγώσω... ούτε εκείνος το ήθελε, αλλά... απλώς έγινε. Τώρα αυτός είναι για μένα κι εγώ είμαι για εκείνον. Προσπάθησε να καταλάβεις...» Στα τελευταία λόγια της, η Ευτυχία την κοίταξε άναυδη για μερικές στιγμές. Η συνειδητοποίηση των όσων άκουσε την έκανε να τρέμει. Αμέσως μετά κάλυψε το πρόσωπο με το μπράτσο της κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Η Βάγια πλησίασε και της χάιδεψε απαλά το άλλο της χέρι. «Ευτυχια μου... ο άνθρωπός σου βρισκεται εκεί έξω και δεν είναι ο Γιωργος... Θα τον βρεις, κορίτσι μου γλυκό. θα είναι κάποιος που θα τον αγαπήσεις πραγματικά και θα σε αγαπήσει κι αυ-»
«Χέσε μας, ρε Βάγια», ξεστόμισε μέσα από σφιγμένα δόντια και η κοπέλα κατατρόμαξε, ακούγοντάς την να βρίζει, μιας κι αυτό το έκανε μόνο όταν πάθαινε κρίση. Έμοιαζε πολύ κοντά στο να πάθει κρίση: τα μάτια της, ανοιχτά διάπλατα, παρουσίαζαν ήδη στραβισμό, το πρόσωπό της διατάρασσαν απανωτά αφύσικες γκριμάτσες και τα χέρια της ήταν σφιγμένα σε γροθιές κι έτρεμαν. «Ποιος θα γυρίσει να κοιτάξει μια άσχημη τρελή;»
«Δεν είσαι άσχημη! Ποτέ δεν ήσ-»
«Πάψε πια να μου τα παρουσιάζεις ρόδινα. Δεν είναι! Εγώ ζω τη ζωή μου, δεν τη ζεις εσύ! Εγώ βλέπω πώς με βλέπουν. Όλοι τους με ψεύτικη συμπόνια! Όλοι τους με τρόμο μην τους δαγκώσω το λαρύγγι, μα με έρωτα οχι... με έρωτα ποτέ κανείς...»
«Πού πας;», τη ρώτησε, όταν την είδε να σηκώνεται. Η Ευτυχία την κοίταξε φαρμακερά.
«Φεύγω. Δε θα μείνω στο γάμο σου. Όλοι αυτοί οι συγγενείς που εσάς θα σας καμαρώνουν κι εμένα θα με κοιτάνε με λύπηση και θα μου εύχονται 'καλό τυχερό' μου δίνουν στα νεύρα», σφύριξε αργά κι έφυγε αθόρυβα, σαν αερικό, αφήνοντας την Βάγια να κλαίει απαρηγόρητη.
«Τι έγινε, κορίτσι μου;», ρώτησε η μητέρα της, η Παναγιώτα, μπαίνοντας φουριόζα στο δωμάτιό της έπειτα από ένα λεπτό. «Τι ήθελε αυτή;»
«Μαμά... άφησέ με μόνη, σε παρακαλώ!», μουρμούρισε με μεγάλη δυσκολία η Βάγια.
«Κοίτα το πρόσωπό σου», επέμεινε η Παναγιώτα. «Σε παρακαλώ, κορίτσι μου, πες μου! Τι σου έκανε και σε πίκρανε τόσο;»
«Τίποτα... εγώ της έκανα. Την πλήγωσα, μαμά. Την πλήγωσα πολύ. Αγαπούσε τον Γιώργο και-»
«Μη λες ανοησίες», διέκοψε την Βάγια η Παναγιώτα, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. «Σιγά μην ξέρει αυτή ν' αγαπήσει. Απλά ζηλεύει που εσύ κάνεις την τύχη σου κι αυτή θα μείνει στο ράφι απ' το στραβό της το κεφάλι».
«Μαμά!»
«Μαμούνια! Έτσι και βγω έξω και το περιλάβω το χαζεμένο, θα-»
«Μην τη λες έτσι! Σταμάτα!»
«Όχι, εσύ σταμάτα! Από τότε που χάσαμε τον θείο τον Πέτρο και την θεία την Σοφία, της σταθήκαμε σαν δεύτερη οικογένεια. Τη βάλαμε στο σπίτι μας, τη συντρέξαμε τόσα χρόνια, εσύ αμέλησες μέχρι και τη μόρφωσή σου για να τη βοηθάς να διαβάζει, που ούτε αυτό δεν ήταν ικανή να κάνει μόνη της. Και πώς το ξεπληρώνει; Εξαφανίζεται εντελώς πέντε χρόνια, την παίρνουμε τηλέφωνα-δεν απαντάει, δεν ξέρουμε αν ζει ή πέθανε, μας κάνει πέρα και μας αντιμετωπίζει με τέτοια απαράδεκτη αχαριστία και τώρα τι; Έρχεται να σου μαυρίσει την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής σου με τα καπρίτσια της!; Ε όχι! Ως εδώ και μη παρέκει!»
Τα σκληρά της λόγια, που υποτίθεται ότι είχαν σκοπό να την κάνουν να νιώσει καλύτερα, είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, αφού τώρα υποπτευόταν τον λόγο της πενταετούς εξαφάνισής της. Βλέποντας την κόρη της τόσο δυστυχισμένη, η Παναγιώτα κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και της μίλησε χωρίς καθόλου νεύρα αυτή τη φορά. «Έλα, αγάπη μου...», έκανε σηκώνοντάς της το πιγούνι. «Έλα ξαναβάψε τα ματάκια σου και μην την αφήνεις αυτήν να σε επηρεάσει. Εμείς κάναμε όσα μπορούσαμε για την Ευτυχια. Φτάνει πια. Δεν μπορούμε να θυσιάσουμε και ολόκληρη τη ζωή μας για κάποιον άλλον, ειδικά όταν το κάνει τόσο σαφές ότι δεν θέλει κιόλας. Από εδώ και πέρα θα τον βρει τον δρόμο της, κανένας δεν χάνεται». Η Βάγια την κοίταξε στην τελευταία φράση, από την οποία κρεμάστηκε με όλη της τη δύναμη, ευχόμενη ο Θεός να βοηθήσει την μεγάλη της ξαδέλφη να μην τυραννηθεί άλλο. «Άντε, ο μπαμπάς έχει ετοιμάσει τ' αυτοκίνητο», της ψιθύρισε η μητέρα της, σκουπίζοντάς της τα δάκρυα. «Μην αφήσουμε και τον Γιώργη μας να ξεροσταλιάζει στην εκκλησιά, ε Βάγια μου; Ξαναβάψου, στρώσε λίγο το πέπλο σου κι έλα έξω, μην καθυστερήσουμε».
Η Βάγια έμεινε μόνη στο δωμάτιο έπειτα από λίγο. Πλησίασε στον καθρέφτη και αναπροσάρμοσε το τούλινο πέπλο στα σγουρά καστανοκόκκινα μαλλιά της, που έλαμπαν χτενισμένα σε ανάλαφρες παχιές μπούκλες. Το χέρι της έτρεμε ακόμη καθώς έπιασε ένα βαμβάκι ντεμακιγιάζ για να ξεβάψει το eyeliner και τη μάσκαρα που έσταζαν στα μάγουλά της. Αυτή τη στιγμή δεν ήθελε να κάνει τίποτα, μα πίεσε τον εαυτό της για χάρη των συνθηκών, για χάρη του Γιώργου.
Δύο ώρες αργότερα, το ζευγάρι χόρευε στο γλέντι του γάμου υπό τους ήχους του τραγουδιού 'Το Μήλο' κι οι καλεσμένοι τούς χτυπούσαν παλαμάκια. Κοιτάζοντας βαθιά στα καταπράσινα μάτια του Γιώργου, που λαμποκοπούσαν από χαρά, η Βάγια προσπάθησε να χαλαρώσει και να ακούσει το τραγούδι.
'Όταν η αγάπη πάρει αέρα
Φεύγει όλο παραπέρα
Πουθενά δε σταματά
Σε βουνό ή σε καρδιά'
Αν η Ευτυχία τον αγαπούσε στ' αλήθεια, θα τον διεκδικούσε, έτσι; Παρά την συστολή κι όλους της τους φόβους, δεν θα τον διεκδικούσε; Ναι! Κανονικά αυτό ακριβώς θα έκανε! Δεν θα τη σταματούσε τίποτα! Θα πήγαινε παραπέρα και δεν θα σταματούσε ούτε σε βουνό ούτε σε καρδιά. Δεν μπορεί, θα το έβλεπε και η ίδια αργά ή γρήγορα ότι δεν ήταν αληθινή αγάπη. Παρηγορημένη από αυτή τη σκέψη, η νύφη συνέχισε να χορεύει ξέγνοιαστη και να απολαμβάνει την όμορφη στιγμή, όπως και τις επόμενες, χωρίς να φέρει ξανά στο νου την ξαδέρφη της.
---
Η Βάγια δάκρυσε και πάλι, κοιτάζοντας με έναν απρόσμενο θυμό την άδεια κούνια της κόρης της μέσα στο σκοτεινό παιδικό δωμάτιο. Θυμό προς την Ευτυχία που δεν μίλησε μέχρι την τελευταία στιγμή, θυμό προς την Παναγιώτα που την έπεισε να μην ασχοληθεί άλλο με το ζήτημα, θυμό προς τον εαυτό της που επαναπαύτηκε και προκάλεσε τέτοιο κακό κι εξαιτίας της το παιδί της δεν βρισκόταν στην αγκαλιά της...
---
Σε κάποιο άλλο σκοτεινό δωμάτιο, που έμοιαζε πολύ με παιδικό, μία νεαρή γυναίκα με κοκκαλιάρικο σώμα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό που έκλαιγε γοερά, κουνώντας το ελαφρά πέρα-δώθε και τραγουδώντας σιγανά το ίδιο τραγούδι με φόντο τον γκρεμό που ανοιγόταν επιβλητικός έξω από το μικρό παράθυρο.
'Όταν το μήλο πέσει στο χώμα
Δεν το βάζουνε στο στόμα
Το πετάν όπου βρεθεί
Σαν ψυχή να μαραθεί'
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top