Αρπαγή
⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️
Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.
⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️
I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.
Αρπαγή
Ξεκίνησε με το άκουσμα της απαλής μελωδίας του Greensleeves μέσα από μουσικό κουτί. Ένας ήχος γλυκός, γνώριμος. Κι όμως... την ανατρίχιασε. Άνοιξε τα μάτια της αργά, ανασηκώθηκε αργά. Το δωμάτιο ήταν θολό, όμως κατευθείαν την είδε μπροστά της· το αγαπημένο της ανάλαφρο λιλά φόρεμα, μαλλιά λυτά και μακριά να μαστιγώνουν μαζί του το πάπλωμα, καθώς χόρευε γύρω απ' το κρεβάτι, με τέτοια χάρη που θα ζήλευε και μπαλαρίνα. «Ενδείκνυται το κοκαλιάρικο σώμα για το μπαλέτο», τη θυμόταν να λέει αυτοσαρκαστικά και γέλαγε κι αυτή με το αστείο της, μα τώρα η Βάγια είχε παγώσει στη θέα της. Η αγωνία γράπωνε το στομάχι της, καθώς έψαχνε το πρόσωπο της χορεύτριας. Απότομα, εκείνη σταμάτησε να χορεύει και κάρφωσε τα δακρυσμένα, μα φλογερά της μάτια πάνω της.
«Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορείς να πάθεις;», ρώτησε με φωνή παραπονιάρικη, όπως τη θυμόταν η Βάγια. «Να σου τάζουν κάτι... να σε κάνουν ν' αδημονείς, να πιστεύεις πως είναι δικό σου και μετά... να σ' το στερούν», κατέληξε μ' ένα παρανοϊκό γέλιο. Η Βάγια πάγωσε. Η άλλη την κοιτούσε πια μ' ένα αιμοβόρο συνοφρύωμα να παραμορφώνει τα άλλοτε όμορφα χαρακτηριστικά της. «Αλλά 'σύ δεν το ξέρεις... πού να το ξέρεις..; Δεν σου στέρησαν ποτέ σου τίποτα», γρύλλισε ενώ σκαρφάλωνε σαν αγριόγατα στο κρεβάτι, περνώντας πάνω απ' το σώμα του, που έμοιαζε εντελώς ακίνητο, «Μα τώρα... θα το μάθεις». Ένα επιφώνημα τρόμου ξέφυγε απ' τα χείλη της κοπέλας, καθώς η χορεύτρια έφερε τα χέρια της στο λαιμό της κι άρχισε να σφίγγει μεθοδικά, βασανιστικά, ώσπου δεν της είχε μείνει ανάσα.
---
Με ένα τράνταγμα, ξύπνησε ασθμαίνοντας. «Ευτυχία μου;», ψέλλισε καθώς διαπίστωσε πως η άλλη κοπέλα δεν στεκόταν από πάνω της, ούτε να την πνίξει προσπαθούσε.
«Τι είναι, αγάπη μου;», άκουσε δίπλα της την αγουροξυπνημένη φωνή του άντρα της. «Έβλεπες εφιάλτη;»
«Την ξαδέλφη μου...», απάντησε λαχανιασμένη ακόμα κι εκείνος ανασηκώθηκε και της χάιδεψε καθησυχαστικά την πλάτη, αφού εξακολουθούσε να αναπνέει γρήγορα κι ακανόνιστα. «Κάτι δεν πάει καλά, Γιώργο», του είπε γυρνώντας να τον κοιτάξει. «Τόσον καιρό έχει να φανεί... και στα καλά καθούμενα τη βλέπω στον ύπνο μου; Φοβάμαι».
«Μη φοβάσαι, Βάγια μου, ένα χαζό όνειρο ήταν. Μην κάθεσαι και δίνεις πάλι σημασία στις προλήψεις», προσπάθησε να την ηρεμήσει, μα οι βαριές ανάσες της δεν έλεγαν να κοπάσουν.
«Το παιδί», μουρμούρισε και πετώντας το πάπλωμα έκανε να σηκωθεί. «Θέλω να το δω... πάω δίπλα», συνέχισε κι έφυγε βιαστικά για το παιδικό δωμάτιο. Ο Γιώργος δεν πρόλαβε, ούτε προσπάθησε να την σταματήσει. Τους τελευταίους τέσσερις μήνες, από τότε που επέστρεψαν στο σπίτι με τη νεογέννητη κορούλα τους, η Βάγια είχε συχνά την τάση να σηκώνεται μέσ' στα μαύρα μεσάνυχτα για να ελέγχει αν ο μικρός τους άγγελος ήταν καλά. Ήταν απλά μια συνήθεια, που θα της περνούσε με τον καιρό. Τον είχε διαβεβαιώσει η γιατρός πως αρκετές γυναίκες που πέρασαν την εγκυμοσύνη τους κατά την έξαρση του κορονοϊού αντιμετώπιζαν παρόμοιες φοβίες κι εμμονές, μα δεν ήταν κάτι το μόνιμο. Έτσι παρέμεινε ξαπλωμένος στη μεριά του, περιμένοντάς την να γυρίσει χαμογελώντας απαλά, όπως και κάθε άλλη νύχτα. Μα το απαλό χαμόγελο δεν ήρθε. Στη θέση του αντήχησε μια διαπεραστική τσιρίδα που τον έκανε να πεταχτεί κατατρομαγμένος. Πριν προλάβει να σηκωθεί, από το διπλανό δωμάτιο ακούστηκε μία σπαρακτική φράση, ανακατεμένη με κλάματα:
«Το μωρό λείπει από την κούνια!»
---
Μετά από δική του επιμονή και παρά τις αντιρρήσεις της, το νέο δεν κυκλοφόρησε στο χωριό. Μόνο μαθεύτηκε εκεί που έπρεπε και σύντομα οι συνάδελφοί του ήταν στο πόδι. Η Βάγια καθόταν κλαίγοντας απαρηγόρητη στην πολυθρόνα πλάι στην άδεια κούνια, με το δεξί της χέρι σφιγμένο σε γροθιά. Ο Γιώργος βαστούσε το άλλο της χέρι, ενώ το φοβισμένο του βλέμμα πλανιόταν στους δύο αστυνομικούς που έπαιρναν δακτυλικά αποτυπώματα κι έβγαζαν φωτογραφίες.
«Εσύ τουλάχιστον μην χάσεις την ψυχραιμία σου, χωροφύλακα», του είπε επιτακτικά, μα κι ευγενικά ο ανώτερός του. «Θα εξετάσουμε τα στοιχεία, μα η αλήθεια είναι πως με την μηδενική εγκληματικότητα στην περιοχή τα τελευταία χρόνια, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποιος και γιατί μπορεί ν' άρπαξε το παιδί».
«Αυτή το έκανε», μουρμούριζε ξανά και ξανά η Βάγια ανάμεσα στα δάκρυά της, ώσπου η ένταση της φωνής της ανέβηκε αρκετά, ώστε να τους διακόψει. «Η Ευτυχία πήρε το μωράκι μας... Θεέ μου! Θα του κάνει κακό!», αναφώνησε με φρίκη σαν θυμήθηκε με πόση έκσταση την άκουγε η ξαδέλφη της, τότε που της διάβαζε τη 'Φόνισσα' του Παπαδιαμάντη.
«Η κοπέλα είναι ψυχικά διαταραγμένη», δήλωσε κοφτά ο Γιώργος, μη θέλοντας να εξηγήσει περαιτέρω, από φόβο μην ταράξει τη γυναίκα του περισσότερο. «Ποιος ξέρει τι ιδέες της μπήκαν στο μυαλό. Πρέπει να τη βρούμε άμεσα».
«Πώς είστε σίγουροι ότι ήταν εκείνη, Γιώργο;», ρώτησε ο άλλος αστυνομικός.
«Πρώτον, η πόρτα δεν ήταν παραβιασμένη. Μόνο αυτή είχε τα κλειδιά του σπιτιού και μπορούσε να μπαινοβγαίνει εδώ μέσα. Δεν πείραξε τίποτε άλλο, ήξερε ακριβώς πού να πάει και τι να κάνει», απάντησε ο Γιώργος.
«Και δεύτερον;»
Η απάντηση του νεαρού χωροφύλακα δεν βγήκε με λόγια, αλλά με μια τρεμάμενη κίνηση της Βάγιας, η οποία άνοιξε με το ζόρι τη σφιγμένη γροθιά της, αποκαλύπτοντας το μυστηριώδες αντικείμενο που βρήκε πεταμένο μέσα στην κούνια. Ήταν ένα συρματένιο βραχιολάκι σε έναν πολύ περίεργο συνδυασμό χρωμάτων: λιλά με κόκκινο...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top