Αλήθεια

ΠΡΟΣΟΧΗ: περιλαμβάνει σκληρές σκηνές. Ελέγξτε τις προειδοποιήσεις στην περίληψη του βιβλίου.

Αλήθεια

"Όλοι έχουμε ένα κομμάτι μας που κάποια στιγμή, λόγω καταστάσεων, αναγκαζόμαστε να το αφήσουμε πίσω μας. Η έλλειψή του δημιουργεί μέσα μας ένα μεγάλο κενό και ημιτελείς πια, εν μέρει άδειοι, πασχίζουμε να προσαρμοστούμε στις συνθήκες που το πήραν μακριά μας. Τα καταφέρνουμε; Κι αν ναι, πώς; Με βεβιασμένες συγκινήσεις, με κούφιους συναισθηματικούς δεσμούς, με ανόητες ασχολίες που προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι μας γεμίζουν. Μα δεν το κάνουν. Το κενό μένει εκεί: ο παιδικός μας εαυτός που κλαίει για το πιο αγαπημένο του παιχνίδι, που του το σπάσανε κι ας έχει κι άλλα για να παίξει. Όλοι γύρω του τού λένε πως κάνει σαν κακομαθημένο, πως ψάχνει διαρκώς λόγους να στενοχωριέται και πως σιγά! Ένα παιχνίδι είναι! Ένα κομμάτι ξύλο ή πλαστικό χωρίς ψυχή, χωρίς αξία. Δεν ξέρουν τι μπορεί να νιώθει αυτό το παιδί μέσα του. Ενοχοποιούν τη στενοχώρια του κι εκείνο, από φόβο μην το μαλώσουν, πιέζεται να χαρεί, να προχωρήσει παραπέρα, να ζήσει όπως εκείνοι θα θέλανε να ζήσει. Κι όμως... το κενό μένει εκεί, ανεπούλωτο.

Το καταλαβαίνουμε όποτε τύχει να έρθουμε σε επαφή μ' ένα κομμάτι της παλιάς μας ζωής. Το κομμάτι μας! Εκείνο που μας το στερήσανε. Μια χαρά μας πλημυρίζει τότε, μια όμορφη συγκίνηση, ανάμεικτη με νοσταλγία. Τότε, για λίγες στιγμές, θυμόμαστε ποιοι είμαστε, ποιοι στ' αλήθεια είμαστε! Ποιοι θέλουμε να ξαναγίνουμε! Μα για λίγο... τόσο λίγο. Αυτή η όμορφη συγκίνηση παραείναι όμορφη για τον κόσμο που οι άλλοι, ακόμα κι εμείς οι ίδιοι έχουμε φτιάξει. Το μυαλό μας υπερφορτωμένο, δυσκολεύεται να λειτουργήσει ξανά όπως παλιά, γιατί μάλλον ο εσωτερικός του μηχανισμός ξέρει. Ξέρει πως μετά τη νοσταλγία θα έρθει ο θυμός. Θυμός απέναντι στο κενό μέσα μας, σε εκείνους που το επέβαλαν, σε εμάς τους ίδιους! Έτσι προτιμά να μας βυθίσει ξανά στις παροδικές μας αγάπες, όσο κάλπικες κι αν είναι.

Μα εγώ... όσο κι αν πονάω, ξέρω πως η λύτρωσή μου είναι εκεί, στο κομμάτι που μου πήραν, που πήγαν να με κάνουν να ξεχάσω. Και τελικά, όλοι εκείνοι και τα λόγια τους δεν έχουν καμία αξία, γιατί δεν ξέρει κανείς τους καλύτερα από εμένα τι έχω στην ψυχή μου. Και κακώς περίμενα τόσα χρόνια να καταλάβουν. Δεν μπορούν! Δεν θέλουν! Εγώ θέλω κι εγώ ξέρω πως επιθυμώ μονάχα να ξαναβρώ τούτο το χαμένο κομμάτι, να ζήσω και πάλι στον κόσμο του και να μην βγω απ' αυτόν ποτέ, ποτέ, ποτέ! Άραγε, θα με δεχθεί πίσω; Θα έχει μείνει τίποτα για μένα εκεί;'

---

Ιούλιος 2019

Έκλεισε το τετράδιό της κουρασμένη ψυχικά από την καταγραφή των συναισθημάτων της. Της έλειπε πολύ το παλιό της τετράδιο με τη Χιονάτη, μα τι κρίμα! Το 'χε αφήσει στην εστία, μα όπως φάνηκε, δεν άντεξε να μην εκφραστεί στη γραφή κι αγόρασε ένα άλλο, μαζί κι ένα στυλό BIC που κρατούσε ακόμη στο δεξί χέρι. Το λιλά και κόκκινο σκουμπιντού, που κρεμόταν πάντα στον καρπό του ίδιου χεριού, τής προκαλούσε ακόμα περισσότερα νεύρα. Με μανία, το τράβηξε από το χέρι της και το κοίταξε με μίσος, όπως κοίταζε και τη Βάγια λίγη ώρα πριν. Ήθελε να το πετάξει μακριά, όμως αυτό δεν της ήταν αρκετό για να εκτονώσει την οργή και την αίσθηση της προδοσίας από την ξαδέλφη της. Με ένα χαιρέκακο χαμόγελο το έκρυψε κάπου προς τον πάτο της τσάντας της. Θα έβρισκε έναν ωραίο αναπτήρα, ίσως να δανειζόταν από κανέναν περαστικό, θα τον χρησιμοποιούσε και το παλιοβραχιόλι θα γινόταν στάχτη, όπως έγινε κι η καρδιά της όταν έμαθε για το γάμο.

Τα βήματά της την πήγαν ως τη στάση λεωφορείου του χωριού. Της φάνηκε πως περίμενε ώρες να φανεί το επόμενο δρομολόγιο. Κι ήταν ώρες δύσκολες, μα ευτυχώς δε βρισκόταν κανείς άλλος εκεί, να κοιτάξει με απορία το πρόσωπό της, να σχολιάσει ειρωνικά τις κινήσεις των χεριών της, να ακούσει το παραμιλητό της και να την κάνει να ντραπεί και να μαζευτεί. Πάντα, σκέφτηκε εξοργισμένη. Πάντα να κρύβεται, πάντα να νιώθει άσχημα για αυτό που είναι, πάντα να βάζει τις γνώμες και τα θέλω των άλλων πάνω από τα δικά της. Και ιδού το αποτέλεσμα! Να την έχουν όλοι τους φτυσμένη! Κι όλα αυτά γιατί!;

Όταν επιτέλους το λεωφορείο έφτασε, μπορούσε να ακούσει μουσικές από παραδοσιακά όργανα στο βάθος. Μάλλον είχε αρχίσει το καθιερωμένο γλέντι της νύφης πριν την τελετή. Μάλλον η Βάγια είχε ξεχάσει εντελώς τον πόνο που της προκάλεσε και ζούσε ανάλαφρη το παραμύθι της. Από μέσα της την έβρισε κι ανέβηκε σβέλτα τα σκαλοπάτια της μπροστινής πόρτας, δείχνοντας επίσης σβέλτα το πάσο της στον οδηγό, χωρίς όμως να τον χαιρετήσει ή να του πει κουβέντα. Ήθελε να φύγει μακριά! Όσο πιο μακριά γινόταν από εκείνον τον ηλίθιο γάμο! Όσο πιο μακριά από την ξαδέλφη της και τον άντρα που αγαπούσε, αυτούς που στα θολωμένα από τα δάκρυα μάτια της της είχαν ρίξει πισώπλατη μαχαιριά.

Πέρασε κάμποσο χρόνο να κοιτάει τα άδεια καθίσματα γύρω της και να ακούει τα τραγούδια από έναν ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιζε ελληνικές επιτυχίες. Μπορούσε άνετα να πει ότι τις ελληνικές επιτυχίες τις σιχαινόταν, γιατί άρεσαν σε εκείνον! Έβγαλε από την τσάντα το κινητό της, που μετά από τόσα χρόνια ήταν το ίδιο. Δεν την πείραζε που δεν είχε ίντερνετ ή πρόσβαση στο YouTube και τις άλλες μοντέρνες πλατφόρμες ψυχαγωγίας. Απεχθανόταν τα social media, γιατί πάντα γέμιζε ζήλια βλέποντας φωτογραφίες από τις φαινομενικά 'τέλειες ζωές' των άλλων. Η δική της ζωή δεν ήταν τέλεια εδώ και δεκατρία ολόκληρα χρόνια κι όποτε κάτι της το υπενθύμιζε, η Ευτυχία ξεσπούσε με όλους τους τρόπους που μπορούσε: έκλαιγε, φώναζε, πετούσε κι έσπαγε πράγματα, παραμιλούσε ακατάληπτα, η ανάσα της κοβόταν και τα μάτια της περιστρέφονταν σαν δίσκοι στο πικάπ, προκαλώντας τρόμο σε όσους ήταν κοντά της. Το τελευταίο που ήθελε ήταν η ψεύτική τους συμπόνια και το υποκριτικό τους νοιάξιμο στα όρια του κακού θεάτρου. Αυτό που είχε μπουχτίσει από την Βάγια και την οικογένειά της.

Άνοιξε το κινητό κι έψαξε το 'Όταν σ' είχα πρωτοδεί'. Ήταν το ίδιο αρχείο mp3 που της είχε στείλει ο Γιώργος εκείνη την ημέρα που την πήγε σπίτι του. Από τότε η Ευτυχία το 'χε κρατήσει στον φάκελο με τα αγαπημένα της κομμάτια, παρέα με τις μουσικές από την 'Λίμνη των Κύκνων' και τον 'Καρυοθραύστη' που λάτρευε από το μπαλέτο. Της άρεσε να το ακούει όποτε ήταν στενοχωρημένη. Να κοιτάζει στις πληροφορίες την ακριβή ημερομηνία κι ώρα που το είχε λάβει στη συσκευή της κι έτσι να ταξιδεύει πίσω σε εκείνες τις όμορφες στιγμές με τον Γιώργο. Αυτή τη φορά όμως δεν έβαλε να το ακούσει. Πάτησε το κουμπί της διαγραφής, επιβεβαίωσε την εντολή με ένα ακόμα πάτημα και το τραγούδι είχε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σβηστεί, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έμεινε να κοιτάζει την οθόνη με συναισθήματα ανάμεικτα: στο σκεπτικό της η πράξη αυτή αποτελούσε κάτι σαν εκδίκηση. Άραγε τι θα έλεγε ο Γιώργος αν έβλεπε ότι είχε διαγράψει το αγαπημένο του τραγούδι; Θα μπορούσε αυτό να τον πληγώσει, όπως πλήγωσε κι αυτός εκείνη; Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Σίγουρα ο Γιώργος δεν έδινε δεκάρα τη δεδομένη στιγμή και μάλιστα μπορεί να μην θυμόταν καν ότι του άρεσε το συγκεκριμένο ή ότι της το έστειλε την ημέρα που την έσωσε. Τέτοιος αναίσθητος είναι, σκέφτηκε κι έμεινε στη σιωπηλή μιζέρια της, να ακούει τις μουσικές επιλογές του ραδιοφώνου που αντηχούσαν από τα ηχεία.

Ένα τραγούδι που της θύμισε σκυλάδικο έπαιζε τώρα. Σούφρωσε τη μύτη με αποστροφή· αντιπαθούσε ακόμα παραπάνω αυτού του είδους τη μουσική. Τέτοια άκουγαν οι συμμαθητές της που την κοροϊδεύανε. Τέτοια άκουγαν και κάποιοι από τους συμφοιτητές της στα διπλανά δωμάτια όταν είχαν μάζωξη για χαλαρό ποτό και τίτσου κι ούτε μια φορά δεν την καλούσαν κι εκείνη. Ξανακούνησε το κεφάλι της θυμωμένα, καθώς από τη μία κακή σκέψη πέρασε σε άλλη κι ετοιμάστηκε να φορέσει τα ακουστικά της και ν' ακούσει κάτι άλλο, όταν οι στίχοι του τραγουδιού ξεκίνησαν και της τράβηξαν την προσοχή: μία γυναίκα τραγουδούσε απευθυνόμενη σε έναν άντρα που την εγκατέλειψε. Η Ευτυχία έμεινε να ακούει, έχοντας ταυτιστεί με ταχύτητα φωτός. Μιλούσε για το ψεύτικο ενδιαφέρον και την υποκρισία που της έδειξε αυτός και το δικό της μυαλό πήγε αμέσως στον Γιώργο: κι αυτουνού το ενδιαφέρον ήταν ψεύτικο! Της παρίστανε ότι τάχα ήτανε φίλος της και νοιαζόταν για εκείνη, ενώ από πίσω τα έψηνε με την ξαδέλφη της! Για να μην μιλήσει για την εξαφάνισή του το καλοκαίρι μετά την απομάκρυνση του Ζαχαρία από το σχολείο.

Ενώ μέχρι πριν περπατούσαν σχεδόν κάθε μέρα μαζί στην αυλή ή τους διαδρόμους του σχολείου και κάνανε παρέα, όταν ξεκίνησε το σχολικό έτος 2010-2011 δεν τον πετύχαινε πια έξω, δεν τον πετύχαινε πια στην τάξη του, δεν απαντούσε στα μηνύματά της. Όταν ένα απόγευμα τόλμησε να τον πάρει τηλέφωνο, της είπε ότι είχε κάθε μέρα φροντιστήρια για την Τρίτη Λυκείου και δεν του περίσευε καθόλου χρόνος. Είπε να δείξει κατανόηση και να τον περιμένει. Την ημέρα που έμαθε ότι τα κατάφερε και πέρασε στη σχολή της αστυνομίας, του έκανε τρεις κλήσεις για να τον συγχαρεί. Δεν απάντησε σε καμία. Περίμενε με αγωνία να έρθουν τα γενέθλιά του κι η γιορτή του για να τον ξαναπάρει, μα... ούτε τότε της απάντησε. Την επόμενη φορά, κάπου τον Νοέμβριο του 2013, όταν κι εκείνη είχε μετακομίσει στη Σίνδο, τον ξανακάλεσε, μόνο και μόνο για να ακούσει εκείνη την ψυχρή φράση: 'Ο αριθμός που καλείτε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή'. Η τελευταία σκέψη της έφερε κι άλλα δάκρυα θυμού, αλλά δεν ήθελε να κλάψει. Έτσι συγκεντρώθηκε όσο μπορούσε στο άκουσμα αυτού του θορυβώδους, σκυλάδικου τραγουδιού...

'Όλο και κάποιος θα βρεθεί να με παρηγορήσει
Πάντα μετά το χωρισμό αυτή είναι η λύση...'

Κι όμως, πήρε μόλις δύο στίχους για να αλλάξει γνώμη και να ακουμπήσει σε αυτό που άκουγε, να αφεθεί στη σκέψη ότι αυτό που τώρα της συνέβαινε το περνούσαν κι άλλοι άνθρωποι και πως τελικά η λύση ήταν αυτή ακριβώς! Ο Γιώργος αδιαφορούσε! Η Βάγια αδιαφορούσε! Δεν έπρεπε να τη νοιάζει! Θα έβρισκε έναν άλλο έρωτα, μία άλλη φίλη, έστω κι αν έως τότε δεν τα είχε καταφέρει! Θα τα κατάφερνε! Θα προσπαθούσε περισσότερο! Αυτή ήταν η μόνη της ελπίδα... Δεν θα τον περίμενε...

---

Μετά από περίπου είκοσι λεπτά το λεωφορείο έφτασε στην πρώτη στάση της επαρχιακής πόλης. Το τραγούδι είχε τελειώσει και μαζί είχε τελειώσει η επιρροή του. Βλέποντας γύρω της τα ίδια κτίρια, το ίδιο γνώριμο τοπίο, η Ευτυχία ένιωσε τη θλίψη της να επιστρέφει, παρέα με μια πικρή νοσταλγία για το παρελθόν· εκείνο το παρελθόν όπου είχε για λίγο τολμήσει να πιστέψει πως το μέλλον θα ήταν όμορφο. Σαν από έναν συνδυασμό ενστίκτου και συνήθειας πήρε το δρόμο που ακολουθούσε κάθε μέρα από τη στάση ως το λύκειό της. Έφτασε. Βρήκε το προαύλιο άδειο και λουσμένο στο πορτοκαλί φως του ήλιου που έδυε, η αντηλιά να σχηματίζει λαμπερές αχτίδες ανάμεσα στα πεύκα του παρτεριού που έστεκαν ασάλευτα κι αιώνια. Ήταν καλοκαίρι, ήταν Κυριακή, ήταν απόγευμα. Δεν υπήρχε ψυχή. Κι όμως... για λίγο της φάνηκε πως είδε τον εαυτό της εκεί μέσα· να κάθεται σε ένα απ' τα πέτρινα παγκάκια με τη Βάγια κι οι δυο τους να γελάνε δυνατά. Και σ' ένα άλλο σημείο να περπατάει δίπλα-δίπλα με τον Γιώργο και να κουβεντιάζουν ήρεμα, με εκείνη να στρέφει το βλέμμα ντροπαλά στο πλακόστρωτο. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της αργά. Όταν τα ξανάνοιξε, καμία από τις δύο εικόνες δεν υπήρχε πια, μόνο που το οπτικό της πεδίο ήτανε θολό. Ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια της, μα αυτή τη φορά γρήγορα και πολλές φορές, θέλοντας να διώξει τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί σε αυτά, ενώ τα χέρια της είχαν πιάσει σφιχτά τα κάγκελα του φράχτη και η ανάσα της ήταν κοφτή.

«Ευτυχία;», άκουσε μια ήρεμη φωνή πίσω της κι η καρδιά της πέταξε. Ήτανε αυτός! Είχε παρατήσει τον γάμο κι είχε έρθει να τη βρει! Να της πει ότι έκανε λάθος κι ότι εκείνη αγαπούσε, μονάχα εκείνη! Γύρισε βιαστικά να τον υποδεχτεί, μα αντί για τα μεγάλα και γλυκά πράσινα μάτια του, βρέθηκε ν' αντικρίζει δυο μάτια γαλάζια κι η χαρά της μεμιάς εξανεμίστηκε. «Είσαι εντάξει;», ρώτησε ο νεαρός άντρας που στεκόταν εκεί κι η Ευτυχία ένιωσε το στομάχι της να καίει.

«Τ-Τι θέλεις;», ρώτησε με διάπλατα μάτια, προσπαθώντας να υπερκαλύψει τον φόβο της, μιας και τον αναγνώρισε αμέσως.

«Στη γειτονιά μένω. Περνούσα τυχαία», της απάντησε εξίσου ήρεμα με πριν. «Σε είδα να στέκεσαι εδώ, μπροστά στην αυλή, σε αναγνώρισα κι ανησύχησα όταν

«'Ανησύχησες';», επανέλαβε εκείνη σφυριχτά κι άξαφνα θυμωμένα. «Έχεις μεγάλο θράσος!», φώναξε, προκαλώντας τον να κάνει ένα βήμα πίσω. Ποτέ πριν δεν είχε τολμήσει να του φωνάξει τόσο άγρια και η αλήθεια ήταν πως μέσα της ένιωσε μια στιγμιαία ικανοποίηση για αυτό. Είχε να τον δει περίπου εννέα χρόνια και δεν ήταν λίγες οι φορές που αγωνιούσε για το πώς θα αντιδρούσε αν κάποτε τον πετύχαινε στο δρόμο. Μα τώρα... τώρα αυτός ήταν απέναντί της κι η ίδια ούτε τρομαγμένα αντέδρασε, ούτε καν ξαφνιάστηκε. Ήταν τόσο απορροφημένη με τη Βάγια και τον Γιώργο, που δεν της περίσεψε φόβος, ούτε δισταγμός. «Παράτα με ήσυχη, Ζαχαρία! Αρκετά δε γέλασες εις βάρος μου

«Μη φωνάζεις...», την παρακίνησε με το ένα χέρι στον αέρα, φανερά ταραγμένος από την αντίδρασή της. «Τόσα χρόνια έχουμε να βρεθούμε κι εσ

«Δε θα μου πεις εσύ τι να κάνω!», του αντιγύρισε. «Παράτα με, είπα

«Εντάξει... ό-όπως θέλεις...», της έκανε τελικά ηττημένος και γύρισε να φύγει. Η Ευτυχία κάρφωνε την πλάτη του με τα μισόκλειστα μάτια της και παραξενεύτηκε όταν ύστερα από μερικά βήματα τον είδε να σταματάει και να καμπουριάζει. «Έχεις δίκιο που αντιδράς έτσι», τον άκουσε να λέει, αν και σχεδόν με το ζόρι κατάφερε να πιάσει τη φράση, τόσο σιγανή που ήταν. «Στο σχολείο σου φερόμουν πολύ άσχημα».

«Τουλάχιστον το παραδέχεσαι», του είπε δηκτικά με τα χέρια της στη μέση, ένα μικρό μέρος της να απολαμβάνει αυτή τη διαδικασία. Παλιότερα είχε φανταστεί τον νταή του σχολείου να της ζητάει συγγνώμη, να προσπαθεί να την κάνει να τον συγχωρήσει κι αυτό, μέσα στο μυαλό της που όλο και μπερδευόταν τελευταία, έμοιαζε με νίκη. Μία επικράτηση εκείνης απέναντι σε εκείνον. Είπε, λοιπόν, να χαρεί τη στιγμή λίγο παραπάνω, προσφέροντάς του κι άλλες ενοχές. «Ξέρεις ότι εξαιτίας σου φοβόμουν να έρθω στο σχολείο;», ρώτησε αυστηρά, όπως συνήθιζε να ρωτάει πάντα η θεία της κι ο φόβος για τον οποίο μιλούσε τώρα είχε κρυφτεί σχεδόν. «Ξέρεις ότι έβλεπα εφιάλτες με εσένα να με κοροϊδεύεις; Ότι έτρεμαν επί χρόνια τα χέρια μου, μετά από την απαίσια συμπεριφορά που είχατε απέναντί μου εσύ κι οι φίλοι σου!;» Η ένταση της φωνής της ανέβαινε σταδιακά σε κάθε ερώτηση κι αντίστοιχα εκείνος έμοιαζε να καμπουριάζει όλο και πιο πολύ.

«Σου... ζητώ συγγνώμη...», τον άκουσε να ψελλίζει, προτού γυρίσει ξανά προς αυτήν. «Ήμουν ένας ποταπός, ένας σκουπίδι. Από τη στιγμή που με πήρανε στο ίδρυμα, αλλά κι όλο το διάστημα μετά, σκέφτηκα πολύ, Ευτυχία», συνέχισε λυπημένα. «Και... ξέρεις τι κατάλαβα. Ότι από όλα τα άσχημα πράγματα που έκανα μετά την εγκατάλειψη της μητέρας μου... το χειρότερο ήταν οι επιθέσεις μου σ' εσένα. Όταν εκείνη... μας παράτησε κι έφυγε, ένιωσα ευάλωτος... μόνος... Και δεν το άντεχα αυτό! Δεν άντεχα να νιώθω έτσι...» Σε εκείνο το σημείο τα λόγια του βγήκαν μέσα από τα δόντια του κι ακούστηκαν σαν γρύλισμα, τρομάζοντάς την για μια στιγμή. «Έτσι... η μόνη λύση που βρήκα τότε ήταν να βρω ένα πλάσμα πιο αδύναμο από μένα και να φροντίσω να παραμείνει αδύναμο, μόνο και μόνο για να έχω την αίσθηση πως είμαι σε καλύτερη θέση από αυτό... Κι ήσουν εσύ, Ευτυχία. Μόνο μετά που έφυγα κατάλαβα πόσο ανόητος ήμουν. Μα έγινα καλύτερος άνθρωπος. Και κάθε μέρα σκεφτόμουν να ψάξω να σε βρω και να σου ζητήσω συγγνώμη, να επανορθώσω για τη συμπεριφορά μου. Μα δείλιαζα, Ευτυχία. Δείλιαζα, γιατί ήξερα πως δύσκολα θα με συγχωρούσε ο οποιοσδήποτε. Ακόμα κι εσύ, που φαινόσουν από τότε πως είχες καλή καρδιά...»

Η κοπέλα τον άκουγε μπερδεμένη κι αν δεν είχε συνδυάσει τη φωνή του με το πρόσωπο και το όνομά του, θα ορκιζόταν πως αυτός που της απολογούταν δεν ήταν ο Ζαχαρίας Μαρκαντωνάτος, αλλά κάποιος άλλος. Κάποιος πολύ πιο ευγενικός και καλοπροαίρετος. Όσο της μιλούσε, είχε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει με μεγαλύτερη προσοχή: είχε ψηλώσει πολύ από την τελευταία φορά που τον είδε. Το βάρος του πρέπει να είχε παραμείνει ίδιο, βέβαια, γιατί με το επιπλέον ύψος έδειχνε πολύ πιο αδύνατος, σχεδόν κοκαλιάρης, όπως αυτή. Τα μαύρα του μαλλιά, άλλοτε καρφάκια, ήταν τώρα κοντοκουρεμένα κι ένα λεπτό μουστάκι κοσμούσε το απαλλαγμένο πια από την ακμή πρόσωπό του, κάνοντάς τον να φαίνεται σαν να ξεπήδησε από κάποια ελληνική δραματική ταινία της δεκαετίας του '50. Το τελευταίο πράγμα στο οποίο επικεντρώθηκε ήταν τα μάτια του. Μεγάλα και γαλανά, όπως τα θυμόταν, τις λίγες φορές που τα κοίταζε. Πάντα την τρομάζανε με την αφύσικη λάμψη τους, που της έβγαζε καθαρή κακία. Όμως η λάμψη αυτή είχε φύγει και δεν διαφέρανε από τα μάτια ενός κοινού ανθρώπου. Πρόσεξε μάλιστα ότι έδειχναν πολύ, πολύ θλιμμένα. Θα μπορούσε ο Ζαχαρίας να είχε όντως αλλάξει;

«...Αυτό φαντάζομαι πρόσεξε σ' εσένα ο Γιώργος ο Τερζίδης... την καλή σου καρδιά», διέκοψε η φωνή του τις σκέψεις της. «Είστε μαζί ακόμα, να υποθέσω; Να ένας επιπλέον λόγος που φοβόμουν να σε πλησιάσω. Έχω καταλάβει πολύ καλά ότι με μισεί αυτό το παιδί...»

Για μια στιγμή τον κοίταξε σαν να ήταν ηλίθιος. Έπειτα απέστρεψε το βλέμμα της, μη θέλοντας να φανούν τα δάκρυα που απειλούσαν ξανά να ξεσπάσουν. Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να πει αυτό το όνομα και να της θυμίσει τη στενοχώρια της; «Δεν είμαστε μαζί...», μουρμούρισε άχρωμα. «Ποτέ δεν ήμασταν. Για την ακρίβεια... αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πρέπει να του περνάν τα στέφανα ενώ η ξαδέλφη μου η Βάγια στέκεται δίπλα του με το νυφικό της...»

Ακολούθησε παύση. Μία μεγάλη παύση κατά τη διάρκεια της οποίας η Ευτυχία αναρωτήθηκε μήπως ο παλιός της συμμαθητής δεν ήταν εκεί και μήπως τον είχε δει σε κάποια απ' τις παραισθήσεις της και μιλούσε μόνη της τόση ώρα. Μπήκε στον πειρασμό να γυρίσει για να βεβαιωθεί κι όταν γύρισε, τον είδε να έχει μείνει στήλη άλατος. «Κάνεις πλάκα, έτσι;», αναφώνησε ο Ζαχαρίας. «Ο Γιώργος... με την ξαδελφούλα σου; Αυτήν με τα κόκκινα μαλλιά που πήγαινε Γυμνάσιο

«Αυτήν...»

«Μα αυτό είναι... κουλό», χαρακτήρισε, μη βρίσκοντας άλλη λέξη πιο κατάλληλη για να περιγράψει την κατάσταση. «Εσείς οι δύο ταιριάζατε πολύ μαζί. Αφού θυμάμαι, όλα τα παιδιά στοιχηματίζανε πότε θα τα φτιάξετε. Καλά κι αυτός ηλίθιος είναι; Είχε εσένα δίπλα του και προτίμησε αυτή τη σιγανοπαπαδιά που δεν σου φτάνει ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι

Η Ευτυχία έσκυψε το κεφάλι και ξεφύσηξε. Κανονικά δεν θα επέτρεπε σε κανέναν και ειδικά σε αυτόν να μιλήσει άσχημα για τη Βάγια της, όμως αυτή τη στιγμή, μέσα στον πόνο της, έπιασε τον εαυτό της να εύχεται ο Ζαχαρίας να την έβριζε με πιο άσχημο τρόπο, έτσι ώστε να βγάλει κι αυτή το άχτι της. Όσο χανόταν στις εξοργισμένες σκέψεις της δεν παρατήρησε πως ο Ζαχαρίας είχε κάνει αρκετά βήματα προς αυτήν, μέχρι που ένιωσε τον αντίχειρά του να ακουμπά απαλά το μάγουλό της, σκουπίζοντας ένα δάκρυ. Το πλησίασμά του δεν της άρεσε. Της θύμισε εκείνο το απόγευμα που της πήρε το τετράδιο και την παρέσυρε σε εκείνο το στενό, έμεινε όμως ακίνητη, περιμένοντας την επόμενη κίνησή του.

«Γι' αυτό, λοιπόν, είσαι στενοχωρημένη, γλυκιά μου Ευτυχία; Δεν θα έπρεπε... Σου αξίζουν τα καλύτερα...», της είπε πολύ σιγανά και παρηγορητικά και πάλι τής φάνηκε ότι της μιλούσε κάποιος άλλος. Αμέσως ο Ζαχαρίας έκανε πίσω, ζητώντας συγγνώμη που ήρθε τόσο κοντά και δίχως να το θέλει, μια ανάσα ανακούφισης της ξέφυγε. «Μην κλαις γι' αυτόν», της είπε, βγάζοντας λίγο από το παλιό, θρασύ ύφος του, κάτι που αυτή απέδωσε σε θυμό. Ίσως για όσα μόλις έμαθε και που εμφανώς δεν του άρεσαν. «Δεν αξίζει να στενοχωριέσαι. Άσ' τον κι αυτόν κι αυτήν να κάνουν ό,τι θέλουν! Εσύ θα συνεχίσεις τη ζωή σου, θα βρεις αλλους ανθρώπους που να σε εκτιμούν και θα είσαι πολύ, πολύ ευτυχισμένη... όπως δηλώνει και τ' όνομά σουΑυτό η Ευτυχία δεν το περίμενε! Ο τελευταίος άνθρωπος που πίστευε ότι θα την παρηγορούσε ήταν ο συγκεκριμένος! Και την έκανε απροσδόκητα να αισθανθεί καλύτερα, αναμεταδίδοντας στην ουσία όσα έλεγε στον εαυτό της στο λεωφορείο. Ίσως να είχε πράγματι αλλάξει. Ίσως να ήταν πράγματι ένας καλύτερος άνθρωπος και να του άξιζε μία ευκαιρία. Έτσι, όταν την παρακάλεσε να πιούνε έναν καφέ μαζί στη γωνιακή καφετέρια κι επέμεινε με τόση ευγένεια, αποφάσισε να του την προσφέρει.

---

Το μαγαζί αυτό δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο στη διακόσμησή του ή στο μενού του. Μόνο κλασσικούς καφέδες, χυμούς, μπύρες και φυσικά την φημισμένη μπουγάτσα μισή τυρί-μισή κρέμα για την οποία τρελαίνονταν όλοι στην πόλη. Και στη Βάγια άρεσε αυτός ο συνδυασμός γεύσεων. Από αυτήν την είχε μάθει κι η Ευτυχία, που τώρα ξίνιζε στη σκέψη της. Μα όταν ο Ζαχαρίας της την πρότεινε, το στομάχι της απάντησε θετικά πριν το κάνει αυτή και σε λίγο οι δυο τους τσιμπολογούσαν μαζί. Κοιτούσε γύρω της σκεπτόμενη ότι έστω κι αν το μαγαζί δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, όπως προαναφέρθηκε, ήταν το πιο δημοφιλές στέκι των συμμαθητών της! Όλοι κάνανε κοπάνα για να έρθουν εδώ συνεχώς! Τι του έβρισκαν ήθελε να ήξερε. Μπορεί το δωρεάν ίντερνετ να ήταν το δέλεαρ... ή το γεγονός ότι μπορούσαν να μασαμπουκώσουν κάτι καλύτερο από τα τυποποιημένα του κυλικείου χωρίς να χρειαστεί να πάνε μακριά. Σαν τα παιδιά στην εστία, ποτέ δεν την είχαν προσκαλέσει να έρθει εδώ μαζί τους. Όλοι την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν λεπρή και την απέφευγαν, σε σημείο να τους σνομπάρει κι η ίδια και να μην θέλει να πάει μαζί τους ούτε μέχρι τη γωνία. Κι όμως, με τον Ζαχαρία σήμερα ήταν... αλλιώς. Η μπουγάτσα της φάνηκε νοστιμότατη, ο καφές πολύ καλός και η παρέα του περιέργως ευχάριστη και διασκεδαστική. Οι ώρες κύλησαν, ο ήλιος μετακινήθηκε νωχελικά προς τη δύση και το σούρουπο τους βρήκε να γελάνε σαν δυο καλοί φίλοι. Η Ευτυχία ξεχάστηκε κι ένιωσε να ξαλαφρώνει έπειτα από μήνες, έπειτα που είδε εκείνο το απαίσιο story στο προφίλ κάποιας συμμαθήτριάς της με το προσκλητήριο του γάμου. Αυτή τη στιγμή ήταν ήρεμη, χαρούμενη και το πρόσωπό της δεν έκανε σχεδόν καθόλου συσπάσεις, πράγμα που θεώρησε καλό σημάδι. Αλλά η καλή διάθεση διήρκησε μόνο μέχρι ο Ζαχαρίας να σηκωθεί για λίγο για να πάει στην τουαλέτα...

Με το που έμεινε μόνη, η σκέψεις επέστρεψαν πολύ ορμητικά κι εκδικητικά στο νου της: σκέψεις του Γιώργου να της λέει πως όλα θα πάνε καλά, σκέψεις της Βάγιας να την αγκαλιάζει και τέλος, η εικόνα του Γιώργου και της Βάγιας να φιλιούνται και να πέφτουν στο κρεβάτι γυμνοί κι αγκαλιασμένοι. Το τελευταίο έκανε το στομάχι της να δεθεί κόμπος και τα πάντα γύρω της να της φανούν μαύρα κι ασήμαντα. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει, οι χτύποι της καρδιάς της επιτάχυναν σε σημείο που ήταν σαν να άκουγε ένα πολύ δυνατό κι ενοχλητικό ταμπούρλο στα αυτιά της κι οι φωνές των πελατών στα άλλα τραπέζια της έμοιαζαν πιο πολύ με σειρήνες ασθενοφόρου. Ασθενοφόρου σαν εκείνο που την πήρε γεμάτη αίματα από το σημείο όπου το αμάξι των γονιών της ξέφυγε εκτός πορείας. Τον θυμόταν αυτόν τον ήχο! Τον μισούσε αυτόν τον ήχο! Ήταν ο τελευταίος που άκουσε πριν χάσει τις αισθήσεις της και ξυπνήσει σε ένα ράντζο νοσοκομείου χωρίς μαμά και μπαμπά, χωρίς τα μαλλιά της, χωρίς την ικανότητα να μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά το λογισμό της. Δεν άντεχε άλλο! Δεν άντεχε!

Πετάχτηκε απ' την καρέκλα της και παραμιλώντας με λόγια που ούτε η ίδια ήξερε τι σημαίνανε έτρεξε μακριά και δεν σταμάτησε μέχρι να φτάσει και πάλι στο πίσω μέρος της σχολικής αυλής. Εκεί βρήκε το κομμάτι του φράχτη όπου τα κάγκελα για λίγο σταματούσαν κι είχε τσιμέντο και χτύπησε το κεφάλι της με δύναμη. Μία φορά, δύο φορές, τρεις φορές, τέσσερις φορές και η κρίση έφτασε στο τέλος της, δίνοντας θέση σε έναν δυνατό και ταυτόχρονα ανακουφιστικό πονοκέφαλο. «Δεν μπορώ άλλο...», ψιθύρισε βαριανασαίνοντας κι έμεινε εκεί μέχρι να ηρεμήσει. Σε λίγα δευτερόλεπτα οι σειρήνες σταμάτησαν, η σιγή επήλθε κι η κοπέλα τόλμησε να γυρίσει το κεφάλι της από το τοιχαλάκι. Αντίκρισε ξανά τα μάτια του Ζαχαρία να την κοιτάζουν.

«Ευτυχία, τι έπαθες;», ρώτησε με ανησυχία. Ακουγόταν λαχανιασμένος. Πρέπει να είχε τρέξει ως εδώ ψάχνοντάς την. «Μου είπαν στο μαγαζί ότι σηκώθηκες κι έφυγες εντελώς ξαφνικά. Τι σου συνέβη

«Δεν μπορώ άλλο... δεν μπορώ άλλο!», φώναξε κι ο πονοκέφαλος που είχε απλωθεί σε όλο της το κρανίο και τη βασάνιζε την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα. «Δεν αντέχω να ζω έτσι», συνέχισε ανάμεσα σε λυγμούς. «Μακάρι να 'χα σκοτωθεί κι εγώ τότε με το αμάξι».

«Όχι!», της φώναξε αυστηρά ο Ζαχαρίας και την έπιασε δυνατά από τους ώμους. «Μην το ξαναπείς αυτό, άκουσες!; Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία στον κόσμο από το να χάνει κάποιος τη ζωή του χωρίς να φταίει. Η ζωή μας είναι ένα δώρο κι έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε! Να είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε

«Εγώ δεν έχω τίποτα!», του είπε, αντιδρώντας στο κράτημά του. «Ούτε οικογένεια, ούτε φίλους, ούτε κάποιον να με αγαπά».

Ο Ζαχαρίας έμεινε αμίλητος για λίγα δευτερόλεπτα, περιμένοντας το κλάμα της να κοπάσει, χωρίς να την αφήσει από τα χέρια του. Όταν κάπως ησύχασε, έσκυψε κοντά της και της είπε σχεδόν ψιθυριστά: «Έχεις εμένα...» Τον κοίταξε με παραξενιά, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε να πει. «Είμαι εδώ εγώ για σένα! Είσαι πανέμορφη, Ευτυχία μου! Σαν νεράιδα! Από τότε στο σχολείο έβλεπα τα μαλλιά σου που μοιάζανε σαν χρυσάφι κι ήθελα να τα αγγίξω με κάθε τρόπο».

«Ζαχαρία... τι λες

«Και δεν ήθελα ν' αγγίξω μόνο αυτά... ήθελα ν' αγγίξω κι όλο το κορμί σου. Να σε φιλήσω, να σε αγκαλιάσω!», συνέχισε εκείνος με φωνή κάπως πιο βαριά. «Νομίζω πως κι αυτός είναι άλλος ένας λόγος που έκανα ό,τι έκανα. Σε ήθελα! Σε ήθελα, μα ήξερα ότι εσύ δεν θα γυρνούσες να με κοιτάξεις. Έτσι σε πείραζα, για να έχω αφορμή να σε αγγίζω».

«Ζαχαρία, σταμάτα να λες ανοησίες», τον διέκοψε σαστισμένη.

«Δεν λέω ανοησίες», αποκρίθηκε αυτός και κάτι σαν λυγμός ακούστηκε και στη δική του φωνή. «Λέω αυτό που θέλω. Κι αυτό που θέλω είναι να μην σε ξαναδώ να κλαις για κανέναν Τερζίδη ποτέ ξανά... Θέλω να είσαι καλά, να είσαι ευτυχισμένηΜε την τελευταία φράση πλησίασε ακόμα πιο κοντά κι έφερε με διακριτικότητα το μέτωπό του στο μέτωπό της.

Τα λόγια του και η αίσθηση της τρυφερής κίνησής του της προκάλεσαν μια παράξενη συγκίνηση. «Αυτό θέλεις;», ρώτησε ξέπνοα.

«Αυτό», της απάντησε και τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της. Εκείνη πάγωσε. Δεν τόλμησε τίποτα, ώσπου αυτός έκανε πίσω για να πάρει αναπνοή. Τα μάτια του την κάρφωσαν πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, γεγονός που την κατατρόμαξε, μα ταυτόχρονα την αναστάτωσε με έναν τρόπο που δεν πίστευε ποτέ ότι θα ένιωθε για αυτό το αγόρι. «Άσε με να σου δείξω πόσο έχω μετανιώσει. Πόσο πολύ έχω μετανιώσει για όλα...», της είπε, προτού την ξαναφιλήσει, στην αρχή τρυφερά και μετά πιο έντονα, στέλνοντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της με μια απότομη και γεμάτη πόθο κίνηση. Η Ευτυχία, ζαλισμένη από τον πονοκέφαλό, αναρωτιόταν αν όλη αυτή την τρέλα τη ζούσε στ' αλήθεια. Αν πράγματι ο Ζαχαρίας Μαρκαντωνάτος, ο άνθρωπος που αντιπαθούσε με όλη της τη δύναμη, το πιο κακό παιδί του σχολείου τη φιλούσε αυτή τη στιγμή κι αν όντως της είχε εξομολογηθεί τα αισθήματά του. Πίστευε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος! Το θεωρούσε άσεμνο να κάθεται να τη φιλάει ένας ουσιαστικά άγνωστος κι ενδεχομένως επικίνδυνος άντρας. Ο Γιώργος τον είχε χαρακτηρίσει άπειρες φορές με κακόηχα επίθετα, είχε πει πόσο μεγάλο καθίκι ήταν. Μα... ο Γιώργος δεν ήταν εδώ γι' αυτήν. Ποτέ δεν ήταν, ούτε και θα ήταν, βέβαια. Ο Ζαχαρίας όμως... ο Ζαχαρίας ήταν εδώ. Της ζήτησε συγγνώμη, της έδειξε καλοσύνη κι αυτό που της έκανε αυτή τη στιγμή ήταν... μεθυστικό! Όπως μεθυστική ήταν κι η σκέψη του τι θα έκανε ο Γιώργος άμα μάθαινε. Άραγε τι θα έλεγε αν μάθαινε ότι βγήκε για καφέ με τον χειρότερο εχθρό του κι ότι τον άφησε να τη φιλήσει; Να της κάνει αυτά που θα έπρεπε να της κάνει ο ίδιος; Αυτό ναι! Σίγουρα θα μπορούσε να τον πληγώσει!

Δειλά, άρχισε να τον φιλάει κι αυτή, ξαφνιάζοντας κι εκείνον και τον εαυτό της. Την επόμενη στιγμή έσπασε το φιλί τους κι ο Ζαχαρίας την κοίταξε με απορία. Εκανε ένα βήμα πίσω, ακουμπώντας την πλάτη της στο τοιχαλάκι όπου πριν χτυπούσε το κεφάλι της, για να είναι πιο άνετα. Συχνά είχε δει ζευγάρια να φασώνονται στο προαύλιο, επιδεικνύοντας παντελή προκλητικότητα κι αναίδεια προς το χώρο του σχολείου, αλλά και προς τους συμμαθητές και τους καθηγητές τους. Τότε έκανε 'τς τς τς' και ντρεπόταν για λογαριασμό τους. Μα αυτή τη φορά ήθελε να αισθανθεί επαναστάτρια κι άφοβη, όπως πιθανολογούσε πως θα αισθάνονταν κι αυτοί. «Συνέχισε», προέτρεψε τον Ζαχαρία με μια φωνή απρόσμενα αισθησιακή κι εκείνος δεν ήθελε άλλη ενθάρρυνση. Κόλλησε πάνω της και την ξαναφίλησε με μεγαλύτερη θέρμη, κάτι στο οποίο εκείνη ανταποκρίθηκε πιο δυναμικά από πριν. Το χέρι του βρέθηκε ξανά στο στήθος της, κάνοντας ακριβώς την ίδια κίνηση με εκείνο το απόγευμα στο στενό, μα αντί να κοκκαλώσει, η Ευτυχία έβγαζε πνιχτές κραυγές ηδονής μέσα στο στόμα του, κάνοντάς τον να συνεχίσει να τη ζουλάει πιο δυνατά. Σε λίγο το μυαλό της είχε μπλοκάρει για τα καλά. Δε σκεφτόταν τίποτα πέρα από τις πρωτόγνωρες αισθήσεις που την κατέκλυζαν ανελέητα όσο βρισκόταν στα χέρια του. Μέσα σε ένα ακαθόριστο διάστημα, βρέθηκε από τον φράχτη σ' ένα στρώμα, με το φόρεμά της να έχει πεταχτεί κι εκείνον από πάνω της να βογκάει δυνατά και να τραντάζει και τους δυο σε κάθε του ώθηση. Ήταν η τέλεια εκδίκηση! Μα άραγε... εκδίκηση από ποιον και για ποιον;

---

Ξύπνησε το επόμενο πρωί με τον ήλιο να πέφτει στα μάτια της. Γύρισε αργά από το ένα πλευρό στο άλλο και διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε ένα υπνοδωμάτιο με άσπρους τοίχους και καφέ έπιπλα. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και μια μικρή σουβλιά κάτω χαμηλά την έκανε να μορφάσει με περιέργεια. Τότε θυμήθηκε. Ήταν απομεινάρι του πόνου που ένιωσε χθες το βράδυ. Ενός πόνου που περίμενε χρόνια να νιώσει κι είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δεν θα ερχόταν ποτέ. Μα να που ήρθε και μαζί του έφερε μια ευχαρίστηση τόσο συναρπαστική, που η Ευτυχία χαμογέλασε μόνη της, κοκκινίζοντας ελαφρά. Ο Ζαχαρίας ήταν υπέροχος! Τόσο μοναδικά υπέροχος! Τελικά είχε πράγματι γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος, όπως της είχε πει και πλέον οι δυο τους ήταν δεμένοι. Μπορεί η σχέση τους να μην ξεκίνησε όπως θα ήθελε, να μην περίμεναν μέχρι τον γάμο για να την ολοκληρώσουν, όπως θα ήθελε, μα κατέληξε ότι δεν είχε σημασία. Ψυχικά ξαλαφρωμένη σηκώθηκε απ' το κρεβάτι, ντύθηκε και πήγε να τον βρει. Πέρασε στο σαλόνι του σπιτιού του κι αντίκρισε το περίγραμμα του κορμιού του έξω στο μπαλκόνι, να διαγράφεται στο πρωινό φως. Βγήκε κι αυτή στο μπαλκόνι και τον πλησίασε με ένα χαμόγελο. Όμως το χαμόγελο χάθηκε αμέσως όταν πρόσεξε το δικό του πρόσωπο. Έμοιαζε σκοτεινιασμένο, θυμωμένο, ενώ τα χέρια του στηρίζονταν στα μαύρα κάγκελα σφιγμένα σε γροθιές.

«Ζαχαρία μου;», έκανε, θέλοντας να του τραβήξει την προσοχή. Εκείνος δεν αντέδρασε. «Καλημέρα! Πώς κοιμήθηκες;», ξαναπροσπάθησε να του ανοίξει κουβέντα, μα και πάλι ο Ζαχαρίας έμεινε ασάλευτος. «Τι σου συμβαίνει;», τον ρώτησε με έκδηλη ανησυχία, σκύβοντας προς το μέρος του για να βρει τα μάτια του.

«Να μη σε νοιάζει», της απάντησε ψυχρά.

«Μ-Μα... γιατί

«Σου είπα, να μη σε νοιάζει!», της επανέλαβε, παραμένοντας όμως για ακόμα μια φορά εντελώς ακίνητος.

Η Ευτυχία ένιωσε ξανά ένα κάψιμο στο στομάχι της. Ήταν σαν να έβλεπε κάποιον άλλον πάλι. Τι του συνέβη; Γιατί ήταν έτσι; Μήπως έκανε κάτι αυτή; «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα

«Πολλά. Πολλά προβλήματα».

«Ε τότε πες τα μου», τον παρακίνησε γλυκά. «Ό,τι κι αν συμβαίνει, μπορούμε να το λύσουμε μαζί. Μπορείς να μιλήσεις στο κορίτσι σου

Μονάχα εκείνη τη στιγμή γύρισε στα αριστερά και την κοίταξε με το πιο υποτιμητικό βλέμμα που είχε δει στη ζωή της. «Στο ποιο;», ρώτησε.

«Σ-Στο... κορίτσι σου», ξαναείπε η κοπέλα, μαγκωμένη από το θέαμα που αντίκριζε.

«Δεν έχω κορίτσι».

«Μ-Μα κι εγώ; Θέλω να πω... χθες εσύ κι εγώ

«Τι; Νομίζεις ότι επειδή πηδηχτήκαμε μια φορά, αυτομάτως αυτό σε αξιώνει να γίνεις το κορίτσι μου; Ότι αυτή η θέση είναι για ένα μπάζο σαν εσένα; Δεν είσαι στα καλά σου...», της δήλωσε με μια φωνή που πρόδιδε υπαρκτή, μα ανεκδήλωτη ακόμα οργή κι ένα ειρωνικό μειδίαμα. «Αλλά τι λέω; Ποτέ δεν ήσουν στα καλά σου», συνέχισε κι η Ευτυχία τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα και το πρόσωπό της όλο και να χλομιάζει.

«Μα τι λες;», έκανε σοκαρισμένη.

«Μετά από τόσα χρόνια κι ακόμα αργείς να τα πιάσεις. Έχεις σοβαρότερο πρόβλημα στο μυαλό απ' όσο νόμιζα. Αυτό που έγινε χθες δε σήμαινε τίποτα. Ήθελα να κάνω σεξ. Ή θα πλήρωνα μια του δρόμου, ή θα πήγαινα μαζί σου. Το ίδιο μου έκανε. Μόνο που εσύ μου ήρθες πιο εύκολα και πιο φτηνά. Μόνο έναν καφέ και μια μπουγάτσα χρειάστηκε να πληρώσω. Άντε και να παίξω και λίγο παραπάνω θέατρο». Η αποκάλυψή του ήρθε εντελώς ψύχραιμα, σαν να έλεγε κάτι απόλυτα λογικό και το πρόσωπο της Ευτυχίας παραμορφώθηκε από πόνο. «Ναι, Ευτυχία, θέατρο. Μη μου πεις ότι όντως με πίστεψες...»

«Θέατρο;», επανέλαβε και κοκκίνισε σαν παντζάρι από ντροπή, διαπιστώνοντας πως όλες αυτές τις ώρες την κορόιδευε κι ότι ξεγελάστηκε. Πάλι. «Δεν μπορεί να είσαι σοβαρός, Ζαχαρία!», προσπάθησε να κρατηθεί από μια τελευταία ελπίδα. Μα αυτός έκοψε την κλωστή.

«Εσύ δεν είσαι σοβαρή, που νομίζεις ότι κάποιος θα έκανε σχέση μαζί σου», τη χλεύασε. «Κοίτα μούτρα που θέλουν και σχέση. Μια νύχτα και πολύ σου είναι, ασχημομούρα

Στο τέλος δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της και τα δόντια της είχαν σφιχτεί σε σημείο που το σαγόνι της πονούσε. «Είσαι... είσαι εκμεταλλευτής!», του σφύριξε κι αν το κοκκίνισμά της προερχόταν λίγο πριν από ντροπή, τώρα προερχόταν από καθαρό θυμό.

«Όχι, εσύ είσαι εύκολη», της απάντησε αδιάφορα ο Ζαχαρίας. «Και τώρα σήκω φύγε», τη διέταξε και προσπερνώντας την σαν να ήταν άγνωστη, πήγε προς τα μέσα. Η Ευτυχία έτρεξε στο κατόπι του και τον άρπαξε βίαια απ' το μπράτσο.

«Καθίκι! Ψεύτη!», φώναξε με όλη της τη δύναμη. «Δε θα σ' αφήσω να τη γλιτώσεις έτσι!», του φώναξε χάνοντας πρόθυμα τον έλεγχο. «Θα σε καταγγείλω! Θα πω σε όλους τι έκανες

«Και ποιος θα σε πιστέψει!;», ύψωσε τον τόνο της φωνής του για πρώτη φορά, τραβώντας το χέρι της απ' το μπράτσο του και κρατώντας το με τόση δύναμη που η Ευτυχία το ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρο. «Εγώ, χαζεμένο, έχω σώας τας φρένας, κατάλαβες; Σώας. Τας. Φρένας», τόνισε και τις τρεις λέξεις στην επανάληψη, δυναμώνοντας το κράτημά του όλο και περισσότερο. «Βγήκα μέσα από δομή! Δομή! Ξέρεις, κοριτσάκι μου, τι πάει να πει 'δομή'; Όλοι εκεί μέσα μπορούν να εγγυηθούν πως είμαι ψυχικά υγιής και πόσο καλή διαγωγή έχω. Αλλά εσύ... εσύ είσαι μια τρελή χωρίς χαρτί, που κανονικά θα έπρεπε να είναι σε άσυλο. Ποιον από τους δυο μας θα πάρουν στα σοβαρά;», ρώτησε πλησιάζοντας πιο κοντά και καρφώνοντάς την για άλλη μια φορά με τα μάτια του. Αυτά τα μάτια που τώρα ήταν ίδια κι απαράλλακτα με τότε που της έκανε σχολικό εκφοβισμό. Η σκέψη την έφερε σε απόγνωση και σε συνδυασμό με τον πόνο στο χέρι της, το οποίο ένιωθε έτοιμο να σπάσει, οδήγησαν σε μια εξοργισμένη κραυγή. «Έτσι μπράβοτην επαίνεσε κοροϊδευτικά ο Ζαχαρίας. «Συνέχισε να φωνάζεις κι όλοι θα πειστούν πως δεν είσαι στα καλά σου πολύ πιο εύκολα. Άντε, ξεκουμπίσου».

---

Ένα λεπτό αργότερα, η Ευτυχία είχε βγεί στον διάδρομο της πολυκατοικίας κι ετοιμαζόταν να κατέβει τις σκάλες με την τσάντα στον αγκώνα και την ανάσα της ακανόνιστη, όταν τον είδε να στέκεται στην εξώπορτα και να χαμογελάει. Να χαμογελάει ακριβώς όπως χαμογελούσε τότε που αυτός και οι φίλοι του τη σταματούσαν στον διάδρομο για να την τρομοκρατήσουν και να την περιγελάσουν.

«Γιατί φέρεσαι έτσι;», ρώτησε με μια μείξη παραπόνου κι οργής. «Τι σου έκανα; Τι!;»

«Κόψε τα κλαψουρίσματα».

«Θα μου το πληρώσεις», του είπε. «Θα πληρώσεις για όλες τις φορές που με εξευτέλισες...»

«Σώπα», ειρωνεύτηκε εκείνος. «Και πώς ακριβώς θα γίνει αυτό;», ρώτησε πλησιάζοντάς την χωρίς να ξέρει ότι προκαλούσε την τύχη του. «Θα πας να κλαφτείς στον Γιωργάκη σου;», ξαναμίλησε, σμίγοντας τα φρύδια. «Χεσμένη σ' έχει ο Γιωργάκης σου, Ευτυχία! Κι όσο κι αν εσύ εξακολουθείς να τον αποζητάς, αυτός έχει βρει άλλη. Και είναι πολύ, πολύ καλύτερη κι άξια από σέναΑυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Με μια δύναμη ανυπολόγιστη, πυροδοτούμενη από όλα της τα συναισθήματα και κυρίως το μίσος, η Ευτυχία τον άρπαξε απ' τον γιακά. «Τι κάνεις, μωρή!; Άσε με!», της φώναξε σχεδόν τσιρίζοντας κι εκείνη υπάκουσε. Πριν καλά-καλά καταλάβει τι έκανε, τον είχε πετάξει με όλη της τη δύναμη, στέλνοντάς τον να κατρακυλήσει απ' τις σκάλες και να καταλήξει πεσμένος από τον πρώτο στο ισόγειο, μιας και κάπου στη μέση, τα κάγκελα σταματούσαν κι είχε μόνο σκέτα σκαλοπάτια. Ακούγοντας την πονεμένη του κραυγή κι εκείνο το 'κρακ' που έμελλε να τη στοιχειώσει από εκεί κι έπειτα, η Ευτυχία κάλυψε το στόμα της και συνειδητοποίησε τι είχε προκαλέσει.

Κατέβηκε τα σκαλιά δυο-δυο και κινδυνεύοντας να στραβοπατήσει και να πέσει κι η ίδια, έφτασε στο πλάι του. «Ζαχαρία; Ζαχαρία, είσαι καλά; Απάντησέ μου», τον παρακάλεσε, αλλά εκείνος μονάχα αγκομαχούσε. Πανικόβλητη έπιασε τον σφυγμό του, όταν ακούστηκε από πάνω ο ήχος ανοίγματος πόρτας και μια ανήσυχη γυναικεία φωνή να ρωτάει:

«Τι ήταν αυτό

Η Ευτυχία είχε παγώσει, όταν τον άκουσε να της λέει με φωνή διακεκομμένη απ' τις βαριές ανάσες του: «Βλέπεις; Τώρα θα δουν τι έκανες... και θα σε κλείσουν στο τρελάδικο. Αυτό... σου αξίζει...» Τα λόγια του την ταρακούνησαν και μέσα στην απελπισία της, σαν ένα μικρό παιδί που έκανε αταξία, στάθηκε όρθια κι άρχισε να τρέχει σαν σίφουνας. Δεν έμαθε τι απέγινε εκείνος. Αν ήρθε ασθενοφόρο να τον πάρει, αν είχε όντως σπάσει κάτι, αν έμεινε ανάπηρος ή θεραπεύτηκε, αν την κατήγγειλε και τώρα η αστυνομία θα ερχόταν να την συλλάβει. Απλώς έτρεξε! Έτρεξε μακριά από τον Ζαχαρία, μακριά από την πόλη, μακριά από τον κόσμο που τον φοβόταν και την φοβόταν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιον δρόμο πήρε, αν ανέβηκε ξανά σε κάποιο λεωφορείο ή αν έκανε ωτοστόπ ή αν απλά συνέχισε να τρέχει, μα όταν το μυαλό της κατάφερε να ηρεμήσει, βρισκόταν ολομόναχη μέσα σε ένα δάσος.

Οι ήχοι των πουλιών, του τρεχούμενου νερού από κάποιο ποταμάκι και του αέρα που περνούσε ανάλαφρα μέσα απ' τα κλαδιά τη γαλήνεψαν. Την έκαναν να ανασάνει αργά. Πάντα αγαπούσε τη φύση, όμως δεν είχε πάει στο δάσος από τότε που το αυτοκίνητο του μπαμπά της τράκαρε σε έναν από τους κακοφτιαγμένους χωματόδρομους που το διαπερνούσαν. Μα τώρα το ένιωθε· μόνο εδώ μπορούσε η ψυχή της να γιατρευτεί από όλες τις χαρακιές που είχε πάνω της, παλιές και νέες. Πέρασε τη μέρα της χωρίς να κάνει τίποτα, πηγαίνοντας μόνο από το ένα μέρος στο άλλο, προσπαθώντας να εξοικειωθεί με το καινούριο περιβάλλον. Μονάχα όταν η νύχτα έπεσε τής πέρασε από τη σκέψη ότι ήταν επικίνδυνα στο δάσος και δεν είχε ούτε μέρος να κοιμηθεί, ούτε τρόπο να προστατευτεί. Το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα γύρω της. Δεν μπορούσε να δει τίποτα και σύντομα τα χέρια της έτρεμαν, αντανακλώντας την αγωνία της. Θα την έβρισκαν! Ο Ζαχαρίας θα τους έλεγε πού να την ψάξουν και θα την έβρισκαν και θα της φορούσαν ζουρλομανδύα και θα της κάνανε κάθε μέρα ηλεκτροσόκ και- Την τελευταία ανησυχία διέκοψε ένας θόρυβος από βήματα κι ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε άλλο μέσα στην τρομάρα της, η Ευτυχία έβγαλε μια τσιρίδα και κάλυψε τα μάτια της.

«Τι έπαθες, κοπέλα μου;», άκουσε μια γερασμένη αντρική φωνή να της λέει και φοβισμένη ακόμα έστρεψε το κεφάλι της στην κατεύθυνσή της. Βρέθηκε να κοιτάζει έναν ηλικιωμένο κύριο με άσπρα μαλλιά και μαγκούρα, που μόλις αχνοφαινόταν μέσα στο σκοτάδι. «Τι δουλειά έχεις μονάχη σου σ' αυτά τα μέρη;», ρώτησε ξανά ο κύριος. «Σπίτι δεν έχεις

Η Ευτυχία τον κοιτούσε σε κατάσταση επιφυλακής, μα κάτι στον τρόπο ομιλίας του την έκανε να χαλαρώσει. «Όχι», αποκρίθηκε ειλικρινά κι ο παππούς της χαμογέλασε με καλοσύνη.

«Έλα στο καλυβάκι μου να σε φιλέψω κάτι. Τα βράδια κάνει κρύο εδώ, ακόμα και το καλοκαίρι και δεν είναι σωστό να είσαι έξω». Πάνω στην ψυχική της κούραση, η κοπέλα τον ακολούθησε. Μόλις την προηγούμενη νύχτα είχε ακολουθήσει τον Ζαχαρία κι είχε μάθει με τον χειρότερο δυνατό τρόπο πως δεν έπρεπε να εμπιστεύεται κανέναν. Μα λίγο η πείνα, λίγο η εξάντληση, λίγο η συνειδητοποίηση ότι πλέον τίποτα χειρότερο δεν θα μπορούσε να της συμβεί, προχώρησε με αργά βήματα πίσω του.

---

Βρέθηκαν σε ένα μικρό, ξύλινο σπιτάκι, σαν αυτά που περιγράφονταν στα παραμύθια. Παραδίπλα υπήρχε μία στάνη με κατσίκες, σημάδι ότι ο παππούς πρέπει να ήτανε βοσκός. Μόλις μπήκε στο σπιτάκι, τον είδε να κινείται χωρίς να ανάψει κανένα φως κι υπέθεσε ότι δεν πρέπει να είχε καν ρεύμα. Η μεγάλη έκπληξη ήρθε αργότερα, όταν αυτός άναψε μια παλιά λάμπα γκαζιού και λέγοντάς της πως είχε καιρό να χρησιμοποιήσει κάτι τέτοιο, την πλησίασε. Η Ευτυχία τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό: τα μάτια του ήταν εντελώς λευκά κι άδεια.

«Πριν από είκοσι χρόνια έχασα το φως μου, παιδάκι μου», της εξήγησε, προσφέροντάς της λίγο φρέσκο ψωμί κι εκείνη τον ευχαρίστησε ταπεινά, παίρνοντάς το με προσοχή από το χέρι του. Αφού την άφησε να φάει, τη ρώτησε πώς τη λένε. 'Ευτυχία' του απάντησε η κοπέλα, νιώθοντας ξαφνικά πολύ άσχημα για εκείνον. «Ευτυχία... έχεις τ' όνομα της συγχωρεμένης της γυναίκας μου», της αποκάλυψε, λέγοντάς της μετά το δικό του όνομα, που ήταν 'Αργύρης'. Κατόπιν της διηγήθηκε πώς έχασε τη γυναίκα του, την κυρα-Ευτυχία το 1999, σε μία φονική πυρκαγιά, που ήταν η ίδια που του στέρησε και την όρασή του. Από τότε, αν κι οι συγγενείς του από το χωριό επέμειναν να τον πάρουν κοντά τους, προτίμησε να μείνει εκεί, στο δάσος, με μόνη συντροφιά τη φύση και τα ζωάκια του. Καθώς της μιλούσε, η Ευτυχία δεν μπόρεσε παρά να νιώσει βαθιά συγκίνηση και συμπόνια για αυτόν τον άνθρωπο, που ζούσε απομονωμένος και στερημένος μία από τις αισθήσεις του για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Πέρασε τη νύχτα στο μικρό ξύλινο σπιτάκι κι όταν ήρθε η μέρα, τον ρώτησε αν θα μπορούσε να μείνει λίγο ακόμα. Αυτός, αν και δεν τη γνώριζε, ήταν σχεδόν σίγουρη ότι μπορούσε με έναν τρόπο να διαισθανθεί τις καλές προθέσεις της και τον καημό της. «Να μείνεις όσο θέλεις!», της είπε με την καρδιά του. «Αν με τη συγχωρεμένη είχαμε παιδιά κι αποκτούσαμε εγγονάκια, ένα από αυτά θα 'παιρνε τ' όνομά της. Εσύ θα είσαι τώρα η εγγονούλα μας».

Κι έτσι πέρασε καιρός. Η Ευτυχία έμεινε με τον μπαρμπα-Αργύρη στο δάσος, τον βοηθούσε με τις δουλειές του και με τον καιρό άρχισε να τον φωνάζει 'παππού'. Ήταν σίγουρη πως ο καλοκάγαθος γέροντας είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το μυαλό της, μα παρ' όλα αυτά δεν την κατέκρινε ποτέ, ούτε της ζήτησε να φύγει. Θα μπορούσε να 'ναι επικίνδυνη, μα αυτός της άνοιξε και το σπιτικό και την καρδιά του, χωρίς δεύτερη σκέψη. Επίσης, δεν τη ρώτησε ποτέ τι την οδήγησε να φύγει μακριά απ' όλους κι απ' όλα. Περίμενε υπομονετικά να του μιλήσει μόνη της. Πράγμα που έκανε περίπου τρεις μήνες μετά. Δεν την κατηγόρησε για όσα γίνανε, παρά μόνο της είπε ότι θα έπρεπε να ψάξει μέσα της να βρει τη συγχώρεση και για τον Ζαχαρία και για τον Γιώργο και για την Βάγια, μα κυρίως για τον εαυτό της. Της εξομολογήθηκε πως κι ο ίδιος είχε βυθιστεί για χρόνια ολόκληρα στις τύψεις, μετά τον χαμό της γυναίκας του, μα κατάλαβε πως αν εκείνη τον έβλεπε έτσι, δεν θα ήθελε ο άντρας της να είναι στενοχωρημένος. Η κοπέλα τον άκουσε σκεπτική, μα δεν μίλησε καθόλου επί του θέματος. Και τι να πει;

---

Πολλές φορές τον είχε δει να στέκεται μπροστά από το μικρό, παλιό του εικονοστάσι, του οποίου το καντήλι άναβε ανελλιπώς, έστω κι αν τη φλόγα του δεν μπορούσε να τη δει. Εκεί στεκόταν σχεδόν κάθε βράδυ για ώρες, βαστώντας ένα μικρό μαύρο κομποσκοίνι στο χέρι του. «Λέω την ευχούλα, κόρη μου», της είχε απαντήσει όταν τον ρώτησε τι έκανε. Ήξερε τι εννοούσαν οι πιστοί όταν λέγανε 'την ευχούλα': ο θεολόγος τους είχε μιλήσει γι' αυτήν στο σχολείο. Κάτι άλλο που θυμόταν από τον συγκεκριμένο καθηγητή ήταν πως η συγχώρεση μονάχα οδηγεί στη λύτρωση...

Ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι κι ενώ ο μπάρμπα-Αργύρης έλειπε με τα ζώα για βοσκή βγήκε σε μια ολάνθιστη πλαγιά και με τον ουρανό σαν σκεπή πάνω από το κεφάλι της προσπάθησε να σκεφτεί ήρεμα όλα όσα προηγήθηκαν και να τα αφήσει πίσω της. Δεν ήταν εύκολο. Τα αρνητικά συναισθήματα μπαίνανε συνέχεια μπροστά: προδοσία, πόνος, εγκατάλειψη, ενοχές! Πώς να μην νιώθει ενοχές μετά από αυτό που έκανε στον Ζαχαρία; Πώς να μην βασανίζεται κάθε νύχτα από εκείνο το 'κρακ' που άκουσε και που άκουγε ξανά και ξανά σαν ρυθμό από τύμπανο; Πριν το καταλάβει, δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν ήξερε γιατί. Δεν ήθελε να το αναλύσει.Της φάνηκε πως εκείνη η ίδια ευχή ξέφυγε απ' τα χείλη της σαν ανάσα και χωρίς να είναι σίγουρη αν όλο αυτό οδηγούσε κάπου ή αν έστω έβγαζε νόημα, του επέτρεψε να συνεχίσει. Η ζεστασιά που ήρθε να φωλιάσει στην καρδιά της ήταν γλυκιά! Ήθελε να συγχωρήσει τη Βάγια! Ήθελε να συγχωρήσει τον Γιώργο, αλλά... ήταν απλά τόσο δύσκολο. Πώς θα μπορούσε να ζήσει μια ζωή με αυτούς τους δύο να είναι μαζί, χωρίς να την πειράζει; Πώς!; Ξαναπήγε κι άλλες φορές στην πλαγιά. Μόνο σε εκείνο τον τόπο, με την απόλυτη ησυχία και την όμορφη φύση μπορούσε να δεχθεί έστω την πιθανότητα της συγχώρεσης και τότε ένιωθε καλά, ένιωθε λίγο πιο παρηγορημένη κι ελεύθερη...

---

'Εμεινε με τον καινούριο της παππού τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων δεν ήρθε σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και που αισθάνθηκε να βρίσκει τις ισορροπίες της περισσότερο από ποτέ πριν. Ο κορωνοϊός ήρθε και πέρασε χωρίς να τους ακουμπήσει. Μα ο μπαρμπα-Αργύρης, έχοντας περάσει πια τα ενενήντα, άρχισε όλο να βαραίνει κι η Ευτυχία ένιωσε για ακόμα μια φορά τον κόσμο γύρω της να ραγίζει αργά και βασανιστικά. Στο τέλος, όταν ο παππούς δεν μπορούσε πια να περπατήσει, εκείνη δεν έφευγε στιγμή από το προσκεφάλι του κι είχε φτάσει σε σημείο να μην κοιμάται για βδομάδες. Όσο κι αν την είχε αγαπήσει, δεν μπορούσε άλλο να μείνει μαζί της. Ήρθε η ώρα του να πεθάνει και πέθανε...

Οι συγγενείς του που ήρθαν να τον προετοιμάσουν για την κηδεία του, έδωσαν γύρω στα τριακόσια ευρώ στο κοριτσάκι που έκλαιγε από πάνω του, ευχαριστώντας το για 'τις υπηρεσίες που προσέφερε' και σίγουρα ευγνώμονες που ο αποθανών δεν μπορούσε να γράψει κι έτσι δεν συμπεριέλαβε στην διαθήκη του μια άγνωστη από το πουθενά. Η Ευτυχία δεν τους είπε τίποτα. Το μόνο που πήρε φεύγοντας από το ξύλινο σπιτάκι ήταν τα λεφτά που της προσέφεραν, καθώς κι εκείνο το παλιό κομποσκοίνι, για να τον θυμάται. Μονάχα καθώς έφευγε άκουσε έναν από τους νεότερους συγγενείς του να λέει: «Στου Ζαχαρία του Μαρκαντωνάτου να το κάνουμε το συχώριο. Είναι από τα καλύτερα εστιατόρια στην πόλη».

Η καρδιά της αναπήδησε στην αναφορά! Ώστε, λοιπόν, ήταν καλά! Ο Ζαχαρίας ήταν καλά κι είχε το δικό του εστιατόριο. Μια ανακούφιση τη συνεπήρε, που δεν του έκανε μεγάλη ζημιά, μα για να βεβαιωθεί... έπρεπε να πάει να τον δει με τα μάτια της. Έτσι μόνο θα της έφευγαν οι ενοχές!

---

Λίγες μέρες μετά, έχοντας βρει πληροφορίες για το εστιατόριό του ρωτώντας από εδώ κι από εκεί, πήγε να τον βρει την ώρα που το μαγαζί έκλεινε. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από το πρωί εκείνο που τον έριξε από τις σκάλες. Παρά τις τύψεις κι ακόμα κι αν είχε πιέσει τον εαυτό της να τον συγχωρέσει κι αυτόν, δεν είχε επιμείνει τόσο, όσο για τους άλλους δύο και σε καμία περίπτωση δεν θα του μιλούσε, ούτε συγγνώμη θα του ζητούσε μετά από τον άτιμο τρόπο που της φέρθηκε. Αλλά τουλάχιστον αν τον έβλεπε κρυφά, θα είχε έναν λόγο να κοιμάται πιο ήσυχη τα βράδια. Το κέντρο του μαγαζιού, μία υπερπολυτελής σάλα σε γαλαζοπράσινες αποχρώσεις, ήταν άδεια κι ακατάστατη. Κανείς σερβιτόρος δε φαινόταν κι έτσι η κοπέλα προχώρησε άφοβα κι αθόρυβα προς την κουζίνα κι οι σκιές ενός σκοτεινού διαδρόμου την απορρόφησαν. Το φοβόταν το σκοτάδι, σε συνδυασμό με τη γνώση ότι αυτός ήταν κάπου τριγύρω, μα δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει χωρίς να του ρίξει έστω μία ματιά. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών, όπως της είχαν μάθει κάποτε στο μπαλέτο, έφτασε κοντά στην πόρτα της κουζίνας και δυο αντρικές φωνές που συζητούσαν τής τράβηξαν αμέσως την προσοχή:

«Είσαι σίγουρος ότι είναι εντάξει για αύριο βράδυ

«Σιγουρότατος. Καλά το χάρηκε το μωράκι του τέσσερις μήνες ο κύριος Τερζίδης μας, Καλά το έπαιξε πατέρας. Τώρα ας δει τη γλύκα του να χάνεις την κόρη σου μέσα απ' τα χέρια σου».

Γνώρισε τη φωνή του Ζαχαρία κι ένιωσε μια παγερή ανατριχίλα, όχι τόσο λόγω της αναγνώρισής της, όσο λόγω των λεγομένων του. Ποιος Τερζίδης; Ο Γιώργος; Είχαν αποκτήσει μωρό ο Γιώργος με τη Βάγια; Και τι εννοούσε αυτός ο βλάκας όταν έλεγε πως-

«Καλά ρε 'σύ, γιατί τόση λύσσα;», της έκοψε τον ειρμό η δεύτερη αντρική φωνή. «Επειδή είναι μπάτσος

«Στα αρχίδια μου που είναι μπάτσος. Αυτό που με νοιάζει εμένα είναι ότι μου διέλυσε τη ζωή

«Ώπα και βρισιές ο φλωρομάγειρας! Κοίτα να μαζέψεις τη γλώσσα σου, σεφ, γιατί βλέπω τη φήμη του τζέντλεμαν που έχεις να την παίρνει ο αέρας...»

«Ναι... μέσα σ' όλα τα άλλα πρέπει να 'μαι ευπρεπής για τις κυράτσες του εστιατορίου. Μην τυχόν ακούσουν και σοκαριστούν οι κλώσες. Τέλος πάντων, όπως είπαμε. Εσύ κατά τη μία να 'σαι εκεί. Να παρακολουθείς το παιδικό δωμάτιο από την πίσω μεριά του σπιτιού και να 'σαι έτοιμος να βάλεις μπροστά το αμάξι. Στις δύο μπουκάρω μέσα και

«Κάτσε, ρε Ζαχαρία! Πώς μπουκάρεις, δηλαδή; Απονήρευτος δεν είναι ο Τερζίδης! Θα το 'χει ασφαλίσει το σπίτι με συναγερμό, στάνταρ

«Σιγά μην έχει και ντόμπερμαν, ρε μαλάκα. Αφού σου λέει εκεί είναι χωριό. Μηδενική εγκληματικότητα! Με τις πόρτες ξεκλείδωτες κοιμούνται τα ζώα. Άντε, το πολύ αυτός να κλειδώνει τη δική του. Γι' αυτό κι εγώ θα μπω απ' το παράθυρο».

«Θα κάνεις θόρυβο, ρε μαλάκα».

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, έτσι; Θέλω να ξέρει! Θέλω να τρομάξει! Θέλω να 'ρθει να με βρει!»

«Μα

«Μάξινος! Θα με ακολουθήσει ως τη ρεματιά κι εκεί θα τον ξεκάνω. Όταν έρθουν οι δικοί του να τον βοηθήσουν θα είναι ήδη αργά. Πάπαλα ο κύριος Τερζίδης

«Καλά και το μωρό

«Χμμμ... αν δεν το καθαρίσω τελικά μπροστά του, κράτα το εσύ».

«Τι να το κάνω, ρε; Για μωρά είμαι εγώ τώρα

«Άμα θες πούλα το, άμα θες ρίχ' το στο γκρεμό. Ούτε που με νοιάζει. Να κάνει πρώτα τη δουλειά του σαν δόλωμα και μετά στα τσακίδια κι αυτό κι όλο του το σόι. Εγώ θα πάω στο Μεξικό να κάνω τη ζωή μου κι ο Γιωργάκης στα κυπαρίσσια. Κι άσ' την κότα του να κλαίει πάνω απ' το μνήμα. Να δει κι αυτή πώς είναι να σε τσακίζουνε».

Η ανάσα της Ευτυχίας είχε κοπεί, καθώς άκουγε με φρίκη το αποτρόπαιο σχέδιο που είχε στήσει αυτός ο απαίσιος άνθρωπος. Ή μάλλον όχι, δεν ήταν άνθρωπος. Βασική προϋπόθεση του να είναι κανείς άνθρωπος ήταν να διαθέτει ανθρωπιά κι εκείνος εκεί μέσα την είχε χάσει για πάντα! Αν την είχε και ποτέ! Ένιωσε την ίδια δυνατή αίσθηση οργής να την πλημυρίζει, ξεπλένοντας τη λύτρωση της συγχώρεσης που είχε δεχθεί στην καρδιά της έπειτα από τόσα χρόνια απομόνωσης και προσευχής. Το ίδιο αθόρυβα με πριν σύρθηκε πίσω στο απόλυτο σκοτάδι όταν ο άλλος άντρας, ο συνεργός του, έσπρωξε τη διπλή πόρτα κι έφυγε σφυρίζοντας ανάλαφρα. Τότε βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει μέσα πριν η πόρτα κλείσει, με αποτέλεσμα ο Ζαχαρίας, που ήταν πλάτη, να μην καταλάβει τίποτα. Μόνο όταν πλησίασε αρκετά κοντά άκουσε τα βήματά της.

«Τι έγινε, ρε; Ξέχασες το κινητό σου;», πήγε να πει ο σεφ, όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει, τα χέρια της βρέθηκαν τυλιγμένα στον λαιμό του, πιέζοντάς τον αφόρητα.

«Τι πας να κάνεις, ρε κάθαρμα;», γρύλισε απειλητικά η Ευτυχία, με τα μάτια της να γυαλίζουν επικίνδυνα. «Τι πας να κάνεις, ρε καθίκι του κερατά!; Ρε παλιο

«Εσύ...», τη διέκοψε, προσπαθώντας να ελευθερωθεί. «Εμφανίστηκες τελικά, χαζεμένο; Τι ήρθες να κάνεις, να με αποτελειώσεις; Ένα χρόνο έμεινα σακάτης εξαιτίας σου! Δε σου φτάνει; Θα φωνάξω την αστυνομία!»

«Για φώναξέ την, να δούμε ποιον θα συλλάβει!», του απάντησε, μα ένα δευτερόλεπτο μετά, ο Ζαχαρίας είχε δαγκώσει τον καρπό της, ξαφνιάζοντάς την αρκετά ώστε να τραβήξει το ένα της χέρι. Τότε αυτός βρήκε ευκαιρία κι αρπάζοντας το άλλο της χέρι την έριξε στο πάτωμα.

«Δεν θα σ' αφήσω να μου τα κάνεις μαντάρα, Ευτυχία...», είπε ατάραχα, έτοιμος να την κλωτσήσει στο πλευρό, μα αυτή κατρακύλησε στο πλάι, τον έπιασε απ' τον αστράγαλο και τον τράβηξε μαζί της κάτω. Αυτός δεν αντέδρασε καθόλου. Με το ζόρι άφησε μια φωνή που έβγαζε ξάφνιασμα αντί για πόνο. «Γιατί με τυραννάς; Ε;», τη ρώτησε αφύσικα ψύχραιμα. «Εγώ για σένα δουλεύω. Παίρνω εκδίκηση και για λογαριασμό σου από τον άντρα που σε πλήγωσε... Τόσο ηλίθια είσαι και δεν το καταλαβαίνεις!;»

«Δεν έχω ανάγκη κανέναν να πάρει εκδίκηση για λογαριασμό μου...», του είπε κι έσφιξε ξανά τον λαιμό του. «Και το μωρό δε σου φταίει σε τίποτα, ακούς!;»

«Τι σε νοιάζει εσένα, μωρή!; Δεν είναι δικό σου!»

«Τέρας!», συνέχισε εκείνη, αποκαλώντας τον αχρείο, υποκριτή και τέλος, ψυχικά άρρωστο. Η τελευταία προσφώνηση φάνηκε να εξοργίζει τον Ζαχαρία πέρα από καθετί άλλο. Η κοπέλα τρόμαξε όταν είδε το δολοφονικό βλέμμα του.

«Ψυχικά άρρωστος, εγώ;», επανέλαβε γρυλίζοντας σαν ζώο κι η Ευτυχία δεν πρόφτασε να κάνει κάτι, όταν της έριξε μια μπουνιά στο δεξί της μάτι, η οποία τη ζάλισε και την ξάπλωσε ανάσκελα στα κρύα πλακάκια. Ο Ζαχαρίας, με αργές κινήσεις, σαν αρπαχτικό, σκαρφάλωσε πάνω της, ενώ οι ανάσες του έβγαιναν βαριές. «Το λες εσύ αυτό για μένα;», ρώτησε χαμηλόφωνα, μα άγρια. «Τολμάς να το λες εσύ αυτό για μένα!; Εσύ!; Εσύ!;», κατέληξε να ουρλιάζει σε παροξυσμό, καθώς τη χτυπούσε εναλλάξ μια με τη μία γροθιά, μια με την άλλη κι επαναλάμβανε ξανά και ξανά τη λέξη 'εσύ'. Όσο κι αν η Ευτυχία έβγαζε πονεμένες κραυγές, όσο κι αν φώναζε για βοήθεια και τον παρακαλούσε να σταματήσει, εκείνος τη χτύπησε μέχρις ότου την άφησε στα όρια της λιποθυμίας, με το πρόσωπο γεμάτο αίματα. Τρέμοντας ολόκληρος και μη μπορώντας ακόμα και τώρα να ελέγξει την ανάσα του, ο νεαρός άντρας σηκώθηκε από πάνω της κι απομακρύνθηκε. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν χάσει την επαφή της με το περιβάλλον ήταν το πρόσωπό του να παραμορφώνεται απαίσια από αφύσικες εκφράσεις.

---

Η Ευτυχία συνήλθε κι είδε πως βρισκόταν παρατημένη σε μία αλέα. Πιθανότατα την είχε σύρει και πετάξει εκεί αυτός, πιστεύοντας ότι ήταν νεκρή. Ή μπορεί και να μην τον ένοιαζε καθόλου αν ζούσε ή πέθανε και να 'θελε απλώς να την ξεφορτωθεί. Με δυσκολία σηκώθηκε και κοίταξε γύρω της. Το πρόσωπό της κι όλο το κεφάλι της πονούσαν φριχτά. Τέτοιον πόνο είχε να νιώσει από την ημέρα του δυστυχήματος. Έκανε μερικά ζαλισμένα βήματα και σωριάστηκε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί... δεν μπορούσε να θυμηθεί, ούτε να σκεφτεί καλά. Το μόνο πράγμα για το οποίο το μυαλό της τής φώναζε προειδοποιητικά ήταν: 'Το μωρό! Το μωρό! Προστάτεψε το μωρό!'

'Και τι σε νοιάζει εσένα, μωρή!; Δεν είναι δικό σου!', αντήχησε στα αυτιά της η φωνή του. Ήταν η μόνη φράση που μπορούσε να καταλάβει πλέον καθαρά.

«Λάθος κάνεις», μουρμούρισε με το πρόσωπο ακόμη στο χώμα. «Δικό μου είναι. Και θα το σώσω από σένα...», συνέχισε στα χαμένα κι έπειτα σηκώθηκε ξανά, μάζεψε όσες δυνάμεις της είχαν απομείνει και με τη σειρά της, έβαλε μπροστά το δικό της σχέδιο...

---

Με τα τριακόσια ευρώ που της είχαν αφήσει οι συγγενείς του μπαρμπα-Αργύρη, πήγε και ψώνισε ένα νέο φόρεμα στο αγαπημένο της χρώμα: λιλά. Απέφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις των πωλητριών, που ανήσυχες κοιτούσαν το χτυπημένο πρόσωπό της. Επίσης αγόρασε παιδικά σεντονάκια, μία μωρουδιακή κουβερτούλα, ένα καλαθάκι, γάλα, μπιμπερό, πάνες κι ένα φορμάκι, επίσης λιλά. Είχε ακούσει πως το μωρό ήταν τεσσάρων μηνών κι αφού οι άλλοι μίλησαν για κορούλα, ήταν κοριτσάκι. Το κοριτσάκι της! Όσο οι ώρες περνούσαν όλο και ζαλιζόταν πιο πολύ, όλο κι έχανε ένα κομμάτι των καθαρών της σκέψεων. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πάρει κι ένα ποδήλατο που βρήκε ξέμπαρκο στο δρόμο, χωρίς να τη νοιάξει ποιανού ήταν ή ότι αυτό που έκανε ήταν κλοπή. Δεν μπορούσε πια ν' αναλογιστεί τίποτε άλλο εκτός από την προστασία του μωρού της. Στο τέλος της ημέρας είχε μεταφέρει όλα όσα αγόρασε στην αποθήκη με τα παιχνίδια της. Εκεί θα ζούσαν ευτυχισμένες μάνα και κόρη! Εκεί δεν θα τις έβρισκε ο Ζαχαρίας. Αλλά και να τις έβρισκε... ένα μαχαίρι που ανακάλυψε σε μια παλιά συρταριέρα με διάφορα ασημικά και λοιπά εργαλεία θα έκανε τη δουλειά. Πάντα είχε στην τσάντα της τα κλειδιά της αποθήκης, μα και τα κλειδιά του σπιτιού της Βάγιας, που θεωρούσε και δικό της σπίτι κάποτε. Από εκεί θα έπαιρνε την κόρη της.

---

Σαν έπεσε η νύχτα, λίγο πριν το φεγγάρι να φτάσει στη μέση του ουρανού, η Ευτυχία καβάλα στο ποδήλατο έφτασε στην μπροστινή αυλή. Δεν την είδε κανείς στο χωριό. Ήταν εποχή αγροτικών εργασιών κι όλοι έπεφταν για ύπνο με τις κότες, ψόφιοι στην κούραση. Αθόρυβα, σαν μια μπαλαρίνα, πλησίασε την εξώπορτα. Μπήκε στον γνώριμο χώρο και πέρασε στο παλιό δωμάτιο που μοιραζόταν παλιά με την ξαδέλφη της. Εκεί την είδε: η κόρη της! Η κόρη του Γιώργου και της ίδιας, ένα πλασματάκι αγγελικό κι εύθραυστο κοιμόταν μέσα στην κουνίτσα του. Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει ποτέ στη ζωή της. Άξιζε τον πόνο που υπέμεινε. Κι ας μην ήταν ο πόνος της γέννας, αλλά του ξύλου. Κάποια παιδιά γεννιούνται με τρόπο διαφορετικό, κατέληξε και με πολύ προσεκτικές κινήσεις σήκωσε το θείο δώρο της και το πήρε στην αγκαλιά της. «Πόσο όμορφο είσαι, μωρούλι μου...», του ψιθύρισε συγκινημένη, μα αμέσως μετά θυμήθηκε· δεν είχε ούτε λεπτό για χάσιμο. Έπρεπε να φύγει αμέσως, μα... ο άντρας της πώς θα καταλάβαινε; Η Βάγια; Πώς θα καταλάβαινε η Βάγια ότι το παιδί που εσφαλμένα είχε για δικό της ήταν στα χέρια της κανονικής του μητέρας σώο κι ασφαλές; Σκέφτηκε να σχίσει μια σελίδα απ' το τετράδιό της, μα... αν ο συνεργός εκείνου του καθάρματος ήταν ήδη εκεί; Αν την έβλεπε; Με το μωρό να κοιμάται στην αγκαλιά της και τον πανικό να της επιβάλλεται, η Ευτυχία έψαξε βιαστικά στην τσάντα της για το στυλό της, ώσπου ακούμπησε έναν ελαστικό κύκλο κι ένα χαμόγελο ανακούφισης φάνηκε στα χείλη της. Ήταν το λιλά και κόκκινο σκουμπιντού της Βάγιας! Βιαστικά το τράβηξε έξω και το άφησε στη μέση της κούνιας. Και ο Γιώργος και η Βάγια το γνώριζαν καλά! Θα το καταλάβαιναν ότι ήταν δικό της και θα ήξεραν ότι πήρε την κόρη της για να την προφυλάξει. Ανήμπορη να το συλλογιστεί παραπάνω, βγήκε από το σπίτι, καβάλησε ξανά το ποδήλατο κι απιθώνοντας την μπέμπα στο καλαθάκι και σκεπάζοντάς την με την κουβερτούλα της, έφυγε μέσα στο σκοτάδι. Έφτασε στο νέο τους σπίτι, στο μυστικό καταφύγιο της αποθήκης κι όταν το μωράκι ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει, η Ευτυχία το νανούρισε. Μονάχα η παρουσία του εκεί ηρέμησε κάπως τον διαπεραστικό πονοκέφαλό της και την επανέφερε για λίγο στα λογικά της... μέχρι να εμφανιστεί ο Γιώργος και μαζί του... εκείνο το ανθρωπόμορφο τέρας...

---

Ο Γιώργος κοίταζε άγρια τον οπλισμένο άντρα να τους σημαδεύει από την είσοδο, ενώ τα χέρια του ήταν βαλμένα προστατευτικά γύρω από το σωματάκι της κόρης του. Εκείνος έδειξε για λίγο σαν να μην τον έβλεπε καν και το γεμάτο ειρωνεία βλέμμα του πέρασε κατευθείαν στην Ευτυχία. «Όπως κατάλαβες, τίποτα δε μένει κρυφό, Ευτυχία», της είπε με κακία. «Ποιος να το πίστευε ότι μέσα στο σαλεμένο σου μυαλό θα κατέστρωνες ολόκληρο σχέδιο. Τελικά έπρεπε να διασφαλίσω ότι σε ξέκανα όταν ήσουν τάβλα, χαζεμένο».

«Εσύ...; Εσύ τη χτύπησες!;», γρύλισε ο Γιώργος κι η μπέμπα στα χέρια του άφησε μια τρομαγμένη φωνούλα, που έδειξε να μην επηρεάζει τον Ζαχαρία, καθώς έκανε λίγα βήματα προς τα μέσα.

«Θυμηθήκαμε τα παλιά, Τερζίδη;» τον ρώτησε με το όπλο του τώρα να δείχνει κατά το έδαφος. «Μου το παίζεις ξανά υπερασπιστής των αδυνάτων; Έχεις πάρα, μα πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, αν θεωρείς ότι είσαι σωτήρας. Ένας αδιάκριτος είσαι, που χώνει τη μύτη του εκεί που δεν πρέπει».

«Μην μας πλησιάζεις», τον προειδοποίησε ο άλλος. «Άλλο ένα βήμα και-»

«Και τι;», ρώτησε ο Ζαχαρίας. Το ειρωνικό χαμόγελο δεν έφευγε ούτε στιγμή από το πρόσωπό του. «Θα φωνάξεις το φιλαράκι σου απ' έξω; Τον έχω τακτοποιήσει ήδη» Τα μάτια του Γιώργου άνοιξαν διάπλατα από την αγωνία του για τον Λευτέρη.

«Τι του έκανες!;»

«Σημασία δεν έχει τι έκανα σ' αυτόν, αλλά τι θα κάνω σ' εσένα...», του δήλωσε ο άλλος με αφύσικη ψυχραιμία και πριν προλάβει ο Γιώργος να πιάσει το όπλο του, ο αντίπαλός του με μια σχεδόν αέρινη κίνηση είχε αρπάξει το μωρό από την αγκαλιά του, κάνοντάς το να κλάψει δυνατά.

«Άσ' την κάτω!», ούρλιαξε τρελαμένος μπροστά στο ξάφνιασμα και το θέαμα της αγαπημένης του κόρης στα χέρια αυτού του απαίσιου

«Να τη ρίξω εννοείς; Γιατί το κάνω ευχαρίστως», γέλασε ο Ζαχαρίας, ενώ το βρέφος κρεμόταν στον δεξί του ώμο κλαίγοντας γοερά. Τόσο το κλάμα του, όσο και το πρόσωπο του Γιώργου που έγινε άσπρο σαν το πανί, έμοιαζαν να τον γεμίζουν ικανοποίηση. «Τερζίδη, Τερζίδη, τι κρίμα που θα ήταν να χάσεις τη γλυκιά σου την κορούλα, ε; Να 'ξερες πώς νιώθω τον πόνο σου... κι ας μην έχω δικά μου παιδιά. Α, όχι όχι όχι, στη θέση σου δεν θα το έκανα αυτό», είπε όλα τα παραπάνω με το ύφος ηθοποιού που ερμηνεύει έναν μονόλογο, παριστάνοντας στο τέλος ότι του κάνει παρατήρηση όταν ο Γιώργος τον σημάδεψε κι αυτός. «Αν τολμήσεις να χρησιμοποιήσεις αυτό το πράγμα...», συνέχισε φέρνοντας τη μπέμπα μπροστά στο στήθος του. «...τότε τη σφαίρα θα τη φάει το μπάσταρδό σου. Το κατάλαβες, Τερζίδη ή θέλεις να σου κάνω μια αναπαράσταση με το δικό μου πιστόλι;»

Ο Γιώργος έμεινε ενεός. Στη σκέψη και μόνο ότι ο άλλος θα μπορούσε να κάνει κακό στο παιδί του, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν σε σημείο που δεν μπορούσε ούτε να στοχεύσει ευθεία και στο τελος το όπλο του έφυγε. «Τι σου έφταιξε, ρε; Γιατί τα κάνεις αυτά;»

«Γιατί; Ρωτάς το γιατί;», έκανε ο Ζαχαρίας, κουνώντας το κεφάλι σπαστικά πέρα-δώθε. «Χάρη σ' εσένα η ζωή μου έγινε μια κόλαση! Χάρη σ' εσένα και στην ηλίθια καταγγελία που έκανες τότε!», ούρλιαξε ξάφνου εν μέσω υστερικών λυγμών.

«Τι πράγμα;»

«Νομίζεις δεν έμαθα, Τερζίδη; Για τόσο ηλίθιο μ' έχεις; Νομίζεις δεν έμαθα ότι εσύ κατήγγειλες τον πατέρα μου για κακοποίηση ανηλίκου;»

«Ζαχαρία... αυτός ο άνθρωπος σε χτυπούσε! Ήταν επικίνδυνος! Θα μπορούσε να σε σκοτώσει!»

«Χέσε μας, ρε Τερζίδη που σε πήρε ξαφνικά ο πόνος για μένα. Για να σώσεις εκείνο εκεί το τσουλί το έκανες», φώναξε ο Ζαχαρίας, δείχνοντας με το δάχτυλο την Ευτυχία, που άφησε κάτι σαν πονεμένο σκούξιμο στην αναφορά του. «Ξέρεις τι έγινε μετά την καταγγελία σου, ε;», συνέχισε ο μελαχρινός άντρας με μάτια δακρυσμένα, που όλο κι έβγαζαν περισσότερες σπίθες. «Ήρθαν αυτοί οι μαλάκες στο σπίτι μας και πήραν τον πατέρα μου σηκωτό, με χειροπέδες! Χειροπέδες, Τερζίδη! Εμένα με πέταξαν σαν σακί σ' ένα καταραμένο ίδρυμα κι εκείνον τον βάλανε στη φυλακή! Και σαν να μην έφτανε αυτό, λίγους μήνες μετά βρέθηκε μαχαιρωμένος στο κελί του. Οι συγκρατούμενοί του τον σκότωσαν! Του πήραν τη ζωή χωρίς να φταίει! Κι όλα αυτά εξαιτίας σου!»

Ο Γιώργος τον άκουγε με μάτια ορθάνοιχτα. «Ζαχαρία, ήταν κακός άνθρωπ-»

«ΗΤΑΝ ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ, ΡΕ!!!», ούρλιαξε ο άλλος κι ακούστηκε πάνω ακόμα κι από το κλάμα του μωρού που βαστούσε μπροστά του. «Τον αγαπούσα! Ήταν ο μόνος που είχα! Ο μόνος λογικός κι άξιος μέσα σ' αυτή τη σάπια κοινωνία! Και να σου πω και κάτι; Ποιος νομίζεις ότι είσαι για να κρίνεις ποιος είναι καλός και ποιος κακός; Ο Θεός!; Είσαι μακριά νυχτωμένος...»

«Άκου... λυπάμαι πραγματικά για όσα πέρασες και ειλικρινά θέλω να-»

«Κάτσε, μη λυπάσαι ακόμα... θα λυπηθείς αργότερα. Ξέρεις τι με κράτησε όρθιο όλα αυτά τα χρόνια; Τι μ' έκανε να υπακούσω σε όλους τους κανόνες που μου επέβαλαν σε εκείνο το άθλιο μέρος που με φυλακίσανε; Γιατί παρίστανα πάνω από μια δεκαετία το καλό και προκομμένο παιδί; Γιατί επέστρεψα σ' αυτήν εδώ την πόλυ κι είχα από κοντά τη μάνα σου;», ρώτησε ο Ζαχαρίας τρέμοντας ολόκληρος. «Για να μαθαίνω τα πάντα για τη ζωή σου και να μπορέσω μια μέρα να πάρω εκδίκηση κι από σένα κι απ' αυτήν», δήλωσε δείχνοντας και τον Γιώργο και την Ευτυχία.

«Γι' αυτό με χρησιμοποίησες τότε», γρύλισε η κοπέλα εξοργισμένη.

«΄Σε χρησιμοποίησα'; Ωραία τα λες εσύ. Αν σ' άκουγε κανείς, θα νόμιζε ότι σε βίασα κιόλας», της έκανε κοροϊδευτικά κι ο Γιώργος τον κάρφωσε εξοργισμένος. «Ναι, Τερζίδη», είπε ο Ζαχαρίας ξάφνου ατάραχος πάλι. «Την ίδια νύχτα που εσύ κι η γλυκιά σου γυναικούλα βγάζατε τα μάτια σας στη νυφική παστάδα, η Ευτυχία έκανε το ίδιο πράγμα μαζί μου! Ήταν τόσο προβλέψιμη η αντίδρασή της όταν έμαθε ότι παντρεύεσαι την ξαδέλφη της! Τη βρήκα ακριβώς εκεί που φανταζόμουν, την πλησίασα και δεν χρειάστηκε και πολύ. Λίγα γλυκόλογα της είπα κι αμέσως έπεσε στην αγκαλιά μου. Την επόμενη κιόλας μέρα την ξαπόστειλα... Αυτό ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου που αφορούσε εκείνη». Σ' εκείνο το σημείο, η Ευτυχία κοκκίνησε από ντροπή. Κι ο Γιώργος είχε κοκκινήσει, αλλά από άλλο λόγο. Ο Ζαχαρίας συνέχισε να μιλά και πάλι σαν να έλεγε μονόλογο, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή και πηγαίνοντας πέρα-δώθε με το παιδί στην αγκαλιά. «Είχα σκοπό να το τραβήξω παραπάνω... ίσως να μέναμε μαζί κανέναν μήνα, να με ερωτευόταν καλά-καλά... ή ίσως να περίμενα να μείνει έγκυος και μετά να την αφήσω στα κρύα του λουτρού. Μα εν τέλει αποφάσισα να τελειώνω πολύ πιο σύντομα, γιατί, βλέπεις, το χαζεμένο εκείνη την πρώτη νύχτα, πάνω στο αποκορύφωμα, με αποκάλεσε 'Γιώργο'. Κι ειλικρινά, Τερζίδη, αυτό με εξόργισε. Πώς να μείνω με μία γυναίκα που φαντασιώνεται έναν άλλο άντρα; Μετά απ' αυτό της έδωσα κατευθείαν τα παπούτσια στο χέρι».

«Ελεεινέ!», φώναξε η Ευτυχία. «Δε σήμαινα τίποτα για σένα! Έκανες ό,τι έκανες για να με τρελάνεις!»

«Είσαι ήδη τρελή!»

«Εσύ είσαι τρελός!», του φώναξε ο Γιώργος.

«Εσείς με τρελάνατε!», του αντιγύρισε ο Ζαχαρίας. «Εσύ κι αυτή! Απ' αυτήν πήρα εκδίκηση εκείνη τη μέρα, αλλά από σένα παραάργησα, γιατί φρόντισε να με σακατέψει, ρίχνοντάς με από τις σκάλες-»

«Ατύχημα ήταν!»

«Δεν ήταν, Ευτυχία, δεν ήταν», είπε στην κοπέλα με δήθεν γλυκό τόνο. «Παραδέξου το, ήθελες να με σκοτώσεις. Μα δεν τα κατάφερες και τώρα ήρθε η σειρά του Γιωργάκη σου να δει τι του 'χω ετοιμάσει», συνέχισε κοιτάζοντας και πάλι τον Γιώργο βαθιά στα μάτια. «Είχα σκοπό απόψε να πάρω την κόρη σου για να σε παρασύρω και να σκοτώσω και τους δυο σας στη ρεματιά, μα βλέπεις, η μαλακισμένη φίλη σου μού το χάλασε πάλι. Νόμιζε ότι έτσι θα σας σώσει και τους δυο, μα για μένα αυτό που άλλαξε είναι μόνο η τοποθεσία. Λοιπόν, τι προτιμάς; Να φάω πρώτα εσένα ή... την αξιαγάπητη μικρούλα σου;», ρώτησε βάζοντας την κάνη του όπλου στο κεφαλάκι του μωρού. Στη συνέχεια τη μετακίνησε κι άφησε το μικρό πλάσμα στο πάτωμα, αφήνοντας μάταια και τον απελπισμένο πατέρα να πιστέψει ότι θα έδειχνε έλεος. Μα αμέσως μετά ξανασημάδεψε. «Καλύτερα πρώτα αυτήν. Μου έχει πάρει τ' αυτιά τόση ώρα...»

«Ζαχαρία, σε παρακαλώ, μη-»

«Πολύ αργά για παρακάλια, φλώρε...», αναφώνησε ήρεμα ο Ζαχαρίας κι ο Γιώργος τσίριξε καθώς το κλάμα του μωρού έγινε ουρλιαχτό και το είδε να πιτσιλίζεται με αίμα. Το όπλο έριξε τη σφαίρα, διαπερνώντας θανατηφόρα ανθρώπινη σάρκα. Αν και... όχι αυτήν για την οποία προοριζόταν. Με ταχύτητα φωτός, η Ευτυχία ούρλιαξε κι αυτή κι όρμησε πάνω στον νταή της. Μέσα σε μια στιγμή, η κοπέλα βρέθηκε αιμόφυρτη στο πάτωμα πλάι στο βρέφος. Οι ήχοι και τα χρώματα ανακατεύτηκαν. Κάτι σαν σειρήνα κάλυψε όλες τις φωνές, όπως στο τροχαίο κι η όρασή της έγινε διπλή. Το ήξερε, πέθαινε. Κάπου σε ένα άλλο σπιτάκι, σε ένα άλλο δάσος, ήλπιζε ο καλός της ο παππούς ο Αργύρης να την περιμένει. Ένιωσε κάποιον να την ανασηκώνει. Άκουγε τη φωνή του να την καλεί. Της φάνηκε πως ήταν ο Γιώργος, αλλά δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Τα βλέφαρά της βάρυναν και μουδιασμένη από τον τσουχτερό πόνο, έριξε το θαμπό βλέμμα της στο λιλά της φόρεμα. Τώρα το μισό από αυτό ήταν κατακόκκινο. Πριν όλα τελειώσουν έμεινε να το χαζεύει. Τι όμορφος κι αντιφατικός συνδυασμός το αίμα με το ύφασμα. Τι απρόσμενη χρωματική αρμονία! Αυτά ήταν πάντα τα αγαπημένα της χρώματα κι αυτός ήταν πάντα ο αγαπημένος της συνδυασμός: λιλά με κόκκινο.

---

Τέσσερις μήνες μετά, Νοέμβριος 2023

«...Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Ευτυχία, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πννεύματος...»

Όλοι, συγγενείς και φίλοι ήταν μαζεμένοι στο μικρό εκκλησάκι στην έξοδο του χωριού, για να παρακολουθήσουν το μυστήριο της βάπτισης. Ο παπάς βούτηξε τη μπέμπα τρεις φορές στην κολυμβήθρα κι οι δυο συμπεθέρες, η Παναγιώτα κι η Τούλα σκούπισαν τα δάκρυά τους. Από συγκίνηση ήταν, έλεγαν οι πολλοί, αν κι ο Γιώργος κι η Βάγια ξέρανε την αλήθεια: αυτές οι δυο ήρθαν με υπογλώσσια στην εκκλησία, προκειμένου να υπομείνουν το γεγονός ότι το πρώτο τους εγγόνι δεν θα είχε το όνομα καμιάς τους. Μα κανένας από τους νεαρούς γονείς δεν έδωσε σημασία στη γκρίνια τους. Λίγη ώρα μετά, ο Λευτέρης, ντυμένος με το καλύτερο κουστούμι του, απέθεσε τη μικρούλα Ευτυχία στην αγκαλιά της μαμάς της. «Ευχαριστούμε πολύ, νονέ», έκανε εκείνη, σαν να μιλούσε εκ μέρους της κόρης της.

«Παρακαλώ, Ευτυχία», απάντησε γελώντας εκείνος κι η Βάγια ένιωσε πολλά τσιμπήματα στην καρδιά της όταν άκουσε για άλλη μια φορά σήμερα το όνομα. Αγνοώντας τους καλεσμένους, που είχαν έρθει να συγχαρούν εκείνη και τον Γιώργο, ξεμάκρυνε όσο διακριτικά γινόταν και βγήκε από την πίσω πόρτα της εκκλησίας. Βρέθηκε σ' ένα πράσινο προαύλιο, σκιασμένο από ψηλά κυπαρίσσια και σπαρμένο εδώ κι εκεί από αγριολούλουδα ήδη μαραμένα από την παρουσία του φθινοπωρινού κρύου. Το μωρό τουρτούρισε στην αγκαλιά της κι αυτή το τύλιξε καλύτερα με το κουβερτάκι του και προχώρησε ανάμεσα στα μνήματα από λευκό μάρμαρο, όπου φιλοξενούνταν τα σώματα όσων είχαν φύγει από τη ζωή. Σταμάτησε μπροστά σε ένα απ' αυτά και τα καστανά μάτια μιας ξανθιάς κοπέλας ήταν σαν να την χαιρετούσαν μέσα από την φωτογραφία πλάι στις λέξεις: 'Ευτυχία Μανίκα 30 Απριλίου 1994 – 30 Ιουλίου 2023'.

«Ευτυχία μου», μουρμούρισε, γονατίζοντας με ευλάβεια μπροστά στον τάφο. «Να το κοριτσάκι μας, ξαδελφούλα μου. Δες το... είναι καλά... είναι καλά χάρη σ' εσένα, ψυχή μου», συνέχισε συγκινημένη. «Εσύ ήσουν ο άγγελός της. Εσύ την έσωσες... Όσο κι αν εμείς σε πληγώσαμε, εσύ θυσιάστηκες για χάρη μας. Θα σε θυμάμαι πάντα, ξαδελφούλα μου... Ξέρω ότι δεν το αξίζω, μα... θα κάνω ό,τι μπορώ για να μου δώσεις τη συγχώρεσή σου, το υπόσχομαι...»

«Βάγια;», κάλεσε το όνομά της ο Λευτέρης και ήρθε να σταθεί δίπλα της. «Τι το έφερες εδώ το παιδί; Θα πουντιάσει».

«Συγγνώμη... είναι που... είναι που ήθελα να μιλήσω λίγο στην Ευτυχία και να της δείξω τη συνονόματή της».

Ο άντρας την κοίταξε με το αρχικά αυστηρό του βλέμμα να μαλακώνει. «Καταλαβαίνω...», της είπε. «Αλλά έλα μέσα τώρα. Έβγαλε και ψύχρα και πολύ φοβάμαι ότι θα με πιάσει πάλι το κεφάλι μου».

«Πονάς;», τον ρώτησε η Βάγια καθώς σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε ανήσυχα.

«Όχι τόσο», της έκανε ο νέος της κουμπάρος, πιάνοντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του με προσοχή. «Με τσάκισε αυτός ο μην-πω-τι, είμαστε και σε νεκροταφείο. Τέσσερις μήνες κι ακόμα να συνέλθω από το χτύπημα που μου έριξε από πίσω. Μα ο γιατρός λέει ότι πάω καλύτερα. Σύντομα θα φύγει εντελώς κι η ενόχληση».

Η Βάγια βλεφάρισε. «Μακάρι να 'ταν τόσο εύκολο να φύγει κι αυτό που έχει εκείνος».

Ο Λευτέρης ξεφύσηξε. «Ο Μαρκαντωνάτος δεν πρόκειται να γιατρευτεί, Βάγια. Αυτή η ψύχωση που έχει... όλο το αρρωστημένο μίσος δεν επιδέχεται καμία θεραπεία. Θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του στο άσυλο, δε γίνεται αλλιώς...»

Η κοπέλα αναστέναξε λυπημένα. «Κανείς δεν κατάλαβε ποτέ τίποτα», συμπέρανε με εμφανή απογοήτευση. «Την Ευτυχία θεωρούσαν όλοι τρελή κι όμως αυτός, ο κύριος και μετρημένος... έπαιζε τόσον καιρό κρυφτό μπροστά στα μάτια μας».

«Έτσι γίνεται καμιά φορά», έκανε ο Λευτέρης. «Αν δεν με είχε ρίξει λιπόθυμο, ούτε που θα μου περνούσε ποτέ απ' το μυαλό ότι ο μεγάλος και σπουδαίος σεφ ήταν τόσο διαταραγμένος. Όταν ήρθαν οι συνάδελφοι και με συνέφεραν και τον είδα μπροστά μου να ωρύεται καθώς του βάζαν χειροπέδες, νόμιζα πως είχα παραισθήσεις... Ευτυχώς τον μπουζουριάσαμε πριν κάνει μεγάλο κακό...»

«Έκανε μεγάλο κακό», τόνισε η Βάγια, κοιτάζοντας άλλη μία φορά προς τον τάφο. «Όλοι μας κάναμε μεγάλο κακό, κουμπάρε. Και το μεγαλύτερο το έκανα εγώ. Δεν στάθηκα δίπλα στην ξαδέλφη μου όταν με χρειαζόταν. Πάντα είχα δικά μου, πιο σημαντικά προβλήματα και-»

«Έλα... μην κλαις. Σήμερα είναι μέρα χαράς», της έκανε ο Λευτέρης. «Δεν θα ήθελε να σε βλέπει έτσι... Ακόμα κι αν δεν βοηθήσατε εκείνη, θα σταθείτε τώρα στην κορούλα σας, που έχει το όνομά της. Κι είναι κι άλλα ωραία που έρχονται... πίστεψέ το, Βάγια».

Εκείνη του έγνεψε δακρυσμένη και τον ακολούθησε με κάποια απροθυμία μέσα. Αυτό που αγνοούσαν και οι δύο ήταν πως κι ο πατέρας της νεοφώτιστης είχε για λίγο αποσυρθεί κάπου ερημικά...

---

Ο Γιώργος καθόταν μόνος στην άκρη του λόφου, χαζεύοντας τα σπιτάκια του χωριού στον ορίζοντα. Το δεύτερο τετράδιο της Ευτυχίας, αυτό που βρήκε στην τσάντα της μέσα στην αποθήκη, ανοιγόταν στο χέρι του. Με τα μάτια του να δακρύζουν, γύρισε σε μια συγκεκριμένη σελίδα και διάβασε από μέσα του:

"Όλοι έχουμε ένα κομμάτι μας που κάποια στιγμή, λόγω καταστάσεων, αναγκαζόμαστε να το αφήσουμε πίσω μας. Η έλλειψή του δημιουργεί μέσα μας ένα μεγάλο κενό και ημιτελείς πια, εν μέρει άδειοι, πασχίζουμε να προσαρμοστούμε στις συνθήκες που το πήραν μακριά μας. Τα καταφέρνουμε; Κι αν ναι, πώς;'

«Δεν έχω ιδέα πώς, κορίτσι μου...», ψιθύρισε μόνος του. «Δεν ξέρω αν μπορώ να φτιάξω και πάλι τη ζωή μας απ' την αρχή, τώρα που λείπεις. Τώρα που... καταλαβαίνω πόσα λάθη έκανα αφού σε άφησα πίσω. Μα ξέρω ότι αυτό θα ήθελες εσύ. Να φτιάξω τη ζωή μας και να τη φτιάξω καλύτερη για εκείνη τη μικρή που έχει το όνομά σου. Και υπόσχομαι πως θα προσπαθήσω. Γιατί τελικά... μόνο αυτό μπορώ ως άνθρωπος.  Να προσπαθήσω...»

---

Λίγο καιρό αργότερα, τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, ο Γιώργος Τερζίδης και η σύζυγός του Βάγια σύστησαν έναν σύλλογο που είχε σκοπό να βοηθάει παιδιά που αντιμετώπιζαν ψυχικές ασθένειες ή είχαν υποφέρει από σχολικό εκφοβισμό. Με την καινούρια χρονιά άρχισαν να πηγαίνουν από σχολείο σε σχολείο, μιλώντας ανοιχτά για το bullying και δίνοντας θάρρος στους μαθητές και τις μαθήτριες να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους και να μην φοβούνται να ζητήσουν βοήθεια. Το όνομα του συλλόγου ήταν το όνομα μιας γυναίκας που με τις πράξεις της τους δίδαξε πόσο σημαντικό πράγμα είναι η ανθρωπιά. Το ίδιο όνομα που έδωσαν και στην κόρη τους: Ευτυχία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top