Νέο Αίμα στην πιάτσα
«Αυτό ξαναπές το!»
«Σκατά!»
«Με κοροϊδεύεις, ρε αλήτη;»
Το πρόσωπο του Άρη γίνεται σοβαρό.
«Όχι, Ορέστη. Εγώ απλά ...»
Ο Ορέστης κάθεται δίπλα στον Άρη και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Κοίτα, Αρούλη. Ότι έγινε, έγινε και το να σου φωνάξω δεν πρόκειται να το αλλάξει. Το θέμα είναι, κατάλαβες ότι αυτό που έκανες ήταν λάθος;»
«Ναι, το κατάλαβα»
«Οπότε, εσύ δεν πρόκειται να το ξανακάνεις ποτέ, σωστά;»
«Σωστά. Ποτέ ξανά. Τελείωσα μ' αυτά τα σκατά. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα τα καταφέρω. Το υπόσχομαι»
«Αυτή είναι υπόσχεση του Λύκου;»
«Ναι. Είναι υπόσχεση του Λύκου»
«Εντάξει. Σε πιστεύω»
«Σε κοψοχώλιασα, έτσι δεν είναι;»
«Εσύ τι λες; Τρομοκρατήθηκα. Και μόνο η σκέψη ότι θα σε χάσω ... Δεν είσαι απλά φίλος μου, ρε Άρη. Είσαι αδερφός μου. Είσαι οικογένεια για μένα»
«Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου;»
«Ορίστε;»
«Μετακόμισε εδώ, μαζί μου. Έχω λεφτά. Δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα»
«Και τι θα γίνει με το σχολείο;»
«Θα πάμε σε νυχτερινό. Ο Δράκος θα μας δώσει τα χαρτιά που χρειάζονται. Θα τα καταφέρουμε. Σε χρειάζομαι, Ορέστη. Δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Δεν ξέρω πώς να είμαι μόνος μου. Χρειάζομαι ... Χρειάζομαι μια αγέλη»
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να ζήσεις στο ίδιο σπίτι με κάποιον τόσο ακατάστατο όσο εγώ;»
«Όσο μένεις μακριά από την ντουλάπα μου, ναι, είμαι απόλυτα σίγουρος»
«Η μαμά μου θα με σκοτώσει»
Ο Άρης κατεβάζει το κεφάλι.
«Έχεις δίκιο. Εσύ έχεις ακόμα μητέρα. Δεν πειράζει. Ξέχασε ότι το είπα»
Ο Ορέστης δεν αντέχει να βλέπει τον φίλο του σ' αυτή την άσχημη κατάσταση και παίρνει την απόφαση.
«Εντάξει, θα έρθω. Η μαμά μου θα καταλάβει. Ξέρει πόσο σημαντικός είσαι για μένα. Και αν τσινήσει, θα πούμε να της μιλήσει ο Δράκος. Μην φοβάσαι, κολλητέ. Δεν θα σ' αφήσω μόνο»
Ο Άρης κοιτάζει τον φίλο του με αισιόδοξα μάτια.
«Πότε θα φέρεις τα πράγματα σου;»
«Αύριο, αλλά ...»
«Αλλά τι;»
«Θα πρέπει να ποζάρεις για μένα. Σε λίγες μέρες θα γίνει ένας διαγωνισμός φωτογραφίας και θέλω να συμμετέχω»
«Και θες εμένα για μοντέλο;»
«Μπορεί να είσαι ένα πεισματάρικο, ψυχαναγκαστικό κάθαρμα, αλλά με τη ματιά του φωτογράφου, είσαι όμορφος και απίστευτα φωτογενής. Αν υπάρχουν γυναίκες στην κριτική επιτροπή, έχω το πρώτο βραβείο στο τσεπάκι μου»
«Εντάξει, θα το κάνω. Θα κάνω ό,τι θες, αλλά, από περιέργεια και μόνο, δεν είσαι γκέι, έτσι;»
Ο Ορέστης σηκώνεται από το κρεβάτι, γυρίζοντας τα μάτια του και παίρνει το δρόμο προς την πόρτα, μονολογώντας.
«Πες μου, Θεούλη μου, γιατί ασχολούμαι ακόμα μ' έναν μαλάκα σαν αυτόν;»
Ο Άρης γελάει με τον δικό του μοναδικό τρόπο, γέρνοντας πίσω το κεφάλι του.
«Έλα, μωρέ τώρα! Πλάκα κάνω! Πού πας;»
«Να σου φτιάχνω σούπα, ηλίθιε. Ο Γιατρός είπε ότι πρέπει να φας»
«Ορέστη ...;»
«Τι είναι πάλι;»
«Ευχαριστώ. Για όλα»
«Μην ευχαριστείς εμένα, αλλά τον λύκο μέσα μου. Ένας Bήτα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον Άλφα του»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ~ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ~
Ο Βίκος μπαίνει μέσα, μαζί με τον Γιατρό, και βρίσκει τον Νέγρο να μετράει κάτι κούτες με ουίσκι που έφτασαν πριν λίγο και να τις τσεκάρει στα τιμολόγια που κρατάει. Μόλις βλέπει τον αρχηγό του, παρατάει αμέσως την καταμέτρηση.
«Πώς είναι το παιδί, αρχηγέ;»
«Μια χαρά. Τουλάχιστον μέχρι αύριο, που θα τον περιποιηθώ κατάλληλα»
«Μην το κάνεις, Δράκε. Το παιδί πήρε το μάθημά του. Μην του το κάνεις χειρότερο»
«Συμφωνώ με τον Γιατρό. Ο Λύκος χρειάζεται βοήθεια και υποστήριξη, όχι φωνές και κηρύγματα. Αλλά όμως, πάνω απ' όλα, αυτός χρειάζεται την αποδοχή σου»
«Έτσι είναι. Μπορεί να μην είσαι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν, αλλά το αγόρι σε βλέπει σαν πατέρα. Και ένας πατέρας πρέπει να είναι συμπονετικός, υπομονετικός και πάνω απ' όλα υποστηρικτικός»
Ο Βίκος κοιτάζει τους δύο άντρες με απορία.
«Έη! Τι στο διάολο κάνετε εσείς οι δύο; Με επιπλήττεται;»
«Όχι φυσικά. Εμείς απλά λέμε την γνώμη μας»
«Εξάλλου, σ' εμπιστευόμαστε και ξέρουμε ότι θα κάνεις το σωστό»
«Ίσως δεν αξίζω αυτή την εμπιστοσύνη, Γιατρέ. Εγώ άφησα αυτό το καταραμένο πράγμα να εισβάλει στην περιοχή μου και παραλίγο να μου κοστίσει πολύ ακριβά»
«Δεν ισχύει αυτό, αφεντικό. Εσύ δεν μπορούσες να ξέρεις»
«Ο Νέγρος έχει δίκιο. Το θέμα είναι τώρα που ξέρεις να κάνεις κάτι για να το σταματήσεις»
«Αυτό σκοπεύω να κάνω! Πώς πήγε με τον Σκύλο;»
«Είναι συντετριμμένος. Κατηγορεί τον εαυτό του για αυτό που συνέβη στον Άρη»
«Να του πεις ότι δεν φταίει αυτός. Το καθαρματάκι θα έβρισκε έναν τρόπο να πάρει τα πράμα έτσι κι αλλιώς»
«Σου είπε από ποιον το αγόρασε;»
«Ναι. Απ' αυτό το σκουλήκι τον Λουίτζι»
«Πώς τα κατάφερε; Ο Σκύλος μου είπε ότι δεν τον έχασε απ' τα μάτια του καθόλου, εκτός από ...»
«Εκτός από;»
«Αυτός σταμάτησε στην καντίνα του Τάκη για σάντουιτς, αλλά είχε πολύ κόσμο. Εντωμεταξύ, ο Σκύλος δεν μπορούσε να τον πλησιάσει πολύ γιατί μπορεί να έπιανε την μυρωδιά του και έτσι, αυτός τον έχασε για μερικά λεπτά και τον εντόπισε ξανά όταν αυτός επέστρεψε από πίσω από ένα παρκαρισμένο αμάξι δίπλα στην καντίνα. Εκεί πρέπει να έγινε το αλισβερίσι. Αυτή είναι η μέθοδος του Λουίτζι»
«Ναι, τον πούστη! Τέλος πάντων! Πήγαινε φέρε μου αυτό το παράσιτο. Πάρε και τον Μικρούλη μαζί»
«Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βία;»
«Μα φυσικά!»
Ο Νέγρος φεύγει για να εκτελέσει την εντολή του Βίκου, ο οποίος πηγαίνει στο μπαρ μαζί με τον Γιατρό. Ο Sammy, που καθάριζε την μπάρα στην άλλη μεριά, παρατάει τη δουλειά του και τρέχει κοντά τους. Χαιρετάει στρατιωτικά τον Βίκο και κλείνει το μάτι στον Γιατρό.
«Χαίρε, Δράκε. What's up, Doc?»
«Όλα καλά, Yosemite Sam!»
«Sammy, βάλε μας από ένα διπλό»
«Όχι για μένα. Πρέπει να φύγω»
«Για που;»
«Στο σπίτι της Βιολέτας. Πρέπει να αποφύγει πάση θυσία την μόλυνση και γι' αυτό χρειάζεται αλλαγή στους επιδέσμους δύο φορές την ημέρα»
«Πώς τα πάει;»
«Καλύτερα απ' ότι περίμενα. Σε λίγες βδομάδες θα είναι έτοιμη για την πλαστική. Αν όλα πάνε καλά, δεν θα έχει καν ουλή»
«Ωραία»
Ο Βίκος βάζει το χέρι στην τσέπη, βγάζει ένα πάκο χαρτονομίσματα, μετράει δέκα πεντοχίλιαρα και τα δίνει στον Γιατρό.
«Δώσ' της αυτά και αν χρειαστεί κι άλλα, πες της να με πάρει τηλέφωνο»
«Έγινε. Τα λέμε αργότερα»
«Γεια σου, Γιατρέ, και σ' ευχαριστώ και πάλι»
«Μην το συζητάς»
Περίπου μία ώρα αργότερα, ο Βίκος κάθεται στο γραφείο του και διαβάζει εφημερίδα. Ένα χτύπημα στην πόρτα διακόπτει την ανάγνωση του. Καθώς διπλώνει την εφημερίδα, απαντάει στο χτύπημα.
«Ελάτε μέσα!»
Η πόρτα ανοίγει και ο Νέγρος μαζί με τον Μικρούλη μπαίνουν μέσα σέρνοντας πίσω τους αιμόφυρτο τον Λουίτζι.
Ο Λουίτζι Παλερμίνι είναι αυτό που λέμε μεσάζοντας. Οι έμποροι του δίνουν τα ναρκωτικά και αυτός τα πουλάει στους χρήστες, κρατώντας φυσικά την απαραίτητη προμήθεια. Αυτός είναι Ιταλός, αλλά μένει πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Ήρθε εδώ όταν ήταν σχεδόν τριάντα χρονών, αλλά κανείς δεν ξέρει γιατί αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του. Φυσικά, υπάρχουν κάποιες φήμες ότι αυτός ήταν μέλος της ιταλικής μαφίας και όταν τ' αφεντικά του ανακάλυψαν ότι τους έκλεβε, αυτός το έσκασε κρυφά για να μην τον σκοτώσουν, όμως τίποτα δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Οι δύο άντρες σηκώνουν τον Λουίτζι και τον βάζουν να σταθεί στα πόδια του. Αυτός βγάζει ένα μαντήλι από την τσέπη του και το πιέζει στο σχίσιμο που έχει στο μέτωπο του. Μετά, αυτός κοιτάζει τον Βίκο.
«Τι σημαίνουν όλα αυτά, Δράκε; Γιατί μου έστειλες τους νταήδες σου; Κοίτα τι μου έκαναν!»
Ο Βίκος σηκώνεται όρθιος και βαδίζει προς τον Λουίτζι, ο οποίος είναι αρκετά χτυπημένος. Εκτός από το σχίσιμο στο μέτωπο, τα χείλη του είναι σκισμένα και υπάρχει μια μελανιά κάτω από το αριστερό του μάτι που μεγαλώνει κάθε λεπτό που περνάει.
«Mio caro signore Luigi, σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Πείτε μου ποιος τόλμησε να σας αγγίξει και θα τον τιμωρήσω όπως του αξίζει»
Ο Λουίτζι, πιστεύοντας πραγματικά τα λόγια του Βίκου, σηκώνει το χέρι και δείχνει τον Μικρούλη.
«Questo gigante. Αυτός ο γίγαντας!»
Ο Βίκος στρέφεται στον Μικρούλη με προσποιητή αγριότητα.
«Μικρούλη, τι είναι αυτά που ακούω; Πώς τόλμησες να σηκώσεις το χέρι σου σε κάποιον τόσο αξιοπρεπή όπως ο κύριος Λουίτζι; Πρέπει να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου!»
Ο Μικρούλης, προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο του, χαμηλώνει το κεφάλι.
«Συγγνώμη, αφεντικό. Ντρέπομαι πολύ για τον εαυτό μου. Απλά παρασύρθηκα»
«Λοιπόν, θα σε τιμωρήσω, φυσικά, αλλά πρώτα θα σου δείξω πώς να συμπεριφέρεσαι σε έναν κύριο σαν αυτόν. Κοίτα να μαθαίνεις!»
Ο Βίκος στέκεται μπροστά στον Λουίτζι, τον πιάνει από τους ώμους και του ρίχνει μία αρκετά δυνατή γονατιά ανάμεσα στα πόδια του. Με μια κραυγή αφόρητου πόνου, ο Λουίτζι σωριάζεται στα πόδια του Βίκου, ο οποίος στρέφεται ξανά στον Μικρούλη.
«Βλέπεις, Μικρούλη; Έτσι πρέπει να φέρεσαι σε έναν κύριο. Ποτέ στο πρόσωπο. Υπάρχουν τόσα άλλα μέρη»
«Ναι, αφεντικό. Νομίζω ότι το κατάλαβα»
«Νομίζεις; Μήπως θέλεις να στο ξαναδείξω;»
Στο άκουσμα αυτής της απειλής, ο Λουίτζι αρχίζει να φωνάζει με την ιταλική του προφορά και φωνή σπασμένη από τον πόνο.
«No! No! Ti prego! Mην το κάνεις αυτό! Θα σου πω ό,τι θέλεις να μάθεις! Ti prego, μην με ξαναχτυπήσεις!»
«Ποιος σου είπε ότι σε χτύπησα για να μιλήσεις; Αυτό ήταν απλώς για πλάκα»
«Για πλάκα; Χτύπησες τ' αρχίδια μου για πλάκα; Είσαι τρελός!»
«Και ακόμα δεν έχεις δει τίποτα!»
«Cosa? ... Τι εννοείς;»
«Αυτό που εννοώ είναι ότι, αν δεν μου πεις από ποιον πήρες το πράμα που πούλησες στον Λύκο χθες βράδυ, θα δεις όλη την έκταση της τρέλας μου»
«Ma che dici? Ποιο πράμα; Ποιος είναι αυτός ο Λύκος; Δεν καταλαβαίνω!»
«Δεν καταλαβαίνεις, ε; Για να στο κάνω λιανά τότε»
Ο Βίκος αρπάζει τον Λουίτζι από τον γιακά του σακακιού του, τον σηκώνει από το πάτωμα, τον σπρώχνει στον τοίχο και τον κρατάει ψηλά με τα πόδια του να κρέμονται σαν μαριονέτας. Το πρόσωπο του Βίκου είναι τρομακτικό. Τα μάτια του πετάνε φλόγες. Αυτός δεν είναι πια ο Βίκος. Είναι ο Δράκος!
«Μην παίζεις μαζί μου, ρε πούστη! Ξέρεις ακριβώς για τι πράγμα μιλάω. Ξέρασε τα όλα, αλλιώς θα φύγεις απ' αυτό το δωμάτιο σε κομμάτια! Μίλα, ρε καριόλη! Ποιος σου έδωσε τη νοθευμένη ηρωίνη; Ποιος;»
«Io non so ... Δεν ... Δεν ξέρω το όνομά της»
«Το όνομά της; Γυναίκα είναι;»
«Sì! Sì! Είναι καινούργια στην πιάτσα. Κυκλοφορεί με το παρατσούκλι "Μαύρη Ανεμώνη"»
Ο Βίκος Αφήνει τον Λουίτζι να πέσει στο πάτωμα, σκουπίζει τα χέρια του στο παντελόνι του και κάθεται πίσω στο γραφείο του.
«Πες μου όλα όσα ξέρεις για αυτήν»
«Νon c'è molto. Κανείς δεν ξέρει το αληθινό της όνομα, το παρελθόν της ή από πού ήρθε. Αυτή με αναζήτησε και μου πρόσφερε μια τρελή προμήθεια για να πουλήσω για λογαριασμό της»
«Σου είπε ότι το πράμα ήταν νοθευμένο;»
«Ma certo che no! Όχι βέβαια. Αν το ήξερα αυτό, δεν θα είχα κάνει ποτέ l' accordo ... την συμφωνία»
«Ναι, σωστά, γιατί είσαι άγιος»
«Δεν είμαι άγιος, αλλά δεν είμαι ούτε και assassino ... δολοφόνος»
«Ακούς τι λες, ρε μαλάκα; Εσύ πουλάς τον θάνατο σε μικρά σακουλάκια. Φυσικά και είσαι δολοφόνος. Τέλος πάντων! Πες μου που μπορώ να βρω αυτήν την γκόμενα;»
«Non puoi ... Δεν μπορείς να την βρεις εσύ. Αυτή σε βρίσκει. Lasciami andare ... Άσε με να φύγω και θα σε aiutero ... θα σε βοηθήσω. Μπορώ να γίνω il tuo spione ... ο σπιούνος σου»
«Γιατί πούλησες στον Λύκο; Ξέρεις ποιος είναι»
«È stato un errore ... Αυτό ήταν λάθος. Είδα ότι ήταν τόσο triste ... στεναχωρημένος και προσπάθησα να confortarlo .... τον παρηγορήσω. Δεν πήρα soldi ... χρήματα. Στ' ορκίζομαι, αν ήξερα ότι ήταν adulterato ... νωθευμένο, δεν θα του έδινα ποτέ. Mi piace quel ragazzo ... Μου αρέσει αυτό το παιδί. Σου μοιάζει»
«Σταμάτα να με γλύφεις. Με αηδιάζεις. Εξάλλου, κανείς δεν μπορεί να σε σώσει. Έκανες ένα λάθος που κόντεψε να στοιχίσει τη ζωή του προστατευόμενου μου και αυτό το λάθος θα το πληρώσεις ακριβά»
«Cosa farai? ... Τι θα κάνεις;»
Αντί απάντησης, ο Βίκος απευθύνεται στον Νέγρο.
«Πάρε αυτό το βδέλυγμα και παράδωσέ τον στον Προκρούστη. Ας δούμε αν θα μπορεί να πουλάει τον θάνατο απ' την αναπηρική του καρέκλα»
Στην ελληνική μυθολογία, ο Προκρούστης ήταν μυθικός ληστής της Αθήνας και πατέρας του Σίνη του "Πιτυοκάμπτη". Το λημέρι του ήταν στην περιοχή Δαφνί στο Χαϊδάρι. Προσκαλούσε κάθε διαβάτη να ξαπλώσει σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, γνωστό ως Προκρούστειος κλίνη. Αν το θύμα ήταν ψηλό κι εξείχε από το κρεβάτι, ο Προκρούστης έκοβε το περίσσιο τμήμα του σώματός του. Αντιθέτως, αν το θύμα ήταν πιο κοντό, τότε τραβούσε τα άκρα του μέχρι να φτάσουν στο μήκος του κρεβατιού.
Ο Προκρούστης συνέχιζε την αιματηρή δράση του, μέχρι που τον συνάντησε ο Θησέας στο δρόμο του από την Τροιζήνα για την Αθήνα. Όντας πολύ δυνατός, κατάφερε να εξουδετερώσει τον Προκρούστη και να τον τοποθετήσει στο ίδιο του το κρεβάτι. Επειδή αποδείχθηκε μεγαλύτερος, ο Θησέας του έκοψε το κεφάλι και τα πόδια, που περίσσευαν.
Ο δικός μας Προκρούστης τώρα είναι ένα είδος εκτελεστή, ο οποίος όμως δεν σκοτώνει τα θύματα του. Αυτός τους βάζει σε ένα αυτοσχέδιο τροχό και εξαρθρώνει τις βασικές αρθρώσεις, ώμους, αγκώνες, καρπούς, λεκάνη, γόνατα και αστραγάλους, με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς γιατρός να μην μπορεί να τις επαναφέρει, και έτσι το θύμα χάνει την λειτουργικότητα των άκρων του χωρίς όμως να χάνει την ζωή του. Βέβαια, δεν ξέρω τι είναι καλύτερο; Να πεθάνεις μια κι έξω ή να ζεις σαν ανάπηρη μαριονέτα; Τέλος πάντων!
Ο Λουίτζι, ξέροντας πολύ καλά ποιος είναι ο Προκρούστης, σέρνεται στα πόδια του Βίκου.
«Δράκε, σε παρακαλώ! Non quello! Όχι σ' αυτόν. Όχι στον Προκρούστη. Σε ικετεύω! Κόψε με, κάψε με, χτύπησε με. Uccidimi! Σκότωσε με! Κάνε ό,τι θέλεις μαζί μου, αλλά, ti prego! Μην με στείλεις σ' αυτόν»
Ο Βίκος, ανεπηρέαστος από τις ικεσίες του Ιταλού, τον απομακρύνει από τα πόδια του με μία κλωτσιά.
«Νέγρο, παρ' τον από' δω»
«Ναι, αρχηγέ»
«Μικρούλη, πες στον Sammy να μου φέρει ένα διπλό»
«Αμέσως, αφεντικό»
Και ενώ ο Μικρούλης πηγαίνει στο μπαρ και ο Νέγρος σέρνει έξω τον Λουίτζι που ουρλιάζει ακόμα, ο Βίκος σηκώνει το ακουστικό και τηλεφωνεί στον Προκρούστη για να τον ενημερώσει για την επικείμενη παράδοση. Μετά το τηλεφώνημα, αυτός ακουμπάει πίσω στην καρέκλα, ανεβάζει τα πόδια του στο γραφείο και πίνει μια γουλιά από το ποτό που του έφερε ο Sammy κατά την διάρκεια του τηλεφωνήματος.
«Και τώρα, Μαύρη Ανεμώνη, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσεις τον Δράκο»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top