Δράκε, έχουμε μεγάλο πρόβλημα ...

Ο Άρης σκουπίζει τα μάτια του με το πίσω μέρος του χεριού του.

«Μη με λυπάσαι!»

«Δεν σε λυπάμαι, πιτσιρίκο. Απλώς ανησυχώ για σένα»

«Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν είσαι συγγενής μου. Γιατί ασχολείσαι μαζί μου;»

«Δεν χρειάζεται να έχεις το ίδιο αίμα με κάποιον για να τον νοιάζεσαι. Πάρε για παράδειγμα τον φίλο σου τον Ορέστη»

«Αυτόν άφησε τον έξω απ' αυτό»

«Γιατί; Θέλει να σε βοηθήσει. Γιατί δεν τον αφήνεις;»

«Για να τον σώσω»

«Από τι;»

«Από μένα»

«Τι είναι αυτά που λες;»

Ο Άρης κοιτάζει την μπύρα στο χέρι του Βίκου και εκείνος του δίνει το μπουκάλι. Αυτός πίνει μια γουλιά και κοιτάζει ξανά τον Βίκο με τα κουρασμένα μπλε μάτια του. Αυτός είναι μόλις δεκαέξι χρονών, αλλά έχει ήδη βιώσει πολλά. Έχει εμπειρίες που κάποιοι άλλοι έφηβοι δεν μπορούν καν να φανταστούν. Ο Βίκος τον βρήκε αναίσθητο μετά από χρήση ναρκωτικών στο "Πάρκο της Αγάπης", ένα μικρό παρκάκι κοντά στο Δημαρχείο της Δραπετσώνας. Κανονικά, ο Βίκος θα τον είχε πάει στο νοσοκομείο ή έστω στο αρχηγείο του, αλλά για κάποιο λόγο που ούτε κι αυτός ξέρει καλά-καλά, πήρε το αγόρι μαζί του στο σπίτι. Τον φρόντισε και μετά τον πήρε υπό την προστασία του. Εκείνη την μέρα ήταν η κηδεία των γονιών του.

«Ο Ορέστης είναι πολύ καλό παιδί και με θαυμάζει. Αυτός θέλει να μου μοιάσει»

«Και λοιπόν; Κακό είναι αυτό;»

«Το χειρότερο. Δεν μπορώ να του το κάνω αυτό. Τον αγαπάω πάρα πολύ. Εγώ είμαι ήδη χαμένος, αλλά δεν πρόκειται να τον αφήσω να χαθεί κι αυτός μαζί μου. Έχει πολλά να χάσει. Εμένα δεν μου έχει μείνει τίποτα»

Ο Βίκος πίνει μια γουλιά από το ουίσκι του και χαμογελάει.

«Γιατί χαμογελάς;»

«Γιατί έχω δίκιο για σένα»

«Τι εννοείς;»

«Είσαι πολύ ευαίσθητος γι' αυτή τη δουλειά»

«Κάνεις λάθος. Δεν είμαι ευαίσθητος. Είμαι ένα γαμημένο δειλό μηδενικό που βυθίζεται στα σκατά με το πρώτο σημάδι προβλήματος»

Το πρόσωπο του Βίκου σκοτεινιάζει. Τα μάτια του στενεύουν. Τα λόγια του Άρη ξυπνούν τον Δράκο μέσα του. Αυτός πλησιάζει το αγόρι και τον αρπάζει δυνατά απ' το πηγούνι.

«Άκουσέ με καλά, παλιοσκατό! Αυτό που σου συνέβη δεν ήταν απλώς ένα πρόβλημα. Δεν σε παράτησε μια γκόμενα, ούτε έμεινες σε κάποιο μάθημα στο σχολείο. Εσύ έχασες τους γονείς σου. Τους πολύ καλούς γονείς σου και δεν είσαι ούτε δεκαεφτά. Έχασες τη γη κάτω απ' τα πόδια σου και έκανες ένα λάθος, αλλά όσο έχω εγώ τον έλεγχο της κατάστασης, δεν θα σ' αφήσω να καταστρέψεις τη ζωή σου γι' αυτό. Θα φύγεις από 'δω μέσα και θα φτιάξεις τη ζωή σου. Με καταλαβαίνεις, ηλίθιε Λύκε;»

Ο Άρης, αποσβολωμένος και λιγάκι φοβισμένος από το ξέσπασμα του Βίκου, κάνει ένα βήμα πίσω και ανοίγει το στόμα του να πει κάτι, αλλά ο Βίκος τον σταματάει.

«Σκάσε! Μην βγάλεις ούτε κιχ! Πάρε τον ηλίθιο κώλο σου και φύγε από 'δω. Δεν μπορώ ούτε να σε κοιτάξω αυτή τη στιγμή»

Ο Άρης φεύγει από το γραφείο με το κεφάλι κάτω, ψιθυρίζοντας μια συγγνώμη. Ο Βίκος αρπάζει το μπουκάλι της μπύρας και το εκσφενδονίζει στον τοίχο, με αποτέλεσμα να θρυμματιστεί σε δεκάδες κομματάκια.

«Γαμώτο! Γαμώτο!»

Αυτός σωριάζεται στην καρέκλα του και τσιμπάει την κορυφή της μύτης του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Νέγρος μπαίνει στο γραφείο.

«Τι στο διάολο έγινε με τον Λύκο; Αυτός έφυγε τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσαν χίλιοι δαίμονες»

«Στείλε κάποιον να τον ακολουθήσει. Το παιδί είναι συντετριμμένο και μπορεί να κάνει καμιά βλακεία»

«Έστειλα ήδη τον Σκύλο»

«Ωραία»

Ο Νέγρος κάθεται στην άκρη του γραφείου.

«Θες να μου πεις τι έγινε;»

«Του φώναξα. Ίσως περισσότερο απ' όσο έπρεπε»

«Γιατί;»

«Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Αυτό το παιδί είναι ξεχωριστό, αλλά με φέρνει στα όρια μου»

«Έχεις δίκιο. Μπορώ να δω αυτό που βλέπεις σ' αυτόν. Υπάρχει μια ψυχή λύκου παγιδευμένη στο ανθρώπινο σώμα του, αλλά όχι ένας οποιοδήποτε λύκος. Ο Άρης δεν μπορεί να είναι απλώς μέλος μιας αγέλης. Αυτός είναι γεννημένος ηγέτης»

«Ούτε εγώ δεν θα μπορούσα να το πω καλύτερα»

«Τέλος πάντων! Μην ανησυχείς γι' αυτόν. Ο Σκύλος δεν θα τον αφήσει να κάνει τίποτα ανόητο. Όμως είναι αργά. Εσύ πρέπει να πας σπίτι»

«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. Ευχαριστώ, Νέγρο»

Ο Βίκος μαζεύει τα πράγματά του και φεύγει από το γραφείο του. Πηγαίνει προς το αυτοκίνητό του, πατάει το κουμπί και το ξεκλειδώνει. Ανοίγει την πόρτα, αλλά την κλείνει ξανά αμέσως κάπως αγανακτισμένος.

«Ανάθεμα σε, ρε κωλόπαιδο!»

Αυτός γέρνει στο αυτοκίνητο και κοιτάζει τον ουρανό. Το φεγγάρι παλεύει με το σκοτάδι της νύχτας, αλλά για κάποιο λόγο δεν υπάρχουν αστέρια.

«Πού στο διάολο πήγαν τ' αστέρια;»

Του Βίκου πάντα του άρεσε η νύχτα. Όταν ήταν μικρός, η μητέρα του τον έλεγε Κουκουβάγια. Ακόμα και όταν ήταν μωρό, αυτός κοιμόταν όλη μέρα και έμενε ξύπνιος το βράδυ. Όταν ξεκίνησε το σχολείο, υπέφερε από το πρωινό ξύπνημα, οπότε τελείωσε μόνο το δημοτικό και μετά πήγε σε νυχτερινό. Ήταν έξυπνος και έτσι αποφοίτησε από το λύκειο στα δεκαεφτά του. Οι γονείς του ήθελαν να σπουδάσει, αλλά αυτό δεν ήταν στα σχέδια του. Για εκείνον το μέλλον ήταν προδιαγεγραμμένο. Η νύχτα.

Ξεκίνησε ως σερβιτόρος σε ένα μικρό μπαρ στην Κοκκινιά. Με την εμφάνιση και την εξυπνάδα του κατάφερε να ανέλθει πολύ γρήγορα. Αγόρασε το μπαρ και μετά ένα άλλο και ένα ακόμα και μετά αγόρασε και τα δύο μεγαλύτερα κλαμπ του Πειραιά. Μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών, ήταν ο βαρόνος της νυχτερινής ζωής. Όλοι προτιμούσαν τα μαγαζιά του γιατί δεν υπήρχαν ναρκωτικά και τα ποτά ήταν καθαρά. Και μετά ήρθαν οι «Αγγελικοί Δαίμονες».

Τώρα, στην ηλικία των Εικοσιτεσσάρων χρονών, αυτός είναι αρχηγός συμμορίας, ιδιοκτήτης έξι μπαρ, μερικών εστιατορίων, και δύο κλαμπ, "προστάτης" κοριτσιών και μπροστάρης στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών. Αυτός μισεί τα ναρκωτικά. Δεν έχει βάλει ποτέ ούτε τσιγάρο στο στόμα του. Του αρέσει το αλκοόλ, αλλά με μέτρο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτός τα έχει όλα. Νιάτα, ομορφιά, υγεία, χρήματα, δύναμη, σεβασμό από τους υφισταμένους του και φόβο από τους αντιπάλους του, αμέτρητες γυναίκες στα πόδια του και τώρα με τον Άρη, τον μικρό αδερφό που πάντα ήθελε. Αυτός τα έχει όλα, αλλά γιατί νιώθει ότι κάτι του λείπει;

Αυτός κοιτάζει το ρολόι του. Έξι παρά τέταρτο. Σε λίγο θα ξημερώσει.

«Άντε, Δράκε, ήρθε η ώρα να γυρίσεις στη σπηλιά σου»

Μπαίνει στο αυτοκίνητο, βάζει μπρος και οδηγεί μέχρι το Ψυχικό όπου βρίσκεται το σπίτι του. Θα μου πείτε, γιατί αυτός μένει τόσο μακριά από την δουλειά του; Είναι απλό. Η μικρή μονοκατοικία με τις αμυγδαλιές ήταν του συγχωρεμένου του παππού του, τον οποίο ο Βίκος λάτρευε σαν Θεό, και έτσι, όταν αυτός πέθανε και του άφησε κληρονομιά το σπίτι, ο Βίκος μετακόμισε εκεί χωρίς δεύτερη σκέψη.

~ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ~ ΑΡΓΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ ~ ΨΥΧΙΚΟ ~

Ο Βίκος ξύπνησε πριν από λίγο, έκανε ντους και τώρα απολαμβάνει τον καφέ του στην κλειστή μπροστινή βεράντα, φορώντας μονάχα το μποξεράκι του, όπως του αρέσει πάντα να κάνει. Τα πάντα είναι σιωπηλά γύρω του. Η άνοιξη είναι προ των πυλών και τα πουλιά δεν έχουν αρχίσει να τιτιβίζουν ακόμα, όμως ο ήχος του τηλεφώνου σπάει αυτή την γαλήνια σιωπή. Ο Βίκος, λίγο ενοχλημένος γιατί σιχαίνεται να τον ενοχλούν όσο πίνει τον πρώτο καφέ της «ημέρας», σηκώνει το ακουστικό. Άλλη μέρα θα το άφηνε να χτυπάει, αλλά όχι σήμερα. Κάτι μέσα του τον σπρώχνει να απαντήσει σ' αυτό το τηλεφώνημα.

«Ποιος είναι;»

Η φωνή στην άλλη άκρη του σύρματος είναι νεανική, φοβισμένη και εντελώς άγνωστη.

«Είσαι ο ... Δράκος;»

«Ποιος ρωτάει;»

«Με λένε Ορέστη. Είμαι ...»

Ο Βίκος συγκρατεί το ακουστικό στο αυτί του με τον ώμο του καθώς αρχίζει να ντύνεται.

«Ξέρω ποιος είσαι. Συμβαίνει κάτι με τον Άρη;»

«Εγώ ... Τον βρήκα στο πάτωμα. Δεν κουνιέται. Προσπάθησα να τον ξυπνήσω, αλλά ...»

Ο Βίκος παγώνει μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό του.

«Είναι νεκρός;»

Ο Ορέστης είναι τρομοκρατημένος και η φωνή του βγαίνει με δυσκολία.

«Εγώ ... Δεν ... Δεν ξέρω»

«Ελέγξτε τον σφυγμό του»

«Δεν ξέρω πώς»

«Βάλε τα δάχτυλά σου στο λαιμό του»

«Όπως στις ταινίες;»

«Ναι. Όπως στις ταινίες»

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, που στον Βίκο φάνηκαν σαν αιώνες, ο Ορέστης επιστρέφει στην γραμμή.

«Έχει σφυγμό. Τον ένιωσα»

Ο Βίκος εκπνέει ανακουφισμένος.

«Μπράβο, Ορέστη! Καλή δουλειά! Πες μου τώρα αν ξέρεις τι πήρε»

«Όχι, αλλά υπάρχει μια σύριγγα δίπλα του»

Ο Βίκος χτυπάει τον καθρέφτη που βρίσκεται μπροστά του με την γροθιά του, σπάζοντας τον εντελώς.

«Το κωλόπαιδο! Ορέστη, άκουσέ με καλά. Έρχομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ και θα στείλω και έναν γιατρό να τον βοηθήσει»

«Τι πρέπει να κάνω εγώ μέχρι τότε;»

«Γύρισέ τον στο πλάι και προσευχήσου να μην είναι πολύ αργά»

«Σε παρακαλώ, Δράκε, βιάσου! Δεν θέλω να πεθάνει»

«Κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει! Όχι όσο είμαι εγώ υπεύθυνος!»

Ο Βίκος κλείνει το τηλέφωνο χωρίς να κατεβάσει το ακουστικό, και αμέσως μετά τηλεφωνεί στον Νέγρο στο αρχηγείο, ο οποίος απαντάει μετά το πρώτο χτύπημα.

«Ναι;»

«Νέγρο ...»

«Δράκε; Ακούγεσαι πανικόβλητος. Τι συμβαίνει;»

«Πάρε τον Γιατρό και τρέξε στο σπίτι του Άρη. Τώρα!»

«Γαμώτο! Υπερβολική δόση πάλι;»

«Ίσως! Δεν ξέρω»

«Ξεκινάμε αμέσως!»

«Βιάσου, Νέγρο, και πες στον Σκύλο ότι έχει πολλές εξηγήσεις να δώσει!»

Ο Βίκος κλείνει το τηλέφωνο και τρέχει έξω στο αυτοκίνητο. Αυτός βάζει μπρος και φεύγει σπινάροντας. Η απόσταση είναι μεγάλη μέχρι το σπίτι του Άρη στην Καστέλα, αλλά ο Βίκος φτάνει σε λιγότερο από είκοσι λεπτά αφού οδηγούσε σαν μανιακός, αποφεύγοντας τα άλλα αυτοκίνητα και περνώντας τα κόκκινα φανάρια.

Όταν φτάνει έξω από την εξαώροφη πολυκατοικία, το σπίτι του Άρη είναι το ρετιρέ, φρενάρει και βγαίνει από το αμάξι, το οποίο παρατάει στο πεζοδρόμιο. Ευτυχώς η πόρτα είναι ανοιχτή και αυτός μπαίνει στο κτίριο, αλλά δεν παίρνει το ασανσέρ. Αυτός τρέχει σφαίρα στις σκάλες μέχρι τον τελευταίο όροφο, όπου βρίσκει την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή με την κλειδαριά εντελώς σπασμένη. Μπαίνει μέσα και το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι το σώμα του Άρη, γυμνό από την μέση και πάνω, ξαπλωμένο στο πλάι και δίπλα του όλα τα φρικτά σύνεργα που ο Βίκος μισεί περισσότερο κι απ' τον θάνατο. Η βελόνα, το κουτάλι, ο αναπτήρας. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ο Ορέστης, ένα συμπαθητικό δεκαεξάχρονο αγόρι με καστανά μάτια και μαλλιά, κάθεται στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια του και κοιτάζει τον φίλο του.

Ο Βίκος πλησιάζει, αλλά πριν προλάβει να πει μια λέξη, ο Νέγρος και ο Γιατρός, ένας πανύψηλος και σωματώδης άντρας με καστανά μαλλιά, μπλε έξυπνα μάτια και πολύπλοκα τατουάζ να ξεπροβάλουν από την λαιμόκοψη της μπλούζας του, εισβάλλουν απ' την πόρτα.

Ο Γιατρός τρέχει στον Άρη και γονατίζει δίπλα του. Αυτός ελέγχει γρήγορα τον σφυγμό του και μετά τις κόρες των ματιών του. Τότε, παίρνει τη χρησιμοποιημένη σύριγγα και ελέγχει ότι έχει απομείνει μέσα κάτω από το φως.

«Πλάκα μου κάνεις τώρα! Γαμημένοι πούστηδες!»

«Τι τρέχει, Γιατρέ;»

«Δώσε μου ένα λεπτό, Δράκε»

Ο Γιατρός αδειάζει την σύριγγα στη παλάμη του και μυρίζει το υγρό.

«Ανάθεμα σας!»

«Γιατρέ, μίλα επιτέλους!»

«Φαιντανύλη»

«Τι είναι αυτό;»

«Θα σου εξηγήσω αργότερα. Τώρα πρέπει να τον σώσω!»

Χωρίς να χάσει άλλο χρόνο, ο Γιατρός ανοίγει την τσάντα του και βγάζει μια νέα σύριγγα και ένα φιαλίδιο με την ένδειξη "Ναλοξόνη". Κοιτάζει το σώμα του Άρη, υπολογίζει το βάρος του με το μάτι και βγάζει δέκα μιλιγκράμ από το φιαλίδιο. Αυτός πρέπει να βάλει το αντίδοτο στο κυκλοφοριακό σύστημα του Άρη το συντομότερο δυνατό, οπότε χώνει τη βελόνα στην σφαγίτιδα φλέβα στον λαιμό του. Ο Ορέστης κλείνει τα μάτια του όταν η βελόνα βυθίζεται στο δέρμα του φίλου του και ο Βίκος αγκαλιάζει τους ώμους του. Ο Γιατρός τρίβει το σημείο που τρύπησε η βελόνα για να επισπεύσει ακόμα περισσότερο την εξάπλωση του αντιδότου.

«Έλα, ομορφιά μου! Κάνε τα μαγικά σου και σκότωσε την σκύλα!»

Ο Γιατρός ελέγχει ξανά τον σφυγμό του Άρη και μετά κάθεται στο πάτωμα και περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του.

«Και τώρα περιμένουμε. Φέρτε έναν κουβά ή κάτι τέτοιο. Αν ξυπνήσει, θα ξεράσει τ' άντερα του»

Στο άκουσμα της λέξης "αν" ο Ορέστης αναστατώνεται.

«Αν; Γιατί αν; Υπάρχει περίπτωση να μην ξυπνήσει;»

Ο Γιατρός κοιτάζει τον Βίκο και αυτός σπεύδει να καθησυχάσει το αγόρι.

«Χαλάρωσε, πιτσιρίκο. Αυτός θα ξυπνήσει. Δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν λύκο. Πήγαινε τώρα να πιεις λίγο νερό και να φέρεις τον κουβά που ζήτησε ο Γιατρός»

Ο Ορέστης, με τα μάτια του καρφωμένα στον Άρη, σηκώνεται και σέρνει τα βήματα του μέχρι την κουζίνα. Ο Βίκος, όταν αυτοί μένουν μόνοι, απευθύνεται στον Γιατρό.

«Και τώρα, Γιατρέ, μίλα!»

«Δράκε, έχουμε μεγάλο πρόβλημα!»


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top