Αποχαιρετισμοί

Έφτασε λοιπόν η μεγάλη μέρα. Απόψε το βράδυ ο Βίκος θα συναντήσει για πρώτη φορά τη γυναίκα της ζωής του, την Θαλασσινή. Αυτός τα έχει σχεδιάσει όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Βρήκε τον άντρα που θα επιχειρήσει να επιτεθεί στην Θαλασσινή. Έχει βρει τον τόπο, τον τρόπο και τον χρόνο της επίθεσης. Αυτός έχει βρει ακόμη και τα ρούχα που θα φορέσει. Η παράσταση θα λάβει χώρα τα μεσάνυχτα.

Για να δούμε πώς θα πάει αυτή η μέρα, μετά που ο Βίκος ξύπνησε και βρήκε το σημείωμα της Βαλέριας.

~ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ~ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ~

Λίγο πριν το μεσημέρι, αυτός κάθεται στο γραφείο του και κοιτάζει κάποια χαρτιά όταν ο Νέγρος ανοίγει την πόρτα και χώνει το κεφάλι του μέσα.

«Δράκε, με ζήτησες;»

«Ναι, Νέγρο. Έλα μέσα»

Ο Νέγρος μπαίνει στο δωμάτιο και πλησιάζει το γραφείο.

«Είμαι όλος αυτιά!»

Ο Βίκος μαζεύει τα χαρτιά και τα δίνει στον Νέγρο.

«Πάρε αυτά»

«Τι είναι;»

«Τα χαρτιά με τα οποία σου παραδίδω τη συμμορία και το αρχηγείο. Ισχύουν από απόψε τα μεσάνυχτα. Σε λίγες ώρες θα είσαι και επίσημα ο αρχηγός εδώ και όλοι θα σε υπακούν»

«Δράκε ...»

«Όχι, σε παρακαλώ! Το έχουμε ξεπεράσει αυτό! Όλα εδώ μέσα είναι δικά σου»

«Και εσύ τι κάνεις; Πως θα ζήσεις;»

«Κράτησα τα εστιατόρια και τις καφετέριες. Επίσης, εσύ θα καταθέτεις το 20% των κερδών από τα μπαρ στον τραπεζικό μου λογαριασμό κάθε χρόνο. Τα υπόλοιπα είναι δικά σου»

«Είναι πάρα πολλά, Βίκο, και εσύ δούλεψες σκληρά. Δεν είναι δίκαιο»

«Και εσύ δούλεψες. Μαζί τα φτιάξαμε όλα. Εγώ και εσύ!»

«Δεν ξέρω τι να πω. Ευχαριστώ!»

«Μην το κάνεις αυτό! Απλά κάνε αυτό που ζήτησες κι εσύ από μένα. Μην με ξεχάσεις»

«Δεν υπάρχει περίπτωση, φίλε. Ποτέ!»

«Όμως τώρα λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω»

«Ναι. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα, αλλά δεν είναι λίγο νωρίς;»

«Πρέπει να πάω κάπου πρώτα»

«Μπορώ να μάθω που;»

«Αν ρίξεις μια ματιά στην τελευταία σελίδα του συμβολαίου, θα τα μάθεις όλα»

Ο Νέγρος ανοίγει το συμβόλαιο στην τελευταία σελίδα και διαβάζει.

«Μάλιστα»

«Θα το κάνεις;»

«Με όλη μου την καρδιά, αλλά αν αυτό το κάθαρμα τολμήσει να με πει μπαμπάκα, θα τον λιώσω»

Ο Βίκος ξεσπάει σε γέλια.

«Καλό!»

«Θα επιστρέψεις εδώ πριν ... ;»

«Όχι. Δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ εδώ»

«Είπες αντίο στους άλλους;»

«Ναι, και ήταν πολύ δύσκολο για μένα»

«Τότε δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε»

«Ναι, και αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο»

Οι δύο άντρες αγκαλιάζονται.

«Νέγρο, σ' ευχαριστώ που ήσουν δίπλα μου όλα αυτά τα χρόνια»

«Ελπίζω να βρεις την ευτυχία που σου αξίζει, Δράκε, και ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα ξαναβρεθούμε»

«Αντίο, αδερφέ»

«Αντίο, αδερφέ»

Και κάπως έτσι, ο Βίκος αφήνει πίσω του το αρχηγείο των Αγγελικών Δαιμόνων, μαζί με όλη του την προηγούμενη ζωή. Αυτός μπαίνει στο αμάξι του και οδηγεί μέχρι την Γρηγορίου Λαμπράκη, στο Κερατσίνι, στην αντιπροσωπεία της Yamaha που άνοιξε ο Άρης, με την βοήθεια του φυσικά.

Αυτός παρκάρει το αυτοκίνητο και μπαίνει στο μαγαζί. Το βλέμμα του περιπλανιέται για λίγο στις αστραφτερές μηχανές όλων των ειδών, Street, Cross, Touring και Roadster, που είναι παραταγμένες σε απόλυτη αρμονία ενώ λίγο πιο πέρα, στον τομέα με τα αξεσουάρ και τα είδη μηχανής, κράνοι, μπουφάν και βαλίτσες περιμένουν τους μελλοντικούς αγοραστές.

Στην άλλη μεριά υπάρχει ένα πολυτελέστατο γυάλινο γραφείο και πίσω απ' αυτό, ο Βίκος βλέπει κάτι που τον κάνει πραγματικά χαρούμενο. Ο Άρης, πλήρως αφοσιωμένος στη δουλειά του, κάθεται στην δερμάτινη καρέκλα και είναι απασχολημένος με χαρτιά και τιμολόγια. Ο Βίκος σταυρώνει τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και χαμογελάει.

«Ε, λοιπόν, ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζούσα τόσο πολύ για να το δω αυτό. Ένας λύκος να δουλεύει τόσο σκληρά»

Ο Άρης σηκώνει το κεφάλι του και ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει το όμορφο πρόσωπό του όταν βλέπει τον Βίκο.

«Βίκο! Ήρθες!»

Αυτός πηδάει πάνω απ' το γραφείο και τρέχει στον Βίκο, ο οποίος τον αγκαλιάζει.

«Φυσικά, ήρθα! Δεν θα το έχανα με τίποτα στον κόσμο!»

«Λοιπόν; Σου αρέσει;»

«Πάρα πολύ, αν και μισώ όλα τα είδη μηχανών. Παρόλα αυτά, έκανες πολύ καλή δουλειά! Μπράβο, Λύκε!»

«Είσαι περήφανος για μένα τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Πάντα ήμουν, ηλίθιε! Απλά δεν σου το έλεγα για να μην το πάρεις πάνω σου»

«Σ' ευχαριστώ, Δράκε, για όλα. Αν δεν ήσουν εσύ ...»

«Σταμάτα!»

«Εντάξει. Πες μου όμως, βιάζεσαι; Θέλεις έναν καφέ ή κάτι άλλο;»

«Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω. Δεν έχω πολύ χρόνο. Ήρθα απλά για να σου δώσω αυτό»

Ο Βίκος βγάζει από την εσωτερική του τσέπη μια δέσμη χαρτιών και τα δίνει στον Άρη.

«Τι είναι όλα αυτά τα χαρτιά;»

«Συμβόλαιο στο όνομά σου»

«Συμβόλαιο για ποιο πράγμα;»

«Για το Dragon's Den»

«Το κλαμπ;»

«Ναι»

«Δεν καταλαβαίνω»

«Όπως βλέπεις, του άλλαξα όνομα. Τώρα λέγεται "The Lair" και είναι δικό σου, με την προϋπόθεση ότι θα μείνεις μακριά από ύποπτες δουλειές! Ο Νέγρος, σαν κηδεμόνας σου ...»

«Περίμενε! Περίμενε! Τι; Ο Νέγρος είναι ο κηδεμόνας μου; Σοβαρά τώρα;»

«Εσύ χρειάζεσαι έναν, μέχρι να ενηλικιωθείς και ο Νέγρος είναι η καλύτερη επιλογή»

«Εσύ είσαι η καλύτερη επιλογή»

«Σε παρακαλώ, ρε Άρη!»

«Καλά. Καλά. Εντάξει. Πρέπει να τον φωνάζω μπαμπά;»

Ο Βίκος αρχίζει να γελάει.

«Δεν θα στο συνιστούσα αυτό»

«Εντάξει»

«Όπως έλεγα πριν με διακόψεις, ο Νέγρος είναι πρόθυμος να αναλάβει την προστασία και να σε βοηθήσει με οτιδήποτε χρειαστείς, αρκεί να είναι νόμιμο. Και φυσικά, θα μείνεις μακριά απ' τα ναρκωτικά»

Ο Άρης διαβάζει τα χαρτιά, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του.

«Βίκο, αυτό είναι ... Δεν ξέρω ... Δεν ξέρω τι να πω. Γιατί το έκανες αυτό;»

«Ήθελα να σου κάνω ένα δώρο αποχωρισμού»

«Αυτό δεν είναι απλώς ένα δώρο. Είναι μια ολόκληρη περιουσία. Δεν μπορώ να το δεχτώ. Έχεις ήδη κάνει τόσα πολλά για μένα»

«Μην αρχίζεις. Σου είπα ότι δεν έχω πολύ χρόνο. Θα γίνει αυτό που λέω, πάει και τελείωσε!»

«Μα ...»

«Σκάσε!»

«Εντάξει»

«Λοιπόν ... Πρέπει να φύγω»

«Θα σε ξαναδώ ποτέ;»

«Μπορείς να είσαι σίγουρος γι' αυτό»

Ο Άρης αγκαλιάζει τον Βίκο.

«Τα λέμε τότε»

«Τα λέμε, Αρούλη, και μείνε μακριά από μπελάδες!»

Και έτσι, για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, ο Βίκος φεύγει, αφήνοντας πίσω του άλλο ένα κομμάτι από την παλιά του ζωή. Ένα αγαπημένο κομμάτι που τον κοιτάζει καθώς φεύγει προσπαθώντας να μην κλάψει.

~ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ~ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΕΝΤΕΚΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ~ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ ~

~ ΨΥΧΙΚΟ ~

Ο Βίκος είναι στο μπάνιο και κάνει ντους και στο σαλόνι του υπάρχει ένα φίδι που κάθεται στον καναπέ του με τα πόδια του στο τραπεζάκι του καφέ. Το Φίδι, όπως θα καταλάβατε, είναι άνθρωπος, ένας από τους άντρες της συμμορίας. Είναι Ασιάτης και το όνομα του είναι Tedan Wang, αλλά όλοι τον φωνάζουν Φίδι εξαιτίας του τατουάζ που έχει στο χέρι. Αυτός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Οι γονείς του έχουν ένα μεγάλο μαγαζί με ρούχα και διάφορα άλλα από την πατρίδα τους, αλλά ο Tedan δεν γούσταρε το όλο σκηνικό με το εμπόριο και έτσι εισχώρησε στους Αγγελικούς Δαίμονες. Το πόστο του έχει σχέση με την προστασία των κοριτσιών που δουλεύουν στα μπαρ, αφού αυτός είναι πρωταθλητής στο Καράτε και στο Κουνγκ Φου. Ίσως γι' αυτό τον επέλεξε ο Βίκος για το αποψινό κόλπο. Ο Βίκος που αυτή τη στιγμή βγαίνει από το μπάνιο και βλέπει το Φίδι αραχτό στον καναπέ του.

«Σαν το σπίτι σου, μαλάκα»

«Ευχαριστώ, αφεντικό»

Ο Βίκος γυρίζει τα μάτια του.

«Είσαι έτοιμος γι' απόψε;»

«Φυσικά»

«Πες μου ξανά τι πρέπει να κάνεις»

«Έλα τώρα, αφεντικό! Σου είπα ότι μπορώ να το κάνω. Μην ανησυχείς!»

«Πρόσεχε καλά! Αν αγγίξεις έστω και μια τρίχα απ' το κεφάλι της, θα το μετανιώσεις. Θα σε κάνω να το μετανιώσεις!»

«Δεν θα την αγγίξω καν. Είμαι καλλιτέχνης και ξέρω ακριβώς πώς να το κάνω»

«Και όσο για τον Φορκ, μην τον χτυπήσεις πολύ δυνατά. Ένα καλό σπρώξιμο είναι αρκετό»

«Είναι μιλημένος, έτσι δεν είναι;»

«Εννοείτε»

«Εντάξει, αλλά κάτι με ενοχλεί»

«Τι;»

«Το ότι πρέπει να σε χτυπήσω. Πως θα το κάνω; Είσαι ο αρχηγός μου»

«Α, όχι! Απόψε, θα ξεχάσεις ποιος είμαι. Αν δεν με χτυπήσεις την γαμήσαμε»

«Και πρέπει να σε χτυπήσω στην μύτη;»

«Ναι! Πρέπει να αιμορραγήσω. Αυτό είναι το κλειδί για όλα. Το πασπαρτού που χρειάζομαι»

«Πού θέλεις να μπεις, αφεντικό;»

«Για αρχή, στο δωμάτιό της»

«Και μετά;»

«Στην καρδιά της»

Το Φίδι ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του.

«Αν θέλεις να είσαι στην ώρα σου, πρέπει να πας να ντυθείς»

«Ναι, θα πάω, αλλά αν τολμήσεις να γελάσεις, θα σου κόψω τ' αρχίδια και θα στα χώσω βαθιά στον κώλο σου. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι, αφεντικό! Στην προσκοπική μου τιμή!»

«Δεν είσαι πρόσκοπος, ηλίθιε. Πουλάς προστασία σε πουτάνες»

«Αυτό είναι άσχετο!»

«Είσαι πολύ γελοίος!»

Ο Βίκος πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα του και επιστρέφει στο σαλόνι λίγα λεπτά αργότερα, ντυμένος λίγο διαφορετικά από ότι συνήθως. Αυτός φοράει ένα υφασμάτινο καφέ παντελόνι, ένα μπλε σκούρο ζιβάγκο κασμιρένιο πουλόβερ, ένα μακρύ καφέ παλτό και ψεύτικα γυαλιά μυωπίας. Τα πόδια του ντύνουν ένα ζευγάρι δερμάτινα μποτάκια μέχρι στον αστράγαλο και στα χέρια του κρατάει έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα.

Έχοντας συνηθίσει να βλέπει το αφεντικό του ντυμένο με τζιν και πουκάμισα, το πρώτο πράγμα που κάνει το Φίδι είναι να αρχίσει να γελάει δυνατά.

«Πρώτη φορά βλέπω έναν δράκο να φοράει ζιβάγκο πουλόβερ και να κρατάει χαρτοφύλακα»

Ο Βίκος δείχνει τα δόντια του.

«Σκάσε, μαλάκα, και πες μου αν μοιάζω με έναν αξιοπρεπή επιχειρηματία σε μια απλή βόλτα στο πάρκο»

«Βασικά, μοιάζεις με αγάμητο σπασίκλα στο πρώτο του ραντεβού»

«Αλήθεια; Τέλεια! Από ό,τι φαίνεται, έκανα καλή δουλειά. Ο σπασίκλας που γίνεται ήρωας για μια γυναίκα»

«Σοβαρά τώρα, έτσι θα βγεις;»

«Βασικά, έτσι θα βγω μαζί σου. Έλα, κουνήσου! Πρέπει να φύγουμε. Ο Φορκ θα βγάλει την Θαλασσινή τα μεσάνυχτα»

«Εντάξει, αλλά θα μείνω μερικά βήματα πίσω. Θα καταστρέψω την φήμη μου αν με δουν μαζί σου έτσι όπως είσαι ντυμένος»

«Πες μου ξανά γιατί σε διάλεξα για τη δουλειά;»

«Γιατί είμαι ο καλύτερος, αφεντικό»

«Σταμάτα να με λες αφεντικό. Σε λιγότερο από μία ώρα, ο Νέγρος θα είναι το αφεντικό σου»

«Μη μου το θυμίζεις αυτό»

«Γιατί; Ο Νέγρος είναι η καλύτερη επιλογή»

«Ναι, εντάξει, είναι φοβερός, αλλά ...»

«Αλλά τι;»

«Δεν είναι εσύ!»

«Έλα, Φίδι. Αργήσαμε!»

Οι δύο άνδρες φεύγουν από το διαμέρισμα, μπαίνουν στην Lamborghini του Βίκου και ξεκινάνε για το κέντρο της Αθήνας.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top