Αποφάσεις ... Αποφάσεις ... Αποφάσεις
Λίγες μέρες μετά, ο Άρης έχει αναρρώσει πλήρως και τώρα προσπαθεί να πείσει τον Βίκο να τον αφήσει να μπει στη συμμορία. Ο Ορέστης έχει ήδη μετακομίσει στο σπίτι του και απολαμβάνει τα προνόμια αυτής της συγκατοίκησης, στο περίπου δηλαδή. Το πως και το γιατί θα τα δούμε αργότερα.
Ο Βίκος εντωμεταξύ κάθεται στα καρφιά. Μετά τις αποκαλύψεις του Λουίτζι για τη Μαύρη Ανεμώνη, αυτός έβγαλε σχεδόν ολόκληρη τη συμμορία στους δρόμους. Έδωσε εντολή στους ανιχνευτές του να μάθουν ό,τι μπορούν για αυτή τη γυναίκα και στους κατασκόπους του να διαδώσουν παντού ότι ο Δράκος θέλει να την συναντήσει. Τώρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να περιμένει, και αυτός μισεί να περιμένει.
Για να ξεχαστεί λίγο, αυτός επιστρατεύει την Βαλέρια, μια σερβιτόρα σε ένα από τα μπαρ του. Ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν, αυτή είναι η αγαπημένη του. Πέρα από τους προφανείς λόγους, τα μακριά ξανθά μαλλιά, τα μεγάλα μπλε μάτια, το μεγάλο φυσικό στήθος και τον απίστευτα σέξι πισινό, αυτός την προτιμάει και λόγω της ευφυΐας της. Αυτή δεν είναι ο συνηθισμένος τύπος ξανθιάς bimbo με το ανύπαρκτο IQ. Είναι έξυπνη και εύστροφη. Παίζει σκάκι και ακούει κλασσική μουσική. Αυτή έχει ακόμα και πτυχίο φιλολογίας.
~ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ~ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ~ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ ~
Ο Βίκος κάθεται στην καρέκλα του και έχει στα πόδια του την Βαλέρια, η οποία του ανακατεύει τα μαλλιά, γουργουρίζοντας σαν γάτα.
«Έλα, Βίκο μου, δώσε μου λίγη σημασία. Έχουμε δύο ολόκληρες μέρες να το κάνουμε. Μου έχεις λείψει τόσο πολύ»
Ο Βίκος βγάζει τα μαλλιά που πέφτουν στα μάτια της.
«Και μένα μου έχεις λείψει, αλλά δεν έχω κέφι τώρα. Έχω πολλά στο κεφάλι μου»
«Τότε άσε με να σε χαλαρώσω λίγο. Μπορώ να γίνω πολύ καλός περισπασμός»
«Αυτή τη στιγμή είσαι ένα σπυρί στον κώλο μου»
«Για έναν κώλο σαν τον δικό σου, μπορώ να γίνω ό,τι θέλεις»
Ο Βίκος ξεσπάει σε γέλια.
«Αργότερα. Στο υπόσχομαι»
Ο Νέγρος μπαίνει στο γραφείο λαχανιασμένος και τους διακόπτει.
«Δράκε, έχω νέα για την γκόμενα!»
«Επιτέλους!»
Ο Βίκος σπρώχνει απαλά την Βαλέρια.
«Άσε μας μόνους, μωρό μου»
«Να μείνω ή να φύγω;»
«Μείνε»
Η Βαλέρια ισιώνει τη μικροσκοπική της τζιν φούστα και φεύγει από το γραφείο, κουνώντας αισθησιακά τους γοφούς της. Ο Νέγρος χαμογελάει στραβά.
«Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη που σας διέκοψα;»
«Βασικά, εγώ πρέπει να σ' ευχαριστήσω για τη διάσωση. Αυτό το λιονταράκι ήταν έτοιμο να με καταβροχθίσει. Τέλος πάντων! Γάμα την Βαλέρια και πες μου τι έμαθες»
Ο Νέγρος κάθεται στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο, αλλά πριν πει ούτε μια λέξη, η Βαλέρια εισβάλλει ξανά στο γραφείο κρατώντας ένα μικρό κουτί στα χέρια της. Ο Βίκος την αγριοκοιτάζει.
«Τι στο διάολο, Βαλέρια;»
«Συγγνώμη, Δράκε, αλλά αυτό ήρθε για σένα και σκέφτηκα να σου το φέρω»
Αυτή του δίνει το κουτί και εκείνος το εξετάζει για λίγο. Αυτό είναι ένα μικρό, μαύρο κουτί, δεμένο με έναν επίσης μαύρο σατέν φιόγκο.
«Τι στο διάολο είναι αυτό; Ποιος το έφερε;»
«Ένα αγοράκι, γύρω στα δέκα. Είπε ότι μια γυναίκα του έδωσε πέντε χιλιάδες για να το παραδώσει στα χέρια του Δράκου. Ο Sammy μου είπε να μην σε ενοχλήσω, αλλά εσύ μου είπες γι' αυτή τη γυναίκα που ψάχνεις και σκέφτηκα ότι μπορεί να είναι απ' αυτήν»
«Αν έχεις δίκιο, μωρό μου, εμείς οι δύο θα περάσουμε υπέροχα απόψε!»
«Άντε, άνοιξέ το!»
Ο Βίκος λύνει τον σατέν φιόγκο, ανοίγει το κουτί και βγάζει από μέσα ένα ψεύτικο μαύρο λουλούδι. Ο Νέγρος κοιτάζει με απορία.
«Τι είναι αυτό;»
Η Βαλέρια παίρνει το λουλούδι στο χέρι της.
«Είναι ανεμώνη. Μια μαύρη ανεμώνη»
«Αυτή είναι. Το κάθαρμα ο Λουίτζι είχε δίκιο. Αυτή σε βρίσκει, όχι το αντίθετο. Υπάρχει κάτι άλλο εκεί μέσα;»
Ο Βίκος κοιτάζει ξανά μέσα στο κουτί.
«Ένα σημείωμα»
«Τι περιμένεις; Διάβασέ το»
Όταν ο Βίκος παίρνει το λεπτό, λευκό χαρτί στο χέρι του, ένα ντελικάτο άρωμα ξεχύνεται στο χώρο.
«Σας μυρίζει κάτι;»
Η Βαλέρια τινάζει νευρικά τα μαλλιά της.
«Είναι το άρωμα των ανεμώνων. Αναδύεται απ' το χαρτί»
«Αυτή η σκύλα είναι καλή»
Ο Βίκος διαβάζει το σημείωμα με τα καλλιγραφικά γράμματα γραμμένα σίγουρα με πένα.
"Θα σε περιμένω απόψε τα μεσάνυχτα ανάμεσα στις ανεμώνες. Έλα μόνος"
«Ανάμεσα στις ανεμώνες; Τι στο διάολο είναι αυτό;»
«Πρέπει να είναι ένα μέρος. Ίσως ένα ξενοδοχείο;»
«Πρέπει να το βρούμε γρήγορα. Στείλε τους άντρες ...»
Η Βαλέρια σκουντάει τον ώμο του Βίκου.
«Εεεε ... Βίκο ...;»
«Τι;»
«Νομίζω ότι ξέρω πού είναι αυτό το μέρος»
«Λέγε»
«Υπάρχει ένα θερμοκήπιο με ανεμώνες στην Κηφισιά, πίσω από το άλσος. Αυτό προμηθεύει όλα τα ανθοπωλεία στην Αττική. Είναι το μόνο μέρος στην πόλη με αυτά τα ιδιαίτερα λουλούδια»
«Και πώς το ξέρεις εσύ αυτό;»
Η Βαλέρια χαμηλώνει το κεφάλι της κάπως αμήχανα. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
«Ανήκει στον πατέρα μου. Εκεί μεγάλωσα, μέχρι που έχασα την μητέρα μου. Τότε, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η γυναίκα του δεν με ήθελε. Αυτή είχε δύο κόρες από προηγούμενο γάμο και ...»
Η Βαλέρια ξεσπάει σε κλάματα και ο Βίκος την παίρνει στην αγκαλιά του και της χαϊδεύει το μάγουλο.
«Ηρέμησε, μωρό μου. Τέλειωσε τώρα. Πήγαινε έξω τώρα για να μιλήσω με τον Νέγρο και θα σε δω αργότερα»
Η Βαλέρια ψιθυρίζει ένα ευχαριστώ και αφήνει τους δύο άντρες μόνους. Ο Βίκος κάθεται στο γραφείο του και περνάει τα χέρια του μέσα απ' τα μαλλιά του. Ο Νέγρος κάθεται ξανά στην καρέκλα.
«Τι θα κάνεις, Βίκο;»
«Θα πάω. Τι άλλο;»
«Μόνος σου;»
«Ναι»
«Δεν μ' αρέσει αυτό»
«Δεν έχω άλλη επιλογή, Νέγρο. Πρέπει να παίξω το παιχνίδι της για να κερδίσω την εμπιστοσύνη της. Μόνο έτσι θα μπορέσω να την καταστρέψω οριστικά»
«Τουλάχιστον άσε με να περιμένω κάπου εκεί κοντά»
«Θα δούμε. Πες μου τώρα τι έμαθες γι' αυτή»
«Ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό μαφιόζο, έμπορο ναρκωτικών και ζούσε στην Σικελία. Αυτός σκοτώθηκε σε μια επιδρομή της αστυνομίας και εκείνη ανέλαβε τη διεύθυνση της επιχείρησης του»
«Γιατί ήρθε εδώ;»
«Αναγκάστηκε. Έβγαλε μία μεγάλη ποσότητα νοθευμένης ηρωίνης στην αγορά και το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος πολλών ανθρώπων. Η αστυνομία άρχισε να ψάχνει και οι άλλοι έμποροι την ανάγκασαν να φύγει»
«Μάλιστα»
«Υπάρχει και κάτι άλλο»
«Τι;»
«Η κυρία έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Της αρέσουν οι νεαροί άνδρες»
«Νεαροί σαν εμάς;»
«Φοβάμαι ότι είμαστε πολύ μεγάλοι γι' αυτήν»
«Πες μου τώρα ότι είναι και παιδόφιλη να την σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια»
«Όχι, ακριβώς. Προτιμάει τους εραστές της μεταξύ δεκαπέντε και δεκαοχτώ»
«Φίλε μου, μεταξύ δεκαπέντε και δεκαοχτώ δεν μπορεί κάποιος να είναι εραστής. Είναι απλά κόκορας. Πηδάει πολύ, αλλά κρατάει λίγο»
«Ναι, σωστά! Ότι πεις, γκουρού του σεξ!»
«Τώρα που το λες, πήγαινε και πες στην Βαλέρια να έρθει. Πρέπει να χαλαρώσω. Χρειάζομαι καθαρό μυαλό όταν συναντήσω τη Μαύρη Ανεμώνη»
«Χρειάζεσαι κάτι άλλο;»
Ο Βίκος ανοίγει το συρτάρι και τσεκάρει το απόθεμα των προφυλακτικών που κρατάει εκεί μέσα.
«Όχι. Το μόνο πράγμα που χρειάζομαι, το έχω πάντα μαζί μου»
«Ναι, στο βρακί σου»
«Εξαφανίσου, ρε!»
Ο Νέγρος βγαίνει απ' το γραφείο, γελώντας και μετά από λίγα λεπτά, η Βαλέρια μπαίνει μέσα.
«Με ζήτησες, αφεντικό;»
«Κλείδωσε την πόρτα»
~ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ~ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΑΡΗ ~ ΚΑΣΤΕΛΑ ~
Ο Άρης στέκεται μπροστά στο παράθυρο και χαζεύει την θάλασσα. Αυτός φοράει μονάχα ένα μπλε σλιπάκι και έχει τα μαλλιά του πιασμένα σε ένα ατημέλητο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού του. Στο χέρι του κρατάει ένα φραπέ και ρουφάει μικρές γουλιές, παίζοντας με το καλαμάκι. Ο Ορέστης βγαίνει απ' το δωμάτιο του, κρατώντας την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή που του έκανε δώρο ο Άρης στα γενέθλια του, και αρχίζει να τον φωτογραφίζει. Το φλας τραβάει την προσοχή του.
«Τι κάνεις;»
«Μην τολμήσεις ούτε να βλεφαρίσεις!»
«Ορίστε;»
«Μείνε ακίνητος! Ω, Θεέ μου! Είσαι η απόλαυση του φωτογράφου!»
Ο Ορέστης πατάει συνεχώς το κουμπί και η λάμψεις φωτίζουν το δωμάτιο.
«Έχεις τρελαθεί; Είμαι σχεδόν ξεβράκωτος»
«Και λοιπόν; Από πότε ντρέπεσαι;»
«Δεν ντρέπομαι»
«Τότε τι;»
«Τίποτα. Απλά σκεφτόμουν»
«Με τι; Η σκέψη προϋποθέτει μυαλό»
«Πολύ αστείο, μαλάκα!»
«Ήταν, αλλά τέλος πάντων! Πες μου τι σε προβληματίζει»
«Το μέλλον»
«Πιο συγκεκριμένα;»
«Πρέπει να αποφασίσω τι θέλω να κάνω στη ζωή μου»
«Καιρός ήταν!»
«Το θέμα είναι ότι δεν έχω ιδέα τι θέλω να κάνω. Δυστυχώς, δεν είμαι σαν εσένα»
«Θέλεις να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση;»
«Ναι»
«Κάτσε κάτω»
Ο Άρης αφήνει το ποτήρι του στο τραπεζάκι και κάθεται στην πολυθρόνα. Αυτός λύνει το κοτσάκι και ανακατεύει τα μαλλιά του με τα χέρια του, μια κίνηση που ο Ορέστης δεν μπορεί ν' αφήσει ανεκμετάλλευτη και αρχίζει ξανά να τον φωτογραφίζει.
«Έτσι συζητάς σοβαρά εσύ;»
«Συγγνώμη. Δεν το ελέγχω»
«Βάλε αυτό το πράγμα κάτω!»
Ο Ορέστης αφήνει την φωτογραφική μηχανή στο τραπεζάκι και κάθεται απέναντι από τον Άρη.
«Λοιπόν, είπες ότι δεν έχεις ιδέα τι θέλεις να κάνεις»
«Ναι»
«Για να προχωρήσουμε, πρέπει πρώτα να αποκλείσουμε αυτό που δεν θέλεις να κάνεις»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι προφανώς δεν θέλεις να περάσεις τη ζωή σου πίσω από ένα γραφείο»
«Θεέ μου, ΟΧΙ!»
«Εντάξει. Κάναμε το πρώτο βήμα. Όχι δουλειά γραφείου και όχι διάβασμα»
«Ναι»
«Τότε κάνε αυτό που έκανα εγώ. Κάνε το πάθος σου επάγγελμα. Σκέψου τι σ' αρέσει περισσότερο να κάνεις και κάνε το επαγγελματικά. Και πριν πεις αυτό που σκέφτεσαι, όχι, δεν μιλάω για το σεξ»
«Πώς το ...; Ξέχνα το!»
«Τι σου αρέσει περισσότερο λοιπόν;»
«Μου αρέσει να μαγειρεύω, να τραγουδάω και να καβαλάω την μηχανή μου»
«Αυτό είναι!»
«Ποιο;»
«Η μηχανή σου. Αυτό θα κάνεις. Κάτι που έχει να κάνει με μηχανές»
«Δεν είναι κακή ιδέα»
«Βασικά, είναι τέλεια ιδέα. Θα συνδυάσεις το πάθος σου για της μηχανές με το εξαιρετικό ταλέντο που έχεις να πείθεις τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που θέλεις. Θα ανοίξεις μία αντιπροσωπεία»
Τα μπλε μάτια του Άρη φωτίζονται.
«Μία αντιπροσωπεία της Yamaha»
«Το βλέμμα σου μου λέει ότι σ' αρέσει η ιδέα»
«Ναι. Ναι. Μ' αρέσει πολύ, αλλά μπορώ να το κάνω; Δηλαδή, είμαι ακόμα ανήλικος, μπορώ ν' ανοίξω μαγαζί μόνος μου;»
«Ο Δράκος μπορεί να σε βοηθήσει σ' αυτό. Θα σου βρει μια λύση μέχρι να γίνεις δεκαοχτώ»
«Ναι, αλλά εγώ μπορώ να το κάνω;»
«Είμαι σίγουρος. Μπορείς να κάνεις τα πάντα. Γιατί όχι κι αυτό;»
«Μου δίνεις περισσότερα εύσημα απ' όσα πραγματικά αξίζω»
«Διαφωνώ»
«Δεν ξέρω πώς να σ' ευχαριστήσω»
«Ξέρω εγώ. Ξάπλωσε μπρούμυτα στο πάτωμα, στηρίξου στους αγκώνες σου και κοίτα με σαν να προσπαθείς να με αποπλανήσεις»
«Το ήξερα, γαμώτο! Με γουστάρεις!»
«Ναι. Ναι. Καίγομαι για σένα! Πέσε κάτω τώρα!»
«Πότε θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο;»
«Όταν κερδίσω τον διαγωνισμό»
«Θαυμάζω την αυτοπεποίθηση σου»
«Αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου μέσα απ' τα μάτια μου, θα είχες κι εσύ τέτοια αυτοπεποίθηση»
Ο Άρης παίρνει τη πόζα που ζήτησε ο Ορέστης, ο οποίος πιάνει την φωτογραφική του μηχανή και ξαπλώνει μπροστά του, ώστε ο φακός να είναι στο ίδιο επίπεδο με τα μάτια του.
«Είμαι καλά έτσι;»
«Ναι. Ναι. Ναι»
«Και τώρα τι;»
«Τώρα κοίτα με σαν να είμαι η γυναίκα της ζωής σου»
Τα μπλε, σαν τον ωκεανό, μάτια του Άρη στραφταλίζουν για λίγο και το βλέμμα του γεμίζει αγάπη και σαγήνη. Ο Ορέστης τραβάει αμέτρητες φωτογραφίες από διαφορετικές γωνίες. Όταν τελειώνει, σηκώνεται στα γόνατα και ο Άρης τον μιμείται.
«Λοιπόν;»
«Λοιπόν, ως άντρας, πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι βλέπουν οι γυναίκες σε σένα και τρέχουν πίσω σου, αλλά ως καλλιτέχνης ...»
«Ως καλλιτέχνης τι;»
«Είμαι απόλυτα και αμετάκλητα ερωτευμένος μαζί σου! Είμαι ο Σαλβαντόρ Νταλί και είσαι η Γκαλά μου. Είμαι ο Λεονάρντο Νταβίντσι και είσαι η Μόνα Λίζα μου»
«Ουάου! Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις λίγο;»
«Όχι. Καθόλου!»
«Ελπίζω πραγματικά να μην σ' απογοητεύσω»
«Δεν πρόκειται»
«Θα δούμε!»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top