Αγγελικοί Δαίμονες
~ ΜΑΡΤΙΟΣ 1991 ~
Είμαστε στην Δραπετσώνα, στις παλιές αποθήκες του λιμανιού, πίσω από το φουγάρο στην περιοχή των Λιπασμάτων. Εκεί βρίσκεται το αρχηγείο των Αγγελικών Δαιμόνων, της συμμορίας που ελέγχει σχεδόν όλες τις γειτονιές του Πειραιά. Μανιάτικά, Άγιος Νείλος, Καμίνια, Κοπή, Καστέλα, Προφήτης Ηλίας, Ρετσίνα, Τρούμπα, Φρεαττύδα και Χατζηκυριάκειο. Το αρχηγείο είναι μια από τις αποθήκες που έχει μετατραπεί σε μπαρ, το οποίο φυσικά είναι βιτρίνα.
Όταν όμως λέω ελέγχουν δεν το εννοώ με την κακή έννοια. Αυτοί δεν τρομοκρατούν, αλλά προστατεύουν τις γειτονιές από τα ναρκωτικά και τις ληστείες. Βοηθούν άτομα που έχουν ανάγκη και φροντίζουν ορφανά παιδιά ή παιδιά που έχουν παραστρατήσει. Με λίγα λόγια, αυτοί είναι κακά παιδιά που κάνουν καλές πράξεις, κάτι σαν δαιμονικοί πρόσκοποι. Αλλά φυσικά, δεν είναι όλα ρομαντικά και μαγικά.
Ο αρχηγός τους ο Βίκος, γνωστός και ως «Δράκος», κάθεται στο γραφείο του στο πίσω μέρος της αποθήκης. Αυτός είναι ένας πολύ γοητευτικός άντρας, με όμορφα πράσινα μάτια και καστανόξανθα μαλλιά. Το δωμάτιο είναι κάπως σκοτεινό, τόσο όσο να θυμίζει νύχτα, έτσι όπως του αρέσει. Το μόνο φως προέρχεται από δύο λάμπες φθορίου στο ταβάνι και ένα χειροποίητο φωτιστικό με την μορφή ενός δράκου που ξερνάει φωτιά και είναι φτιαγμένο από φυσητό γυαλί. Το γραφείο του είναι φτιαγμένο από ξύλο στο χρώμα του έβενου ενώ η καρέκλα με τις ρόδες από γκρίζο δέρμα. Στην γωνία υπάρχει μία μεγάλη γλάστρα με μία πανύψηλη Δράκαινα με σκληρό κορμό και πλατιά πράσινα φύλλα.
Ο Βίκος είναι πνιγμένος στο χαρτομάνι, όταν ο Νέγρος, το δεξί του χέρι και δεύτερος στην ιεραρχία της συμμορίας, μπαίνει στο γραφείο. Ο Νέγρος είναι ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας γεμάτος τατουάζ. Αυτός έχει μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια. Όσο για το δέρμα του, αυτό έχει μία απόχρωση που μόνο σαν σκούρο ιβουάρ θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε. Τώρα θα μου πείτε γιατί τον φωνάζουν Νέγρο; Αυτός χρωστάει το γαμάτο υποκοριστικό του στο μέγεθος του πέους του, το οποίο, όπως λένε οι φήμες, είναι αρκετά μεγάλο.
«Δράκε, έχουμε πρόβλημα»
Ο Βίκος σηκώνει το κεφάλι του από τα χαρτιά.
«Τι έγινε πάλι;»
«Ο Ρήγας»
Τα μάτια του Βίκου στενεύουν ακούγοντας αυτό το όνομα.
«Τι έκανε πάλι το καθίκι;»
«Χαράκωσε ένα απ' τα κορίτσια μας επειδή αρνήθηκε να του κάτσει τζάμπα»
Το χτύπημα της γροθιάς του Βίκου κάνει το γραφείο να τρέμει.
«Γαμώτο! Έχω δώσει εντολή να μην πλησιάζουν αυτό το σκατό! Πώς είναι το κορίτσι;»
«Καθόλου καλά. Ο μπάσταρδος της χαράκωσε το πρόσωπο»
«Αυτό ήταν! Ήμουν ευγενικός μαζί του μέχρι τώρα, αλλά αυτό τελειώνει εδώ! Μάζεψε τους όλους. Φεύγουμε σε δέκα λεπτά»
«Τι να κάνω με τον Άρη; Αυτός θα θέλει να έρθει μαζί»
«Πες του όχι. Αν επιμένει, κλείδωσε τον στο μπάνιο»
Ο Νέγρος φεύγει από το γραφείο χωρίς άλλη κουβέντα και ο Βίκος σηκώνεται από την καρέκλα του, ανοίγει το συρτάρι και βγάζει το όπλο του, ένα επινικελωμένο Smith & Wesson 44άρι Magnum με το κεφάλι ενός δράκου σκαλισμένο στην λαβή, το οποίο βάζει στη ζώνη του και το σκεπάζει με το πουκάμισό του.
Τότε, η πόρτα ανοίγει ξανά και ένα αδύνατο, όμορφο, μελαχρινό αγόρι με μεθυστικά μπλε του ωκεανού μάτια και ένα υπέροχο τατουάζ ενός μαύρου λύκου με μπλε μάτια που ουρλιάζει στο ολόγιομο φεγγάρι στην αριστερή πλευρά του στήθους του, στο σημείο της καρδιάς, ορμάει μέσα σαν ανεμοστρόβιλος, στέκεται μπροστά στο γραφείο και χτυπάει επάνω του τις παλάμες του. Ο Βίκος σηκώνει το χέρι.
«Ήρεμα, Λύκε!»
«Μη με λες Λύκο όταν μου φέρεσαι σαν πρόβατο»
«Πάλι φτιαγμένος είσαι; Για τι πράγμα μιλάς;»
«Όχι, δεν είμαι φτιαγμένος και μιλάω για τον Νέγρο που μαζεύει τους άλλους για έφοδο, αλλά όταν του ζήτησα να έρθω μαζί, απείλησε να με κλειδώσει στο μπάνιο και είπε ότι είναι δική σου εντολή»
«Είναι όντως δική μου εντολή»
«Γιατί, ρε Βίκο;»
«Γιατί είσαι πολύ μικρός»
«Δεν είμαι μικρός! Μη με λες μικρό!»
Ο Βίκος πλησιάζει τον προστατευόμενο του και βάζει το χέρι του στον ώμο του.
«Άκου, Άρη, δεν είναι τώρα η ώρα να το συζητήσουμε αυτό. Όταν επιστρέψω, θα μιλήσουμε και θα βρούμε μια λύση»
«Σίγουρα;»
«Ναι»
«Εντάξει τότε. Πήγαινε να δώσεις ένα καλό μάθημα σ' αυτόν τον πούστη!»
«Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ»
Μισή ώρα αργότερα, ο Βίκος και ο Νέγρος, μαζί με σχεδόν ολόκληρη τη συμμορία, στέκονται έξω από την χαρτοπαιχτική λέσχη του Ρήγα, ένα παλιό πέτρινο κτίριο σε ένα στενό πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Χαροκόπου στην Καλλιθέα.
Ο Ρήγας, το αληθινό του όνομα είναι Θανάσης Κρανίδης, είναι ένα κοντόχοντρο, γλοιώδες απόβρασμα που ο Βίκος κρατάει μακριά από τις περιοχές του. Εκτός από το χαρτοπαίγνιο, αυτός ασχολείται με ξέπλυμα χρήματος και εκβιασμούς. Εδώ και αρκετό καιρό, αυτός προσπαθεί να διαλύσει τους Αγγελικούς Δαίμονες για να πάρει τον έλεγχο των περιοχών τους και να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του και στον κλάδο του εμπορίου ναρκωτικών.
«Λοιπόν, παιδιά, όπως είπαμε. Μπαίνουμε μέσα, βγάζουμε τους παίκτες και τις γυναίκες και ακινητοποιούμε τους άντρες. Ο Ρήγας είναι δικός μου. Κανείς δεν πυροβολεί αν δεν απειληθεί η ζωή του και αν χρειαστεί, στοχεύετε μόνο πόδια ή χέρια. Είμαστε ξεκάθαροι;»
«Μην ανησυχείς, Αρχηγέ. Τους έχουμε»
«Πάμε τότε»
«Εσύ πρώτος!»
Ο Βίκος σπάει την πόρτα με μια κλωτσιά και οι άντρες του εισβάλουν στην λέσχη, ένα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο με στρογγυλά τραπέζια ντυμένα με πράσινη τσόχα. Τα παράθυρα είναι καλυμμένα με μαύρο χοντρό χαρτόνι ενώ λευκές λάμπες φθορίου στο ταβάνι και στους τοίχους φωτίζουν το χώρο. Στον αριστερό τοίχο υπάρχουν έξι κουλοχέρηδες και ένα τραπέζι ρουλέτας. Στην άλλη μεριά υπάρχει ένα υποτυπώδες μπαρ και ένας αυτόματος πωλητής με αλμυρά σνακ και σοκολάτες. Και τέλος, στο βάθος, υπάρχει ένα χρηματοκιβώτιο που το φυλάνε δύο οπλισμένοι άντρες. Οι υπόλοιποι άντρες του Ρήγα είναι σκορπισμένοι στην αίθουσα και παρακολουθούν τα τραπέζια ενώ καμιά δεκαριά σερβιτόρες, ντυμένες πολύ προκλητικά, κουβαλάνε δίσκους με ποτά στους θαμώνες.
Για λίγα λεπτά επικρατεί πανικός. Ο Νέγρος, μαζί με δύο άλλους, αφοπλίζει τους φρουρούς και τους δένει πισθάγκωνα ενώ οι υπόλοιποι ακινητοποιούν τους άλλους άντρες και βγάζουν έξω τις γυναίκες που ουρλιάζουν και τους θαμώνες που διαμαρτύρονται.
Ο Βίκος σκανάρει το μέρος με τα μάτια του ψάχνοντας τον Ρήγα, αλλά αυτός δεν φαίνεται πουθενά. Με απόλυτα ήρεμο πρόσωπο, αυτός βγάζει το όπλο του και πυροβολεί τρεις φορές στον αέρα. Οι διαμαρτυρίες των θαμώνων σταματούν και οι κραυγές πνίγονται στο λαιμό των γυναικών. Τότε, μέσα στην απόλυτη ησυχία, η δυνατή φωνή του Βίκου τραντάζει τα τζάμια.
«Ρήγα, εμφανίσου, ρε καριόλη!»
Ο Βίκος περιμένει λίγο, αλλά δεν συμβαίνει τίποτα. Ο Ρήγας παραμένει άφαντος. Τότε, αυτός δίνει μια εντολή στους άντρες του.
«Βρείτε τον μαλάκα!»
Έχοντας ήδη δέσει τους μπράβους, ο Νέγρος αρχίζει να ψάχνει κάθε σπιθαμή της λέσχης μαζί με τους άλλους, μέχρι που τον βρίσκει να κρύβεται κάτω από το τραπέζι της ρουλέτας.
«Εδώ είσαι, ρε τσόγλανε; Έλα έξω!»
Αρπάζοντας τον απ' τον γιακά του πουκαμίσου του, ο Νέγρος σέρνει έξω τον Ρήγα, ο οποίος, παρόλο που τρέμει σαν το ψάρι, προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα.
«Μην μ' αγγίζεις, ρε μαλάκα! Οι άντρες μου ...»
Ο Νέγρος γελάει δυνατά καθώς γυρίζει το σώμα του Ρήγα έτσι ώστε αυτός να μπορεί να δει τους άντρες του πεσμένους στα γόνατα, δεμένους και φιμωμένους.
«Αυτοί οι άντρες;»
«Γαμώτο! Πώς τα ...;»
Η εκνευρισμένη φωνή του Βίκου διακόπτει την κουβέντα τους.
«Νέγρο, αρκετά! Φέρ' τον σε μένα!»
Ο Νέγρος σέρνει τον Ρήγα, ο οποίος χτυπιέται και διαμαρτύρεται, και τον ρίχνει μπροστά στα πόδια του Βίκου. Όταν όμως αυτός προσπαθεί να σηκωθεί, ο Νέγρος τον κλωτσάει στα πλευρά, κάνοντας τον να φωνάξει.
«Μείνε κάτω, ρε αρχίδι!»
Ο Ρήγας, κρατώντας τα πλευρά του, κοιτάζει ψηλά και αντικρίζει τα μάτια του Βίκου που πετάνε φλόγες και διψάνε για αίμα. Το δικό του αίμα.
«Σκατά!»
Ο Βίκος σκύβει και αρπάζει το πηγούνι του Ρήγα.
«Γεια σου, Ρήγα. Χρόνια και ζαμάνια!»
«Πάλι εσύ; Τι σκατά θέλεις από 'μένα;»
«Ένα πουλάκι μου είπε ότι είσαι πολύ καλός στη χαρακτική και ήρθα να με διδάξεις»
«Τι ... Τι εννοείς;»
«Τώρα θα δεις! Νέγρο, δώσε μου το μαχαίρι σου»
Ο Νέγρος βγάζει ένα στιλέτο πεταλούδα από την κωλότσεπη του και το δίνει στον Βίκο, ο οποίος αρχίζει να παίζει μ' αυτό ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ο Ρήγας τρέμει περισσότερο ενώ κρύος ιδρώτας τρέχει στο μέτωπο του.
«Τι θα κάνεις μ' αυτό;»
«Αυτό που έκανες κι εσύ σε ένα από τα κορίτσια μου»
«Ποια; Εκείνη την πουτάνα; Όχι! Όχι! Σε παρακαλώ, Δράκε! Μην το κάνεις αυτό! Δεν ήξερα ότι ήταν δικιά σου!»
«Ήσουν στην περιοχή μου, ρε καριόλη! Εκεί, όλα τα κορίτσια είναι δικά μου! Αλλά και έτσι να μην ήταν, ποιος σου δίνει το δικαίωμα, ρε πούστη, να το κάνεις αυτό σε μια γυναίκα; Ποιος νομίζεις ότι είσαι;»
«Συγγνώμη, Δράκε! Έκανα λάθος! Δεν θα ξαναγίνει!»
«Αυτό είναι σίγουρο, αλλά θα το πληρώσεις»
«Όχι! Όχι! Όχι!»
«Νέγρο, πες μου, τι ακριβώς έκανε αυτός;»
«Χάραξε το γράμμα Ρ στο μάγουλο του κοριτσιού»
«Ο καλλιτέχνης υπογράφει το έργο του, ε; Ρ από το Ρήγας. Ήθελες να ζήσει με το όνομά σου στο πρόσωπό της για να μην σε ξεχάσει ποτέ. Πολύ καλά. Νέγρο, πώς το λένε το κορίτσι;»
«Βιολέτα»
«Τέλεια! Ένα Β λοιπόν για την Βιολέτα»
Χωρίς καν να βλεφαρίσει, ο Βίκος παίρνει το μαχαίρι και χαράζει ένα τέλειο Β στο μάγουλο του Ρήγα, ο οποίος ουρλιάζει από τον πόνο. Όταν τελειώνει, αυτός πετάει το μαχαίρι, σηκώνεται και σκουπίζει το αίμα από τα χέρια του στο πουκάμισο του Ρήγα.
«Τώρα ξέρεις πώς είναι»
Ο Ρήγας, με το χέρι στο πληγωμένο του μάγουλο και το αίμα να τρέχει ανάμεσα απ' τα δάχτυλα του, γρυλίζει απειλητικά.
«Είσαι τρελός, Δράκε και ορκίζομαι ότι θα πληρώσεις γι' αυτό. Εσύ και ο πολύτιμος προστατευόμενος σου!»
Ακούγοντας αυτό το παράσιτο να απειλεί τον Άρη, ο Βίκος σκύβει ξανά και τον αρπάζει από τα μαλλιά.
«Άκουσε με καλά, πουτάνας γιε! Αν τολμήσεις ν' αγγίξεις έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά του Άρη, σου ορκίζομαι ότι αυτή θα είναι η τελευταία σου πράξη ως ζωντανός άντρας. Θα κάψω ζωντανούς εσένα και όλη σου την οικογένεια. Συνεννοηθήκαμε, ρε μαλάκα;»
Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Βίκος σηκώνεται όρθιος και απευθύνεται στον Σκύλο, ένα από τα ανώτερα μέλη της συμμορίας. Το πραγματικό του όνομα είναι Μάριος, αλλά όλοι τον φωνάζουν Σκύλο, εξαιτίας της απεριόριστης αφοσίωσης του στο αφεντικό του. Αυτός είναι ψηλός και όμορφος, με πολλά και σέξι τατουάζ στο γυμνασμένο του κορμί. Αυτός όμως έχει ακόμα ένα χαρακτηριστικό, είναι ομοφυλόφιλος. Φυσικά, αυτή η ιδιαιτερότητα του δεν επηρεάζει σε τίποτα την σχέση του με τους άλλους άντρες της συμμορίας.
«Σκύλε, πήγαινε τους αιχμαλώτους πίσω στο αρχηγείο. Κλείδωσε τους σε ένα κοντέινερ μέχρι να αποφασίσω τι θα κάνω μαζί τους»
«Ναι, αφεντικό»
Καθώς ο Σκύλος σπεύδει να εκτελέσει την εντολή του, ο Βίκος γυρνάει στον Νέγρο.
«Νέγρο, δώσε σ' αυτό το απόβρασμα τις πρώτες βοήθειες και μετά βαλ' τον σε ένα τρένο για κάπου μακριά. Αν γυρίσει, σκότωσε τον!»
«Έγινε, Δράκε»
Και τέλος, αυτός απευθύνεται στον Μικρούλη, έναν τεράστιο άντρα, κυριολεκτικά ένα βουνό με μύες, ο οποίος είναι τρίτος στην ιεραρχία. Ο Παναγιώτης, αυτό είναι το αληθινό του όνομα, είναι τρομακτικός στην όψη, αλλά η ψυχή του είναι σαν μικρού παιδιού. Οι φίλοι του τον λατρεύουν και οι εχθροί του τον φοβούνται. Το αγαπημένο του όπλο είναι η φωτιά. Αυτός τρελαίνεται να καίει πράγματα, αλλά και ανθρώπους όταν χρειάζεται.
«Μικρούλη, μάζεψε τα λεφτά απ' τα τραπέζια και το χρηματοκιβώτιο και μετά κάψε αυτή την σκατότρυπα»
«Γιου-Χου! Ευχαριστώ, Αρχηγέ!»
Ο Βίκος βγαίνει έξω και πλησιάζει τον Νέγρο, ο οποίος επιβλέπει τον Γιατρό, θα μιλήσουμε αργότερα γι' αυτόν, να περιποιείται το τραύμα του Ρήγα.
«Νέγρο, νομίζω ότι αυτό το μέρος είναι τέλειο για το καινούργιο καταφύγιο που θέλουμε να φτιάξουμε για κακοποιημένες γυναίκες. Τι νομίζεις;»
«Νομίζω ότι είναι μια υπέροχη ιδέα»
«Κανόνισε μου μία συνάντηση με τον δήμαρχο της περιοχής»
«Θα το κάνω»
Ο Βίκος μπαίνει στο αμάξι του, μία κατάμαυρη Lamborghini Diablo, και φεύγει, αφήνοντας τους άλλους να εκτελέσουν τις εντολές του.
~ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ~ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ~
Ο Βίκος χαιρετάει τον φρουρό στην πόρτα, μπαίνει μέσα και πηγαίνει κατευθείαν στο μπαρ.
«Sammy, βάλε μου ένα διπλό»
«Αμέσως, Δράκε»
Ο Sammy, μισός Άγγλος, μισός Έλληνας, εξού και το όνομα, είναι ένας κοντούλης και πολύ γλυκός άντρας που δουλεύει για την συμμορία σαν μπάρμαν για να συντηρήσει τους γονείς του και τον μικρό του αδερφό. Αυτός γνώρισε τον Βίκο σε ένα συσσίτιο αστέγων. Αυτός και η οικογένεια του έτρωγαν εκεί ενώ ο Βίκος βοηθούσε εθελοντικά και όταν αυτός προσπάθησε να του δώσει κάποια χρήματα, ο Sammy αρνήθηκε και, αντ' αυτού, του ζήτησε δουλειά και φυσικά ο Βίκος τον προσέλαβε χωρίς ποτέ να το μετανιώσει.
Καθώς ο Sammy γεμίζει ένα ποτήρι με μπέρμπον, ο Βίκος τον ρωτάει κάτι.
«Πού είναι ο Λύκος;»
«Στο γραφείο σου. Αυτός δεν έφυγε καθόλου»
Ο Βίκος παίρνει το ποτήρι και το κατεβάζει μονορούφι. Ο Sammy τον κοιτάζει με κατανόηση.
«Τόσο άσχημα, ε;»
«Δεν μπορείς να φανταστείς! Το μισώ όταν αναγκάζομαι να κάνω τέτοια πράγματα»
«Δυστυχώς, αφεντικό, αυτά είναι μέρος της δουλειάς»
«Τουλάχιστον βγήκε και κάτι καλό απ' όλο αυτό. Βρήκαμε το τέλειο μέρος για το καινούργιο καταφύγιο»
«Για τις κακοποιημένες γυναίκες; Αλήθεια; Μπράβο!»
«Ναι, όντως. Βάλε μου άλλο ένα και δώσε μου και μια μπύρα για τον μικρό»
Ο Sammy ετοιμάζει τα ποτά και τα δίνει στον Βίκο.
«Φρόντισε να μην με ενοχλήσει κανείς»
«Μείνε ήσυχος, αφεντικό»
Μόλις ο Βίκος μπαίνει στο γραφείο του, ο Άρης, που κάθεται στην καρέκλα του με τα πόδια πάνω στο γραφείο και παίζει με ένα στιλέτο, σηκώνεται και πηγαίνει κοντά του.
«Επιτέλους, ρε Βίκο! Που ήσουνα τόσες ώρες; Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος»
«Γιατί με περίμενες; Έπρεπε να πας σπίτι»
Ο Άρης σηκώνει τους ώμους του.
«Για ποιο λόγο; Δεν με περιμένει κανείς εκεί πια»
Τα όμορφα μπλε μάτια του Άρη σκοτεινιάζουν και σφίγγει τα δόντια του για να συγκρατήσει τα δάκρυα. Δεν του αρέσει να κλαίει. Από μικρό παιδί αυτός δεν το έκανε ποτέ. Δεν έκλαψε ακόμα και όταν οι γονείς του χάθηκαν σε ένα φρικτό αυτοκινητιστικό δυστύχημα πριν από έξι μήνες.
«Αχ, ρε Άρη!»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top