Τέλος

Μια φορά και έναν καιρό, μέσα σε ένα κόσμο από σύννεφα , κλωστές και αρώματα γεννήθηκε η αγάπη... Ήταν μόνη της...
Σύντομα βαρέθηκε και αποφάσισε να δει τι υπήρχε κάτω από τα σύννεφα. Όταν άνοιξε μια τρύπα και κοίταξε έμεινε άφωνη...
-Ανθρωποι! Αναφώνησε ευτυχισμένα αλλά δεν υπολόγισε ποτέ ότι όσο εκείνη τους παρατηρούσε από τη τρύπα, βρήκαν ευκαιρία και χώθηκαν στο κόσμο της κι άλλα συναισθήματα.
-Σταματηστε! Τρελαθηκατε;! Είδε το πόνο να παίζει με τις κλωστές και να μπερδεύει τα αρώματα ενώ η λύπη πλάι του, γελούσε κοροϊδεύοντας την ίδια της την ύπαρξη.
-Φτανει! Μη! Ο φόβος κλωτσησε το πόθο , ο έρωτας χώθηκε στη μέση μα το μίσος ήταν δυνατότερο και νίκησε.
-Σας εκλιπαρώ... Όχι τα αρώματα μου. Με αυτά αγαπάει ο κόσμος...
Η απελπισία γύρισε και της χαμογέλασε ενώ η απονιά και το ψέμα χαχανισαν. Η προδοσία έκανε και εκείνη την εμφάνιση της έχοντας πλάι της, την οδύνη και πίσω ακολουθούσαν σιωπηλά η δυστυχία και η φρίκη...
-ΦΤΑΝΕΙ! Η αγάπη δεν άντεξε να τους βλέπει να παίζουν με τις κλωστές και να μπερδεύουν το κόσμο... Άρχισε να κλαίει και τους έπνιξε όλους με τα δάκρυα της...
Μόλις έμεινε και πάλι μονη, μάζεψε τις κλωστές, έστρωσε τα αρώματα και κοίταξε πάλι τους ανθρώπους σκυθρωπή
-Δεν πειράζει... Η αγάπη νίκησε πάλι. Όλα θα φτιάξουν... είπε και διαλύοντας τα σύννεφα, άφησε τον εαυτό της να χαθεί πάνω από τις ταλαιπωρημένες ψυχές τους...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿


"Το κεφάλι μου..." Ο Σπύρος κοίταξε το ρολόι. Είχε πάει πέντε το απόγευμα. Τινάχτηκε αμέσως. Σε μία ώρα θα γύριζαν τα στέφανα στο σπίτι που θα ετοίμαζαν την Ελισάβετ. Το χθεσινό γλέντι κατέληξε σε πανωλεθρία... Ο Λαέρτης εμφανίστηκε από το πουθενά και τα έκανε όλα κομμάτια. Ήπιε τόσο πολύ, χόρεψε ακόμα περισσότερο και δε σταμάτησε να κρατάει την Ελισάβετ για όλη την υπόλοιπη βραδιά. Ήταν φουλ πιωμενος αλλά το ίδιο ήταν και οι υπόλοιποι. Μόνο ο πατέρας κατάφερε να δει ότι πίσω από αυτή τη συμπεριφορά κρυβόταν ένας τεράστιος πόνος. Ότι κι αν έγινε σε εκείνο τον αχυρώνα ήταν καταστροφικό.

Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια.
Η Μάρθα δεν ήταν εκεί. Όχι πως περίμενε να ήταν τέτοια ώρα...

Ντύθηκε με ότι βρήκε μπροστά του και βγήκε από το δωμάτιο.
Κατεβαίνοντας είδε τον Στάθη με την Εύα στη κουζίνα και τη Μάρθα να κάνει τις τελευταίες ετοιμασίες.

"Γιατί με άφησες να κοιμηθώ τόσο ρε γυναίκα; Καλημέρα..." είπε και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε

"Μόνο τα στέφανα έχουμε άντρα μου. Αύριο είναι ο γάμος. Να ξεκουραστείς και λίγο..."

"Ο Λαέρτης;"

"Δε φάνηκε ακόμα..." είπε ο Στάθης

"Η Αλίκη;"

"Ούτε εκείνη κατέβηκε..." του απάντησε αμέσως.

"Είναι πέντε το απόγευμα και δεν κατέβηκε;" ρώτησε περίεργα κοιτώντας τους.

"Γλέντι είχαμε χθες..." πήρε θέση η Μάρθα και ο Σπύρος την άγριοκοίταξε. Ένιωθε θυμό για κάποιο λόγο.

"Την είδες πουθενά να γλενταει;!" ρώτησε και για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια ανέβασε το τόνο της φωνής του.

"Θα πάω εγώ, μην ανησυχείτε..." Η Εύα σηκώθηκε διστακτικά και ανέβηκε πάνω.

"Γιατί φωνάζεις; Στραβά ξύπνησες;" Η Μάρθα λυπήθηκε ακούγοντας τον έτσι.

"Μπορεί. Ο γιος μου ακόμα δεν φάνηκε και η κόρη μου, επίσης" αρκέστηκε να πει ώσπου η Εύα μπήκε στη κουζίνα και τους κοίταξε. Ήταν χλωμή

"Τι συμβαίνει;" Ρώτησε ο Στάθης βλέποντας την αναστάτωση της και εκείνη τους κοίταξε προβληματισμένη

"Έφυγε..." είπε σιγανα και βγάζοντας το σημείωμα το άφησε στο τραπέζι. Ο Σπύρος το άρπαξε αμέσως.

"Συγνώμη που έφυγα χωρίς να πω τίποτα...
Προέκυψε κάτι και δεν μπορούσα να μείνω...
Σας αγαπάω... Δώστε στο Λαέρτη τις ευχές μου για κάθε ευτυχία... Δεν ξέρω πότε και αν γυρίσω..." διάβασε το σημείωμα δυνατά και ύστερα το τσάκισε στη παλάμη του.

"Πότε έφυγε...;" η Μάρθα έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της

"Όταν ξέχασες τι σημαίνει αγάπη! Τότε έφυγε!" ο Σπύρος τη κοίταξε άγρια και πήγε ως τη σκάλα. "Να εύχεσαι να τη προλάβω! Μόνο αυτό σου λέω!" είπε και ανέβηκε επάνω. Λεπτά αργότερα κατέβηκε έχοντας στα χέρια μια σακούλα.
"Αν έρθει ο Λαέρτης μη πείτε λέξη. Πάω να τη φέρω πίσω!"

"Σπύρο τι κρατάς;!" ρώτησε η Μαρθα αναστατωμένη

"Τίποτα που να σε νοιάζει και να σε απασχολεί!" Τριάντα χρόνια ήταν μαζί πρώτη φορά της μίλαγε έτσι. Η Μάρθα σαστισε. Ο Σπύρος άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και χωρίς να πει κάτι παραπάνω έφυγε...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Αλεξανδρούπολη

Ήταν εξαντλημένη...
Καθόταν στο ίδιο κάθισμα του αεροδρομίου από την ώρα που έφτασε. Το βλέμμα της χαμένο στο κενό. Το κινητό της ήταν κλειστό και το μόνο που κοιτούσε ήταν το τεράστιο ρολόι πάνω από το πίνακα ανακοινώσεων.
Δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, ούτε καν νερό να πιει. Έμοιαζε σαν ένα φάντασμα που απλά περίμενε να περάσουν οι ώρες για να φύγει.

Δεν μπορούσε να μείνει και να τον δει να παντρεύεται ύστερα από όσα έγιναν... Κι αυτά να μην γινόντουσαν όμως, πάλι δε θα ήταν σε θέση να δει τον άντρα που αγαπούσε στο πλευρό μιας άλλης γυναίκας.
Υπέκυψε σε εκείνον χωρίς κανένα φραγμό ξανά. Δεν έβγαζε πουθενά αυτή η κατάσταση. Μόνο πόνο θα προκαλούσε σε όλους... Αυτοί οι δύο, δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο. Ήταν γραφτό τους να ενώνονται και να χωρίζουν.

Έβαλε το χέρι στη τσέπη της. Έβγαλε το σακουλάκι και το κοίταξε. Είχε κάνει αυτή τη κίνηση πάνω από είκοσι φορές από την ώρα που βγήκε από το φαρμακείο.
Ένα τόσο δα μικρό χαπακι ήταν κι όμως η ιδέα να το καταπιεί, ήταν τεράστια για εκείνη... Το έβαλε πάλι στη σακούλα και ύστερα στη τσέπη της. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι θα έμπαινε και θα ζητούσε το χάπι πρόληψης μιας εγκυμοσύνης πόσο μάλλον, λόγω του Λαέρτη...

Κάθε φορά που έβγαζε το σακουλάκι, τα μάτια της βουρκωναν και κάθε φορά που το έβαζε στη τσέπη, το δάκρυ έπεφτε... Ύστερα στέγνωνε στα μάγουλα της μέχρι να επαναληφθεί.

Στη σκέψη να το πάρει, πάγωνε. Κρύωνε και την έπιανε ζαλάδα και τρέμουλο. Ήξερε όμως ότι έπρεπε να το κάνει πάση θυσία.
Έκλεισε τα βλέφαρα της κουρασμένα και είδε μπρος στα μάτια της τα χείλη του...
Άκουσε για τελευταία φορά, εκείνο το -ματια μου, που ερωτεύθηκε να ακούει και έβγαλε πάλι το σακουλάκι.

Για μια στιγμή μέσα στη θλίψη της, νόμισε πως άκουσε τη φωνή του πατέρα της και άρχισε να κλαίει σιγανα. Πόσο θα ήθελε μια αγκαλιά του... Μια στιγμή μονάχα να του πει αντίο..

"Αλίκη...!" Η φωνή δυνάμωσε και ανοίγοντας τα μάτια της, τον είδε να τρέχει κατά πάνω της "Αλίκη μου!" Φτάνοντας την, εκείνη σηκώθηκε αμέσως. Δεν περίμενε καν να πλησιάσει και έτρεξε κατά πάνω του.

Χώθηκε στην αγκαλιά του και έβγαλε όλα τα παράπονα της. Το στήθος της είχε τρελαθεί. Ο Σπύρος φοβήθηκε από το πόσο δυνατά έκλαιγε. Ούτε ανάσα έπαιρνε.
"Κόρη μου; Στολίδι μου όμορφο... Μη κλαίς... Ο μπαμπάς είναι εδώ. Όλα θα τα φτιάξουμε. Στο υπόσχομαι" μόλις χάιδεψε τα μαλλιά της, ένιωσε το κορμί της να μαλακώνει και κρατώντας τη σφιχτά, την έβαλε να καθίσει "Πάψε να κλαίς... Εδώ είμαι αγάπη μου. Κοίταξε με..." με τα μεγάλα του χέρια σκούπισε τα μάτια της και χαμογέλασε
"Θα έφευγες έτσι;" ρώτησε τρυφερά "Χωρίς να σου δώσω το δώρο σου;" η Αλίκη τον κοίταξε μπερδεμένη. Ούτε που πρόσεξε ότι κρατούσε μια σακούλα.
"Σαγαπαω όσο δεν φαντάζεσαι. Πριν σου δώσω αυτή τη σακούλα, θέλω να μου υποσχεθεις κάτι..." Τα δάκρυα ταξίδεψαν στα δικά του μάτια πλέον και η Αλίκη αλλάζοντας ρολους φοβήθηκε

"Γιατί κλαίς μπαμπά;" ρώτησε ανήσυχα

"Γιατί δε θέλω να χαθεί αυτή η λέξη από τα χείλη σου..." απάντησε λυπημένος

"Να χαθεί;" Η Αλίκη παραξενεύτηκε "Μπαμπά τι λες;"

"Άκουσε με... Θέλω να μιλησω, να με αφήσεις να ολοκληρώσω και ύστερα ρώτησε με ότι θελήσεις... Εντάξει;" Εκείνη συμφώνησε στα βουβά και ο Σπύρος αναστεναξε "Σε γνώρισα όταν ήσουν δύο μηνών μέσα στη κοιλιά της μάνας σου και από τη πρωτη στιγμή σ'αγαπησα..." στα πρώτα του κι όλας η Αλίκη έχασε το χρώμα της αλλά ο Σπύρος συνέχισε "Όταν γεννήθηκες, γεννήθηκε μαζί σου και η ελπίδα. Ελπίδα για οικογένεια, ελπίδα για χαρά... Για ευτυχία. Η μάνα σου μας αγκάλιασε. Και εμένα και τον Λαέρτη σαν να ήταν παιδί της. Όπως έκανα και εγώ μαζί σου... Θυμάσαι τον άντρα έξω στην αυλή χθες;" η Αλίκη κατάλαβε αμέσως που το πήγανε και ένα συνονθύλευμα δακρύων έσκασε στα μάτια της "Μη κλάψεις κόρη μου... Όχι τώρα... Άφησε με πρώτα να σου μιλήσω..." ζήτησε μα εκείνη είχε αρχίσει να λυγίζει "Αυτός ο άντρας είναι ο πραγματικός σου πατέρας... Δεν ξέρω γιατί δεν εμφανίστηκε τόσο καιρό αλλά... Ήρθε τώρα. Δεν θα αμφιβάλω για την αγάπη του. Και ούτε με ενδιαφέρει. Κοιτάω μονάχα την αγάπη που έχω εγώ για..." η Αλίκη χώθηκε στην αγκαλιά του και άρχισε να κλαίει με μαύρο δάκρυ. "Σώπασε... Σε ικετεύω σωπάσε... Ήρθα εδώ να διορθώσω μια ατιμία.."

Την έσφιξε και εκείνος. Έκλεισε γύρω της τα χέρια του και την άφησε να κλάψει την οδύνη της "Ο Λαέρτης σ'αγαπαει. Δεν είστε αδέρφια κόρη μου... Τον αγαπάς και εσύ..." ο Σπύρος έκανε μια παύση , έπιασε το προσωπάκι της στα χέρια του και της χαμογέλασε τρυφερά "Ευχή σου δίνω φως μου, πήγαινε να τον βρεις... Αυτός ο γάμος δεν είναι ευλογημένος με έρωτα και αγάπη..." της είπε και στο τελείωμα έβγαλε το κουτί και το κλειδί. Η Αλίκη το αναγνώρισε αμέσως. "Εδώ μέσα είναι η αλήθεια σου..." της τα παρέδωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα. "Δε θα μείνω να σε πείσω για κάτι... Η ψυχούλα σου το ξέρει... Η επιλογή είναι στα χέρια σου πια... Εγώ το μόνο που ζητάω είναι..."

"Σαγαπαω μπαμπά..." η Αλίκη τον τράβηξε στα χέρια της και ο Σπύρος έσπασε σαν κλαράκι. Του έδωσε το κόσμο όλο μέσα σε δύο μονο λέξεις. Βγήκε από την αγκαλιά της, σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε.

"Εσύ κρατάς το μέλλον φως μου... Συγχωρα τη μάνα σου. Από αγάπη έκανε ότι έκανε και εκείνη..." είπε και πριν φύγει κοντοσταθηκε "Να θυμάσαι... Μια φορά αγαπάμε..."

"Μπαμπά περίμενε!' η Αλίκη σηκώθηκε αλλά εκείνος τη σταμάτησε

"Κάτσε... Ηρέμησε. Νιώσε... Πραξε όπως ορίζει η καρδιά σου. Εγώ θα είμαι στο πλαι σου ότι κι αν αποφασίσεις... Μην έρθεις όμως τώρα. Δε θα αντέξω. Η καρδιά μου δε βαστάει άλλο δάκρυ. Αν τον αγαπάς, σκέψου καλά τι θα κάνεις... Εγώ, και πάλι στο πλευρό σου θα είμαι..." Της χάρισε ένα τρυφερό χαμόγελο και γυρίζοντας προς τα πισω, έφυγε....

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Η Μάρθα πήγαινε πέρα δώθε όταν άκουσε αυτοκίνητο και βγήκε αμέσως έξω. Μόνο που δεν ήταν ο Σπύρος...

"Γιε μου; Ελισάβετ μου; Πώς και ήρθατε; Έχουμε πάει τα στέφανα στο σπίτι..."

"Δε θα κάτσουμε μάνα" ο Λαέρτης ήταν διαφορετικός. Είχε μια κενότητα η φωνή του που η Μάρθα δεν είχε ακούσει ούτε καν όταν πρώτοεφυγε η Αλίκη.

"Ήρθαμε να πάρουμε κάποια πράγματα που αφήσαμε χθες... Με πήρε η μαμά και μου είπε για τα στέφανα. Ήταν όλα υπέροχα. Δεν βλέπω την ώρα..." Η Ελισάβετ έλαμπε "Θα χωριστούμε σε λιγάκι και είπαμε να τελειώσουμε πριν πάμε αύριο στην εκκλησία με τα δώρα"

"Ναι, σωστά..." η Μάρθα σφίχτηκε "Τα έχω στο δωμάτιο επάνω. Ετοίμασα και το δικό σου αγόρι μου... Απο δω θα βγεις γαμπρός αλλωστε..."

Δεν της απάντησε. Ήταν ήδη αρκετά φορτισμένος. Κοίταξε προς το εσωτερικό του σπιτιού με την ελπίδα να τη δει, αλλά επικρατούσε ησυχία.

"Η Αλίκη;" ρωτησε η Ελισάβετ σαν να ήταν μέσα στο κεφάλι του

"Εμ... Βγήκε κορίτσι μου"

"Δεν πειράζει. Δεν την είδα πολύ χθες και ήθελα να την χαιρετήσω. Αν δε σας πειράζει να πάρω τα πράγματα για να προλάβουμε να τα πάμε σπίτι;"

"Βέβαια ναι..." Η Ελισάβετ μπήκε μέσα και μόλις έμειναν μόνοι ο Λαέρτης έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε σιωπηλός.

"Που πήγε;" ρώτησε σαν να ήξερε και η Μάρθα δαγκωθηκε. "Μάνα λέγε!"

"Έφυγε πίσω..." δεν κατάφερε να του πει ψέματα. "Άφησε ενα σημείωμα. Πρέπει να έφυγε ξημερώματα...Πήγε ο μπαμπάς αλλά δε νομίζω να πρόλαβε είναι πολλές οι ώρες..." Είδε τα σαγόνια του να τρίζουν. Τα μάτια του να κλείνουν στιγμιαία και κλονίστηκε η καρδιά της.
"Παλικάρι μου;"

"Μη μιλάς" ζήτησε χωρίς να τη κοιτα

"Ηρέμησε. Εχεις κοκκινίσει... Θα βγει και η Ελισάβ..."

"ΜΗ ΜΙΛΑΣ" επανέλαβε έντονα και αυτή τη φορά τη κοίταξε κατάματα "Μην ανησυχείς... Όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Μη διανοηθείς όμως ξανά να προφέρεις το όνομα της μπροστά μου" πέταξε το τσιγάρο και μπήκε στο αμάξι δίχως να περιμένει κάτι από εκείνη. Έφυγε... Για ακόμα μια φορά το έβαλε στα πόδια. Η οργή ξεπηδούσε από κάθε σημείο του. Βαρεσε τις γροθιές του στο τιμόνι και η Μάρθα βουρκωσε. Τι είχε κάνει; Πώς μπόρεσε να γίνει σαν τον πατέρα της; Ήταν ερωτευμένοι και εκείνη εξ αρχής στάθηκε εμπόδιο. Για πρώτη φορά, ήθελε να τρέξει και να του πει την αλήθεια, να τον βάλει μέσα σε ένα αεροπλάνο και με την ευχή της, να πάει να τη βρει. Μα δε πρόλαβε. Το βήμα της κόπηκε μόλις το πήρε απόφαση από τη χαρούμενη φωνή της Ελισάβετ και η Μάρθα μαζεύτηκε...

"Σας ευχαριστώ για όλα. Θα σας δω αύριο στο γάμο!" την αγκάλιασε και πήγε χαρούμενη ως το αυτοκίνητο. Ούτε την ένταση του Λαέρτη ήταν σε θέση να καταλάβει... Μόλις έβαλε μπροστά και έκανε όπισθεν , η Μάρθα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε.

"Συγχωρα με θεέ μου... Δεν ήθελα το κακό τους .." Μονολογησε και βυθίστηκε στη θλίψη της...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Το επόμενο πρωί

"Σημερα γα, σήμερα γάμος γίνεται... Σε ωραίο περιβόλι, σε ωραίο περιβόοολι" τα κορίτσια που είχαν μαζευτεί στο σπίτι άρχισαν τα τραγούδια. Η Εύα και η Δώρα θα έφταναν με την Ελισάβετ ενώ ο Στάθης έντυνε τον Λαέρτη στο δωμάτιο. Το σπίτι γέμισε πάλι με κόσμο.

Η Μάρθα ανέβηκε στη κρεβατοκάμαρα.
Ο Σπύρος δεν βγήκε ούτε για να χαιρετήσει. Η συζήτηση που έκαναν μόλις επέστρεψε τη προηγούμενη μέρα άφησε την Μάρθα, γεμάτη τύψεις και λύπη. Μίλησαν για όλα...
Ο Σπύρος την ενημέρωσε για τη συνάντηση του με την Αλίκη και η Μάρθα του ανοίχτηκε ως το τέρμα. Ήταν και οι δύο κομμάτια ψυχικά.

"Σπύρο μου; Πρέπει να ξεκινήσουμε σιγά σιγά..." Μπαίνοντας στη κρεβατοκάμαρα τον βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι σιωπηλός.

"Δεν γύρισε..." Ψέλλισε αποκαρδιωμενος και έπιασε το πρόσωπο του.

"Εγώ φταίω για όλα..." Η Μάρθα τον πλησίασε και γονάτισε μπροστά του "Από φόβο μη σε χάσω, κατέστρεψα τα παιδιά μας..." Μόλις το χέρι του άγγιξε τα μαλλιά της η Μάρθα άπλωσε τα χέρια της και τον αγκάλιασε.

"Μη κλαίς γυναίκα... Μεγάλος είναι ο Θεός. Έχε πίστη..."

"Τώρα θα πετάει... Τη ξέρω καλά... Και να ήθελε να γυρίσει από σεβασμό προς την Ελισάβετ δε θα το έκανε..." Ο Σπύρος αναστεναξε βαθιά. Η Μάρθα είχε δίκιο. Η Αλίκη ήταν ένας άνθρωπος με βαριά ψυχή. Ακόμα και ξέροντας την αλήθεια , δύσκολα θα γύριζε γνωρίζοντας ότι ο Λαέρτης παντρεύεται. Πόσο μάλλον μια κοπέλα σαν την Ελισάβετ που ήταν μαλαμα...

"Σήκω γυναίκα... Πρέπει να πάμε το παιδί μας στην εκκλησία..." την έπιασε από τα χέρια και τη σήκωσε μαζί του "Προσπαθήσαμε.."

"Αν μιλήσουμε στο Λαέρτη; Να μάθει... Να ξέρει .. ίσως φύγει εκείνος!" Η Μάρθα ήταν απελπισμένη και μετανιωμένη για κάθε πράξη της.

"Όχι" η άρνηση του Σπύρου, την βρήκε έκπληκτη "Είναι μια απόφαση της Αλίκης αυτή. Ο Λαέρτης είναι ήδη βαθιά ερωτευμένος. Αν εκείνη δεν νιώθει το ίδιο, πάλι θα τον απορρίψει γυναίκα... Στον έρωτα, χρειάζονται δύο καρδιές. Όχι μία... Η καρδιά του , είναι ολοκληρωτικά δική της... Το θέμα είναι, τι νιώθει εκείνη και πόσο δυνατά αγαπάει..." για ακόμα μια φορά, είπε σοφές και βαριές κουβέντες. Αλληλοκοιταχθηκαν, ο Σπύρος σκούπισε τα μάτια της και σκύβοντας τη φίλησε.

"Μ'αγαπας ακόμα;' Τον ρώτησε και εκείνος της χαμογέλασε

"Αν δεν σ'αγαπουσα, εδώ θα ήμουν;"

"Σπύρο δε μπορώ χωρίς εσένα... Δεν ήθελα στην αρχή αλλά τελικά, κατάλαβα ότι εσύ είσαι ο ένας. Είσαι ο άνθρωπος που χωρίς αυτόν δε ζω..."

"Ηρέμησε γυναίκα... Φτάνει. Πάμε στο γιο μας... Πάμε να τον καμαρώσουμε έστω κι έτσι..."

Την έπιασε από το χέρι και βγαίνοντας, τα όργανα έπαιξαν πιο δυνατά. Ο Λαέρτης είχε ήδη κατέβει στο σαλόνι. Ο Στάθης του φορούσε τη γραβάτα ενώ φίλοι και συγγενείς του μοίραζαν ευχές.

Σαν εκείνες που έκανε και εκείνος το προηγούμενο βράδυ...
Ευχές που πέθαναν την ίδια κι όλας νύχτα. Δεν ήθελε πολλά... Δέκα φορές την ίδια ευχή έκανε... Να μπορούσε να ζήσει μέσα της. Μαζί της. Πλάι της... Μα τίποτα δεν έγινε και αν έγινε, είχε τελειώσει πια...

Μόλις τον έντυσαν , ο κόσμος βγήκε και τα όργανα βαρουσαν δυνατά τα νταούλια έξω από το σπίτι.

Ο Σπύρος τον κοίταξε με αγάπη και η Μάρθα με λατρεία.

"Κάθε ευτυχία γιε μου σου εύχομαι ολόψυχα..." ο Σπύρος τον τράβηξε σε μια αγκαλιά μα ο Λαέρτης παρέμεινε σιωπηλός.
Έτσι θα ήταν; Έτσι θα έπρεπε να μάθει να ζει; Λατρεύοντας και αγαπώντας με ένα συμβιβασμό; Έτοιμος ήταν να τα τιναξει όλα στον αέρα αλλά η ψυχή του δε βασταξε τη θλίψη της Ελισάβετ. Ήταν αγνός άνθρωπος με καθαρή καρδιά.

Ένας οργανοπαίκτης μπήκε στην είσοδο και δίνοντας το σύνθημα, βγήκαν όλοι έξω. Η εκκλησία δεν ήταν μακριά. Ο περισσότερος κόσμος είχε ήδη μαζευτεί εκεί.

Ξεκίνησαν το δρόμο τους με όλους τους φίλους να τραγουδάνε. Ο Στάθης από την άλλη, είχε έτοιμα τα κλειδιά και ένα αμάξι πίσω από την εκκλησία για παν ενδεχόμενο.Βαθια μέσα του, ακόμα ήλπιζε ότι ο Λαέρτης δε θα αρκεστεί σε ένα συμβιβασμό και τελευταία στιγμή θα τα κάνει όλα πουτάνα. Ήταν βαθιές οι πληγές και ο έρωτας για την Αλίκη άτρωτος έτσι ώστε να καταφέρει να προχωρήσει. Παρόλα αυτά, έμεινε πλάι του μέχρι που έφτασαν στην εκκλησία όπως όριζε και έπρεπε.

Στάθηκε λίγο πιο πέρα από το Λαέρτη. Τα κορίτσια είχαν φτάσει. Ο κόσμος είχε απλωθεί δεξιά και αριστερά και σε λίγα λεπτά δεν άργησε να φανεί και το αμάξι της νύφης... 

"Λαέρτη;" η φωνή του Στάθη, τον έκανε να γυρίσει. "Μαλάκα, είμαι εδώ. Μη το ξεχνάς..."

"Δε το ξεχνάω" απάντησε μονάχα

"Αν θέλεις..."

"Στάθη πάψε... Αυτό ήταν" φόρεσε ένα λαμπρό χαμόγελο μόλις άνοιξαν οι πόρτες από το αμάξι. Η Ελισάβετ αστραφτε. Όλος ο κόσμος μιλούσε για την ομορφιά της. Ήταν πανέμορφη γυναίκα άλλωστε.

Μόλις το βλέμμα της ενώθηκε με του Λαέρτη της χαμογέλασε και εκείνος. Ίσως δεν ήταν χαμόγελο λατρείας, μα το έκανε. Ήταν τόσο πολύ πληγωμένος που παραιτήθηκε από κάθε του θέλω. Από όλη τη ζωή του...

Ο πατέρας της, τη κράτησε και την οδήγησε σε εκείνον.

"Να μου τη προσέχεις!" είπε γελώντας και η Ελισάβετ κοκκίνισε. Τα όργανα έπαψαν να χτυπούν όταν ο Λαέρτης έπιασε το χέρι της και προχώρησαν προς τα μέσα.
Η εκκλησία ήταν κατάμεστη. Καρφιτσα δε χωρούσε να πέσει. Είχαν έρθει συνεργάτες του, φίλοι, μερικοί συγγενείς και όλο το Σουφλί σχεδόν. Το προαύλιο της εκκλησίας ήταν κι εκείνο γεμάτο.

Προχώρησαν ,  πήραν τις θέσεις τους και μπροστά τους στάθηκαν τρεις ιερείς.
Τόσους ήθελαν οι γονείς της όπως είχε γίνει και στο δικό τους γάμο και κανείς δεν εφερε αντίρρηση.

Με τις πρώτες ψαλμωδίες το πλήθος σώπασε.

Ο Σπύρος έκλαιγε σε μια γωνιά αλλά δεν ήξερε γιατί...
Έκλαιγε γιατί έβλεπε το παιδί του γαμπρό;
Έκλαιγε γιατί το έβλεπε να πονάει;
Έκλαιγε πάντως και όλοι το έβλεπαν...

Όσο οι παπάδες έψελναν, ο Λαέρτης γύρισε , κοίταξε την Ελισάβετ και εκείνη του χάρισε ένα γλυκό βλέμμα. Έψαχνε να βρει στο πρόσωπο της, τη σπίθα. Κάτι για να κρατηθεί... Μα έβλεπε μόνο ένα όμορφο, καθαρό πρόσωπο...

Ο Στάθης ήταν πίσω τους.
Πονούσε η ψυχή του αλλά δε το έδειχνε...

"Ὁ Θεός ὁ ἀναμάρτητος καί δημιουργός ὅλης τῆς κτίσης πού ἀπό τή μεγάλη σου ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο μεταμόρφωσες τήν πλευρά τοῦ προπάτορά μας Ἀδάμ σέ γυναίκα καί ἀφοῦ εὐλόγησες τούς πρωτόπλαστους τούς εἶπες· «Νά αὐξάνεστε σέ ἀριθμό, νά πολλαπλασιάζεστε καί νά γίνετε κυρίαρχοι στή γῆ» καί τούς παρουσίασες καί τούς δύο αὐτούς ὡς ἕνα μέλος μέ τή σύζευξη· διότι γι᾿ αὐτή τή σύζευξη θά ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος τόν πατέρα του καί τή μητέρα του καί θά προσκολληθεῖ στή γυναίκα του καί θά γίνουν οἱ δυό τους ἕνα σῶμα..." Στα λόγια του πάπα ο Λαέρτης τη κοίταξε πάλι...

Ένα σώμα, παιδιά... έκλεισε τα βλέφαρα και έφερε μονάχα την Αλίκη στο μυαλό του...
Πόσα παιδιά θα ήθελε να της κάνει...
Πόση αγάπη είχε να δώσει...
Αστείρευτη ήταν...

Ο  πρώτος παπάς ξαφνικά έπιασε τα στέφανα.
Παρέλειψε το κομμάτι που έλεγε -Οποιος έχει αντίρρηση γι' αυτόν τον γάμο, ας μιλήσει τώρα ή ας σωπάσει για πάντα. Όχι πως το χρησιμοποιούσαν στην Ελλάδα αλλά ο Στάθης έτοιμος ήταν...

Λίγο πριν τους βάλει όμως τα στέφανα για να χορέψουν τον χορό του Ησαΐα, φωνές ακούστηκαν ξαφνικα απ' έξω. Οι παπάδες συνέχισαν. Έβαλα το στεφάνι στη νύφη ώσπου μέσα από το πλήθος ακούστηκε μια δυνατή κραυγή

"ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ!"

"Μεγας είσαι κύριε..." Ο Σπύρος ξέσπασε σε λυγμούς ακούγοντας τη φωνή της και έκανε το σταυρό του. Η Μάρθα αμέσως έπιασε το χέρι του και προετοιμάστηκε για ότι κι αν ακολουθούσε.
Ο Στάθης έκανε ήρεμος πια  ένα βήμα πίσω ενώ ο Λαέρτης ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν άκουσε καλά... Δεν ήταν δυνατόν να συνέβαινε άλλωστε. Ο κόσμος όλος γύρισε προς την είσοδο εξαπλώνοντας σουσουρο παντού. Έβλεπαν δύο χέρια να παλεύουν να περάσουν μπροστά και όλοι ψιθύριζαν μεταξύ τους...

Δύο ώρες πριν...
Αεροδρόμιο Αλεξανδρούπολης

"Οι επιβάτες για Θεσσαλονίκη να προσέλθουν στη πύλη δώδεκα" Με την ανακοίνωση, έπιασε τη βαλίτσα της και άρχισε να τη σέρνει προς την επιβίβαση.
Περπατούσε και δεν κοιτούσε τίποτα ολόγυρα της και κανένα. Τα τραύματα διαβάζοντας εκείνα τα γράμματα ήταν τεράστια... Μεγαλύτερο από όλα όμως ήταν το δικό της τραύμα...

Όλη τη νύχτα, έκλαιγε...
Για όλα... Για το παρελθόν , για τα δέκα χρόνια που έχασαν, για το ότι δεν πίστεψε στο ένστικτο του και βασίστηκε σε ένα κομμάτι χαρτί... Για το ότι αυτή τη στιγμή θα πήγαινε προς την εκκλησία... Όλα ήταν ένα κουβάρι μέσα της σαν τις κορδέλες της... Όλες εκείνες τις κορδέλες που κάποτε κοσμούσαν τα μαλλιά της και πλέον ήταν πεταμένες σε ένα καλάθι και μπλεγμένες.

Έφτασε στην υποδοχή και περιμενε. Έβαλε το χέρι για να βγάλει το διαβατήριο της και έπιασε το σακουλάκι του φαρμακείου

Ήταν άδειο πια...
Τίποτα δεν υπήρχε μέσα για να τη ταράξει...
Τίποτα δεν θα έβαζε ξανά τις σκέψεις της, σε τέτοιο δίλημμα...
Όλα είχαν τελειώσει...
Το χάπι ήταν ήδη πεταμένο στο κάδο, εδώ και ώρες...

Εδωσε τα χαρτιά της και παρέδωσε τη βαλίτσα της.
Έψαξε να βρει το σθένος μέσα της για να γυρίσει μα δεν το άντεξε...
Η καημένη η κοπέλα δε της έφταιγε σε τίποτα... Πόσο μάλλον εκείνος που ήθελε να προχωρήσει η ζωή του. Σκούπισε τα κουρασμένα της μάτια και πήρε το δρόμο του λεωφορείου. Σε λίγα λεπτά ήταν ήδη καθισμένη στη θέση της όταν ξάφνου τη προσοχή της τράβηξε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που καθόταν παραδίπλα της.. 

"Θυμάσαι Κώστα μου; Σε ένα τέτοιο αεροπλάνο μπήκαμε όταν κλεφτηκαμε Τότε ήταν και παλιά. Αυτό είναι πιο καινουριο..."

"Αν θυμάμαι λεει! Κορτσούδι ήσουν τότε μάτια μου..." Το αγκάθι μέσα στην Αλίκη, μεγάλωσε ακούγοντας τον

"Ακόμα έτσι με λές... Μα κοίταξε τα. Έχουν ζαρωσει πια... Το χρώμα έσβησε..." Του παραπονέθηκε

"Ποτέ δε θα σβήσει από τη ψυχή μου, Ξανθίππη μου...Αν ένας άντρας, βλέπει δύο μάτια και τα κατονομάζει δικά του, δικά του είναι και θα είναι πάντοτε... Για μένα πάντα θα είσαι το κοριτσάκι που αγάπησα..." τον είδε να σκύβει , να τη φιλάει και λίγο πριν η αεροσυνοδός κλείσει τις πόρτες η Αλίκη σηκώθηκε. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει.

"ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΤΕΒΩ!" Φώναξε και χωρίς να την ενδιαφέρει τίποτα σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Παρόν

Τ

Το πλήθος άνοιξε ξαφνικά ένα διάδρομο, και εκείνη έτρεξε εξαντλημένη. Στάθηκε στη μέση του διαδρόμου πριν το ιερό και τον κοίταξε κατάματα...
"Σταματήστε..." Με το ζόρι μιλούσε... Έτρεχε να προλάβει εδώ και μισή ώρα που χάλασε το λεωφορείο λίγο πριν μπει στο Σουφλί. Με τα πόδια το πήρε... Δεν άντεχε να περιμένει λεπτό ξέροντας ότι θα φτάσει αργά.

"Αλίκη;" μόνο όταν την είδε μπρος στα μάτια του, πείστηκε ότι δεν είχε παραισθήσεις. Άφησε την Ελισάβετ παγωμένη στο ιερό και
κατέβηκε αφήνοντας δεκάδες στόματα ανοιχτά και άλλα τόσα να μιλάνε.

"Η αδερφή του δεν είναι;"

"Έλα θεέ και κύριε..."

"Η μικρή κόρη τους είναι;"

"Μάρθα τι γίνεται εδώ;"

"Σκάσε πατέρα! Βγάλε επιτέλους το σκασμο! Αρκετό κόσμο κατέστρεψες!" Η φωνή της τέντωσε περισσότερο το σχοινί ολόγυρα  μα ο Σπύρος από δίπλα τη κοίταξε περήφανος.

"Τι συμβαίνει;" η Ελισάβετ τα είχε χάσει.

"Συμπεθέρα;" Η μάνα της πλησίασε τη Μάρθα και εκείνη τη κοίταξε σοβαρή "Τι είναι αυτά;!" Δεν απάντησε. Γύρισε προς τα παιδιά της μόνο.

Πολλά κι άλλα πολλά στόματα μιλούσαν χωρις σταματημό αλλά ούτε η Αλίκη τα άκουγε ούτε ο Λαέρτης ο οποίος είχε αλλάξει όψη εντελώς. Χαμογελούσε σαν τρελός. Δεν μπορούσε να διανοηθεί τη τρέλα που ζούσε.

"Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα..." μόλις έφτασε μπροστά της, η Αλίκη ξέσπασε αδιαφορώντας για όλους και για όλα. Ήθελε φοβερό σθένος για να καταστρέψει το γάμο του  και να πάει εκει, αλλά η καρδια κέρδισε αυτή τη μάχη... Έβαλε το χέρι στη τσέπη της και βγάζοντας ένα κόκκινο μικρό κορδελακι, έβαλε τα κλάματα.

"Θα μου πεις ένα παραμύθι;" τον ρώτησε και εκείνος άνοιξε τα χέρια του σαν αετός και πιάνοντας τη ολόκληρη, τη σήκωσε και τη φίλησε μπροστά σε όλους... Τα χέρια της τυλίχθηκαν αμέσως στο λαιμό του. Η Εύα έκλαιγε. Ο Στάθης ήταν έτοιμος και εκείνος.
Τίποτα όμως δεν είχε σημασία.

"Ένα εκατομμύριο παραμύθια θα σου πω μάτια μου..." ο Λαέρτης έβαλε τα κλάματα σπάζοντας το φιλί και την έσφιξε τόσο δυνατά που ένιωσε το κορμί της να σπάει στο κράτημα του. Δεν ήταν μήνες, ούτε χρόνια... Ήταν μια ολόκληρη ζωή που λάτρευαν ο ένας τον άλλο, χωρίς να ξέρουν ότι αυτή η αγάπη, δεν είχε σε τίποτα να θυμίζει την αδελφική... Αυτοί οι δύο ήταν πάντα ο ένας, γεννημένος για τον άλλο...

"Θεέ μου! Αδέρφια δεν είναι;!" Ο κόσμος άρχισε να μουρμουραει φωναχτά

"ΠΆΨΤΕ ΟΛΟΙ!" ο παπάς τρελάθηκε.

Σημασία όμως δεν έδωσαν σε κανένα.

Ο Λαέρτης την άφησε κάτω , γύρισε προς την Ελισάβετ και την είδε να κλαίει αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις και τα αισθήματα του. Η Αλίκη ήταν όλος ο κόσμος. Η ανάσα και ο θάνατος του.
Δεν κατάφερε ούτε συγνώμη να της πει.
Δεν ήθελε να το κάνει άλλωστε και μπροστά στο κόσμο..

Νιώθοντας όμως την απειλή του πλήθους και ακούγοντας πια τα δεκάδες σχόλια, άρπαξε την Αλίκη από το χέρι, έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στο Στάθη και έτρεξαν έξω.

"Σε ευχαριστώ θεέ μου..." Ο Στάθης δεν ήταν ποτέ ανθρωπος της εκκλησίας μα τώρα, γύρισε προς το εικόνισμα πίσω του και το φίλησε....

Ο έρωτας είναι ικανός να διαβρώσει κάθε σχέση εκεί έξω αν έρθει και φωλιάσει μέσα σου. Είτε κατοικεί χρόνια στη καρδιά, είτε μήνες είτε μέρες, είτε ώρες και λεπτά, είναι ανατρεπτικός και τρελός.
Ποτέ ένας ερωτευμένος δε θα σκεφτεί καθαρά... Ακόμα και το παραμικρό θα τον πειράξει ή θα εκτοξεύσει τον έρωτα του, στο ζενίθ.

Η Αλίκη τόλμησε, και κέρδισε όσα η ζωή, είχε ήδη γραμμένα για εκείνους...
Έφυγαν και δεν κοίταξαν πίσω...
Μπήκαν στο αμάξι του Στάθη, και εξαφανίστηκαν για μήνες.
Όταν επέστρεψαν, όλα ήταν διαφορετικά.
Είχε μάθει όλο το Σουφλί ότι δεν ήταν αδέρφια. Παρόλα αυτά, εκείνοι και πάλι δεν έδιναν σημασία σε κανένα.

Η επιστροφή τους ήταν ότι πιο όμορφο είχαν ζήσει οι γονείς τους, και μαζί με αυτούς και ο Ζήσης αφού η Αλίκη ύστερα από όσα έμαθε , τον επισκέφθηκε μαζί με τον Λαέρτη στο σπίτι του, στη Κομοτηνή και γνωρίστηκαν από το μηδέν.
Δεν είχε αποκτήσει πλέον μια κόρη, αλλά και ένα εγγονάκι το οποίο σύντομα θα ερχόταν στο κόσμο.

Επέστρεψαν όταν η Αλίκη έγινε έξι μηνών.
Παντρεύτηκαν και αυτός ο γάμος δεν θύμιζε σε τίποτα τον προηγούμενο.
Ο Σπύρος, τη πήγε ως την εκκλησία, ενώ στο εσωτερικό , περίμενε ο Ζήσης. Παρόλα αυτά, λίγο πριν μπει στην εκκλησία η Αλίκη, ζήτησε από το Σπύρο , να μείνει και εκείνος πλάι της. Ο άνθρωπος αυτός, ήταν για εκείνην πατέρας όσο κανένας...

Πλημμυρισμένοι από απέραντη αγάπη προς το πρόσωπο της, την οδήγησαν μαζί στο Λαέρτη και την παρέδωσαν περήφανα. Τα δάκρυα του Σπύρου, έμειναν στις μνήμες όλων.
Ίσως είχαν μεγαλώσει, ίσως είχαν χάσει στιγμές, αλλά όταν υπάρχει αγάπη όλα γίνονται τελικά...
Μόνο η κακία δεν επιβιώνει...

Ο παππούς της Αλίκης, δεν άντεξε τα νέα...
Δεν πάτησε το πόδι του στο γάμο, κλείστηκε σε ένα σπιτάκι που είχε στα πρώτα του αμπέλια και έμεινε εκεί...
Σε εκείνα τα αμπέλια που σαν μικρό παλικάρακι, έβγαλε με τα χέρια του ένα κρασί για τη κοπέλα που αγαπούσε...
Σε εκείνα τα ίδια αμπέλια, που έπεσε και έκλαψε για την άδικη ζωή, αφού σαν της έδωσε, εκείνη τα πήρε και τα πέταξε...
Πώς να γυρίσει να κοιτάξει άλλωστε έναν φτωχό αμπελουργο;
Ο Νικόλας έμεινε μέχρι τα βαθιά του γεράματα στο μέρος που έχασε την ανθρωπιά του έχοντας μόνο για παρέα τη γυναίκα που τον φρόντιζε...
Της είχε απαγορεύσει να μιλάει για όσα άκουγε στο χωριό, μα εκείνη πάντα κάθε φορά που πήγαινε, φρόντιζε να τον ενημερώνει... Ποτέ δεν είδε τα δισέγγονα του. Ούτε τα παιδιά... Κι όμως, λίγα χρόνια αργότερα όταν πέθανε και πήγε η Μάρθα, βρήκε πλάι στο μαξιλάρι του, μια φωτογραφία του μωρού της Αλίκης... Φαινόταν χιλιοακουμπημένη. Θολή σε ορισμένα σημεία, σαν να είχαν πέσει δάκρυα πάνω της...

Έφυγε μόνος...
Μετανιωμένος και οργισμένος με τη ζωή αλλά ήταν αργά για να αλλάξει...
Ο Νικόλας Ζηκίδης, πέθανε όταν ήταν μόλις είκοσι ετών παλικάρακι... Την ίδια στιγμή που έπαψε να πιστεύει στην αγάπη και είδε τη γυναίκα που λάτρεψε, στο πλευρό ενός άλλου άντρα...

Η Μάρθα τον έθαψε δίχως να ρίξει δάκρυ...
Ήταν πατέρας της, τον πόνεσε, αλλά εκείνος τη πόνεσε περισσότερο...
Σε αυτή τη ζωή, αν μεταφέρεις τα τραύματα στα παιδιά σου, εκείνα γιγαντώνονται.
Σπέρνεις και θερίζεις μονάχα πόνο με κάθε πράξη σου. Δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι να συγχωρούν... Ούτε όμως να αγαπάνε...

Η Αλίκη και ο Λαέρτης είχαν τέτοιο έρωτα, και τέτοιο πόθο, που έζησαν το παραμύθι που ονειρεύτηκαν ως το τέρμα. Όπως του το είχε ζητήσει κάποτε...
Έκαναν όχι ένα, ούτε δύο αλλά πέντε παιδιά... Πέντε κορίτσια...
Πέντε ζευγάρια πράσινα μάτια για να έχει ο Λαέρτης να λατρεύει μια ζωή...Να λέει τα παραμύθια του και να πιάνει τα μαλλιά τους με κορδελακια...
Όλα της έμοιαζαν.  Κυκλοφορούσαν έξω και δεν υπήρχε άνθρωπος να μην θαυμάζει αυτή την οικογένεια...

Ο Ζήσης, έζησε στη Κομοτηνή με την γυναίκα του. Παρόλα αυτά η Αλίκη με τον Λαέρτη πήγαιναν κάθε Κυριακή και έτρωγαν μαζί τους γεμίζοντας το σπίτι παιδικές φωνές και χαρίζοντας τους, εγγόνια που ποτέ δεν πίστεψαν ότι θα αποκτήσουν. Οι σχέσεις τους μάλιστα, με τη Μάρθα και το Σπύρο ήταν άριστες. Οι τελευταίοι, έζησαν από την αρχή της αγάπη τους. Σαν να τους δόθηκε μια ευκαιρία χωρίς μυστικά για να αγαπηθούν ακόμα περισσότερο. Άφησαν τον Λαέρτη με την Αλίκη να μείνουν στο πατρικό όπου μεγάλωσαν και αγαπήθηκαν και εκείνοι βρήκαν ένα άλλο σπίτι εκεί κοντά. Φωλιασαν μέσα την αγάπη τους σαν να ήταν δύο μικρά παιδιά...

Ο Στάθης έγινε συνεργάτης του Λαέρτη στο οινοποιείο. Ύστερα από όσα έγιναν με την Ελισάβετ, η Δώρα τον χώρισε όμως λίγους μήνες μετά, μια φίλη της Εύας που κατέβηκε από την Αγγλία, ήταν σαν δώρο για εκείνον. Ερωτεύτηκαν παράφορα. Η αδερφή του έφυγε πίσω αφού είχε πλέον μια στρωμένη ζωή εκεί, αλλά κατέβαινε τακτικά.
Η Ελισάβετ από την άλλη, έφυγε και από την Αλεξανδρούπολη. Κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε εκεί. Ακόμα και μετά το γάμο της, δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στον Έβρο. Ήταν ευτυχισμένη όμως.

Όλοι λίγο πολύ ψάχνουμε την ευτυχία...
Μερικές φορές μας βρίσκει, άλλες τη βρίσκουμε εμείς, και υπάρχουν και αυτές οι φορές που η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ...

Οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν από ανέκαθεν πολύπλοκες.  Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι πολύπλοκος. Εκεί που αγαπά, πάει και πληγώνει και εκεί που μισεί, μαθαίνει να αγαπάει...
Έτσι είμαστε φτιαγμένοι όμως...
Σύννεφα από συναισθήματα και μέσα από τα δάκρυα μας, τα χαρίζουμε σαν βροχή στους γύρω μας.
Καμιά φορά δεν αξίζουν δεύτερες ευκαιρίες.
Δεν αξίζει η συγχώρεση.
Δεν αξίζει η λυπηση...

Όπως στρώνει ο καθένας κοιμάται όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό...
Ίσως η πληγές από τα λάθη να μένουν μέσα μας, να μας ταλαιπωρούν, αλλά όταν αυτά είναι βαριά, όταν καταστρέφουν ζωές στο διάβα τους, τότε η συγχώρεση δύσκολα έρχεται. Κι αν έρθει, πάλι δε θα γιατρέψει τις πληγές...

Φτιάξε παραμύθια...
Ζήστε τα...
Αφεθειτε σε αυτά...

Παιδιά είμαστε όλοι καταβαθος και το μόνο που έχουμε ανάγκη είναι η χαμένη μαγεία της άλλοτε αθωας μας ψυχής...

Βάλτε κορδελακια, χορέψτε, αγαπηστε και πάντα μα ΠΑΝΤΑ να ακολουθείτε το ένστικτο σας... Τι ένστικτο μας είναι και ο οδηγός μας. Όλα τα άλλα, είναι απλές παρεμβολές...
Η αυτοσυντήρηση μας, είτε σωματική είτε ψυχική, είναι άρρητα συνδεδεμένη με αυτό.
Σπάνια μια διαίσθηση πέφτει έξω...

Σας ευχαριστώ για ένα ακόμα ταξίδι που ήσασταν εδώ και ζήσαμε μαζί...
Η αγάπη που εισπράττω από όλους σας, δε φαντάζεστε πόση ενέργεια μου δίνει για να προλαβαίνω να γίνομαι μάνα, σύζυγος, κοριτσάκι, "συγγραφέας" , γυναίκα και παιδί..

Να είστε καλά!
Σύντομα θα ξεφύγουμε από τα συνηθισμένα ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top