Κεφάλαιο 8°

Τύλιξε με, παίξε με... Αγκάλιασε με...
Απλά, αγάπησε με...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Το σπίτι ήταν τόσο ήσυχο χωρίς τη φωνή της. Είχε ξεχάσει πως ήταν να φεύγει για το σχολείο η Αλίκη.

"Καλημέρα μάνα..." ο Λαέρτης κατέβηκε στη κουζίνα. Η Μάρθα σκούπισε τα χέρια της  και  γύρισε.

"Καλημέρα αγόρι μου... Δεν κοιμήθηκες;"

"Γιατί το λες αυτό;"

"Γιατί δείχνεις άυπνος..."

"Μια χαρά κοιμήθηκα. Ξύπνησε μήπως ο Στάθης;"

"Όχι. Δεν ήρθε από εδώ... Θέλεις καφέ;"

"Όχι, θα τον πάρω να βγούμε έξω μέχρι να τελειώσει η μικρή... Μετά θα τη πάω στο παππού"

"Θα έρθετε να με πάρετε και εμένα;" ρώτησε

"Μάνα θα φύγουμε κατευθείαν. Ο μπαμπάς;"

"Έφυγε από τα αξημερωτα. Τον κάλεσαν Αλεξανδρούπολη για άσκηση...."

"Απορώ πότε θα σταματήσει..."

"Το αγαπάει. Ξεφεύγει και λίγο το κεφάλι του..."  Η Μάρθα τελείωσε με τα πιάτα "Να σας φτιάξω μεσημεριανό; Ή θα φάτε στο παππού;"

"Δεν ξέρω πόση ώρα θα κάτσουμε. Μη φτιάχνεις τίποτα. Κάτσε να ξεκουραστείς. Αν χρειαστεί θα φάμε απ' έξω τώρα που λείπει και ο μπαμπάς εντάξει;"

"Όπως αγαπάς παλικάρι μου..." Ο Λαέρτης γύρισε να φύγει "Περίμενε..."

"Τι είναι;"

"Με την Αλίκη όλα καλά;"

"Ναι, γιατί ρωτάς;"

"Τίποτα... Μη της δίνεις πολύ σημασία. Ώρες ώρες, ξεφεύγει..."

"Μαμά η Αλίκη δεν με ενοχλεί. Μπορεί να κάνει και να ζητήσει ότι θέλει. Εντάξει;"

"Καλά αγόρι μου..." Ο Λαέρτης έφυγε κι εκείνη κάθισε στο τραπέζι... Είχε ένα βάρος στο στήθος από την ώρα που επέστρεψε και βρέθηκαν. Τα βλέμματα τους δεν ήταν φυσιολογικά. Η Μάρθα το ένιωθε... Έτρεμε η ψυχή της ακόμα και στη σκέψη...
Από την άλλη, ίσως όλα να ήταν απλά μέσα στο κεφάλι της. Ίσως εκείνη γιγαντωνε τη κατάσταση και όλα ήταν όπως έπρεπε να ήταν... Φυσιολογικά...

➿➿➿➿➿➿➿➿

"Ρε μαλάκα, τι όμορφη πόλη είναι αυτή... Πώς δεν είχα έρθει ποτέ μου;" Ο Στάθης δε χορταινε να κοιτάζει από δω και από εκεί. "Πώς και δεν ασχοληθηκατε με το μετάξι;"

"Παλιά, ή κρασί θα είχαν, ή μετάξι, εμείς ήμασταν οι αλκοολικοί της υπόθεσης!" αστείευτηκε.

"Ωραίο και το κρασί δε λέω..."

"Λοιπόν, πάμε για ένα καφεδάκι, να φάμε και τίποτα. Μετά θα πάρω τη μικρή που της υποσχέθηκα να τη πάω στο εργοστάσιο και εσύ κρατα δυνάμεις! Το βράδυ θα βγούμε για ποτό..."

"Τέτοια λέγε μου! Αλλά, πρόσεχε... Δεν ήρθα εδώ για διακοπές. Μαλάκα, νιώθω άσχημα. Να δουλέψω θέλω. Δεν είμαι τεμπέλης..."

"Θα δουλέψεις μη σκας! Μεθαύριο έχουμε να βγάλουμε ένα μπουκάλι Μπρούσκο... Το θέλω ιδιαίτερο... Θα το κάνουμε παρέα!"

"Αλήθεια; Ω ρε γλέντια!" ο Στάθης ετριψε τις παλάμες του χαρούμενος "Τελευταία χρονιά είναι η Αλίκη;"

"Ναι, πάει κι αυτή... Μετά θα είναι ελεύθερο πουλάκι..."

"Θα σπουδάσει;"

"Θέλει να πάει για δασκάλα... Αλλά και η αγγλική φιλολογία της αρέσει. Δε ξέρω τι θα διαλέξει"

"Αν πάει για αγγλική φιλολογία, την έχω..."

"Τι εννοείς;"

"Μπορεί να μη μιλάω με την αδερφή μου, αλλά αν αποφασίσει η μικρή να φύγει Αγγλία, θα τη βοηθήσει. Με τους άλλους είναι ο καλύτερος άνθρωπος. Με εμένα έχει τα θέματα..."

"Γιατί να φύγει;" ο Λαέρτης παραξενεύτηκε

"Γιατί ρε φίλε, πρέπει να πάει στη καρδιά για να γίνει πραγματικά αυτό που επιθυμεί. Εδώ όσο να ναι είναι διαφορετικά..."

"Καλά θα δούμε. Η απόφαση είναι δική της άλλωστε"

Κάθισαν σε ένα καφέ, παρήγγειλαν και μίλησαν λίγο για το εργοστάσιο. Για τη παραγωγή. Την εμφιάλωση. Ο Λαέρτης του εξήγησε πως ακριβώς λειτουργεί ολόκληρη η επιχείρηση και ο Στάθης είχε ενθουσιαστεί. Μέχρι και στο μάζεμα ζήτησε να πάει. Αρκεί να δουλεύει. Μόνο αυτό ήθελε.

"Ρε συ... Αυτή δεν είναι η πιτσιρίκα που είχε έρθει στο Γύθειο;" είπε ξαφνικά και ο Λαέρτης γύρισε και είδε τη Φένια μαζί με τη Κική, να κάθονται σε ένα καφέ από την απέναντι μεριά.

"Ναι, αυτή είναι..."

"Πώς και δεν... Κατάλαβες. Ωραίο κομμάτι..."

"Η Αλίκη θα με γδάρει..."

"Γιατί;" Ο Στάθης γέλασε

"Δεν ήθελε να μπλέξω με φίλη της. Άσε που η Φένια είναι άλλη ιστορία..."

"Πάντως για να μη πάει σχολείο, πρέπει να είναι μεγαλύτερη..."

"Ναι, και αυτή και η Κική..."

"Και γιατί είπες ότι είναι άλλη ιστορία; Έτρεχε κάτι;"

"Όχι ρε μαλάκα. Αλλά είναι από αυτά τα κορίτσια που αν τα φιλήσεις θα τα παντρευτείς κι όλας!" Αστείευτηκε.

"Μαλάκα γάμησε το, μακριά..." κορόιδεψε ο Στάθης "Κρίμα πάντως, γιατί είναι πολύ όμορφη..."

"Οι γονείς της είναι κολλημένοι στο πενήντα... Η άλλη δίπλα της είναι το εντελώς αντίθετο..."

"Η άλλη δε βλέπεται ρε..."

"Νταξει ρε μαλάκα... Μη το λες έτσι. Δεν ακούγεται καλά..."

"Ψέματα να πω;! Πάντως δε σταμάτησε να σε κοιτάζει... Όλο ψου ψου είναι ..."

"Και εκεί θα μείνει..."

"Δε παίζει να μην είχες αφήσει κάτι πίσω... Όλοι κάτι αφήνουμε..."

"Όντως άφησα... Αλλά ακόμα δε την είδα. Το ληξαμε όταν μπήκα φαντάρος. Μη φανταστείς και τίποτα τρομερό... Η Λένα ήταν γκόμενα που την είχα και στη τρίτη λυκείου, βγαίναμε... Λίγο σεξ ποτό και τα σχετικά. Μη φανταστείς έρωτες και παπαριές"

"Αμάν..." είπε αξαφνα ο Στάθης

"Τι έγινε ρε;"

"Έρχονται ρε..."

"Ποιος έρχεται;"

Ο Στάθης δε πρόλαβε να απαντήσει.

"Μας κοιτάς και ούτε μια καλημέρα;" η Φένια χαμογέλασε γλυκά

"Σόρρυ, είμαι με έναν φίλο και πιάσαμε τη κουβέντα. Στάθη , από δω η Φένια και η Κική... Φίλες της Αλίκης"

"Πρωην φίλες της Αλίκης..." είπε η Κική.

"Είτε πρώην, είτε όχι, χάρηκα κορίτσια" είπε κοφτά χωρίς πολλά πολλά.

"Να κάτσουμε; Δεν είχαμε προλάβει να παραγγείλουμε... Να σε δω και λιγάκι. Χθες με την Αλίκη δε τα κατάφερα..."

"Γιατί καλέ; Θα σε έτρωγε;" πετάχτηκε ο Στάθης

"Μπορείς να το πεις κι έτσι..." Απάντησε κάπως αμηχανα η Φένια

"Δύσκολο να τα σπανε οι φίλες...." αρκέστηκε να πει ο Στάθης και εκείνες κάθισαν.

"Αν σκεφτείς ότι κάναμε παρέα από παιδάκια... Ναι, είναι κάπως περίεργο..." σχολίασε η Φένια

"Γιατί τα σπάσατε εάν επιτρέπεται;"

"Για τον κύριο από εδώ..." είπε ντροπαλά η Φένια και κοκκίνισε.

"Αυτά είναι βλακείες..." είπε σιγανα ο Λαέρτης

"Ε όχι και βλακείες...!" Πετάχτηκε η Κική. "Μας απαγόρεψε ακόμα και βλέμμα να σου ρίξουμε! Όχι εγώ δηλαδή... Η Φένια..."

"Λίγο υπερβολικές σας βρίσκω κορίτσια..."

"Καθολου. Αλλά τέλος πάντων. Τι θα κάνετε το βράδυ; Θα πάμε στο Στόουνς. Θέλετε να έρθετε;"

"Τι είναι αυτό ρε;" ρώτησε τον Λαέρτη.

"Μπαράκι..."

"Ε τότε να πάμε!"

"Θα δούμε..."

"Καλά ρε μαλάκα εσύ δεν είπες ότι θα πάμε για ποτό το βράδυ;" είπε και ο Λαέρτης τον κλώτσησε κάτω από το τραπέζι "Ααααν δεν ήμαστε κουρασμένοι φυσικά..." συνέχισε χαμογελαστος

"Πάντως εμείς θα είμαστε εκεί..." η Φένια φλέρταρε ακόμα και με τις λέξεις. Ο τρόπος της, τα βλέμματα της. Όλα.

"Θα δούμε... Θα ρωτήσω και την Αλίκη και βλέπουμε..."

"Την άδεια της χρειάζεσαι;" πετάχτηκε η Κική

"Εσύ δε κοιτάς τη δουλειά σου λέω εγώ;" Της αντιγυρισε αμέσως ο Λαέρτης

"Καλά σου λέει ρε Κική..." είπε σιγανα η Φένια "Αδέρφια είναι. Ίσως θέλουν να πάνε κάπου μαζί. Τι βλακείες λες;"

"Λαέρτη, εμείς δε φεύγαμε;" ο Στάθης πήρε τα τσιγάρα του και σηκώθηκε "Κορίτσια μας συγχωρείτε. Αλλά έχουμε και δουλειές. Παρόλα αυτά, αν μας βγάλει ο δρόμος, θα έρθουμε με πολύ πολύ χαρά!" είπε για να σώσει τη κατάσταση έχοντας μάθει πλέον καλά τον Λαέρτη. Είχε θέματα με τους ανθρώπους που έδειχναν αναιδεια ειδικά με τις γυναίκες.

"Θα χαρούμε να σας δούμε..." Η Φένια σηκώθηκε, αγκάλιασε τον Λαέρτη και του χαμογέλασε γλυκά "Έχεις το κινητό μου; Στο είχα αφήσει στο Γύθειο... Αν έρθετε να... να μου στείλεις..."

"Το έχω..."

"Κι εγώ έλεγα μήπως το έχασες..."

"Εκεί δε προλαβαίναμε ανάσα να πάρουμε όχι να έχουμε και κινητό!" Πετάχτηκε ο Στάθης

"Σωστά.... Λοιπόν, ελπίζω να σας δούμε το βράδυ τότε..." η Φένια έλαμπε.. ο Λαέρτης από την άλλη, πήρε τα πράγματα του, χαιρέτησε και έφυγε με το Στάθη τσακ μπαμ.

"Εντάξει, στο δίνει στο πιάτο..." σχολίασε μόλις είχαν απομακρυνθεί "Η Αλίκη γιατί δεν ήθελε;"

"Δεν ξέρω. Γενικά δεν ήθελε να μπλεξω ποτέ με φίλες. Σαλταρε όταν η Φένια κατέβηκε Γύθειο. Έκτοτε ξέρω ότι δεν μιλάνε..."

"Άρα ρε μαλάκα δεν είναι φίλες. Που κόλλας;"

"Δε τη ξέρεις καλά την Αλίκη... Κάτσε μια να την μάθεις..."

"Άσε, δε θέλω να τη μάθω. Βλέπω τα αδερφακια έχετε ίδιες απόψεις... Κοντεψες να με φας και ούτε κομπλιμέντο δεν της έκανα!"

"Απλά δεν είναι ωραία φάση ρε..." Του εξήγησε

Ο Στάθης γέλασε. "Είχα μια σκέψη ότι δεν ήσασταν αδέρφια αλλά τώρα είμαι σίγουρος ότι είστε. Ίδια με σένα είναι!" σχολίασε αλλά ο Λαέρτης σταμάτησε και τον κοίταξε.

"Τι λες ρε;"

"Πλάκα έκανα ρε μαλάκα! Είπα γιατί, δεν μοιάζετε καθόλου... Αυτό μόνο. Αστείο ηταν... Γιατί με κοιτάς έτσι;"

"Γιατί δεν απόλαυσα το καφέ μου και με έπιασαν τα νεύρα μου... Όλα καλά" Ο Λαέρτης ξεφυσησε "Να σε πάω σπίτι ή θέλεις να κόψεις καμιά τσάρκα; Θα πάω να πάρω τη μικρή να τη πάω στο εργοστάσιο. Της το υποσχέθηκα. Μετά θα έρθουμε και αν είναι θα βγούμε το βράδυ. Λείπει και ο πατέρας μου, μπορούμε να φάμε και έξω"

"Ωραίο ακούγεται! Όχι, νομίζω ξέρω το δρόμο. Θέλω να κάνω βόλτα και θα γυρίσω σπίτι μετά. Να τακτοποιήσω και τα πράγματα μου. Ακόμα έτσι είναι..."

"Έγινε αδερφέ, μιλάμε τότε..!" αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλο και ο Λαέρτης πήγε στο αμάξι. Βρήκε το αστείο του Στάθη, να πιπιλαει το κεφάλι του αλλά δεν άφησε τη σκέψη να μείνει πολύ. Ήταν τρελό. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε για το σχολείο. Είχε δέκα λεπτά μπροστά του. Θα την περίμενε.

Πάτησε το ράδιο και ακούγοντας τον Κότσιρα χαμογέλασε... Θυμήθηκε αμέσως τη σκοπιά. Ήταν τόσο κομμάτια όταν την είχε πάρει τηλέφωνο τότε. Τότε που η εικόνα της, ήταν τόσο διαφορετική. Γενικά ήταν διαφορετική και η ίδια. Της είχε τεράστια αδυναμία. Ίσως ήταν ολόκληρη μια αδυναμία για εκείνον.

Δυνάμωσε το ραδιόφωνο και φτάνοντας έξω από το σχολείο, άναψε ένα τσιγάρο. Ακόμα δεν είχαν βγει. "Άκου εκεί να μην είμαστε αδέρφια... Μαλακίες..." η σκέψη επέστρεψε μα εκείνος την έδιωξε πάλι. Δεν έβγαζε νόημα.. Δεν είχε συνοχή. Παντρεύτηκαν και η Μάρθα γέννησε ένα χρόνο μετά. Δεν ήξερε το λόγο όμως που επέστρεψε η σκέψη και αυτό τον ενόχλησε από διάφορες απόψεις. Εκτός από το γεγονός ότι θα ζούσε σε ένα ψέμα, αυτό θα σήμαινε ότι η Μάρθα, δεν ήταν πιστή. Ή ότι κάτι δε πήγαινε καλά τέλος πάντων. "Τι σκέφτομαι θεέ μου..." είπε κουρασμένα και ακούγοντας το κουδούνι να χτυπάει, πέταξε το τσιγάρο , βγήκε από το αμάξι και κάθισε στο καπό.

Δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά στο λύκειο. Κοιτώντας γύρω του έβλεπε μόνο ηλίθιες συμπεριφορές. Έψαχνε με το βλέμμα την Αλίκη, μα όταν την εντόπισε το φρύδι του εκτοξεύθηκε. "Τι κάνει με αυτό το μαλάκα.." μονολογησε βλέποντας τη να μιλάει με το Νίκο. Ήταν χαμογελαστή. Έπαιζε με τα μαλλιά της. Χαχανιζε. Έκανε γκριμάτσες. Ήταν αξιαγάπητη. Μέχρι που έστρεφε το βλέμμα στο Νίκο και ξεφυσαγε.

Δεν άντεξε...
Ένα λεπτό αργότερα , και αφού είχε φύγει ελαφρώς το μπούγιο, περπάτησε προς την αυλή.

"Αλίκη τελειώνεις ματια μου;" φώναξε και εκείνη γυρίζοντας πάγωσε.

"Λαέρτη;"

"Ξέρω το όνομα μου, ευχαριστώ..." Τους πλησίασε και εκείνη έτρεξε αμέσως και τον αγκάλιασε "Θα σε περιμένω πολυ ώρα;"

"Τι κάνεις εδώ;"

"Ξέχασες ότι σήμερα θα πάμε στο εργοστάσιο;" Η έκφραση της απάντησε στην ερώτηση του μόνη της "Και τι κάνεις με το βλαμμένο μου λες;" είπε σιγανα

"Ρε σταμάτα, θα σε ακούσει!"

"Εσύ δεν είπες ότι τέρμα ο Νικολάκης;"

"Το είπα. Έχουμε όμως εργασία μαζί! Τι θες να κάνω;"

"Εργασία το λέμε τώρα;"

"Εργασία είναι! Δε το λέμε... Περίμενε μισό να τον χαιρετήσω. Δες πως κάθεται! Σε φοβάται ο καημένος..! Κι εσύ σταμάτα να τον αγριοκοιταζεις!"

"Τον κοιτάζω φυσιολογικά. Δε καταλαβαίνω!" είπε ανήξερα. "Τέλος πάντων. Τελείωνε και πάμε... Θέλω να διαλέξουμε και σταφύλια. Αύριο θα πάμε με τον Στάθη να ξεκινήσουμε αυτά που σου χρωστάω..."

"Τι μου χρωστάς; Βασικά περίμενε να τον χαιρετήσω και θα μου τα πεις στο δρόμο" η Αλίκη έφυγε και εκείνος επέστρεψε στο αυτοκίνητο.
"Για λέγε τώρα, τι μου χρωστάς;" του είπε επιστρέφοντας.

"Ένα κρασάκι... Το ξέχασες;"

"Αλήθεια τώρα; Αφού είπαμε..."

"Έτρεξες πρώτη; Έφαγα πατάτα; Άρα χρωστάω. Τέλος. Εκτός αυτού, πάντα ήθελα να φτιάξω μόνος ένα κρασί"

"Με το Στάθη θα πας αν άκουσα καλά..."

"Εντάξει ρε Αλίκη... Δε θα τον βάλω να κάνει τίποτα. Παρέα θέλω..."

"Θα το δεχτώ! Πάμε;"

Ξεκίνησαν και εκείνη κάθισε αμέσως οκλαδόν. Άνοιξε και το παράθυρο της και έβγαλε έξω το χέρι.

"Πώς πήγε σήμερα;"

"Καλά ήταν. Δε βλέπω την ώρα να τελειώσω..."

"Μετά αρχίζουν τα βάσανα..."

"Πράγματι... Πώς κοιμήθηκες χθες; Έφυγες κάπως βιαστικά..." σχολίασε ελαφρώς πιο χαμηλά.

"Ναι, με έπιασε έντονος πονοκέφαλος. Το καλύτερο τσίπουρο βγάζουμε άλλωστε..." Αρκέστηκε να πει

"Ναι..."

"Εσύ; Κοιμήθηκες εντάξει;"

"Ναι ναι, μια χαρά..."

Η συζήτηση ξαφνικά έγινε κάπως περίεργη.

"Σήμερα θα πάμε για ποτό. Θα έρθεις;" 

"Με ποιον;"

"Με το Στάθη"

"Δεν ξέρω. Έχω και σχολείο αύριο... Και εσείς σήμερα βρήκατε; Γιατί δε πάτε τη Παρασκευή;"

"Θα πάμε και τη Παρασκευή ρε πουλάκι μου. Αλλά θα πάμε και σήμερα. Να δει κι αυτός λίγο το έξω..."

"Σωστά... Θα δω. Ίσως έρθω για λίγο..." Είπε σκεπτική

"Εγώ λέω να κάτσεις σπίτι. Ξεχνάω ότι έχεις ακόμα σχολείο ώρες ώρες..." αποκρίθηκε και της χαμογέλασε χωρίς να τη κοιτάξει

"Εντάξει αλλά μη γυρίσεις σπίτι κομμάτια!"

"Γιατί θα με περιμένεις;" αστείευτηκε

"Θέλεις να σε περιμένω;" ρώτησε και η αμηχανία απλώθηκε πάλι μονομιάς "Εννοώ, όπως παλιά... Τότε που σε περίμενα..."

"Όχι μάτια μου. Να πέσεις να ξαπλώσεις. Μια χαρά θα είμαστε... Δε θα κάτσουμε και εμείς πολύ. Κάνα δυο ποτά..."

"Φτάνουμε..." η Αλίκη είδε τη πρώτη ταμπέλα και χάρηκε "Ξέρεις πόσο καιρό έχω να έρθω;"

"Γιατί;"

"Γιατί η μαμά όλο είχε δουλειές, ο μπαμπάς μια από τα ίδια και εγώ ακόμα δεν έχω δίπλωμα οπότε..."

"Μόλις κλείσεις τα δεκαοχτώ θα βγάλεις κατευθείαν..."

"Δε ξέρω... Φοβάμαι..." Το πρόσωπο της άλλαξε στη σκέψη

"Φοβάσαι να οδηγήσεις αμάξι και κανεις σουζες με το τρακτέρ; Θα με τρελάνεις;" απόρησε έκπληκτος

"Δεν είναι το ίδιο ρε Λαέρτη!" Εκείνος τράβηξε ξαφνικά χειρόφρενο "Τι έγινε;" Ρώτησε σαστισμένη

"Έλα..."

Η Αλίκη χλωμιασε

"Που να έρθω;!"

"Θα οδηγήσεις τον υπόλοιπο δρόμο εσύ!"

"Έχεις τρελαθεί; Θα μας σκοτώσω!"

"Ένας χωματόδρομος είναι! Μια ευθεία τρείς στροφές. Έλα!"

"Δεν υπάρχει περίπτωση! Φοβάμαι..."

"Ρε πουλάκι μου, δίπλα σου θα είμαι... Αν γίνει κάτι, θα το αναλάβω εγώ!"

"Και τα πετάλια; Θα πετάξεις μήπως; Όχι όχι ξέχασε το!" Ο Λαέρτης έμεινε για λίγο να τη κοιτάζει σκεπτικός. "Δε μου αρέσει ο τρόπος που με κοιτας. Οτι κι αν σκέφτεσαι βγαλτο από το κεφάλι σου!"

"Αν σου έλεγα ότι υπάρχει τρόπος να ελέγξω και τα πετάλια αν χρειαστεί, θα το τολμούσες;"

"Δεν υπάρχει όμως!"

"Απάντησε μου..."

"Μπορεί..."

"Ωραία!" Ο Λαέρτης τράβηξε το κάθισμα του τέρμα πίσω.

"Τι κάνεις;"

"Έλα..." Τραβήχτηκε και αυτός πιο πίσω στο κάθισμα και της χαμογέλασε χτυπώντας τη παλάμη του επάνω

"Σοβαρά τώρα;"

"Άντε ντε! Αν χρειαστεί θα επέμβω καλά;"

"Θα σκοτωθούμε  Παναγίτσα μου..." Η Αλίκη έκανε το σταυρό της και βάζοντας το πόδι της πάνω από το χειρόφρενο, σκαρφάλωσε "Πως θα κάτσω ρε Λαέρτη!"

"Έλα ρε πουλάκι μου. Δες πόσο χώρο σου έκανα. Σταμάτα να γκρινιάζεις!"

"Καλά... Αλλά αν σκοτωθούμε εσύ θα φταις!" Ο Λαέρτης άνοιξε τα πόδια του, όσο μπορούσε και εκείνη χώθηκε ανάμεσα και κάθισε. "Και τώρα;" ρωτησε τρομαγμένη

"Τώρα πιάσε το τιμόνι με το ένα χέρι και με το άλλο, γύρνα το κλειδί στη μίζα..."

"Μίζα;"

"Απλά γύρνα το κλειδί ρε Αλίκη... Σιγά σιγά. Θα πάρει μπρος..." εκείνη αναστεναξε. Γύρισε το κλειδί και μόλις το αμάξι πήρε μπρος αναπήδησε προς τα πίσω φοβισμένη.
"Μπορείς να μην κάνεις απότομες κινήσεις;"

"Φοβήθηκα..."

"Αλίκη, συγκεντρώσου. Λοιπόν, τώρα βάλε ταχύτητα. Πατας το συμπλέκτη, βάζεις πρώτη... Και μετά το γκάζι. Τα πετάλια είναι όπως το τρακτέρ. Ίδια σειρά"

Η Αλίκη έβαλε ταχύτητα, πάτησε ελαφρώς το γκάζι και μόλις το αμάξι άρχισε να τσουλαει, ενθουσιάστηκε. "Λαέρτη προχωράει!" Φώναξε έξαλλα

"Το βλέπω... Δώσε όμως λίγο γκάζι. Με πέντε πάμε! Θα σβήσει..."

Πάτησε ελαφρώς το γκάζι και αυξήθηκε η ταχύτητα.

"Μήπως τρέχω πολύ; Τρέχω πολύ! Που είναι το φρένο!"

"Με τριάντα πάμε! Ποιο φρένο, έχεις τρελαθεί;"

"Λαέρτη σταμάτα το!"

"Μη το πατάς αυτό,  είναι το γκάζι!"

"Δε σταματάει!"

"ΠΑΤΑΣ ΤΟ ΓΚΑΖΙ!" Ο Λαέρτης έβαλε τα χέρια του γύρω της, την έπιασε, την ανέβασε πάνω του και βάζοντας το πόδι του τέρμα προς τα μπροστά, πάτησε το φρένο και ύστερα  τράβηξε χειρόφρενο. Τα χέρια της είχαν μείνει κολλημένα στο τιμόνι. "Αλίκη μου; Ζεις;" ρωτησε και εκείνη έτσι όπως καθόταν, έφερε μια στροφή το κορμί της, γύρισε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε σαν χταπόδι.

"Θα πεθάνουμε!" είπε και εκείνος γέλασε.

"Ρε βλάκα... Πατούσες το γκάζι... Αυτό ήταν όλο. Πανικοβλήθηκες. Άστο, θα το κάνουμε κάποια άλλη στιγμή εντάξει;"

"Ποτέ ξανά! Δεν είναι για μένα..." ανασηκώθηκε κάπως και τον κοίταξε λυπημένη μα το συναίσθημα μεταλλάχτηκε μονομιάς.. Σιωπή ξέσπασε ανάμεσα τους αμέσως. Τα χέρια της ήταν ακόμα στο λαιμό του, τα πόδια της γύρω του και τα δικά του στο τιμόνι...

"Πήγανε στη θέση σου... Όλα καλά. Εντάξει;" μίλησε πρώτος.

"Φοβήθηκα πολύ... Με συγχωρείς..."

"Εντάξει μάτια μου, το καταλαβαίνω... Σήκω όμως και κάτσε στη θέση σου. Θα συνεχίσω εγώ"

Ξαφνικά έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο του, και του χαμογέλασε. Πείραξε λίγο τα μάγουλα, το σαγόνι του, τις γωνίες του...

"Καιρό είχα να δω το πρόσωπο σου απο τοσο κοντά..." είπε γλυκά "Μου είχε λείψει. Άσε που τώρα, τσιμπάει και λίγο... Πάει το απαλό δερματακι..."

Ο Λαέρτης μέσα σε μια στιγμή, απόκτησε πλήρη επίγνωση της ενοχής των σκέψεων του. Και εκείνα τα καταραμένα λόγια του Στάθη, όλη την ώρα, έφερναν στροφές στο κεφάλι του. Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν άρρωστο όλο αυτό. Το πρόβλημα του ήταν, ότι δεν καταλάβαινε ούτε και ο ίδιος, το λογο της ύπαρξης αυτού του συναισθήματος που ταραζε τον ανδρισμό του. Δεν υπήρχε λογική, δικαιολογία και αιτία. Ήταν απλά, ντροπιαστικό και γεννούσε την αποστροφή σε κάθε μορφή της. Μόλις τα δάχτυλα της σκαρφάλωσαν απαλά στη μύτη του και κατρακύλησαν μετέπειτα στα λακκάκια του, ασυναίσθητα σήκωσε το χέρι του και έπιασε έντονα το δικό της. Το κράτησε μάλιστα τόσο σφιχτά, που το κατάλαβε μόνο όταν είδε μια έκφραση πόνου στο πρόσωπο της.

"Φτάνει. Πήγαινε στη θέση σου..." είπε κοφτά και δίχως να περιμένει, την έπιασε και την έβαλε πλάι.

"Με πόνεσες..." Σαν να κατάλαβε την ένταση του, η Αλίκη έπιασε τον καρπό της, και του μίλησε ήρεμα...

"Συγνώμη..."

"Γιατί δε με κοιτάς;" ρώτησε βλέποντας να καρφώνει το βλέμμα του στο δρόμο

"Αλίκη τι θες;"

"Τίποτα... Άλλαξες μέσα σε μια στιγμή... Πρώτη φορά με πιάνεις τόσο δυνατά... Είπα κάτι που σε πείραξε;" Τόσο ο τόνος της, όσο και η έκφραση της, άλλαξε εξίσου. Ήταν το ίδιο σοβαρή με εκείνον.

Ο Λαέρτης εξεπνευσε βαριά και γύρισε προς το μέρος της. Ακόμα κρατούσε τον καρπό της. Με μια γρήγορη όμως ματιά, είδε αμέσως ότι είχε κοκκινίσει και αναρωτήθηκε και ο ίδιος για τη δύναμη με την οποία την έπιασε. Στη τελική και αυτή δε του εφταιγε σε τίποτα. Άπλωσε το χέρι, του έπιασε το δικό της και το κοίταξε. Ύστερα το σήκωσε ως τα χείλη του και το φίλησε...

"Συγνώμη μικρή μου. Έγινα μαλάκας... Δεν έλεγξα τη δύναμη μου" Είπε σιγανα και μόλις τον άκουσε η Αλίκη βουρκωσε. Ήταν εκείνο το συναίσθημα που μαλώνεις με τον άλλο, αλλά στη πρώτη γλυκιά του κουβέντα, σπας... Σε παίρνει το παράπονο και λυγίζεις.
Δεν του απάντησε. Ο Λαέρτης έβαλε το χέρι στη τσέπη, έβγαλε το πορτοφόλι του, άνοιξε το τσεπακι και μόλις τραβηξε ένα μικρό κόκκινο κορδελακι εκείνη γέλασε βουρκωμενη. Το πηρε, το έδεσε στο δάχτυλο της και ύστερα στο δικό του. "Έλα εδώ..." χωρίς δεύτερη σκέψη, τη σήκωσε και την τράβηξε πάλι στα πόδια του. Αυτή τη φορά, την έβαλε να κάτσει στο πλαι και την αγκαλιασε εκείνος. Η Αλίκη ξάπλωσε στο στήθος του παραπονεμένα.
"Δεν ήθελα να σε πονέσω... Ποτέ στη ζωή μου, δε θέλω..."

"Δεν πειράζει..."

"Πειράζει... Ποτέ δε θα αφήσεις κανέναν μα κανέναν να απλώνει χέρι πάνω σου. Ούτε καν εμένα..."

"Ένα πιάσιμο ήταν μόνο..."

"Όχι Αλίκη. Δεν υπάρχει δικαιολογία... Ακόμα και το πιάσιμο, απαγορεύεται. Εντάξει; Έκανα μαλακία. Δε θα επαναληφθεί ποτέ...."

"Γιατί με έπιασες τόσο δυνατά; Τι έκανα; Κάτι συνέβη. Σε ξέρω..." Μόλις σήκωσε το πρόσωπο της και ενώθηκε το βλέμμα της με το δικό του, ο Λαέρτης αντιλήφθηκε ότι έχανε τη μπάλα. Όσο άρρωστο κι αν ήταν, ήταν επίσης και γεγονός. Ήταν τρομακτική η παραδοχή αυτής της καταραμένης σκέψης. Αηδιαστική στα μάτια θεών και ανθρώπων. Ανεπίτρεπτη. Απαράδεκτη. Καταστροφική.
Η σκέψη πως ίσως, ίσως να υπήρχε μια τόση δα περίπτωση και να μην ήταν αδέρφια ήταν η μόνη λυτρωτική αίσθηση στη ψυχή του.
"Λαέρτη; Με τρομάζεις. Δε μιλάς..." το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο πρόσωπο της. Έψαχνε κάθε σπιθαμή. Από μια ελιά ως ένα σημάδι. Κάτι... Κάτι για να καταφέρει να διώξει τις ενοχές. Μα δεν υπήρχε τίποτα πέρα από εκείνη την ίδια.

"Όλα καλά κορίτσι μου... Όλα καλά. Δικές μου μαλακίες. Μην ανησυχείς. Ο στρατός μου άφησε κουσουρια..." Βρήκε το σθένος να της πει.

"Δυσκολεύεσαι να με κοιτάξεις..." απάντησε θαρρείς και τα λόγια του, δεν μέτρησαν για εκείνη...

"Σε πειράζει να γυρίσουμε σπίτι;"

"Όχι..."

"Όχι;"απόρησε αμέσως

"Εσύ δεν με ρώτησες;"

"Δε θα γκρινιαξεις;" ρώτησε περίεργα "Σχεδόν φτάσαμε..."

Η Αλίκη αναστεναξε

"Όχι Λαέρτη. Δε θα γκρινιάξω... Χθες ίσως. Σήμερα όχι... Αποδέχομαι τις αλλαγές ανάμεσα μας. Ξέρω ότι υπάρχουν στιγμές αμηχανίας χωρίς να ξέρω γιατί. Απλά το ξέρω. Αν νιώθεις ότι θέλεις να πάμε σπίτι, πάμε σπίτι. Καταλαβαίνω ότι μας είναι δύσκολη η προσαρμογή... Ίσως έκανα και εγώ σαν μωρό τη πρώτη μέρα... Ήταν η ανάγκη να σε χαρώ γιατί μου έλειψες. Μη νιώθεις τύψεις που δε με βλέπεις πια σαν τη μικρή χαζοχαρουμενη αδερφή σου. Μεγάλωσα. Το αντιλαμβάνομαι. Δεν είναι ανάγκη να μου κάνεις τα χατίρια. Ούτε να μου λες παραμύθια. Ούτε να βάζεις τις κλωστές και τις κορδέλες..." Η Αλίκη έκανε μια παύση , και κάθισε στη θέση της "Ειμαι η μεγάλη αδερφή πια, καλά;" του είπε και εκείνος ξεφυσησε. "Ας το πάμε σαν ενήλικες πλέον. Μη χαλάσουμε και το χατίρι της μαμάς"

"Το έχεις πάρει λάθος μάτια μου,.." Είπε αλλά αμέσως έψαξε μέσα του, για το σωστό. Τίποτα δεν ήταν σωστό.

"Μια χαρά το πήρα. Σιγά μη τρέχεις ολόκληρος άντρας πίσω από το κωλο μου, να με νταντευεις... Δεν το θέλω ούτε εγώ άλλωστε. Εντάξει; Ζήτησα λίγες στιγμές όπως της φανταζομουν από τότε που ήμασταν παιδιά, δεν μας βγήκαν και τελείωσε. Από εδώ και πέρα κατανοώ ότι μεγαλώσαμε. Ο καθένας έχει τις δουλειές του και τις υποχρεώσεις του..." Ακόμα και η αλλαγή στο τρόπο της, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνον. Πέρα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά που άλλαξαν, έβλεπε μια πτυχή του εαυτού της εντελώς άγνωστη προς εκείνον. Η ώριμη Αλίκη, ήταν καινούριο πρόσωπο και ανάθεμα τον, τη λάτρεψε ακόμα περισσότερο...

Η Αλίκη γύρισε προς το παράθυρο
"Το μόνο που ήθελα, ήταν απλώς να γίνουμε για λίγο πάλι παιδιά..." είπε σιγανα "Δεν είμαι μωρό... Ανάγκη είχα, από όσα ζήσαμε... Αυτό μόνο. Πες το νοσταλγία. Πες το όπως θέλεις... Σε έχασα για δύο χρόνια και μου κακοφανηκε. Μαζί σου μεγάλωσα... Μαζί σου μάθαινα τη ζωή. Μαζί σου τη μαθαίνω ακόμα..." γύρισε και του έριξε ένα βλέμμα τόσο αληθινό και τόσο ξένο συνάμα που τον τσάκισε. Τώρα πλέον, το έβλεπε ξεκαθαρα... Αυτή η κοπέλα μπρος τα μάτια του,  δεν είχε να θυμίζει σε τίποτα το κοριτσάκι που άφησε όταν έφυγε.

"Τι θα κάνω με σένα, μου λες;.." της είπε και αφήνοντας το χέρι του να αγγίξει το λαιμό της, τη τράβηξε ελαφρά και τη φίλησε στο μάγουλο. Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα από το πουθενά. Χώθηκε στην αγκαλιά του, και έμεινε εκεί. Δεν είπαν κάτι παραπάνω. Την άφησε και τον άφησε και εκείνη να μείνουν στη σιωπή μέχρι να πάρουν το δρόμο του γυρισμού...

❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top