Κεφάλαιο 6°
Καλώς τα δεχτηκαμε... Όλα μαζί...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και πήρε αγκαλιά όλα της τα αρκουδάκια. Κάθε ένα από αυτά. Ούτε ταινία είδαν ούτε τίποτα. Η Αλίκη του είπε ότι την έπιασε πονοκέφαλος επιστρέφοντας στο δωμάτιο, αλλά κι εκείνος, θέλησε να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Η νοσταλγία για όλες εκείνες τις όμορφες αγνές τους στιγμές τρύπωσε μέσα της. Πόσο πιο απλά ήταν τα πράγματα τελικά όσο ήταν παιδια... σκέφτηκε.
Ούτε άσχημες σκέψεις , ούτε σκέψεις που δεν είχαν υπόσταση και ορθότητα δε στροβιλιζαν το μυαλό της τότε.
Θεωρούσε ότι η αντίδραση της, ήταν λογική όπως και η δικιά του. Είχε απόλυτο δίκιο ο Λαέρτης. Είχαν μεγαλώσει και τίποτα πια δεν θα ήταν όπως παλιά. Έπρεπε να αποβάλει από πάνω της κάθε συνήθεια που είχαν και που εκείνη αγαπούσε. Παρόλα αυτά έπιανε τον εαυτό της, να της λείπει ακόμα κι αν κοιμόταν στο διπλανο δωμάτιο.
Σαν να μην είχε γυρίσει. Σαν να ήταν ακόμα μακριά.
Το προσωπάκι της, σκυθρωπιασε.
Θύμωσε.
"Αηδιες! Εμείς είμαστε και θα είμαστε πάντα έτσι...!" είπε έχοντας μια αγανάκτηση στη φωνή και σηκώθηκε. Στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Ακόμα και το φωτακι που άναβε η μαμά της τα βράδια όταν καθόταν στη κουζίνα ήταν σβηστό όταν βγήκε στο διάδρομο. Περπάτησε στις μύτες των ποδιών της και πήγε στο δωματίου του.
Κι εκείνο σκοτεινό ήταν όμως. Ο Λαέρτης πάντα κρατούσε ένα μικρό φως αναμμένο.
Ίσως κι αυτό να άλλαξε , σκέφτηκε και μπαίνοντας μέσα έκλεισε τη πόρτα.
Άπλωσε τα χέρια της και πιάνοντας το σίδερο από το κρεβάτι, το κράτησε για οδηγό και σκαρφάλωσε. Χώθηκε κάτω από το σεντόνι, και αναστεναξε. Ίσως στα σκοτάδια, ήταν πάλι ο μικρός Λαέρτης και η μικρή Αλίκη. Δίχως όψεις, σώματα και όλες εκείνες τις βλακείες. Η ψυχή δε μεγαλώνει σωστά; σκέφτηκε και μόλις το χέρι της, τυλίχθηκε στη μέση του και βολεύτηκε για να κοιμηθεί, εκείνος κουνήθηκε. Γύρισε στο πλάι και σαν να ήταν μαξιλάρι, την έπιασε βάζοντας ολόκληρο το χέρι του κάτω απο τη μεση της και τη τράβηξε. Το πόδι του μπλεχτηκε στα δικά της , βολεύτηκε ξανά και ηρέμησε.
Η γαλήνη που άρχισε να απλώνεται στη ψυχή της δεν είχε τελειωμό. Ήταν σίγουρη πια πως όλα αυτά ήταν βλακείες. Εκείνοι μεγάλωσαν και έμαθαν να ζουν μαζί. Τι κι αν δεν ήταν πια παιδιά; Τίποτα δεν είχε αλλάξει... Το μειδίαμα στα χείλη της, η γλυκιά του ζεστασιά, η ήρεμη αναπνοή του που την νανούριζε, όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι και όπως ήταν πάντοτε...
Σφάλισε τα βλέφαρα της, τα χέρια της έγιναν κουβάρι με τα δικά του και αφέθηκε. Δύο χρόνια είχε να αισθανθεί τόση σιγουριά έτσι ώστε να αποκοιμηθεί αμέσως. Ούτε καν το άγριο, κακό δέντρο στο παράθυρο δε την πειράζε. Πώς να τη βλάψουν άλλωστε οι σκιές του, όταν εκείνος ήταν πλάι της...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Από τον καρπό, μέχρι και το τελείωμα των δαχτύλων του, το ερέθισμα που ξυπνούσε τις αισθήσεις του, ήταν η ζεστασιά. Αγγιζε κάτι τόσο απαλό και ζεστό με τη παλάμη του, που το μόνο που προσπαθούσε να κάνει, ήταν να κοιμηθεί ξανά. Ήταν ανώφελο όμως.
Η αίσθηση του χώρου, του χρόνου και της πραγματικότητας άρχισε να διαστρεβλώνεται στο κοιμισμένο ακόμα μυαλό του ενώ το άγγιγμα ενός γυναικείου κορμιού, ξύπνησε άβουλα τον ανδρισμό του.
Εχωσε το χέρι του βαθιά, πιο πάνω, τόσο ώστε να φτάσει στα στήθη της και χαϊδεύοντας τα, τη κόλλησε στο κορμί του, και δάγκωσε τη γυμνή σάρκα του ώμου της. Χωρίς να το ελέγχει και έχοντας τις ορμές του στο ζενίθ, το χέρι του άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω και το δάγκωμα έγινε ρουφηγμα στη σάρκα της. Τριβόταν ολόκληρος πάνω της...
Φτάνοντας στο εσώρουχο, το σήκωσε μα λίγο πριν αφήσει τα δάχτυλα του να κατέβουν χαμηλά, μια μικρή πνιχτη τσιριδα ενόχλησε τα αυτιά του και το κορμί τινάχτηκε από δίπλα του μονομιάς.
"ΛΑΕΡΤΗ ΠΑΣ ΚΑΛΑ;! Άνοιξε τα μάτια του μπερδεμένος και είδε την Αλίκη να σκαρφαλώνει στο πάνω μέρος του κρεβατιου. Έχασε αμέσως το χρώμα του.
"Ρε Αλίκη, τι διάολο κανείς στο κρεβάτι μου πρωί πρωί!"έπιασε το κεφάλι του και αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν στο στρατό και σίγουρα αυτό δεν ήταν το κρεβάτι κάποιας γυναίκας που πέρασε το βράδυ του.
"Εγώ τι κάνω ή εσύ;!"
Κανένας δεν έφταιγε και ο Λαέρτης δεν ήταν βλάκας.
"Συγνώμη ρε μικρή... Συνήθεια ήταν. Νόμιζα ότι ήμουν ακόμα Γύθειο..."
"Γιατί στο Γύθειο χουφτωνες τους φαντάρους;!" ήταν ακόμα μαζεμένη πάνω πάνω στο κρεβάτι.
"Ποιους φαντάρους ρε ηλίθια... Νομίζα οτι ξεμεινα στο σπίτι κάποιας γκόμενας. Άντε πήγαινε στο δωμάτιο σου..!"
"Στρατό σε στείλαμε ή σε γκομενικό τουρ;!"
"Τι θέλεις ρε πουλάκι μου, πρωί πρωί; Πες μου... Συγνώμη. Δε το ήθελα. Σου είπα να μη κοιμηθούμε μαζί! Άντρας είμαι ρε Αλίκη! Μέσα στον ύπνο μου έπιασα κάτι, μου άρεσε και το χαϊδεψα! Άντε ξεκουβάλα τώρα και πήγαινε στο δωμάτιο σου!"
"Αυτό σκόπευα να κάνω!"
"Ωραία. Άντε, η πόρτα είναι εκεί!" κατέβηκε από το κρεβάτι του, του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα για πρωινό, και βγαίνοντας κοπανησε δυνατά και τη πορτα.
"Τι αμαρτίες πληρώνω θεέ μου..." Μονολογησε μένοντας μόνος και χωρίς να δώσει παραπάνω σημασία, άρπαξε το μαξιλάρι του και το αγκάλιασε.
Έκλεισε τα μάτια...
Ύστερα τα άνοιξε ξανά...
Κοίταξε το τοίχο...
Τα έκλεισε πάλι...
Τα άνοιξε και αρπάζοντας το μαξιλάρι το εκτόξευσε στο πάτωμα έξαλλος.
"Γαμώ τη κοινωνία μου, πρωί πρωί...!" σηκώθηκε και τιναξε τα σεντόνια.
"Κι εσύ ρε μαλάκα μάθε να ξεχωρίζεις τη τρέλα μου μέσα!" είπε κοιτώντας χαμηλά στο σορτσάκι του και κλείνοντας το πρόσωπο του στις παλάμες του, ξεφυσησε. Το γεγονός ότι δε την κατάλαβε τον προβλημάτισε αρκετά. Παλιά πάντα καταλάβαινε από τη μυρωδιά της ότι σκαρφάλωσε στο κρεβάτι του. Μύριζε ολόκληρη σαν ένα μπισκοτάκι, αφού τα μασουλουσε συνεχώς και του άνοιγε την όρεξη. Μόνο που τωρα, η όρεξη του άνοιξε για άλλο λόγο αφου εκείνη η καταραμένη μυρωδιά από το γιασεμί στη σάρκα της, το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει, να ποθήσει κάθε σπιθαμή της. Ήταν σαν να είχε στα χέρια, ένα κορμί έτοιμο για εκείνον... Μια μυρωδιά, που τον προκαλούσε να τη γευτεί με κάθε τρόπο.
Κι αυτό ακριβώς ξεκίνησε να κανει ακόμα και μέσα στη παραζαλη του ύπνου...
Το άρωμα της, ήταν επικίνδυνο...
Λάτρευε το γιασεμί πόσο μάλλον όταν για πρώτη φορά, το μύριζε στο κορμί μιας γυναίκας και έχανε τον έλεγχο...
Τον ενόχλησε που έπρεπε να μάθει από την αρχή ακόμα και τη μυρωδιά της αλλά ακόμα περισσότερο τον ενόχλησε το ίδιο του το κορμί που ακόμα δεν έλεγε να ηρεμήσει.
Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια, ένιωθε την απαλή της σάρκα στα δάχτυλα του, και του γυριζε το μυαλό... Δεν ήταν φυσιολογικό αυτό... Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι. Δεν έπρεπε καν να φανταστεί έστω και για μια, μικρή αμυδρή στιγμή, να μπαίνει μέσα της...
Κι όμως χωρίς να ξέρει ότι εκείνη ήταν η γυναίκα στο κρεβάτι του, όχι μόνο το έκανε σκέψη, αλλά το λαχταρησε κι όλας...
"Πρέπει να πιω καφέ, πριν σκοτώσω άνθρωπο..." μονολογησε και σηκώθηκε να ντυθεί...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Οι παλμοί της δεν είχαν ημερεψει ακόμα.
Καθόταν μπροστά από το καθρέφτη της, και απλά κοιτούσε το κατακόκκινο πρόσωπο της. Μέσα στον ύπνο της, το χέρι του στο κορμί της, ξύπνησε συναισθήματα που την ντροπιασαν. Άργησε να καταλάβει ότι ήταν στο δωμάτιο του και ότι ο Λαέρτης την άγγιζε. Δε του έριξε φταίξιμο ούτε για τα νεύρα της ούτε για τίποτα ύστερα από όσα της είπε αλλά και παλι, εκείνο το τρέμουλο στη κοιλιά της, δεν έλεγε να φύγει.
"Τι πάει λάθος με μένα ρε φίλε..." ψέλλισε και πήγε στο μπάνιο της. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν ευτυχισμένη που δεν είχαν μόνο ένα μπάνιο στο σπίτι. Έριξε άφθονο παγωμένο νερό στα μάγουλα της , κοίταξε το είδωλο της και έριξε κι άλλο.
Πήρε τη πετσέτα μα βγαίνοντας , είδε τη Μάρθα να κάθεται στο κρεβάτι.
"Καλημέρα μαμά... Τι έγινε;"
"Που κοιμήθηκες χθες;"ρώτησε κοφτά
"Τι εννοείς;"
"Αλίκη μου, δεν είσαι μωρό πλέον αγάπη μου. Δε μπορείς να τρέχεις όλη την ώρα πίσω από τον αδερφό σου. Μεγάλος άντρας είναι. Έχει τις δουλειές του..."
"Μαμά για κήρυγμα ήρθες πρωί πρωί; Και στη τελική αδερφός μου είναι! Ότι θέλουμε θα κάνουμε! Δε καταλαβαίνω τι άλλαξε!" ο τόνος της ανέβηκε και αρπάζοντας νευρικά τη βούρτσα της άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της "Με κουρασατε όλοι! Ειλικρινά!" είπε αγανακτισμένη "Μεγαλώσαμε και μεγαλώσαμε και αλλάξαμε και ξαναλλαξαμε! Τι είναι αυτή η καραμέλα τώρα;!"
"Αλίκη γιατί φωνάζεις;"
"Δεν φωνάζω"
"Φωνάζεις. Όπως και να έχει, ήρθα απλά για να σου πω ότι είστε μεγάλα παιδιά. Θέλετε το χώρο σας. Αυτό είναι όλο. Δε μπορείς να χωνεσαι στο κρεβάτι του αδερφού σου πια! Άντρας είναι"
"Αδερφός μου είναι! Με ζαλισες από χθες. Άντρας και άντρας άντρας! Το καταλάβαμε!"
"Βρε αγάπη μου..."
"Μαμά σε παρακαλώ. Δε μπορώ άλλο αυτές τις βλακείες. Πήγαινε και θα κατέβω κι εγώ σε λίγο για πρωινο εντάξει;"
"Δεν καταλαβαίνεις..."
"Μια χαρά καταλαβαίνω. Άντε, σε παρακαλώ..." Η Μαρία σηκώθηκε και αναστεναξε τόσο βαθιά που προκάλεσε αντίλαλο στο δωμάτιο
"Απλά βάλτε κάποια όρια... Μεγαλώσατε" Είπε και χωρίς να μείνει να ακούσει απάντηση, έφυγε...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Σπύρο μου, ξέρεις τι σκέφτηκα;" Η Μάρθα σέρβιρε τον πρωινό καφέ του και κάθισε. "Τώρα που θα κατέβει ο Λαέρτης, να του πούμε να πάρει το σπιτάκι στο κήπο. Τι λες;"
"Γιατί;"
"Γιατί είναι σαν διαμέρισμα ολόκληρο. Τώρα που μεγάλωσε, να έχει το χώρο του. Δεν είναι παιδί. Ίσως θέλει να φέρει κάποια κοπέλα ή τους φίλους του"
"Δεν έχεις άδικο γυναίκα...Ωραία ιδέα είναι. Μπορούμε να του το ετοιμάσουμε σε καμία βδομάδα"
"Έτσι σκέφτηκα Σπύρο μου. Να μη νιώθει κι αυτός ότι πρέπει να δίνει αναφορά ποτέ μπαίνει και βγαίνει"
"Θα του το πούμε αν είναι μόλις κατέβει" ο Σπύρος ενθουσιάστηκε. Η Μάρθα δεν είχε άδικο σε αυτό.
"Καλημέρα..." Η Αλίκη κατέβηκε πρώτη. Τράβηξε τη καρέκλα, σέρβιρε λίγο καφέ στον εαυτό της και κάθισε.
"Καλημέρα κόρη μου. Πώς περάσατε χθες; Χαμπάρι δε σας πήραμε που γυρίσατε"
"Καλά ήταν μπαμπά. Πήγαμε στο δάσος. Όπως παλιά"
"Μπράβο τα παιδιά μου. Κάτσε να κατέβει ο αδερφός σου, του έχουμε μια έκπληξη!"
"Τι έκπληξη;"
"Θα μάθεις μαζι του"
"Έκπληξη ακούω..." Ο Λαέρτης μπήκε στη κουζίνα "Καλημέρα..." απέφυγε να την κοιτάξει.
"Καλημέρα παιδί μου. Θες μήπως τοστ;" ρώτησε η Μάρθα
"Όχι μάνα. Καλά είμαι. Ένα καφέ θέλω μόνο"
"Κάτσε ένα σου κάνω τον δικό σου..."
"Θα πιω από τον έτοιμο, μετά θα βγω και θα πάρω απ' έξω..."
"Πώς κοιμήθηκες χθες;" τον ρώτησε ο Σπύρος και Λαέρτης τον κοίταξε περίεργα
"Καλά..."
"Ωραία. Γιατί σκεφτήκαμε κάτι με τη μαμά που θα κάνει αυτό το -καλα-, ακόμα καλύτερο!" Του ανακοίνωσε
"Σαν τι σκεφτήκατε δηλαδή;" ρώτησε αμέσως
"Λέμε να φτιάξουμε το σπίτι στο κήπο αγόρι μου" εξήγησε η Μάρθα
"Ναι , να έχεις το δικό σου μέρος" Τη συμπλήρωσε ο Σπύρος
"Γιατί τι έχει το δωμάτιο μου;" η Αλίκη καθόταν σιωπηλή και τους κοιτούσε
"Τίποτα. Αλλά πες ότι θέλεις να φέρεις καμιά γκόμενα..." είπε ο Σπύρος γελώντας "Εδώ θα τη φέρεις; Άντρας είσαι πια. Θέλεις το χώρο σου..."
"Ναι βρε παλικαρι μου. Εδώ θα σε ενοχλούμε όλοι. Και εμείς και η μικρή .."
"Η μικρή δε με ενοχλει" σχολίασε πιάνοντας το καφέ του ατάραχος.
"Δεν το είπε με τη κακή έννοια η μάνα σου. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι είναι καλή ιδέα. Σε καμία βδομάδα θα είναι έτοιμο"
Η Αλίκη λυσσαξε. Το σπίτι ήταν στη πίσω μεριά πλάι στον αχυρώνα. τους είχε ζητήσει λίγους μήνες πριν να το φτιάξουν για να μείνει εκεί αλλά της το αρνήθηκαν.
"Πατέρα δεν έχω θέμα. Δεν είχα σκοπό άλλωστε να φερω γκόμενα στο σπίτι.."
"Και που θα πηγαίνεις παιδί μου;"
"Για τις γκόμενες του Λαέρτη θα μιλάμε πρωί πρωί; Να φάω θέλω!" πετάχτηκε η Αλίκη "Επίσης σας είχα ζητήσει το σπιτάκι για μένα αλλά μάλλον καλύτερα να γίνει μέρος για τις γκόμενες του παρά να το πάρω εγώ, έτσι;" Σηκώθηκε εκνευρισμένη
"Αλίκη τι λόγια είναι αυτά;!" ο Σπύρος τη κοίταξε έκπληκτος
"Πάω στη Σόνια. Θα έρθω το μεσημέρι" Αρκέστηκε να πει μα πριν βγει, ο Λαέρτης την έπιασε από το χέρι και τη σταμάτησε.
"Πολύ γλώσσα δε βγάζεις;"
"Λαέρτη δε με παρατάς;"
"Παιδια μη μαλώσετε πρωί πρωί!" η Μάρθα σηκώθηκε και τους κοίταξε
"Αμάν ρε μάνα κι εσύ!" της αντιγυρισε ο Λαέρτης. "Ότι θέλουμε θα κάνουμε. Και θα μαλώσουμε και θα σκοτωθούμε! Όσο για σένα..." γύρισε προς την Αλίκη και εκείνη κράτησε το εχθρικό της βλέμμα "Μπορείς να πάρεις το σπιτάκι στο κήπο και να φέρνεις εσύ τους μαλακες σου. Δε το θέλω!" σηκώθηκε και εκείνος και ο Σπύρος έπιασε το μέτωπο του απογοητευμένος
"Είσαι μαλάκας αγόρι μου!"
"ΑΛΙΚΗ!" Ο Σπύρος βαρεσε χωρίς να το θέλει το χέρι στο τραπέζι και εκείνη τραβώντας το δικό της από το κράτημα του Λαέρτη, βγήκε έξω. "Εσύ που πας τώρα;!" είπε βλέποντας τον να βγαίνει και εκείνος αλλά δε του απάντησε.
"Τι θα κάνουμε με αυτά τα παιδιά..." ψέλλισε η Μάρθα λυπημένη
"Θα τα βρούνε. Πάντα είχαν τα πάνω και τα κάτω τους... Απλά η μικρή, ξεφεύγει ξαφνικά και δε μου αρέσει γυναίκα..."
"Η εφηβεία είναι Σπύρο μου... Θα ηρεμήσει..." σχολίασε και σηκώθηκε. Πήγε ως το παράθυρο και βλέποντας τους να μαλώνουν στο κήπο, αναστεναξε..
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Τι θες ρε;"
"Αλίκη, πρόσεχε τη γλώσσα σου!"
"Μια χαρά είναι η γλώσσα μου! Τους παρακαλούσα να πάω στο σπιτάκι! Αλλά βέβαια! Ήρθε το χρυσό παλικάρι και όλα στα πόδια του!" γύρισε για να φύγει και εκείνος την άρπαξε αμέσως
"Τι σε έπιασε;"
"Δεν έχω όρεξη για κουβέντα. Με περιμένουν τα κορίτσια! Και σταμάτα να με τραβάς!"
"Έτσι θέλεις να το πάμε;"
"Τίποτα δε θέλω να πάμε πουθενά!"
"Χάρισμα σου το ηλίθιο σπιτάκι αν κάνεις έτσι για αυτό!"
"Λαέρτη ειλικρινά δεν έχω όρεξη!" έκλεισε για μια στιγμή τα βλέφαρα του και προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του.
"Ρε ματάκια μου..." της είπε και εκείνη αμέσως άλλαξε θαρρείς και πάτησε ένα διακόπτη μέσα της. "Αν είσαι έτσι για το πρωί, σου ζήτησα συγνώμη... Καταλάθος έγινε..."
"Έχεις αλλάξει..." παραπονέθηκε
"Όλοι αλλάζουμε... Αλλά εμείς τι είπαμε ότι είμαστε;" την έπιασε απαλά από το πρόσωπο και εκείνη χαμογέλασε σφιγμένα "Είμαστε δεμένα. Το ξέχασες;"
"Όχι..."
"Έχω μια ιδέα... Θέλεις να την ακούσεις;" Η Αλίκη αμέσως χάρηκε πριν καν της πει οτιδήποτε. "Θέλεις να το φτιάξουμε για να χαλαρώνουμε; Θα το έχουμε μαζί... Μπορείς να φέρνεις τις φίλες σου, εγώ τους δικούς μου, μπορούμε να καθόμαστε παρέα... Ότι θέλεις. Τι λες; Θα με βοηθήσεις και στη διακόσμηση..."
"Αλήθεια; "
"Ναι ρε βλάκα... Αρκεί να σταματήσει αυτή η χαζή κατάσταση. Τόσο καιρό περιμέναμε να βρεθούμε και εμείς θα μαλώνουμε;"
"Δεν ξέρω γιατί νευριάζω έτσι..." Παραδέχθηκε
"Άνθρωποι είμαστε. Νευριαζουμε καμιά φορά..." την έπιασε και τη τράβηξε σε μια αγκαλιά...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Το χέρι της Μάρθας σκαρφάλωσε στο λαιμο της. Άγγιξε τη κρεμαστή αλυσίδα της και μπλέκοντας τη στα δάχτυλα της, το μικρό κλειδακι, βρέθηκε στη παλάμη της.
Ήταν αγκαλιά πια...
Γελούσαν. Δεν ήξερε τι έλεγαν αλλά πάλι κατάφεραν και τα βρήκαν μεταξύ τους.
"Τι κάθεσαι τόση ώρα εκεί ρε γυναίκα;"
"Τίποτα Σπύρο μου... Έρχομαι" είπε και γεμίζοντας τα στήθη της με αέρα, γύρισε και του χαμογέλασε...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Αλήθεια τώρα; Άντε επιτέλους ρε αδερφέ. Καλά πλάκα κάνεις; Δε σηκώνω κουβέντα. Για αρχη θα μείνεις σε μένα και βλέπουμε. Έχω χώρο. Έγινε, θα σε περιμένουμε" ο Λαέρτης έκλεισε το τηλέφωνο
"Ποιος ήταν;"
"Σε πειράζει να φτιάξουμε το σπιτάκι για μας αργότερα μικρή;" ήταν χαρούμενος. Είχαν αρχίσει να φτάνουν στη πλατεία πια.
"Γιατί;"
"Έρχεται ένα φιλαράκι! Θα μείνει εδώ. Φανταρακι ήταν και εκείνος. Δύο χρόνια μαζί ήμασταν"
"Φυσικά και δε με πειράζει τότε. Διακοπές θα έρθει;"
"Όχι , θα μείνει μόνιμα. Θυμάσαι χθες που σου είπα για το Στάθη;"
"Αααα, αυτός;!" Η Αλίκη γέλασε
"Μη του πεις τις ιστορίες που σου είπα!" τη μάλωσε γελαστός
"Όχι φυσικά. Είναι δυνατόν να του αναφέρω ότι ο λοχαγός ούρλιαξε στο θάλαμο κι εκείνος σχεδόν κατουρηθηκε;"
Γέλασαν και φτάνοντας στο καφέ της πλατείας κάθισαν.
"Σκέφτηκα να του δώσουμε δουλειά στο οινοποιείο! Δε νομίζω να έχει θέμα ο παππούς. Άλλωστε με το ζόρι το κουμαντάρει πια. Θα αναλάβω εγώ σε λίγο"
"Αλήθεια; Είχα ακούσει να μιλάνε η μαμά και ο μπαμπάς αλλά δεν ήξερα ότι θα αναλάβεις"
"Αφού έχουμε στρωμένη δουλειά. Κρίμα είναι. Εκτός αυτού, πρέπει να φτιάξω με τα χεράκια μου και ένα τέλειο κρασί για σένα... Το ξέχασες;"
"Χάσαμε και οι δύο το στοίχημα..." Του υπενθύμισε
"Εγώ ακόμα το χάνω. Άρα κερδίζω"
"Τι εννοείς;"
"Τίποτα μάτια μου... Κάτσε να πάω να παραγγείλω και έρχομαι. Τι καφεδάκι πίνει η αρχοντιά σου;" Τη κορόιδεψε
"Σκέτο..."
"Στα βαριά το ρίξαμε;"
"Δε τα πάω καλά με τη ζάχαρη πια"
"Αυτό το κατάλαβα..." σχολίασε χαμηλά
"Από πού;"
"Ρε Αλίκη, παλιά ερχόσουν στο δωμάτιο μου και μυρίζες σοκολάτα και μπισκότα. Σε καταλάβαινα" είπε και σηκώθηκε
"Σπάνια τρώω μπισκότα. Νομίζω έφαγα τόσα πολλά μικρή, που ούτε θέλω να τα βλέπω..."
"Κακώς. Να τρως. Να τρως για να σε μυρίζω" γέλασε
"Σκύλος είσαι ρε;" τον κοροιδεψε
"Ίσως..." Ο Λαέρτης γρυλισε κάπως και σκύβοντας τη δάγκωσε στον ώμο.
"Αουτς!"
"Υπερβολική..." της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα και έφυγε προς τα μέσα. Ήταν τόσο όμορφο να πηγαίνει εκεί για να πιει καφέ μαζί του.
Άρχισε να σκέφτεται ότι ίσως έπρεπε απλά να μάθουν ο ένας τον άλλο ξανά. Αφού αυτά τα δύο χρόνια τους άλλαξαν τόσο πολύ, ίσως έπρεπε μόνο να γνωριστούν πάλι.
"Αλίκη! Καλημέρα!" η Σόνια την αγκάλιασε από πίσω και η Αλίκη σηκώθηκε
"Καλημέρα! Πώς και είσαι έξω;"
"Με έστειλε η μάνα μου πρωί πρωί για ψώνια. Πίκρα... Δε θα ερχόσουν σε μένα; Ούτε μήνυμα έστειλες"
"Γιατί εσύ έστειλες ότι θα βγεις;" τη κορόιδεψε
"Σωστά. Με ποιον ήρθες;"
"Ξέχασες ότι σου είπε για τον αδερφό μου; Ήρθε χθες!"
"Άντε ρε, καλώς τα δέχθηκες!"
"Ναι... Δεν άντεχα άλλο"
"Καλά, εμένα όταν έφυγε ο δικός μου, πάρτι έκανα με τον ηλίθιο" σχολίασε γελώντας "Βέβαια τότε ήμασταν Θεσσαλονίκη , πήγε φαντάρος πριν έρθουμε στο Σουφλί. Κάθε μέρα σπίτι ερχόταν για η μαμά έβαλε μέσο και τον είχαν κοντά σε εμάς..."
"Εμένα πάλι ήταν στην άλλη άκρη. Α, περίμενε! Έρχεται να τον γνωρίσεις!"
Γύρισαν προς το καφέ και η Σόνια κοκκινησε
"Αλίκη αυτός με τους καφέδες είναι;"
"Ναι, ρε!"
"Ρε συ... Αυτός είναι κούκλος..." η Αλίκη γύρισε και τη κοίταξε περίεργα
"Χεράκια κομμένα στον αδερφό μου, εντάξει;" είπε χαμογελώντας μέσα από τα δόντια της.
"Επ, τι έχουμε εδώ;!" ο Λαέρτης έφτασε και άφησε τους καφέδες στο τραπεζάκι
"Λαέρτης από εδώ η Σόνια. Η φίλη μου. Δεν την πρόλαβες. Ήρθαν πέρσι από Θεσσαλονίκη... Σόνια, από εδώ ο αδερφός μου" Τους γνώρισε
"Χάρη..χάρη.."
"Λαέρτης..." τη διορθωσε εκείνος
"Όχι όχι, χάρηκα ήθελα να πω..." είπε κατακόκκινη
"Γιατί τραυλίζεις;" Σχολίασε η Αλίκη
"Τι; Δε τραυλίζω..." Η Σόνια είχε γίνει σαν τη ντομάτα.
"Λοιπόν, Σόνια μου, χάρηκα κι εγώ. Θέλεις να κάτσεις για καφέ μαζί μας;"
"Η Σόνια έφευγε!" Πετάχτηκε η Αλίκη "Βγήκε να κάνει ψώνια για το σπίτι..."
"Ε; Ναι ναι... Σωστά" είπε εκείνη ντροπαλά "Εμ... Το απόγευμα όμως, θα έρθουμε... Έτσι Αλίκη;"
"Μάλλον... Υποθέτω..."
"Συγνώμη αλλά το απόγευμα στη κλέψω την αδερφή μου. Έρχεται ένας φίλος..."
"Ας έρθει και ο φίλος μωρέ... Σιγά..." είπε η Σόνια μα η Αλίκη , μίκρυνε το βλέμμα. Πήρε εκείνη την έκφραση της ενόχλησης που δεν κατάφερνε να κρύψει στο πρόσωπο της.
"Θα δούμε. Χάρηκα πάντως!"
"Κι εγώ... Αλίκη, πάω αν είναι..."
"Άντε μη σε κρατάμε.." η Σόνια τους κοίταξε ντροπαλά, χαμογέλασε κάπως αμήχανα και έφυγε.
"Που τις βρίσκεις ρε μάτια μου;" ο Λαέρτης κάθισε και η Αλίκη τον στραβοκοιταξε
"Μια χαρά κοπέλα είναι. Μείνε μακριά της και όλα καλά"
"Άντε πάλι... Ρε, έχει τόσες γυναίκες και θα μπλέξω με μωρά; Είσαι στα καλά σου;"
"Ίδια ηλικία με μενα έχει..."
"Θα ίδια λέμε..."
"Λαέρτη θα μαλώσουμε!"
"Γιατί να μαλώσουμε πάλι;!"
"Τι σου βρίσκουν όλες δε μπορώ να καταλάβω..." φώναξε τη σκέψη της κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω
"Έλα ντε!" ο Λαέρτης της χαμογέλασε "Τα χάλια μου έχω!" σχολίασε αδιάφορα.
"Θες να με εκνευρίσεις έτσι;"
"Καθόλου... Λοιπόν έλα να πιούμε καφέ, και άστα αυτά! Να βρούμε τρόπο να πούμε στη μαμά και το μπαμπά για το σπιτάκι. Λες να έχουν θέμα με το Στάθη;"
"Γιατί να έχουν; Σιγά μωρέ... Άλλωστε έτσι κάθεται τόσο καιρό. Ας γίνει και κάπου χρήσιμο!"
"Δεν έχεις και άδικο. Μέσα στη βδομάδα θα τον πάμε και στο οινοποιείο, να γνωρίσει και το παππού και να δούμε που μπορεί να δουλέψει..."
Η Αλίκη πήρε τον καφέ της, έπαιξε λίγο με το καλαμάκι και τον κοίταξε κάπως περίεργα
"Είναι ωραίος;" ρώτησε ήρεμα
"Αντίποινα είναι αυτά γιατί έχασε η φιλη σου τη μιλιά της;"της αντιγυρισε
"Μια ερώτηση έκανα μωρέ..."
"Αλικάκι μου; Κόψε τις μαλακίες σε μένα μάτια μου, γιατί θα σε πάρει και θα σε σηκώσει..." της απάντησε χαμογελαστός
"Ουαου..." τον κορόιδεψε και γέλασαν μαζί.
"Μπρούσκο θέλω!"
"Μπρούσκο;"
"Ναι, δεν είπες ότι τελικά χρωστάς κρασί; Θέλω να βγάλεις το μπουκάλι, με τα χεράκια σου!"
"Κοίτα την που έχει και προτιμήσεις!"
"Εννοείται έχω! Μη σου πω θέλω να πατήσεις και ένα ένα τα σταφύλια με..."
"Με τα ποδαράκια μου;" τη κορόιδεψε
"Ιου! Με τα χέρια σου ρε Λαέρτη!"
"Δε το πιστεύω!" μια ψιλή φωνή ακούστηκε πίσω τους, και η Αλίκη δάγκωσε νευριασμένα το καλαμάκι της. "Καλός πολίτης!"
"Αυτή μας έλειπε τώρα..." σχολίασε η Αλίκη μέσα από τα δόντια της.
"Βρε καλώς τη!"
"Πότε γύρισες; Καλημέρα!" Η Φένια τους πλησίασε και η Αλίκη ούτε που σηκώθηκε.
"Χθες. Πώς είστε; Οι γονείς σου καλά;"
"Μια χαρά είναι. Δε πιστεύω να φύγεις;"
"Θα σου λείψει;" πετάχτηκε η Αλίκη και ο Λαέρτης τις έριξε ένα έντονο βλέμμα. Ήταν φίλες από πάντα με τη Φένια. Από τα νήπια. Του φαινόταν κάπως η συμπεριφορά της.
"Ίσως και να μου λείψει. Κακό είναι; Όλοι μαζί μεγαλώσαμε..." της απάντησε ατάραχη η Φένια. "Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, αν θέλεις στείλε μου να πάμε για καφέ. Θυμάσαι εκείνη τη μέρα στη Σπάρτη; Τι γέλιο κάναμε... Να θυμηθούμε κάπως τα παλιά..."
"Ναι, τα αρχαία... Αφού ζήσατε και τόσες εμπειρίες..." Ξανά πετάχτηκε η Αλίκη
"Θα δω... Έρχεται και ενας φίλος και θα έχω τρέξιμο κορίτσι μου. Ίσως κάποια άλλη στιγμή"
"Κατάλαβα. Δε πειράζει... Και πάλι καλώς ήρθες" η Φένια έκοψε κάπως τη συζήτηση "Τα λέμε εδώ γύρω! Πρέπει να φύγω..." τον αγκάλιασε και έφυγε χωρίς να χαιρετήσει την Αλίκη.
"Κορίτσι μου...." είπε μόλις έμειναν μόνοι ειρωνικά
"Και πως ήθελες να τη πω;"
"Να μη την πεις καν. Τέλος πάντων. Δε πάμε σπίτι γιατί ήρθαμε για ενα καφέ και βλέπω να γίνεται παρέλαση;"
"Γκρινιαρα... Ακόμα δεν ήρθαμε!"
Ο Λαέρτης κάθισε και τράβηξε τη καρέκλα της πλάι του. "Δε θέλω μούτρα..."
"Δεν την μπορώ"
"Καλά δεν έγινε και κάτι... Αστους αυτούς τώρα. Αύριο μετά το σχολείο θα έρθω να σε πάρω. Θα πάμε βόλτα στο παππού. Δεν με είδε και εκείνος"
"Θα μας πάρει εκατό ώρες με τα πόδια ρε Λαέρτη..."
"Ποια πόδια; Με το αμαξι θα έρθω. Πας καλά;"
"Ποιο αμάξι;!" Η Αλίκη τρόμαξε
"Οδηγώ ξέρεις... Έχω δίπλωμα από το στρατό... Το ξέχασες;"
"Όχι αλλά..."
"Φοβάσαι; Πες μου ότι φοβάσαι να τρελαθώ!"
"Όχι βέβαια... Μετά θα σε πάω κι εγώ βόλτα με το τρακτέρ! Εκεί να δεις κίνδυνο!" σχολίασε μα το πρόσωπο της, άλλαξε "Θέλω να τελειώσει η χρονιά... Βαρέθηκα. Όλο τα ίδια και τα ίδια κάνουμε. Αν είναι να έρθω κι εγώ μαζί στο οινοποιείο, δε καταλαβαίνω γιατί πρέπει να αριστευσω.."
"Λίγοι μήνες εμείναν να τελειώσεις τη χρονιά Αλίκη μου. Εκτός αυτού, δε θέλεις να σπουδάσεις; Κανένας δε σου είπε να έρθεις στο οινοποιείο. Ολόκληρη γυναικα είσαι... Θα φτιάξεις το μέλλον που θέλεις!"
"Τι είμαι;"
"Τι είσαι;" απόρησε μη καταλαβαίνοντας την ερώτηση της.
"Με είπες γυναίκα..." είπε χαμογελαστή
"Και τι να σε πω ρε πουλάκι μου;"
"Πρώτη φορά με λες έτσι..."
"Γεγονός είναι... Δε το είπα για κακό"
"Δε το πήρα στραβά..." του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και αναστεναξε "Ο μπαμπάς πιστεύει ότι η θεωρητική δεν αξίζει. Που θα γίνω δασκάλα λέει, με τόσους άνεργους που περιμένουν μετάθεση σε κάποιο σχολείο..."
"Καλά, δεν έχει και άδικο αλλά από την άλλη, τόσα σχολεία έχει η περιοχή... Αν όμως δε θέλεις, μπορείς ακόμα να αλλάξεις κλάδο. Δεν είναι αργά. Άλλωστε μετά το λύκειο ξεκινούν οι σπουδές..."
"Δεν έχεις άδικο. Ήθελα μια αγγλική φιλολογία είναι η αλήθεια... Αλλά δε ξέρω πως να του πω" Χαχανισε
"Τα σιχαίνεται και τα αγγλικά... Δύσκολα βάζεις κι εσύ!"
"Ναι γιατί πιστεύει ότι θα φύγω έξω και δε θα γυρίσω ξανά. Είναι δυνατόν να φύγω; Απορώ πως το σκέφτεται!"
"Θα ήθελες να φύγεις όμως;"
"Λαέρτη τι λες; Ειδικά τώρα που γύρισες κι όλας; Δεν υπάρχει περίπτωση..."
"Εσύ κοίτα το μέλλον σου. Τα άλλα δεν φεύγουν ρε μικρή... Εγώ εδώ θα είμαι"
"Θα δω. Έχουμε λίγο ακόμα καιρό άλλωστε... Τι θα κάνεις αύριο;"
"Πιθανόν να ξεναγήσω λίγο το Στάθη και μετά θα έρθουμε να σε πάρουμε μαζί αν είναι..."
"Μπορούμε να πάμε μόνοι μας; Δεν έχω θέμα με το παιδί, προς θεού... Αλλά έχουμε καιρό να πάμε εκεί τα δύο μας. Τι λες;"
"Έχεις δίκιο... Πρέπει να κάνουμε και παραγωγή άλλωστε!"
Η Αλίκη έμεινε σκεπτική ενώ εκείνος ήταν ευδιάθετος.
"Έχεις ομορφυνει πολύ..." είπε τις σκέψεις της. "Έβγαλες μέχρι και γένια..."
"Σε ενοχλούν;"
"Όχι. Αλλά παλιά σε έπιανα και άγγιζα κάτι απαλό..."
"Κι εγώ παλιά σε έπιανα και άγγιζα τις τριχουλες στα ποδαράκια σου" αστείευτηκε "Μα τώρα πάνε κι αυτές..."
"Έλα μωρέ Λαέρτη, δε κάνω αστεία... Η μαμά με έχει ζαλίσει. Με ενοχλεί πολύ. Δε καταλαβαίνω γιατί πρέπει να βάλουμε όρια ανάμεσα μας..."
"Έτσι σου είπε;" ρώτησε περίεργα
"Ναι... Μεγάλωσες λέει, είσαι άντρας λέει, με έφαγε με αυτή τη λέξη. Με έχει εκνευρίσει πολύ. Να σου αφήνω το χώρο σου, να μην τρέχω από πίσω σου...Να μην έρχομαι να κοιμόμαστε μαζί..." η Αλίκη έκανε μια παύση μα κι εκείνος σώπασε. Στα λόγια της και οι δύο θυμήθηκαν το πρωίνο τους ξύπνημα και κάθε ένας τους, άλλαξε έκφραση αμέσως.
"Κοίτα... Ειλικρινά, συγνώμη για το πρωί. Έχει ένα δίκιο σε αυτό... Όχι σε όλα! Μη παρεξηγήσεις τα λόγια μου... Αλλά είδες τι έγινε το πρωί. Καμία φορά κοιμάμαι βαριά. Βαθιά. Δεν έχω αίσθηση του χώρου. Ειδικά ύστερα από δύο χρόνια απουσίας έχω αλλάξει συνήθειες... Ξέρεις πόσο μαλάκας ένιωσα σήμερα; Ίσως αυτό εννοεί η μαμά..."
"Μπορεί... Αλλά αυτό σημαίνει ότι όλη μας η παιδικοτητα, εξανεμίστηκε έτσι δεν είναι;"
"Όχι μάτια μου... Απλά άλλο να κοιμάμαι, άλλο να είμαι ξύπνιος..."
"Λαέρτη δε με στεναχωρεί αυτό που έγινε το πρωι. Μου εξηγήσες και κατάλαβα... Εμένα απλά με στεναχωρεί το αύριο...όλες αυτές οι συνήθειες που κόβονται απότομα... Αυτό είναι όλο"
"Κάποια στιγμή δε θα γινόταν; Αύριο μεθαύριο θα φτιάξουμε δικά μας σπίτια. Θα έρχεσαι και θα κοιμόμαστε μαζί;" Αστείευτηκε για να ελαφρύνει το κλίμα
Η Αλίκη έβαλε το χέρι στη τσέπη της, έβγαλε ένα κορδελακι και πήρε το δικό του.
"Τότε δεν έχει και νόημα να σε δένω συνεχώς στο χέρι μου.. Έτσι έκανα παιδί..." πέρασε τη κορδέλα γύρω στο καρπό του, και την έδεσε "Πως σου φαίνεται;"
"Τώρα μάλιστα! Δε θα σκοντάφτω κι όλας!"
Έμειναν να κοιτάζονται γλυκά για λίγο.
Πραγματικά η μετάβασή τους, από παιδιά σε ενήλικες ήταν δύσκολη ενώ αυτά τα δύο χρόνια απουσίας του, δεν βοηθούσαν και πολύ. Κοιτούσε ο ένας τον άλλο σαν να τον εξερευνούσε πάλι από την αρχή. Εκεί που είχαν μάθει να ζουν, έπρεπε να ξεμαθουν...
"Αυτά τα πετράδια σου, είναι λυπημένα..." μίλησε πρώτος ξαφνικά.
"Είναι. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν έχω ιδέα γιατί... Νιώθω ώρες ώρες ένα κενό. Τι μου συμβαίνει ρε Λαέρτη... Σε περίμενα σαν τρελή και τώρα φοβάμαι να σε αγγίξω... Δεν καταλαβαίνω.. Νιώθω τόσο μπερδεμένη. Όλα σκάνε σε νεύρα... Έχω κάτι η μαμά μπίρι μπίρι να με ζαλίζει και κάπως όλο αυτό, μου βγάζει αρνητισμο..."
"Προς εμένα;" του χαμογέλασε τρυφερά
"Φυσικά και όχι... Προς τη ζωή γύρω μου θα έλεγα καλύτερα..."
"Τι θέλεις να κάνεις και δε το κάνεις δηλαδή;"
"Δεν ξέρω. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά σου, να μείνω, να ηρεμήσω. Να ησυχάσω... Και από χθες, νομίζω ότι δεν είναι σωστό..."
"Αηδιες... Απλά η μαμά είναι στο κόσμο της. Ούτε το χώρο μου έχω ανάγκη ούτε τίποτα... Ξέρεις κάτι; Όλα αυτά είναι βλακείες. Θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα σήμερα! Αύριο θα ξυπνήσουμε ωραία και καλά. Μας επηρέασαν τα λόγια της. Πρώτη μέρα ήταν άλλωστε! Για έλα εδώ να σε μυρίσω να μη μπερδεύω που βρίσκομαι!" Την γραπωσε και εκείνη άρχισε ένα γελάει. Χώθηκε και μύρισε το λαιμό της, τη γαργαλησε και εκείνη τον έσπρωξε
"Σταμάτα να κάνεις σαν σκύλος ρε!" τον κορόιδεψε
"Πάει. Τώρα σε μύρισα για τα καλά! Μια χαρά νανάκια θα κάνουμε!"
"Είσαι βλαμμένος ρε..."
"Ναι αλλά σ'αγαπαω πολύ... Κι αν περάσει άλλη μια μέρα και δω αυτά τα μάτια σου θλιμμένα, θα τρελαθώ... Θέλεις αγκαλιές; Αγκαλιές θα έχεις. Θέλεις νάνι; Νάνι θα έχεις... Θέλεις παραμύθια; Κι αυτά θα στα δώσω... Αρκεί να μου είσαι χαρούμενη..."
Η Αλίκη έσκυψε και τον αγκάλιασε αμέσως.
"Δεν ξέρω τι θελω, το μόνο που ξέρω, είναι ότι, δε θέλω τίποτα να μπαίνει ανάμεσα μας... Ούτε η ηλικία, ούτε οι επιλογές, ούτε τίποτα..." είπε δίχως να βγει από τα χέρια του, και εκείνος αναστεναξε...
❤️🤫
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top