Κεφάλαιο 5°


Έλα, θα σε γνωρίσω πάλι... Μόνο εγώ , εσύ και μια κόκκινη κλωστή...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Τον έβλεπε να κάθεται και να τρώει, ενώ εκείνη δεν είχε αγγίξει τίποτα από το πιάτο της. Παρατηρούσε τα σαγόνια του, τα ανοίγματα που έκαναν τα χείλη του, τις φλέβες στο κεφάλι του και στα χέρια...
Όλα ήταν ίδια μα τόσο διαφορετικά.

Τα δάχτυλα του είχαν μεγαλώσει, τα μάτια του σαν να είχαν αποκτήσει μια πιο ανοιχτή απόχρωση, ενώ τα φρύδια του κάθε φορά που το βλέμμα του έπεφτε πάνω της, εσμιγαν και το κοίταγμα του, ήταν πιο έντονο από ποτέ.

"Κόρη μου δε θα φας;" ο Σπύρος της έπιασε απαλά το χέρι

"Θα φάω μπαμπά..."

"Δε πιστεύω να κάνεις πάλι αποτοξίνωση και μαλακίες..." ο Λαέρτης σήκωσε το βλέμμα του πάνω της και η καρδιά της σκιρτησε περίεργα. Δεν κατάλαβε τι ένιωσε. Πάντως ήταν κάτι καινούριο.

"Νομίζω δε την έχω ανάγκη..." είπε και πιάνοντας το πιρούνι της άρχισε να τρώει. "Εσύ πάλι, να δω πως θα διατηρήσεις αυτές τις πέτρες πάνω σου..."

"Μια χαρά θα τις διατηρήσω! Τελείωνε όμως και φάε να σε πάω βόλτα..."

"Τι βόλτα βρε αγόρι μου ακόμα δεν ήρθες... τόσες ώρες ταξίδι έκανες. Κάτσε να ξεκουραστείς λιγάκι..." πετάχτηκε η Μάρθα

"Μια χαρά είμαι μάνα. Από ανθρώπους που μου έλειψαν έχω ανάγκη όχι από ξεκούραση"

"Αμάν μωρέ γυναίκα. Άσε τα παιδιά να πάνε όπου θέλουν! Δύο χρόνια έλειπε το αγόρι μας!" Ο Σπύρος της χαμογέλασε γλυκά "Έχουν τόσα να πουν!"

"Ναι..."Έσκυψε προς το πιάτο της σκεπτική.

"Βασικά, ας κάνουμε ότι θες.... Να σε χαρώ λίγο! Θέλω να μου τα πεις όλα! Κάθε περιπέτεια!" η Αλίκη του χαμογέλασε γλυκά "Καθόμαστε και σπίτι αν είσαι κουρασμένος"

"Δεν είμαι κουρασμένος μικρή"

Η Αλίκη τον κοίταξε πονηρά

"Δηλαδή θα πάμε και στο βουνό αν θελήσω;"

"Ποιο βουνό παιδάκι μου, τρελάθηκες;"

"Αμάν ρε Μάρθα! Άσε τα παιδιά!" επενέβη πάλι ο Σπύρος και εκείνη ξεφυσησε.

"Βρε Σπύρο έβρεχε προχθές... Μέσα στις λάσπες θα γίνουν..."

"Ε και; Μωρά είναι; Θα έρθουν θα κάνουν μπάνιο και τέλος"

"Ναι ρε μανα, τι σε έπιασε;!" Πετάχτηκε και ο Λαέρτης. "Λοιπόν, έτοιμη είσαι;" Κοίταξε την Αλίκη και εκείνη έλαμψε σαν λαμπάδα.

"Αν είμαι λέει!" σηκώθηκε πρώτη "Άντε πάμε πάμε πάμε!!" τον πλησίασε και τον σήκωσε. Ο Σπύρος έβαλε τα γέλια.

"Να προσέχετε!" φώναξε η Μάρθα αλλά η Αλίκη τον τράβηξε ήδη προς τα έξω. Μόλις βγήκαν στην αυλή, σταμάτησε και τον κοίταξε σκεπτική.

"Τι έπαθες; Με σέρνεις από το τραπέζι και μουλαρωσες ξαφνικά;"

"Πάμε στον αχυρώνα; Πόσο καιρό έχουμε να κάτσουμε ήρεμα εκεί!"

"Σίγουρα δε θέλεις βόλτα στο βουνό;"

"Αχ δε ξέρω ρε Λαέρτη! Όλα τα θέλω!" αναπήδησε ενθουσιασμένη και εκείνος γέλασε.

"Βασικά έχεις δίκιο... Δεν είμαστε προετοιμασμένοι για βουνό..." της είπε επικριτικά κοιτάζοντας την με ένα ύφος έντονο και εκείνη χαχανισε. Έβαλε το χέρι στη τσέπη από το φορεματακι της, έβγαλε μια κόκκινη κορδελιτσα και τον κοίταξε.

"Πάντα είμαστε προετοιμασμένοι...Για τι με πέρασες;!" είπε περήφανα

"Αλήθεια τώρα;"

"Έλα, κάνε μου και τον δύσκολο! Έτοιμος ήσουν!" τον κορόιδεψε και έπιασε το χέρι του. Ξεχωρισε το δείκτη του, και έπλεξε στο δάχτυλο του τη κορδέλα. Ύστερα έδεσε και το δικό της και τον κοίταξε. "Μου έλειψε αυτό..." είπε σιγανα καθώς ένωσαν τις παλάμες τους.

"Και μένα μικρή μου... Πάμε;"

"Πάμε, και στο δρόμο θέλω να μου τα πεις όλα..."

"Άντε πάλι. Τίποτα δεν υπάρχει που δε ξέρεις..."

"Ψεύτη... Όλο και κάτι θα έχεις να μου πεις!"

"Νομίζω θα είναι βαρετές για σένα αυτές οι ιστορίες. Από την άλλη, σε βλέπω εντελώς αλλαγμένη... Μάλλον αν κάποιος έχει κάτι να πει, αυτή είσαι εσύ δεσποινίς μου!"

Πήραν το μονοπάτι πίσω από το σπίτι, όπως έκαναν από παιδιά.

"Εγώ δεν έχω κάτι... Άλλαξα λιγάκι. Η μαμά είπε ότι είναι φυσιολογικό πια... Κι εσύ έχεις αλλάξει πολύ. Νομίζω χάσαμε και οι δύο το στοίχημα" Του χαμογέλασε γλυκά και εκείνος πιάνοντας τη από τη μέση, τη βοήθησε να κατέβει κάτι βραχάκια. "Κοίτα πως με σήκωσες! Σαν να είμαι πούπουλο!" απόρησε έκπληκτη

"Θέλεις να σε πάρω στους ώμους;"

"Λαέρτη πας καλά; Και να πέσω και να τρέχουμε;"

"Πώς θα πέσεις ρε βλάκα! Θα σε κρατάω!"

"Όχι όχι. Δεν είμαι παιδί πια. Άσε που φοβάμαι κάπως και τα ύψη..."

"Από πότε; Εσύ σκαρφαλώνεις σα τη μαϊμού στα δέντρα!"

Η Αλίκη ξεφυσησε.

"Είχαμε πάει στο Λουνα παρκ με τα κορίτσια... Ανέβηκα σε μια βλακεία και τρόμαξα..."

"Βλέπω πάντως, από έξοδο σε έξοδο είσαι! Καφές σινεμά λουνα παρκ..."

"Και τι να κάνω; Όλοι βγαίνουν. Εκτός αυτού, με τα κορίτσια περνάμε πολύ όμορφα..."

"Τόσα χρόνια φίλες είστε ρε μάτια μου. Λογικό..." κράτησες σφιχτά το χέρι της, πέρασαν ένα ρυάκι και συνέχισαν. Δεν ήταν ανάγκη να έχουν προορισμό. Ποτέ δεν είχαν. Απλά περπατούσαν πάντα μεχρι να κουραστούν

"Βασικά, δε κάνω παρέα πια με τη Φένια και τη Κατερίνα..." είπε κάπως μαζεμένη

"Γιατί;"

"Τίποτα... Γυναικοδιαμαχες ας το πω..."

"Ρε χαζό, δε πιστεύω να μαλωσες γιατί ήρθε και με βρήκε στο Γύθειο η κοπέλα.."

"Η κοπέλα;" τον ειρωνεύτηκε "Κοριτσάκι είναι!"

"Αλίκη μου, σου έχει στρίψει; Σε περνάει κι όλας..."

"Δε με απασχολεί. Έχουμε άλλωστε να μιλήσουμε κοντά ένα χρόνο. Δε θα κάτσω να ασχοληθώ μαζί της"

"Ζήλεψες που εκείνη κατάφερε και ήρθε έτσι δεν είναι;" ο Λαέρτης τη τσίμπησε στη μέση

"Ρε μη με τσίμπας!" του είπε ενοχλημένη

"Ρε πουλάκι μου, η κοπέλα κατέβηκε διακοπές... Για αυτό της κρατάς μούτρα;"

"Άντε πάλι με τη κοπέλα..." σχολίασε και ανοίγοντας το βήμα της, εκείνο βρήκε σε μια πράσινη πέτρα πλάι στο ρυάκι και γλίστρησε.

"Κοίτα την θα πέσει κι όλας!" ο Λαέρτης την γραπωσε αμέσως από τη μέση. Τη σήκωσε και την άφησε στο χώμα.

"Αν δε με εκνευρίζεις μια χαρά θα βλέπω που πατάω!"

"Ρε μάτια μου τι διάολο έπαθες τώρα; Ήρθαμε βόλτα και έχεις κατεβάσει μούτρα!"

"Δεν έχω μούτρα!"

"Μαλάκα τυφλός είμαι; Ή ηλίθιος;"

"Ξέρεις κάτι; Της είπα ότι δε γουστάρω να μπλέξει μαζί σου. Κι εκείνη με αγνόησε. Ευχαριστημένος τώρα;"

"Και γιατί δε το λες τόση ώρα; Εκτός αυτού, τι δουλειά έχω με τη Φένια ρε κορίτσι μου; Και να είχα όμως, μεγάλος άντρας είμαι. Εσύ γιατί να σκάσεις; Δε θα έκανα μαλακία ποτέ στις φίλες σου Αλίκη! Αν έμπλεκα θα το έκανα γιατί γουστάρω. Είτε σου αρέσει είτε όχι..."
Γύρισε και του έριξε ένα βλέμμα όλο φαρμάκι. Έπιασε το κορδελακι, το τράβηξε και ξεκίνησε να περπατά μόνη της.
"Αλίκη περίμενε!"

"Δεν καταλαβαίνεις! Με εκνευρίζεις!" συνέχισε με γρήγορο ρυθμο να απομακρύνεται και εκείνος έτρεξε και τη πρόφτασε. Την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε.

"Έχει συμβεί κάτι άλλο και δε μου το λες; Σε πείραξε μήπως ο αδερφός της; Γιατί τόσο μένος από το πουθενά, λίγο δύσκολο να το πιστέψω..."

"Κανένας δε με πείραξε... Απλά δε γουστάρω να μπλέξεις με φίλη μου. Ή πρώην φίλη μου. Αυτό είναι όλο!"

"Και ποιος σου είπε ρε πουλάκι μου ότι σκοπεύω να μπλέξω;" Ο Λαέρτης πήρε μια βαθιά κουρασμένη ανάσα

"Πάντως έλεγε σε όλο το Σουφλί πόσο ωραία περάσατε!"

"Μέχρι τη πόλη τους πήγα με τους γονείς της μαζί! Ένα χρόνο περίμενες με το πετάξεις;"

"Τέλος πάντων"

"Μη μου λες εμένα τέλος πάντων και μου γυρίζεις τα μυαλά!" η Αλίκη έμεινε να τον κοιτάζει έκπληκτη. Τον είχε ξαναδεί θυμωμένο αλλά τώρα, κάτι είχε αλλάξει. Είχε διαφορετική αγριάδα. Άλλη χροιά. Άλλο βλέμμα. Άλλη ένταση στις φλέβες του. Όλα ήταν αλλιωτικα.

"Λαέρτη; Αν μου υψώσεις ξανά φωνή..." ξεκίνησε να λέει μικραίνοντας το βλέμμα της και πήγε πιο κοντά.

"Ναι, για πες... Τι θα κανεις; Θα με δειρεις μήπως;" την ειρωνεύτηκε αμέσως και εκείνη σήκωσε το φρύδι της ως το θεό. "Σηκώνουμε και φρυδακι;" συνέχισε στον ίδιο τόνο και η Αλίκη κοκκίνισε ολόκληρη από τα νεύρα.

"Νομίζεις ότι δε μπορώ;" του αντιγυρισε έξαλλη

"Για δοκίμασε!"
Η Αλίκη του έριξε μια κλωτσιά και εκείνος άνοιξε τα χείλη του έκπληκτος
"Τι κάνεις ρε;!" είπε και αρπάζοντας τη από τη μέση την έβαλε σαν σακί στη πλάτη του και άρχισε να τρέχει.

"Άσε με κάτω ρε!"

"Ζητά συγνώμη!"

"Λαέρτη θα πέσουμε!"

"Ζητά συγνώμη!" έτρεχε και έτρεχε ώσπου γλιστρώντας στις λάσπες έπεσαν και οι δύο μαζί κάτω. Κοιταχθηκαν για μια στιγμή,  και έβαλαν τα γέλια.

"Ηλίθιε!" η Αλίκη του έδωσε μια στο στήθος και πόνεσε η γροθιά της.

"Τι βαράς πάλι;!"

"Ρε πόνεσα..." παραπονέθηκε "Και λερώθηκε και το καινούριο μου φόρεμα! Μπράβο σου!"

"Σιγά που λερώθηκε. Θες να σου πω πως γινόντουσαν τα δικά μου ρούχα στο στρατό;" τη ρώτησε

"Χάλια;"

"Βασικά κάτσε να σου δείξω!" την έπιασε και άρχισε να τη κουνάει πάνω στις λάσπες γαργαλωντας τη μαζί.

"Σταμάτα δεν αντέχω σταμάτα!" η Αλίκη είχε ξεκαρδιστει

"Ζητά συγνώμη για πριν!" της είπε γαργαλωντας τη ακόμα περισσότερο και εκείνη ενέδωσε.

"Συγνώμη συγνώμη!" φώναξε και εκείνος σταμάτησε.  Είχαν λαχανιασει. Εκεινη ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στις λάσπες κι εκείνος πλάι της, μέσα στα χάλια τους. Ξάπλωσε δίπλα της χωρίς να τον ενδιαφέρει.
"Αν μας δει η μαμά θα πάθει εγκεφαλικό..." του είπε γυρίζοντας προς το μέρος του.

"Τίποτα δε θα πάθει..." ο Λαέρτης γύρισε προς το μέρος της και εκείνος. "Έχεις γεμίσει λάσπες παντού..." σήκωσε το δάχτυλο του στη μύτη της και έκανε πως τη καθάριζει

"Με αυτά τα χέρια τώρα εσύ νομίζεις θα με στρώσεις; Σαν κλόουν θα με κάνεις..."

"Είσαι κλόουν. Δε χρειάζεται να προσπαθήσω και πολύ!"

"Αλήθεια τώρα;"

"Πλάκα σου κάνω ρε βλαμμένο, έλα εδώ..." τη τράβηξε στην αγκαλιά του και χαμογέλασε "Πόσο καιρό είχαμε να πέσουμε στις λάσπες;"

"Πάνε σίγουρα πέντε χρόνια..."

"Πράγματι..."

"Θα κοιμηθούμε μαζί σήμερα;"

"Όχι.."

"Γιατι; Πώς και πώς περίμενα..." Η Αλίκη κατσουφιασε αμέσως

"Γιατί δεν είμαστε παιδιά Αλίκη..."

"Ε και; Πρώτη φορά θα είναι ή τελευταία που κοιμόμαστε μαζί..."

"Ναι, αλλά... Μεγαλώσαμε. Εκτός αυτού, κλωτσαω κι όλας!"

"Άντε ρε ψεύτη!"

"Δεν έχει νάνι νανι αγκαλίτσα αλλά σου υπόσχομαι, να σε πάω όπου θέλεις το βράδυ. Και σινεμά και στα ηλεκτρονικά και παντού..."

"Τα βαρέθηκα... Δεν έχω όρεξη. Θέλω να σε χορτάσω. Να δούμε καμιά ταινία ίσως; Λίγο κρασάκι. Να κάτσουμε στο σαλόνι..."

"Έχεις ξεφύγει τελείως έτσι;"

"Ένα κρασάκι είπα να πιούμε! Σιγά. Εξάλλου, μου χρωστάς ένα!"

"Δε σου χρωστάω! Εσύ είπες ότι δεν με αναγνώρισες...Άρα, κανένας δε χρωστάει σε κανένα..." η Αλίκη τον κοίταξε σκεπτική.

"Αλήθεια δεν με κατάλαβες ουτε λίγο; Τόσο πολύ άλλαξα;"

"Κακά τα ψέματα, αλλιώς σε άφησα αλλιώς σε βρήκα..."

"Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό;"

"Τίποτα από τα δύο... Δε ξέρω. Απλά μεγαλώσαμε..."

"Τα κορίτσια λένε πως έδωσα απότομα..." του είπε σιγανα "Με βλέπεις τόσο πολύ αλλαγμένη;"

Η Αλίκη ανασηκώθηκε και του χαμογέλασε

"Τώρα εγώ τι πρέπει να απαντήσω σε αυτό για να μη θυμώσεις;" τη κορόιδεψε

"Τίποτα! Ελα σήκω! Πάμε σπίτι γιατί θέλω να σου πω και κάτι..."

"Και γιατί πρέπει να πάμε σπίτι για να μου το πεις;"

"Δε ξέρω... Έλεγα να κάτσουμε, να χαλαρώσουμε..."

"Αλίκη τι τρέχει;" Εκείνη χαμογέλασε κάπως περίεργα

"Θα σου πω, αλλά μη κάνεις καμιά βλακεία εντάξει;"

"Τι εννοείς;"

"Θυμάσαι το Νίκο; Τον αδερφό της Κικης;"

"Ναι τι τρέχει; Σε πείραξε;"

"Όχι ρε Λαέρτη! Κατευθείαν το μυαλό σου για καυγά!"

"Ε τότε;"

"Μου ζήτησε να γίνω το κορίτσι του. Πήγαμε και σινεμά..."

"Με αυτό το βλαμμένο;!" απόρησε έκπληκτος

"Γιατί το λες βλαμμενο το παιδί;!"

"Ξέρω 'γω... Το ένα μάτι κοιτά δεξιά το άλλο αριστερά! Σε όλο το σχολείο μυξες είχε ρε Αλίκη! Δηλαδή έλεος..."

"Μεγαλώσαμε! Αλλάξαμε! Και είναι καλό παιδί. Δεν βγαίνει σαν τους άλλους και δε κάνει βλακείες!"

"Καλά καλά. Δε θα τον ξαναδείς και τελείωσε..."

"Γιατί να μη το ξαναδώ;"

"Γιατί όλα τα αγοράκια σε αυτή την ηλικία, ένα πράγμα θέλουν..."

"Τι θέλουν, σεξ;" ο Λαέρτης σαστισε "Πες μου τώρα ότι θα μου κάνεις το μάθημα για τις πεταλούδες και τα πεταλούδακια..." του είπε ήρεμη "Δεν είμαι κανένα μωρό. Ξέρω πως γίνεται το σεξ!"

"Έκανες σεξ;!" άνοιξε χείλη και μάτια διάπλατα

"Όχι. Αλλά κάποια στιγμή θα κάνω και εγώ. Η Κική έκανε. Μας είπε λεπτομέρειες... Πρώτα από όλα πρέπει να..."

"Ει ει ει.... Στοπ!"

"Τι έγινε; Σιγά μωρέ Λαέρτη. Κουβεντα κάνουμε!"

"Είναι κάπως άβολο... Λέω εγώ τώρα!"

"Γιατί εσύ το έχεις μαντρωμενο;"

"Ρε Αλίκη τι λες;!" ο καημένος άλλαξε χίλια χρώματα "Πως μιλάς έτσι;'

"Χελοόυυυ μεγάλωσα ξέρεις..."

"Το βλέπω δυστυχώς!"

"Όπως και να έχει, το σεξ είναι σεξ. Όλοι κάνουν κάποια στιγμή"

"Μάτια μου γλυκά, δε ξέρω πως σου τα είπανε, αλλά όντως το σεξ είναι σεξ... Η πρωτη φορά όμως, δεν είναι σεξ..."

"Και τι είναι; Έρωτας; Μεγάλωσα και για παραμύθια ξέρεις..."

"Γιατί το βλέπεις έτσι;"

"Γιατί αν είναι να κάτσω να περιμένω τον έρωτα της ζωής μου, θα μείνω παρθένα μια ζωή ρε Λαέρτη!"

"Να μείνεις!"

"Αχ δε σε μπορώ ειλικρινά... Εσύ δηλαδή έκανες έρωτα τη πρώτη σου φορά;"

"Είναι διαφορετικό στον άντρα..."

"Κάνεις λάθος. Επιλογή ειναι..."

"Σαν πολύ αέρα δε πήρες; Ακόμα δε βγήκες από το αυγό σου και έμαθες τις επιλογές. Κανόνισε κακομοίρα μου!"

"Δεν καταλαβαίνεις και με συγχιζεις..."

"Ωραία... Θες να στο πω απλά για να καταλάβεις; Θα στο πω! Προτιμάς να πας να πηδηχτεις με το πρώτο τυχόντα, από το να ζήσεις τη πράξη όπως πρέπει να τη ζήσεις τη πρώτη σου φορά;"

"Έχω πολύ υψηλά στάνταρ για να βρω το τέλειο..." είπε ήρεμη

"Θα σε βρει εκείνο μάτια μου...." ο Λαέρτης την έπιασε από το χέρι, και τη τράβηξε κοντά του. "Είσαι ελεύθερη να κάνεις στο κορμί σου ότι θέλεις. Οφείλω όμως σαν μεγάλος αδερφός, να σου εξηγήσω ότι κάποια πράγματα, πρέπει να σου αφήνουν όμορφες γλυκές αναμνήσεις... Μη γίνεις ένα κομμάτι κρέας για το κάθε μαλάκα εκεί έξω..."
Η Αλίκη ξεφυσησε...
"Θα δώσεις το κορμί σου κάπου που δεν αγαπάς;" Ο Λαέρτης είχε μια ήρεμη, σταθερή αύρα μιλώντας της. Ούτε θυμωμένη πια, ούτε έκπληκτη, ούτε τίποτα. Ήταν σοβαρός. Την αντιμετώπιζε για πρώτη φορά όπως εκείνη ήθελε... Σαν ίση και όχι σαν μωρό.
"Τι σε νοιάζει τι κάνει η Κική και η κάθε Κική εκεί έξω; Ας πάει να πηδηχτει και με ολόκληρο το Σουφλί... Μη δίνεσαι ρε μικρή, χωρίς να αξίζει..." Η Αλίκη δακρυσε και ανοίγοντας τα χέρια της τον αγκάλιασε

"Έναν άντρα σαν εσένα θέλω να βρω αλλά δεν υπάρχει πουθενά..." του είπε και ο Λαέρτης ένιωσε ένα περίεργο τσίμπημα στο στήθος. "Να με κρατάει, να πετάγονται από παντού αυτές οι φλέβες... Να με κοιτάει και να λιώνω. Πολλά ζητάω; Πολλά... Δεν υπάρχει κανένας εκεί έξω όπως τον θέλω... Εσύ υπάρχεις και είσαι αδερφός μου" αστείευτηκε

"Θα τον βρεις. Ή θα σε βρει εκείνος. Μη σπας το κεφάλι σου... Μέχρι τότε όμως, σαν συμβουλή θα στο πω, μη δώσεις τον εαυτό σου σε ένα ρεμαλι που δε θα το θυμάται καν... Αμαρτία είναι. Κράτα αυτή τη στιγμή για να αξίζει..."

"Έχεις δίκιο... Απλά ώρες ώρες μου τη σπάει όταν μιλάνε τα κορίτσια..."

"Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου..." Έκανε μια παύση και τη κοίταξε "Σε φίλησε ο σιχαμενος;"

"Ρε Λαέρτη μη τον λες έτσι τον καημένο. Καλό παιδί είναι ειλικρινά... Και όχι, ακόμα τίποτα. Όχι ότι το κυνήγησα κι εγώ..."

"Αν το ήθελες θα το είχες κυνηγήσει. Άρα δε κάνει για σένα..."

"Πιστεύεις ότι θα το θελήσω ποτέ;"

"Δε καταλαβαίνω γιατί είσαι τόσο αρνητική στον έρωτα. Εσύ είχες τρέλα,με τα παραμύθια τους πρίγκιπες.. Έλεγες για την αγάπη..."

"Με τόσα που ακούω, όλα έγιναν απλά μια πράξη .."

"Αλίκη αν ήταν να βαδίζουμε με όσα ακούμε από το κόσμο, θα είχαμε καταστραφεί μάτια μου..." έπιασε το προσωπάκι της και της χαμογέλασε "Μη χάνεις τη μαγεία σου. Αλλιώς άλλαξε φίλες!" είπε πιο έντονα και εκείνη χαμογέλασε

"Ένα μήνα πριν, φαντάσου ζωγράφισα με μαρκαδόρους ένα ρουφηγμα στο λαιμό μου..."

"Το έχεις χάσει εντελώς έτσι;"

"Όχι. Η Σόνια έδειχνε το δικό της περήφανα και μου την έδωσε. Έκανα ένα κι εγώ!"

"Και;"

"Και έγινα ρεζίλι... Πήγαμε για καφε ιδρωσα και άρχισε να τρέχει η μπογιά..." γέλασε με τον ίδιο τον εαυτό της. "Απλά με εκνευρίζουν γιατί κάνουν ότι τα ξέρουν όλα..."

"Ρε μικρό μου, ειλικρινά άλλαξε φιλες... Χίλια χρόνια με τη Φένια που δε ξέρει και τι έχει μέσα στο βρακί της παρά με αυτές!"
Η Αλίκη τον στραβοκοιταξε αμέσως
"Καλά καλά, γαμησε τη Φένια... Θα βρούμε άλλη, εντάξει;"

"Είναι καλά κορίτσια αλλά από τη μέρα που ολοκλήρωσαν άλλαξαν και κάπως νιώθω στην απ' έξω. Αυτό είναι όλο. Ίσως φταίω και εγώ που νευριάζω..."

"Εδώ πήγες και ζωγράφισες με μαρκαδόρους πάνω σου ρε Αλίκη! Το έχεις τερματίσει..."

"Μα ήθελα ένα να μοιάζει! Να το δουν, και να σκάσουν!"

"Και να το δει και η μαμά και ο μπαμπάς και μετά να σκάσεις εσύ!... Μπράβο Αλίκη!"

"Μαρκαδόρος ήταν δεν είπα ότι θα κάνω κι αληθινό! Άσε που πρέπει να πονάει πολύ... Πόσα αιμοφόρα αγγεία σπάνε για γίνει απλά μια ηλίθια μελάνια... Απορώ ώρες ώρες με τον εγκέφαλο ορισμένων ανθρώπων... Δε πρόκειται να αφήσω κανένα να μου κάνει τέτοιο πράγμα ποτέ στα αλήθεια..."

"Καλά καλά... Θα έρθει καποια στιγμή, που μέσα στη τρέλα σου, θα το ζητήσεις κι όλας.."

"Έτσι λες εσύ! Δε με ξέρεις καλά..."

"Δεν έχει να κάνει με το πόσο καλά σε ξέρω ρε Αλίκη... Ειναι η στιγμή ρε μάτια μου.. Δε μπορώ να σου εξηγήσω τώρα αλλά όταν θα έρθει η ώρα θα καταλάβεις"

"Τέλος πάντων, πάμε σπίτι; Πείνασα.." είπε ξέροντας ότι θα φάει κατσαδα

"Αφού δεν έφαγες τίποτα! Η μαμά έκανε ολόκληρη μπάμπω και εσύ στο κόσμο σου! Άντε, έλα πάμε..."

"Περίμενε!" τον σταμάτησε και έβγαλε ένα κορδελακι. "Τώρα που αγαπηθηκαμε πάλι, δε θα φύγουμε χωρίς κορδελακι..."

"Πάντα αγαπιόμαστε Αλίκη μου, απλά δε πιάνουν κρίσεις ώρες ώρες..!"

"Καλα, έλα να σου βάλω τώρα τη κορδέλα και άσε με εμένα να ξέρω καλύτερα!"

"Νομίζω θα ξαναφύγω μόνιμος αυτή τη φορά!" της είπε και εκείνη τον έσπρωξε.

"Σταμάτα τις βλακείες.. Στην ιδέα και μόνο γυρίζει κόμπος το στομάχι μου Λαέρτη"

"Σιγά ρε Αλίκη... Τόσο πολύ σου έλειψα; Δε σου κράταγε παρέα ο μυξιαρης;"

"Αχ δε σε αντέχω!!" Η Αλίκη γέλασε και ξεκίνησαν για το σπίτι. Της είχε λείψει αληθινά να μιλάνε. Μπορούσαν να σκοτωθούν, να φιλιώσουν και να μιλάνε με τις ώρες... Για το κάθε τι...

Στο δρόμο της επιστροφής τον έπεισε επιτέλους να της πει ιστορίες από το στρατόπεδο. Δεν είχε τόση ανάγκη να μάθει, μα ειχε τεράστια ανάγκη, να ακούει απλά τη φωνή του μιλά...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Λοιπόν, θα σε πάρω στους ώμους, θα σε σηκώσω και θα μπεις από το παράθυρο πριν σε δει η μαμά σε αυτά τα χάλια εντάξει;" Της είπε όταν έφτασαν

"Κι εσύ πως θα μπεις;"

"Θα σκαρφαλώσω ρε Αλίκη! Εκεί κόλλας;"

"Από πού καλέ; Από το λούκι;!"

"Έχω σκαρφαλώσει και από χειρότερα μέρη... Έτοιμη;"

"Αν με ρίξεις θα σε γδαρω!"

"Τελείωνε ρε μάτια μου, που θα σε ρίξω κι όλας!"

"Λοιπόν, έτοιμη!" Την έπιασε και εκείνη άρχισε να γελάει

"Ρε Αλίκη!"

"Με γαργαλας ρε!"

"Πάψε θα βγει η μαμά!"

"Γαργαλιεμαι!"

"Και από πού να σε πιάσω ρε πουλάκι μου;!"

"Περίμενε. Κάτσε ακίνητος και θα σκαρφαλώσω εγώ πάνω σου!"

"Δε πας καλά!"

"Κάτσε σου λέω!"

Ο Λαέρτης κάθισε ελαφρώς προς τα κάτω και εκείνη πάτησε στο μπούτι του, έκανε έναν ελιγμό, και βρέθηκε στο κεφάλι του.

"Ρε που τα έμαθες αυτά;!" της είπε και εκείνη γέλασε.

"Έκλεψα σύκα από τη κυρά Καλλιόπη..." χαχανισε "Έχω σκαρφαλώσει στο δέντρο άπειρες φορές. Λοιπόν, με το τρία θα σηκωθώ όρθια στους ώμους! Κανόνισε να με ρίξεις!"

"Δε θα σε ρίξω ρε πουλάκι μου. Άντε!" Η Αλίκη σηκώθηκε. Έπιασε το παράθυρο της, το άνοιξε και τον κοίταξε. "Πατα επάνω στις παλάμες μου!" Εκείνη πάτησε και εκείνος ανασηκώθηκε μονομιάς. "Τελείωνε!" της φώναξε και εκείνη σκαρφάλωσε γελώντας και μπήκε μέσα. Έβγαλε το κεφάλι της και τον κοίταξε

"Άντε να σε δω ρε κομάντο!" τον κορόιδεψε και εκείνος έπιασε το λούκι, έβαλε κόντρα στα πόδια και άρχισε να σκαρφαλώνει. "Ρε φίλε το εννοείς..." είπε έκπληκτη και πηγαίνοντας προς τα μέσα, έβγαλε το φόρεμα στα γρήγορα.

"Τι νόμιζες ότι είμαι κανέν...ΡΕ ΑΛΙΚΗ!" Τσιριξε μπαίνοντας μέσα

"Σόρρυ! Είπες να κάνω γρήγορα!"

Ο Λαέρτης γύρισε αμέσως από την άλλη

"Δε μπορούσες να περιμένεις ένα λεπτό;"

"Σόρρυ είπα! Έλα εντάξει. Γύρνα"

"Δεν είσαι πλέον μωρ...ΡΕ ΑΛΙΚΗ!" ξαναφωναξε κι εκείνη ανασηκωσε τους ώμους.

"Τώρα τι έκανα;!"

Είχε βάλει τη μπλούζα του, ένα ζευγάρι κάλτσες και μάζευε τα λερωμένα από κάτω.

"Δικά σου ρούχα δεν έχεις;"

"Μα αυτά φοράω κάθε βράδυ..."

"Τα ρούχα μου;!"

"Αφού μου τα άφησες. Είπες αν θέλω να τα πάρω! Τι σε έπιασε;!"

"Ρε μάτια μου, αδέρφια είμαστε. Πρέπει να βλέπω τα μπούτια σου ρε φίλε;! Αηδία!"

"Σιγά ρε... Πώς κάνεις έτσι! Έλα τελείωνε, βγάλε και τα δικά σου και φορά αυτά!" του άφησε μια βερμούδα και ένα μπλουζάκι στο κρεβάτι "Θα τα βάλω στο πλυντήριο και δε θα πάρει χαμπάρι τίποτα η μαμα!" χαχανισε

"Θα αλλάξω στο δωμάτιο μου"

"Είπες ότι θα δούμε ταινία! Μου υποσχέθηκες!"

"Θα δούμε. Αλλά μπορώ να έχω νομίζω την άνεση να αλλάξω στο δωμάτιο μου ήρεμα και ωραία. Τι λες;"

"Τι κολλήματα τρως; Παλιά αλλάζαμε συνεχώς από δω και από εκεί..." Και πραγματικά η Αλίκη δεν καταλάβαινε.
Από μικρά, άλλαζαν χωρίς κανένα θέμα. Είχε αρχίσει να την ενοχλεί. Στη τελική δεν έμεναν και γυμνα εντελώς.

Ο Λαέρτης ξεφυσησε και τη πλησίασε. Έπιασε το μουτράκι της και της χαμογέλασε

"Παλιά ήμασταν μικρά. Παιδάκια. Δεν είναι  σωστό πια. Τα σώματά μας αλλάζουν ρε πουλάκι μου..."

"Γιατί μήπως θα δεις τα μπούτια μου, και θα πάθεις λαλα; Τι λες μωρέ Λαέρτη..." παραπονέθηκε "Τι είμαστε τίποτα ανώμαλοι;" Τον κορόιδεψε "Ειδικά εμείς που μεγαλώσαμε μαζί, δε θεωρώ ότι είναι κάτι κακό. Αλλά εντάξει... Αν δε νιώθεις άνετα, δεν έχω τοτ..." Ο Λαέρτης έπιασε τη μπλούζα του, την έβγαλε και τη πέταξε στο κρεβάτι.

"Χαρούμενη τώρα;" Η Αλίκη γύρισε αμέσως από την άλλη. "Γιατί γυρνάς; Έλα, κοίτα...!" τη κορόιδεψε αλλά εκείνη είχε κοκκινίσει ολόκληρη. Δεν ήξερε γιατί... Απλά ένιωσε ντροπή. "Κάτσε να βγάλω και το παντελόνι, εκεί να δεις!"

"Καλά καλά... Ντύσου στο δωμάτιο σου. Ή βασικά ντύσου εδώ..." Έτσι όπως ήταν γυρισμένη έτρεξε στη πόρτα την άνοιξε και βγήκε αμέσως έξω. Μόλις την έκλεισε στάθηκε για μια στιγμή και έπιασε τη καρδιά της αισθανόμενη φοβο και αποστροφή στις σκέψεις της.. Ίσως τελικά είχε δίκιο ο Λαέρτης, σκέφτηκε... Δεν ήταν πια παιδιά, και σίγουρα τα σώματα τους είχαν αλλάξει...

❤️
Καλή μας χρονιά σε όλους!!
Ευχαριστώ για τις ευχές ❤️❤️
Συγνώμη αν δεν απάντησα ξεχωριστά στη κάθε μία. Αλλά σας ευχαριστώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top