Κεφάλαιο 4°

Τι αφήνεις πίσω, τι βρίσκεις...
Τι νιώθεις, και τι δε θα έπρεπε να νιώθεις...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Γύθειο

Τεντώθηκε...

"Ρε μαλάκα Φρατζή, θα το σηκώσεις επιτέλους πρωί πρωί;! Ξύπνησε όλος ο θάλαμος!"

"Τι έγινε ρε παιδιά;"

"Το κινητό σου! Χτυπάει. Πάλι  ξέχασες να το βάλεις αθόρυβο!"

"Σιγά ρε μικρέ... Και τι έγινε; Τράβα κοιμήσου. Θα το σηκώσω" είπε ενοχλημένος και πιάνοντας το, κοίταξε την οθόνη.
Το πήρε, πήδηξε τη κουκετα, άρπαξε και το στρατιωτικό του τζακετ και βγήκε έξω.

"Τι θες ρε διαολε πρωί πρωί;" είπε σηκώνοντας το.

"59 και σήμερα!" Την άκουσε να τσιριζει λαχανιασμενη

"Αλίκη χοροπηδάς στο κρεβάτι;!"

"59!"

"Κατέβα ρε βλαμμένο θα πέσεις!"

"Δε θα πέσω!"

"Να σου πω, μάτια μου... Να σε αφήσω να πιω ένα καφέ;"

"Θα σε άφηνα πρώτη! Κι εγώ για καφέ θα πάω!"

"Για καφέ;"

"Ναι, μόνο εσύ θα πίνεις;"

"Τι λες ρε σκατό;" Ο Λαέρτης χαμογέλασε και κίνησε για το καψιμί

"Ένα φραπεδακι σκέτο. Σαν και εσένα το δοκίμασα και μου άρεσε..."

"Για αυτό χοροπηδάς έτσι; Μη πίνεις τόσα και είσαι στις τσιτες!"

"Ωραία είναι!"

"Αλίκη σταμάτα να χοροπηδάς. Ακούω την ανάσα σου μάτια μου"

"Ωχουυυ καλά! Σαγαπαω! Φεύγω!"

"Να προσέχεις..."

"Πάντα προσέχω! Έμαθα τώρα που λείπεις μη σκας!"

"Ναι καλά... Αφού χωρίς εμένα δε μπορείς"

"Δύο χρόνια λείπεις... Έμαθα να προσέχω. Λοιπόν, θα σε πάρω αύριο!!"

"Μη πάρεις πάλι πρωί πρωί!"

"Θα το σκεφτώ!"

"Ακόμα να κατέβεις έτσι δεν είναι;"

"Έλα, σταμάτησα! Κατεβαίνω. Εντάξει τώρα;"

"Φιλάκια μικρή..."

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Ρε μαλάκα Φρατζή, έλεος..."

Ο Λαέρτης γέλασε.

"Καλύτερα να σου κάνω εγώ καψονια παρά ο διοικητής! Και στη τελική δε σου αρέσει έτσι όπως κελαηδαει ο Κότσιρας;"

"Μαλακα, χτυπάει το κινητό σου και θέλω να πάω για καφέ και τσιγάρο κάθε πρωί!'

"Σε κρατάει κανείς;" Ο Λαέρτης γέλασε και κοίταξε την οθόνη. Ήταν τρελή αυτή η κοπέλα τελικά.
"Τι θες;;" το σήκωσε και της μίλησε απότομα αλλά χαμογελούσε.

"27 και σήμερα!!" η Αλίκη το είπε και το κάνε. Τον έπαιρνε κάθε μέρα το πρωί τρελαμενη και του έλεγε τις μέρες...

"Πόσο χαίρομαι που η αριθμητική που κάναμε έπιασε τόπο δε φαντάζεσαι..."

"Κορόιδευε όσο θέλεις! Τελειωνεεεεε"

"Προσπαθώ ο άνθρωπος! Λίγες μέρες έμειναν..."

"Λοιπόν, σε φιλώ γλυκά γλυκά γλυκά!! Φεύγω!"

"Πάλι φεύγεις;"

"Ναι, θα πάω για ψώνια με τα κορίτσια!"

"Φιλάκια στη Φένια να δώσεις..." σιωπή... "Αλίκη; Έλα ρε μάτια μου, ένα αστείο έκανα... Αλίκη;" του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα και εκείνος άρχισε να γελάει μόνος του...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Το ρολόι έδειχνε πέντε το πρωί. Άφησε το όπλο στην άκρη. Σε μισή ώρα τελείωνε τη σκοπιά. Έβγαλε το τηλέφωνο, χαμογέλασε σαν χαζός και τη κάλεσε.

"Μμμμμ" ακούστηκε ύστερα από λίγο.

"Αλίκη ξύπνα!"

"Λαέρτη;"

"Εγώ είμαι, ποιος ήθελες να είναι;"

"Έξω σκοτάδι είναι ακόμα... Τι ώρα είναι;"

"Πόσες έμειναν Αλίκη;"

"Τι έμειναν;"

"Μαλάκα κοιμάσαι! Σήκω!"

"Γιατί; Ωραία είναι... Άσε με..."

"Σήκω να μου κάνεις παρέα! Τελευταία σκοπιά κάνω. Και πες μου πόσες έμειναν!"
Την άκουσε να χασμουριεται και να βγάζει μικρούς ήχους
"Αλίκη ξύπνα!"

"Αυτό θα μου το πληρώσεις... Χθες με το ζόρι έκλεισα μάτι.."

"Γιατί τι έκανες νυχτιατικα;"

"Η μαμά μου ένας να χρησιμοποιώ επιτέλους την ανέμη..."

"Αααα ωραία. Καινούρια βάσανα θα έχουμε"

"Άι παράτα με ρε..."

"Αουτς... Ξυνή είσαι σήμερα"

"Κοιμάμαι ρε άνθρωπε!"

"Λέγε πόσες μέρες έμειναν και ίσως σε αφήσω να κοιμηθείς..."

"25...." Είπε και την άκουσε να χασμουριεται ξανά.

"Για μάντεψε ξανά..." Στα λόγια του άκουσε θόρυβο, "Αλίκη είσαι καλά;"

"Πες μου ότι θα τελειώσεις νωρίτερα!" εσκουξε αμέσως παλεύοντας με τα σεντόνια της και εκείνος γέλασε

"Δεκαοχτώ ρεεεεεεε δεκαοχτώ!!!" της φώναξε και εκείνη αρχίσει να τσιριζει...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Έστρωσε το άρμα, άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε το τηλέφωνο. Ακόμα δε τον πήρε και είχε πάει δώδεκα.

"Στάθη, πάω μέχρι το καψιμί. Δεν έμεινε τίποτα"

"Έγινε ρε. Θα κλείσω το στέγαστρο και θα έρθω και εγώ. Καλά είσαι;"

"Ναι ρε, όλα μια χαρά"

"Μουτρωμενο σε βλέπω σήμερα..."

"Δε τρέχει τίποτα. Λοιπόν, πάω και έλα"

Πήρε ένα καφέ, κάθισε σε ένα τραπέζι και τη πήρε εκείνος τηλέφωνο. Δε το σήκωσε.
Πήρε ξανά αλλά τίποτα.

Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και πήρε τη μάνα του.

"Καλημέρα αγόρι μου!"

"Καλημέρα μάνα. Η μικρή; Τη παίρνω και δε το σηκώνει..."

"Ναι αγόρι μου. Δεν ξέρω αν έχει και μπαταρία αυτό το μαραφετι. Χάλια είναι..."

"Γιατί τι έπαθε;"

"Πονάει λίγο... Ξέρεις τώρα, γυναικείες μέρες. Μεγαλωσε το κοριτσάκι μας. Τα έχει κι αυτά το πρόγραμμα..."

"Κατάλαβα... Θα της ανεβάσεις λίγο το τηλέφωνο;"

"Περίμενε, αν και δε ξέρω. Ίσως κοιμάται. Ήταν πολύ χάλια. Πρώτη φορά την έπιασε τέτοιος πόνος..." η Μάρθα ανέβηκε και μπήκε στο δωμάτιο "Αλίκη μου; Πώς είσαι κόρη μου; Έλα... Κάποιος θέλει να σου μιλήσει"

"Μαμά δεν μπορώ..."

"Ελα θα χαρείς... Λοιπόν, πάρε το τηλέφωνο και έρχομαι σε λίγο. Να απλώσω τα ρούχα εντάξει;"

"Ναι;" η φωνή της ήταν σπασμένη.

"Μικρή μου;" Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα "Μη κλαίς ρε χαζό... Πονάς πολύ;"

"Λαέρτη έλα... Που είσαι. Πονάω" άρχισε να κλαίει παραπάνω

"Σσς... Έλα, θα περάσει. Δεν ξέρω πως είναι, αλλά καταλαβαίνω ότι πονάς πολύ..."

"Δε νιώθω καλά..."

"Θα νιώσεις. Άκουσε με, βάλε το τηλέφωνο στο μαξιλάρι κλείσε τα όμορφα μάτια σου, και θα περάσει..."

"Το έβαλα..." είπε σιγανα

"Βλέπεις; Τώρα είμαι πλάι σου. Θα σου πω ένα παραμύθι..."

"Πονάω τόσο πολύ .." η Αλίκη διπλωθηκε

"Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένα όμορφο στραβοξυλο..." μέσα στο πόνο της χαμογέλασε και εκείνος το κατάλαβε αμέσως "Μου έκανε τη ζωή δύσκολη. Ήταν τόσο γκρινιάρα, και τόσο επιπόλαιη, που δε την άντεχα... Με έδενε με τα χαζά της πανιά..."

"Δεν ήταν χαζά..." του είπε σιγανα

"Καλά καλά, με έδενε με εκείνες τις υπέροχες κλωστές της και μαζί γυρίζαμε όλο το τόπο...
Μου έσπαγε τόσο τα νεύρα αλλά εγώ επειδή την αγαπούσα πολύ, της έκανα όλα τα χατίρια...Μια μέρα λοιπόν, αυτό το μικρό κοριτσάκι..."

"Δεν είμαι μικρό πια..."

"Ρε Αλίκη... Άσε με ρε μάτια μου να τελειώσω..."

"Λαέρτη, δε θέλω παραμύθι... Εσένα θέλω..." έκλεισε τα μάτια του και ξεφυσησε.

"Εφτά μέρες έμειναν..."

"Νομίζω ότι δεν περνούν με τίποτα οι ώρες..."

"Θα περάσουν μικρό μου... Θα δεις. Θα είμαι εκεί και ούτε θα το καταλάβεις. Σου πήρα και ένα δωράκι από τη Σπάρτη..."

"Δωράκι;!"

"Ώπα... Σαν να ζωηρεψες λιγάκι..."

"Τι δωράκι;"

"Σου πήρα λαστιχακια για τα μαλλιά σου! Από εκείνα τα όμορφα τα πολύχρωμα που λατρεύεις..."

"Ρε Λαέρτη... Δε κάνω κοτσιδακια πια..."

"Γιατί;"

"Γιατί μεγάλωσα ίσως;"

"Τι λες ρε; Για μένα πάντα θα είσαι το μικρό μου. Άκου εκεί μεγάλωσες!"

"Καλά... Εντάξει. Ίσως καμιά φορά τα κάνω πάλι. Εντάξει;"

"Ναι αλλά δε σου πήρα μόνο αυτό..."

"Μήπως μου πήρες και γυαλιστικο για τα σιδεράκια;" τον κορόιδεψε

"Σκάσε ρε... Σου πήρα και ένα φορεματακι..."

"Αλήθεια;!"

"Αααα τώρα σου αρέσει το δώρο έτσι;"

"Τι χρώμα; Πες μου ότι είναι λευκό. Τρελαίνομαι για λευκά!"

"Από πότε; Όλη μέρα με φόρμες είσαι ρε Αλίκη..."

"Ήμουν!"

"Τέλος πάντων... Ναι, λευκό είναι!"

"Να τέτοια μου λες και ανυπομονώ ακόμα περισσότερο..."

"Για μένα η για τα δώρα;"

"Για τα δώρα φυσικά!" τον κορόιδεψε

"Νιώθεις καλύτερα;" τη ρώτησε ήρεμα

"Ναι..."

"Έπρεπε να με πάρεις αμέσως..."

"Το ξέρω αλλά το κινητό δεν είχε μπαταρία. Δεν είχα δύναμη ούτε να σηκωθώ..."

"Πρέπει να κλείσω μικρή μου... Έρχεται ο Στάθης και μετά θα πάμε για επιθεώρηση τάγματος..."

"Λαέρτη;"

"Τι είναι;"

"Άλλαξες πολύ;"

"Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή;"

"Ο μπαμπάς είπε στη μαμά, πως επιτέλους θα έρθεις και θα τρομάξει να σε αναγνωρίσει..."

"Δεν ξέρω μικρή μου... Εγώ νιώθω ο ίδιος... Εντάξει, ξύρισα το κεφάλι μου, αλλά θα βγούνε πάλι. Ίσως και να πήρα μερικά κιλά..."

"Έγινες μπούλης;!" Ρώτησε κάθε εκείνος γέλασε

"Μυϊκή μάζα ρε Αλίκη! Λίγα μπράτσα. Πώς να το πω δε ξέρω..."

"Α... Εντάξει, σιγά... Πόσο να πήρες πια; Τσιλιβιθρας ήσουν..."

"Καλά, θα δεις μόνη σου... Κανόνισε να έρθεις πρώτη πρώτη εντάξει;"

"Αυτό εννοείται!"

"Σε αντίθεση με εσένα, εγώ δε φοβάμαι μικρό σκατό! Θα σε αναγνωρίζω από χιλιόμετρα!"

"Α ναι;"

"Ναι!"

"Καλά τότε, πάμε στοίχημα ένα κρασάκι;"

"ΚΡΑΣΑΚΙ;!"

"Ελα ρε Λαέρτη. Ναι, κρασάκι... Τι νομίζεις ότι ακόμα γάλα θα πίνω και καφέ; Δε κάνουν κακο ένα δύο, ποτηράκια..."

"Κοίτα δεις που θέλει και κρασί..." Μονολογησε σχεδόν "Όπως και να έχει, πάει! Στη τελική, αν κερδίσεις θα στο φτιάξω με τα χεράκια μου στο οινοποιείο!"
Η Αλίκη ξεκαρδιστηκε "Γιατί γελάς ρε;"

"Τίποτα. Απλά σε έκανα εικόνα να βρίζεις και να φτιάχνεις και το κρασί... Πλάκα θα έχεις!"

"Πολύ σίγουρη είσαι..."

"Σαγαπαω... Και σε ευχαριστώ... Νιώθω πολύ καλύτερα" είπε χωρίς να συνεχίσει τη κουβέντα τους.

"Δε θέλω να πονάς... Μια βδομάδα έμεινε... Γίνε καλά για να έρθω και να σε ζουληξω σαν άνθρωπος!" Η Αλίκη χαμογέλασε
"Λοιπόν, σε αφήνω γιατί ήρθε ο Στάθης... Ξάπλωσε και ότι θελήσεις εδώ θα είμαι..." έκλεισε το τηλέφωνο και έβγαλε ένα τσιγάρο.

"Πόσο δεμένα είστε ρε μαλάκα; Ώρες ώρες ζηλεύω. Εμένα η αδερφή μου ούτε να με φτύσει ένα πράγμα..." Χαριτολογησε

"Τι να σου πω ρε φίλε... Χωρίς εκείνη δεν υπάρχω..." σχολίασε ανάβοντας ένα τσιγάρο. "Ο πατέρας μου ήταν συνεχώς στα καράβια. Η μάνα μας, έφευγε συνεχώς στο οινοποιείο με το παππού, και εγώ τη πρόσεχα από μωρό...Με μένα μεγάλωσε περισσότερο παρά μαζί τους..."

"Ωραίες κουβέντες ρε... Το χαίρομαι αυτό"

"Ένας άγγελος είναι. Θα τη γνωρίσεις και θα τη λατρέψεις!"

"Όντως είναι γλυκούλα. Είδα τις φωτογραφίες πόσες φορές. Καλό κοριτσάκι φαίνεται"

"Είναι. Τη λατρεύω. Από μικρή με τρελαίνει αλλά τη λατρεύω" Έκανε μια παύση και σηκώθηκε "Πάμε στο τάγμα. Σε λίγο ξεκινάμε. Θα έρθεις τελικά μαζί;"

"Δε ξέρω ρε. Το σκέφτομαι..."

"Μαλάκα δουλειά έχουμε στρωμένη. Θα έρθεις μαζί στο οινοποιείο. Ο παππούς μου μεγάλωσε πια. Θα βρούμε και ένα σπίτι. Μη σκας"

"Ίσως έρθω. Σε ένα μήνα θα δηλώσω κι εγώ να φύγω. Ως πότε θα κάθομαι εδώ εθελοντικά;" κοροιδεψε τον εαυτό του και σηκώθηκε και εκείνος...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Σηκώθηκε, κάθισε στη καρεκλιτσα της και κοίταξε τον εαυτό της...
Δύο μέρες είχαν μείνει...
Η καρδιά της έτρεμε στη σκέψη ότι επιτέλους θα γυρίσει. Πήρε τη χτένα, χτένισε τα μαλλιά της και αναστεναξε. Δεν υπήρχε περίπτωση να τη γνωρίσει. Το ένιωθε. Η Αλίκη το τελευταίο χρόνο μεταμορφώθηκε εντελώς...
Το κορμι, το πρόσωπο της, όλα πάνω της είχαν αλλάξει και το έβλεπε και η ίδια πέρα από τις φίλες της. Εκείνη πάλι ήταν σίγουρη ότι θα τον αναγνωρίσει. Ναι, ίσως είχε αλλάξει και εκείνος, και ήταν λογικό. Δεν ήταν πια αγόρι. Έκλεισε τα είκοσι μέσα στο στρατόπεδο...  Παρόλα αυτά, ήξερε ότι μόλις τον δει να κατεβαίνει, τίποτα δε θα μπορούσε να τη κάνει να μη τον αναγνωρίσει.

Αυτές οι δύο μέρες δεν έλεγαν να περάσουν. Το ρολόι ήταν σταματημένο μόνιμα...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Μαλάκα Φρατζή! Σπαστο!!" Ο Στάθης πέταξε και έκανε θρύψαλα το μπουκάλι στα πόδια του. Όλος ο λόχος σχεδόν, είχε μαζευτεί στη ταβέρνα και διασκέδαζαν τη προτελευταία τους νύχτα. Το είχαν κάνει καλοκαιρινό το μαγαζί.

"Δε σε βλέπω μπροστά μου!" ο Λαέρτης γέλασε και άδειασε το ποτήρι του.

"Μαλακα σπαστο να φύγει η γκίνια σου λέω!"

"Ξέρεις με τι θα φύγει η γκίνια;"

"Με τι ρε;"

"Δε θα φύγει με το ποτήρι Στάθη!" Είπε και σηκώθηκε

"Που πας ρε;"

"Στο αμάξι! Έρχομαι σε δέκα λεπτά!"

"Τι θα κάνεις στο αμάξι ρε;;;"

"Ένα τηλέφωνο θα πάρω κάθε έρχομαι!!"

"Πωωωω αδερφακι μου! Άντε τελείωνε! Μη με αφήνεις με τα βλαμμένα μόνο μου!"

Ο Λαέρτης χαμογέλασε. Είχαν γίνει λιαρδα...
Βγήκε έξω, πήγε στο αμάξι και ανοίγοντας το ντουλαπάκι, έβγαλε από μέσα ένα δισκακι. Πλέον τα δισκάκια μπήκαν στη ζωή τους για τα καλά.

Το έβαλε στην εσοχή, επέλεξε το τραγούδι που λαχταρησε και τη πήρε αμέσως τηλέφωνο...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Βλαμμένο είναι αυτό το παιδί δώδεκα η ώρα τη νύχτα;" Η Αλίκη χαμογέλασε και έτρεξε στο κρεβάτι. Δεν ήταν ανάγκη να κοιτάξει καν την οθόνη για να ξέρει ότι ήταν εκείνος.. 

"Αλικηηηηηηη" Τον άκουσε μόλις απάντησε

"Στρατό σε έστειλα! Όχι στους αλκοολικούς!" τον κορόιδεψε.

"Σκάσε... Σκάσε και άκου μάτια μου! Πήρα να σου κάνω αφιέρωση και να κλείσω!"

"Λαέρτη είναι αργά!"

Τίποτα...
Εκείνος άνοιξε τέρμα τη φωνή στο ραδιόφωνο και κόλλησε το ακουστικό πάνω του...

"Μακριάααααα σου πως να αντέξω
Πόσο θα 'θελα να ήμουνα εκεί
Να μπορούσα απλά να τρέξωωωω
Κ να σπάσω της σιωπής τη φυλακήηη
Μείνε λίγο στη γραμμήηηηη" Ο Λαέρτης άρχισε να της τραγουδάει και ακουγόταν πιο δυνατά και από το Ρέμο.

"Θεέ μου είναι πιωμενος εντελώς.." η Αλίκη γελούσε μόνη της.

"Αλικάκη μου; Έρχομαι μάτια μου αύριο!" φώναξε ξαφνικά.

"Μεθαύριο έρχεσαι!"

"Πάψε πια... Μη κόλλας σε λίγες ώρες!"

"Έχεις γίνει χάλια.." τον κορόιδεψε

"Πώς σου φάνηκε ο Ρέμος;"

"Γιατί τον άκουσα και καθόλου;" Αστείευτηκε

"Αλίκη;"

"Τι θες;"

"Μείνε άλλο ένα λεπτο...." εκείνη η δυνατή και χαρούμενη φωνή του, έπαψε να υφίσταται...
Η μουσική έκλεισε και τον άκουσε να της ψιθυρίζει πια.. "Αναπνέω, καθε σου λέξη..."

"Κόλλησα το ακουστικό... στη καρδιά μου για να αντέξει..." τραγούδησε μαζί του ώσπου απλώθηκε σιωπή και από τις δύο πλευρές...

"Δεν αντέχω άλλο μακριά σου..." της είπε ύστερα από λίγο "Δεν έμαθα να ζω μακρια σου... Ποτέ στη ζωή μου, δεν είχα καταλάβει πόσο μεγάλο θα ήταν το κενό αν σε αποχωριζομουν... Αλλά μάλλον τελικά, μόνο όταν πραγματικά αποχωρίζεσαι κάποιον, καταλαβαίνεις ότι δε μπορείς χωρίς εκείνον..." η Αλίκη δακρυσε

"Μην περιμένεις να σου πω, ότι δε νιώθω έτσι..."

"Θα είμαστε πάντα δεμένα έτσι δεν είναι; Ακόμα κι όταν βρεις ένα μαλάκα και μεγαλώσεις..."

"Πάντα θα είμαστε... Πάντα ήμασταν Λαέρτη..."

"Αλίκη; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ για αυτά τα μάτια σου;"

"Τι εννοείς;"

"Τίποτα... Απλά είναι τόσο όμορφα... Καμιά φορά με κάνουν να σκέφτομαι βλακείες... Αυτό είναι όλο..."

"Τι βλακείες;"

"Δεν έχει σημασία... Σαγαπαω για αυτά τα μάτια... Το ξέρεις;"

"Πρώτη φορά μου το λες αυτό..."

"Πρώτη φορά πίνω τα λυσσακά μου..." αστείευτηκε

"Λαέρτη έχεις πιει και τίποτα άλλο μήπως;"

"Όχι... Απλά ήθελα να στο πω, πριν επιστρέψω..."

"Έχει σημασία το πριν και το μετά;"

"Δε ξέρω.. Τίποτα δε ξέρω έτσι όπως είμαι... Μόνο ότι μου λείπεις.."

"Πρέπει να κλείσουμε είναι αργά... Και μενα μου λείπεις αλλά νομίζω πρέπει να πας πίσω. Ήπιες πολύ... Πρώτη φορά σε ακούω να μπερδεύεις τα λόγια σου.."

"Μείνε άλλο ένα λεπτό..." της τραγούδησε απαλα ξανά και εκείνη χαμογέλασε

"Κανένα λεπτό δε θα μείνω! Θέλω να κοιμηθώ σαν τρελή... Αν κοιμηθώ θα αλλάξει η μέρα. Μετά θα μετράω λίγες ακόμα ώρες και τέλος... Μη με κρατάς..."

"Να μ'αγκαλιαζεις.... Για να σε αισθάνομαι... Κι αν δεις να χάνομαι..."

"Σε έπιασε κάτι με τα τραγούδια σήμερα;" χαχανισε

"Θέλω να μ'αγαπας, οπως κι εγώ..."

"Αυτό δε γίνεται γιατί ως γνωστόν σ'αγαπαω περισσότερο!"

"Δε βλέπω την ώρα να σε δω..."

"Το στοίχημα ισχύει έτσι δεν είναι;"

"Ναι ρε μικρό ισχύει... Θα το κερδίσω όμως"

"Καλά καλά... Άντε τώρα πήγαινε πίσω, αρκετή δόση Αλίκης πήρες για σήμερα!"

"Ποτέ δεν είναι αρκετή..." της είπε χαμηλά και αναστεναξε "Πάω στα παιδιά... Αύριο δε θα μιλήσουμε καθόλου... Θα κάνουμε τις ετοιμασίες. Τώρα από κοντά παλι..."

"Τι ώρα φτάνεις;"

"Έτσι όπως είμαι ρωτάς και ώρα; Δεν έχω ιδέα... Θα πάρω το πρωί το μπαμπά..."

"Γιατί δε παίρνεις εμένα;"

"Γιατί εσένα θέλω να σε ακούσω ξανά, από κοντά..."

"Βρε μπελά που βρήκαμε..."

"Όνειρα γλυκά μικρό..."

"Καλό πιωμα βλαμμενε..." αστείευτηκε

"Αλίκη;"

"Θα με αφήσεις να κλείσω καμιά ώρα;"

"Η φωνή σου άλλαξε..."

"Και η δική σου..." Παραδέχθηκε

"Κλείνω..." έκλεισε πρώτος και εκείνη κοίταξε την οθόνη και ξεφυσησε.
Η φωνή του είχε αλλάξει σχεδόν στους πρώτους οχτώ μήνες αλλά δεν ήθελε να του πει κάτι. Είχε βαρύνει. Είχε χάσει εκείνη τη παιδικοτητα που θυμόταν. Ίσως αυτό να ήταν και το άγχος της. Ωραία ήταν όλα από το τηλέφωνο αλλά ήταν φουλ αγχωμενη και ανυπόμονη για το γυρισμό του.

Έβαλε το τηλέφωνο κάτω από το μαξιλάρι έσβησε το φως και τράβηξε ένα αρκουδάκι. Με αυτό κοιμόταν τα τελευταία δύο χρόνια. Του είχε φορέσει και τη μπλούζα του και το έβγαλε και Λαέρτη. Ίσως πλέον άλλαξε και εκείνη και μεγάλωσε, αλλά καταβαθος τον είχε ανάγκη σαν παρουσία. Εκείνος τη μεγάλωσε. Μαζί ζούσαν. Της μαγειρεύε, τη προσεχε, τη διάβαζε... Ήταν τα πάντα της...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Σιδηροδρομικός Σταθμός Σουφλίου
Δύο μέρες μετά

"Έχει αργήσει ή είναι ιδέα μου;"

"Αμάν βρε κορίτσι μου! Με έχεις αγχωσει! Πας πέρα δώθε σαν τρελή"

"Μαμά έρχεται ο Λαέρτης!"

"Ναι ρε Μάρθα. Άφησε στην να χαρεί!"

"Την αφήνω αλλά έτσι που κάνει, με έπιασε το στομάχι μου!"

"Αδέρφια είναι... Εγώ πάλι τα χαίρομαι!"

"Κι εγώ Σπύρο μου..."

"Μαμά το ακούω! Το τρένο ήρθε!" Η Αλίκη χοροπηδησε ανυπόμονα

"Χαμός γίνεται. Να δω πως θα πλησιάσουμε..."

"Εγώ θα πάω!"

"Καλέ περίμενε! Θα χαθείς!" της φώναξε η Μάρθα αλλά η Αλίκη χώθηκε ανάμεσα από το κόσμο που περίμενε ανυπόμονα, και άρχισε να τρέχει ως την άλλη άκρη. Προσπερνούσε κάθε έναν άνθρωπο που έμπαινε στο διάβα της μέχρι που έφτασε στη κόκκινη κορδέλα που είχαν βάλει μέχρι να φτάσει το τρένο.

Μόλις το είδε να πλησιάζει, αναπήδησε στη θέση της χαρούμενα. Η καρδιά της δεν έλεγε να κοπάσει. Το τρένο σταμάτησε. Ένας υπάλληλος πλησίασε τη κορδέλα και μόλις άνοιξαν οι πόρτες κόλλησε το βλέμμα της σε κάθε έξοδο.

"Είστε ελεύθεροι..." η κορδέλα έπεσε και εκεί η έφυγε σφαίρα . Σταμάτησε και σκαρφάλωσε σε ένα παγκάκι.

Το βλέμμα της στράφηκε προς τα πίσω.
Τον έψαχνε στις μπροστινές εξόδους αλλά ξαφνικά, πάγωσε...
Είδε ένα φαντάρο, σχεδόν δύο μέτρα να κατεβαίνει από το τρένο. Είχε ενα τσιγάρο στα χείλη και φορούσε καπέλο. Το σώμα του, ήταν ογκόλιθος.
Έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της...
Δεν έμοιαζε με το Λαέρτη που έφυγε, μα όταν εκείνος ανασηκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς το πλήθος, αναγνώρισε αμέσως τα χαρακτηριστικά του. "Θεέ μου..." ψέλλισε και χωρίς να χάσει χρόνο, έβαλε φτερά στα πόδια της και άρχισε να τρέχει...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Κατέβηκε από τους πρώτους μόλις το τρένο σταμάτησε...

Κοίταξε προς το πλήθος που περίμενε ανυπόμονα, μα δεν είδε πουθενά τους δικούς του.

Έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο. Μια συνήθεια που έγινε λατρεία πια για εκείνον...
Περπάτησε ώσπου ξαφνικά είδε μια κοπέλα να τρέχει από απόσταση...
Τα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, που του τράβηξαν αμέσως το βλέμμα. Τα έβλεπε να κυματίζουν και για λίγο χάθηκε. Φορούσε ένα αέρινο λευκο φόρεμα και όσο πλησίαζε έμοιαζε θαρρείς και ήταν  άγγελος. Δε μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπο της, γιατί έτρεχε σαν τρελή αλλά σίγουρα ήταν πανέμορφη.

Εκεί όμως που νόμιζε ότι θα τον προσπεράσει, εκείνη φτάνοντας τον , έβγαλε μια τσιριδα και πήδηξε πάνω του. Τύλιξε χέρια πόδια ολόγυρα του αμέσως. Τα αντανακλαστικά του, αντέδρασαν αστραπιαία και την έπιασε.

"Ει... Θα πέσουμε! Με μπέρδεψες..." είπε γελώντας αλλά μόλις εκείνη βγήκε από το κράτημα και τον κοίταξε , ο Λαέρτης πανιασε.
"Αλίκη;"

"Καλός πολίτης ρε χαμένο κορμί!" αποκρίθηκε και τον έσφιξε ακόμα πιο δυνατά...
Τα χέρια του βρέθηκαν στη μέση της και πιάνοντας τη, την κατέβασε απαλα...
Εκείνη άρπαξε το καπέλο του, και άπλωσε τα δάχτυλα της στο κεφάλι του.
"Κέρδισα το στοίχημα! Έπρεπε να έβλεπες τη φάτσα σου!" του είπε "Που είναι τα μαλλιά σου ρε;"

Σιωπή. Καθόταν και τη κοίταζε σαν τον χάνο...

"Ψηλωσες..." Κατάφερε να της πει.

"Μόνο ψήλωσα;" Η Αλίκη έκανε μια στροφή και του χαμογέλασε μα ύστερα από λίγο, τον πλησίασε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον έπιασε από το πρόσωπο.
"Μεγάλωσες... Έκλεψα λίγο γιατί δε σε κατάλαβα αμέσως, αλλά κέρδισα έτσι δεν είναι;" τον κοίταξε εξίσου περίεργα...
Η αμηχανία της, ότι κι αν του έλεγε ήταν γραμμένη στο πρόσωπο της απο τη πρώτη στιγμή. Όλα είχαν αλλάξει πάνω του. Κάθε σπιθαμή του προσώπου του. Τα χαρακτηριστικά του εγιναν πιο άγρια και τραχιά το χαμόγελο του, δε, έκανε τις γωνίες του να πετάγονται και για μια στιγμή, χαμογέλασε πιο ντροπαλά.

Εκείνος πάλι καθόταν και έψαχνε τη μικρή Αλίκη... Τίποτα πάνω της δε θυμιζε το κοριτσάκι που του κρατούσε δύο χρόνια συντροφιά μέσα από τις φωτογραφίες.
Τα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση, τα μάτια της άλλαξαν, οι βλεφαρίδες της μεγάλωσαν , το σώμα της ολόκληρο άλλαξε και κάθε στοιχείο του προσώπου της, δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα που είχε κρατήσει στο μυαλό του. Πάντα ήταν όμορφο κοριτσάκι... Λαμπερό. Τώρα όμως έβλεπε μια γυναίκα σχεδόν και του ήταν δύσκολο να το διαχειριστεί. Ένιωθε ότι έπρεπε να τη μάθει από την αρχή.

"Παλικάρι μου! Επιτέλους! Καλός πολίτης!" Ο πατέρας του και η Μάρθα πλησίασαν και τον αγκάλιασαν.

"Μου λείψατε όλοι!"

"Εμάς να δεις παλικάρι μου! Ελα, πάμε σπίτι να δεις! Σου έφτιαξα και μπάμπω που σ'αρεσει στο φούρνο!" η Μάρθα έλαμπε ολόκληρη. "Θεέ μου, μεγάλωσες.. Σπύρο κοίταξε τον!"

"Δε τον κοιτάζω ρε γυναίκα; Παιδάκι έστειλα, άντρας ήρθε..." Ο Σπύρος δακρυσε περήφανα. "Δες πλάτες! Μπράτσα!" τον έσφιξε και ο Λαέρτης γέλασε.

"Σιγά ρε πατέρα. Θα σπάσεις κανένα δάχτυλο!" αστείευτηκε

"Από χιουμορακι πάλι, στα ίδια μείναμε!" σχολίασε η Αλίκη και εκείνος την γραπωσε και τη τράβηξε.

"Εσενα μικρό σκατό που νομίζεις ότι μεγάλωσες κι όλας θα σε στρώσω σπίτι!" της είπε και τη τσίμπησε.

"Ρεεεε μη με τσίμπας!"

"Δε θα μαλώσετε!" πετάχτηκε η Μάρθα γελαστή

"Όχι μάνα... Τι να μαλώσω. Έτσι και την πιάσω και τη σφίξω θα τη λιώσω!"

"Ναι ε;" τον ειρωνεύτηκε η Αλίκη

"Ναι ρε μικρό! Και τώρα πάμε επιτέλους σπίτι, σας ικετεύω... Μυρίζω νομίζω το φαγητό πριν καν το φάω!"

"Τέτοιο κορμί λεβέντη μου, πως να μη πειναει!" Σχολίασε ο Σπύρος

"Σιγά το κορμί ρε μπαμπά! Ίδιος τσιλιβιθρας είναι!" πετάχτηκε η Αλίκη

"Έλα εδώ εσύ!" Ο Λαέρτης προσπάθησε να τη πιάσει και εκείνη άρχισε να τρέχει. Πέταξε και το σάκο του κάτω και όλα και έτρεξε πίσω της.

"Δε μπορείς να με πιάσεις! Είσαι γορίλας αλλά εγώ είμαι άνεμος!" του φώναξε και εκείνος άρχισε να τη κυνηγάει.

"Αχ, Μάρθα..." Ένας βαρύς αναστεναγμός ξεφυγε από τα χείλη του Σπύρου και μάζεψε το σάκο από κάτω. "Μεγάλωσαν τα παιδιά μας..." είπε συγκινημένος βλέποντας τους να τρέχουν σαν μωρά παιδιά.

"Όντως μεγάλωσαν Σπύρο μου..." σχολίασε και αναστεναξε και εκείνη... "Τόσο που καμιά φορά, τρομάζω..." είπε χωρίς να σκεφτεί

"Γιατί τρομάζεις ρε γυναίκα;"

"Τίποτα.... Έλα πάμε, έχουμε τραπέζι σήμερα!" είπε και δίχως άλλο, ξεκίνησε να περπατά...

❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top