Κεφάλαιο 3°
Δύο χρόνια ήταν μονάχα...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Γύθειο
Δύο χρόνια πριν...
Ξάπλωσε στο πάνω μέρος της κουκετας εξαντλημένος. Από τη πρώτη κι όλας βδομάδα τον εχωσαν σκοπιά μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Το ταβάνι ήταν πολύ χαμηλό και όπως αρκετοί φαντάροι έτσι και εκείνος, είχε κολλήσει φωτογραφίες...
Δεν είχε πολλές. Δύο μόνο δικές της και τη κορδέλα της. Η μία από τις δύο ήταν μόνιμα κολλημένη επάνω και η άλλη κρυμμένη βαθιά στη τσέπη.
Της είχε υποσχεθεί να την παίρνει κάθε βράδυ, και πέρασε μια βδομάδα χωρίς να ακούσει τη φωνή της. Δεν ήθελε να τη στεναχωρεί αλλά θέλοντας και μη, ήταν αδύνατο να τη πάρει.
Τη λάτρευε την Αλίκη παρά τους καυγάδες και τις εντάσεις τους. Είχαν μια περίπλοκη σχέση για αδέρφια. Δεν έλεγαν ποτέ ψέματα ο ένας στον άλλο και πάντα πριν κοιμηθούν, μόνιαζαν. Ήταν κανόνας αυτός.
Σήκωσε το χέρι στο κεφάλι και κοιτώντας τις φωτογραφίες γέλασε.
"Α ρε Αλίκη, που να με έβλεπες με ξυρισμένο κεφάλι, να με κοροϊδεύες..." ψέλλισε αφού εκεινη αγαπούσε τα μαλλιά του. Ήταν τα πιο αγαπημένα αδέρφια σε όλο το σόι. Ίσως ήταν η μόνη που του έλειπε αληθινά.
"Τι λέει, ψάρακα, καψούρα βαράμε;"
Ένας από τους πιο παλιούς, τον πλησίασε
"Τι;"
"Λέω, καψούρα βαράμε;;" είπε δείχνοντας τις φωτογραφίες
"Οχι ρε φίλε, αδερφή μου είναι τι λες;"
"Αααα σόρρυ. Σε βλέπω έτσι που μιλάς μονος σου όλη τη βδομάδα και νόμιζα ήταν το αίσθημα... Συνήθως όλοι με τη καψούρα τους έχουν θέματα..."
"Δεν είμαστε όλοι ίδιοι υποθέτω..."
"Σωστό κι αυτό... Σε χωσανε άσχημα χθες ε;"
"Γάμησε τα..."
"Θα συνηθίσεις. Σε είκοσι μέρες σημασία δε θα σου δίνουν. Πέσε κοιμήσου όμως γιατί σε τρεις ώρες έχει σκηνάκια..."
"Πάλι;!"
"Πάλι. Τι νομίζεις θα κάνεις δυο χρόνια!"
"Δε ξέρω... Σκέφτηκα να δηλώσω και στις ειδικές..."
"Είσαι σοβαρός ρε; Μέρα δε θα αντέξεις εκεί. Γιατί δε πας για μάγειρας; Κουφέτο θα τη βγάλεις κι αν σε στείλουν στη μέση της Σπάρτης, θα κάνεις ζωαρα!"
"Γιατί δε είμαι εγώ για εύκολα..."
Ο φαντάρος γέλασε.
"Εδώ θα είμαστε, θα σε δω..."
"Το πας για μια βδομάδα στο καψιμί;"
"Αν το πάω λέει; Με τόσες αφραγκιες, το πάω δε θα πεις τίποτα!"
"Μέσα στο μήνα, θα δηλώσω ειδικές. Κανόνισε μη φύγεις..." αστείευτηκε
"Εγώ έχω χρόνο ακόμα. Μη σκας... Φεύγω, σε τρεις ώρες να είσαι έτοιμος πριν έρθουν και σε σηκώσουν μόνοι τους. Δε το θες!" γέλασε ειρωνικά και έφυγε.
Ο θάλαμος ήταν άδειος. Έκαναν άσκηση εκτός από όσους βαρεσαν σκοπιά τη νύχτα που πέρασε.
Ήθελε τόσο να κοιμηθεί. Εκείνος όμως έβγαλε το τηλέφωνο του και το κοίταξε.
Θα κοιμόταν τέτοια ώρα...
Για αυτό δεν είχε καταφέρει να τη πάρει , οι ώρες τους ήταν σχεδόν αντίστροφες.
"Μόλις τελείωσα σκοπιά μικρό... Ούτε σήμερα τα κατάφερα να σε πάρω. Όνειρα γλυκά..." της έγραψε ένα μήνυμα και το έστειλε. Έβαλε το τηλέφωνο κάτω από το μαξιλάρι μα όταν εκείνο χτύπησε, το έβγαλε έκπληκτος
"Θέλεις να έρθω μέχρι το Γύθειο να δουν τι σημαίνει φόβος;" ο Λαέρτης γέλασε
"Γιατί δε κοιμάσαι;"
"Μου λείπεις..."
"Βλέπω το κινητό έμαθες να το χειρίζεσαι μια χαρά... Τσακ μπαμ απαντάς.."
"Ναι, κάνω πρόβες. Σκέφτομαι για όταν θα με ξεχάσεις πόσο γρήγορα μπορώ να σε βρίσω..."
"Δε θα σε ξεχάσω. Η μαμά και ο μπαμπάς καλά είναι;"
"Μια χαρά. Ο μπαμπάς φεύγει αύριο. Θα λειψει ένα μήνα για άσκηση στο καράβι. Η μαμά τα ίδια..."
"Εσύ;"
"Εγώ τι νέα να έχω από χθες;"
"Δε ξέρω... Κάθε μέρα όλο και κάτι φέρνει..."
"Για μενα θα φέρει σε δύο χρόνια..."
"Αποτοξίνωση δεν ήθελες;"
"Όχι από εσένα ρε Λαέρτη!"
"Σαγαπαω ρε... Κοίτα να μου προσέχεις. Πρέπει να σε αφήσω. Σε τρεις ώρες θα βγούμε πάλι στο δάσος..."
"Έχεις τη κορδέλα μαζί;"
"Πάντα την έχω..." Ήταν σίγουρος ότι χαμογελούσε κι ας μη την έβλεπε...
"Κι εγώ σ'αγαπαω... Όνειρα γλυκά" Απάντησε με λίγη καθυστέρηση και εκείνος έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε στην άκρη...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Τέσσερις μήνες αργότερα...
"Σταθάκη, τι λέει αγόρι μου; Ωραίο το καψιμί έτσι δεν είναι;"
"Γάμησε με ρε Λαέρτη... Ανάθεμα σε με ξεπαράδιασες!"
"Εμ, στα έλεγα εγώ, ότι δε μασάω, εσύ τα δικά σου! Κερνα τώρα ένα καφεδάκι!"
"Να σου πω... Δε κερνάς εσύ γιατί βγήκα χθες με δύο μωρά στην έξοδο και έμεινα ταπί;"
"Άντε να σε κεράσω..." πήραν δύο καφεδάκια και κάθισαν.
"Πάντως ρε μπαγασα, σου βγάζω το καπέλο. Δε μασάς τη ζωή σου όντως..."
"Ήταν να μη πάρω φόρα..."
"Ναι μαλακα, σε ένα μήνα ντούκεψες!"
"Σιγά ρε..."
"Τι σιγά ρε! Γιατί νομίζεις δε βγαίνω μαζί σου; Θα μας φας κι όλας τις γκόμενες!"
"Σε τρεις ώρες έχουμε σκηνάκια Σταθάκη, θα αντέξεις ύστερα από τα χθεσινά;"
"Με κοροϊδεύεις έτσι δεν είναι;"
"Καθόλου. Η μονάδα μου θα βγει. Άκουσα ότι και η δικιά σου θα ακολουθήσει..."
"Τι λες ρε μαλάκα;! Άυπνος είμαι!"
"Προλαβαίνεις δε προλαβαίνεις τότε!"
"Σκατά κι ανάθεμα! Θα πάω άυπνος. Δε γαμιεται; Άξιζε το χθεσινό..."
"Σε έχουν ρουφήξει οι γκόμενες!" τον κορόιδεψε
"Φαντάρος μωρό μου, βλέπουν τη στολή και κάτι παθαίνουν! Εσύ; Στο μοναχό σου θα τη βγάλεις; Δε φτάνει το χεράκι αγόρι μου! Θέλει και λίγο λαδακι, πως να το κάνουμε!"
"Τις βλέπω, δε τις βλέπω; Αλλά ρε φίλε, να το βάλω εκεί που το έβαλαν άλλοι εκατό; Δε μου πάει η καρδιά. Προτιμώ το χεράκι..."
"Α ρε καημένε... Είσαι και μακριά. Έχεις καμιά γκόμενα εκεί ρε; Γιατί μόνο με την αδερφή σου μιλάς"
"Όχι αλλά και να είχα, με τόσα χιλιόμετρα μακριά, ούτε να πάω θα μπορούσα!"
"Για αυτό σου λέω, μια χαρά παιδί είσαι. Και κουκλος. Πάμε μια έξοδο μαζί την άλλη βδομάδα να σε κάνω άνθρωπο!"
"Θα δούμε ρε Στάθη. Δεν έφευγες;"
"Σωστά. Πάω γιατί αν πάμε στα σκηνάκια, δε θα τη παλέψω!"
Έβγαλε το κινητό από τη τσέπη και πήγε στα μηνύματα.
Ακόμα δε του είχε απαντήσει.
"Τι θα γίνει μικρό; Θα με έχεις για πολύ ακόμα στο περίμενε;" της έγραψε και το άφησε στην άκρη. Τέσσερις μήνες μέσα και δεν υπήρχε μέρα που να μην μίλησαν. Από χθες όμως δε του είχε απαντήσει τίποτα.
"Φρατζή;!" Άκουσε μια φωνή και πετάχτηκε αμέσως.
"Μάλιστα λοχαγε!" σηκώθηκε αμέσως.
"Δεκαπέντε για σένα στα σκηνάκια! Μαζί με την άσκηση επιβίωσης!"
Ο Λαέρτης αναστεναξε χωρίς καν να κουνήσει το στήθος.
"Μάλιστα λοχαγε!" φώναξε ξανά και εκείνος τον πλησίασε
"Περιμένω πολλά από σένα... Μη με απογοητεύσεις"
Άφησε ελεύθερη την αναπνοή του μόλις έφυγε. Παρόλα αυτά, για το μόνο που ένιωθε περίεργα, ήταν πως πάλι θα ήταν δεκαπέντε μέρες χωρίς τηλέφωνο σε ένα δάσος στη μέση του πουθενά...
Ένιωσε το κινητό στη τσέπη και το έβγαλε αμέσως. Τον έπαιρνε τηλέφωνο. Προχώρησε προς το θάλαμο και μόλις μπήκε μέσα το σήκωσε.
"Μας θυμήθηκες;!"
"Σου έλειψα μήπως;"
"Αλίκη από χθες τίποτα! Θες να πάθω καμία καρδιά;"
"Ήμουν έξω με τα κορίτσια και έμεινε αυτό το πράγμα από μπαταρία..."
"Έξω;"
"Ναι, έξω. Πρώτη φορά θα είναι;"
"Που πήγατε;"
"Στη πλατεία... Ανάκριση μου κάνεις;"
"Γιατί όχι... Ας κάνω κι εγώ μια φορά ανάκριση..." χαμογέλασε
"Θέλεις να μου πεις ότι σου κάνω εγώ;"
Ξάφνου έσμιξε τα φρύδια του.
"Γιατί μιλάς έτσι;"
"Πώς έτσι;"
"Περίεργα... Δεν έχεις... Κάτι λείπει. Δε ξέρω..."
"Ααααα έβγαλα τα σιδεράκια σήμερα!"
"Τι έβγαλες;"
"Ε δε θα εμένα και μια ζωή με αυτά..."
"Σωστά... Πώς νιώθεις;"
"Εγώ καλά. Η γλώσσα μου πάει έχει σαλεψει... Όλη την ώρα τα γλύφω..."
"Τι γλύφεις ρε;!!" ο Λαέρτης τρελάθηκε
"Τα δόντια μου! Σαν τι να γλύφω;"
"Αα... Ναι λογικό..."
"Λοιπόν, σε πήρα να μη γκρινιάζεις. Πρέπει να σε αφήσω όμως γιατι έχω τεστ και θέλω να διαβάσω..."
"Αλίκη, φεύγω σκηνάκια..."
"Πάλι;!"
"Ειδικές δυνάμεις δήλωσα ρε πουλάκι μου!"
"Ναι αλλά...Καλά. τι να πω. Ότι και να πω, δεν μπορεί να το αλλάξει..."
"Να είσαι φρόνιμη!"
"Πάντα είμαι φρόνιμη! Σήμερα πήγα και για ψώνια με τη Φένια. Πόσο κρίμα να μη μπορεις να με δεις... Πήρα ένα φορεματακι σούπερ!"
"Κανόνισε τώρα που λείπω να κάνεις μαλακίες!"
"Φυσικά και όχι! Είμαι καλό κορίτσι. Ανέβηκα μόνο μια φορά στο μηχανάκι του Λευτέρη..."
"Αλίκη θα σε σκοτώσω! Μου κάνεις πλάκα έτσι δεν είναι;"
"Ναι ρε βλάκα... Ειναι δυνατόν; Ο τύπος είναι άθλιος"
"Ο τύπος είναι άθλιος..." Επανέλαβε "Μάλιστα... Καινούριες εκφράσεις βλέπω..."
"Εμ, μεγαλώνουμε σιγά σιγά αδερφούλη!"
"Καλά, μη φας... Τέσσερις μήνες πέρασαν!"
"Ε και;"
"Τι ε και; Μικρή είσαι..."
"Έτσι νομίζεις!"
"Ρε Αλίκη..."
"Έγινα γυναίκα αν θες να ξέρεις χθες..."
"ΤΙ ΕΓΙΝΕΣ;!" φώναξε και κοίταξε γύρω του για τυχόν βλέμματα "Τι έγινες;!" γρυλισε μέσα από τα δόντια του.
"Αδιαθετησα ρε Λαέρτη... Πώς το λένε... Έγινα γυναίκα πια..." Έκλεισε τα μάτια του και ξεφυσησε. "Γιατί δε μιλάς;"
"Γιατί εσύ μια μέρα θα με στείλεις. Για αυτό! Άντε κλείσε γιατί αρκετά με συγχυσες!"
"Τι έκανα πάλι;!"
"Τίποτα. Λοιπόν, πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε σε δεκαπέντε μέρες καλά;"
"Λαέρτη περίμενε!"
"Τι έγινε;"
"Δεν ήρθε το δέμα μου;"
"Ποιο δέμα;"
"Σου είχα στείλει τη προηγούμενη βδομάδα κάτι... Δεν ήθελα να στο πω. Είπαν θα κάνει πέντε μέρες αλλά δεν είπες κάτι και υπέθεσα ότι ίσως δεν ήρθε..."
"Τι έστειλες ρε βλαμμένο; Είσαι ικανή να έβαλες κανένα κρασί και να το κράτησαν τα ρεμαλια στον έλεγχο..."
"Μια κασέτα σου έστειλα..."
"Κασέτα;"
"Ναι... Πήρα κασετόφωνο! Μπορώ να γράψω όσα τραγούδια μου αρέσουν απευθείας.. πατάω ένα κουμπάκι μόνο! Ενθουσιάστηκα τόσο πολύ... Σου έγραψα λοιπόν μια κασέτα!"
"Θα δω μάτια μου , θα ρωτήσω και στον έλεγχο... Εντάξει;"
"Μη το ξεχάσεις όμως!"
"Δε θα το ξεχάσω..."
"Να προσέχεις εκεί έξω..."
"Κι εσύ..."
Έκλεισαν και έφυγε σφαίρα στον έλεγχο.
Μπαίνοντας μέσα τους βρήκε να κάθονται ήρεμοι.
"Ρε μαλακες. Ήρθε δέμα για μένα και ακόμα δε μου το δώσατε;"
"Τι δέμα ρε; Πας καλά;" πετάχτηκε ο ένας
"Αααα για περίμενε. Σόρρυ ρε αδερφέ αλλά με τόσο τσιγαριλικι, το ξεχασα. Χθες ήρθε. Έχεις δίκιο... Μισό να δω!"
Σηκώθηκε και έψαξε στα πακέτα.
"Φρατζής! Εδώ είναι.."
"Για αυτό το μικρό πραγματακι τρελάθηκες ρε;"
"Παναγιωτάκη δε βγάζεις το σκασμο γιατί μαζί θα πάμε σκηνάκια σήμερα;" του είπε ο Λαέρτης και εκείνος ξεφυσησε.
"Πάλι μαζί θα πάμε;"
"Σε χαλάει; Εγώ και εσύ τα δύο μας στις ερημιές..." τον ζουπηξε τα μάγουλα και ο Παναγιώτης έκανε μια γκριμάτσα αηδιας "Λοιπόν, τη κάνω εγώ! Εμείς θα τα πούμε μετά..." Έκλεισε το μάτι στο Παναγιώτη κοροϊδευτικά και βγήκε. Άλλος άνθρωπος ένιωσε. Έσυρε το πακέτο ως τη μύτη του και ένιωσε να μυρίζει πατρίδα. Να μυρίζει εκείνη.
Δεν κρατήθηκε ούτε λεπτό.
Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και άνοιξε το δεματακι. Χαμογέλασε βλέποντας ότι το εσωτερικό ήταν γεμάτο με κάθε λογής κόκκινα κορδελακια.
"Αυτό το κορίτσι είναι χαζό, ειλικρινά.." Χαμογέλασε βγάζοντας από μέσα μια αλληλογραφία. Έκανε συλλογή από αυτές. Αναγνώρισε αμέσως την αγαπημένη της. Βγάζοντας την, η ευωδία απλώθηκε παντού. Είχε τυλίξει με αυτή τη κασέτα.
Δεν είχε ούτε γράμμα μέσα ούτε τίποτα. Μόνο τη κασέτα και την μυρωδιά από το χαρτί.
Άπλωσε το χέρι και έπιασε το κασετόφωνο του από το ράφι. Δεν έβλεπε την ώρα να δει τι είχε ετοιμάσει.
Κοίταξε μην έρχεται κανένας, άνοιξε ελαφρώς στη φωνή και έβαλε τη κασέτα μέσα. Μόλις όμως πάτησε να παίξει, η μελωδία που γαργαλησε τα αυτιά του, έφερε και το πρώτο αναστεναγμό...
"Ωραία θα περάσουμε... Μπράβο ρε Αλίκη..." ψέλλισε και ξαπλώνοντας προς τα πίσω, άκουσε το τραγουδάκι της...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Πέντε μήνες αργότερα...
Ήταν κομμάτια...
Η έξοδος με το Στάθη τελικά , ήταν τραγική. Είχαν πιει τα άντερα τους και τον εχωσαν έκτακτη σκοπιά σε μισή ώρα.
Είχαν να μιλήσουν μια βδομάδα.
Σκοτώθηκαν τη τελευταία φορά...
Ο Λευτεράκης του είχε στείλει ότι η μικρή ήταν στο καφέ, του ζήτησε άδεια να τη πάει σινεμά, εκείνος τα πήρε κρανίο και ξέσπασε πάνω της. Πήρε και τη μάνα του, και έγινε χαμός. Θεωρούσε την Αλίκη, μικρή. Για όλα αυτά. Πόσο μάλλον για τους ηλίθιους τους φίλους του πίσω στο Σουφλί που ήξερε πως αντιμετώπιζαν τα μικροτερα κορίτσια.
Παρόλα αυτά, δεν ήταν ο μόνος λόγος που μάλωσαν... Ήταν ήδη αρπαγμενοι γιατί βγήκε με μια κοπέλα που γνώρισε στην έξοδο και όταν η Αλίκη τον πήρε τηλέφωνο εκείνος δε το σήκωσε. Λέγοντας της όμως το λόγο, εκείνη σαλεψε. Τον άκουσε όλος ο θάλαμος όταν μάλωσαν. Ήταν τόσο χαρούμενη που αρίστευσε, είχε και τα γενέθλια του και ήθελε απλά να του μιλήσει. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δε σήκωσε το κινητό γιατί ήταν έξω με κοπέλα και όσα έγιναν μετά με το Λευτέρη , ισοπέδωσαν την επαφή τους.
"Φρατζής! Παρουσιασου για σκοπιά!" ο λοχίας του έδωσε το έναυσμα και εκείνος ξεφυσησε. Είχαν γίνει κώλος και βρακί όλοι ύστερα από σχεδόν ένα χρόνο μέσα και εκείνος ήταν καινούριος. Εκτός αυτού, ο Λαέρτης ήταν στους ειδικούς. Έπαιρνε εντολές από το λοχαγό του.
Ήταν που ήταν κομμάτια, δεν θέλησε να τον αρπάξει και να γίνουν κώλος.
Πήρε τα πράγματα του, και βγήκε.
Έκανε ψόφο έξω.
Το κρύο ξύπνησε τις αισθήσεις του, και μπαίνοντας στο τζιπ, ο οδηγός ξεκίνησε. Θα πήγαινε στο ανατολικό φυλάκιο.
Ότι χειρότερο. ήταν στην άλλη άκρη.
"Φτάσαμε!" Ο οδηγός χτύπησε το ενδιάμεσο τζαμί και ο Λαέρτης κατέβηκε. Μόλις το τζιπ έφυγε, έβγαλε ένα τσιγάρο και ανέβηκε. Ψυχή δε περνούσε από εκεί. Ανάθεμα αν θα ήταν ικανός να κρατηθεί τρεις η ώρα το ξημέρωμα με έξι...
Πέταξε τα πράγματα του κάτω, φόρεσε το όπλο, τράβηξε τη καρέκλα και χωρίς καν να αγγίξει το τσιγάρο, τράβηξε μια τζούρα και άνοιξε το ραδιόφωνο...
Ήταν η μόνη του παρέα τις κρύες νύχτες.
Έψαξε για ένα σταθμό αφού με το ζόρι έπιανε εκεί, και άφησε ένα στη τύχη.
"Α ρε Στάθη με τις μαλακίες σου..." το αλκοόλ έρεε ακόμα στο αίμα του αλλά ήξερε καλά να το κρύβει πια από όλους. Κανένας δε καταλαβαίνει αν είχε πιει στην έξοδο όταν έμπαινε μέσα.
Ήταν όμως για τα καλά πιωμενος...
Έβγαλε το κινητό του ύστερα από λίγο και το κοίταξε. Τίποτα. Αυτό το πείσμα της του είχε σπάσει τα νεύρα...
Εγυρε πάνω στο κάγκελο , κοιτάζοντας την οθόνη από το τελευταίο τους μήνυμα.
"Μαλάκας... Ευχαριστώ πολύ!" μονολογησε κοιτώντας το ξανά όταν ξαφνικά, ένας απαλός ρυθμος, τον έκανε να κοιτάξει το ράδιο... Πήρε μια ανάσα, το δυνάμωσε και άναψε ένα ακόμα τσιγάρο...
"Τώρα θα σου δείξω τι σημαίνει σκοπιά τρεις με έξι..." ψέλλισε και ανοίγοντας το κινητό, τη κάλεσε.
"Ξέρεις τι ώρα είναι;" απάντησε στο τρίτο χτύπο και απο τη φωνή της κατάλαβε ότι ήταν εκνευρισμένη
"Σκάσε και άκου!" Κόλλησε το κινητό στο ραδιόφωνο και άνοιξε τέρμα την ένταση...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Τρεις μήνες μετά...
"Λίγο έμεινε αγόρι μου... Κάνε υπομονή"
"Δεν έχω παράπονο μανα... Όλα πήραν το δρόμο τους εδώ"
"Ο πατέρας σου να δεις χαρά! Λέει σε όλη τη περιοχή πόσο περήφανος είναι!"
"Η μικρή;"
"Καλά είναι και αυτή. Έξω με τη Φένια..."
"Σαν πολύ δε βγαίνει;"
"Όλα τα κορίτσια βγαίνουν στην ηλικία της. Μέσα να μείνει; Πάνε σινεμά... Ωραία είναι!"
"Μάνα, σινεμά να πάει. Με κανένα μαλάκα μη μπλέξει!"
"Έμαθες για το Λευτέρη ε;"
"Ναι..."
"Το κωλοπαιδο! Ούτε το περίμενα.."
"Τι εννοείς;"
"Που τη χουφτωσε! Εσύ τι εννοείς;"
"Τι έκανε;"
"Εσύ γιατί πράγμα μιλούσες;"
"Κάτσε ρε μάνα... Τι λες;"
"Παρεξήγηση λέω! Νόμιζε ότι τη χουφτωσε... Αυτό μόνο. Μάλλον κάνει διακοπές η γραμμή!"
"Διακοπές η γραμμή;" ρώτησε χαμηλά
"Εντάξει, πήγε από εκεί ο πατέρας σου. Όλα καλά... Βγήκαν το βράδυ με τα κορίτσια. Πήγαν στα ηλεκτρονικά... Ε, πήγε κάπως πιο έντονα από πίσω της και άπλωσε τα ξερά του. Είχε πιει. Ξέρεις πως είναι..."
"Λες να μη ξέρω; Η μικρή;"
"Τι λες να εκανε;! Δε τη ξέρεις κι αυτή;"
"Έβαλε τα κλάματα;"
"Ποια κλάματα;! Του έδωσε μια μπουφλα, όλη δική του ήταν! Του πάτησε και μια κλωτσιά και του έδειξε! Και εμείς δε θα το ξέραμε. Δε μας είπε τίποτα... Η Φένια το είπε στη μαμά της και η κυρά Μαρία με πήρε τηλέφωνο. Όλα καλά όμως. Πήγε και ο πατέρας σου από εκεί..."
"Μάνα είναι μικρή ακόμα... Τι δουλειά έχει στα ηλεκτρονικά μου λες; Δεν είμαι και εγώ εκεί!"
"Το ξέρω βρε παλικαρι μου, αλλά τι να κάνω; Δεν είναι και μωρό! Ολόκληρη γυναίκα γίνεται. Προσπαθούμε όσο μπορούμε. Ξέρεις ότι αν της καρφωθεί κάτι, γίνεται μουλάρι!"
"Τέλος πάντων... Δεν έχω άλλο χρόνο. Τι ώρα θα γυρίσει;"
"Δε ξέρω... Πριν κατέβει ο ήλιος είπε θα είναι πίσω..."
"Εντάξει. Θα τη πάρω στο κινητό"
"Το έχει αφήσει σπίτι..."
"Ρε μάνα!"
"Ε τι να κάνω; Ώρες ώρες, δε τη μπορώ να τη κυνηγάω!"
"Καλά... Πρέπει να κλείσω. Φεύγουμε άσκηση. Όταν γυρίσει πες της να μου στείλει μήνυμα"
"Να προσέχεις αγόρι μου. Κι αν χρειαστείς κάτι, να με πάρεις αμέσως."
"Όλα είναι καλά..."
Η Μάρθα έκλεισε το τηλέφωνο και τη κοίταξε.
"Γιατί με βάζεις να λέω ψέματα στον αδερφό σου ότι λείπεις;"
"Γιατί δε θέλω να του μιλήσω!"
"Τι σου έκανε βρε πουλάκι μου;"
"Εσύ έπρεπε να του πεις για το Λευτέρη; Σου έκανα ένα εκατομμύριο νοήματα!"
"Πρέπει να ξέρει! Αδερφός σου είναι! Πάλι μαλωσατε;"
"Λιγο..."
"Βρε κορίτσι μου, λείπει τόσα χιλιόμετρα μακριά και αντί να του δίνουμε δύναμη, εσύ μαλώνεις μαζί του..."
"Πάω στο δωμάτιο μου..."
Η Αλίκη ανέβηκε επάνω και κλείνοντας τη πόρτα ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
Ήταν έξαλλη μαζί του.
Πάνω που τα είχαν βρει, όλα χάλασαν ξανά.
Κοίταξε το κινητό της. Το είχε κλείσει από το πρωί.
"Δε θα σου κάνω τη χάρη!" είπε μα στα επόμενα λεπτά το άνοιξε. Είχε έξι κλήσεις και τρία μηνύματα. "Που είσαι; Σήκωσε το... Μπλα μπλα μπλα μπλα..." κορόιδεψε και το πέταξε στην άκρη. Πήρε το κασετόφωνο της, το άνοιξε και σηκώθηκε να κάνει μπάνιο όταν το άκουσε να χτυπά. "Τώρα τι θέλει; Να μου κάνει κήρυγμα πάλι; Δε κοιτάει τα χάλια του!" είπε και πήγε στη ντουλάπα αλλά στα επόμενα δευτερόλεπτα έτρεξε πάλι στο κρεβάτι , το έπιασε και το σήκωσε.
"Θες να μου σπάσεις τα νεύρα;" ήταν οι πρώτες του κουβέντες
"Τι θες;"
"Γιατί αφήνεις το γαμημένο τηλέφωνο σπίτι;"
"Γιατί το ξέχασα!"
"Σοβαρά;"
"Ναι σοβαρά!"
"Αλίκη για πόσο θα είσαι έτσι; Πες μου! Για πόσο θα αντιδρας χωρίς λόγο;!"
"Δεν αντιδραω! Στα ηλεκτρονικά πήγα!"
"Πηγές εκεί που σου είπα να μη πας!"
"Και εσύ στέλνεις μηνύματα με τη κολλητή μου!" Ο Λαέρτης ξεφυσησε. "Τώρα δε μιλάς ε;"
"Ένα μήνυμα έστειλα γιατί ανησύχησα! ΕΝΑ!"
"Οι φίλες μου δεν είναι για τα μούτρα σου!"
"Που θες να ξέρω ρε μάτια μου, ότι θα μου απαντούσε έτσι;! Και στη τελική τι έχουν τα μούτρα μου;"
"Τα μαύρα τους τα χάλια έχουν!"
"Αλίκη, σταμάτα να με εκνευρίζεις!"
"Γιατί τι θα κάνεις;" έμεινε σιωπηλός. "Το φαντάστηκα! Τι να κάνεις... Τρεις μέρες άδεια είχες για τις γιορτές και έκατσες κάτω! Αντί να έρθεις να σε δω! Αλλά βέβαια..."
"Πόσα πράγματα θα μου χτυπάς ακόμα;"
Δε του απάντησε. Αναστεναξε και δακρυσε.
"Μη κλάψεις να χαρείς..."
"Μου λείπεις..." είπε σιγανα
"Και μένα... Αλλά κάνοντας βλακείες δεν γίνεται τίποτα. Σε λίγους μήνες έρχομαι!"
"Λαέρτη; Ώρες ώρες τα συναισθήματα μου μοιάζουν τόσο μεγάλα. Κι άλλες τόσο μικρά..."
"Η εφηβεία είναι... Θα στρώσεις.."
"Έτσι λες;"
"Έτσι είναι μικρή μου... Ξέρεις κάτι; Έχω μια ολόκληρη ώρα κενή... Θέλεις να σου πω ένα παραμύθι;"
"Αλήθεια λες;"
"Που είσαι;"
"Στο δωμάτιο ,που να είμαι..."
"Ωραία, άντε ξάπλωσε στο κρεβάτι , πάρε αγκαλιά και τα αρκουδάκια σου και ηρέμησε..."
"Βασικά, μισό λεπτό"
"Γιατί;..."
"Ξεντυθηκα να κάνω ντουζ και είμαι γυμνή ρε Λαέρτη..." Σιωπή... "Μισό λεπτακι να βάλω μια μπλούζα σου. Ακόμα τις έχω εδώ! Θυμάσαι εκείνη την άσπρη με τα όμορφα μαύρα γράμματα; Τη λατρεύω!" ....... "Έτοιμη!"...... Σιωπή.... "Λαέρτη;"
"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;"
"Τι χάρη;"
"Γίνεται να μη ξέρω τόσες λεπτομέρειες;"
"Μα εσύ ρώτησες γιατί!"
"Ναι ρε μάτια μου, αλλά..."
"Αλλά τι;"
"Δε χρειάζεται να ξέρω και πότε είσαι γυμνή ρε Αλίκη!"
"Γιατί; Μικρά πως κάναμε μπάνιο στη θάλασσα συνέχεια;"
"Μικρά!"
"Ε και;"
"Ρε πουλάκι μου, πως να στο πω..."
"Με απλά λόγια ίσως;"
"Έφτασα σε μια ηλικία που ξέρω πως είναι το γυναικείο κορμί και να ακούω την αδερφή μου ότι είναι γυμνή με τά ρούχα μου, δεν είναι και ότι φυσιολογικό!"
"Σιγά ρε Λαέρτη! Για αυτό κανείς έτσι; Πας καλά; Μεταξύ μας;"
"Τέλος πάντων..."
"Θα μου πεις παραμύθι;"
"Θα σου πω..."
Η Αλίκη βολεύτηκε και τράβηξε και τη κουβέρτα της.
"ΦΡΑΤΖΗΣ! ΣΤΟ ΛΟΧΟ!" Ακούστηκε ξαφνικά μια κραυγή και η Αλίκη τρόμαξε.
"Μικρή πρέπει να κλείσω. Συγνώμη..."
"Δε πειράζει..." είπε λυπημένη
"Το βράδυ έχω έξοδο. Θα σε πάρω αν δε κοιμηθείς καλά;"
"Δε χρειάζεται... Λέω να ξαπλώσω. Βγες και να περάσεις όμορφα καλά;"
"Τι έπαθες;"
"Τίποτα... Απλά μου είχε λείψει να σε ακούω και..."
"Και εμένα μου έλειψες.. Θα σε πάρω! Μη κοιμηθείς!"
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Τέσσερις μήνες μετά...
"Ρε Αλίκη , γιατί κάνεις έτσι δηλαδή;"
"Συγνώμη, κι όλας!"
"Μα δε καταλαβαίνω γιατί αντιδρας έτσι... Εγώ ίσα ίσα ήρθα τρέχοντας να στο πω σίγουρη ότι θα χαρείς..."
Η Αλίκη τη στραβοκοιταξε...
"Να χαρώ που θα πας διακοπές με τους δικούς σου στο Γύθειο;! Αμάν και πως προσπαθώ να παλέψω το χρόνο..."
"Μα για αυτό ήρθα! Αν βρεθούμε με τον Λαέρτη μπορείς να μου δώσεις ότι θέλεις, να του το δώσω!"
"Και γιατί να βρεθείς με το Λαέρτη;"
"Ρε Αλίκη στο ίδιο μέρος θα είμαστε. Που είναι το κακό;"
"Αδερφός μου είναι Φένια!"
"Ε και; Τι έκανα; Από παιδί τον ξέρω... Δε καταλαβαίνω..."
"Τίποτα... Απλά ώρες ώρες μιλάς συνέχεια για εκείνον, και ρωτάς και ρωτάς και μου φαίνεται κάπως..."
"Κακό είναι που ενδιαφέρομαι αν είναι καλά;"
"Φένια; Κοροϊδεύομαστε και μεταξύ μας;"
"Δεν καταλαβαίνω..."
"Αν τον έχεις βάλει στο μάτι, ξέχασε τον..."
"Ρε συ Αλίκη, γιατί αυτό είναι κακό; Αντί να χαρείς εκνευρίζεσαι;"
"Είναι μεγάλος..."
"Σε λίγο θα γίνω δεκαοχτώ. Σου ρίχνω περίπου ένα χρόνο το ξέχασες; Εκτός αυτού, πάντα ήμουν ερωτευμένη μαζί του..."
"Τι ήσουν;"
"Ε τώρα με φέρνεις σε δύσκολη θέση... Θαρρείς και δε το ήξερες... Αλλά γιατί είναι κακό; Εγώ θα χαιρομουν..."
"Δε θέλω οι φίλες μου να μπλέξουν με τον αδερφό μου. Κακό είναι; Πες ότι κάτι γινεται. Γιατί να χαλάσουμε εμείς τη φιλία μας μετά;"
"Μπερδεύεις δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα..."
"Καθόλου. Και στη τελική, που ξέρεις αν σε βλέπει έτσι και εκείνος;"
"Δεν είπα ότι το ξέρω... Αλλά τώρα που θα πάω Γύθειο, θέλω να του στείλω να βρεθούμε... Ειλικρινά νομίζω γίνεσαι υπερβολική. Να πω ότι ήμουν καμιά σαν την Ντόρα, πάει στο καλό... Ούτε αγόρι έχω φιλήσει ακόμα!"
"Ούτε εγω, αλλά δεν έχει σχέση..."
"Περίμενα ότι θα χαρείς..." της είπε λυπημένα και η Αλίκη αναστεναξε.
"Ωραία. Κάνε ότι θέλεις, εντάξει;" σηκώθηκε και πήρε τα πράγματα της.
"Μόλις ήρθες σπίτι!"
"Και φεύγω. Συγνώμη αλλά θέλω να πάω σπίτι"
"Ώρες ώρες γίνεσαι τόσο υπερπροστατευτική μαζί του θαρρείς και είναι κανένα μωρό..."
"Αν βλέπεις έτσι το γεγονός ότι δε θέλω οι φίλες μου, να μπλέξουν με τον αδερφό μου, μπράβο σου..."
"Ε τοτε, να μην είμαστε φίλες να τελειώνουμε...!"
"Ωραία!" η Αλίκη της έριξε ένα έντονο βλέμμα άνοιξε τη πόρτα και έφυγε...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Δύο μήνες έμειναν ακόμα ρε ψάρακα!" ο Στάθης χαμογέλασε πλατιά και του χτύπησε τη πλάτη
"Εσύ πάλι αιωνόβιε, εδώ θα μείνεις; Απορώ πως δεν σε έχουν διώξει ακομα!"
"Μαλάκα θελω και μένω! Που στα κομμάτια να πάω; Δεν έχω κανένα από πίσω..."
"Έλα σε μένα... Δουλειά υπάρχει, σπίτι θα βρούμε! Όλα θα τα κάνουμε!"
"Μη μου βάζεις ιδέες τώρα..."
"Γιατί όχι; Σε τρώω στη μάπα δύο χρόνια!"
"Και σε χάλασε; Βέβαια αν κρίνω από το μωρό που ήρθε και βρεθήκατε πριν λίγο καιρό, ωραία πράγματα βγάζει το Σουφλί..."
"Ποιο μωρό ρε;"
"Εκείνη τη κοπέλα ρε... Τη ντροπαλή... Ελα, που πήγατε και για καφέ!"
"Τη Φένια λες; Μαλάκα αυτή είναι η κολλητή της αδερφής μου... Πας καλά;"
"Τυφλός είσαι ρε; Τι κολλητή; Ε και; Το κορίτσι φυσάει!"
Πράγματι η Φένια είχε αλλάξει και είχε ομορφυνει παρα πολύ. Αυτό δε μπορούσε να το αρνηθεί στον εαυτό του. Παρόλα αυτά, ήξερε ότι η Αλίκη θα αντιδρούσε κι ούτε του πέρασε από το μυαλό.
"Τέλος πάντων , θα έρθεις μαζί μου;"
"Πες το άλλη μία και να δεις θα μου αρέσει κι όλας!" αστείευτηκε και γέλασαν.
"Η πρόταση ισχύει. Έχεις δύο μήνες να το σκεφτείς! Μετά πάει το πουλάκι! Απολύομαι!"
"Δε θα συνεχίσεις στις ειδικές τελικά;"
"Όχι. Ο πατέρας μου, με έχει ανάγκη πάνω. Ότι ήταν να κάνω το έκανα..."
"Φυσικά και το έκανες! Δες κορμί!"
"Άι βρε μαλάκα!" του πέταξε το καπέλο του και σκύβοντας προς τη κουκέτα, έβγαλε τα άρβυλα του.
"Ρε φίλε να ρωτήσω κάτι γιατί το έχω απορία τα τελευταία δύο χρόνια.."
"Λέγε..." είπε χωρίς να τον κοιτάξει και έπιασε να δένει τα κορδόνια του.
"Μπας και είσαι γκέι ρε; Γιατί μαλακίες δε θέλω!" Τον κορόιδεψε
"Τι λες βρε παπάρα! Εκτός κι αν με θεωρείς τόσο σέξυ, που δεν αντέχεις πλάι μου... Εκεί αλλάζει!"
"Χωρίς πλάκα τώρα, αυτά τα κόκκινα κορδελακια τι είναι; Σε βλέπω καμιά φορά να τα έχεις και στη τσέπη..."
Ο Λαέρτης αναστεναξε...
Τον κοίταξε, και χαμογέλασε
"Το βασανο μου, είναι..." απάντησε χωρίς να τον κοιτά και έπιασε να δένει και τη δεύτερη αρβύλα
"Το ήξερα πως είσαι καψουρης... Από τη πρώτη μέρα που ήρθες... " Ο Στάθης αναστεναξε και δίνοντας του ένα χτύπημα στη πλάτη ,έφυγε από το θάλαμο.
"Τι είμαι;" ο Λαέρτης στριφογυρισε το βλέμμα του χαμογελαστός. Κανένας δε θα μπορούσε να καταλάβει το δέσιμο με την Αλίκη ούτε θα έμπαινε στη διαδικασία να εξηγήσει. Το μόνο που τον ένοιαζε πια, ήταν αυτές οι 60 ατελείωτες μέρες...
❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top