Κεφάλαιο 20° Προτελευταίο

Σ'αυτά τα μάτια δεν υπάρχει λογική..
Όσο βαθιά και αν τα κοιτάζω μ'αγαπούνε
Της ιστορίας πυρπολούν τη φυλακή
Στα παραμύθια και στ'αστέρια να με βρούνε..

Μου λες τα μάτια σου, να μη τα αγαπώ...
Και να μη πάψω να πιστεύω στα δικά μου...
Μα αυτά τα μάτια όπου σταθώ κι όπου βρεθώ...
Τα έχω πίσω μου, και μέσα και μπροστά μου...

•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°•°

Με το χτύπημα του ταμπούρλου, κατέβασε ακόμα μια γουλια. Δεν άντεξε να πλησιάσει. Κάθισε κάτω από την λατρεμένη της, μυγδαλιά και έχοντας για συντροφιά ένα παραμύθι που κάποτε έφτιαξε για εκείνη, κοιτούσε το τραπέζι τους, στα χαμένα.

Όλα ήταν χαμένα...
Τόσα όνειρα, τόσος πόθος και τόση αγάπη...
Όλα ήταν μπλεγμένα πια στα δάχτυλα του. Σε ένα λευκό μεταξωτό μαντήλι γεμάτο δαντέλες που στόλιζε τα χέρια του. Το μαντήλι της αγάπης. Έτσι το έλεγαν...
Κάτω από αυτό, κρατούσε το χέρι της Ελισάβετ και όλοι περνούσαν και άφηναν ευχές... Πόνεσε η εικόνα. Όπως πόνεσαν και τα λόγια τους.

Έσυρε το ποτήρι ως τα χείλη της και έμεινε να τον κοιτάζει. Τόση ομορφιά μέσα σε ένα κορμί που δεν επιτρεπόταν να αγγίζει...
Την κατέστρεφε να τον βλέπει ντυμένο σαν γαμπρό και να γιορτάζει το μέλλον του.
Δεν έκανε κακές σκέψεις. Δεν ήταν τέτοια.
Μα ήταν τόσο πληγωμένη που θέλοντας και μη, εκείνα τα χέρια έφερναν δάκρυα στα μάτια της. Δίπλα του η Μάρθα χαμογελούσε στο κόσμο. Κάτι είχε όμως... Τα μάτια της ήταν λυπημένα. Η Αλίκη όμως δεν έδωσε σημασία. Παραδίπλα καθόταν ο πατέρας της. 
Μόνο σαν τον κοίταξε κατάφερε να γελάσει αλλά τρεμούλιασε και δακρυσε. Ήταν ο κόσμος της. Το στήριγμα της.

Ούτε θέλησε να στρέψει το κεφάλι δεξιά τους... Ο παππούς τους ήταν καθισμένος στο καροτσάκι του και γλεντούσε με τους γνωστούς και φίλους. Ποτέ δεν τον αγάπησε αυτόν τον άνθρωπο ούτε εισέπραξε αγάπη...

Ξάφνου, τον είδε να σηκώνεται. Το βλέμμα της επέστρεψε στον Λαέρτη μα αμέσως σκυθρωπιασε. Η Ελισάβετ σηκώθηκε μαζί του και κρατώντας την από το χέρι πλησίασαν στο κέντρο της αυλής. Τα όργανα μαζεύτηκαν γύρω του και όπως όριζε το έθιμο, οι μάνες πήραν τα μεταξωτά υφάσματα και τα άπλωσαν πάνω από τα κεφάλαια τους. Το φιλί τους κάτω από αυτά που ακολουθησε έφερε αποστροφή στα μέσα της. Δεν κατάφερε να κοιτάξει παραπάνω. Το έριξε προς τον Στάθη και προς έκπληξη της, τη κοιτούσε και εκείνος. Της έκανε ένα νεύμα και η Αλίκη σήκωσε το ποτήρι της και τον χαιρέτησε στα βουβά. Έδειχνε χαρούμενος. Πλάι του ήταν η Εύα και η Δώρα. Οι δύο γυναίκες της ζωής του. Τόσο απλά και όμορφα...

Τα σφυρίγματα που ακούστηκαν, οι φωνές του κόσμου και οι νταμιτζάνες με το κατακόκκινο κρασί που έσπασαν στα πόδια τους, τράβηξαν τη προσοχή της και η Αλίκη σφίχτηκε. Σύντομα έπρεπε να πάει και να του χορέψει. Έτσι έκαναν τα αδέρφια...
Τι να χορέψει και σε ποιον;
Με τι ψυχή και τι καρδιά να σταθεί και να τον κοιτάξει. Με τη δύναμη να σύρει ένα ρυθμο και να τον παραδώσει στην Ελισάβετ; Δεν είχε κουράγιο. Ίσως αυτό το έθιμο, να ήταν ένα από αυτά που δε θα γινόταν απόψε. Άδειασε όλο το κρασί και πήρε ένα ακόμα. Δεν ήταν ίδιο αλλά όσα πρόλαβε και ήπιε κατάφεραν και έλουσαν τη ψυχή της με φωτιά.

Στερέωσε το κορμί της στο δέντρο...
Πόσες σκέψεις και πόσα δάκρυα άντεξε με τα χρόνια αυτό το δέντρο...
Και πόσα ακόμα άντεχε αφού η Αλίκη, ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Τελικά τα δέκα χρόνια, δεν ήταν ικανά να σβήσουν τίποτα.
Μόλις τον είδε, τον ερωτεύθηκε ξανά.
Πόσο πιο βρώμικη να νιώσει όταν πήγε στο γάμο του και εκείνη ερωτεύθηκε πάλι απο την αρχή τον αδερφό της... Ντροπή στα στήθη και κάψα στη καρδιά της.

Το ζευγάρι επέστρεψε στο τραπέζι και όπως πρόσταζε το έθιμο, μετά τα υφάσματα, έπρεπε να πιούνε ο ένας από το ποτήρι του άλλου, δέκα φορές κάνοντας δέκα ευχές... Για κάθε ευχή, έδιναν και ένα φιλί.
Οι γονείς για κάθε γουλια άφηναν και από ένα μέταλο στα χέρια τους. Είτε ασημι, είτε χρυσό... Ότι ήθελαν. Αρκεί να γυαλιζε και να ήταν βαρύ... Έτσι κάθε τους ευχή θα έπιανε τόπο με τις ευλογίες τους.

Στο πρώτο τους φιλί η Αλίκη γύρισε τη πλάτη... Την ετσουξε η εικόνα. Ήταν αλλιώς να βλέπει τις σκιές τους λίγα λεπτά πριν και αλλιώς τα χείλη τους να ενώνονται...

"Κόκκινη κλωστή δεμένη... Στην ανέμη τυλιγμένη... "Ψέλλισε θάβοντας μια και καλή το δικό τους παραμύθι και κοίταξε τον αχυρώνα...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Γελούσε. Τα χέρια της χτυπούσαν παλαμάκια μα μέσα έτρεμε το φυλλοκάρδι της. Η εμφάνιση του Ζήση από το πρωί τη ταραξε. Πέρασε μια ολόκληρη ζωή να τον νομίζει για νεκρό. Μια ζωή να μιλάει σε φαντάσματα και να πιστεύει ότι εκείνα άκουγαν.
Όλοι γελούσαν...
Πόσο αληθινά ήταν όλα αυτά τα χαμόγελα γύρω της;
Ένιωθε το Σπύρο να κάθεται πλάι της και μόνο όταν του έπιανε το χέρι ηρεμούσε.
Έπραξε σωστά; Ήταν αυτός ο γάμος άραγε αυτό που έπρεπε να γίνει;
Θα προλάβαινε η Αλίκη να εξαφανιστεί τη Δευτέρα πριν φτάσει ο Ζήσης; Κι αν δε την έβρισκε; Να την άφηνε να φύγει; Να τους μιλούσε πρώτη; Να μιλούσε στο Σπύρο; Τι να έκανε;
Όλα ήταν ένα πλεγμένο κουβάρι στο κεφάλι της και στη ψυχή της. Έκανε λάθος άραγε;
Μηοως αν είχε μιλήσει εξ αρχής πλάι στο λατρεμένο της γιο να έβλεπε τη κόρη της;
Στέρησε την αγάπη από δύο ανθρώπους που αγαπήθηκαν από μωρά, κάνοντας το σωστό ή το λάθος; Θα τη συγχωρούσε ποτέ ο Σπύρος;
Η Μάρθα ήταν ένα ζωντανό αίνιγμα και λύση δεν έβρισκε. Για τα μάτια του κόσμου...
Εκείνο το τραγούδι της αφιέρωσε ο Ζήσης μέσα από τα κάγκελα όταν έμαθε ότι παντρεύεται τον Σπύρο τριάντα χρόνια πριν...
Μέσα στο ρυθμο από τα όργανα, η Μάρθα σήκωσε το ποτήρι της και ήπιε από το παραμύθι του Λαέρτη...
"Για τα μάτια του κόσμου... Έναν άγνωστο, φως μου... Παντρεύεσαι... Τη Κυριακή..." ο στίχος που έπαιξε στο κεφάλι της έγινε ψελλισμα στα χείλη και άφησε ένα δάκρυ να πέσει. Έκανε στα παιδιά της ότι και ο πατέρας της σε εκείνη; "Μα όταν πονέσεις και κλάψεις μια μέρα... Που δε θα το θελα ποτέ, ποτέ αυτό... Στα χέρια του κόσμου να βάλεις τη βέρα... Να μοιραστείτε τον καημό..." Τα δάκρυα έρεαν και εκείνη ψελλιζε τόσο σιγανα που ο κόσμος νόμιζε ότι ήταν δάκρυα περηφάνιας και χαράς...
Τον Λαέρτη τον λάτρευε αληθινά όπως και το Σπύρο. Έβαλε στο ζυγι τη ζωή και τα λάθη της μα η ζυγαριά, έδειχνε μόνο λαθη...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Ένιωθε τα δάκρυα της πλάι του και ήξερε ότι δεν ήταν δάκρυα χαράς. Όπως ακριβώς ήξερε ότι η συνάντηση το πρωί με το Ζηση την είχε στιγματίσει. Και πάλι όμως, το χέρι του ήταν ανοιχτό και εκείνη βρισκόταν σαν τραυματισμένο πουλί μέσα στη δική του φτερούγα. Τον αγαπούσε πράγματι τόσο πολύ που ο μόνος λόγος για όλα αυτά τα λάθη ήταν ο φόβος της για να μη τον χάσει;

Έπιασε με την άκρη του ματιού του, την Αλίκη να γυρίζει από την άλλη γεμάτη αποστροφή προς το θέαμα. Είχε ώρα που κοιτούσε το κοριτσάκι που λάτρεψε όσο τίποτα να γίνεται κομμάτια... Ήταν πεπεισμένος πια πως μέσα της υπήρχε μόνο αγάπη. Αληθινή ερωτική αγάπη. Τέτοια που δεν αντέχεις να κοιτάς τον άνθρωπο σου πλάι σε κάποιον άλλο γιατι πονάει...
Έτσι πόνεσε κι αυτός βλέποντας τη Μάρθα να μιλάει με το Ζηση το πρωί αλλά ήξερε ότι αφού ζούσε, ήταν κάτι που δε μπορούσε να αποτρέψει. Ήταν σίγουρος ότι τον έβλεπε πρώτη φορά. Το είδε στις εκφράσεις της. Που ήταν άραγε τόσα χρόνια; Δεν είχε ιδέα αλλά ήξερε ότι ίσως επέστρεψε για την Αλίκη. Τώρα πλέον ο Σπύρος θα έβλεπε πεντακάθαρα.

Ήταν ερωτευμένη...
Για αυτό έφυγε τόσο ξαφνικά και όχι γιατί επέμενε ότι βρήκε δουλειά με μεγάλες προοπτικές για το μέλλον. Η Μάρθα ολοένα και τον σιγονταριζε τότε να μη το κάνει θέμα αλλά τώρα το έβλεπε και αυτό. Προτίμησε να χάσει τη κόρη της από το να αφήσει τα παιδιά να ερωτευθούν ακόμα περισσότερο. Μέχρι και το εγκεφαλικό της άρχισε να το βλέπει ψεύτικο. Πόσα λάθη οδήγησαν σε αυτό το γάμο άραγε;

Τον ήθελε ο μονάκριβος του;
Τον έκανε από πείσμα;
Ήταν τόσο ερωτευμένος και εκείνος;
Έπινε και έπινε και έπινε από ένα κρασί που ο Σπύρος κατάλαβε ότι το έφτιαξε για εκείνη. Δεν υπήρχε στιγμή που να έζησε μαζί τους , που να μην ήταν ξεκάθαρη πια. Το τοπίο είχε ανοίξει... Στη ζωή του έμαθε μόνο ένα πράγμα και αυτό το έκανε καλά στα τόσα χρόνια... Να αγαπάει...
Αν την αγαπούσε και εκείνος αύριο κι όλας θα τα έλεγε όλα στην Αλίκη και θα την άφηνε από εκεί και πέρα να αποφασίσει εκείνη τι θα έκανε. Το μόνο που θα της έδινε είναι αγάπη και την ευχή του πατέρα. Γιατί κόρη του την ένιωθε και αυτό δε θα άλλαζε ποτέ...

"Να χορέψει η οικογένεια!" Τσιριξαν ξαφνικά και τα ταμπούρλα πήραν φωτιά. Ούτε που κατάλαβε ποτέ τελείωσαν οι ευχές...

"Η Αλίκη...;" ψέλλισε η Μάρθα κοιτώντας τον  και τα συμπέθερια σηκώθηκαν πρώτα "Την είδες άντρα μου; Μετά εμείς έχουμε σειρά..." του είπε η Μάρθα και εκείνος αναστεναξε.

Η Ελισάβετ αν και ήταν από την Αλεξανδρούπολη, τίμησε το έθιμο και σηκώθηκε να χορέψει. Μέχρι να την χορέψει όλη η οικογένεια της είχαν ένα μισάωρο.

Ο Σπύρος σηκώθηκε

"Που πας άντρα μου;"

"Κάνε δουλειά σου γυναίκα..." είπε σιγανα και της χαμογέλασε. Προσπέρασε το κάθισμα της και κάθισε πλάι στο γιο του που πλέον ήταν μόνος.

"Ωραίο το κρασί... Γεια στα χεράκια σου..."

"Τίποτα σπουδαίο πατέρα..."

"Αλήθεια; Εγώ το έπινα και ήταν θαρρείς και βγήκε μονάχα για αγάπη..." Σχολίασε ήρεμα "Θα σε χορέψουμε σε λιγάκι..."

"Το ξέρω" ο Λαέρτης άδειασε το ποτήρι και αναστεναξε

"Η Αλίκη δεν είναι εδώ..."

"Και αυτό το ξέρω..." είπε και το γέμισε πάλι μα ο Σπύρος του έπιασε το χέρι πριν σύρει το ποτήρι στα χείλη και τον κοίταξε έντονα

"Πήγαινε να τη βρεις γιε μου..."  είπε σοβαρός

"Ας έρθει μόνη της" ο Λαέρτης ειχε πιει. Από το τόνο του και μόνο προδόθηκε. Ήταν θυμωμένος.

"Σταμάτα να γίνεσαι πεισματάρης παναθεμα σε! Στον αχυρώνα πήγε... Αν σε νοιάζει έστω και λίγο, τότε σήκω" ο Λαέρτης τράβηξε το χέρι του, άδειασε το ποτήρι και σηκώθηκε...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Ώρα τώρα την έβλεπε κάτω από εκείνο το καταραμένο δέντρο. Έπινε το κρασί της και τον κοιτούσε... Τι ήθελε επιτέλους; Τι ζητούσε; Από χθες που επέστρεψε δεν κατάφερε στιγμή να τη βγάλει από το μυαλό του. Ούτε όρεξη να κάνει έρωτα με την είχε. Δεν ήθελε να αγγίξει το κορμί της. Έβλεπε τα χέρια του και το μόνο πράγμα που ήθελε να κλείσει εκεί μέσα ήταν το κορμί της Αλίκης.

Το βράδυ που πέρασε ήταν εφιαλτικό.
Δεν πήγε μαζί τους...
Βγήκε μόνο και μόνο με την ελπίδα ότι θα τη δει, θα την αγγίξει λίγο και θα τη μυρίσει μα εκείνη δεν πήγε... Ήταν τόσα πολλά αυτά που τους χώριζαν πια και όμως έσβησαν αμέσως μόλις την είδε.

Εκείνο το παλιοχαρτο είχε λιώσει στα χέρια του δέκα ολόκληρα χρόνια. Κάθε βράδυ το κοιτούσε... Δεν είχε περάσει μέρα που να μη το διάβαζε. Πόσο έξω είχε πέσει τελικά;
Ίσως πολύ, ίσως όμως και καθόλου. Η ψυχούλα του το φώναζε ότι ήταν λάθος. Ότι κάτι δεν έκαναν σωστά... Μα ποτέ δε του δόθηκε η ευκαιρία να της μιλήσει. Η Αλίκη έκλεισε κάθε πόρτα και επαφή μαζί του. Άλλαξε αριθμό, άλλαξε χώρα... Άλλαξε ζωή...
Όλα τα άλλαξε μα δεν κατάφερε να αλλάξει τα συναισθήματα του για εκείνη.

Σκέφτηκε πολλές φορές να σταματήσει το γάμο. Μια της λέξη ήταν αρκετή και θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Για πάρτη της μόνο..
Ήξερε όμως ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ. Ότι ένιωθε βρώμικη και ντρεπόταν για κάτι τόσο όμορφο όπως είναι ο έρωτας...

Νύχτα δεν περνούσε που να μη σκεφτεί τα χέρια κάποιου να αγγίζουν το κορμί της... Ενα κορμί που του ανηκε... Το ίδιο που στα χέρια του έμαθε τον έρωτα και από κορίτσι την μεταμόρφωσε σε γυναίκα... Στα δικά του καταραμένα χέρια!

Είχε θολώσει κάθε του κρίση...
Έφτασε στον αχυρώνα και βρήκε τη πόρτα μισάνοιχτη. Την είδε σκυμμένη πάνω στα άχυρα... Μύριζε γιασεμί ο τόπος όλος...
Μπήκε χωρίς να τον αντιληφθεί, κλείδωσε από μέσα και τη πλησίασε. Αυτά τα τακούνια της... Το φόρεμα της, οι καμπύλες της, τα χείλη της... Όλα τον είχαν τρελάνει.

"

Τελικά, πάλι εδώ γύρισες..." την είδε να τσιτωνει αμέσως και σηκώθηκε.

"Πήγαινε στο τραπέζι σου..." Η φωνή της ψυχρή σαν τον παγο. Δεν μπήκε καν στο κόπο να γυρίσει και να τον κοιτάξει...
Έβλεπε τη φιγούρα της, τα μαλλιά της...
Μέσα στη ζάλη από το πιοτό, άπλωσε τις παλάμες του στη μέση της και έκανε ένα βήμα πιο κοντά της.
Δέκα χρόνια είχε να πιάσει το γυμνό της δέρμα και εκείνο το καταραμένο φόρεμα, άφηνε ακάλυπτο το σημείο... Η Αλίκη ανατριχιαζει και εκείνος το ένιωσε.

"Πρέπει να μου χορέψεις... Το ξέχασες; Με έστειλαν να σε βρω..." χαμήλωσε το κεφάλι του, αδυνατώντας να συγκρατηθεί. Κάθε δευτερόλεπτο μαζί της εκεί μέσα ήταν σαν ωρολογιακή βόμβα. Δεν είχε ιδέα ούτε και ο ίδιος αν θα σκάσει, ή αν θα καταφέρει να αφοπλίσει τις ορμές του πριν κάνει πράξη τις σκέψεις του.

"Λαέρτη μη με αγγίζεις..." στα λόγια της πείσμωσε. Το κορμί έλεγε άλλα πράγματα από ότι η γλώσσα της.

"Δίκασε με τότε..." είπε και πιάνοντας τη δυνατά απο τη μέση τη γύρισε. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Έτρεμαν μέσα στα δικά του. Θαρρείς και πάλευε και εκείνη. Με τι πάλευε όμως; Πόσο ξεκάθαρο του είχε κάνει ότι δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει; Ούτε καν να την ακουμπά... Η μέθη όμως, είχε άλλα σχέδια.

"Σου είπα μη με ακουμπάς!" ύψωσε το τόνο της και πιάνοντας τα χέρια του , τα τιναξε από το κορμί της. "Πήγαινε έξω! Φύγε! Παντρεύεσαι που να σε πάρει η οργή! Έξω έχεις γλέντι! Φιλούσες τη γυναίκα σου λίγα λεπτά πριν! Έπινες στα χείλη της το κρασί μου!" ξέσπασε κοιτώντας τον εξαγριωμένη και τον χτύπησε στο στήθος με τις γροθιές της.  "Σταμάτα να έρχεσαι!" φώναξε και τον χτύπησε πάλι  "Σταμάτα να μου μιλάς!" συνέχισε ωθώντας τις γροθιές της πιο δυνατά  "ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΥΠΆΡΧΕΙΣ!" κραυγασε και πριν τον χτυπήσει ξανά, ο Λαέρτης έπιασε δυνατά τα χέρια της στα δικά του  "Τι διάολο θέλεις; Τι άλλο θες πια από μένα..." Η φωνη της έσπασε. Η θυμωμένη όψη της, λύγισε και η Αλίκη έβαλε τα κλάματα "Δεν αντέχω αλλο..." Ψιθύρισε τσακισμένη και εκείνος έτσι όπως τη κρατούσε, τη τράβηξε με μανία και συνθλιψε τα χείλη του πάνω στα δικά της.

Στην αντίσταση της, τη πόνεσε με τα χέρια του και έσφιξε το κράτημα του. Η Αλίκη έβγαλε ένα μουγκρητό και μόλις άνοιξε τα χείλη της για να φωνάξει εκείνος βύθισε τη γλώσσα του παθιασμένα μέσα της. Κράτησε με το ένα του χέρι τα δικά της, και με το άλλο την έπιασε από τη μέση και την έσπρωξε μανιασμένα πάνω στο ξύλινο δοκάρι.
Το παιχνίδι είχε χαθεί...
Μόλις ένιωσε τη καψα του φιλιού της να ανταποκρίνεται, την έπιασε και τη σήκωσε κόντρα στο ξύλο. Τα χέρια του χώθηκαν δίχως ντροπή και γεμάτα από πόθο ετών, κάτω από το φόρεμα της και το σήκωσε αμέσως ως τη μέση της. Χάιδεψε τα οπίσθια της και τα ζουπηξε τόσο δυνατά που τα μελανιασε αμέσως. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του και κάνοντας στην άκρη το εσώρουχο της, ξεκουμπωσε το παντελόνι του. Το φιλί τους δεν έλεγε να ηρεμήσει. Κάθε άλλο, γινόταν όλο και πιο άγριο.

Μπήκε μέσα της απότομα και εκείνη έβγαλε μια κραυγή πόνου πάνω στα χείλη του. Δέκα χρόνια είχε να νιώσει αντρικό άγγιγμα στο κορμί της. Ένα κορμί που είχε ξεμαθει τον έρωτα και τη πράξη. Βγήκε και μπήκε ακόμα πιο βαθιά και δυνατά. Τράνταξε το κορμί της και κρατώντας τη σφιχτά, τη γύρισε και τη ξάπλωσε στα άχυρα. Η ταχύτητα με την οποία έμπαινε μέσα της ήταν αστραπιαία.

Ήταν τόση η δίψα και τέτοια η αίσθηση να κάνει έρωτα ψυχή και σώμα με τη γυναίκα που λάτρεψε που δεν κατάφερε να βάλει όρια στο πόθο του. Η Αλίκη άρχισε να τρέμει. Ερωτεύθηκε από την αρχή το τρέμουλο της και φρενιασε μόλις τα υγρά της εξαπλώθηκαν πάνω του. Έπιασε τα χέρια της δυνατά, τα σήκωσε πάνω από το κεφάλι και χαμήλωσε ταχύτητα. Χαμήλωσε τόσο πολύ που σε κάθε ώθηση, έβλεπε τα χείλη της να σβήνουν στα δικά του. Άνοιγαν και έκλειναν κάθε φορά, που βυθιζόταν μέσα της. Ήθελε να απολαύσει αργά αργά τον έρωτα που έρρεε για εκείνον ανάμεσα στα μπούτια της και μόλις ικανοποίησε τις αισθήσεις του, κράτησε το κεφάλι της σταθερά και μπήκε μέσα της βαθιά και άγρια. Ο πόνος της έφτασε πάλι στα χείλη του και έχασε κάθε έλεγχο ακούγοντας τη να σπαρταράει για χάρη του.

Πλέον έτρεχε στα μονοπάτια του κορμιού της με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα χέρια της χώθηκαν στο λαιμό του και τον γρατζουνησε από τη μανία της.
Ο Λαέρτης γρυλισε στην αισθηση των νυχιών της και χαμήλωσε απειλητικά προς τον γυμνό της ώμο. Δεν άντεχε άλλο...
Εγλυψε το σημείο και άνοιξε τα χείλη του όταν ξαφνικά , ένα ξεψυχισμενο σ'αγαπω, έσκασε σαν βόμβα στα αυτιά του και παρέλυσε ολόκληρος... Έπιασε στη παλάμη του αμέσως το πρόσωπο της και την κοίταξε.
Έκλαιγε...

"Κι εγώ σ'αγαπαω μάτια μου..." έσκυψε και χαρίζοντας της ένα υγρό φιλί, έσβησε μέσα της... Ήταν η πρώτη φορά που δεν την δάγκωσε... Κινήθηκε αργά και απαλά γιγαντώνοντας την αίσθηση και στο δικό της κορμί και αφήνοντας τα χείλη της, έφτασε στον γυμνό της ώμο... Τον φίλησε τρυφερά και ύστερα βγήκε από μέσα της. Είχαν χάσει τις ανάσες τους...
Έτρεμαν και οι δύο...
Αλληλοκοιταχθηκαν σιωπηλοί νιώθοντας τις ενοχές για το καινούριο τους έγκλημα να απλώνονται στο χώρο και η Αλίκη δακρυσε.

"Τι κάναμε θεέ μου.." η συνειδητοποίηση ήρθε σχεδόν αμέσως.

"Έρωτα κάναμε..." η απάντηση του, δε της ήταν αρκετή. Δεν έπρεπε να είναι...

Σηκώθηκε και μάζεψε το φόρεμα της όπως όπως. Ο Λαέρτης κουμπωθηκε και εκείνος , και την έπιασε από το χέρι μα η Αλίκη ξέσπασε σε λυγμούς.

"Έξω είναι η γυναίκα σου παναθεμα σε!" του αστραψε ένα χαστούκι και έκανε ένα βήμα πίσω . "Σου είπα που να σε πάρει ο διάολος να μη με αγγίξεις!" τα χείλη της έτρεμαν. Ολόκληρη ήταν ένα τρέμουλο "ΣΤΟ ΖΉΤΗΣΑ! ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ! ΤΟ ΗΞΕΡΑ ΟΤΙ ΘΑ ΛΥΓΙΣΩ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Η ΕΥΧΗ!" η κατάσταση της άλλαξε μονομιάς.

"Δεν μπορώ να κρατήσω τα χέρια μου μακριά σου, γαμω τη τρέλα μου!" φώναξε και εκείνος

"Τέλος! ΤΕΛΟΣ! ΩΣ ΕΔΩ!" Η Αλίκη έτρεξε προς τη πόρτα αναστατωμένη. Ξεκλείδωσε και πριν φύγει σταμάτησε και τον κοίταξε "Ζήσε τη ζωή σου... Θα φροντίσω να μη με ξαναδείς ποτέ!" ξέσπασε σε λυγμούς και ανοίγοντας τη πόρτα, έτρεξε αμέσως προς τη μπροστινή πλευρά του σπιτιού πριν τη πάρει κάποιος χαμπάρι...

Μένοντας μόνος σήκωσε και κοίταξε τα άδειανα του χέρια ώσπου ούρλιαξε και άρχισε να κλωτσαει τα πάντα γύρω του.
Καθετι που υπήρχε εκεί μέσα...
Όλα τα ρήμαξε...
Δεν άφησε τίποτα όρθιο...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Ήταν κλειδωμένη εδώ και ώρες στο δωμάτιο. Έξω κόντευε να ξημερώσει.
Το γλέντι είχε πάψει πια και εκείνη ήταν  ακόμα τυλιγμένη με τη πετσέτα της. Κανένας δεν ήρθε να της ζητήσει το λόγο που δεν ήταν εκεί...
Δεν την ένοιαζε όμως...
Ένιωθε ακόμα τον εαυτό του να κυλά μέσα της όσες φορές κι αν πλύθηκε..
Σύρθηκε ως το κομοδίνο, άρπαξε το κινητό της και ψάχνοντας για το τηλέφωνο από το αεροδρόμιο , το βρήκε και το καλεσε ..

"Καλησπέρα σας..." έκλαιγε "Έχω μια πτήση για τη Δευτέρα... Θα ήθελα σας πάρω να την αλλάξω για σήμερα... Ναι, μόνο αύριο; Τι ώρα; Εντάξει. Κλείστε το εισιτήριο... Ευχαριστώ" σαν να έπαιζε η μοίρα το πιο σκληρό παιχνίδι της, η μόνη πτήση ήταν αύριο στις δώδεκα... Ίδια ακριβώς ωρα με το γάμο...

Μάζεψε τα κομμάτια της και σηκώθηκε. Ντύθηκε βιαστικά, έβγαλε ένα χαρτί και ένα στυλό άφησε ένα σημείωμα ότι έπρεπε να φύγει γιατι ήταν επείγον, τους χάρισε τις ευχές της και δίχως να πάψει να κλαίει, έκλεισε τη βαλίτσα της.

Προτίμησε να φύγει σήμερα και να περάσει όλη τη μέρα στο αεροδρόμιο παρά να κάτσει ακόμα ένα λεπτό μέσα σε εκείνο το σπίτι.

Πήρε τη βαλίτσα της , άνοιξε τη πόρτα και κατέβηκε όσο πιο σιγά μπορούσε.
Μόλις βγήκε στην αυλή , άρχισε να τρέχει...
Μόνο το σταθμό των λεωφορείων έβλεπε στα μάτια της...
Σε κάθε της βήμα ξημέρωνε όλο και περισσότερο ώσπου μισή ώρα αργότερα είχε φτάσει στο σταθμό.

"Καλημέρα σας. Ένα εισιτήριο για Αλεξανδρούπολη παρακαλώ άμεσα..." είπε στον υπάλληλο

"Κορίτσι μου τρέχα. Σε ένα λεπτό έχει αναχώρηση!"

"Φρατζή Αλίκη" ο υπάλληλος εκτύπωσε το εισιτήριο της , πλήρωσε και έφυγε σφαίρα. Πράγματι ήταν η τελευταία που μπήκε μέσα. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα. Ποτέ έξι είχε πάει... Κάθισε τέρμα πίσω, σήκωσε τα πόδια της στο κάθισμα και μόλις το λεωφορείο ξεκίνησε, τα αγκαλιάσε και εγυρε προς το παράθυρο...
Το κορμί της ακόμα πάλευε τη κάψα του. Ένιωθε το σώμα της να αντιδρά. Φοβόταν...
Πρώτη φορά τελείωνε μέσα της...
Όλα είχαν γίνει τόσο στραβά...

Η Αλίκη έσφιξε το κορμί της. Πονούσε ολόκληρη...  "Να είσαι πάντα ευτυχισμένος..." ψέλλισε μόλις το λεωφορείο βγήκε από το Σουφλί και κατέρρευσε πλαι στο κάθισμα...

🥹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top