Κεφάλαιο 2°

Φεύγω, φεύγεις φεύγουμε...
Αλλάζω, αλλάζεις... Αλλάζουμε και οι δύο..

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Ένα μήνα αργότερα...

"Εδώ είσαι εσύ;" Έκλεισε τη πόρτα του αχυρώνα και εκείνη κρύφτηκε μέσα στα στάχυα και του γύρισε τη πλάτη της. "Ρε Αλίκη, για πόσο θα μου κρατάς μούτρα που φευγω;"

"Μέχρι να γυρίσεις μούτρα θα έχω!"

"Ρε πουλάκι μου..." γονάτισε πλάι της, και εκείνη έδειξε ακόμα πιο περίτρανα τη πλάτη της. "Έτσι είναι η ζωή. Οι άντρες πάνε στρατό. Τα κοριτσάκια παίζουν σπίτι"

"Δεν είμαι μωρό!"

"Μωρό είσαι... Αλλά δε το βλέπεις ακόμα. Και πάλι όμως πρέπει να το χαίρεσαι. Μη βιάζεσαι να μεγαλώσεις. Δες πόσο όμορφη είσαι ακόμα και ετσι"

"Ακόμα κι έτσι;!" αποκρίθηκε ενοχλημένη

"Τώρα γιατί θυμώνεις πάλι;"

"Τίποτα..."

"Έλα, που έχεις κρύψει εκεινα τα χαζά σου τα κορδελακια;"

"Στη τσέπη μου..." γύρισε διστακτικά και τον κοίταξε. Έβγαλε μια κόκκινη κορδέλα και τον κοίταξε

"Θέλεις να πούμε παραμύθι;" Η Αλίκη χαμογέλασε αμέσως

"Λες αλήθεια;"

"Ναι, έλα..." άπλωσε το δάχτυλο του και εκείνη πιάνοντας τη κορδέλα, το έδεσε και ύστερα έδεσε και το δικό της. Ο Λαέρτης είχε συνηθίσει πια. Ήταν η ασφάλεια της... Θεωρούσε ότι ακόμα και να χαθεί στα παραμύθια του , όντας δεμένη μαζί του, θα έβρισκε το δρόμο της επιστροφής. Ενώ άλλες φορές πάλι, όταν πήγαιναν βόλτα και εκείνη φοβόταν, τον έδενε με εκείνες τις χοντρές κλωστες από τα κουβάρια της μάνας τους, που ύφαινε με αυτά στην ανέμη της.

Ο Λαέρτης ξάπλωσε πάνω στα άχυρα και εκείνη κουρνιασε πλάι του. Έκλεισε τα μάτια της και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. Όσο μεγάλωνε γινόταν πιο απαιτητική στα παραμύθια της.

"Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη..." ξεκίνησε να της λέει και εκείνη χαμογέλασε χωρίς να ανοίξει τα μάτια "Δώσε κλωτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινισει..." τον είχε βάλει να λέει μέχρι και στιχάκι πριν ξεκινήσει.
"Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα όμορφο, μικρό πεισματάρικο κοριτσάκι... Δεν άκουγε κανένα. Θύμωνε, ήθελε να γίνεται το δικό της και..."

"Τώρα παραμύθι είναι αυτό;" τον διέκοψε

"Αλίκη θέλεις παραμύθι;"

"Θέλω..."

"Άντε μάτια μου όμορφα τότε, κάτσε ήρεμη να σου πω..."

"Δε θέλω να με φαντάζομαι σαν το κακομαθημένο κοριτσάκι..."

"Δεν είπα μόνο αυτό, είπα ότι είναι και όμορφο..."

"Είναι;" ρώτησε χαμογελαστή

"Είναι..." τη φίλησε απαλά στο μέτωπο μα εκείνη έσμιξε τα φρύδια της.

"Νομίζω ότι πρέπει να αλλάξω τα ρούχα μου για να γίνω πιο όμορφη..."

"Τι εννοείς;" απόρησε στα λόγια της

"Βαρέθηκα αυτά τα παιδιάστικα ρούχα..."

"Μα παιδί είσαι..."

"Έφηβη είμαι..."

"Καλά καλά..."

"Κάτσε ρε Λαέρτη, τι , καλά καλά; Δεν είναι μύθος. Γεγονότα είναι!"

"Μαλάκα μόλις με εδεσες για να σου πω παραμύθι;! Πας καλά;"

"Ξέρεις κάτι;" σηκώθηκε, ξεδεσε τη κορδέλα και τον κοίταξε έξαλλη "Δε θέλω ούτε τα παραμύθια σου, ούτε τίποτα!" χτύπησε κάτω το πόδι της σαν πεισματάρικο μουλάρι, και χαρίζοντας του μια φαρμακερή μάτια, έτρεξε έξω από τον αχυρώνα...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Εγώ δε πεινάω..."

"Γιατί;" Ο Σπύρος σήκωσε το φρύδι και τη κοίταξε έντονα. Είχε χάσει κάποια κιλά τελευταία και δε του άρεσε καθόλου.

"Θέλω να κάνω αποτοξίνωση στο σώμα μου"

"Μάρθα τι λέει τούτο;"! απόρησε έχοντας ένα παιχνίδισμα στη φωνή.

"Μπαμπά, κοίτα... Μεγαλώνω. Πρέπει να φτιάξω το σώμα μου"

"Τι σώμα να φτιάξεις ρε σκατό;"!

"ΛΑΕΡΤΗ!" Ο Σπύρος βαρεσε τη παλάμη του στο τραπέζι "Τι κατάσταση είναι αυτή; Κάθε μέρα καυγάδες θα έχουμε;!"

"Σε εκείνον να το πεις μπαμπά!"

"Τι να πει σε μένα ρε;"

"Παιδιά ηρεμηστε..." Η Μάρθα ήταν απελπισμένη πια. Εκε που πίστευαν ότι η Αλίκη θα στρώσει, εκείνη είχε αγριεψει ενώ όσο πλησίαζε ο καιρός να φύγει ο Λαέρτης, οι τσακωμοί τους δεν είχαν τελειωμό...

"Αυτός να ηρεμήσει! Που νομίζει ότι είναι κάποιος επειδή θα φύγει στρατό!"

"Δεν το νομίζω! Είμαι!"

"Σκατά στα μούτρα σου είσαι!"

"ΑΛΙΚΗ!" Ο Σπύρος έπιασε το κεφάλι του και εκείνη σηκώθηκε.

"Πάω στο δωμάτιο μου. Δε πεινάω!"

"Να μη πείνας!" γρυλισε ο Λαέρτης και εκείνη πέρασε από δίπλα του και τον κλώτσησε
"Ρε τι κάνεις;!"

"Δεν εκάνα τίποτα!"

"Ρε μαμά δε την είδες;"  Γύρισε προς εκείνη που καθόταν δίπλα του.

"Αχ, αγόρι μου... Είσαι και μεγαλύτερος. Ας ηρεμήσετε πια!"

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Οι τελευταίοι τρεις μήνες ήταν ένα μαρτύριο στο σπίτι...
Η συμπεριφορά της Αλίκης είχε αλλάξει εντελώς. Έβγαζε γλώσσα, καμιά φορά νευρίαζε χωρίς λόγο και πάντα μα πάντα , κατάφερνε να μαλώνει με το Λαέρτη...

"Έτσι θα βγεις έξω;" σταμάτησε βλεποντας τη να βγαίνει από το δωμάτιο της.

"Γιατί τι έχω;"

"Αλίκη τράβα να αλλάξεις!"

"Ο μπαμπάς είπε ότι μπορώ να βγω έτσι έξω!"

"Και εγώ λέω ότι δε μπορείς!"

"Έτσι σου είπανε; Ότι θέλω θα κάνω! Τα κορίτσια στην ηλικία μου πλέον, έτσι ντύνονται! Θα πάμε βόλτα στη πλατεία..."

"Δε θα βγεις έτσι από το σπίτι! Φαίνεται ο κώλος σου σχεδόν από πίσω αν κάτσεις!" Την έβαλε μέσα στο δωμάτιο και την άγριοκοίταξε

"Λαέρτη; Μόδα είναι αγόρι μου! Λέγεται χαμηλοκαβαλο τζιν!"

"Βλέπεις να με απασχολεί;"

"Μαμά πες του κάτι!!" Τσιριξε και η Μάρθα ανέβηκε επάνω

"Γιατί μαλώνετε πάλι;"

"Μου λέει να αλλάξω!"

"Ρε μαμά, ρεζίλι θα γίνω! Την κοιτανε τόσα αγόρια!"

"Βρε αγόρι μου, αφού και εσύ εκεί θα είσαι..."

"Σιγά μη πάω στη πλατεία με όλα τα μωρά! Για ποτό θα βγω. Σε λίγες μέρες φεύγω φαντάρος. Δε θα κάτσω να νταντευω τη μικρή!"

"Μικρό είναι το μάτι σου ρε!"

"Αλίκη!" Η Μάρθα φώναξε. "Εχει δίκιο ο αδερφός σου... Πήγαινε να αλλάξεις"

"Ρε μαμά!"

"Άκουσες τι σου είπα;" Η Μάρθα την άγριοκοίταξε και έφυγε. Μόλις έμειναν μόνοι ο Λαέρτης γέλασε αυταρεσκα

"Πάρτα μικρό σκατό που μου θες και τζιν! Μια χαρά ήσουν με τις φόρμες!"

"Φύγε από το δωμάτιο μου τώρα!" τσιριξε πατώντας τα πόδια της κάτω "Ηλίθιε!"

"Καλά καλά ... Λέγε εσύ! Δε θα γινω εγώ ρεζίλι να λένε ότι η αδερφή μου κυκλοφορεί έτσι! Πάλι καλά σε ειδα πριν βγεις! Ήθελα να ήξερα αυτές τις καινούριες μαλακίες ποιος σου τις έδωσε!"

"Το αγόρασα με το χαρτζιλίκι μου!"

"Ωραία. Να το πας πίσω τότε γιατί δεν είσαι ούτε δεκαπέντε χρονών ακόμα!" Η Αλίκη κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει. Ο Λαέρτης ξεφυσησε. "Πάλι κλαίς; Κάθε φορά κλαίς..." Πράγματι έκλαιγε συνέχεια. Με κάθε καυγά και κλάμα. Αυτή τη φορά ομωςζ το κλάμα της ήταν αλλιωτικο. Πιο αληθινό και παραπονιάρικο.

"Πόσο καιρό έχουμε να παίξουμε ρε Λαέρτη; Και δεν εννοώ, παιχνίδια παιδικά... Ούτε ιστοριες λέμε, ούτε τίποτα... Οτιδήποτε... Έστω να μιλήσουμε! Μεγάλωσες , σου ήρθε το χαρτί και νομίζεις ότι είμαι μωρό..."

"Δεκαοχτώ είμαι σχεδόν ρε Αλίκη... Είναι μια ηλικία που κάνεις ένα βήμα και από παιδί μεγαλώνεις...
Γιατί δε το καταλαβαίνεις και πρέπει να αντιδρας έτσι;"

"Ένας τσιλιβιθρας είσαι μωρέ Λαέρτη! Τι μεγάλωσες;"

"Θα πάω στρατό και θα δεις αν μεγάλωσα! Δε φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω που προσπαθώ να πάω πάλι με τα νερά σου! Αλλά είσαι αδιόρθωτη!"

"Ναι θα πας και θα μεταμορφωθείς σε άντρα! Τέτοια λέει ο μπαμπάς και παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και μετά όλο μου φωνάζεις!"

"Σου φωνάζω γιατί κάνεις βλακείες. Τι σε επιασε να αγοράσεις αυτή την αηδία. Παιδί είσαι ακόμα ρε Αλίκη... Φοράς σιδεράκια. Πιάνεις τα μαλλιά σου κοτσιδακια. Και θέλεις τζιν; Φαίνεται κάπως αστείο πάνω σου ρε κορίτσι μου γλυκό... Ακόμα έχεις τις κούκλες σου, πάνω στο γραφείο. Γιατί δε κάνεις πράγματα της ηλικίας σου; Μια χαρά παίζεις με τον Κωστάκη του κυρ Παντελή. Και τη Φένια της κυρά Μαρίας. Παιδάκια στην ηλικία σου είναι... Και μη μου πεις ότι οι φίλες σου ντύνονται έτσι! Τις ξέρω όλες... Πώς θα βγεις λοιπόν στη πλατεία έτσι;"

"Η σούπερ Κατερίνα όμως, έδειξε τη νέα μόδα!" παραπονέθηκε  και εκείνος της χαμογέλασε

"Αυτές τις αηδιες διαβάζεις! Άστα αυτά.. βλακείες ειναι. Και είναι για μεγαλύτερα κορίτσια εντάξει;"

"Καλά..." είπε λυπημένη και εκείνος σηκώθηκε. "Θα μου πεις ενα παραμύθι το βράδυ;"

"Πάλι τα ίδια; Νόμιζα δεν ήθελες να σου πω ξανά παραμύθι..."

"Ψέματα είπα... μπορείς να βρεις ένα καινούριο;  Τώρα που θα φύγεις, ποιος θα μου λέει; Ένα χρόνο τι θα κάνω; Πώς θα κοιμάμαι;"

Εκείνος αναστεναξε...

"Αλίκη; Θα κάνω πλήρη θητεία μικρή μου... Το αποφάσισα χθες με το μπαμπά... Δύο χρόνια θα κάτσω μέσα..."

"Πόσα;!" Πήρε αμέσως μια έκφραση τρόμου στο προσωπάκι της...

"Θα σου αφήσω εκείνο το χαζό τηλέφωνο. Με το φιδάκι που σου αρέσει... Θα με παίρνεις όποτε θέλεις εντάξει;"

"Θα μπορώ να το κάνω ότι θέλω χωρίς να γκρινιάζεις;" ρώτησε και γέλασε πονηρά

"Ναι, και ήχους να φτιάχνεις και ότι εσύ θέλεις! Εντάξει;" Του χαμογέλασε γλυκά, σηκώθηκε και τον αγκάλιασε σφιχτά

"Θα μου λείψεις πολύ..."

"Και εμένα ρε σκατό... Και για να δεις πόσο πολύ θα μου λείψεις, κάθε βράδυ θα σε παίρνω να σου μιλάω για την ανέμη και τα παραμύθια σου εντάξει;"

"Σαγαπαω..."

"Κι εγώ σ'αγαπαω..." την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνος ώσπου η Αλίκη απομακρύνθηκε και τον κοίταξε.

"Μαλώσαμε πολλές φορές αυτό το διάστημα..."

"Ποιος έφταιγε;" ρώτησε σοβαρός

"Δε ξέρω ποιος έφταιγε αλλά δε θέλω να φύγεις... Και τώρα λες ότι θα κάτσεις και δύο χρόνια..."

"Ξέρεις πόσο γρήγορα θα περάσει ο καιρός;" της είπε γλυκά "Θα έρθω, πίσω και θα δεις...Σαν να μη πέρασε μια μέρα θα είναι..."

"Δύο χρόνια είναι... Ούτε που θα με αναγνωρίζεις..." είπε θλιμμένη

"Εσένα ρε; Που θα χαμογελάσεις και λάμπει ο τόπος;!" τη κορόιδεψε γλυκά κάθε εκείνη τον τσίμπησε.

"Σταμάτα να κοροϊδεύεις τα σιδεράκια μου ρε..."

"Τα λατρεύω τα σιδεράκια σου... Και τώρα, δε θέλω να μαλώσουμε ξανά εντάξει; Κάνε μου αυτή τη χάρη. Φεύγω σε τρεις μέρες..."

"Θα με παίρνεις τηλέφωνο;"

"Κάθε βράδυ..."

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Πολύ ησυχία έχει το σπίτι..." Η Μάρθα έφτιαξε έναν ελληνικό και κάθισε κοντά του.

"Ρε γυναίκα, μαλώνουνε, δε θες... Τα βρίσκουν πάλι δε θες... Τι να κάνουν κι αυτά τα παιδιά;!"

"Δε ξέρω ρε Σπύρο. Απλά έχει πολύ ηρεμία..."

"Φεύγει το απόγευμα. Στο δωμάτιο του είναι και θα μιλάνε..."

"Καλά..."

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Να πάρεις και τη πράσινη τη μπλούζα που σου πήρα... Έδωσα πίσω το τζιν μου για αυτή!" του είπε χαρούμενα. Πλέον η Αλίκη κατάλαβε ότι με το πείσμα, το θυμό και τα νεύρα, δε μπορούσε να τον κάνει να μείνει. Θα έφευγε και ήταν γεγονός. Δεν ήθελε να υπάρχουν άσχημες στιγμές ανάμεσα τους.

"Την έχω ήδη βάλει μέσα..." του χαμογέλασε και όρμησε πάνω του. Τον τσίμπησε και ύστερα κάθισε πλάι του, και τον κοίταξε παιχνιδιάρικα

"Σαν πετράδια είναι τα μάτια σου... Τόσο που γυαλίζουν δε ξέρω αν πρέπει να φοβάμαι η όχι..."

"Πάντα τα λες πετράδια... Τι το ξεχωριστό έχουν δηλαδή;"

"Δε ξέρω ρε Αλίκη. Η μαμά εγώ και ο μπαμπάς έχουμε μαύρα... Τα δικά σου είναι πράσινα... Σαν ψεύτικα είναι..."

"Ο μπαμπάς λέει πως πήρα από το παππού. Κι αυτός τα ίδια είχε..."
Ανοιγοκλεισε τα βλέφαρα της πονηρά

"Χαρά στο μαλάκα που θα σε πάρει..." είπε ύστερα από λίγο και εκείνη σουφρωσε τα φρύδια της.

"Τι εννοείς;"

"Τίποτα... Απλά, το καλό που του θέλω όταν φτάσεις σε εκείνη την ηλικία να σε προσέχει..."

"Τώρα δεν είμαι μικρή για τέτοιες κουβέντες; Ότι σε συμφέρει το λες, ότι δε σε συμφέρει, το αφήνεις .."

"Μια παρατήρηση έκανα. Γιατί το αναλύεις τόσο;"

"Γιατί αποκαλεσες το μελλοντικό μου αγόρι μαλάκα ίσως;"

"Μαλάκας θα είναι! Τι να σου πω..."

"Και γιατί πρέπει να είναι μαλάκας;"

"Γιατί το λέω εγώ!"

"Πάντως ο φίλος σου ο Λευτεράκης, χάρμα έγινε..."

"Αλίκη; Θες να με εκνευρίσεις τώρα;"

"Το ξέρεις ότι η Φένια με ρωτάει συνέχεια για σένα;"

"Που κολλάει το ένα με το άλλο ρε πουλάκι μου; Μείνε μακριά από το Λευτέρη! Δε κάνει για σένα. Δε θα το πω ξανά!"

"Ούτε η Φένια κάνει για εσένα, αλλά προχθές την ανέβασες στο μηχανάκι..."

"Ζήτησε να τη πάω σπίτι. Τι να έκανα;"

"Καλά έκανες. Μείνε όμως μακριά από τη Φένια γιατί δε κάνει για σένα!" αλληλοκοιταχθηκαν και γέλασαν μαζί.

"Έλα εδώ ρε σκασμενο..." τη πήρε αγκαλιά και έμειναν να κοιτάζουν το ταβάνι.

"Λαέρτη; Μου υποσχεσαι όταν γυρίσεις να μην έχει αλλάξει τίποτα ανάμεσα μας; Εκτός από αδέρφια είμαστε και φίλοι..."

"Γιατί να αλλάξει;"

"Ο μπαμπάς είπε ότι ο στρατός σε αλλάζει..."

"Εμείς πάντα θα είμαστε εμείς. Αγαπημένοι. Δε θέλω να ακούω χαζά εντάξει;"

"Εντάξει..."έβγαλε από τη τσέπη της ένα κόκκινο κορδελακι και πιάνοντας το χέρι του, το έδεσε στο δάχτυλο του

"Στο τέλος θα έχεις ούτε κορδέλα για τα μαλλιά σου.... Τι θα βάζεις στα κοτσιδακια σου;"

"Τίποτα. Πάρε εσύ αυτό, και μη σε νοιάζει για τα κοτσιδακια μου..."

"Κανόνισε να έρθω και να μην έχεις κοτσιδακια!" τη μάλωσε και γέλασαν...

"Κι εσύ κανόνισε να έρθεις και να έχεις αλλάξει..."

"Τίποτα δεν αλλάζει...Τα είπαμε αυτά... Αιντε πήγαινε όμως μέσα γιατί πρέπει να ντυθώ. Ξεκινάμε για το σταθμό σε λίγο..."

"Εγώ γιατί να μην έρθω;"

"Γιατί θα με πάει ο μπαμπάς... Καλύτερα έτσι"

"Θα έρθω όμως όταν γυρίσεις..."

"Κι εγώ θα περιμένω το πρώτο άτομο που θα δω, να εισαι εσύ. Σύμφωνοι μικρό;"

"Σύμφωνοι..." αγκαλιάστηκαν σφιχτά, και η Αλίκη σηκώθηκε. "Να προσέχεις..." κοίταξε τη κορδέλα στο δάχτυλο του και αναστεναξε
"Μακάρι να είχα μια κορδέλα, χιλιόμετρα ολόκληρη..."

"Έχεις αλλά δε φαίνεται..." της είπε τρυφερά. "Και τώρα άιντε! Πρέπει να ετοιμαστώ"
Η Αλίκη έβαλε το χέρι στα μαλλιά της, τράβηξε ακόμα μια κορδέλα και μόλις εκείνα, έπεσαν στους ώμους, του χαμογέλασε.
"Πωωω πόσο καιρό έχω να δω τα όμορφα μαλλάκια σου κάτω...;"

"Η μαμά λέει ότι σπάνε. Αλλά δε πειράζει... Πάρε ακόμα μια κορδέλα σε περίπτωση που τη χάσεις..." άφησε τη κορδέλα στο σάκο του και έτρεξε στο δωματιο της χωρίς να πει κάτι παραπάνω. Δεν ήθελε να κλάψει μπροστά του. Έπεσε στο κρεβάτι, και έβαλε τα κλάματα. Δεν έμαθε να ζει χωρίς εκείνον. Ήταν στήριγμα κι ας μάλωναν...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

(Πριν δούμε όσα έγιναν σε αυτά τα δύο χρόνια, θα πάμε για δευτερόλεπτα ένα ταξίδι στο μέλλον...)

Δύο χρόνια αργότερα...
Σιδηροδρομικός σταθμός Σουφλίου

Πέταξε το σάκο στους ώμους, έσβησε το τσιγάρο και μόλις το τρένο άρχισε να σταματά, στάθηκε πρώτος στη πόρτα.

Δύο χρόνια γεμάτα , έφτασαν στο τέλος...
Πόσες στιγμές...
Πόσα πράγματα έζησε...

Δεν έβλεπε την ώρα της επιστροφής...

Κατέβηκε από τους πρώτους μόλις το τρένο σταμάτησε...

Κοίταξε προς το πλήθος που περίμενε ανυπόμονα, μα δεν είδε πουθενά τους δικούς του.

Έβγαλε ένα ακόμα τσιγάρο. Μια συνήθεια που έγινε λατρεία πια για εκείνον...
Περπάτησε ώσπου ξαφνικά είδε μια κοπέλα να τρέχει από απόσταση...
Τα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, που του τράβηξαν αμέσως το βλέμμα. Τα έβλεπε να κυματίζουν και για λίγο χάθηκε. Φορούσε ένα αέρινο λευκο φόρεμα και όσο πλησίαζε έμοιαζε θαρρείς και ήταν  άγγελος. Δε μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πρόσωπο της, γιατί έτρεχε σαν τρελή αλλά σίγουρα ήταν πανέμορφη.

Εκεί όμως που νόμιζε ότι θα τον προσπεράσει, εκείνη φτάνοντας τον , έβγαλε μια τσιριδα και πήδηξε πάνω του. Τύλιξε χέρια πόδια ολόγυρα του αμέσως. Τα αντανακλαστικά του, αντέδρασαν αστραπιαία και την έπιασε.

"Ει... Θα πέσουμε! Με μπέρδεψες..." είπε γελώντας αλλά μόλις εκείνη βγήκε από το κράτημα και τον κοίταξε , ο Λαέρτης πανιασε.
"Αλίκη;"

"Καλός πολίτης ρε χαμένο κορμί!" αποκρίθηκε και τον έσφιξε ακόμα πιο δυνατά...

🥹🥹🥹🥹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top