Κεφάλαιο 18°

Δεν υπάρχουν αντίο στο δρόμο μας....
Μόνο κάποιες στιγμές χωρισμού...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Η αίσθηση του αεροπλάνου, δε της άρεσε. Πνιγόταν μέσα στη καμπίνα ενώ κάθε θόρυβος ολόγυρα της, την εκνεύριζε. Η Εύα ήταν και εκείνη εξίσου ταραγμένη όμως. Είχε να δει τον Στάθη αρκετά χρόνια. Ίσως έφτιαξαν οι σχέσεις τους μετά την Αλίκη αλλά και πάλι, είχαν να βρεθούν τόσο πολύ που φοβόταν και εκείνη. Παρόλα αυτά ήταν πλάι πλάι σε εκείνο το ταξίδι. Η κάθε μία με τους δικούς της δαίμονες, αλλά μαζί. Είχαν γίνει αχώριστες τα τελευταία δέκα χρόνια.

Η Αλίκη αρχικά δεν ήθελε να πάει.
Ήξερε όμως ότι δε γινόταν.
Άκουσε με το ζόρι τα φωνητικά να αυτό του Σπύρου την έλιωσε όσο τίποτα.
Εξέφραζε τόσο πολύ την αγάπη του για εκείνη, και τη παρακαλούσε να κατέβει μόνο και μόνο για να τη δει αφού έριξε μαύρη πέτρα πίσω της φεύγοντας.

Η Αλίκη πήρε την απόφαση να πάει.
Έσβησε κάθε μνήμη και αποφάσισε να παίξει το ρόλο της , να τελειώσει ο γάμος και να φύγει πάλι. Τέσσερις μέρες ήταν...
Έφταναν Πέμπτη και θα έφευγε την Δευτέρα. Παρασκευή είχαν το μεγάλο γλέντι , τη Κυριακή τον γάμο και τέλος.

Ήξερε ότι θα είναι δύσκολα αλλά κάθισε και μίλησε με τον εαυτό της. Κλείδωσε βαθιά μέσα της καθετί που αφορούσε το παρελθόν και προσπάθησε να δει τα πράγματα από άλλη οπτική. Ο Λαέρτης, ο δικός της Λαέρτης παντρευόταν και δε θα του το χαλούσε...
Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό...
Ίσως εκείνη δε κατάφερε να φτιάξει ποτέ τη ζωή της και πότε δεν άφησε κανέναν άντρα να την αγγίξει αλλά εκείνος το έκανε και προχώρησε. Αποφάσισε να φερθεί φυσιολογικά. Σαν να έκαναν εκείνη την αμαρτία όταν ήταν μικροί και πλέον είχε ξεχαστει. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι όσο πλησίαζε το αεροπλάνο άλλο τόσο έχανε την κυριαρχία της και αυτό τη φόβιζε.

"Αγαπητοί επιβάτες, σε πέντε λεπτά θα προσγειωθούμε στο αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης. Ευχαριστούμε που πετάξατε μαζί μας" η ξαφνική ανακοίνωση του πιλότου άπλωσε φλόγες στο κορμί της. Ένιωσε να καίγεται από κάτω προς τα πάνω και ύστερα να τη λούζει παγωμένος ιδρώτας. Όλα αυτά όμως τα ανακατα συναισθήματα σώπασαν όταν το χέρι της Εύας αγκάλιασε το δικό της.

"Όλα θα πάνε καλά... Θα δεις"  είπε τόσο για την ίδια, όσο και για τον εαυτό της και η Αλίκη με όση δύναμη της έμεινε, χαμογέλασε σφιγμένα...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

"Λοιπον, νομίζω όλα είναι έτοιμα!"

"Κυρία Μάρθα μου, ειλικρινά δε το περίμενα... Σας ευχαριστώ τόσο πολύ!" η Ελισάβετ άπλωσε το χέρι στο λαιμό της και δακρυσε. Ένα όμορφο κόσμημα στολίδι που κάποτε φορούσε η γιαγιά του Λαέρτη στόλιζε πια το λαιμό της.

"Είναι εκεί που πρέπει κόρη μου. Και σταμάτα να με λες κυρία Μάρθα. , Μάρθα σκέτο. Δεν είμαι δα και τόσο μεγάλη!" αστείευτηκε

"Από σεβασμό..." είπε γλυκά και η Μάρθα της χαμογέλασε

"Ο σεβασμός είναι αλλού. Μην σε νοιάζει. Λοιπόν σήμερα θα κάνετε κάτι; Ή θα μείνετε για φαγητό;" ρώτησε και η Ελισάβετ κοίταξε τον Λαέρτη ο οποίος ήταν σιωπηλός εδώ και ώρα.

"Δεν έχουμε να κάνουμε κάτι... Τελειώσαμε κάθε ετοιμασία. Αύριο είναι το γλέντι και απλά χαλαρώνουμε..." τοποθετήθηκε η Ελισάβετ βλέποντας ότι ο Λαέρτης δεν απαντά.

"Γιατί δεν κάθεστε μαζί μας για φαγητό;" Πετάχτηκε ο Σπύρος "Έρχεται και η Αλίκη σήμερα. Σε μισή ώρα θα είναι εδώ!" είπε χαρούμενος και ο Λαέρτης έφαγε μια γερή σουβλιά στα σωθικά

"Καλέ Σπύρο άσε τα παιδιά..."

"Βασικά είναι ωραία ιδέα!" είπε χαρούμενα η Ελισάβετ "Μόνο ακούω αποσπασματικά για εκείνη. Θα ήθελα πολύ να τη γνωρίσω. Τι λες κι εσύ Λαέρτη μου; Δεν σου έλειψε η αδερφή σου; Να κάτσουμε όλοι μαζί;"
Εκείνος τη κοίταξε έχοντας ένα βλέμμα απόγνωσης "Ντροπή να τη γνωρίσω αύριο. Μια οικογένεια είμαστε..." επέμεινε η Ελισάβετ έχοντας πλήρη άγνοια για όλα.

"Ότι θέλετε..." η Μάρθα αναστεναξε . Έτρεμε για τη συνάντηση καταβαθος. Πέρασαν δέκα χρόνια αλλά ήξερε ότι ένας τέτοιος έρωτας δε σβήνει με το χρονο. Πάντα μένει και καίει σιγανα...

"Γυναίκα αυτά δε τα ρωτάνε. Τα παιδιά θα μείνουν. Άιντε να στρώσουμε τραπέζι!" μίλησε ο Σπύρος και η Μάρθα σηκώθηκε αμέσως.

"Λαέρτη μου τι έπαθες;" Η Ελισάβετ έσκυψε προς το μέρος του και ρώτησε σιγανα

"Τίποτα. Κουρασμένος είμαι..."

"Σίγουρα; Έχεις σκοτεινιάσει"

"Σίγουρα" η Ελισάβετ δε το συνεχίσει και σηκώθηκε να βοηθήσει τη Μάρθα. Σπάνια μιλούσαν για την αδερφή του. Είχε καταλάβει ότι οι σχέσεις τους δεν ήταν και οι καλύτερες χωρίς να ξέρει όμως το λόγο. Δεν έμαθε στη ζωή της να πιέζει τους άλλους και δεν ήταν περίεργος άνθρωπος. Όλοι είχαν το παρελθόν τους και αυτό το σεβόταν.

"Η Αλίκη ήταν η χαρά αυτού του σπιτιού..." είπε ο Σπύρος συγκινημένος προς την Ελισάβετ που έβαζε τα πιάτα "Περπατούσε εδώ μέσα και χάριζε ζωή... Βλέπεις κόρη μου, έφυγε για μια καλύτερη ζωή και δεν ήρθε ποτέ ξανά. Πέρασαν δέκα χρόνια..."

"Λυπάμαι να σας βλέπω έτσι..." σχολίασε εκείνη

"Δε βαριέσαι... Γυρίζει σήμερα το κοριτσάκι μου!" Ο Σπύρος τράβηξε το τσίπουρο του και το ήπιε. "Θα πάρει ζωή ξανά αυτό το σπίτι..." ήταν λυπημένος. "Είχε μανία με τα κορδελακια της. Θυμάσαι γιε μου; Ελισάβετ μου τον κυνηγούσε σε όλο το σπίτι. Τον έδενε με τις κορδέλες της και μάλωναν συνέχεια. Μετά πάλι τα έβρισκαν..." συνέχισε και ο Λαέρτης σηκώθηκε.

"Πάω μέχρι το αμάξι. Ξέχασα τα τσιγάρα μου..." Πνιγόταν. Σε κάθε λέξη του Σπύρου, έχανε τον αέρα του και δεν άντεχε στιγμή εκεί μέσα. Αν όμως έχανε τον αέρα του εκεί, βγαίνοντας στην αυλή, κόπηκε η ζωή του όλη...

Τα πόδια του πάγωσαν στο πλατυσκαλο.
Τα μάτια του σαλεψαν...
Η καρδιά έπαψε να χτυπά και ολόκληρος ο κόσμος σώπασε...

Στεκόταν λίγα μέτρα μόνο μακριά, με τη βαλίτσα στο χέρι και πάλευε να ξεσφηνωσει το ροδακι της. Δεν τον είχε δει.

Αν τα δύο χρόνια που έλειψε φαντάρος άλλαξαν το τρόπο που την έβλεπε, τώρα, ύστερα από δέκα χρόνια, έμεινε σαν άγαλμα στην όψη της...

Το κορμί της αγκάλιαζε ένα στενό μαύρο φόρεμα ως το γόνατο, είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια ψηλή αλογοουρά, φορούσε τακούνια και ήταν τόσο διαφορετική...
Μεταμορφώθηκε σε μια εξωπραγματική γυναίκα...

Μόλις  κατάφερε να απελευθερώσει το ροδακι που πιάστηκε στο σίδερο της συρόμενης πόρτας και γύρισε,  το κορμί της, πάγωσε. Τα πόδια έβγαλαν ρίζες και σαν ενώθηκαν τα βλέμματα τους, η βαλίτσα της έπεσε από τα χέρια.

Ο Λαέρτης ήταν αρκετά μακριά για να καταφέρει να δει τη θολούρα στα μάτια της μα η Αλίκη, έπαψε να ζει...
Φορούσε ένα σκούρο μπλε σακάκι, το λευκό πουκάμισο από μέσα ήταν ένα τσακ ανοιχτό, το πρόσωπο του είχε αντρεψει εντελώς και το βλέμμα του, εκείνο το καταραμένο βλέμμα, ήταν ακόμα πιο έντονο...

Η απόσταση ανάμεσα τους ήταν δεν ήταν δέκα μέτρα μα έμοιαζε σαν να τους χώριζαν χιλιόμετρα...
Κανένας δεν έκανε βήμα.
Κανένας δε μίλησε.
Κανένας δεν κατάφερε ούτε να βλεφαρίσει...

"Αλίκη γιατί σταμάτησες;" Η Εύα έσκασε μύτη από πίσω λαχανιασμενη και φτάνοντας την κοίταξε αμέσως προς την κατεύθυνση που κοιτούσε. Δεν τον είχε δει ποτέ αλλά δεν ήταν ανάγκη να τον δει για να καταλάβει. Σήκωσε τη βαλίτσα της και πήγε πλάι της "Έλα αγάπη μου... Ξεκόλλα να χαρείς... Τι είπαμε;" την έπιασε απαλά από το χέρι και η Αλίκη γύρισε προς το μέρος της. "Αλίκη μου, ασπρισες... Τι είπαμε;" είπε ακόμα σιγά και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Στο επόμενο γύρισμα όμως προς τη πόρτα, ο Λαέρτης δεν ήταν μόνος.

"Παιδί μου! Κόρη μου! Ομορφιά μου!" Ο Σπύρος βγήκε τρέχοντας και προσπερνώντας ακόμα και τη Μάρθα , έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Ανάσα μου... Φως μου... Κόρη μου..." Έβαλε τα κλάματα και μαζί του τα έβαλε χωρίς να το θέλει και η Αλίκη. Τα χέρια της τον έσφιξαν. Έκλαιγε και για μια στιγμή, έβγαλε κάθε της παράπονο στα χέρια του. Ήταν ίσως η ευκαιρία να αποσυμφορήσει τα ίδια της τα αισθήματα κλαίγοντας μέσα σε μια αγκαλιά που κανένας δε θα παρεξηγήσει και κανείς δε θα κρίνει.

"Ευακι;!" Ο Στάθης πάτησε τη κόρνα δυνατά πολλές φορές πλησιάζοντας. Είχαν φτάσει μαζί με τη Δώρα. "Κορίτσια;! Ηρθατε!!" Έβγαλε το κεφάλι επ έξω φωνάζοντας σαν τρελός. Πάρκαρε και κατέβηκε βιαστικά. Μόλις πλησίασε, άνοιξε τα χέρια του και η Εύα χώθηκε μέσα σαν να βρήκε και εκείνη τη δική της λύτρωση. Δεν ήταν ανάγκη να πούνε τίποτα. Η αγκαλιά τους έφτανε.

"Δε θέλω κλάματα! Δε θέλω κλάματα!" είπε δυνατά και κοίταξε και την Αλίκη η οποία σκούπισε τα κατακόκκινα μάτια της. "Μωρό μου όμορφο! Ζωγραφιά μου! Κορίτσι μου γλυκό!" Ο Στάθης άνοιξε τα χέρια του και εκείνη τον αγκάλιασε. Είχαν δεθεί παρά πολύ. Ίσως αυτόν τον έβλεπε και τον ένιωθε σαν αληθινό αδερφό της και ο Λαέρτης το ήξερε αυτό.

"Κόρη μου;" Η Μάρθα πλησίασε και εκείνη. Το βλέμμα της Αλίκης όμως, σκυθρωπιασε. Την αγκάλιασε τόσο όσο. Δεν το βασταξε η ψυχή της. Δεν της βγήκε λατρεία, παράπονο και αγάπη... Δεν βγήκε τίποτα προς τη μάνα της σε σχέση με όσα ένιωθε για τον Σπύρο.

"Λαέρτη έλα , εμείς δε θα πάμε;...!"η Ελισάβετ τον τράβηξε και τον έβγαλε από τη λήθη του. Κατέβηκαν και μόλις πλησίασαν ο Λαέρτης κόλλησε τα πόδια ένα μέτρο μακριά σαν μουλάρι που αρνείται να περπατήσει παραπάνω.

"Ρε μπαγασα!" Του είπε ο Σπύρος "Ήρθε ρε! Το Αλικάκι μας ήρθε!" Έβαλε τη τεράστια παλάμη του στη πλάτη του, και δίνοντας του μια σπρωξια, τον ώθησε προς την Αλίκη. "Άντε να σας δω αγαπημένα! Πόσα χρόνια έχω!" Ήταν συγκινημένος.

Ο Λαέρτης βλέποντας την από τόσο κοντά πια, έσβησε. Ήταν όπως το είπε ο Στάθης... Μια ζωγραφιά... Ψεύτικη. Τόσο όμορφη όσο ποτέ άλλοτε...

"Καλώς σας βρήκα..." Η Αλίκη βρήκε το θάρρος και μίλησε πρώτη. Πλησίασε, και θάβοντας τη ψυχή της, του εκανε μια αγκαλιά στον αέρα, δίχως να τον ακουμπήσουν τα χέρια της, και απομακρύνθηκε. "Να ζήσετε..."

"Ααααα, πάντα έτσι..." είπε ο Σπύρος "Αλικάκι μου, από δω το κορίτσι μας!" Κοίταξε την Ελισάβετ και εκείνη σε αντίθεση με τον Λαέρτη πλησίασε και ανοίγοντας τα χέρια της, τη τράβηξε σε μια αγκαλιά που σόκαρε την Αλίκη

"Ποσο ήθελα να σε γνωρίσω!" είπε χαρούμενη και ύστερα τη κοίταξε "Ελισάβετ . Χάρηκα πολύ!" έδωσε το χέρι της και η Αλίκη το ένωσε με το δικό της άβουλα.

"Κι εγώ... Να ζήσετε. Ευτυχισμένοι να είστε..." Ο Στάθης τσακίστηκε από πίσω. Ένιωθε στη φωνή της κάθε κρακ από τη θραύση της καρδιάς της.

"Παιδιά μου! Το σπίτι μας χωράει όλους !" Αναφώνησε ο Σπύρος. "Ελάτε! Θα φάμε θα πιούμε και θα γιορτάσουμε διπλές χαρές... Ένα γάμο..." Είπε γελώντας τρυφερά "Και την επιστροφή της ζωής μου..." συνέχισε αφήνοντας ένα δάκρυ να πέσει, και πιάνοντας το χέρι της Αλίκης, την τράβηξε προς το σπίτι.

"Ερχόμαστε και εμείς σε ένα λεπτακι..." Ο Στάθης κράτησε και εκείνος τρυφερά την Εύα και η Δώρα θέλοντας να τους δώσει χώρο τους άφησε μόνους και μπήκε με τους υπόλοιπους μέσα.

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη στο εσωτερικό. Ο Λαέρτης χώθηκε στη κουζίνα, έβαλε ένα ποτήρι τσίπουρο και το κατέβασε απευθείας. Ύστερα γέμισε ακόμα ένα και ακόμα ένα και τα ήπιε και αυτά... Άκουγε από μέσα της φωνή της καθώς μιλούσε με το Σπύρο και έπαιρνε φωτιά.

"Δε θα βγεις μαζί μας γιε μου;" η Μάρθα μπήκε στη κουζίνα ήρεμη. Ίσως και θλιμμένη θα έλεγε κανείς.

"Θα έρθω σε λίγο. Μη με ζοριζεις" Είπε μέσα από τα δόντια του.

"Δεν σε ζοριζω... Τον ξέρεις τον πατέρα σου. Χάρηκε πολύ"

"Μπράβο του. Μπορώ να έχω ένα λεπτό; θα έρθω σε λίγο..."

"Λαέρτη μου;"

"Μάνα φύγε" είπε κοφτά και απότομα και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε. Χρειάστηκε τριμερή αυτοσυγκράτηση για να καταφέρει να μαζέψει τα κομμάτια του και βγαίνοντας και εκείνος, είδε πλάι πλάι στο καναπέ την Αλίκη με την Ελισάβετ.

"Αγάπη μου η αδερφή σου είναι ένας άγγελος!" η Ελισάβετ ήταν πολύ χαρούμενη

"Ναι, είναι..." είπε ήρεμος χωρίς να κοιτάξει παραπάνω.

"Αλίκη μου, πόσο χάρηκα δεν λέγεται. Να πάμε και για καφέ το απόγευμα. Μια οικογένεια θα γίνουμε..." Δεν είχε ίχνος κακίας η καημένη και έχοντας πλήρη άγνοια για όλα, δεν είχε επίγνωση των λέξεων της.

"Να πάτε και να περάσετε όμορφα..." Πήρε θέση ο Σπύρος "Διαλέξατε τελικά κρασιά;" ρώτησε και η Ελισάβετ αστραψε

"Αχ, ειλικρινά τόσα χρόνια οινολογος πρώτη φορά , μύρισα τέτοιο κρασί. Διαλέξαμε ναι...
Δεν είναι πολύ. Μια κάσα μόνο. Αλλά είναι τόσο νόστιμο. Γλυκοπιοτο, κι ας είναι Μπρούσκο και γεμάτο αρώματα. Μυρίζει γιασεμί!  Είχε τη κάσα ξεχασμένη ο Λαέρτης αλλά όταν τη βρήκα τρελάθηκα! Εκτός αυτού, και ο τίτλος μας ταιριάζει..Μ έτσι δεν είναι αγάπη μου;" η Ελισάβετ χαμογέλασε συγκινημένη"Σαν παραμύθι λέγεται..."

Η Αλίκη έστρεψε τα μάτια της πάνω του και ο Λαέρτης την κοίταξε εξίσου. Δεν έκανε πίσω στο βλέμμα του κανένας από τους δύο.
Η Μάρθα από την αλλη, ξέροντας την ιστορία του οινοποιείου, δάγκωσε τη γλώσσα της και κατάλαβε αμέσως ότι το ψέμα με το άρωμα, είχε αντίκτυπο.

"Τι κρασιά είναι αυτά γιε μου; Πρώτη φορά τα ακούω..." Απόρησε ο Σπύρος

"Μια δοκιμή ήταν πατέρα..." είπε κοιτώντας ακόμα την Αλίκη "Μα απέτυχε..." συνέχισε και αποτραβηξε το βλέμμα του από πάνω της.

"Σας πειράζει αν πάω να ξεκουραστώ λίγο; Είχα μεγάλο ταξίδι. Να καθίσετε να φάτε. Δεν χω πρόβλημα..." Η Αλίκη σηκώθηκε χωρίς να περιμένει έγκριση από κανένα "Ελισάβετ μου, χάρηκα. Συγνώμη αλλά είμαι κάπως κουρασμένη..." δικαιολογήθηκε

"Δεν πειράζει. Το βράδυ, θα βγούμε άλλωστε. Πρώτη φορά θα βγω στο Σουφλί. Ελπίζω να είσαι καλύτερα και να έρθεις μαζί μας. Μη φανταστείς κάτι τρομερό. Εμείς και εμείς ίσα ίσα για να γιορτάσουμε πριν το μεγάλο γλέντι..."

Η Αλίκη χαμογέλασε σφιγμένα

"Θα χαρώ πολύ... Αν είμαι καλύτερα θα έρθω. Και τώρα με συγχωρείτε..." τους προσπέρασε όλους και ανεβαίνοντας τις σκάλες, έπιασε το λαιμό της και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Πόσο να κρατηθεί...
Πόσο να αντέξει σε εκείνο το θέατρο;

Δεν είχε ιδέα αν η μάνα της κράτησε το δωμάτιο της μα πήγε αμέσως εκεί. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ήταν ίδιο... Έλειπαν ίσως κάποια μπιμπελα, μα το κρεβάτι το γραφείο και η ντουλάπα ήταν όπως τα άφησε... Έκλεισε τη πόρτα και πλησίασε στο καθρέφτη της. Δέκα χρόνια είχε να κοιτάξει εκεί το είδωλο της μα ήταν τόσο διαφορετικό πια...
Δεν έβλεπε πουθενά εκείνο το δεκαεπτάχρονο κοριτσάκι... Είχε πεθάνει χρόνια τώρα. Έβλεπε μια ξένη γυναίκα. Μια κενή καρδιά. Έσκυψε το κεφάλι και βάζοντας τις παλάμες της, πάνω στο τραπεζάκι άφησε τα βλέφαρα της να κλείσουν.

Πώς ήταν δυνατόν να τον έβλεπε ύστερα από δέκα ολόκληρα χρόνια, και να έβλεπε σε εκείνον έναν νέο άνθρωπο ξανά; Τον ένιωθε τόσο ξένο και τόσο κοντά συνάμα. Είχε αλλάξει... Ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της, φέρνοντας τα λόγια του στο μυαλό της... -Μια δοκιμή ήταν, μα απέτυχε... Αυτό ήταν τελικά...
Άκουσε τη πόρτα της ανοίγει ξαφνικά, και σκουπίζοντας τα μάτια της γύρισε αμέσως.

Στο καρπό του κρεμόταν μια όμορφη αλυσίδα μα οι φλέβες του χεριού του, ακόμα ξεχώριζαν από το δέρμα. Το χέρι του ήταν το πρώτο πράγμα που είδε και ύστερα μπήκε ολόκληρος μέσα. Έκλεισε τη πόρτα και τη κοίταξε. Ήταν μια στιγμή, που η Αλίκη ένιωσε να χάνει την αυτοσυγκράτηση που της είχε απομείνει. Μόνοι, μέσα σε εκείνο το δωμάτιο ύστερα από δέκα χρόνια, δεν ήταν και ότι καλύτερο. Δεν της είπε λέξη. Έκανε ένα βήμα και εκείνη στυλωσε σταθερά το κορμί της κοιτώντας τον. Βήμα στο βήμα βρέθηκε εκατοστά μακριά της.

Σαν στάθηκε πια τόσο κοντά που οι αυρες τους ενώθηκαν, έκλεισε τα μάτια του. "Ούτε μια αγκαλιά της προκοπής δεν αξίζω;" ψέλλισε και ανοίγοντας τα βλέφαρα του, η Αλίκη έκανε ένα βήμα πίσω.

"Πήγαινε κάτω. Θα σε περιμένουν για φαγητό" απάντησε ψυχρά

"Δεν απάντησες στην ερώτηση μου..." Ο Λαέρτης έκλεισε πάλι την απόσταση.

"Φύγε σε παρακαλώ..." η φωνή πάσχιζε για ψυχραιμία μα ήταν ήδη χαμένη

"Δέκα χρόνια έχω να σε δω..."

"Κι άλλα τόσα θα κάνεις μόλις φύγω" Μην αντέχοντας άλλο να τον κοιτά του γύρισε τη πλάτη της έχοντας άγνοια στον κίνδυνο. Ο Λαέρτης πλησίασε από πίσω μα δε την άγγιξε. Ίσα ίσα άφησε το πρόσωπο του, να μυρίσει τα μαλλιά της. "Τουλάχιστον τα κρασιά έπιασαν τόπο..." η γλώσσα της δεν άντεξε. Τη πρόδωσε μέσα σε μια στιγμή μόλις η θέρμη του κορμιού του, απλώθηκε πάνω της.

"Αλίκη κοίταξε με..."

"Φύγε. Δεν θέλω. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα"

"Κοίτα με!" είπε κάπως πιο έντονα

"Σου είπα φύγε!" απάντησε και εκείνη στον ίδιο τόνο και γυρίζοντας του έδωσε αυτό που ζήτησε. Μια άγρια, κενή ματιά. Ένα τίποτα μέσα σε δύο μάτια που λάτρεψε.
"Σου εύχομαι κάθε ευτυχία. Ειλικρινά το κάνω. Είναι πολύ καλή κοπέλα. Σου ταιριάζει. Ζήσε τη ζωή σου όπως τη ζούσες τόσα χρόνια...
Με πλησιάσεις ξανά. Θέλω να φύγεις. Σεβασου το"

Είχε μεθύσει με την εικόνα της τόσο πολύ, που ακόμα και τα λόγια της, τα άφησε να πέσουν στο πάτωμα. Ένιωθε αδύναμος. Η επιρροή της σε ολόκληρο το είναι του, δεν είχε τελειωμό.

"Υποθέτω ότι μάλλον κι εσύ, γνώρισες τον αληθινό έρωτα... Κατάλαβες τι είναι ψεύτικο και τι όχι. Αγάπησες ίσως για πρώτη φορά και μπράβο σου..." Της απάντησε έχοντας τα λόγια της Μάρθας στο τρελαμενο του μυαλό  "Δεν είχα σκοπό να σε πλησιάσω όπως πιστεύεις. Μην αγχώνεσαι... Ξέρω τα όρια. Ξέρω να σέβομαι..."

"Τι λες;" της βγήκε αυθόρμητα

"Τίποτα. Σου εύχομαι τα καλύτερα επίσης. Υποθέτω μέχρι εδώ ήταν το ταξίδι μας στη ζωή. Όποιο κι αν ήταν αυτό... Όσο για τα κρασιά, πράγματι έπιασαν τόπο. Θα τα πετούσα στα σκουπίδια αλλά η Ελισάβετ επέμεινε. Παλιωσαν με τα χρόνια. Δεν μου αρέσει ούτε η γεύση τους πια..."

"Χαίρομαι. Γιατί ούτε εμένα μου άρεσε"

"Σωστά... Κρασί είναι, όχι άρωμα.." την ειρωνεύτηκε και το μόνο που έβλεπε σε εκείνη ήταν δύο χέρια ενός μαλάκα στο κορμί της.

"Τελειώσες; Είμαι κουρασμένη!" η Αλίκη πήρε μια βαθιά ανάσα και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος.

"Θέλεις να τελειώσω;" Ο Λαέρτης ξαφνικά έχασε τη μάχη, και  έκλεισε κάθε απόσταση ανάμεσα τους. Τα χέρια του τόλμησαν τα αγγίξουν τη μέση της και η καρδιά της, άρχισε να πάλλεται σαν τρελή. Η γρήγορη ανάσα της πρόδωσε την ένταση αμέσως. Στο επόμενο του βήμα προς το κορμί της, το δικό της ακούμπησε στο τραπεζάκι και μην έχοντας άλλο χώρο πίσω της, έμεινε να τον κοιτά. Δεν ήταν τρόμος. Ούτε άρνηση. Φόβος ήταν για τις σκέψεις της. Τα βλέμματα τους χόρεψαν το ένα με το άλλο. Μια στα μάτια, μια στα χείλη τους... Ένα χάος ολόκληρο.

"Εδώ είστε;" Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ο Λαέρτης τράβηξε τα χέρια του αμέσως.
"Με έστειλε η μαμά γιατί είχε λερωμένα χέρια..." ο Σπύρος τους κοίταξε καλά καλά "Το τραπέζι είναι έτοιμο γιε μου..."

"Έρχομαι πατέρα..."

"Ελπίζω να τα βρήκατε..." είπε πριν φύγει "Πάντα το κάνετε... Μη το ξεχνάτε..." ο Σπύρος αναστεναξε και τους χαμογέλασε αλλά ούτε ο Λαέρτης ούτε η Αλίκη γέλασαν.
Μόλις τα βήματα του χάθηκαν στο διάδρομο η Αλίκη αναπτέρωσε το ηθικό της

"Μη τολμήσεις να απλώσεις ξανά τα χέρια σου πάνω μου..." Είπε ξέροντας ότι άλλη μια φορά να την άγγιζε, θα κατέρρεε "Αηδιάζω στο άγγιγμα. Δε μπορώ. Το σιχαίνομαι" έβαλε τη καλύτερη μάσκα της προκαλώντας τον θυμό του απροκάλυπτα.

"Μην ανησυχείς. Δεν είχα σκοπό..." απάντησε και πήγε ως τη πόρτα αλλά πριν βγει σταμάτησε "Πάντως για γυναίκα που αηδιάζει στο άγγιγμα μου, δεν περίμενα να τρέμει το κορμί της έτσι..." σχολίασε "Πάντα έτσι αντιδρας με όλα όσα σιχαίνεσαι; Τρέμεις και κοκκινίζεις;" ειπε και δίχως άλλη ματιά, έφυγε... Δυστυχώς ήξερε καλά το κορμί της και αυτό λειτούργησε εις βάρος της.

Μένοντας μόνη έβγαλε τα παπούτσια της και τα πέταξε με μανία στη πόρτα. Οι γροθιές της σφίχτηκαν. Η ανάσα της γρηγορεψε και θόλωσε. Ήθελε να βγει και να τον αρπάξει. Να του δώσει ένα χαστούκι τόσο δυνατό που να μη το ξεχάσει ποτέ... Αντί για αυτό, κλείδωσε και αρπάζοντας τα μαξιλάρια, κουλουριαστηκε στο κρεβάτι...
Θα έμενε μακριά του με κάθε κόστος. Τέσσερις γαμημενες μέρες ήταν...
Μόνο αυτό σκεφτόταν...
Αυτό, και την ανάσα του που της είχε λείψει όσο τίποτα...

🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top