Κεφάλαιο 17°

Δεν χάσαμε πολλά...
Μια ζωή, και δέκα χρόνια...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Δέκα χρόνια αργότερα.
Λονδίνο

Τα μαλλιά της ήταν όμορφα μαζεμένα σε μια ψηλή κοτσίδα. Φορούσε ένα απλό αλλά σοβαρό μαύρο ταγιέρ , τα τακούνια της αντηχούσαν στο διάδρομο και σηκώνοντας τη τσάντα της, έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι. Δεν ήταν δύσκολη η δουλειά της αλλά οι ώρες ήταν αρκετές και ήταν στο πόδι από την επτά το πρωί. Είχε επτά ώρες μάθημα στο ελληνικό σχολείο. Είχε αναλάβει τα παιδικά τμήματα της ελληνικής κοινότητας . Λάτρευε τα παιδιά πόσο μάλλον να τους μαθαίνει τη ξένη γλώσσα για να τους δώσει τα σωστά εφόδια. Δεν ήταν εύκολο για ένα παιδάκι άλλωστε να ξεριζώνεται επειδή οι γονείς του έκαναν μια νέα αρχή σε άλλο τόπο.

Κατέβηκε στο πάρκινγκ αλλά σταμάτησε και χαμογέλασε

"Ακόμα εδώ είσαι εσύ;" η χαρωπή της φωνή, πάντα της έφτιαχνε τη διάθεση.

"Είμαι πτώμα Εύα... Μη το συζητάς καν. Φεύγω σφαίρα στο σπίτι..."

"Το βραδάκι θα βγούμε ή μπα;"

"Πάρε με ένα τηλέφωνο και βλέπουμε. Νομίζω θα τα καταφέρω!" Αστείευτηκε μα η Εύα σκυθρωπιασε ξαφνικά.

"Μίλησα με το Στάθη σήμερα..." η καρδιά της άλλαξε αμέσως χτύπους. Ίσως η Αλίκη κατάφερε να κάνει τα δύο αδέρφια να μιλήσουν με το καιρό, μα κάθε φορά που άκουγε το όνομα του , το παρελθόν πλημμύριζε τη καρδιά της και εκείνη σταματούσε. Ο Στάθης της φέρθηκε σπαθί όταν η Αλίκη ήταν σε εκείνη τη κατάσταση. Έβαλε στην άκρη κάθε διαφορά που είχε με την αδερφή του και την έστειλε σε εκείνη χωρίς να το πει σε κανένα.

"Καλά είναι;" ρωτησε αμήχανα ανοίγοντας τη πόρτα από το αμάξι.

"Ναι.. καλά..."

"Δεν ακούγεσαι σίγουρη..." Η Εύα ήξερε τα πάντα. Η Αλίκη της ανοίχτηκε μέσα στη βδομάδα και την ένιωσε τόσο κοντά της όσο δεν ένιωσε ποτέ καμία κοπέλα. Δεν υπήρχε τίποτα κρυφό ανάμεσα τους. Ήταν μάλιστα και ο άνθρωπος κλειδί που τη βοήθησε να φτάσει εδώ που έφτασε και να σταθεί στα πόδια της.

"Δεν ξέρω πως να σου το πω. Αλλά ξέρω ότι μόλις πας σπίτι θα το μάθεις..."

"Τι να μάθω;"

"Βασικά δεν ξέρω αν πρέπει να σου το πω εγώ..."

"Εύα με κάνεις και ανησυχώ!"

Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ήξερε ότι τα νέα που κουβαλούσε δεν ήταν ευχάριστα... Όχι ότι η Αλίκη, συζητούσε πια για το παρελθόν αλλά αυτά τα συγκεκριμένα νεα, θα την ανάγκαζαν να το κάνει...

"Με πήρε ο Στάθης..."

"Μου το είπες αυτό; Έπαθαν κάτι οι δικοί μου;" ρωτησε αφού πλέον οι επαφές τους ήταν ελάχιστες. Μόνο με τον πατέρα της μιλούσε τακτικά αλλά και με εκείνον δεν έλεγαν πολλά. Η Αλίκη του ζήτησε να μη της μιλάει για το Σουφλί, και τη πόλη και γενικά ήθελε να ξέρει μόνο αν ήταν καλά στην υγεία τους. Τίποτα άλλο. Και εκείνος το σεβάστηκε. Με τη μάνα της πάλι μιλούσε μια φορά το μήνα. Δεν άντεχε να της μιλά. Ένιωθε πάντα μια επίκριση στη φωνή και ένα πόνο από μεριά της...

"Ο... Ο Στάθης... Γίνεται κουμπάρος..." της είπε η Εύα διστακτικά

"Αυτά είναι ευχάριστα νέα! Γιατί κανείς έτσι;"

"Αλίκη;" Η Εύα ξεροβηξε "Παντρεύεται ο Λαέρτης..." στην ανακοίνωση, τα κλειδιά της έπεσαν από τα χέρια. Έσκυψε αμήχανα να τα μαζέψει και σαν σηκώθηκε φόρεσε το προσωπείο της.

"Μπράβο του... Χαίρομαι" αρκέστηκε να πει

"Αλίκη μου;" Η Εύα ένιωσε την ένταση της αλλά εκείνη μπήκε χωρίς πολλά πολλά μέσα στο αμάξι.

"Είμαι καλά..." της είπε μόνο και κλείνοντας τη πόρτα έβαλε μπρος.

"Μας κάλεσαν... Και τις δύο. Υποθέτω ότι θα φτάσεις σπίτι και θα το καταλάβεις..."

Έπιασε το τιμόνι και με τα δύο χέρια και άρχισε να παίρνει μικρές κόφτες ανάσες.

"Όλα καλά... Όλα καλά αλήθεια. Θα σε δω σπίτι το βράδυ..." πάτησε το γκάζι και μόλις απομακρύνθηκε τα μάτια της θόλωσαν...
Η πληγή έκεινη ίσως έγινε ουλή με τα χρόνια, μα ακόμα και η ουλή πονούσε.
Δεν ήθελε να ακούει το όνομα του. Ενοχλούσε τα μέσα της.

Η Εύα είχε δίκιο...
Μόλις έφτασε σπίτι είχε τρία μηνύματα στον τηλεφωνητή. Ένα από τη μάνα της, ένα από τον Σπύρο και ένα από το Στάθη...

Δεν άκουσε κανένα...
Μόνο τις φωνές τους σαν ξεκινουσαν τα μηνύματα και τα έκλεισε.
Ξεντυθηκε και χώθηκε στο μπάνιο...

"Παντρεύεται..." ψέλλισε και κάθισε κάτω. Αγκάλιασε τα γόνατα της, και έμεινε εκεί...
Έμεινε να σβήσει και τη τελευταία φλόγα μέσα της πριν αφήσει τη πραγματικότητα να τσακίσει ξανά τη ζωή της...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Σουφλί...

Η Μάρθα είχε στρώσει κάθε μεταξωτό και κάθε πλεκτό της πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
Η ανακοίνωση του γάμου, τιναξε όλο το Σουφλί. Επιτέλους ο Φρατζής, ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης οινοποιίας στη Θράκη, θα παντρευόταν. Υπήρχαν καλεσμένοι από παντού. Από όλη τη Μακεδονία ως και τη Θεσσαλονίκη. Συνεργάτες και φίλοι του ζευγαριού. Η Μάρθα έλαμπε...

Από τότε που γνώρισε την Ελισάβετ, φτερουγίσε πάλι η ψυχή της.
Είδε την ελπίδα σε εκείνον...

Ο Λαέρτης έκανε χρόνια να σταθεί στα πόδια του. Περνούσε τη μέρα στο οινοποιείο μόλις έφυγε η Αλίκη , έπινε εκεί και κοιμόταν μόνιμα σχεδόν. Υπήρχαν στιγμές που έκανε να πατήσει πόδι στο σπίτι ακόμα και βδομάδα. Τρία χρόνια του πήρε να συνέλθει. Ακόμα και με το Στάθη πλάι του, ήταν ένα κουρέλι...
Μια ανθρώπινη σκιά του άλλοτε εαυτού του.
Μόνο δούλευε...

Στο τέταρτο χρόνο, ο Στάθης δεν άντεξε. Ανέλαβε πιο δυναμικά την ανασυγκρότηση του. Ο Λαέρτης δεν είχε ιδέα για τη ζωή της Αλίκης. Ούτε καν που βρισκόταν. Μόνο ότι έφυγε στην Αγγλία. Η Μάρθα είχε πει ακόμα και στο Σπύρο να μη λέει πολλά, γιατί σαν αδέρφια, ήταν δεμένα και τον πείραξε πολύ. Παρόλα αυτα, ούτε εκείνη του μίλησε ποτέ για όσα έγιναν. Της αρκούσε που με βάση τα αποτελέσματα ήταν αδέρφια. Δεν ήθελε να τον ζορισει. Στο πέμπτο χρόνο, άρχισε κάπως να βρίσκει τα πατήματα του. Δεν ενδιαφερόταν για γυναίκες μα με το παρουσιαστικό του, έγινε ένας από τους "περιζήτητους εργένηδες". Όχι μόνο στο Σουφλί, αλλά και στη Θράκη ολόκληρη.

Το οινοποιείο πετούσε. Τα κέρδη εκτοξεύθηκαν πάνω από τριακόσια της εκατό και τον είχαν μάθει όλοι. Κι όμως, ποτέ δε τον είχαν δει με γυναίκα...
Πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν άφησε καμιά να μπει στη ζωή του. Ζούσε μόνος το παραμύθι που άφησαν στη μέση. Η Αλίκη δεν ήταν κάτι απλό για να μπορέσει να το ξεπεράσει. Ήταν η ζωή του. Ήταν τα πάντα του...
Η δουλειά ήταν το μόνο που τον βοηθούσε να ανταπεξέλθει και έτσι ξέσπασε εκεί.

Λίγα χρόνια πριν όμως, στη γιορτή του κρασιού στην Αλεξανδρούπολη, ο Στάθης γνώρισε μια κοπέλα και λίγους μήνες αργότερα μέσω αυτής, ο Λαέρτης γνώρισε την Ελισάβετ. Ήταν οινολογος. Παιχνιδισε μαζί του αρχικά, θέλοντας να κατεβάσει το εργασιακό και επαγγελματικό του "εγώ" , ώσπου μέρα τη μέρα, ερχόντουσαν πιο κοντά...
Ήταν ένα κορίτσι φρέσκο. Γεμάτο ζωντάνια.
Αγνό πλάσμα... Χαρούμενο...
Ο Στάθης τον ώθησε σε εκείνη με τα λόγια του. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Είχαν περάσει έξι χρόνια και εκείνος δεν έλεγε να σταματήσει να έχει μόνο την Αλίκη στο μυαλό του. Τον λυπόταν... Και ήταν πολύ άσχημο να λυπάσαι έναν άντρα στα δικά του κυβικά..

Με την Ελισάβετ και την Θεοδώρα, είχαν γίνει αχώριστη παρέα. Ο Στάθης ολοένα και προσπαθούσε ώσπου και η ίδια η Ελισάβετ του εκμυστηρεύτηκε τον έρωτα της και ο Λαέρτης αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στη ζωή του...

Η απόφαση του γάμου, ύστερα από τρία χρόνια σχέσης ήρθε κάπως αναπάντεχα...

Ήταν ένα από εκείνα τα πρωινά που κατέβηκε και πριν φύγει, η μάνα τους έλεγε στο Σπύρο ότι η Αλίκη βρήκε ένα καλό παιδί και σκεφτόταν να αρραβωνιαστεί... Κατάλαβε ότι ίσως τόσα χρονια, πάλευε μόνος με τις τύψεις και τις ενοχές που την έκαναν να φύγει. Ίσως τελικά, η ζωή πράγματι να προχωράει...
Ίσως κι εκείνη να προχωρησε...

Το όνομα της ακουγόταν σπάνια στο σπίτι αλλά κάθε φορά, τον σουβλιζε...
Ήταν εκείνο το αγκάθι που δε βλέπεις πια πάνω στο τριαντάφυλλο αλλά αν το αγγίξεις σε κόβει και πονάς...

"Καλημέρα μάνα.. βλέπω νωρίς άρχισες!" Πλέον οι σχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί κάπως. Δεν μίλησαν ποτέ ξανά για το παρελθόν. Στην αρχή, είχαν σκοτωθεί. Τη θεωρούσε υπεύθυνη για όλα αλλά εκείνη έπεσε στα πόδια του και του εξήγησε ότι έκαναν λάθος. Ότι μέσα τους κυλούσε ίδιο αίμα. Ήταν η τελευταία τους συζήτηση για όσα έγιναν...

"Πρέπει να προλάβω παιδί μου. Μια εβδομάδα έμεινε!"

"Σιγά ρε μάνα... Ένας γάμος είναι"

"Όχι και ένας γάμος! Ο γάμος της χρονιάς να λες! Έχουμε πάνω από τριακόσια άτομα στο γλέντι και πεντακόσια στο γάμο! Και λίγα είναι... Έπρεπε να καλέσεις κι άλλους συνεργάτες. Κι εγώ όλο το Σουφλί!"

"Άλλη όρεξη δεν είχα..."

"Μη λες τέτοια! Σήμερα έρχονται και πεθερικά. Πήγε να τους φέρει ο πατέρας σου. Να μην τη προίκα σου;"

"Τι είμαι ρε μάνα; Σκύλος να με δειγματισεις;"

"Όχι. Είσαι ένας Φρατζής. Και ο γάμος θα γίνει με κάθε μεγαλοπρέπεια... Σαν οικογένεια!" του πέταξε και εκείνος τη κοίταξε έντονα "Την κάλεσα..." αρκέστηκε να πει. "Πρέπει να είμαστε όλοι. Να μη μιλάει το χωριό... Περασμένα ξεχασμένα άλλωστε. Πέρασαν δέκα χρόνια. Κάνατε ένα λάθος και τέλος..." έμοιαζε θαρρείς και μιλάει μόνη της. "Τώρα έχουμε χαρές... Πάνε αυτά. Όλοι κάνουμε λάθη"

"Με χρειάζεσαι κάτι εμένα;" ήταν η απάντηση του στα λόγια της "Πρέπει να πάρω την Ελισάβετ και να δούμε το σπίτι. Έμειναν τα χρώματα..."

"Ακόμα απορώ γιατί επιλέξατε το νεοκλασικό στιλ. Μοντέρνο ζευγάρι είστε... Τέλος πάντων. Εσείς θα μείνετε εκεί. Όχι αγόρι μου, δεν σε χρειάζομαι κάτι..." Ο Λαέρτης δε κάθισε παραπάνω. Μόλις έφυγε η Μάρθα άφησε τα υφάσματα και τραβώντας μια καρέκλα κάθισε.
Αμέσως η θλίψη έσκασε στο πρόσωπο της.
Κανένας από τους δύο δεν το ξεπέρασε.
Κανένας δεν ξεχνούσε...
Και κανένας δε θα κατάφερνε να ξεχάσει...
Παρόλα αυτά είχε ελπιδα ότι με αυτό το γάμο, ίσως άλλαζαν όλα...
Ναι, είπε ένα ψέμα στο Σπύρο αλλά ήθελε απλώς να δει την αντίδραση του Λαέρτη. Δεν φαντάστηκε ότι θα έφτανε στο γάμο την επόμενη κι όλας μέρα... Κι όμως έφτασε.

Η Μάρθα αναστεναξε...
Είχαν περάσει δέκα χρόνια και ακόμα έτρεμε στην ιδέα να κατάφερναν να ανοίξουν εκείνο το καταραμένο κουτί..
Εκείνο που όταν αποφάσισε να καθαρίσει το δωμάτιο της, το βρήκε κάτω από το κρεβάτι...
Τα σωθικά της, ματωναν και μόνο στη σκέψη να το είχαν ανοίξει αλλά ευτυχώς μάλλον τους τρέλανε ο έρωτας και το ξέχασαν...
Δεν το επέστρεψε στο αχυρώνα ξανά. Από φόβο μήπως το βρουν το κράτησε καλά κρυμμένο σε ένα κουτί από παλιά παπούτσια του Σπύρου τέρμα μέσα στη ντουλάπα. Κανένας άλλωστε δε πείραζε εκείνα τα κουτιά. Ούτε καν ο Σπύρος , ο οποιος σιχαίνονταν εκείνα τα παπούτσια.

Το κλειδί ήταν ακόμα περασμένο στο λαιμό της... Τριάντα χρόνια ήταν εκεί... Ποτέ δε βγήκε. Για μια στιγμή, ένιωσε την ανάγκη να ανέβει και να ανοίξει εκείνο το κουτί ξανά. Είχε κοντά είκοσι χρόνια να μυρίσει εκείνα τα γράμματα. Αναρωτήθηκε αν έτσι θα ήταν και τα παιδιά της...
Αν θα έφτιαχναν τις ζωές τους και το τραύμα θα έμενε μέχρι να κλείσουν τα μάτια τους...
Αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς...
Αγαπούσε εξίσου και τον Λαέρτη και τον Σπύρο. Δεν θα άντεχε να διαλύσει την οικογένεια που με τόσο κόπο και θυσίες έχτισε.. 

Παραμέρισε κάθε άσχημη σκέψη , σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε. Σε λίγο θα έφταναν οι συμπέθεροι και όλα έπρεπε να ήταν στη πένα...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

Κομοτηνή...

"Γυναίκα; Καλύτερα να μη πιω καφέ σήμερα...." Ο Ζήσης κάθισε στο τραπέζι και αναστεναξε

"Πάλι σε πονάει το κεφάλι σου; Και σου είπα, πρόσεχε με τη σκάλα! Έπεσες χτύπησες και έχει μια εβδομάδα που πονάς... Και είσαι και ξεροκέφαλος και δεν θέλεις να πάμε στο γιατρό. Τι θα κάνω αν πάθεις κάτι μου λές; Παιδια, σκυλιά γατιά δεν έχουμε... Εσύ είσαι η ζωή μου βρε ατιμε..." Έσκυψε και τον αγκάλιασε δακρυσμένη

"Παλι θα κλάψεις...; Έλα βρε γυναίκα. Καλά είμαι. Λίγο πονοκέφαλο έχω. Θα ήσουν χαρούμενη αν πήγαινα στο γιατρό;"

"Ναι, Βασίλη μου! Θα ήμουν πιο ήρεμη... Τι λες; Να πάμε στον... ΒΑΣΙΛΗ;" Έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια ξαφνικά και κραυγασε δυνατά. Εκείνη τρόμαξε. "Άντρα μου τι έπαθες;! Βασίλη;!" έτρεξε πανικόβλητη και άρπαξε το τηλέφωνο.

Εκείνος από την άλλη, είχε γύρει και έπεσε από τη καρέκλα. Το σώμα του μαζεύτηκε σε εμβρυακή στάση και δεν σταματούσε να φωνάζει.

"Βασίλη μου, υπομονή. Έρχεται ασθενοφόρο... Σε ικετεύω. Θα τρελαθώ μη με κάνεις έτσι..." Έκλαιγε και έκλαιγε χαϊδεύοντας τον, ώσπου έπαψε να κουνιέται ξαφνικά.

"Το παιδί μου..." ψέλλισε και εκείνη τρόμαξε βλέποντας τον κατακόκκινο

"Τι λες άντρα μου; Δεν εχουμε παιδιά.. Μη μιλάς... Έρχεται το ασθενοφόρο!"

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

"Δώρα;!" φώναξε ψάχνοντας τα πράγματα του.

"Τι φωνάζεις καλέ πρωί πρωί;"

"Είδες πουθενά το κινητό μου;"

"Όχι ρε Στάθη. Περίμενε να δω στη κουζίνα..."

"Πρέπει να πάμε από τα παιδιά. Δε μπορώ να χάσω τη προίκα!" αναφώνησε γελώντας

"Απορώ που βρίσκεις το αστείο!"

"Με τη κυρά Μάρθα όλα αστεία είναι. Άκου εκεί προίκα κοτζάμ γάιδαρος!" ο Στάθης ντύθηκε. Ίσως δεν ήταν φίλος με το γάμο, αλλά ούτε η Θεοδώρα ήταν και ταίριαξαν γάντι. Παρόλα αυτά έμεναν μαζί, τα τελευταία δύο χρόνια στο Σουφλί.

"Εδώ είναι!" Η Δώρα μπήκε στη κρεβατοκάμαρα και του έδωσε το τηλέφωνο του.

"Ούτε ένα μήνυμα;" απόρησε σκεπτικός

"Περιμένεις μήνυμα από κανέναν και δε το ξέρω μήπως;" τον κορόιδεψε

"Από την Εύα και την Αλίκη..."

"Η Αλίκη είπαμε ότι είναι η αδερφή του Λαέρτη σωστά;"

"Ναι ναι... Θα έχουν μάθει για το γάμο. Θα κατέβουν και θα τις γνωρίσεις υποθέτω..."

"Υποθέτεις; Καλέ ποια αδερφή λείπει από το γάμο του αδερφού της;" κορόιδεψε βάζοντας και εκείνη τα ρούχα της.

"Έλα ντε..." Ο Στάθης αναστεναξε και σηκώθηκε.

"Εσύ κοίτα να είσαι φρέσκος, είσαι και κουμπάρος να μην βγεις χάλια και στις φωτογραφίες!" Η Δώρα του χαμογέλασε , τον φίλησε και πήρε τα πράγματα της.
"Λοιπόν πετάγομαι στην αγορά. Δε θα αργήσω. Σου έκανα καφέ στη κουζίνα..."

"Καλά μωρό μου..." Ο Στάθης κοίταξε πάλι την οθόνη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να καλέσει την αδερφή του.
Κάπου βαθιά μέσα του, και ύστερα από τόσα χρόνια, κάθε φορά που πάσχιζε να σκεφτεί ότι όλα έγιναν φυσιολογικά, όλα αλλαζαν... Σε κάθε σκέψη ότι η Αλίκη με τον Λαέρτη διέπραξαν αιμομιξία στο παρελθόν και ήταν λάθος, ερχόταν και μια αντίθετη. Δε το είχε πει ποτέ σε κανένα. Ούτε στην Αλίκη ούτε στον Λαέρτη. Ο Στάθης εξακολουθούσε σε ορισμένες σκοτεινές γωνιές της ψυχής του, να πιστεύει ότι τοτε, κάτι πήγε πολύ στραβά... Κάτι που είχε διαφορετικό βάθος...
Τρόμαζε όμως ακόμα και στην ιδέα να ήταν αλήθεια... Αν ήταν, ο Λαέρτης θα έβαζε φωτιά σε ολόκληρο το Σουφλί, και αυτό το ήξερε καλά... 

Η κλήση δεν απαντήθηκε...
Ούτε η Αλίκη του έστειλε όμως κάτι.
Έτρεμε για την επανένωση...
Και δυστυχώς δεν ήταν ο μόνος...

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

"Αγάπη μου; Τι είναι αυτό; Μοσχομυριζει!" η Ελισάβετ τρελάθηκε. Είχε πιάσει απόγευμα πια και είχαν πάει στο οινοποιείο όταν ξαφνικα, εκεί που διάλεγε κρασιά για το γάμο, τη προσοχή της τράβηξε μια παλιά κάσα , ανεβασμένη και χωμένη πιο μέσα από τις υπόλοιπες. Φτάνοντας ο Λαέρτης την είδε με το μπουκάλι στα χέρια και πάγωσε.

"Αυτό δεν κάνει..." είπε και κάηκε ολόκληρος.

"Γιατί; Πρώτη φορά μυρίζω κρασί με τόσο έντονο άρωμα γιασεμιού... Φτάνει για την οικογένεια όλο... Για κάτσε..." Η Ελισάβετ έσυρε το μπουκάλι ως τα χείλη της και εκείνος έκλεισε τα βλέφαρα του. Ήταν απίστευτη κοπέλα. Δοτική. Όμορφη πολύ και έξυπνη. Είχε αθώο μυαλό  και ακομα πιο αθώα ψυχή σαν άνθρωπος. Παρόλα αυτά βλέποντας τη να κρατάει το συγκεκριμένο μπουκάλι κρασί, ένιωσε να χάνεται και να σπάει "Η γεύση είναι μοναδική.. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο στα τόσα χρόνια της δουλειάς μου.. Τόσες εντάσεις. Τόσα αρώματα... Λαέρτη σε παρακαλώ! Έχει και νόημα... Δες την ετικέτα!" τον διέλυσε μονομιάς...

"Αυτά τα κρασιά..."

"Αυτά τα κρασιά είναι τέλεια... Έτσι ήταν και η γνωριμία μας... Σαν παραμύθι... Τι λες;"

Ένα μήνα πριν.
Σουφλί...

"Καλημέρα αγόρι μου"

"Καλημέρα μάνα.."

"Ότι μας έλεγε για την Αλίκη μας. Κάτσε!"

"Έχω δουλειά πατέρα..." είπε βιαστικά

"Μαθαίνουμε που μαθαίνουμε νέα της μια φορά το μήνα! Αυτά είναι χαρούμενα..." Σχολίασε η Μάρθα "Βρήκε επιτέλους ένα καλό παιδί! Λέτε να έχουμε χαρές;"

"Αν δε τον δω , δε θα έχουμε τίποτα!" Πετάχτηκε ο Σπύρος

"Εσένα θα ρωτήσει το κορίτσι μας; Ειναι ξένος βέβαια. Τι ξέρουν αυτοί από πάθος! Τέλος πάντων , μου είπε ότι την κάνει ευτυχισμένη και ότι τον αγαπάει"

"Θεέ να πιστέψω ότι το Αλικάκι μου, αγάπησε έναν Άγγλο χλεχλέ;" απόρησε ο Σπύρος

"Εννοείται! Μη το βλέπεις έτσι! Δικός μας είναι, θα τον λατρέψεις!"

"Δηλαδή;" Απόρησε ο Σπύρος "Φτιάχνει μήπως και αυτός κρασιά;"

"Όχι βρε Σπύρο μου. Αλλά φτιάχνει αρώματα... Θυμάσαι πόσο λατρεύει το γιασεμί; Της έφτιαξε ένα μόνο για εκείνη... Αν αυτό δεν είναι απόδειξη αγάπης τότε τι είναι; Η Αλίκη είπε ότι πρώτη φορά στη ζωή της, νιώθει τόσο ερωτευμένη. Δεν πίστευε ότι ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Την εξέπληξε. Πρώτη φορά φτιάχνει κάποιος κάτι μόνο για εκείνη...
Ήταν πολύ ευτυχισμένη. Δεν την έχω ξανακουσει να μιλάει με τόση αγάπη για καποιον!..."

"Αυτός γιατί εξαφανίστηκε;" απόρησε ι Σπύρος βλέποντας τον Λαέρτη να φεύγει αμέσως

"Δε ξέρω άντρα μου... Τέλος πάντων. Τι φαγητό θέλεις να κάνουμε σήμερα;"

➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰➰

"Λαέρτη μου; Χάθηκες αγάπη μου..." Το απαλό της άγγιγμα επανέφερε το μυαλό του.
Ήταν μπροστά του και ούτε που την κατάλαβε.

"Θέλεις τα κρασιά;" της είπε τρυφερά "Τότε δικά σου είναι αγάπη μου... Με αυτά θα γιορτάσουμε το γάμο μας στο γλέντι..." αποκρίθηκε και εκείνη τον αγκάλιασε αμέσως...

🖤⛈️⚡🌪️

Είπα να μη σας το δώσω αυριο μιας και δε ξέρω σε τι κατάσταση θα είμαι για να γράψω. Καλή ανάγνωση να έχετε ... Τώρα δε ξέρω κατά πόσο καλή θα είναι, αλλά βλέπουμε 😅🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top