Κεφάλαιο 14°
Καμιά φορα όσα παλεύεις να αρνηθείς , σου ρίχνουν τέτοιο χαστούκι που μένεις απλά να σέρνεσαι σαν έρμαιο στα πάθη και τα λάθη σου...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Είχαν πάει μικρά σε πάρα πολλά γλέντια. Αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Τα όργανα έπαιζαν ασταμάτητα. Ο κόσμος ήταν αρκετός. Το τραπέζι τους ήταν από τα πρώτα μπροστά μπροστά. Κάθισαν όλοι εκτός από τη Μάρθα που πήγε να ευχηθεί από κοντά και να δώσει τα συγχαρητήρια στη Μαρία.
"Λευκό κρασί; Δεν ξέρουν να γλεντανε..." σχολίασε ο Στάθης βλέποντας τις κανάτες.
"Πες τα αγόρι μου! Αν δε πιεις λίγο Μπρούσκο να καεί η ψυχή σου, τι να το κάνεις..." απάντησε ο Σπύρος. "Λοιπόν, μπείτε εσείς από μέσα. Αλίκη μου, κάτσε εκεί. Λαέρτη δίπλα της και από την άλλη ο Στάθης. Εγώ και η μαμά στις άκρες γιατί δε μας βλέπω να καθόμαστε και πολύ!" αστείευτηκε και η Αλίκη αναστεναξε. Χώθηκε στη καρέκλα της και κάθισε. Δεν είχαν και επιλογές. Η μία καρέκλα ήταν δίπλα στην άλλη. Ο Λαέρτης τράβηξε και εκείνος τη δική του και σέρνοντας τη ελαφρώς πιο δεξιά, της άφησε λίγο χώρο και κάθισε.
"Καλά ε; Έχουμε να ρίξουμε χορό! Χαμός γίνεται!" ο Στάθης γέμισε τα ποτήρια τους χαρούμενος.
"Αυτό είναι σίγουρο! Εμένα βάλε μου τσιπουρακι αγόρι μου!"
"Ότι θέλει ο κύριος Σπύρος!"
Ο Στάθης έπιασε να γεμίζει τα ποτήρια όταν ξαφνικά, πλησίασε στο τραπέζι η Φένια. Η Αλίκη τη κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα. Είχε πιασμένα τα μαλλιά της και ήταν όμορφα βαμμένη.
"Καλώς ήρθατε!" τους χαιρέτησε και χάρισε ένα τρυφερό χαμόγελο στο Λαέρτη
"Λάμπεις Φένια μου! Χαρά στη μαμά σου. Δύο κόρες σαν τα κρύα τα νερά έβγαλε!" σχολίασε ο Σπύρος.
"Σας ευχαριστώ... Ελπίζω να περάσετε όμορφα..."
"Μόνο όμορφα;" Ο Στάθης πετάχτηκε τραβώντας τη προσοχή της. "Να σας ζήσουν!"
"Να είσαι καλά... Λαέρτη μου; Κούκλος είσαι σήμερα... Ελπίζω να αξίζω ένα χορό μετά.." η Αλίκη δαγκωθηκε με το πόσο απροκάλυπτα τον φλέρταρε μπροστά στο πατέρα τους.
"Κι εσύ λάμπεις..." ακούγοντας τη φωνή του η Αλίκη έκλεισε τα μάτια της στιγμιαία. "Αν δε φύγω νωρίς, θα στον χαρίσω"
"Να μη πας πουθενά! Μολις τελειώσουν τα παραδοσιακά για εμάς θα είναι το γλέντι!" Σχολίασε "Είμαστε εκεί..." συνέχισε δείχνοντας το τραπέζι της "Οπότε θέλεις έλα..."
Η Αλίκη δεν μπορούσε να παλέψει μέσα της εκείνα τσιμπήματα. Ήταν πέρα από τις δυνάμεις της. Πέρα από κάθε άρνηση. Παρόλα αυτά, κράτησε τον εαυτό της σταθερό.
"Φένια η μαμά σου νομίζω σε φωνάζει..." Πετάχτηκε ο Σπύρος φέρνοντας λύτρωση στην Αλίκη
"Ναι ναι... Πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε και μετά αν είναι..." Χαμογέλασε γλυκά και έφυγε.
"Αυτό το κορίτσι πάντως δε χάνει ευκαιρία" ο Στάθης κοίταξε το Σπύρο και εκείνος γέλασε
"Με τέτοιο γιο πως να χάσει!" Αστείευτηκε "Αλλά δε νομίζω να τον χαλαλισω" Συνέχισε γελώντας "Εκτός φυσικά κι αν θέλει..."
Η Αλίκη άρπαξε το ποτήρι της, κατέβασε το κρασί και ρίχνοντας ένα βλέμμα στο Στάθη εκείνος το γέμισε ξανά
"Τι κάνετε εδω;" Η Μάρθα πλησίασε και κάθισε "Καλά, ξετρελαθηκε η Αγγελική! Το ήξερα πως θα ήθελε πλεκτό!" είπε περήφανα για το εργο της. "Ήρθε και η μικρή είδα. Πόσο όμορφη είναι σήμερα. Λάμπει ολόκληρη. Χάθηκε ο κόσμος βρε αγάπη μου να έβαζες και εσύ λίγο χρώμα πάνω σου;" είπε προς την Αλίκη και εκείνη τη κοίταξε ενοχλημένη.
"Λυσσαξες με το κορίτσι ρε Μάρθα! Μια χαρά είναι!"
"Δεν είπα κάτι κακό βρε Σπύρο μου. Λίγο χρώματακι είπα να έβαζε..."
"Κυρία Μάρθα, δε το έχει ανάγκη!" Πετάχτηκε ο Στάθης. "Τα έντονα χρώματα είναι για όσους θέλουν να αναδείξουν ομορφιά. Να νιώσουν καλά. Να προσθέσουν το έξτρα! Όσοι δεν έχουν ανάγκη να δειχθούν , και σακί να βάλουν, πάλι θα ξεχωρίσουν! Η Αλίκη μας είναι μια κούκλα..."
"Πες τα βρε Στάθη! Αμάν πια..." πήρε θέση και ο Σπύρος.
"Καλά μη με τρώτε!" τους απάντησε η Μάρθα "Άντε να πιούμε στις χαρές! Και στα δικά σας παιδιά μου!" σήκωσε το ποτήρι της, μα η Αλίκη έμεινε να κοιτάζει το δικό της.
"Έλα βρε κόρη μου μη κάνεις μούτρα... Δεν όσο κάτι για κακό. Ας τα ξεχάσουμε να περάσουμε όμορφα. Κούκλα είσαι και εσυ!"
"Δεν κάνω μούτρα μαμά..." μίλησε "Απλώς αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να με συγκρίνεις μαζί της..." είπε χαμηλά και ο Στάθης γέλασε
"Σε αυτό θα συμφωνήσω!" σιγονταρησε και ο Σπύρος.
"Δε ξέρω τι λέτε αλλά μια τέτοια νύφη τη θέλω! Τι να κάνουμε Αλίκη μου, εσύ κόρη μου είσαι. Σε βλέπω αλλιώς. Καμιά φορά κοιτάζω έτσι τόσο όμορφες κοπέλες και βλέπω νύφες" Χαχανισε η Μάρθα"Εσύ δηλαδή δε θα ήθελες μια τέτοια κοπέλα για το Λαέρτη μας;"
"Ο Λαέρτης μάνα νομίζω αποφασίζει μόνος!" η φωνή του γύρισε όλα τα βλέμματα πάνω του.
"Ναι παλικάρι μου. Το ξέρω... Λέω εγώ..."
"Να μη λες μάνα. Άντε να απολαύσεις τη γιορτή..." ο Σπύρος γέλασε κάτω από τα μουστάκια του.
Οι χοροί άρχισαν να δίνουν και να παίρνουν. Ο Στάθης με το Σπύρο τα έπιναν μαζί. Η Αλίκη είχε βγάλει ρίζες στη καρέκλα και ο Λαέρτης έπινε και κάπνιζε σιωπηλός. Η Μάρθα από την άλλη πήγαινε από τραπέζι σε τραπέζι και μιλούσε με γνωστούς και φίλους.
Από κάθε άποψη ήταν άβολο. Κάθε φορά που σήκωνε το χέρι να πάρει την κανάτα, η θέρμη του κορμιού του απλώνονταν στο δικό της δίχως να το ορίζει.
Όταν τα παραδοσιακά σταμάτησαν και άρχισαν να παίζουν πιο έντονοι ρυθμοί, η Μάρθα ήρθε στο τραπέζι και χαμογέλασε στο Σπύρο.
"Γυναίκα ξέχασε το. Ήπια κι όλας... Ρεζίλι θα γίνουμε!"
"Σπύρο μου, έλα! Όλοι χορεύουν!"
"Βρε γυναίκα..."
"Δε σηκώνω κουβέντα!" τον σήκωσε με το ζόρι και ο Στάθης γέλασε.
"Πάντα έτσι κάνουν;" σχολίασε και η Αλίκη γέλασε επιτέλους και εκείνη.
"Ναι. Ώρες ώρες είναι σαν μωρά. Τους χαίρομαι όμως..."
"Έτσι ήταν και οι δικοί μου..." Ο Στάθης αναστεναξε
"Μη πέφτεις τώρα..." Η Αλίκη του έπιασε απαλά το χέρι. Ήξερε την ιστορία πια.
"Όχι όχι... Καλά είμαι. Πάμε κι εμείς;"
"Εγώ είμαι καλά εδώ..."
"Αμάν... Το ήξερα ότι θα έρθει!" σχολίασε γελώντας βλέποντας τη Φένια να πλησιάζει
"Καλώς τα δέχτηκες ρε!" Είπε προς το Λαέρτη πριν φτάσει η Φένια
"Θα μπορούσα να έχω τη τιμή;" χαμογέλασε γλυκά και άπλωσε το χέρι της. Ο Λαέρτης κατέβασε το κρασί με τη μία και σηκώθηκε. Τα πόδια της Αλίκης άρχισαν να πηγαίνουν πάνω κάτω αμέσως νευρικά.
"Σεισμός γίνεται;" σχολίασε ο Στάθης μόλις έμειναν μόνοι.
"Δε τη συμπαθώ..." αρκέστηκε να πει
"Ο αδερφός σου όμως ίσως το κάνει..." είπε θέλοντας να τη πιέσει και το βλέμμα της ήταν αρκετό.
"Ας κάνει ότι στα κομμάτια θέλεις αυτος. Καρφί δε μου καίγεται!"
"Καλά ντε... Μη βαράς..." Ο τόνος της ήταν άγριος και απότομος.
"Δεν είναι αυτά για εμάς!" η Μάρθα με το Σπύρο πλησίασαν και κάθισαν. "Λαχανιασα καλέ..." Γέλασε και πήρε το ποτήρι της. "Ο Λαέρτης;" ρώτησε βλέποντας κενή τη θέση του και κοίταξε προς τη πιστα. "Αχ... Σπύρο κοίτα! Στα έλεγα εγώ! Ερωτευμένα είναι!" τα πόδια της Αλίκης άρχισαν να πηγαίνουν σαν κομπρεσέρ από κάτω.
"Ένα χορό χορεύουν μωρέ γυναίκα!"
"Καλέ δες πως την κοιτάζει... Λιώνει σου λέω. Αχ, φαντάζεσαι; Να τον δούμε και εμείς γαμπρό σε λίγα χρόνια..." Η Αλίκη σήκωσε το ποτήρι της και το άδειασε.
"Τρία ήπιες απανωτά..." της ψιθύρισε ο Στάθης.
"Δε παθαίνω κάτι..."
"Τώρα. Σε λίγο θα κελαηδας..."
"Στάθη γέμισε το και πολλά μη λες!" γρυλισε και εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια
"Αρσενικός Λαέρτης..." σχολίασε
"Τι;"
"Τίποτα... Όμορφα λέω που περνάμε... Όμορφα!" της γέμισε το ποτήρι και εκείνη το ήπιε αμέσως.
Τα τσιφτετέλια άρχισαν να παίζουν και τα ταμπουρλα πήραν φωτιά. Η Φένια κουνούσε το σώμα της αγγίζοντας κάθε σημείο του Λαέρτη. Χόρευε σαν αυτοκόλλητο πάνω του.
"Σπύρο μου!" Η Μαρία πλησίασε το τραπέζι "Δεν σε είδα εσένα!"
"Να μας ζήσουν! Άντε και με ένα εγγονάκι σύντομα!"
"Μακάρι! Η Αγγελική το θέλει πολύ. Βλέπω η Φένια, δεν έχασε ευκαιρία" χαμογέλασε ολόκληρη "Αχ αυτό το κορίτσι... Καημό τον έχει. Μέχρι το Γύθειο μας έσυρε για το παλικάρι σου..."
"Ωχ ωχ ωχ..." Ο Στάθης χαμήλωσε το κεφάλι κοιτώντας πλάγια την Αλίκη.
"Αλήθεια; Νόμιζα είχατε κάνει εκδρομή!"
"Όχι Μάρθα μου... Λυσσαξε να πάμε να τον δούμε. Τι να κάνουμε. Είπαμε και εμείς να κατέβουμε... Τους βλέπω σε λίγα χρόνια να μας οδηγούν σε νέες χαρές!"
"Μικρα παιδιά είναι. Ότι θέλουν θα κάνουν. Ο Λαέρτης άλλωστε έχει και δουλειές. Το μυαλό σας στους γάμους και τα πανηγύρια!" σχολίασε ο Σπύρος.
"Καλέ τυφλός είσαι;" Η Μαρία γέλασε "Κοίταξε τους. Όλο το χωριό αυτούς κοιτάει"
"Πάντως η κόρη σου, είναι πανέμορφη..." η Μάρθα αναστεναξε "Μακάρι να πάνε όλα καλά. Ας είναι αγαπημένα και ερωτευμένα και φτάνει..."
"Αυτό είναι σίγουρο Μαρθα μου... Και προχθές μου είπε ότι τον είδε και ήπιαν και καφέ. Κανόνισαν να βγουν και έξω. Σου λέω ψήνεται το πράμα!"
"Μαζί του ήμουν μαλακίες λέει..." ψέλλισε ο Στάθης χαμηλά αλλά η Αλίκη, σημασία δεν έδωσε.
"Για τα παιδιά θα μιλάμε τόση ώρα! Ας τα αφήσουμε ήσυχα πια" Πετάχτηκε ο Σπύρος.
"Προσπαθούμε βρε Σπύρο αλλά έχουν τραβήξει κι αυτά τα βλέμματα. Ο Βασίλης δες πώς τους κοιτάζει. Έτοιμος να ορμήσει είναι. Βλέπει τη κόρη του να μεγαλώνει και του φαίνεται περίεργο..."
Η Αλίκη κατέβασε κι άλλο ποτήρι.
"Στάθη σήκω!"
"Γιατί να τη πληρώσω εγώ;" ψέλλισε εκείνος
"Πάμε να χορέψουμε!"
"Αλίκη μου; Καλύτερα βρε αγάπη μου, να κάτσουμε..."
"Σήκω είπα! Αλλιώς θα πάω μόνη"
"Τι λέτε εσείς εκεί;" Ρώτησε εγώ Μάρθα
"Το αγόρι της είναι;" απόρησε η Μαρία
"Θα σε βόλευε;" είπε η Αλίκη και η Μάρθα σαστισε.
"Πλάκα κάνει... Μη τη δίνεις σημασία καλέ. Ήπιε και δε συνηθίζει..."
"Καλέ δεν κατάλαβα καν τι εννοεί. Άσε το κορίτσι... Α! Έρχονται!" Η Φένια με τον Λαέρτη πλησίασαν. Τον κρατούσε από το χέρι και χαμογελούσε.
"Καλώς τα!" Η Μάρθα έλαμψε
"Τη καλή σας τη κουβέντα είχαμε!"
"Αμάν βρε μαμά..." η Φένια κοκκινησε.
"Το χεράκι βλέπω πάει σύννεφο..." είπε η Μάρθα
"Εγώ πάω σπίτι" Η Αλίκη σηκώθηκε.
"Κόρη μου είσαι καλά;" Ο Σπύρος σηκώθηκε μαζί της.
"Ναι. Θέλω να ξαπλώσω. Είμαι κουρασμένη"
"Ούτε χορεψες βρε Αλίκη μου..." η Μαρία τη κοίταξε γλυκά
"Δεν το έχω ανάγκη. Να σας ζήσουν και πάλι..."
"Κάτσε βρε πουλάκι μου που θα πας μόνη σου;!" Ανησύχησε ο Σπύρος
"Μπαμπά θα το πάρω με τα πόδια..."
"Στάθη θα τη πάς εσύ;" πετάχτηκε η Μάρθα
"Ναι , δεν έχω θέμα.."
"Μπορώ και μόνη μου" επέμεινε η Αλίκη
"Κορίτσι μου, σε παρακαλώ... Μην ανησυχώ. Ας σε πάει ο Στάθης και μετά θα γυρισει..."είπε ο Σπύρος. Η Φένια ακόμα τον κρατούσε από το χέρι.
"Θα τη πάω εγώ πατέρα" Ο Λαέρτης άφησε το χέρι της Φένιας και χωρίς πολλά πολλά άρπαξε τα κλειδιά.
"Θα γυρίσεις; Είχαμε πει να πάμε βόλτα μετά..." του είπε η Φένια ντροπαλά
"Ναι" αρκέστηκε να απαντήσει.
"Αντε, ας σε πάει ο Λαέρτης τότε" ο Σπύρος της έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού. "Άφησε τα στο πατάκι αγάπη μου.."
"Μπορώ να πάω και με το Στάθη..."
"Το ίδιο είναι κόρη μου. Άντε, ξάπλωσε γιατί εμείς ξημερώματα θα γυρίσουμε και ότι θελήσεις πάρε τηλέφωνο .." ο Λαέρτης έφυγε πρώτος. Η Αλίκη δεν ήθελε να βρεθεί μαζί του μόνη της. Πήρε τα πράγματα της όμως και έφυγε.
Είχε ήδη βάλει μπροστά το αμάξι και τη περίμενε.
Η Αλίκη πλησίασε άνοιξε τη πίσω πόρτα και μπήκε μέσα. Λέξη δεν είπαν μεταξύ τους. Ήταν τόσα πολλά τα συναισθήματα της που δεν ήθελε ούτε την ανάσα του να ακούει.
Είχε μια πέτρα στο στήθος της. Ένα βάρος και άφθονο νεύρο.
Δεν ήταν μεγάλη διαδρομή. Σε δέκα λεπτά είχαν φτάσει.
Μόλις σταμάτησε και τράβηξε χειρόφρενο η Αλίκη κατέβηκε δίνοντας μια σπρωξια τη πόρτα και εκείνη έκλεισε με δύναμη. Άνοιξε, πέταξε τα κλειδιά στο πατάκι και δίχως να του ρίξει ούτε βλέμμα έφυγε σφαίρα στο δωμάτιο της.
Το μαρσαρισμα που άκουσε ενώ ήταν ακόμα στις σκάλες έκανε τα νεύρα της εντονότερα.
"Στα τσακιδια!" μονολογησε ακούγοντας το αμάξι και μπαίνοντας στο δωμάτιο της, έβγαλε το φόρεμα και το πέταξε κάτω. Έβγαλε και τα παπούτσια της και άρχισε να το πατάει έξαλλη. "Ηλίθιο φόρεμα!" δεν ήταν μεθυσμένη αλλά είχε πιει τόσο ώστε να αφήσει ελεύθερα τα νεύρα της και κάθε αρνητικό συναίσθημα που της δημιουργήθηκε από όλα αυτά που άκουσε.
"Μου υποσχέθηκες βόλτααα..." ειρωνεύτηκε τη φωνή της Φένιας. Δεν μπορούσε να ελέγξει τίποτα μέσα της. Όλα ήταν ένα χάος.
"Στα κομμάτια όλα!" Έσκυψε να αρπάξει το φόρεμα οταν ξαφνικά η πόρτα της άνοιξε.
Το βλέμμα της καρφώθηκε αμέσως στο δικό του. Ένα μήνα είχαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο στα μάτια τόσο έντονα. Κανένας δεν χαμήλωνε όμως το βλέμμα. Καθετί που ωθούσε τη λάβα μέσα της να βγει προς έξω , ήρθε και έσκασε.
Ο Λαέρτης δε πρόλαβε ούτε να μιλήσει.
Η Αλίκη τον πλησίασε και σηκώνοντας το χέρι της, του αστραψε ένα χαστούκι χωρίς προηγούμενο. Γύρισε όλο το κεφάλι του στο πλαι και μολις επέστρεψε στη θέση του, πήδηξε πάνω του. Τον έπιασε από το πρόσωπο και μόλις τη κράτησε , τον άρπαξε και τον φίλησε.
Τον έπιανε θαρρείς και ήταν κάτι που της ανηκε. Κάτι δικό της που δεν ήθελε να το μοιραστεί με κανένα. Τίποτα άλλο δεν την ένοιαξε εκείνη τη στιγμή. Το φιλί τους δεν άργησε να βαθυνει. Τη γύρισε και τη πέταξε στο κρεβάτι χωρίς φραγμούς. Η Αλίκη άρχισε να τον γδυνει αναζητώντας παράλληλα τα χείλη του και μόλις έμεινε γυμνος, την έπιασε δυνατά από το λαιμό, και μπήκε μέσα της χωρίς παιχνίδια. Χωρίς προειδοποίηση. Χωρίς καν να φέρει το κορμί της στα μέτρα του.
Η φωνή της διαλύθηκε στη κραυγή που ακούστηκε από τα χείλη της μόλις βυθίστηκε μέσα της. Τον έπιασε από το πρόσωπο και εκείνος τη κοίταξε κατάματα.
"Πόνεσε με... Κάνε με να το μισήσω παναθεμα σε!" του ζήτησε και εκείνος χώθηκε και ρουφηξε το λαιμό της. Έφτασε ως το αυτί της, και το δάγκωσε κάνοντας παράλληλα μια απότομη ώθηση μέσα της. Είχαν λαχανιασει και οι δύο αμέσως. Η ταχύτητα του δεν της άφησε περιθώρια να πει άλλη λέξη. Ήταν διαφορετικό αυτό που έκαναν από τη πρώτη τους φορά. Είχε τόσες ορμές. Τόση καταπίεση. Τόσα νεύρα και από τις δύο πλευρές. Το κορμί της μάθαινε ένα καινούριο συναίσθημα του έρωτα. Το σεξ...
Ο τρόπος που ωθούσε τον εαυτό του μέσα της, ήταν απότομος και άγριος αλλά δεν έφτανε για να τη κάνει να μισήσει ούτε τους εαυτούς τους ούτε και τη πράξη τους. Ίσα ίσα η Αλίκη τον αγκάλιασε. Όσο εκείνος γινόταν βίαιος άλλο τόσο εκείνη τον εσφιγγε όταν ξαφνικα τα χέρια της κόλλησαν στα σεντόνια. Τα χείλη της άνοιξαν ψάχνοντας για αέρα και εκείνος της τον στέρησε σφραγίζοντας τα με τα δικά του.
Ένιωθε το κόλπο της να γίνεται σαν βεντούζα πάνω του μα ο Λαέρτης δε σταματουσε. Οι κραυγές της, αντηχούσαν σε ολόκληρο το σπίτι και εκείνος συνέχισε να ωθεί μέσα της τον εαυτο του ανεξέλεγκτα . Είχε σαλεψει εντελώς. Η Αλίκη έβαλε τα κλάματα από τα έντονα συναισθήματα που της προκλήθηκαν όταν ξαφνικά έπιασε το πρόσωπο της στα χέρια του και σταμάτησε κάθε του κίνηση...
"Με μισησες τώρα;" στην ερώτηση του έκλαψε ακόμα περισσότερο "Σου είναι αρκετό;" συνέχισε κοιτώντας τη κατάματα εκστασιασμένος
"Δε μπορώ να σε μισήσω..." παραδέχθηκε δακρυσμένη και εκείνος βγήκε από μέσα της. Το επόμενο βύθισμα που έκανε ήταν αργό... Η Αλίκη ζητιανεψε το φιλί του και όταν εκείνος της το χάρισε, ο έρωτας πήρε τα ηνία. Κάθε ένταση μεταμορφώθηκε σε καθάριο πάθος και φιλούσαν ο ένας τον άλλο σαν να κρατιόταν η ζωή τους από αυτό το φιλί. Τα δάχτυλα τους μπλέχτηκαν, τα πόδια της τον αγκάλιασαν και έχοντας πλήρη επίγνωση της πράξης τους παραδόθηκαν στην αμαρτία αλλάζοντας τα δεδομένα. Ο Λαέρτης έσπασε πρώτος το φιλί. Άφησε τη γλώσσα του να φτάσει στα στήθη της και ανοίγοντας ως το τέρμα τα χείλη του, τα ρουφηξε δυνατά. Εκείνη δάγκωνε τα δικά της ενω οι ωθήσεις του έγιναν βαθιές και αργές σε τέτοιο σημείο, που ένιωθε καθετί πάνω στο μόριο του όταν έμπαινε μέσα της.
"Θα καούμε στη κόλαση..." του ψυθιρισε ξαφνικά και πιάνοντας το κεφάλι του το επανέφερε προς τα πάνω
"Χορεύω ήδη μέσα της μωρό μου..." Πρώτη φορά την έλεγε έτσι. Η κάψα του κορμιού της δεν έφτανε για να μπει στο ζυγι με τη καψα της καρδιάς ακούγοντας τον.
Άρχισε να φιλάει παθιασμένα το λαιμό της , και εκείνη κόλλησε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του. Η απόλαυση ήταν περίεργη. Δεν ένιωσε αδερφή του εκείνη τη στιγμή. Ένιωσε σαν να ήταν η κοπέλα του. Η γυναίκα της ζωής του όλης... Αφέθηκε εντελώς σε εκείνον και έκαναν έρωτα ξανά και ξανά για την επόμενη ώρα. Ο Λαέρτης άναβε και έσβηνε για πάρτη της χωρίς να σταματήσει. Ένα της βλέμμα ήταν αρκετό για να ρίξει λάδι στη φωτιά και εκείνος να τη κάψει.
Δύο ώρες αργότερα, είχε κουρνιάσει στο στήθος του εξαντλημένη και εκείνος τη κράταγε σφιχτά. Ξεκίνησε να της λέει τους προβληματισμούς του. Ακόμα και για τη γριά... Της είπε και τη σκέψη του για τη γέννηση της μα η Αλίκη, όσο κι αν προσπαθούσε της ήταν δύσκολο να το συμμεριστεί. Μαθηματικά δεν έβγαιναν οι μήνες... Πέρα σομως από αυτό, μοιράστηκε μαζί της και ένα μυστικό που τη σόκαρε αρχικά. Η Αλίκη δεν είχε ιδέα ότι ο Λαέρτης ήταν παιδί από άλλη μάνα... Ποτέ δε της το είπε κανένας. Ποτέ κάποιος δε σχολίασε κάτι στο χωριό. Στην αρχή δε μπορούσε να το πιστέψει μα ο Λαέρτης της εξήγησε όσα του είπε ο πατέρας του και η ίδια η Μάρθα καθώς μεγάλωνε. Ήθελαν απλά να μεγαλώσουν τα παιδιά φυσιολογικά. Τα νέα αυτά, έφεραν αναμπουμπουλα μέσα της. Και πάλι όμως, αν ο Σπύρος ήταν πατέρας της, η αμαρτία ήταν η ίδια. Την έπεισε όμως, να το δουν ίσως ιατρικά και εκείνη συμφώνησε... Ένα τεστ ήταν και τα αποτελέσματα θα έβγαιναν σε λίγους μήνες...
"Φοβάμαι..." του ψιθύρισε νιώθοντας τη πραγματικότητα να φλερτάρει με όσα έκαναν και ύστερα από όσα είπαν.
"Όσο είμαστε μαζί, να μη φοβάσαι τίποτα... Θα βρω άκρη. Θα το δεις. Το νιώθω ρε Αλίκη..."
"Δε βγαίνει Λαέρτη...Από όπου κι αν το δεις, είναι λάθος..."
"Βγαίνει μωρό μου..."
"Μη με λες έτσι..." Η Αλίκη γέλασε ντροπαλά και εκείνος γύρισε και τη κοίταξε. "Ούτε έτσι μη με κοιτάς..." συνέχισε γελώντας
"Γιατί;"
"Γιατί με κάνεις και γελάω..."
"Ανάθεμα τα χείλη σου, αυτό το χαμόγελο με λιώνει το ξέρεις;" Άπλωσε τα χέρια του στο κορμί της και εκείνη δαγκωθηκε αμέσως.
"Φτάνει..." είπε πονηρά
"Ποτέ δε φτάνει..." ξεκίνησε να αφήνει υγρά φιλιά στο κορμί της και φτάνοντας χαμηλά εκείνη τύλιξε το σεντόνι στα δάχτυλα της.
Έχασαν κάθε αίσθηση του χρόνου όταν ξαφνικά, άκουσαν τον ήχο από το αυτοκίνητο να μπαίνει στην αυλή.
"Φύγε φύγε φύγε!!!" Η Αλίκη του έδωσε μια κλωτσιά και εκείνος έπεσε αμέσως από το κρεβάτι.
"Ρε Αλίκη!"
"Φύγε φύγε!!!" σηκώθηκε έντρομη.
"Ρε μωρό μου, θα φύγω ηρέμησε..."
"Λαέρτη τελείωνε!" γέλασε βλέποντας την. Άρπαξε τα ρούχα του και πριν βγει, έμεινε για λίγο να τη κοιτάζει. Ήταν κατακόκκινη.
"Φύγε σου λέω..." τον παρακάλεσε και εκείνος της έδωσε ένα πεταχτό φιλί , χαμογέλασε και έτρεξε στο δωματίο του.
Η Αλίκη έβαλε αμέσως μια πιτζάμα και πήγε στο παράθυρο. Ο πατέρας της τραγουδούσε. Ο Στάθης τον κρατούσε και η Μάρθα πήγαινε πέρα δώθε. Ήταν και οι δύο πιωμενοι. Αναστεναξε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Τα δάχτυλα της βρέθηκαν στα χείλη της...
Χαμογέλασε...
Ήθελε τόσο να πιστέψει στις σκέψεις του και να ήταν όλα αληθινά... Και τεστ θα έκανε και από όλα... Αν ήταν να το ζήσει μαζί του, θα έφταναν ως το τέρμα... Όπως ακριβώς του είπε τη πρώτη τους φορά...
Δεν την ένοιαζε σε εκείνο το σημείο αν οι ισορροπίες στο σπίτι θα ταραζονταν. Τον αγαπούσε με όλο της το είναι...
Κι αν πράγματι δεν ήταν παιδί του Σπύρου, θα ήταν λύτρωση δίχως όμως αυτό να καταρρίπτει την αγάπη της για εκείνον. Τον Σπύρο το λάτρευε...
Έκλεισε τα μάτια της και αγκάλιασε το μαξιλάρι. Οι γκρίνια της μάνας της γιατί είχαν πιει πολύ ακουγόταν ήδη στο σπίτι αλλά σημασία δεν έδωσε...
Λίγο πριν σβήσει, το κινητό της χτύπησε και το άρπαξε αμέσως.
"Μόλις κοιμηθούν να έρθω;" της έγραφε και εκείνη γέλασε μόνη της.
"Να κάτσεις στα αυγά σου! Πας καλά;"
"Έλα ρε μωρό μου..."
"Σταμάτα να με λες έτσι!"
"Θα έρθεις εσύ;"
"Λαέρτη φτάνει!"
"Σου είπα... Ποτέ δε φτάνει..." Του έστειλε μονάχα μια καρδούλα για καληνύχτα και αναστεναξε... Αναπτερώθηκε όλο το ηθικό της με τη σκέψη να κάνουν ένα τεστ. Έσβησε ίσως τους ενδοιασμούς και τις τύψεις και όλη εκείνη την άρρωστη κατάσταση στο κεφάλι της. Είχε εμπιστοσύνη στο Λαέρτη. Αν ήταν τόσο σίγουρος , τότε θα ήταν και εκείνη...
🖤
🖤🖤
🖤🖤🖤
🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top