Κεφάλαιο 13°

Βρισκόμαστε σε άρνηση, λάθη κλωστές κορδέλες...
Όλα ένα πλέγμα , όλα ένα τίποτα... Ένα μηδενικό...
Στιγμές ξεθωριασμένες, λατρεμένες...
Χαμένες στη λήθη.

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Τριγύριζαν μέσα σε εκείνο το σπίτι σαν φαντάσματα όλη τη βδομάδα...
Δυο τρένα με ίδια αφετηρία και διαφορετικό προορισμό.
Η Αλίκη έβγαινε όταν εκείνος έλειπε στο οινοποιείο ενώ όταν ήταν σπιτι, παρέμενε στο δωμάτιο της. Κάθε φορά που τύχαινε να σταυρώσουν βήμα, εκείνη όχι μόνο δε τον κοίταζε, αλλά άλλαζε και πορεία.
Πόσες δικαιολογίες να χωρέσουν όμως στους γονείς τους; Είχαν αρχίσει να στερεύουν...

Η μονη της παρέα αυτές της μέρες ήταν ο Στάθης αλλά και εκείνος έγινε καλύτερα και θα εφευγε στη δουλειά το πρωί μαζί του.
Περνούσαν καλά στο σπιτάκι.
Ήταν τόσο ήρεμος άνθρωπος.
Την έκανε να νιώθει ότι θέλει να ανοιχτεί ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που απλά την άκουγε να μιλάει χωρίς να τη διακόπτει.
Συζητούσαν όμορφα πράγματα μέχρι που εκείνος γύριζε τη κουβέντα στο Λαέρτη και το πρόσωπο της άλλαζε. Προσπάθησε πολλές φορές να τη ρωτήσει αν είχε συμβεί κάτι ανάμεσα τους αλλά η Αλίκη, δεν έβγαζε λέξη.

Άνοιξε το παράθυρο της και άφησε την ευωδία από τη μυγδαλιά της αυλής να παρασύρει κάθε της σκέψη. Λάτρευε εκείνο το δέντρο. Ηταν τέτοια η εποχή που σε λίγο καιρό με ένα φύσημα ολόκληρος ο τόπος θα γέμιζε τα άνθη της...
Παλιά σκαρφάλωνε εκεί πάνω. Τότε που σαν ανέμελο κοριτσάκι δεν είχε έγνοιες.

"Αλίκη! Έλα ένα λεπτό αγάπη μου!" Η μαμά της έφτιαχνε γλυκά από τα ξημερώματα. παρακαλούσε να μη τη χρειαστεί αλλά ακούγοντας τη να φωνάζει , ξεφυσησε.
"Αλίκη! Έχω λερωμένα χέρια έλα λίγο!" ξαναφωναξε και εκείνη άνοιξε τη πόρτα μόνο που, την ίδια στιγμή, έβγαινε και εκείνος από το δωμάτιο του. Το βλέμμα της χαμήλωσε αμέσως. Δεν είχαν έρθει σε οπτική επαφή μια ολόκληρη βδομάδα. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια.
Γρηγορεψε το βήμα της, στραβοπατησε στο χαλί και μόλις τα χέρια του τυλίχθηκαν γύρω της, η καρδιά της έσβησε.

"Μπορώ και μόνη..." ψέλλισε ταραγμένη και πιάνοντας τα, τα τίναξε και κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα δίχως καμία καθυστέρηση.

"Έχεις πυρετό; Γιατί είσαι έτσι κόκκινη κόρη μου; Αμάν... Σέρνεται και αρρώστια στη πόλη!" είπε ανήσυχη η Μάρθα βλέποντας την αλαφιασμενη

"Καλά είμαι μαμά..."  έσπευσε να απαντήσει γοργά "Θα έπεφτα στις σκάλες. Αυτό είναι όλο"

"Καλημέρα μάνα..." η φωνή του πίσω της, έβαλε φτερά στα πόδια. Η Αλίκη πήγε αμέσως στο νεροχύτη

"Καλημέρα παιδί μου. Θέλεις καφέ;"

"Όχι. Θα πάρουμε από το δρόμο με το Στάθη"

"Βλακείες! Αναφώνησε ο Σπύρος που καθόταν και διάβαζε την εφημερίδα του παραπέρα "Αλίκη μου, φτιάξε δύο καφεδάκια με τα χεράκια σου κορίτσι μου! Να πιει ένα καφέ της προκοπής. Μια βδομάδα απ' έξω παίρνει!"

Τα χέρια της κόλλησαν στο πάγκο και εκείνος τα είδε.

"Δε θέλω είπα!"

"Και γιατί φωνάζεις;!" ο Σπύρος τον κοίταξε έκπληκτος. Αναστεναξε ομως και κούνησε το κεφάλι "Τέλος πάντων...Είσαι στα κάτω σου. Κάνε ότι νομίζεις..."

Ο Λαέρτης πήρε τα κλειδιά και βγήκε έξω.
Η κλειδωμένη της ανάσα απελευθερώθηκε αμέσως ενώ ρίχνοντας το βλέμμα της έξω από το παράθυρο της κουζίνας τον είδε να προχωράει και να βρίζει.

Ίσως ήταν σκληρή μαζί του αλλά δεν άντεχε λεπτό κοντά του. Πόσο μάλλον να δει μέσα στα μάτια του. Δεν ήταν μόνο η ντροπή για όσα έκαναν... Ήταν και κάτι που φόβιζε τα μέσα της... Κάτι που αρνιόταν να παραδεχτεί. Κάτι που ξόρκιζε κάθε μέρα να εξαφανιστεί και εκείνο το διαολεμενο δεν έλεγε να φύγει... Ήταν εκείνος. Ο ίδιος...
Καθετί πάνω του. Τα χέρια του, τα μάτια του. Τα αγγίγματα του , τα φιλιά του... Όλα όσα δεν έπρεπε να γυρίζουν στο κεφάλι της και εκείνα έστηναν χορό...

"Τι θα γίνει με τη κατάσταση του Σπύρο μου;" η Μάγδα πήρε μια βαθιά ανάσα λυπημένη

"Δεν ξέρω ρε γυναίκα... Τραβάει ζόρια. Ίσως χώρισε. Δεν είμαι και μέσα στα παντελόνια του. Ίσως δε βρίσκει ανταπόκριση. Δε ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι κρύβεται γυναίκα από πίσω..."

"Με το ζόρι τον βλέπω σπίτι πια..." σχολίασε ανοίγοντας το φύλλο "Αλίκη μου, δε ήθελα και εσένα. Θα κάνουμε τα σχέδια μαζί. Θέλω να πιάσεις από τη μια μεριά να τεντώνουμε τη ζύμη κόρη μου. Να βγάλουμε ωραία τη μηλόπιτα. Θυμάσαι; Πάντα μαζί τη κάναμε..." είπε γλυκά

"Ναι μαμά..."

"Εσύ πάλι μούτρα έχεις;" ο Σπύρος κατέβασε τα γυαλιά του και τη κοίταξε σκεπτικός

"Αδιαθετη θα είναι... Ε κόρη μου;"

"Ε; Α ναι.. ναι..." είπε βιαστικά.

"Μάλιστα... Καλώς..." ο Σπύρος ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. Και η Αλίκη είχε περίεργη συμπεριφορά. Ήταν στην εφηβεία της όμως και δεν έδινε τόση σημασία όσο στου Λαέρτη. Η δική του κατάσταση είχε ξεφύγει. Μερικές φορές κοιμόταν και στο οινοποιείο. Άλλες πάλι γύριζε πιωμενος. Έφευγε χαράματα και επέστρεφε μεσάνυχτα από τη δουλειά.

"Μέχρι το απόγευμα πρέπει να τα έχουμε όλα έτοιμα. Έχουν ξεκινήσει τα μικρά γλέντια στη Μαρία. Κρητικιά  ειναι. Μη τη βλέπεις που ήρθαν εδώ. Εκεί κάτω ένα μήνα γλέντια έχουν!"

"Άλλο πάλι κι αυτό!" Σχολίασε ο Σπύρος. "Εσύ γιατί σταμάτησες να μιλάς μαζί της;" ρώτησε την Αλίκη

"Απλά αλλάξαμε παρέες μπαμπά..."

"Ρε κορίτσι μου, μήπως έγινε κάτι με τον αδερφό σου;" Η Αλίκη ασπρισε "Μήπως τον πλήγωσε και σε πείραξε και την έκανες πέρα;" συνέχισε

"Τι λες καλέ Σπύρο. Το κορίτσι είναι μάλαμα!" σχολίασε η Μάρθα.

"Καλά... Εγώ θα βρω ποια είναι!" είπε και επέστρεψε στην εφημερίδα του.

"Αλίκη μου θα έρθεις να τα πάμε μαζί στο σπίτι τους;"

"Όχι. Έχω διαβάσματα μαμά..."

"Ουτε μήνας  δεν έμεινε να τελειώσει το σχολείο γλυκιά μου. Πόσα σας βάζουν πια;"

"Πολλά. Μπορώ να φύγω;"

"Άσε το παιδί κι εσύ μωρέ Μάρθα! Φύγε αγάπη μου. Ο μπαμπάς σε καλύπτει!" Η Αλίκη του χάρισε ένα σφιγμένο χαμόγελο και έφυγε. Όλη την ώρα για γάμο μιλούσαν σπίτι και τη Φένια και είχε αρχίσει να της τη δίνει στα νεύρα...
Είχε που είχε τα δικά της, δεν άντεχε να ακούει κι όλα αυτά... Και η φωνή του Λαέρτη σήμερα έσκισε τα μέσα της. Τόσο απότομος. Τόσο κενός...

Βγήκε στο κήπο από τη πίσω πόρτα και έτρεξε κατευθείαν κάτω από τη μυγδαλιά. Σαν έφτασε, την αγκάλιασε θαρρείς και ήταν μάνα για εκείνη και αφού δε μπορούσε να κλάψει στη δική της, έκλαψε εκεί...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Γιατί έκλεισες το ράδιο ρε;"

"Γιατί έτσι!" είπε εκνευρισμένος

"Μαλάκα πας καλά; Ο Παπάζογλου ήταν! Αμάν και πως κάνουμε να ακούσουμε κάποιο κομμάτι της προκοπής!"

"Στάθη πάψε γιατί εσύ θα τη πληρώσεις σήμερα!" Άλλαξε γρήγορα ταχύτητα και πάτησε το γκάζι. Ο καταραμένος ο Αύγουστος έπρεπε να παίξει από όλα τα τραγούδια στο κόσμο.

"Έχεις πρόβλημα!" Ο Στάθης έπιασε να ανοίξει πάλι το ράδιο αλλά ο Λαέρτης τράβηξε ξαφνικά χειρόφρενο, βγήκε από το αμάξι και άρχισε να ουρλιάζει μανιακά. Χτυπούσε τις ροδες, τα χέρια στο καπό, φώναζε και έπιανε το κεφάλι του τρελαμενος.
Ο Στάθης τρόμαξε. Αληθινά όμως τρόμαξε. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι.

Άνοιξε τη πόρτα, κατέβηκε σιγά σιγά και μόλις τον πλησίασε, ο Λαέρτης όρμησε κατά πάνω του. Και εκεί που ο Στάθης ένιωσε ότι θα τον χτύπαγε, εκείνος τον τράβηξε σε μια αντρίκια αγκαλιά και έβαλε τα κλάματα...
Δύο μέτρα άντρας έκλαιγε με λυγμούς και εκείνος τρόμαξε ακόμα περισσότερο...
Όλα όσα σκεφτόταν τόσες μέρες που μιλούσε με την Αλίκη πήραν σάρκα και οστά. Δεν χωρούσε καμία απολύτως αμφιβολία.

"Τόσο πολύ την αγαπάς;" τόλμησε να πει και ο Λαέρτης χαμήλωσε και κάθισε κάτω. Ακούμπησε με τη πλάτη στη ρόδα και έπιασε το κεφάλι του.

"Κάναμε έρωτα..." Παραδέχθηκε ξαφνικά και στα λόγια του ο Στάθης έχασε τη μιλιά του...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Η Μάρθα κοίταζε το Σπύρο έχοντας το ακουστικό κολλημένο στο αυτί της.
"Τι εννοείς δεν ήρθε βρε πατέρα; Ναι το ξέρω... Όχι, δεν μας τηλεφώνησε. Και τώρα με πήρες; Ναι, δεν σου κάνω κήρυγμα αλλά είναι δέκα το βράδυ. Έφυγε το πρωί κανονικά μαζί με το Στάθη... Καλά καλά... Θα τον πάρω και εγώ ένα τηλέφωνο .." Η Μάρθα το έκλεισε ανήσυχη.

"Δεν πήγε;" ρώτησε ο Σπύρος

"Όχι..."

"Άφησε τον... Πρώτη μέρα βγήκε και ο Στάθης. Ίσως ήθελε να ξεσπάσει. Τόσες μέρες τα κρατάει..."

"Βρε άντρα μου. Ένα τηλέφωνο; Να πάρουμε το Στάθη; Ο μπαμπάς είπε ότι το δικό του είναι κλειστό..."

"Όχι Μάρθα. Πάμε να ξαπλώσουμε... Θα βρει το δρόμο του... Καμιά φορά υπάρχει και η ανάγκη για δύο αντρικές κουβέντες..."

"Είσαι σίγουρος; Από το πρωί δε πήγε. Δεν ανησυχείς καθόλου;"

"Ξέρω καλά το γιο μου... Άφησε τον... Ελα πάμε να κοιμηθούμε. Θα γυρίσει..."

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Ήρεμα ρε... Ήρεμα..." ο Στάθης τον κρατούσε και περπάτησαν μαζί μέχρι το σπίτι. Είχε πάει δύο το ξημέρωμα.
Από την ώρα που του μίλησε  τα έπιναν...
Είχαν κάτι ακόμα κρασιά για παράδοση στο πίσω κάθισμα και άδειασαν τρία μπουκάλια. Κομμάτια έγινε ο Λαέρτης.
Ο Στάθης δεν ήπιε τόσο. Εκείνος τους γύρισε σπίτι.
Μπήκαν στον σπιτάκι και τον ξάπλωσε αμέσως στο καναπέ.
Ο Λαέρτης του είπε τα πάντα. Δεν έκρυψε τίποτα. Ιστορίες από τότε που ήταν παιδιά μέχρι και σήμερα. Κάθε του συναίσθημα. Κάθε τους πράξη και λέξη. Όλα...

Ο Στάθης στην αρχή πάγωσε αλλά μετά προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον πείσει να ηρεμήσει. Καμιά ηρεμία δεν είχε όμως... Μόλις τον έπιασε και το κρασί, δεν σταμάτουσε να κλαιει. Ή απελπισία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του και ο πόνος τεράστιος. Ούτε βλέμμα της δε του χάριζε...

Στα μάτια του Στάθη ήταν αναμενόμενο. Έβλεπε τη σπίθα αλλά δεν ήξερε ότι έγινε πυρκαγιά. Παρόλα αυτά, εξακολουθούσε ακόμα να πιστεύει ότι δεν ήταν αδέρφια ενώ ο Λαέρτης είχε χάσει κάθε ελπίδα με το θάνατο της γριάς γυναίκας.

"Μη σηκώνεσαι ρε!"

"Άσε με..." παραπάτησε και ο Στάθης ξεφυσησε.

"Θα κοιμηθείς εδώ σήμερα.."

"Δε θέλω. Θα πάω σπίτι..."

"Με το ζόρι μιλάς!"

"Καλά είμαι... Θέλω να πάω σπίτι..." επέμεινε.

"Βρε αγόρι μου γλυκό κοίτα πως είσαι ανάθεμα σε!"

"Καλά είμαι ρε..." Ο Λαέρτης πήγε ως τη πόρτα σχεδόν παραπατώντας

"Το βλέπω..."

Άνοιξε τη πόρτα και βγήκε. Ο Στάθης πήγε στο παράθυρο αμέσως. Τον είδε να σταματάει κάτω από ένα δέντρο. Να βάζει τα χέρια στο κορμο και να παραμιλαει..
Ύστερα κίνησε προς την πόρτα...

"Α ρε καημένε μου... Δε θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου..." ψέλλισε λυπημένος και εκεί που ήταν έτοιμος να βγει, τον άφησε τελικά  να επιστρέψει σπίτι.

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Άκουσε το μάνταλο της πόρτας να χαμηλώνει και μόλις εκείνη άνοιξε, η Αλίκη κράτησε την ανάσα της. Έμεινε στο παράθυρο μέχρι που τους είδε να επιστρέφουν... Δεν φαντάστηκε όμως ποτέ ότι ο Λαέρτης θα πήγαινε στο δωμάτιο της.
Κατάλαβε ότι είχε πιει. Τον είδε να μιλάει μοναχός του κάτω από τη μυγδαλιά...

Περπάτησε προς τα μέσα με βήμα βαρύ.
Έβρισε τον εαυτό της που ξέχασε να κλειδώσει.
Η καρδιά της άρχισε να πάλλεται μόλις γονάτισε πλάι στο κρεβάτι της. Κάθισε με τη πλάτη γυρισμένη προς εκείνη και έτσι όπως ήταν απλωμένα τα μακριά της μαλλιά, έπιασε μια τούφα της απαλά.

"Γιατί ρε Αλίκη ..." στα λόγια του δακρυσε αμέσως. Και εκείνος όμως ήταν σε μια κατάσταση που την έκανε να στεναχωρεθει... Η σπασμένη του φωνή, ήταν αγκάθι στα στήθη της. "Ούτε ένα σου βλέμμα δεν αξίζω μάτια μου... Που για αυτά τα μάτια, γυρίζω ανάποδα το κόσμο όλο..." συνέχισε χαϊδεύοντας ακόμα τη τούφα της. "Πεθαίνω χωρίς εσένα... Θέλω να ανέβω , να χωθώ στα χέρια σου και να σβήσω..." τον άκουσε να βάζει τα κλάματα και σκίστηκαν τα μέσα της. "Δεν είμαστε αδέρφια. Το νιώθω.Θα σηκώσω κάθε καταραμένη πέτρα να στο αποδείξω...Δεν ζω χωρίς εσένα. Δεν υπάρχω. Μη με διαλύεις ρε Αλίκη... Σκότωσε με να τελειώνω αν είναι... Γλυκός θα είναι ο θάνατος μάτια μου" άφησε τη τούφα και βάζοντας τις παλάμες του στο πρόσωπο σκούπισε τα μάτια του και σηκώθηκε με το ζόρι. "Κόκκινη κλωστή δεμένη... Στην ανέμη τυλιγμένη... Θα το φτιάξω για μας το παραμύθι... Δώσε μου μόνο ένα σου βλέμμα να αντέξω. Τίποτα άλλο, δε ζητώ..." περπάτησε ως τη πόρτα και σταμάτησε "Όρκο να πάρω μάτια μου, να διαβω αυτή τη πόρτα κι αν πράγματι δε μ'αγαπας κι εσύ, στο επόμενο μου βήμα, να πεθάνω ... Αν ζήσω όμως, τότε θέλω να ζήσω μαζί σου. Γιατί αν δε το κάνω, πάλι νεκρός θα είμαι..." ανασηκωσε το κεφάλι της, και τον κοίταξε. Ζυγιαζε το βήμα του. Βγήκε και έβαλε τα κλάματα... Έμεινε για μια στιγμή στατικός να κοιτάζει τα πόδια του, και ύστερα έκλεισε τη πόρτα...

Μένοντας μόνη, άρπαξε το μαξιλάρι κι άρχισε να πνιγει έναν προς έναν τους λυγμούς της... Άρχισε να σκοτώνει τον εαυτό της όπως ακριβώς και εκείνος...
Κομμάτι κομμάτι...
Για κάθε λέξη που δε τόλμησε να του πει...
Για καθε χάδι που δεν άπλωσε το χέρι να του χαρίσει...
Για τη καρδια  που πάλευε με τη λογική και έχανε...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Δύο εβδομάδες αργότερα...

Τίποτα δεν είχε αλλάξει ανάμεσα τους.
Όσο κι αν πάλεψε η Αλίκη εκείνο το βράδυ, όσο κι αν θέλησε να σηκωθεί και να τρέξει στο δωμάτιο του, η λογική της υπερίσχυσε.

Η σχολική χρονιά έφτασε στο τέλος της, οι εξετάσεις είχαν αρχίσει και εκείνη είχε πλέον μια σοβαρή δικαιολογία για να μη βγαίνει ούτε λεπτό από το δωμάτιο.

Εκείνος πάλι, έφευγε από τα αξημερωτα και γύριζε αργά τα χαράματα. Περνούσαν με το Στάθη όλη τους τη μέρα στο οινοποιείο.
Ο παππούς του έφυγε εντελώς. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς αφού δεν ήταν και τόσο καλά στην υγεία του. Είχε μεγαλώσει πια.
Πλησίαζε το καλοκαίρι και η δουλειά είχε αυξηθεί τόσο πολύ, που υπήρχαν στιγμές , τόσο δα μικρές που εκείνη χανόταν για λίγο από το κεφάλι του. Όχι πολύ όμως αφού κάθε φορά που κοιτούσε τη κορδέλα στο καρπό του, κάθε μνήμη ζωντάνευε μονομιάς. Ήταν ότι του είχε απομείνει για να του θυμίζει την αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλο κάποτε.

Η κατάσταση στο σπίτι από την άλλη, ήταν σταθερή. Ο Σπύρος είχε καιρό να πάει στα καράβια ακόμα και για άσκηση ενώ η Μάρθα είχε αφοσιωθεί στα πλεκτά της. Ήθελε να κάνει ένα ξεχωριστό δώρο στην Αγγελική για το γάμο της και είχε αποφασίσει να της πλέξει στο χέρι ενα νυφιάτικο ριχτάρι για το κρεβάτι. Θα μπορούσε να της πάρει τα καλύτερα μεταξωτά αλλά σαν κρητικιά η Μαρία είχε αγάπη στα πλεκτά και η Μάρθα θέλησε να της κάνει κάτι ξεχωριστό.
Ο γάμος ήταν σε λίγες μέρες. Όλο το Σουφλί το είχε μάθει πια ενώ το σπίτι ήταν στολισμένο  το μήνα που πέρασε.

"Καλημέρα κόρη μου!"

"Καλημέρα μαμά... Ο μπαμπάς;"

"Βγήκε στο καφενείο. Ήθελε να πιει έξω ένα καφέ σήμερα..." Η Αλίκη τη βρήκε στη κουζίνα. Είχε κάνει το τραπέζι πάγκο εργασίας. Αφού δεν έστρωνε πια ούτε μεσημεριανό. Ο Λαέρτης δεν ήταν ποτέ σπίτι, ο Σπύρος έτρωγε στο σαλόνι και η Αλίκη στο δωμάτιο της.

"Κατάλαβα..."

"Εσύ πως πας;"

"Μια χαρά... Αύριο θα δώσω και ύστερα μένουν άλλα δύο μαθήματα και τέλος..."

"Μπράβο αγάπη μου! Θα αριστεύσεις θα το δεις..."

"Ότι είναι να έρθει θα έρθει..."

"Με τόσο διάβασμα, μόνο καλά θα έρθουν! Αποφάσισες τελικά τι θα δηλώσεις;" Η Αλίκη ξεροκαταπιε.

"Δε ξέρω ακόμα... Αγγλική φιλολογία ίσως..."

"Αμάν βρε αγάπη μου..."

"Ίσως φύγω μαμά" πέταξε τη βόμβα και η Μάρθα τα έχασε. "Πρόσεχε!" το κοπιδι της έφυγε από τα χέρια, έβγαλε τα γυαλιά της και τη κοίταξε.

"Τι εννοείς να φύγεις;"

"Εξωτερικό ρε μαμά..."

"Αλήθεια τώρα;"

"Ναι... Δεν είμαι σίγουρη ομως θα δω..."

"Δεν είναι λίγο μακρ..." Η σκέψη της Μάρθας τη σταμάτησε ξαφνικά "Βασικά ξέρεις κάτι; Ίσως είναι ένας καινούριος δρόμος για σένα... Ότι θελήσεις εγώ θα είμαι δίπλα σου" είπε εν τέλει. Καταβαθος είχε καταλάβει ότι κάτι έγινε. Απλά δεν ήξερε τι. Ίσως αν έφευγε τελικά για λίγους μήνες η Αλίκη, να τους έκανε καλό.

"Θα δούμε... Ακόμα δεν πήρα απόφαση" πήγε στο πάγκο ,έφτιαξε ένα καφέ και η Μάρθα τη κοίταξε

"Μεθαύριο είναι το γλέντι και ο γάμος...Ακόμα δε πήγαμε για ψώνια"

"Μαμά δε ξέρω αν θα έρθω..."

"Δε σηκώνω κουβέντα. Ρεζίλι θα γίνουμε αγάπη μου. Όλοι θα πάμε!"

"Όλοι;"

"Ναι, όλοι. Πρέπει να δώσουμε σαν οικογένεια το παρόν. Θα έρθει και ο Στάθης μαζί μας. Οικογένεια είναι πια..."

"Εγώ γιατί πρέπει να έρθω;"

"Αλίκη σε παρακαλώ... Θα κάτσουμε , θα γλεντήσουμε, θα είναι ωραία. Θα ξεφύγει λίγο και το κεφάλι μας. Όλο το Σουφλί θα πάει! Δε θα λείπουμε εμείς... Στους δικούς σας γάμους να δεις τι θα κάνουμε! Θα κάψουμε τη πόλη!" αστείευτηκε αλλά η Αλίκη δε γέλασε καθόλου.

"Ίσως έρθω αλλά για λίγο μόνο..."

"Δε θέλω τέτοια! Είμαστε οικογένεια. Θα τους τιμήσουμε όπως πρέπει. Σε καμία ώρα λέω να πάμε και στην αγορά..."

"Δε θέλω να κάνω ψώνια ρε μαμά..."

"Θα κάνουμε! Δε θα βάλουμε δεύτερα ρούχα κόρη μου. Πρέπει να είναι πρωτοφορεμενα! Έθιμα είναι αυτά. Θα πάρουμε ένα όμορφο φόρεμα για σένα και ένα για μένα. Ένα πουκάμισο για το Λαέρτη και το μπαμπά και ένα για το Στάθη. Έτσι πρέπει" η Αλίκη αναστεναξε. "Μην ξεφυσας. Εκτός αυτού, θέλω πολύ να πάμε όλοι μαζί..."

"Γιατί;" ρώτησε αυθόρμητα

"Έχω μια εντύπωση αγάπη μου, ότι ίσως ο αδερφός σου, έχει κάτι με τη Φένια. Όλο για εκείνον με ρωτάει αυτές τις μέρες. Άσε που η Μαρία η μάνα της μου πετάει υπονοούμενα. Λες να είναι μαζί; Να μας το κρύβει το σκασμενο;"

"Μαζί είναι!" αναφώνησε η Αλίκη και η Μάρθα τα έχασε "Έχουν και παιδιά. Και σκύλο και δύο βάρκες και τρία σπίτια!, Άσε μας ρε μάνα με τις βλακείες σου πρωί πρωί!" συνέχισε μα αυτή τη φορά εκείνη η νωχελικη της στάση, είχε μεταμορφωθεί σε ειρωνία και νεύρο.
Η Μάρθα σήκωσε το φρύδι της.

"Εσένα θα ρωτήσει νομίζεις τι θα κάνει στη ζωή του;" Εκεινη ήθελε απλά να της δείξει ότι ο Λαέρτης ήταν μεγάλος άντρας και έκανε επιλογές. Ίσως αγαπούσε κάποια άλλη κοπέλα αλλά τα λόγια της είχαν άλλο αντίκτυπο στην Αλίκη και η Μάρθα δε το περίμενε.

"Εσύ κοίτα τη δουλειά σου κι άσε τους άλλους ήσυχους!" η Αλίκη παράτησε το ποτήρι με το καφέ και δίχως άλλη λέξη , έφυγε προς τις σκάλες.
Τα νεύρα της γιγαντώθηκαν. Ανέβηκε στο δωμάτιο μπήκε μέσα και έδωσε μια σπρωξια τη πορτα χωρίς προηγούμενο. Είχε κουραστεί να ακούει από τη μάνα της συνέχεια για τη ζωή του Λαέρτη. Για το πόσο μεγάλος ήταν. Για το πόσο άντρας ήταν. Για το ότι σε λίγο θα έβρισκε μια καλή κοπέλα. Για το γάμο του που τον ονειρευόταν...
Όλα την είχαν κουρασει.

Άνοιξε τη ντουλάπα της και κοίταξε τα ρούχα της νευρικά. Αφού η μάνα της ήθελε να πάνε σαν οικογένεια, θα πήγαιναν και σαν οικογένεια...
Έσκυψε και έβγαλε ένα μεγάλο κουτί από το κάτω ράφι. Ένα αφορετο φόρεμα δεν ήθελε; Η Αλίκη άφησε το κουτί στο κρεβάτι και το κοίταξε. Το είχε πάρει ένα μήνα πριν έρθει ο Λαέρτης και ήθελε να το φορέσει κατά την άφιξη του, αλλά η μάνα της το θεώρησε πολύ επίσημο και ίσως λιγάκι προκλητικό για την ηλικία της. Ηταν έτσι φτιαγμένο που αγκάλιαζε το στήθος χωρίς σουτιέν και είχε μονάχα δύο λεπτές, σχεδόν αόρατες τιράντες να το κρατούν... Δεν είχε σκισιμο μα η πλάτη ήταν έξω κι αυτό το έκανε μοναδικό.
Δεν ήταν κάτι τρομερό για ένα γλέντι,  μα στα μάτια της Αλίκης ήταν υπέροχο...

Άνοιξε το κουτί και άπλωσε το χέρι στο  ύφασμα...
Ένα όμορφο λευκό αέρινο φόρεμα...
Αυτά της άρεσαν... Δεν την ενδιέφερε επειδή θα φορούσε λευκά και η νύφη. Στο γλέντι μπορούσες να βάλεις ότι θέλεις άλλωστε

Το έπιασε και το έβγαλε...
Ήταν μεταξωτό...
Ο μπαμπάς της είχε πει όταν το δοκίμασε πρώτη φορά, πως με τα μαλλιά της κάτω, έμοιαζε με νεράιδα...
Δεν ήθελε τακούνια. Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από ένα ζευγάρι σανδάλια και ήταν έτοιμη...

Ήθελε τόσο πολύ να το φορέσει όταν γύρισε ο Λαέρτης εκείνο το φόρεμα...
Αναστεναξε και βάζοντας το σε μια κρεμαστρα, έκλεισε το κουτί.

Αν ήθελαν να παριστάνουν την όμορφη χαρούμενη οικογένεια αυτό ακριβώς θα τους έδινε. Τίποτα παραπάνω όμως...
Δεν ήταν διατεθειμένη μέσα της, να δώσει τίποτα άλλο σε αυτούς... Τίποτα και κανέναν...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Δέκα επτά χρόνια πριν...
Κομοτηνή

Πέρασε τη τσάντα στον ώμο και βγάζοντας ένα τσιγάρο κοίταξε τον ουρανό.
Είχε καιρό να δει τα σύννεφα. Δεν τον ενδιέφερε ο ήλιος. Ούτε ο ουρανός. Μονάχα τα σύννεφα είχε ανάγκη. Εκείνα που από παιδί, έπαιζαν με το κεφάλι του και έφτιαχναν εικόνες. Ζωγραφιές. Παραμύθια...
Πόσο λάτρευε από μικρός τα παραμύθια...
Το δικό του βέβαια είχε άσχημο τέλος μα θα έκανε τα πάντα για να το διορθώσει.

Πήρε το χωματόδρομο και κατηφόρισε.
Δεν έμενε πολύ...
Ένα λεωφορείο και λίγες στάσεις...

Πέντε λεπτά αργότερα ένιωσε περίεργα. Δεν γύρισε προς τα πίσω αλλά ένα αυτοκίνητο τον παρακολουθούσε από απόσταση.

Ο Ζήσης βόλεψε καλύτερα το σάκο του και έσφιξε τις γροθιές του.
Ήταν προετοιμασμένος για όλα.
Αύξησε το βήμα του και το αμάξι επιτάχυνε.
Πλέον ήξερε...
Ο καταραμένος δε θα τον άφηνε ήσυχο.
Δευτερόλεπτα αργότερα, το αμάξι πάτησε τέρμα το γκάζι. Ήταν ένα φορτηγάκι. Τον πλαγιασε. Οι πόρτες άνοιξαν και κατέβηκαν από μέσα τέσσερις.

"Τέσσερις προς έναν ρε καριοληδες..." ψέλλισε μα δε πρόλαβε να παλέψει.
Η σφαίρα που σφηνωσε στο γόνατο ήταν αρκετή για να το γονατίσει.
Τον άρπαξαν αιμόφυρτο και τον πέταξαν μέσα στο φορτηγάκι. Η μια κλωτσιά διαδέχονταν την άλλη αλύπητα. Στο πρόσωπο, στο σώμα στο κεφάλι... Παντού.
Ήταν δυνατός άντρας αλλά δεν κατάφερε να τους παλέψει.
Εκεί που ένιωσε να χάνει εντελώς τις αισθήσεις του, το φορτηγάκι σταμάτησε. Οι πόρτες άνοιξαν και πιάνοντας τον, τον πέταξαν έξω. Είχαν φτάσει κοντά στις μεγάλες χαράδρες του Σουφλίου πια.

"Σου είπα να μείνεις μακριά από τη κόρη μου" δεν μπορούσε να τον δει από τα χτυπήματα αλλά ο Ζήσης έμπηξε τις παλάμες του στα χώματα και προσπάθησε να σηκωθεί. Το τραύμα στο πόδι τον λύγισε όμως.

"Είσαι ανανδρος...Την αγαπάω"τόλμησε να πει με δυσκολία.

"Θα πληρώσει και εκείνη το τίμημα. Μη σκας.  Με μια της λέξη και θα καταστραφεί και ο Σπύρος και εκείνη. Τα παιδιά θα πάνε σε ίδρυμα. Δε θα τα αναλάβω... Πώς σου ακούγεται αυτό Ράπτη; Για όσο ζω και αναπνέω, θαβτρεμε η γη κάτω από τα πόδια της μέρα τη μέρα..." Είπε και γέλασε θυμωμένα "Σου έδωσα ψωμί και εσύ έτσι μου το πληρώνεις;!" η κλωτσιά του εκτοξεύθηκε και ο Ζήσης έγινε μια μάζα στο έδαφος.
"Θα φροντίσω να παραλάβει το τελευταίο σου γράμμα... Εκείνο που έλεγε ότι θα πας να τη πάρεις... Θυμάσαι;" Δύο άντρες τον έσυραν ως την άκρη της χαράδρας. "Δε θα γίνω περίγελος στο Σουφλί για πάρτη σου! Τελειώνει εδώ!" ο Νικόλας πίεσε το πόδι του πάνω του και αμέσως μετά, το σώμα του άρχισε να κατρακυλάει στην απόκρημνη χαράδρα...

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Τρεις μέρες αργότερα

Φόρεσε το κοστούμι του και αναστεναξε.
Καιρό είχε να ντυθεί επίσημα. Δε τα μπορούσε αυτά.

"Σπύρο μου μη βαριαναστενάζεις! Σε χαρές θα πάμε!"

"Δε μπορώ αυτά τα ρούχα ρε γυναίκα!"

"Σε λίγο θα κατέβουν και τα παιδιά. Ας περάσουμε όμορφα σήμερα. Σας παρακαλώ..." Η Μάρθα τον φίλησε απαλά και του χαμογέλασε. Έμαθε να τον αγαπάει με τα χρόνια. Ο Σπύρος ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν ίσως και ο λόγος που δεν ήθελε να πιστέψει ότι κάτι συνέβη ανάμεσα στην Αλίκη και το Λαέρτη. Δεν ήθελε να πληγωθεί.

"Έτοιμος και εγώ!" ο Στάθης μπήκε από την ανοιχτή πόρτα και η Μάρθα του χαμογέλασε.

"Καλέ, σωστό παλικάρι δείχνεις!"

"Γιατί δεν ήμουν πριν κυρία Φρατζή;" αστείευτηκε

"Μια χαρά ήσουν και πριν! Τώρα είσαι οικογένεια. Με το καλό και στις χαρές σου...!"

"Έχει δίκιο η Μάρθα. Οικογένεια είσαι πια. Α, να και το αγόρι μας!" κοίταξε προς τη σκάλα βλέποντας το Λαέρτη να κατεβαίνει.

"Παλικάρι μου δε φόρεσες το σακάκι σου..." είπε η Μάρθα βλέποντας τον μόνο με το πουκάμισο. Είχε σηκώσει και τα μανίκια και είχε και τα δύο κουμπιά ανοιχτά.

"Μάνα έτσι νιώθω άνετα... Δε θα βάλω και σακάκι"

"Ίδιος ο πατέρας σου..." σχολίασε χαμογελώντας. "Μένει η μικρη τώρα...Αλίκη;! Έτοιμοι είμαστε!" φώναξε κάπως

"Άσε το κορίτσι! Ετοιμάζεται γυναίκα. Μη φωνάζεις"

"Ούτε για ψώνια δεν πήγαμε. Να δω τι θα βάλει!"

"Κάτι θα έχει βάλει μη σπας το κεφάλι σου"

"Πρέπει να είναι πρωτοφορεμενο βρε Σπύρο μου"

"Όλο και κάτι θα...ααααα η νεράιδα μου!" ο Σπύρος τα έχασε κοιτώντας προς τη σκάλα. Η Αλίκη στάθηκε κατακόκκινη για μια στιγμή. "Θεέ μου, τι έκανα για να αξιωθω να το ζήσω αυτό..." παραμίλησε πλησιάζοντας τη "Κόρη μου... Πανέμορφη είσαι..."

"Τώρα να πω ότι δεν είναι, ψέματα θα πω..." Σχολίασε ο Στάθης ενώ ο Λαέρτης πάλεψε με νύχια και με δόντια να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Έμοιαζε πράγματι με πλάσμα βγαλμένο από παραμύθι. Είχε αφήσει τα μαλλιά της να κυματίζουν ελεύθερα ενώ το φόρεμα αγκάλιαζε το κορμί της σε σημεία που είδε τα χέρια του να αγγίζουν...
Αποτραβηξε το βλέμμα του και γύρισε απο την άλλη.

"Πάω να ετοιμάσω το αμάξι" Είπε ξερά και βγήκε από το σπίτι.

"Βρε αγάπη μου... Το στήθος σου... Δεν είναι λιγάκι..."

"Αμάν ρε Μάρθα!" Πετάχτηκε ο Σπύρος. "Μια χαρά είναι. Κούκλα ζωντανή! Μη γκρινιάζεις πια!"

"Δεν γκρινιάζω... Απλά..."

"Κυρία Φρατζή με όλο το συμπαθειο, είναι όντως πανέμορφη. Τι λέτε; Θα με συνοδεύετε ως το αμάξι;" Ο Στάθης έτεινε το μπράτσο του και εκείνη γέλασε. Το έπιασε και προχώρησαν προς τα έξω. Μόλις ο Σπύρος έμεινε μόνος μαζί της η Αλίκη κατέβηκε.
Στάθηκε μπροστά της και αναστεναξε.
Άπλωσε τις τεράστιες παλάμες του στο πρόσωπο της και δακρυσε.

"Δε θα σε άλλαζα με τιποτα πάνω σε αυτή τη γη παιδί μου..." είπε συγκινημένος "Για καθετί που πέρασα και περνάω, όλα αξίζουν. Μακάρι όσοι είναι εκεί ψηλά να σε καμαρώνουν... Όπως ... Όπως η γιαγιά..."  δακρυσε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. "Μπορώ να πεθάνω για σένα. Να το ξέρεις. Είσαι η μικρή μου πριγκίπισσα..."

"Κι εγώ σ'αγαπαω μπαμπά..." ψέλλισε εμφανώς συγκινημένη και εκείνη.

"Εύχομαι να με αξιώσει ο Θεός να δω και τη δική σου χαρά..."

"Θα τη δεις... Κάποια στιγμή. Μη λες τέτοια..."

Η Αλίκη του σκούπισε τα μάτια, χαμογέλασε και τον έπιασε από το μπράτσο "Πάμε; Μέρα χαράς είναι σήμερα..."

"Πάμε σμαράγδι μου..." η Αλίκη έσμιξε τα φρύδια και τον κοίταξε. Ποτέ πριν δεν την αποκάλεσε έτσι.

"Σμαράγδι;" χαμογέλασε και εκείνος δακρυσε πάλι.

"Ναι κόρη μου... Έτσι λάμπουν τα μάτια σου... Κάθε μέρα που τα κοιτάζω... Σαν σμαράγδια... Μου υπενθυμίζουν πόσο πολύτιμη είσαι για όλους. Τις θυσίες αλλά και ένα αύριο που πρέπει να κρατήσουμε σταθερό..." τη φίλησε στο μέτωπο

"Σπύρο; Αλίκη;" Η φωνή της Μάρθας απ' έξω τους έκανε να χαμογελάσουν μαζί. Η Αλίκη κράτησε σταθερά το χέρι του, και βγήκαν.
Ο Λαέρτης καθόταν στη θέση του οδηγού και είχε το κεφάλι καρφωμένο έξω από το παράθυρο.

"Θα πάμε με δύο αυτοκίνητα γυναίκα" Αναφώνησε ο Σπύρος. "Εμείς μαζί και τα παιδιά μόνα τους..."

"Καλέ χωράμε σε ένα!"

"Όχι. Η νεολαία μαζί!"

"Μπαμπά να έρθω μαζί σας; Δεν έχω πρόβλημα..."

"Πήγαινε με τα αγόρια κόρη μου. Δεν είναι και μακριά. Άντε..." της χαμογέλασε γλυκά και εκείνη πλησίασε το αμάξι. Μπήκε πίσω και χώθηκε στη θέση της τόσο ώστε να μην υπάρχει οπτική επαφή ούτε καν από το καθρεφτάκι... Ο Λαέρτης έβαλε μπρος σιωπηλά. Μόλις γύρισε όμως για να κάνει όπισθεν, και βρέθηκαν οι ματιές τους για ένα δευτερόλεπτο , η Αλίκη χάθηκε...
Κράτησε ίσα ίσα μια στιγμή το κοίταγμα τους μα τα στήθη της πήραν αμέσως φωτιά...

Το βλέμμα του στράφηκε προς το δρόμο και εκείνη γύρισε αμέσως προς το παράθυρο...
Ο Στάθης άνοιξε το ραδιόφωνο και όλα έγιναν χειρότερα μέσα σε μια στιγμή...

Ο Κότσιρας ήρθε για να καταστρέψει όσα πάλευε να αρνηθεί μα ο Λαέρτης δε το έκλεισε... Γύρισε το αμάξι και ξεκίνησε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top