Κεφάλαιο 11°
Έφτανε μονάχα ένας Αύγουστος...
🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼🎼
"Πρόσεχε ρε!"
"Λαέρτη σκάσε γιατί εδώ που με ανέβασες θα φάω τα μούτρα μου!"
"Μαλάκα, μια κάσα σου είπα να κατεβάσεις! Περίμενε. Πάω να φέρω τη σκάλα. Λυσσαξες να ανέβεις μόνος σου. Εγώ φταίω;"
"Περίμενε ρε! Την έχω!"
Ο Λαέρτης απομακρύνθηκε μέχρι που άκουσε έναν δυνατό θόρυβο και έτρεξε πίσω αμέσως.
"Ανάθεμα τη τύχη μου!" τσιριξε ο Στάθης πιάνοντας το πόδι του.
"Σου είπα περίμενε τη τρέλα μου μέσα!"
"Μα την είχα ρε φίλε..!"
"Το βλέπω!"
"Το πόδι μου..."
"Για να το δω" ο Λαέρτης έσκυψε. "Μελανιασε... Ελα, σήκω να πάμε στο κέντρο υγείας. Δίπλα είναι..."
"Καλά είμαι ρε. Σιγά! Έλα να τελειώσουμε.."
"Στάθη; Είπα πάμε να σε δει ο γιατρός! Θα τα κάνω εγώ τα υπόλοιπα. Και την επόμενη φορά , η σκάλα δε βλάπτει!"
"Πωωω πονάει ρε..."
"Σταμάτα να κάνεις σα γκόμενα. Έλα, σήκω!" τον βοήθησε να πάνε ως το αμάξι και τον έβαλε να καθίσει. "Σε δέκα λεπτά εκεί θα είμαστε"
"Λες να το έσπασα ρε;"
"Πάμε και βλέπουμε. Ελπίζω όχι. Σαν στραμπουληγμα μοιάζει..."
"Τι θέλω και κάνω μαλακίες..."
"Εμ, αυτό λέω κι εγώ αλλά δεν με ακούς!"
"Τα κρασιά θα τα προλάβεις μόνος;"
"Ναι ρε μην αγχώνεσαι. Εξάλλου, αυτό που θελω το έχω..."
"Μακάρι να σε έβγαζα ένα βίντεο να σε έβλεπε με το αγάπη το έφτιαχνες..."
"Δεν είναι ανάγκη... Ξέρει ότι την αγαπάω όσο τίποτα..."
Ο Στάθης δε το σχολίασε. Έφτασαν στο κέντρο υγείας και πάρκαρε. Κατέβηκαν και σιγά σιγά κρατώντας τον πήγαν μέσα.
"Κάτσε εδώ, να δω που θα πάμε.." ο Λαέρτης έφυγε και ύστερα από λίγο επέστρεψε με ένα καροτσάκι.
"Ελα πηδα επάνω, θα κάνει βόλτα!" τον κοροιδεψε αλλά ξαφνικά σκοτείνιασε...
"Τι έγινε ρε;"
"Τίποτα... Έλα πάμε..."
Μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα, εμφανίστηκε στο διάδρομο υποβασταζομενη από έναν άντρα.
Μόλις τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν, ο Λαέρτης έβαλε στα γρήγορα το Στάθη στο καροτσάκι
"Σιγά ρε μαλάκα!"
"Σόρρυ..." είπε σιγανα
"Γιατί σε κοιτάει έτσι αυτή ρε;"
Τον κοιτούσε έντονα...
Με το βλέμμα του τρελού...
Το μυαλό του Λαέρτη αμέσως γύρισε τέσσερα χρόνια πίσω...
〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️
Τέσσερα χρόνια πριν...
"Αλίκη αντε επιτέλους!"
"Σιγά ρε Λαέρτη. Κουράστηκα!"
"Θα μας πιάσει η νύχτα. Φτάσαμε στην άλλη άκρη του χωριού!"
"Περπατάω! Τι θέλεις να κάνω πια!"
"Να σε πάρω αγκαλιά;"
"Πας καλά ρε; Θα με ρίξεις!"
"Έχω αρχίσει να κάνω μπράτσα! Μπορώ να σε κουβαλήσω. Πάντα σε κουβαλούσα! Έλα..."
Ξαφνικά η Αλίκη σταμάτησε...
"Σπίτι είναι αυτό;" είπε δείχνοντας προς τα δεξιά της
"Μάλλον..."
"Ποιος μένει μέσα στο δάσος;"
"Ποιος να μένει ρε Αλίκη! Κανένα κυνηγητικό μέρος θα είναι..."
"Λαέρτη πάμε να δούμε;"
"Όχι! Πρέπει να γυρίσουμε σπίτι!"
"Έλα, σε παρακαλώ... Εγώ που σαγαπαω;;" του έκανε ματάκια και εκείνος αναστεναξε.
"Πάμε..."
Περπάτησαν σιγά σιγά και φτάνοντας κοντά τρόμαξαν.Μια γιαγιά καθόταν στη βεράντα.
"Τι κάνετε εσείς μέσα στο δάσος;" ρώτησε αμέσως.
"Εμ... Βόλτα..." απάντησε ο Λαέρτης και εκείνη σηκώθηκε σιγά σιγά και τους πλησίασε
"Λαέρτη αν μας ορμήξει τι θα κάνουμε;" Ψιθύρισε η Αλίκη
"Κόψε τις μαλακίες γιαγιά είναι ρε!"
Φτάνοντας κοντά όμως , η γυναίκα πάγωσε...
Το ίδιο όμως και ο Λαέρτης ο οποίος τη θυμήθηκε. Την είχα δει ξανά πριν λίγα χρόνια με τη μάνα του στη πόλη... Η Αλίκη ήταν πιο μικρή. Είχε τρελαθεί μόλις την είδε...
"Του Φρατζή είστε..." δε ρώτησε... Απλά το είπε κοιτάζοντας τα...
"Πόσο μεγάλωσες..."
"Μη πλησιάσεις την αδερφή μου!" ο Λαέρτης πήρε αμέσως αμυντική στάση αφού τότε στη πόλη, σχεδόν όρμησε πάνω της και φώναζε πως είναι ίδια ο γιος της. Η μαμά του, του είχε πει πως ήταν μια τρελή γριά του χωριού...
"Κόρη μου... Τι όμορφα που είναι τα μάτια σου..." είπε θλιμμένα.
"Μη τη πλησιάσεις! Σε προειδοποιώ!"
Η γριά γέλασε λυπημένα
"Πώς βλάπτεις το αίμα σου;"
"Τι λες; Καλά λέει η μαμά, είσαι μια τρελή γριά!"
"Έτσι είπε η Μάρθα;"
"Μη τη λες με το όνομα της!" Η γριά σημασία δε του έδωσε. Κοίταξε την Αλίκη που ήταν κρυμμένη από πίσω του και της χαμογέλασε.
"Ίδιοι είστε... Τα ματάκια σου ουρλιάζουν..."
"Είπα μη πλησιάσεις..."
"Λαέρτη φοβάμαι..." τον γραπωσε από τα ρούχα όταν εκείνη έκανε ένα ακόμα βήμα.
"Μη με φοβάσαι παιδί μου..."
"Έλα Αλίκη, πάμε!" Ο Λαέρτης την έπιασε από το χέρι και άρχισαν να περπατούν στα γρήγορα
"ΤΟ ΑΙΜΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΕΙ ΦΡΑΤΖΗ!" Την άκουσε να φωνάζει κλαίγοντας μα εκείνος είχε ήδη απομακρύνει την Αλίκη φοβισμένος...
〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️
"Την ξέρεις ρε;" Επέμεινε ο Στάθης.
"Όχι ακριβώς..." ξεκίνησε να λέει σέρνοντας το καροτσάκι.
"Πάντως έδειχνε να σε ξέρει καλά..."
"Δεν ξέρω τι παίζει μαζί της... Πρώτη φορά την είδα στη πόλη. Ήμουν δεν ήμουν δέκα... Θυμάμαι είδε την Αλίκη και έπαθε παρακρουση... Ήμασταν με τη μάνα μου... Έσκυψε και άρχισε να λέει ότι ήταν ίδια ο γιος της... Έκλαιγε. Η μάνα μου είπε ότι ήταν μια τρελή γιαγιά που έχασε το γιο της και έκανε το ίδιο σε όλα τα παιδιά...
Μετά όμως την είχαμε δει πάλι στο δάσος...
Έκανε το ίδιο... Ήταν πιο γερασμένη αλλά πάλι προσπάθησε να πλησιάσει την Αλίκη με τους ίδιους ισχυρισμούς...
Έμαθα ότι ο γιος της δούλευε στα οινοποιεία του παππού μου ώσπου μπήκε φυλακή και πέθανε εκεί..."
"Ουαου..." Ο Στάθης έμεινε έκπληκτος "Γιατί μπήκε φυλακή;"
"Έκλεψε... Ο παππούς τον ανακάλυψε και κάλεσε την αστυνομία... Ένα χρόνο αργότερα, μετα τη γέννηση της Αλίκης πέθανε. Δεν ξέρω άλλα και ούτε το έψαξα..."
"Περίεργο..." σχολίασε χαμηλά ο Στάθης
"Τι εννοείς;"
"Τίποτα..."
"Πώς τίποτα ρε; Έχεις τη φάτσα της μαλακίας... Έλα, πες το..."
"Όχι αδερφέ. Άσε γιατί θα μαλώσουμε αν το πω..."
"Γιατί να μαλώσουμε;"
Ο Στάθης δεν άντεξε.
"Εσένα δε σου φαίνεται περίεργο δηλαδή;"
"Τι να μου φανεί περίεργο;"
"Μια γυναίκα που ο γιος της δούλευε στα οινοποιεία σας, λέει ότι η Αλίκη του μοιάζει, αυτός μπαίνει φυλακή όταν η μαμά σου παντρεύτηκε από ότι κατάλαβα και ένα χρόνο σχεδόν μετά γεννιέται η Αλίκη..." Είπε κάθε του σκέψη με τη μια και ο Λαέρτης σταμάτησε να τον τσουλαει και πάγωσε.
"Στάθη σταμάτα να τα λες αυτά..." είπε σοβαρός.
"Εσύ επέμενες! Σου είπα ότι θα αρπαχτεις!"
Ο Λαέρτης ξεκίνησε πάλι να τσουλαει το καροτσάκι σιωπηλός...
Ήταν τρελό όλο αυτό...
Δεν ήξερε αν η σκέψη ήταν ικανή να γίνει ύπαρξη μέσα του μα για μια στιγμή, μια καταραμένη άβολη στιγμή, το θέλησε όλο του το είναι...
〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️〰️
Κοίταξε περήφανα το κατόρθωμα της , άφησε στο πλάι κάθε εργαλείο που χρειάστηκε και κλείνοντας το άνοιγμα της κασέτας εκείνη άρχισε να παίζει.
"Ναι!" αναφώνησε τρελαμενη ανοίγοντας τη μουσική. Το είπε και το έκανε...
Όλο το πρωί έπιασε το παλιό κασετόφωνο , το καθάρισε, το διόρθωσε και ήταν έτοιμο. Ίδιο όπως τότε...
Γύρισε τη κασέτα που με τόση αγάπη άκουγε ο Λαέρτης από την αρχή και την άφησε εκεί.
Αυτός θα ήταν ο τρόπος της και το συγνώμη της σε όλη αυτή την ένταση ανάμεσα τους όταν επέστρεφε...
Οι δικοί τους θα επέστρεφαν αύριο. Ήταν μόνη της σπίτι. Άφησε το κασετοφωνακι στη κουζίνα και ανέβηκε στο δωμάτιο. Είχε ξεχάσει εντελώς το κουτί. Έβγαλε τα ρούχα της και αποφάσισε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσει. Δεν είχε ιδέα τι ώρα θα επέστρεφε ο Λαέρτης και είχε πιάσει απόγευμα πια. Δεν έβλεπε την ώρα να του ζητήσει συγνώμη. Να τα βρούνε επιτέλους...
Πασαλειφτηκε με το αγαπημένο της αφρολουτρο και χαμογελούσε μόνη της.
Ίσως ακόμα δεν είχαν μιλήσει αλλά εκείνη μέσα της είχε ήδη ηρεμήσει. Τα λόγια του Σπύρου ήταν αρκετά για να θελήσει να βάλει τέρμα σε εκείνη τη κατάσταση.
Ολόκληρο το μπάνιο της μοσχομυριζε...
Τύλιξε τη πετσέτα γύρω της και βγαίνοντας κοίταξε από το παράθυρο...
Τίποτα...
Αναστεναξε κάπως λυπημένα και αποφάσισε να φορέσει το φόρεμα που της έκανε δώρο.
Στέγνωσε τα μαλλιά της, κάθισε στο καθρέφτη και πιάνοντας μια όμορφη λευκή κορδέλα, ξεκίνησε να τη πλέκει πανω τους όταν σηκώθηκε ξαφνικά. "Αυτό είναι!" αναφώνησε ενθουσιασμένη και τυλίγοντας βιαστικά τη κορδέλα, βγήκε από το δωμάτιο.
Πήγε στη κρεβατοκάμαρα των γονιών της, άνοιξε το μπαούλο, έβγαλε από μέσα μια κουβέρτα που συνήθιζαν να ξαπλώνουν μαζί της μικρά και κατεβαίνοντας στη κουζίνα άρπαξε το κασετοφωνακι και έτρεξε στον αχυρώνα. Δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για να συμφιλιωθούν...
Άνοιξε τις πόρτες και αναπήδησε ανυπόμονα. Πήγε στην αγαπημένη τους γωνία, έστρωσε κάτω τη κουβέρτα και ύστερα τοποθέτησε πάνω και το κασετοφωνακι. Άναψε τη λάμπα , την έβαλε και αυτή σε ένα σημείο και κάθισε σκεπτική.
"Όχι, το φως θα μπει εδώ... Ίσως και το κασετόφων..."
"Αλίκη;" Έβγαλε μια τσιριδα τρομάρας και γύρισε αμέσως. "Τι κάνεις εδώ;"
"Λαέρτη!" Έτρεξε και πήδηξε πάνω του κατευθείαν. "Δεν σε άκουσα!" την αγκάλιασε σφιχτά με το ένα χέρι.
"Βλέπω κέφια έχεις σήμερα... Δε θέλεις να με δειρεις ακόμα;" της είπε και τη κατέβασε απαλά.
"Όχι..." τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα.
"Τι κάνεις εδώ; Περίεργο πάντως γιατί το σκεφτόμουν από χθες αυτό το μέρος..."
"Αλήθεια; Έλα..." τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε προς τα μέσα. "Κοίτα! Το θυμάσαι;" γύρισε και τον είδε να παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Το βρήκα χθες... Το έφτιαξα..." Δεν της είπε κάτι... Η Αλίκη στάθηκε μπροστά του. Το μετανιωμένο της βλέμμα βρήκε αμέσως ανταπόκριση..
"Συγνώμη..." της είπε πρώτος
"Εγώ συγνώμη... Δε θέλω να μαλώσουμε ποτέ ξανά..."
"Δε θα μαλώσουμε μάτια μου..."
"Τι κρύβεις εκεί;" Η Αλίκη πρόσεξε επιτέλους ότι τόση ώρα είχε το ένα χέρι πίσω από τη πλάτη.
"Επ!" της φώναξε όταν εκείνη προσπάθησε να δει..
"Λαέρτη έλα... Τι έχεις εκεί!" μοσχομυριζε ολόκληρη... Φορούσε το φόρεμα του.. Αν και είχε πιασμένα τα μαλλιά της, σε μια όμορφη πλαϊνή πλεξούδα, σε κάθε της κίνηση εκεινα έστελναν κύματα αρωμάτων προς το μέρος του. Για μια στιγμή , η μυρωδιά του κρασιού που με τόση αγάπη έφτιαξε για εκείνη, του φάνηκε φτωχή μπροστά της...
Έλαμπε...
"Έλα δείξε μου επιτέλους..." η χαρά της, δεν είχε τελειωμό.
"Ξέρεις γιατί πήγα από χθες στο οινοποιείο;"
"Για να δείξεις στο Στάθη τη δουλειά;"
"Όχι... Μάντεψε πάλι..." της χαμογέλασε πονηρά και εκείνη αναπήδησε.
"Μου πήρες κρασί;!"
"Όχι μικρή μου... Σου έφτιαξα ένα δικό σου...
Ολοδικο σου... Από το ονόμα , ως τη μυρωδιά και τη γεύση του" η Αλίκη βουρκωσε.
"Αλήθεια λες;" η φωνη της άλλαξε. Το παιχνίδισμα της εξανεμίστηκε και η έκφραση της μαρτυρούσε ότι ειλικρινά δεν το περίμενε παρα τη πλάκα που έκαναν λίγες μέρες νωρίτερα.
"Βλέπω ομως ότι όσο εγώ έφτιαχνα κάτι για σένα, το ίδιο έκανες και εσύ..." του χαμογελασε πάλι...
"Παίζει και τη κασέτα.." είπε ντροπαλά. "Τι λες; Μόνοι είμαστε... Να θυμηθούμε τα παλιά;" του έδειξε τη κουβέρτα αλλά δεν περίμενε... Τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε μόνη της εκεί. Κάθισαν ο ένας απέναντι από τον άλλο , έχοντας ανάμεσα τους μονάχα το κρασί να τους χωρίζει.
"Θέλω να το δοκιμάσω..."
"Να φέρω δύο ποτήρια;"
"Όχι όχι... Δε θέλω να φύγεις στιγμή... Θα πιούμε έτσι..."
"Όπως αγαπάς..." Ο Λαέρτης το έπιασε. Ήταν κλεισμένο μονάχα με ένα πώμα.
"Ο Στάθης; Μόνος ήρθες;"
"Ναι μικρή μου. Είχε ένα ατύχημα. Όχι κάτι σοβαρό..." ξεκίνησε να λέει "Θα μείνει στο κέντρο υγείας. Χτύπησε λίγο το πόδι του... Έκανα ένα μπάνιο ίσα ίσα στο σπιτάκι , πήρα τα κρασιά και ήρθα..."
"Περαστικα του... Κρασιά; Έφερες κι άλλα;"! είπε ενθουσιασμένη
"Έχω μια κάσα σχεδόν στο αμάξι..."
"Ρε Λαέρτη , δε το πιστεύω ότι.." μόλις άνοιξε το πώμα και ξεχύθηκε το άρωμα του κρασιού , η Αλίκη σώπασε...
"Τι έπαθες;"
"Γιασεμί...;" ψέλλισε και του πήρε το μπουκάλι. Το έσυρε ως τη μύτη της και σαστισε "Μα πως το κατάφερες να μυρίζει τόσο έντονα; Η Αλίκη το σήκωσε. Ήθελε πάση θυσία να το γευτεί...
"Σιγά σιγά! Βαρύ είναι..." είπε και πιάνοντας απαλά την άκρη από το μπουκάλι, το κατέβασε. Ήταν τόσο έντονο το χρώμα του, που για λίγο τα χείλη της, απέκτησαν μια ελαφριά κοκκιναδα... Χάθηκε όμως όταν η γλώσσα της τα εγλυψε απαλά...
"Είναι τόσο γλυκοπιοτο..." Η έκσταση στη φωνή της για αυτό που μόλις δοκίμασε δεν είχε τελειωμό. "Δεν τσούζει τη γλώσσα... Δεν καίει το λαιμό αλλά είναι ξηρό..."
"Προσπάθησα να βάλω όλη τη..." Η Αλίκη έσκυψε και τον αγκάλιασε αναγκάζοντας τον να σωπάσει.
"Σε ευχαριστώ..." του ψυθιρισε και εκείνος χάθηκε. Στη μυρωδιά από τα μαλλιά της, του κρασιού, στη φωνή που γαργαλησε το δέρμα του και την ανάσα της που διαπέρασε κάθε του κυτταρο... "Κρασί χωρίς μουσική όμως γίνεται;" δάγκωσε τα χείλη της και απελευθερώνοντας τον, γύρισε προς το κασετόφωνο. Μόλις πάτησε το κουμπί και εκείνο άρχισε να παίζει, ο Λαέρτης της χαμογέλασε.
"Είναι τόσο ίδιο... Ούτε καν η δυναμική του δεν άλλαξε..."
"Το θυμάμαι... Όλη μέρα ήσουν εδώ μέσα και άκουγες... Λάτρευες αυτή τη κασέτα και εγώ σε κορόιδευα.." η Αλίκη πήρε το μπουκάλι, ήπιε και του το έδωσε... Ήταν πράγματι βαρύ, ένιωθε τη καψα του στα στήθη της ακόμα και με λίγες γουλιες. Ήταν τόσο απολαυστικό όμως, που κάθε φορά που τα χείλη της στέγνωναν ήθελε κι άλλο... Μόλις ήπιε και ο Λαέρτης του το πήρε.
"Για μισό λεπτό..." Τόση ώρα δεν είχε δει την ετικέτα πάνω στον ενθουσιασμό της. Διαβάζοντας το όνομα, σήκωσε το βλέμμα της πάνω του.
"Γιατί;" ρώτησε αμέσως
"Γιατί μάτια μου, πίνεις και χάνεσαι... Φτιάχνεις το δικό σου παραμύθι. Αφήνεσαι σε αυτό... Είναι τόσο βαρύ, που αρκεί μισό μπουκάλι για να ταξιδέψεις" της εξήγησε "Σήμερα μπορείς να φτιάξεις το δικό σου παραμύθι..."
"Νιώθω τα στήθη μου ήδη να καίγονται..." Δεν ήταν ανάγκη να του το πει... Τα ροδαλά της μάγουλα το μαρτυρούσαν. "Στο δικό μου παραμύθι, είμαστε αχώριστοι..."
"Τότε ίδιο παραμύθι διαβάζουμε..." αντάλλαξαν το μπουκάλι και εκείνος ήπιε μια πιο γερή γουλια. Την είχε μπροστά του, αλλά το κεφάλι του έδινε μια μάχη τεράστια... Ήταν τόσο μπερδεμένος και όσα έγιναν λίγες ώρες πριν δεν βοήθησαν καθόλου.
"Λαέρτη; Θέλεις κάθε χρόνο να πίνουμε μαζί ένα μπουκάλι; Να είναι σαν σημείο αναφοράς μας... Ότι κι αν γίνει, εμείς να ερχόμαστε εδώ..."
"Θα τα κρατήσουμε για πάρτη μας δηλαδή;"
"Ναι... Ένα ακόμα μυστικό μας. Όλα μας τα μυστικά θα τα έχουμε εδώ μέσα..." η Αλίκη άφησε το κρασί να κατρακυλήσει για τα καλά στον ουρανίσκο της. Πριν καν φτάσει στα μέσα της ένιωθε όμορφα... Το γιασεμί έμενε στα χείλη, μιλούσε και η ευωδία απλωνόταν σε όλο το χώρο...
"Πόσα μυστικά να χωρέσουν ματιά εδώ μέσα;"
"Όλα μας... Κάθε ένα... Μικρό ή μεγάλο. Και ετσι δε θα μαλώσουμε ποτε ξανά"
"Τα μάγουλα σου έχουν ανάψει..." παρατήρησε και εκείνη δάγκωσε τα χείλη της και γέλασε
"Μαζί σου είμαι, δε φοβάμαι... Κι αν μεθύσω, στα χέρια σου θα καταλήξω... Θυμάσαι;" του ψιθύρισε λίγους στίχους
"Λες να μη θυμάμαι; Ερχόσουν εδώ και με ζαλιζες..."
"Αυτή είναι η δουλειά μου Λαέρτη... Εγώ να σε ζαλίζω, εσύ να με ανεχεσαι και να με αγαπάς..." Το πρόσωπο της άλλαξε. Έσυρε το μπουκάλι ως τα χειλη της και το βλέμμα της, ήταν διαφορετικό. Ξαφνικά, και ενώ η κασέτα ακόμα έπαιζε, η Αλίκη γύρισε προς το ραδιόφωνο και έπειτα προς εκείνον. Ο Λαέρτης ήδη της χαμογελούσε.
"Ο Αύγουστος..." τα συναισθηματικά της σκαμπανεβάσματα δεν τελείωναν.
"Όχι ο Σεπτέμβρης;" έπαιξε μαζί της και εκείνη έσκυψε προς το μέρος του απότομα. Για μια στιγμή, ο αέρας που έφερε μαζί της, άγγιξε τα χείλη του και ο Λαέρτης τα έχασε.. Τον κοίταξε και ρίχνοντας το χέρι στο κασετόφωνο που ήταν πλάι του, άνοιξε την ένταση χωρίς να χάσει οπτική επαφή. Η κορδέλα της μπλέχτηκε αμέσως στα δάχτυλα του...
Ήταν τόσο αραιά πιασμένη που μόλις εκείνη σηκώθηκε , η κορδέλα έμεινε στα χέρια του και τα μαλλιά της, απελευθερώθηκαν μονομιάς. Η Αλίκη έκανε μια στροφή κι εκείνος πιάνοντας το μπουκάλι, άφησε όσο κρασί είχε μεινει να τελειώσει στα χείλη του...
Βλέποντας την να λικνιζει το κορμί της, σε μια μελωδία δίχως ρυθμο, οι παλμοί του σκαρφάλωσαν στα ύψη. Το φορεματακι της ολοένα και άφηνε τον αέρα να φανερώσει τα απαγορευμένα στα μάτια του και εκείνα τα υπέροχα μακριά της μαλλιά, προκαλούσαν τα δάχτυλα του να μπλεχτούν μέσα τους...
Ο Λαέρτης σηκώθηκε άβουλα...
Η Αλίκη του έριξε ένα πονηρό βλέμμα, έπιασε το ξύλινο στύλο και σέρνοντας το κορμί της γύρω του, κατέληξε στα χέρια του πάνω στη στροφή... Μόλις τα άκρα του, κόλλησαν στη μέση της, ακόμα και πάνω από το ύφασμα, τρέλαναν κάθε αίσθηση του. Έκαιγε ολόκληρη...
Αλληλοκοιταχθηκαν σιωπηλοί..
Θαρρείς και εκείνο το άγγιγμα, άγγιζε την αμαρτία...
Σαν να ήθελαν και οι δύο άφεση για κάθε τους σκέψη. Το βλέμμα της χαοτικό, άκρως θηλυκό και θελκτικο... Παρακαλούσε τα μάτια του να μείνουν για πάντα εκεί όμως εκείνα δεν υπάκουγαν...
Τόσο το δικό του βλέμμα όσο και το δικό της, έριχναν κλεφτες απαγορευμένες ματιές ο ένας στα χείλη του άλλου.
Ένιωσε τα δάχτυλα του, να τσακίζουν το φόρεμα στο κράτημα τους κι εκείνο να διπλώνεται μέσα στη γροθιά του.
Η καρδιά τους τραγούδησε μαζί με το Παπάζογλου...
"Θα πάω... Κι ας μου βγει και σε κακό..." , ψελλισαν ξαφνικά μαζί τον ίδιο στίχο όταν εκείνος ακούστηκε στο κασετόφωνο. Τα δάχτυλα της, σκαρφάλωσαν αξαφνα στο πρόσωπο του και μόλις άγγιξαν τα χείλη του, ο Λαέρτης κάηκε.
Ήταν χαμένοι και οι δύο...
Βυθισμένοι στη λήθη, στο δικό τους παραμύθι... Σε ένα μυστικό που ήθελαν και οι δύο να χτίσουν μα κανένας δε τολμούσε να φτάσει στη παραδοχή...
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια του.
Η Αλίκη βρέθηκε να παραδέχεται πρώτη την αμαρτωλή της σκέψη και δαγκώνοντας ελαφρά τα χείλη της, πλησίασε τα δικά του.
Έμοιαζε θαρρείς και εψαχνε να δει αν νιώθει και εκείνος το ίδιο. Σαν να αποζητούσε από εκείνον την έγκριση για την αδιανόητη πράξη που ήταν έτοιμη να διαπράξει...
Σε τούτο το έγκλημα όμως, δύο ήταν οι φονιάδες...
Δίχως να βγάλει λέξη, ώθησε τα χείλη της πάνω του...
Μόλις ενωθηκαν , έσκασαν χιλιάδες ψυχικά τραύματα μέσα τους μα ο πόθος, υπερίσχυσε της αμαρτίας...
Τα χέρια του βρέθηκαν αστραπιαία στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, και πιάνοντας τη σταθερά, βύθισε τη γλώσσα του μέσα στα χείλη της. Οση ντροπή τους έζωνε μεταλαμπαδεύτηκε αμέσως σε κάτι εντελώς αγνό και αληθινό. Σε κάτι δίχως ορισμό και δίχως τύψεις. Οι παλάμες της άγγιξαν το πρόσωπο του σε μια απεγνωσμένη τελευταία προσπάθεια να νιώσει ποιον φιλούσε , μα αντί να κάνει πίσω, εκείνη του δόθηκε ακόμα περισσότερο.
Η ευωδία του γιασεμιού στις μεθυσμένες τους ανάσες, εκτόξευσε το φιλί και εκείνο τους παρέσυρε σε ένα αργό, υγρό ρυθμο.
Ένιωσε το σώμα της να αιωρείται ξαφνικά.
Ο Λαέρτης κατέβασε τα χέρια του στα οπίσθια της και έχοντας κόντρα το κορμί της στο στύλο, τη σήκωσε ψηλά. Η Αλίκη τον αγκάλιασε αμέσως.
Άφησε τα χείλη του να ταξιδέψουν στο λαιμό της και φτάνοντας λίγο πιο βαθιά, ζωγράφισε στο δέρμα της, κάτι πιο μόνιμο από ότι έκανε εκείνη με το μαρκαδόρο.
Η αίσθηση να ρουφάει το δέρμα της, ήταν εξωπραγματική. Μια καινούρια εξάρτηση που γνώρισε και που δεν ήθελε να τελειώσει. Κάθε του άγγιγμα, ήταν και το πρώτο άγγιγμα πάνω της... Μπορεί να είχαν πιει αρκετά, μα κανένας από τους δύο δεν ξεχνούσε...
Έψαξε πάλι τα χείλη της και οταν εκείνη του χάρισε απλόχερα και δίχως δισταγμό ακόμα ένα φιλί, την γραπωσε γερά, τη γύρισε και τη ξάπλωσε στη κουβέρτα. Μόλις το κορμί της άγγιξε το πάτωμα, σταμάτησε κάθε του κίνηση και τη κοίταξε. Ήθελε να αποτρέψει τον εαυτό του από τη πράξη. Να δει στα μάτια της, το όχι... Να δει την απαγόρευση. Το μόνο που του έδινε όμως η Αλίκη, ηταν ένα ατελείωτο , ναι... Μια σπίθα που του άφηνε στα χέρια παρακαλώντας τον, να την μετατρέψει σε φωτιά.
"Μη σταματάς να με φιλάς..." μίλησε πρώτη...
Ακόμα μια κίνηση που έκανε εκείνη...
Η παράκληση στη φωνή, φρενιασε το μυαλό και καθετί που τον σταματούσε, το έπιασε και το βύθισε βαθιά στο χάος της ψυχής του.
"Σ'αγαπαω.." Τον κράτησε από το πρόσωπο και ανασηκώνοντας τον κεφάλι της, τον τράβηξε στο παραμύθι της.
Ο Λαέρτης κουράστηκε να προσπαθεί...
Κουράστηκε να βάζει φραγμούς.
Και κουράστηκε να κρατιέται...
Βάθυνε το φιλί αμέσως ενώ την ίδια στιγμή, τα χέρια του χώθηκαν κάτω από το φόρεμα της. Μόλις άγγιξαν τη γυμνή της σάρκα, η Αλίκη του χάρισε έναν στεναγμό και εκείνο το φόρεμα που με τόση αγάπη της αγόρασε, το έπιασε και το έκανε κομμάτια. Δεν είχε την υπομονή, ούτε να της το βγάλει.
Από τα χείλη, ταξίδεψε στο λαιμό και ύστερα στα στήθη της. Τα φίλησε απαλά... Δεν έκανε καμία απότομη κίνηση όσο κι αν οι ορμές του προσταζαν το αντίθετο. Το κορμί της, άρχισε να μαθαίνει μόνο του και τεντώθηκε προς τα πίσω όταν έφτασε στη κοιλιά της. Μα δεν βιάστηκε...
Εχωσε τα χέρια πίσω από τη μέση και άγγιξε κάθε σημείο που είδε τα χέρια του Στάθη να αγγίζουν... Κάθε τι πάνω της το ήθελε για εκείνον... Ολόκληρη την ήθελε μόνο για πάρτη του. Κρατωντας τη από τη μέση, χαμήλωσε τα φιλιά του και μόλις έφτασε στην άκρη από το εσώρουχο της, εκείνη ασυναίσθητα, άνοιξε ελαφρώς τα μπούτια της. Δεν ήθελε τίποτα άλλο για να τρελαθεί...
Τα χέρια του κατρακύλησαν από τη μέση της, στους γοφούς της και πιάνοντας το εσώρουχο της, το κατέβασε απαλά...
Ανασηκωσε το βλέμμα του και βρήκε αμέσως το δικό της. Είχε κοκκινησει ολόκληρη...
Δεν ήταν μόνο η σχέση που είχαν ως τώρα...
Ούτε ο δεσμός...
Ήταν τα ανεξερεύνητα μονοπάτια του κορμιού της που κανένας ποτέ δεν τόλμησε να περπατήσει και ήξερε καλά, ότι κάθε του ερέθισμα, θα το νιώσει για πρώτη της φορά..
Και αυτό ακριβώς θα της πρόσφερε...
Το πιο όμορφο, παραμύθι για να θυμάται σε όλη τη ζωή της...
Έναν έρωτα, για ένα παρθένο κορμί έτσι όπως έπρεπε να τον ζήσει...
Είδε τα δάχτυλα της να αρπάζουν απότομα τη κουβέρτα μόλις η γλώσσα του, άγγιξε τη περιοχή της.
Γύρισε το κεφάλι της ντροπιασμένη από την άλλη, και εκείνος αφήνοντας το σημείο για μια στιγμή, σκαρφάλωσε ψηλά.
Τη φίλησε στο λαιμό, έπιασε τρυφερά το κεφάλι της και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
"Άφησε με να σου χαρίσω το κόσμο δίχως ντροπή..." της ζήτησε αφήνοντας μικρά πεταχτά φιλιά ολόγυρα των χειλιών της και είδε τα μάτια της να λάμπουν.
Δεν άργησε να αποχωριστεί το πρόσωπο της και να κατέβει πάλι χαμηλά...
Το εννοούσε...
Ηθελε και έπρεπε άλλωστε να φέρει το κορμί της σε μια κατάσταση που θα δεχόταν το δικό του, δίχως πόνο...
Άφησε τη γλώσσα του να ταξιδέψει γύρω από τα ανοίγματα του κόλπου της και μόλις τη βύθισε μέσα σε αυτόν, άκουσε ένα πνιχτο βογκητο να απελευθερώνεται στο αέρα. Σαν να λειτούργησε η φύση μόνη της, η Αλίκη κυρτωσε το κορμί της και ανοίγοντας τα πόδια της τον άφησε να κάνει ότι θέλει στο κορμί της. Ο Λαέρτης δαγκωθηκε. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του από το πουθενά. Ρουφηξε τη κλειτορίδα της, άφησε ένα από τα δάχτυλα του, να αγγίξουν το σημείο και χωρίς να τραβήξει το χέρι του, ξεκίνησε να τη φιλάει ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Μόλις έφτασε και βρήκε τα χειλη της, τη φίλησε και εκείνη τον γραπωσε ξαφνικά ολόκληρο από το κεφάλι και προς έκπληξη του, βάθυνε εκείνη το φιλί. Όχι μόνο το βάθυνε όμως αλλά αγριεψε κι όλας...
Τον δάγκωσε και εκείνος βύθισε μέσα της ένα δάχτυλο. Το δάγκωμα έγινε αναστεναγμός αμέσως...
Δεν ήταν ανάγκη να ρωτήσει για να μάθει πως αισθάνεται... Τα υγρά της, ήταν απάντηση από μόνα τους. Στο δεύτερο δάχτυλο που εισχώρησε μέσα της είδε τα φρύδια της, να ενώνονται και τη πρώτη γκριμάτσα πόνου, να ζωγραφίζεται στο πανέμορφο πρόσωπο της.
Θέλοντας να σβήσει αυτή την έκφραση από πάνω της, τα τράβηξε και άρχισε να τη φιλάει πιο απαλά.. Τα χέρια της από μόνα τους, έπιασαν την μπλούζα του και την τράβηξαν. Μόλις οι σάρκες τους ενώθηκαν και τα στήθη της ακούμπησαν πάνω του, η Αλίκη πάλι αγριεψε στο φιλί. Τόσο που ούτε εκείνος κρατήθηκε. Ένιωσε τις άμυνες του να πέφτουν και να τσακίζονται στα πόδια της. Είχαν πιει, πολύ μάλιστα.. Το κρασί ήταν πολύ δυνατό, και εκείνος το ένιωθε. Δεν ήθελε να ξεφύγει έχοντας το κορμάκι της στα χέρια του αλλά η Αλίκη, ολοένα και ξέφευγε. Ολοένα και τον προκαλούσε με τα χάδια της... Τα αναρίθμητα αναφιλητα της , η ανάσα της... Όλα πάνω της ήταν ένας καταραμένος εθισμός που δε τον άφηνε να σκεφτεί καθαρά...
Ξεντυθηκε φιλώντας την και εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω από το κορμί του αμέσως.
Ήταν έτοιμος από ώρα για εκείνη...
Στη πρώτη πίεση που ένιωσε, η Αλίκη άνοιξε τα χείλη της σταματώντας το φιλί.
"Αν συνεχίσω, όλα θα τελειώσουν ματια μου...Θα σβήσω. Θα χαθώ για πάρτη σου... Δε θα γυρίσω ποτέ πίσω..." εκείνο το ματια μου, από όλα τα λόγια του, έφερε τρικυμία μέσα της. Ακούστηκε θαρρείς και το έλεγε σε μια γυναίκα που λάτρευε και ήταν ερωτευμένος...
"Μόνο μαζί σου θα το ζήσω... Ως το τέρμα.." Σήκωσε το κεφάλι της, τον ανάγκασε να πάψει να μιλά, και σφραγίσε τα χείλη του με τα δικά της. Δεν κράτησε όμως για πολύ...
Εκείνη η σιωπή που τόσο ήθελε από εκείνον, έγινε κραυγή στα δικά της...
Μόλις βυθίστηκε μέσα της, ούτε καν μέχρι τη μέση, η Αλίκη άρχισε να τρέμει. Ένιωθε το κορμί της να πάλλεται μέσα στα χέρια του μα η κυριαρχία της, δεν είχε σταματημό. Εκεί που πονούσε, η Αλίκη τον τράβαγε. Άφηνε τα νύχια της να σκίσουν τη σάρκα του και κάθε άγγιγμα της, τον παρακαλούσε να συνεχίσει.
Ο Λαέρτης χώθηκε στο λαιμό της, ρουφηξε τη σάρκα της και ύστερα έπιασε το πρόσωπο της με όλη τη παλάμη του.
"Κοίταξε με..." η παράκληση στη φωνή του, έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Δεν ήθελε τίποτα άλλο.. Να κοιτάξει μονάχα εκείνα τα μαγικά της μάτια... Αναρωτήθηκε για μια στιγμή πως ήταν δυνατόν να υπήρχε ένα τέτοιο πλάσμα... Να περπατούσε πάνω σε εκεινη τη γη ανάμεσα σε τόσους βρώμικους ανθρώπους... Υπό το φως της μικρής λάμπας εκείνα τα πετράδια της έμοιαζαν εξωπραγματικά... Λαμπυριζαν σαν να είχε μαζευτεί μέσα τους, όλο το φως του κόσμου.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Λαέρτης αντιλήφθηκε ότι ο μεγαλύτερος του τρόμος ήταν πραγματικότητα... Δεν την αγαπούσε μόνο... Ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Ήταν όλη η ζωή του...
Η γη και ο ουρανός του.
Η ύπαρξη του...
Ήταν τα πάντα του...
Έσβησε η ψυχή του, πάνω στα μάτια της και πλημμυρισμένος από παραδοχή, βυθίστηκε μέσα της κλέβοντας και το τελευταίο παρθένο σημείο που της έμεινε.
Είδε το πρόσωπο της να αλλάζει μορφές τη μια μετά την άλλη και τα χείλη της να σπάνε.
Βγήκε από μέσα της και βυθίστηκε ξανά...
Έπιασε τα χέρια της, τα σήκωσε πάνω από το κεφάλι , τα κράτησε σταθερά και άρχισε να ρουφάει αχόρταγα την εικόνα της. Κάθε φορά ωθούσε ακόμα βαθύτερα τον εαυτό του και απολάμβανε το πόνο της. Περίμενε διψασμένος να τον δει να μεταμορφώνεται σε ηδονή και αυτό δεν άργησε να συμβεί...
Στις επόμενες ωθήσεις του, η Αλίκη ζωηρεψε. Το μόριο του πήρε φωτιά μέσα της.
Προκάλεσε το κορμί της αυξάνοντας την ταχύτητα του, και το βάθος του και εκείνο παραδόθηκε χωρίς όρους. Ο κόλπος της άρχισε να πάλλεται ανεξέλεγκτα και εκείνη χωρίς να το καταλάβει, τον έσφιξε στα τοιχώματα της. Ο Λαέρτης σαλταρε από τις αλλεπάλληλες δονήσεις που του χάριζε. Ξάφνου, την ένιωσε να ηρεμεί... Το στήθος της ανεβοκατέβαινε ακόμα σαν τρελό αλλά η Αλίκη, του έδωσε όσα θέλησε. Η κάψα της, η χαμένη της ανάσα, το κατακόκκινο πρόσωπο της, τα ζουμερα της χείλη... Αυτή η γυναίκα ήταν η κόλαση προσωποποιημένη...
Βγήκε σιγανα από μέσα της , η πράξη τους είχε αφήσει το σημάδι της στα κορμιά τους και έβαψε με αίμα το πάθος τους.
Κάτι σε εκείνη την εικόνα όμως ούρλιαζε αντί για λάθος , έρωτα και αγάπη...
Βυθίστηκε ξανά μέσα της και αυτή τη φορά, τρελάθηκε εκείνη. Σαν να ήξερε , τι θα ακολουθήσει, το ποθησε εξίσου με εκείνον.
Τον δάγκωνε , τον φιλούσε και προσπαθούσε να απελευθερώσει τα χέρια της σε κάθε ευκαιρία. Μόλις τα άφησε ελεύθερα, τον άρπαξε ανυπόμονα από τα μάγουλα και του έδωσε ένα καινούριο φιλί. Ήταν διαφορετικό... Είχε μέσα του δεκαπλάσιο πάθος και ένταση. Ειχε λαχτάρα, είχε πρωτόγνωρα συναισθήματα και κυριαρχία. Αυτή της η κυριαρχία τον είχε τρελάνει...
Από τη μέση και πάνω, έμοιαζε με αγρίμι ενώ από τη μέση και κάτω, τρεμούλιαζε ολόκληρη...
Ήθελε να της προσφέρει το μέγιστο. Δίχως να βγει από μέσα της γύρισε τα κορμιά τους και μόλις εκείνη βρέθηκε από πάνω, έμεινε στατική, και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά. Το χέρι του αγκάλιασε το λαιμό της και τα δικά της απλώθηκαν στο στήθος του. Δεν είχε ιδέα ούτε πως έπρεπε να κουνηθεί, αλλά δεν είχαν ανάγκη από κανένα κούνημα. Η απόλαυση, να τον νιώθει, στατικό μέσα της, πρόσφερε και σε εκείνον, ότι ακριβώς αναζητούσαν. Την απόλυτη ένωση τους.
Η Αλίκη χαμήλωσε ξαφνικά το κεφάλι της, τον κοίταξε και έφερε ένα κύκλο το κορμί της. Ο Λαέρτης ανασηκώθηκε αμέσως στην αίσθηση. Έπιασε τα πόδια της, τα έβαλε γύρω από το κορμί του και πιάνοντας την από τα οπίσθια, της έδωσε το έναυσμα και ύστερα αφέθηκε ολοκληρωτικά σε εκείνη. Η Αλίκη τον αγκάλιασε , το σώμα της έμαθε μονάχο του και χαρίζοντας του ένα παθιασμένο φιλί, άρχισε να κουνάει ρυθμικα τη μέση της. Ίσως ήταν η λατρεία, ίσως ήταν το πάθος, η ένταση και η αγάπη, αλλά στις τόσες γυναίκες που πέρασαν από το κρεβάτι του, καμιά ποτέ δε κατάφερε να τον φτάσει στη τρέλα σε εκείνη τη στάση.
Έπιασε το εαυτό του να μην αντέχει. Έβγαλε ένα γρυλισμα μέσα από τα δόντια του και τη γύρισε πάλι. Ο κόλπος της, ήταν καυτος και έσταζε ολόκληρη. Κάθε υγρό της, είτε αυτό προήλθε από την απόλαυση είτε απο το παρθένο κορμί της, ήταν ζεστό. Ολόκληρη ήταν μια φωτιά και ανάθεμα τον, μόνο να καίγεται μεσα της ήθελε.
Έσκυψε στο λαιμό της, τη ρουφηξε και μπήκε μέσα της κάπως πιο απότομα. Στο τράνταγμα που έκανε το κορμί της προς τα πάνω, η Αλίκη τύλιξε γύρω του τα χέρια της και έφερε το κεφάλι του στην αγκαλιά της.
Ο Λαέρτης έμεινε ανάμεσα στα στήθη της, παραδομένος στο δυνατό της κράτημα και ολοένα έμπαινε μέσα της πιο δυνατά. Ο έρωτας έγινε πάλη ξαφνικά. Όσο εκείνος της χάριζε τον εαυτό του, βαθιά και βιαστικά, άλλο τόσο εκείνη τον εσφιγγε ώσπου ξαφνικά πάτησε κάτι τσιριδες και τον γρατζουνησε με όλη της τη δύναμη.
Στις φωνές της, φρενιασε. Τα υγρά της αυτή τη φορά ήταν ακόμα πιο πλούσια...
Πάγωσε όλο το κορμί της, είχε λαχανιασει εντελώς και εκείνος βυθίστηκε ως το τέρμα κόντρα σε κάθε παλμό του κόλπου της, τη δάγκωσε δυνατά στον ώμο και τραβήχτηκε πλημμυρισμένος από χιλιάδες συναισθήματα. Ήταν η πρώτη τους φορά από κάθε άποψη... Εκείνη έγινε γυναίκα στα χέρια του και αυτός αντιλήφθηκε, ότι πρώτη φορά έκανε έρωτα με μια...
Αλληλοκοιταχθηκαν προσπαθώντας να αναπνεύσουν. Τα κορμιά τους έτρεμαν εξίσου. Λίγο πριν ανοίξει τα χείλη της για να μιλήσει ο Λαέρτης έσκυψε στα γρήγορα και τη φίλησε. Και αυτό τους το φιλί ήταν διαφορετικό...
Ήταν τόσο σιγανό και αισθησιακό που λεπτά αργότερα, τα κορμιά τους πήραν ξανά φωτιά...
Έμειναν στον αχυρώνα και έδινε ο ένας στον άλλο τον εαυτό του, μέχρι που παραδόθηκαν εξουθενωμένοι...
Ο Λαέρτης αποκοιμήθηκε πρώτος. Η Αλίκη τον είχε τραβήξει στα στήθη της και έχοντας για νανούρισμα τους χτύπους της καρδιάς της, έσβησε στα χέρια της...
Εκείνη πάλι, μόλις κατάλαβε ότι αποκοιμήθηκε, χάιδεψε για λίγο το κεφάλι του και μέσα στη ζάλη της, δακρυσε... Έζησαν το παραμύθι τους όπως του το ζήτησε. Ως το τέρμα... Δεν ήθελε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή... Όλα όσα ήθελε τα κρατούσε μέσα στα χέρια της... Είχε το κόσμο όλο και δε την ένοιαζε...
Λεπτά αργότερα, αποκοιμήθηκε και εκείνη.
Το κασετοφωνακι είχε σταματήσει εδώ και ώρα, μάσησε τη κασέτα λίγο μετά τον Αύγουστο...
Περίμενε ίσως και εκείνο να εκπληρώσει τη μοίρα του πριν παραδωθεί στο χρόνο...
Μόνο που εκείνη η μοίρα, θα έφερνε δυσοίωνα αποτελέσματα το ξημέρωμα...
Τρόμο και συνειδητοποίηση...
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top