Κεφάλαιο 1°
Απο το μέλλον στο παρελθόν, από το παρελθόν στο μέλλον, και το παρόν ανάμεσα να κοροϊδεύει..
Δέσε ψυχή μου τη κλωστή
Και κάν' την να γυρίσει...
Τούτο το παραμύθι, επιτέλους ν'αρχινίσει...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Σουφλί παρόν
Τα όργανα είχαν αρχίσει για τα καλά.
Έστησαν το γλέντι στα μέσα της μεγάλης αυλής του αρχοντικού. Διάσπαρτα τεράστια δέντρα υπήρχαν ολόγυρα. Έστεκαν εκεί παρά τα πολλά χρόνια που βαστούσαν στις πλάτες. Ο κόσμος έμοιαζε ατελείωτος.
Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί...
Αυτός ο αρραβώνας, γινόταν με κάθε δόξα και τιμή όπως όριζε και το βαρύ όνομα στις πλάτες τους. Το σπίτι ήταν ανοιχτό για όλους όμως... Ακόμα και για κάθε περαστικό που ήθελε να μπει να ευχηθεί.
Το αρχοντικό της οικογένειας Φρατζή ήταν το μεγαλύτερο σε όλο το Σουφλί. Ένα κτήριο και μια ιστορία από μόνο του. Έστεκε αγέρωχο τους δυο τελευταίους αιώνες και πήγαινε από γενιά σε γενιά.
Πάνω στα τραπέζια υπήρχαν κάθε λογής καλουδια. Γλυκα και αλμυρά εδέσματα που φυσικά έφτιαξε η μητέρα της, ένα προς ένα με τα ίδια της τα χέρια. Το κρασί από την άλλη, μύριζε σε ολόκληρο το τετράγωνο. Ήταν εκεινη η χαρακτηριστική ευωδία που τρύπωσε και δεν έβγαινε από μέσα της. Από παιδάκι γύριζε άλλωστε σε εκείνα τα οινοποιεία με το παππού της.
Επέστρεψε για το μεγαλύτερο γεγονός στο Σουφλί. Τον αρραβώνα του Λαέρτη...
Δεν ήταν ούτε δεκαεννιά όταν πήρε τη βαλίτσα της και αποφάσισε να φύγει και να σπουδάσει έξω. Από τότε είχε να πατήσει στην Ελλάδα... Δέκα ολόκληρα χρόνια.
Στο κεντρικό τραπέζι υπήρχε μια καρέκλα και για εκείνη πλάι στον αδερφό της, αλλά η Αλίκη έχοντας ένα ποτήρι από το αγαπημένο της κρασί στα χέρια, στεκόταν όρθια κάτω από τη τεράστια λατρεμένη της αμυγδαλιά...
Τότε που εκείνα τα λευκά ανθακια, χόρευαν με το πρώτο φύσημα του αέρα και ολόκληρη η αυλή ντυνόταν στα λευκά μέσα στην άνοιξη...
Αναμνήσεις παιδικές...
Όπως ήταν και εκείνοι τότε..
Παιδια...
Σήκωσε το ποτήρι, ρουφηξε όλο το κρασί και το άφησε να κάψει τα στήθη της.
Γύρω από το λαιμό του είχε περασμένο ένα μαντήλι γεμάτο φλουριά. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο, ανοιχτό μπροστά και πλάι του, ήταν η Ελισάβετ...
Έλαμπε ανάμεσα και στα δικά της φλουριά.
Φορούσε ένα πανέμορφο λευκό δαντελενιο φόρεμα. Ήταν τόσο, αγνή. Μπορούσες να το μυρίσεις περνώντας απλώς από δίπλα της.
Η ντροπή που ήταν το επίκεντρο όλων είχε βάψει ροδαλά τα μάγουλα της.
Τα μάτια της όμως, θέλοντας και μη εστίαζαν σε εκείνον...
Ήταν τόσο όμορφος...
Ο Λαέρτης από παιδί έβγαζε αρχοντιά.
Τα έντονα μελαχροινα χαρακτηριστικά του, οι φλέβες του που ότι κι αν έκανε, ήταν πάντα σαν χάρτης στο κορμί του, το βλέμμα του... Εκείνο το σκούρο μαύρο, επιβλητικό του βλέμμα που σε έκανε να τρέμεις όταν θύμωνε. Έμοιαζε πολύ στο πατέρα τους μόνο που ο Λαέρτης, είχε χρυσή καρδιά.
Τα χέρια τους ήταν δεμένα, με ένα μαντήλι και ακουμπισμένα στο τραπέζι. Τα ραντιζαν με ροδονερο για να είναι ευωδιαστή η ζωή τους και έλεγαν ευχές.
Η Αλίκη άφησε τα χείλη της να χωριστούν θλιμμένα και να σχηματίσουν ένα χαμόγελο νοσταλγίας.
Κάποτε σε εκείνα τα χέρια ηταν περασμένες οι δικές της κλωστές... Δεν ήταν λευκές, σαν εκείνο το δαντελενιο μαντήλι, αλλά κόκκινες. Πλεγμένες όμορφα στα δάχτυλα τους και μέσα στις ενωμένες παλάμες τους...
Ήταν αχώριστα από μικρά και τώρα με το ζόρι, είπαν δύο λέξεις από το πρωί που επέστρεψε η Αλίκη.
Άφησε το άδειο ποτήρι σε ένα από τα τραπέζια και πήρε ένα γεμάτο. Η μελωδία που άρχισε να παίζει στα όργανα, επέβαλε το χορό της οικογένειας... Εκείνη όμως δεν ήθελε να του χορέψει...
Γύρισε το κορμί της πίσω από την μυγδαλιά, και το βλέμμα της χάθηκε τον αχυρώνα. Όπου κι αν κοίταζε σε εκείνο το σπίτι υπήρχαν αναμνήσεις μα η μεγαλύτερη , η πιο έντονη της ζωής της και η αιτία της φυγής της, βρισκόταν εκεί μέσα...
Χωρίς να ορίζει το κορμί , τα πόδια της ξεκίνησαν να κάνουν μικρά βήματα προς τα εκεί... Η μουσική άρχισε να χάνεται. Ο κόσμος επίσης. Ήταν τεράστια η αυλή και ο αχυρώνας βρισκόταν στη πιο βαθιά γωνία της. Φτάνοντας απ' έξω, μετά μιας άκουγε πια κάποιο θόρυβο. Σαν να ηρέμησε η ψυχή της από εκείνη τη παρωδία που έπαιζε μπρος στα μάτια της.
Έπρεπε να είναι ευτυχισμένη για εκείνον...
Σωστά;
"Μη φύγεις... Δε θα το αντέξω. Δε ζω χωρίς εσένα. Δεν μπορώ... Δε ξέρω τι μου συμβαίνει.. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Το μόνο που σκέφτομαι, είσαι εσύ..."
"Λαέρτη σταμάτα..."
"Ψέμα είναι;! Πες μου ότι δε το ήθελες. Πες μού ότι δε το ψάχνεις ακόμα... Πες μου ότι, δεν ήταν τίποτα για σένα.."
"Έχεις τρελαθεί; Αδέρφια είμαστε! Τι λες;!"
"Αυτό δε το σκέφτηκες νωρίτερα! Που ήταν αυτές οι καταραμένες σκέψεις πριν μου δώσεις το κορμί σου μου λες;!"
"Άσε με! Δε θέλω να με αγγίζεις!"
"Μη φύγεις Αλίκη..."
"Είναι αργά πια για αυτό... Έχω ήδη φύγει...
Πάει η κλωστή, πάει και το παραμύθι... Τα σβήσαμε όλα.."
Ο τελευταίος τους διαλογος έπαιξε στο μυαλό της μόλις άγγιξε τη πόρτα από τον αχυρώνα. Ένας μακάβριος αποχαιρετισμός που ήταν και ότι έμεινε μέσα τους, τα υπόλοιπα δέκα χρόνια.
Δίχως να το σκεφτεί άνοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Σαν σκιές έβλεπε τους εαυτούς τους να τρέχουν μονομιάς και να γελάνε χαρούμενα... Λάτρευαν τον αχυρώνα. Έπεφταν μέσα στα σακιά, στους σπόρους, κυνηγούσαν ο ένας τον άλλο σε στιγμές γεμάτες αθωότητα και ευτυχία.
Στιγμές που τώρα πλέον, μετέφραζε διαφορετικά στο μυαλό της. Κάθε άγγιγμα, κάθε καυγά, τα φιλιά τους... Τι από όλα αυτά ήταν αδερφικο τελικά και τι όχι;
Πόσα από τα παραμύθια που της έλεγε αγκαλιά, έκρυβαν μέσα τους, μηνύματα που άργησαν ίσως και οι δύο να καταλάβουν;
Χαμογέλασε αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει από τα υπέροχα πράσινα μάτια της.
Δύο μικρά πετράδια... Έτσι τα έλεγε...
Περπάτησε ως τη μέση. Τίποτα δεν είχε αλλάξει εκεί μέσα. Ακόμα και τα άχυρα από τα άλογα που πλέον δεν είχαν, έστεκαν εκεί... Είδε τα κορμιά τους να ενώνονται φευγαλέα εκεί πάνω, και ξόρκισε τη σκέψη σαν να ήταν δηλητήριο στη ψυχή της.
Πλησίασε, και τα άγγιξε με τα δάχτυλα της...
Τι είχαν κάνει;
Πώς επέτρεψαν να συμβεί αυτό;
Πώς ήταν δυνατόν να έβγαινε εκεί έξω και να του χόρευε για τον αρραβώνα του;
Πώς να χορέψεις ένα κορμί που έχεις γευτεί και έχεις λατρέψει σε μια πράξη παράνομη από Θεού και ανθρώπου κρίση;
Τόσες τύψεις, τόσα γιατί...
Τόσες άβολες και άβουλες σκέψεις που στοίχειωναν τη ζωή της.
Τα δάχτυλα άγγιξαν τα χείλη της για να κρύψει το λυγμο όταν κάπου εκεί ανάμεσα στο χρυσαφί από τα στάχυα, είδε κάτι να κοκκινίζει... Τον έδενε με κάθε τι κόκκινο. Με κλωστές, μικρές μεγάλες, παχουλές. Κορδέλες και κομμάτια από ύφασμα. Οτιδήποτε θα την έκανε να μη φοβάται και να τον έχει πλάι της για οδηγό.
Πόσο αστείο της φαινόταν πια...
Έπιασε τη κορδέλα και την έμπλεξε στα δάχτυλα της. Ύστερα την άφησε καταχαμα και την ισιωσε... Σαν εκείνη τη κόκκινη γραμμή που τράβηξε, σβήνοντας τη ζωή της φεύγοντας.
Ούτε που άκουσε πίσω της τα βαριά του βήματα. Πάντα τα άκουγε... Κάθε βράδυ όταν εκείνα έβγαιναν από το παράθυρο και εκείνη σηκώνονταν και τον κοιτούσε να τρέχει τα βράδια στην αυλή. Καθόταν εκει, να θολώνει το τζάμι με την ανάσα της μέχρι να γυρίσει... Μόνο τότε μπορούσε να κοιμηθεί...
"Τελικά, πάλι εδώ γύρισες..." η φωνή του, τη ξύπνησε αμέσως. Σαν ένα χαλάζι που έπεσε μανιακά επάνω στο κορμί της.
Σηκώθηκε και τον ένιωσε να τη πλησιάζει από πίσω.
Δεν ήθελε να γυρίσει.
Δεν ήθελε να τον δει. Δεν ήθελε να θυμάται...
Ούτε να νιώθει ήθελε...
"Πήγαινε στο τραπέζι σου..." είπε ψυχρά ώσπου τα χέρια του, έφτασαν και τραγούδησαν ένα άγγιγμα στη μέση της. Τα βλέφαρα της έκλεισαν μονομιάς. Δέκα χρόνια είχε να νιώσει τα χέρια του, στο κορμί της.
"Πρέπει να μου χορέψεις... Το ξέχασες; Με έστειλαν να σε βρω..."
"Λαέρτη μη με αγγίζεις..." πήρε μια έκφραση πόνου. Τη τσάκιζε το άγγιγμα του.
"Δίκασε με τότε..." τη γύρισε και τη κοίταξε κατάματα...
Η στιγμη ανατριχιαστική...
Επώδυνη...
Σκληρή ανάμεσα τους όπως ακριβώς και η αλήθεια τους...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Δεκατρία χρόνια πριν...
Σουφλί
"Ξύπνα! Σήκω παλιό υπναρά!" χοροπηδούσε σαν τρελή πάνω στο κρεβάτι του.
"Κατέβα ρε διάολε, θα πέσεις!" είπε νυσταγμενα τρίβοντας τα μάτια του.
"Όχι! Μου υποσχέθηκες βόλτα σήμερα. Σήκω σήκω σήκω!"
"Αλίκη θα πέσεις τη τρέλα μου!" έπιασε τα πόδια της και κατεβάζοντας τη δυνατά στο κρεβάτι, την έκλεισε στα χέρια του "Γίνε δέκα λεπτά λούτρινο... Άσε με σε ικετεύω. Κάτσε ήρεμη..." βολεύτηκε, την αγκάλιασε και έκλεισε τα μάτια του.
"Δε θέλω να γίνω πάλι λούτρινο!" παραπονέθηκε "Μετά κοιμάσαι και βαριέμαι... Έλα, σήκω!"
"Ρε Αλίκη, μα το Θεό, λυπήσου με. Βγήκα χθες..."
"Και εγώ τι φταίω; Νομίζεις κοιμήθηκα;" είπε θλιμμένα
"Εσύ γιατί δε κοιμήθηκες; Μήπως πήγες σε κανένα έξαλλο πάρτι και δε το θυμάμαι;" τη κορόιδεψε
"Θα πάω κάποια στιγμή! Μεγαλώνω. Αλλά τώρα σήκω! Μου έταξες βόλτα..."
"Πέντε λεπτά έστω;" ζήτησε παρακλητικά
"Μόνο πέντε!" τη ζουπηξε και χώθηκε στα μαλλιά της. Από παιδάκια την έκανε λούτρινο. Έτσι την έλεγε. Ειδικά όταν καυγαδιζε με το μπαμπά τους, εκείνη ήταν το ηρεμιστικό του.
"Λαέρτη δε πιστεύω να κοιμήθηκες..."
"Μμμ..."
"Πέρασαν τρία λεπτά..."
"Αμάν ρε Αλίκη!" Ξεφυσησε και εκεί η γύρισε και τον κοίταξε "Γιατί δε βγαίνεις με τις φίλες σου; Η Φένια θα σε περιμένει!"
"Βαρέθηκα να παίζουμε. Μεγάλωσα. Θέλω κάτι διαφορετικό. Είπες σήμερα θα πάμε στο βουνό!"
"Τι μεγάλωσες ρε σκατό... Συνελθε"
"Σε λίγο θα φτάσω δεκαπέντε... Δε νομίζεις ότι μεγάλωσα; Κοίτα! Έχω και στήθη!"
"ΡΕ ΑΛΙΚΗ ΠΑΣ ΚΑΛΑ;! Έπιασε τη μπλούζα της και τη κατέβασε κακήν κακώς.
"Τώρα γιατί φωνάζεις!" του είπε θυμωμένα.
"Έχεις μαρούλι στα σιδεράκια σου. Πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου"
"Παλιό ψεύτη! Καθαρά είναι!"
"Πώς τα καταφέρνεις και με εκνευρίζεις πρωί πρωί μου λες;!"
"Εγώ ήρθα γιατί μου υποσχέθηκες βόλτα!"
"Ωραία, άντε τράβα στο δωμάτιο σου και θα πάμε. Καλά;"
"Τώρα δε θέλω!"
"Γιατί δε θες;!" απηυδησε αφήνοντας ένα αναστεναγμό εκνευρισμού
"Γιατί έτσι!"
"Με κουράζεις! Καλά δε θα πάμε βόλτα. Βγες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος!"
"Όχι! Τώρα θέλω πάμε βόλτα!"
"ΡΕ ΑΛΙΚΗ!"
"Πάλι μαλώνετε;" η Μάρθα μπήκε στο δωμάτιο "Σας ακούει όλη η γειτονιά!"
"Μαμά δε σηκώνεται να με πάει βόλτα!"
"Ρε αγάπη μου, ολόκληρος άντρας είναι. Άφησε τον. Παιδιά είστε να τρέχετε στα λαγκάδια; Έχει κι αυτός τη ζωή του. Και εσύ αύριο μεθαύριο, τα ίδια θα κάνεις..."
"Επιτέλους ένας λογικός άνθρωπος!" αναφώνησε ο Λαέρτης μα εκείνη σηκώθηκε θυμωμένα και έφυγε κλαίγοντας από το δωμάτιο.
"Αυτή η εφηβεία της θα μας πεθάνει..." η Μάρθα έπιασε το κεφάλι της και ξεφυσησε.
"Θα στρώσει ρε μάνα... Μικρή είναι ακόμα. Λογικό είναι"
"Τέλος πάντων... Ήρθα και για άλλο λόγο"
"Τι έγινε;"
"Λαέρτη παρουσιάζεσαι στο Γύθειο σε λίγους μήνες..." τη κοίταξε έκπληκτος.
"Αλήθεια τώρα;"
"Ναι αγόρι μου..." του χαμογέλασε γλυκά και εκείνος χαμογέλασε εξίσου. Δεν ήταν από τα αγόρια που φοβόντουσαν το στρατό. Ίσα ίσα το ήθελε πολύ. Ο Λαέρτης δε φοβόταν τίποτα στη ζωή του. Κάθε νέα πρόκληση ήταν στόχος για εκείνον.
"Ο πατέρας το ξέρει;"
"Εννοείται! Έλα, σου έφτιαξα καφέ"
"Καλά, πήγαινε και έρχομαι..."
"Θα πας να της μιλήσεις έτσι;" Χαμογέλασε τρυφερά και πλησιάζοντας τον, τον φίλησε απαλά στα μαλλιά
"Και τι να τη κάνω; Αν δε πάω θα κλαίει όλη μέρα..."
"Να πας παλικάρι μου. Και μετά έλα κάτω να δούμε τις προετοιμασίες. Καλά;"
"Έγινε, μάνα..."
Έβαλε στα γρήγορα τις φόρμες του, πλύθηκε και πήγε στο δωμάτιο της. Ανοίγοντας τη πόρτα είδε μια γνώριμη εικόνα. Εκείνη αγκαλιά με τα αρκουδάκια της, να κλαψουριζει
"Τι θες;" είπε στραβωμενη
"Ακόμα έτσι είσαι;" κάθισε πλάι της στο κρεβάτι και εκείνη γύρισε κι άλλο τη πλάτη της. "Σήκω, σου έχω και νέα..."
"Τι νέα;" ρώτησε και σαν να ξέχασε το θυμό της γύρισε αμέσως περίεργα και τον κοίταξε.
Ο Λαέρτης γέλασε. Ήταν τόσο αυθόρμητη.
"Ήρθε το χαρτί μου... Παρουσιάζομαι!" της ανακοίνωσε χαρούμενα αλλά εκείνη αμέσως σκυθρωπιασε. Ασπρισε. "Αλίκη;"
"Φεύγεις...;" ψέλλισε τρομαγμένη
"Αφού ήξερες ότι το περίμενα... Τι είναι αυτό τώρα; Δε χαίρεσαι;"
"Με τι να χαρώ; Που θα κάνω να σε δω τόσο καιρό;"
"Έλα ρε χαζό, σκέψου ότι θα γυρίσω άντρας πια!"
"Ξέρεις κάτι; Θα πάω τελικά στη Φένια!" η Αλίκη σηκώθηκε και έβαλε τα παπούτσια της στα γρήγορα.
"Ει, περίμενε!" της φώναξε αλλά εκείνη έφυγε τρέχοντας...
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
"Δε το πήρε καλά έτσι δεν είναι;" μόλις κατέβηκε κάτω αναστεναξε.
"Όχι μπαμπά... Τι να πάρει καλά. Στη τρέλα της ηλικίας είναι. Θα της περάσει"
"Δύσκολο να μεγαλώνεις κορίτσια στην εφηβεία" γέλασε κάπως και ύστερα σοβαρεψε "Εμ, όταν η μανα σου είπε ότι περιμένουμε κόρη, έπρεπε να το περιμένω και αυτό. Ενώ τα αγόρια, μια χαρά!"
"Πάλι για τη μικρή λέτε;" η Μάρθα μπήκε μαζί με τη μπουγάδα στη κουζίνα
"Ναι, τελικά δε της άρεσε που φεύγει. Αλλά μαζί έτσι αγαπημένα που είναι τα χαίρομαι κι ας σκοτώνονται" Ο Σπύρος της χαμογέλασε γλυκά. Η Μάρθα αγκάλιασε το πρώτο του γιο σα δικό της από τη πρώτη στιγμή και από τότε που έκαναν την Αλίκη, απλά μοίρασε την αγάπη της χωρίς να ξεχωρίζει. Ο Λαέρτης αν και μικρός τοτε, ήξερε ότι δε την ήταν η βιολογική του μητέρα αλλά την αγαπούσε όσο τίποτα. Άλλωστε η δική του πέθανε στη γέννα και για μάνα μόνο εκείνη γνώρισε.
"Θα ηρεμήσει. Θα της κακοφανει στην αρχή αλλά θα στρώσει. Ελάτε να δούμε, τι θα χρειαστεί, και να αρχίσουμε τις ετοιμασίες σιγά σιγά. Οι μήνες περνάνε γρήγορα..." η Μάρθα χάιδεψε το κεφάλι του Λαέρτη περήφανα και εκείνος της χαμογέλασε.
➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿
Έ
πρεπε να χωρίσω το κεφάλαιο σε δύο μερη. Δε ξέρω τι έπαθε η εφαρμογή. Δε με άφησε να δώσω πάνω από 2000 λέξεις. Ίσως κόλλησε.
Η συνέχεια είναι στο επόμενο ❤️
🥹🥹🥹
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top