Κεφάλαιο 9 - Το μικρό σπίτι με το μεγάλο μυστικό.
Οι δύο άνδρες προχώρησαν κάμποσο μέσα στο δάσος, αφήνοντας πίσω τους την τεράστια έπαυλη. Η ηρεμία του δάσους, λες και λεκιαζόταν από τις σκέψεις του Ντάνιελ. Σκέψεις τόσο δυνατές που θαρρείς και ακούγονταν προς τα έξω. Ένα βούισμα, ένα αδιάκοπο μουρμουρητό, που έκαναν το κεφάλι του να πονάει.
-Κλάους, πρέπει να μού εξηγήσεις. Τι εννοούσες όταν είπες πως εσύ ο ίδιος αφαίρεσες κάθε ίχνος από τη νοσηρή ζωή του δωματίου της Έμμα; Νοσηρή ζωή; Τι εννοείς με αυτό; Ακούγεται τρομακτικό!
-Κάνε υπομονή Ντάνιελ, δεν είμαστε μακριά. Θα καταλάβεις αμέσως τι εννοώ, μόλις φτάσουμε στο σπίτι μου.
-Στο σπίτι σου είπες; Εκεί πάμε τώρα; Δηλαδή, δεν μένεις στην έπαυλη;
-Ναι, έχω το δωμάτιό μου στην έπαυλη και εκεί μένω τις καθημερινές, αλλά έχω το δικό μου σπίτι, το ησυχαστήριό μου μέσα στο δάσος, για να απομακρύνομαι λίγο από το χώρο εργασίας μου που είναι η έπαυλη. Ένα μικρό σπιτάκι που παραχώρησε στους γονείς μου πριν χρόνια ο πατέρας της κυρίας Μισέλ. Ούτε οι γονείς μου, ούτε ο κύριος Πιερ ζούνε πια, αλλά το σπιτάκι παρέμεινε και πέρασε σε μένα.
-Δουλεύεις δηλαδή για την οικογένεια από μικρό παιδί;
-Από... πάντα! Όλη μου η ζωή είναι εδώ, δίπλα σε αυτή την οικογένεια. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ δουλεύω, εδώ θα πεθάνω. Έχω ζήσει την οικογένεια όταν ακόμα βρισκόταν στην φωτεινή της πλευρά, πριν το δυστύχημα. Και μετά το δυστύχημα, τον αγώνα της κυρίας Μισέλ να ξανασταθεί στα πόδια της, το νέο της γάμο και το χειρότερο απ' όλα, την κατάρρευση σταγόνα-σταγόνα της Έμμα. Έχω πολλά να σου πω, όμως να, φτάσαμε. Έβγαλε ένα χοντρό, σιδερένιο και ελαφρώς οξειδωμένο κλειδί από την τσέπη της στολής του και άνοιξε την ξύλινη πόρτα.
Το δωμάτιο που τους υποδέχτηκε, ήταν ένα μικρός ενιαίος χώρος, με ένα μικρό δώμα σαν μπαλκόνι εσωτερικού χώρου από πάνω. Ένα απλό ξύλινο τραπέζι με δυο καρέκλες, μια ελαφρώς φθαρμένη πολυθρόνα σε χρώμα μπορντό με ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της, μπροστά σε ένα σβηστό τζάκι και μια υποτυπώδης μικρή κουζινούλα στο βάθος, όλα απλώνονταν μαζεμένα μπροστά τους. Μια ξύλινη σκάλα στο πλάι, ανέβαινε στο μικρό δώμα πάνω από το κουζινάκι, όπου μπορούσες να δεις ένα μονό, λιτό κρεβάτι και ένα κομοδίνο. Παρόλο που έδειχνε φτωχικό και μόνο με τα απολύτως απαραίτητα, ανέδυε μια ζεστασιά και μια οικειότητα, που σε καλούσε να μπεις στην αγκαλιά του και να απολαύσεις τη θαλπωρή του.
-Θα σου έλεγα να κάτσεις να σου προσφέρω κάτι Ντάνιελ, αλλά δυστυχώς δεν έχω πολύ χρόνο. Πρέπει να γυρίσω πίσω στην έπαυλη. Η δουλειά μου είναι πολύ απαιτητική και δεν μου προσφέρει την πολυτέλεια να κάνω διαλείμματα. Γι' αυτό συγχώρεσέ με, αλλά θα σου δείξω στα γρήγορα τον λόγο που σε έφερα εδώ και μετά θα πρέπει να φύγω. Ακολούθησέ με.
Κάτω από την ξύλινη σκάλα, στο τελείωμα της μικρής κουζίνας, υπήρχε μια κλειστή πόρτα. Κατευθύνθηκε σε αυτήν και πιάνοντας το χερούλι του είπε:
-Αυτό ήταν το δωμάτιο των γονιών μου. Όταν έφυγαν από τη ζωή, το χρησιμοποίησα σαν αποθηκευτικό χώρο. Εδώ μετέφερα όλα τα πράγματα της Έμμα. Έκανε μια παύση στην ομιλία του και τον κοίταξε έντονα. Η επόμενη κουβέντα του έδειχνε να έχει μεγάλο βάρος γι' αυτόν.
-Ο κύριος Τζέρεμι έδωσε εντολή να τα καταστρέψω όλα, αλλά δεν το άντεχε η καρδιά μου. Τα μετέφερα όλα εδώ χωρίς να το ξέρει. Ούτε αυτός, ούτε φυσικά η κυρία Μισέλ, που συνεχίζει να νομίζει ότι το δωμάτιο της Έμμα έχει παραμείνει άθικτο. Γι' αυτό σε παρακαλώ ότι δεις μέσα σε αυτό το δωμάτιο, να μείνει μεταξύ μας.
-Έπρεπε να τα καταστρέψεις; Τι μετέφερες, δεν καταλαβαίνω.
-Την ψυχή του δωματίου της Έμμα, όπως την αποκάλεσες. Τα βιβλία της, τους πίνακες ζωγραφικής της, τα προσωπικά της αντικείμενα, το ημερολόγιό της... είπε και άνοιξε την πόρτα.
Μια μυρωδιά κλεισούρας, σκόνης και μπογιάς, γέμισε τα ρουθούνια του. Μπροστά στα μάτια του είδε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου λες και μια παρέα φαντασμάτων είχε μαζευτεί να περάσει το χρόνο της εκεί μέσα. Καλυμμένα με λευκά σεντόνια, μπορούσες να δεις στιβαγμένα πράγματα παντού. Άλλα άτσαλα αφημένα στους πλαϊνούς τοίχους, άλλα σε τακτοποιημένες στοίβες στη μέση του δωματίου.
-'Ολα αυτά που βλέπεις, ανήκουν στη δεσποινίδα Έμμα και κανονικά θα έπρεπε να έχουν καταστραφεί. Αυτή ήταν η ρητή εντολή του κύριου Τζέρεμι. Άδειασα το δωμάτιο της Έμμα, φόρτωσα όλα της τα πράγματα και τα μετέφερα εδώ. Η φιλοσοφία "πρόληψης της ρύπανσης" που εφαρμόζει η χώρα μας, με τις αυστηρές διαδικασίες ανακύκλωσης για οτιδήποτε πρέπει να πεταχτεί, μού εξασφάλισε το χρόνο και την άνεση να μεταφέρω σιγά σιγά όλα της τα πράγματα στον δικό μου χώρο. Ο κύριος Τζέρεμι δεν υποψιάστηκε τίποτα, αφού ακόμα και αν με έβλεπε να τα απομακρύνω από την έπαυλη λίγα λίγα, θα νόμιζε ότι κάνω διαχωρισμό για επεξεργασία και ταξινόμηση ανάλογα με τα υλικά τους, όπως ορίζει ο νόμος δηλαδή, για να γίνει σωστά η απόρριψή τους και να μην πληρώσουμε τα πρόστιμα που είναι εξαιρετικά τσουχτερά. Έτσι κατάφερα και τα συγκέντρωσα όλα εδώ και τα σκέπασα με σεντόνια για να μην σκονίζονται. Παράκουσα τις εντολές που μου δόθηκαν, αλλά δεν μου πήγαινε καρδιά να τα καταστρέψω. Ήταν πράγματα που η δεσποινίς Έμμα είχε δημιουργήσει και αγαπούσε. Έχουν μείνει εδώ για χρόνια, τελείως ξεχασμένα πια. Μπορείς να μείνεις όσο θες εδώ. Κάτσε και δες τα με την ησυχία σου και όταν τελειώσεις, απλά βγες από το σπίτι και κλείσε την πόρτα. Σου ζητώ συγνώμη, αλλά εγώ πρέπει να γυρίσω στην εργασία μου.
-Κλάους, ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ που με εμπιστεύεσαι και μου δείχνεις τα πράγματα της Έμμα που έσωσες κρυφά, παρά τις εντολές που σου δόθηκαν. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που έκανες και μπορώ να νιώσω την αγάπη και εκτίμηση που κρύβει αυτή η πράξη σου προς την Έμμα. Να ξέρεις ότι το εκτιμώ ιδιαίτερα και ότι το μυστικό σου είναι απόλυτα ασφαλές με εμένα. Καταλαβαίνω πως πιέζεσαι με το χρόνο σου, όμως με αφήνεις μόνο σε ένα δωμάτιο γεμάτο σκεπασμένα πράγματα, χωρίς να μου δώσεις μια εξήγηση. Τι θα βρω εκεί μέσα; Η φράση "νοσηρή ζωή της Έμμα" που μου είπες, ακόμα κουδουνίζει στα αφτιά μου. Χρειάζομαι κάποια εξήγηση πριν χωθώ και ψάχνω σε στίβες από δεν ξέρω κι εγώ τι.
Ο Κλάους κοίταξε το ρολόι του. Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε προβληματισμένος τον γιατρό.
-"Ειλικρινά δεν μπορώ να καθυστερήσω άλλο. Θα σου πω δυο πράγματα και τα άλλα θα τα καταλάβεις μόνος σου. Η δεσποινίς Έμμα είχε εκπληκτικό ταλέντο στη ζωγραφική. Ζωγράφιζε μανιωδώς. Δικά της έργα με θέματα από τη φύση, αλλά και πίνακες επώνυμων ζωγράφων, φτιάχνοντας σχεδόν τέλεια αντίγραφα. Ρίξε μια ματιά και θα καταλάβεις. Οι πίνακές της είναι όλοι εδώ. Θα δεις το ταλέντο αυτής της κοπέλας να απλώνεται μπροστά στα μάτια σου, αλλά θα δεις και κάτι άλλο μέσα εκεί. Κάτι σκοτεινό, νοσηρό, να εξελίσσεται. Ξανακοίταξε φανερά αγχωμένος το ρολόι του.
-Φεύγω, έχεις το κινητό μου. Ό,τι χρειαστείς, μιλάμε γιατρέ. Απλά τράβα την πόρτα και φύγε όταν τελειώσεις. Την τελευταία φράση την φώναξε ενώ είχε ήδη βγει με γοργό βήμα έξω από το μικρό σπιτάκι.
Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτώντας το χώρο γύρω του. Το γαλακτερό φως που απλωνόταν στο δωμάτιο από το γυμνό γλόμπο που κρεμόταν από το ταβάνι, ήταν πολύ χαμηλό και αδύναμο. Ίσα που κατάφερνε να δώσει ένα θαμπό χρώμα στο σκονισμένο χώρο. Προχώρησε μερικά βήματα και βρέθηκε στη μέση του δωματίου. Τράβηξε το σεντόνι να ξεσκεπάσει έναν μικρό τύμβο μπροστά του. Κόκκοι σκόνης απλώθηκαν στον αέρα, φέρνοντάς του φαγούρα στη μύτη και τσούξιμο στα μάτια. Άφησε το σεντόνι στο πάτωμα και μόλις η σκόνη κατακάθισε, βάλθηκε να περιεργαστεί τα αποκαλυπτήρια. Στοίβες από διάφορα βιβλία απλώνονταν μπροστά στα πόδια του. Αναγνώρισε τα ονόματα πολλών διάσημων ξένων αλλά και ντόπιων συγγραφέων, γνωστά λογοτεχνικά βιβλία, μυθιστορήματα, κάμποσα φιλοσοφικά, μερικά βιβλία ποίησης και ανάμεσά τους μπερδεμένα, σχολικά βιβλία. Πήρε στα χέρια του ένα βιβλίο ιστορίας και το ξεφύλλισε. Σταμάτησε σε ένα κείμενο που αναφερόταν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη στάση που κράτησε η Ελβετία. Υπήρχαν κάποια σημεία υπογραμμισμένα με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια. Δίπλα σε κάθε υπογράμμιση, κάποια σχόλια γραμμένα με μικρά, όμορφα, σχεδόν καλλιγραφικά γράμματα. Σε κάποια σημεία υπήρχαν θαυμαστικά και σε άλλα ερωτηματικά. Κατάφερε να διαβάσει μια σημείωση με αρκετή δυσκολία λόγω του ανεπαρκή φωτισμού.
"Ερώτηση για κύριο Χανς: Η Ελβετία κρατάει την ουδέτερη στάση της εδώ και διακόσια χρόνια, παρόλη τη θέση της στο κέντρο της Ευρώπης, διατηρώντας ενεργή τη Συνθήκη των Παρισίων του 1815. Ωστόσο εν μέσω ενός Παγκοσμίου Πολέμου που θα όφειλε να πάρει θέση, μήπως διατήρησε την ουδετερότητά της, για να προστατέψει τα τραπεζικά της συμφέροντα από τον Άξονα;"
Κοίταξε το εξώφυλλο του βιβλίου ιστορίας, την τάξη και το έτος φοίτησης. Η Έμμα πρέπει να ήταν δεκαπέντε χρονών όταν μελετούσε και έγραφε αυτά τα σχόλια. Διέκρινε διαύγεια πνεύματος και έντονη κριτική ικανότητα για την ηλικία της. Χιλιόμετρα μακριά από την εικόνα καταθλιπτικού παιδιού, ή ακόμα χειρότερα, παιδιού που η ζωή του είχε πάρει δρόμο νοσηρό, όπως του είπε ο Κλάους. Έπιασε ένα άλλο βιβλίο στα χέρια του. Φιλοσοφία αυτή τη φορά. Το ξεφύλλισε και παρατήρησε την ίδια προσοχή, επιμέλεια και σεβασμό στο κείμενο και στο βιβλίο, με προσεγμένες υπογραμμίσεις, επισημάνσεις και σχόλια. Κοίταξε την επόμενη στήλη από βιβλία, αυτή τη φορά απλά γέρνοντας το κεφάλι του και ελέγχοντας τους τίτλους των βιβλίων. Δυνατοί συγγραφείς, ψαγμένοι φιλόσοφοι. Πολλά από αυτά τα βιβλία τα είχε και ο ίδιος στην δική του βιβλιοθήκη. Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. Δεν μπορούσε να βγάλει κάποιο συμπέρασμα, πέρα από το ότι η κοπέλα αγαπούσε το διάβασμα.
Τα λόγια της κυρίας Μισέλ, όταν τον πήγε στο δωμάτιο της Έμμα, ήρθαν στη μνήμη του: "Η Έμμα μου λάτρευε τη ζωγραφική." Ο Κλάους επίσης του είπε ότι το κορίτσι είχε καταπληκτικό ταλέντο στη ζωγραφική και ότι ζωγράφιζε μανιωδώς. Δικά της θέματα, αλλά και αντίγραφα γνωστών ζωγράφων, του είπε. Αναζήτησε με το βλέμμα του κάτι που μπορεί να θύμιζε πίνακα ζωγραφικής. Στημένα στον τοίχο, κάτω από τα κατασκονισμένα σεντόνια, είδε να διαγράφονται τετράγωνα σχήματα που θύμιζαν τελάρα και μεγάλους πίνακες. Έκανε μερικά βήματα και τράβηξε τρία σεντόνια στη σειρά, με όσο πιο απαλές κινήσεις μπορούσε, για να μειώσει τη σκόνη να ξεχυθεί και να γεμίσει τον κλειστό χώρο. Αποτραβήχτηκε μερικά βήματα πίσω περιμένοντας να κατακάτσουν οι λεπτοί κόκκοι, ενώ παρατηρούσε την εικόνα που αποκαλυπτόταν μπροστά του. Σωροί από τελάρα σε όλα τα μεγέθη, ήταν στηριγμένοι όρθιοι στον τοίχο. Καμβάδες, μουσαμάδες, λινάτσες, όλοι ζωγραφισμένοι με έντονες πινελιές και ζωηρά χρώματα, όπως του φάνηκε σε πρώτη ματιά. Μόλις καθάρισε λίγο ο αέρας γύρω τους, πλησίασε και άρχισε να παρατηρεί τους όμορφους πίνακες με προσοχή.
-Ουάου!
Ένα επιφώνημα θαυμασμού του ξέφυγε, παρατηρώντας τα υπέροχα σχέδια που απλώνονταν μπροστά του. Πράγματι η Έμμα είχε μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική. Οι πρώτοι πίνακες ήταν απεικόνιση τοπίων, που θύμιζαν πολύ τη φύση που απλωνόταν γύρω από την έπαυλη. Φαντάστηκε τη νεαρή κοπέλα με ένα καβαλέτο στημένο μπροστά της, κάπου μέσα στους υπέροχους κήπους της έπαυλης, να ζωγραφίζει ανέμελη το τοπίο που απλωνόταν γύρω της. Χαμογέλασε και προχώρησε στους επόμενους πίνακες. Ο ένας ήταν καλύτερος από τον άλλον. Δεν είχε ιδέα από ζωγραφική, αλλά η εξέλιξη στο χέρι της ζωγράφου ήταν εμφανής. Από καμβά σε καμβά μπορούσε να καταλάβει την αλλαγή. Στην αρχή προσεγμένες πινελιές, έδιναν με όμορφα ζωηρά χρώματα, την εικόνα. Όσο προχωρούσε όμως, έβλεπε την τεχνική της να αλλάζει, να βελτιώνεται. Το σβήσιμο των χρωμάτων, το ανακάτεμα, το άπλωμα, γίνονταν με τέτοιον τρόπο που το τοπίο που απεικονιζόταν, λες και έπαιρνε ζωή. Συνέχισε να παρατηρεί την ολοφάνερη βελτίωση της Έμμα από πίνακα σε πίνακα. Οι πινελιές της γίνονταν πιο δυναμικές, πιο ζωντανές, πιο σίγουρες. Άρχισε να ξεφεύγει από την ακριβή απεικόνιση και να κάνει παιχνίδια με τα χρώματα και το φως, δίνοντας την γενική εντύπωση αυτού που ζωγράφιζε και όχι την ακριβή απεικόνιση σαν φωτογραφία. Οι πίνακές της άρχισαν να μοιάζουν πάρα πολύ με πίνακες γνωστών ιμπρεσιονιστών ζωγράφων. Να μοιάζουν πολύ με τον κήπο στον οποίο βρέθηκε, όταν έκανε την επαφή με τον κόσμο των ονείρων της. Συνέχισε να κοιτάζει τα πανέμορφα έργα. Υπήρχαν πολλά ακόμα να δει.
Εξακολούθησε να μετακινεί τελάρα και να θαυμάζει τους πανέμορφους πίνακες, όταν παρατήρησε ότι από ένα σημείο και πέρα, κάτι άλλαξε. Τα γαλήνια τοπία με τα όμορφα φωτεινά χρώματα, έπαψαν να δείχνουν ζωντανά. Λες και μια βαριά συννεφιά πλάκωσε και σκοτείνιασε τα έργα της Έμμα. Τα χρώματα σιγά σιγά χάθηκαν τελείως, σα να αποφάσισε πλέον η ζωγράφος να κάνει τη ζωγραφική της ασπρόμαυρη. Στους επόμενους πίνακες η εικόνα έγινε ακόμα χειρότερη. Δεν ήταν μόνο το χρώμα που χάθηκε από τις ζωγραφιές. Αυτό που έβλεπε μπροστά του, άρχισε να γίνεται ενοχλητικό, αποκρουστικό. Οι πίνακες έδιναν την εντύπωση πως ο κόσμος που απεικόνιζαν, καταστράφηκε από κάποια πυρηνική έκρηξη. Λες και ο ήλιος κρύφτηκε και όλα καλύφθηκαν από μια γκρίζα πούδρα. Τα όμορφα τοπία εμφανίζονταν μπροστά του πλέον στεγνά, στραγγισμένα από ζωή.
Στον επόμενο πίνακα σταμάτησε και ξεροκατάπιε. Ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Ο πίνακας έδειχνε ένα σκοτεινό, νεκρωμένο λιβάδι, μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Ίσα που μπορούσες να καταλάβεις τι απεικόνιζε, από τις σκοτεινές σκιές ξερών δέντρων, πάνω στις σκούρες και άγριες πινελιές σε βαθιά γκρίζα χρώματα, που απεικόνιζαν τον ορίζοντα. Κοίταξε πιο προσεκτικά το σχεδόν μαύρο λιβάδι. Χιλιάδες φίδια σέρνονταν στο νεκρό έδαφος. Ανατρίχιασε ολόκληρος!
Τράβηξε από μπροστά του με αργές κινήσεις τον αποτρόπαιο πίνακα, από φόβο για το πώς θα ήταν ο επόμενος. Ένιωσε το αίμα του να παγώνει. Έμεινε μαρμαρωμένος να κοιτάζει, λες και δεν είχε πίνακα μπροστά του, αλλά το κεφάλι της τρομερής Μέδουσας από την ελληνική μυθολογία, που ακόμα και αποκεφαλισμένη συνέχιζε να μαρμαρώνει όποιον σήκωνε τα μάτια του πάνω της. Μέσα από ένα κατάμαυρο φόντο, φτιαγμένο από άγριες σπατουλαριστές πινελιές που του έδιναν μιαν ανάγλυφη υφή, ένα τεράστιο κεφάλι φιδιού με κόκκινα μάτια και διάπλατα ανοιχτό στόμα, ξεπηδούσε από την εικόνα να τον κατασπαράξει.
Μόλις κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ και ένιωσε πάλι το αίμα να κυλάει στις φλέβες του, έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και φωτογράφισε τις νοσηρές εικόνες μπροστά του. Ξαφνικά ένιωσε τον αέρα μέσα στο δωμάτιο να τον πνίγει. Γύρισε με κατεύθυνση την έξοδο. Η ματιά του έπεσε σε ένα σπιράλ μπλοκ σχεδίου, που ήταν παραπεταμένο και σκονισμένο, σε μια γωνιά ανάμεσα από τους πίνακες. Το σήκωσε από το πάτωμα, φύσηξε το χαρτονένιο κάλυμμά του να φύγει η πολλή σκόνη από πάνω του και το άνοιξε να δει το περιεχόμενό του. Διάφορα προσχέδια με απλό μολύβι και κάρβουνο κάλυπταν τις λευκές σελίδες. Το κεφάλι ενός αλόγου, μια αιώρα δεμένη στον κορμό δέντρου, η κορυφή ενός βουνού. Μελέτη στη σκίαση γεωμετρικών σχημάτων, βάζων, ποτηριών, φρούτων. Προχώρησε μερικές ακόμα σελίδες και παρατήρησε την ίδια αλλαγή στα σχέδια, όπως και στους πίνακες. Οι απαλές σκιάσεις αντικαταστάθηκαν από μουντζούρες, άγριες μολυβιές και οργισμένες γραμμές. Μια μαύρη κηλίδα που σε κάθε επόμενη σελίδα άπλωνε και γινόταν όλο και πιο μεγάλη. Έφτασε σχεδόν στο τέλος του μπλοκ. Γύρισε την επόμενη σελίδα. Το ξάφνιασμα από την εικόνα που είδε ζωγραφισμένη, τον έκανε να αφήσει το μπλοκ να πέσει στο πάτωμα μπροστά στα πόδια του. Έφερε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του για να τον προστατέψει. Στα αυτιά του ήρθε από μνήμης ο τρομερός ήχος, εκείνη η τρομερή στριγκλιά, που του είχε παγώσει το αίμα. Μπροστά του πεσμένη, η εικόνα από το τρομερό τέρας με τα κατάμαυρα βαθουλωμένα μάτια και τη θολή μορφή που του είχε επιτεθεί πριν δυο μέρες, τον κοίταζε ακίνητο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top