Κεφάλαιο 32 - Η συνάντηση
Η ζωή ξεκινά τη μέρα που αρχίζεις να φτιάχνεις έναν κήπο.~ Κινέζικη παροιμία ~
Μια βδομάδα χρειάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο η Έμμα μετά το ξύπνημά της. Ο Ντάνιελ ήθελε να επιβλέπει την επαναπροσαρμογή της λεπτό προς λεπτό. Έγιναν εξετάσεις για τα πάντα. Από απλές εργαστηριακές εξετάσεις, μέχρι εγκεφαλογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία, καθώς και οφθαλμολογικές εξετάσεις. Αφαιρέθηκε ο γαστρικός σωλήνας που ήταν τοποθετημένος στο στομάχι και το πρώτο τμήμα λεπτού εντέρου του κοριτσιού και η Έμμα άρχισε να τρώει πάλι μόνη της με το κουτάλι, ελαφριές και αλεσμένες τροφές στην αρχή και σιγά σιγά να προσθέτονται μικρά κομματάκια τροφής για μάσημα στα γεύματά της. Όπως θα γινόταν με ένα μωρό που μαθαίνει ο οργανισμός του να τρώει στο ξεκίνημα της ζωής του.
Γνωρίστηκε με τη Λορέν που συνέχισε να βρίσκεται δίπλα της διαρκώς, να της μιλάει και να της εξηγεί, πώς την περιποιόταν όλα αυτά τα χρόνια που βρισκόταν σε κώμα. Τώρα στην καθημερινή ρουτίνα τους, προστέθηκαν όμορφες βόλτες στον υπέροχο περίβολο του νοσοκομείου, αντί της ηλεκτρικής διέγερσης στους μύες της 'Εμμα, που της έκανε με μηχάνημα καθημερινά η Λορέν. Επίσης η Λορέν βοήθησε το κορίτσι να σταθεί και να κάνει πλέον μόνη της το μπάνιο της, το λούσιμο και την προσωπική υγιεινή της. Όλα σιγά, με προσοχή και φροντίδα, όπως θα γίνονταν σε ένα μικρό παιδί που τα μαθαίνει όλα από την αρχή.
Δεν ήταν εύκολο για τα δυο κορίτσια να ξεκινήσουν από το μηδέν τη νέα επαφή τους. Η Έμμα όπως ήταν απόλυτα λογικό, φερόταν αμήχανα και ελαφρώς αποπροσανατολισμένη στην κάθε συναναστροφή της. Είχε ξυπνήσει άλλωστε μέσα σε ένα νοσοκομείο, περιτριγυρισμένη από τελείως άγνωστους γι' αυτήν ανθρώπους, μετά από έναν ύπνο που κράτησε κοντά τέσσερα χρόνια. Όσο για τη Λορέν, αισθανόταν και αυτή μια μικρή αμηχανία, καθώς γι' αυτήν η Έμμα ήταν η ιερή ασθενής. Το κορίτσι που γι' αυτήν είχε δημιουργηθεί ένα ολόκληρο νοσοκομείο στο όνομά της. Τώρα που είχε ξυπνήσει, έβλεπε απέναντί της ένα απλό και αθώο κορίτσι, τρομαγμένο και αποπροσανατολισμένο και αισθανόταν την ανάγκη να την αγκαλιάσει, να την καθησυχάσει, αλλά φοβόταν πως κάτι τέτοιο θα ήταν ανάρμοστο λόγω της θέσης της.
Ο Ντάνιελ από την άλλη είχε τον πιο δύσκολο ρόλο. Την οργανική, κινητική και ψυχολογική αποκατάσταση της Έμμα. Το ευτύχημα ήταν ότι η εξαίρετη ιατρική φροντίδα που είχε η Έμμα όλον αυτόν τον καιρό που βρισκόταν σε κώμα, την είχε κρατήσει σε άψογη κατάσταση, οργανικά και κινητικά. Οι εξετάσεις της ήταν τέλειες και οι μύες της βρίσκονταν παρ' όλη την ακινησία της, σε πολύ καλή κατάσταση χωρίς να έχουν ατροφήσει στο ελάχιστο, χάρη στην ευλαβική φροντίδα της Λορέν. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με την ψυχολογική της κατάσταση και εκεί ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι.
Με μεγάλη προσοχή ο Ντάνιελ, ανέλαβε να της γεμίσει τα τεράστια κενά που μοιραία είχε το κορίτσι. Η στιγμή που ξύπνησε, γεμάτη ένταση από έναν τρομερό εφιάλτη στην αγκαλιά του, είχε περάσει. Και πλέον η Έμμα δεν θυμόταν τίποτα από τον φανταστικό κόσμο που είχε δημιουργήσει στο μυαλό της ως άμυνα, για να αντιμετωπίσει όσα της είχαν συμβεί. Τώρα έδειχνε ήρεμη, αλλά γεμάτη απορίες που αναζητούσαν απαντήσεις. Η πίεση για τον Ντάνιελ ήταν τεράστια, να καταφέρει να της δώσει τις απαντήσεις που αναζητούσε, χωρίς να την τρομάξει.
Μέσα σε αυτό το κλίμα συγκρατημένης και προσεκτικής αντιμετώπισης, ερχόταν να συμπληρώσει την εικόνα μια έκρηξη ενέργειας, χαράς και ευφορίας. Η κυρία Μισέλ Πιέρ! Η είδηση ότι η κόρη της είχε ξυπνήσει, έσκασε σαν βόμβα τόσο στο νοσοκομείο, όσο και στην έπαυλη και στην ψυχή της την ίδια. Τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει πλέον τη Μισέλ μακριά από την κόρη της.
Την ίδια μέρα κιόλας, στήθηκε ολόκληρη επιχείρηση για να μεταφερθεί άμεσα στο νοσοκομείο και να συναντήσει την κόρη της. Ο Αρσέν, με τη βοήθεια του προσωπικού, μετέφεραν στα χέρια την κυρία Μισέλ στην στέγη στο πίσω μέρος της έπαυλης, που την περίμενε ελικόπτερο για να την μεταφέρει στο νοσοκομείο. Φόρτωσαν και το ειδικό αμαξίδιο για να μπορεί να κινηθεί σχετικά αυτόνομη, όταν θα έφτανε για να συναντήσει την κόρη της και η πτήση ξεκίνησε.
Στο νοσοκομείο επικρατούσε μια ευχάριστη αναστάτωση. Φυσικά η μεγάλη είδηση ήταν ότι η Έμμα είχε ξυπνήσει από το κώμα, αλλά και ο ερχομός της μεγάλης Μισέλ Πιερ, της μυστηριώδους εργοδότριας, που όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν είχε δει ποτέ του, είχε ξεσηκώσει όλο το προσωπικό, που περίμενε με λαχτάρα να τη γνωρίσει. Όταν έφτασε το ελικόπτερο, δύο νοσοκόμοι μαζί με τον γραμματέα της κυρίας Μισέλ, την βοήθησαν να αποβιβαστεί και να κάτσει στο αμαξίδιό της. Η Μισέλ έλαμπε από χαρά. Τα μάτια της γυάλιζαν και το χαμόγελό της φώτιζε ολόκληρο το πρόσωπό της. Χαιρέτησε εγκάρδια όσους πλησίασαν για να βοηθήσουν και να την υποδεχτούν και πολύ ευγενικά τους παρακάλεσε να την κατευθύνουν στο θάλαμο που βρισκόταν η κόρη της, χωρίς καθυστέρηση.
Στο διάδρομο που κάποτε τον ονόμαζαν "διάδρομο της ματαιότητας", την περίμενε ο Ντάνιελ. Μόλις διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, η Μισέλ τέντωσε το χέρι της να τον χαιρετήσει, αλλά όταν πλησίασε σκύβοντας ο Ντάνιελ να της δώσει το χέρι του, άνοιξε την αγκαλιά της και τον τράβηξε πάνω της.
-Τα κατάφερες, την έφερες πάλι πίσω, σε ευχαριστώ... Του ψιθύρισε γεμάτη συγκίνηση. Το ήξερα, από την πρώτη στιγμή που σε είδα, ότι θα τα καταφέρεις. Σε παρακαλώ, πήγαινέ με κοντά της.
Μαζί της ακολούθησε ο Αρσέν. Ο Ντάνιελ αντάλλαξε μαζί του κάποιες ματιές όλο νόημα όσο διέσχιζαν το διάδρομο και ο Αρσέν με νεύματα του έδωσε να καταλάβει ότι όλα ήταν εντάξει με τη Μισέλ, πέρα από την αναμενόμενη συναισθηματική φόρτιση που φαινόταν σε κάθε εκατοστό πάνω της.
Μόλις έφτασαν έξω από το δωμάτιο της Έμμα, ο Ντάνιελ χαμογέλασε στην κυρία Μισέλ.
-Έφτασε η στιγμή που περιμένατε, είστε έτοιμη;
-Είμαι πανέτοιμη! Αυτή τη στιγμή την ονειρευόμουν χρόνια. Όμως σε παρακαλώ αγόρι μου, δεν θέλω να μπείτε κι εσείς. Θέλω να μας αφήσετε μόνες, Ντάνιελ.
-Είστε σίγουρη κυρία Μισέλ; Θα ήθελα να είμαι δίπλα σας, η φόρτιση είναι πολύ μεγάλη και...
-Ναι Ντάνιελ, είμαι απόλυτα σίγουρη. Έχω αντέξει τόσα χρόνια τεράστιο πόνο και όλους γύρω μου να με θεωρούνε τρελή. Αυτή η φόρτιση είναι χαρά, δεν χρειάζομαι επίβλεψη για να είμαι ευτυχισμένη καλέ μου, πίστεψέ με. Θέλω όμως να σε ρωτήσω κάτι, πριν ανοίξεις την πόρτα. Έφερα το μαξιλάρι της μαζί μου, την φανταστική φίλη της, την Σμέτι. Να της το δώσω, ή θα την αναστατώσω; Ο Ντάνιελ της χαμογέλασε.
-Ναι, να της το δώσετε. Θα μου επιτρέψετε όμως να παρακολουθώ από την οθόνη στο γραφείο μου; Θα ήθελα να δω πώς θα αντιδράσει η Έμμα σε αυτό.
-Και να με έχεις και το νου σου επί τη ευκαιρία, του είπε χαμογελώντας και κούνησε το κεφάλι της. Εντάξει, μπορείς να μας παρακολουθείς. Πήγαινέ με τώρα στην κόρη μου.
Η Έμμα καθόταν στο κρεβάτι της και συζητούσε με την Λορέν. Μόλις ο Ντάνιελ άνοιξε την πόρτα, δύο τεράστια γαλανά μάτια τον κοίταξαν όλο προσμονή. Ο Ντάνιελ της είπε άηχα ότι η μητέρα της είχε φτάσει, με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Γύρισε στη Λορέν και της είπε να βγει από το δωμάτιο. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και βοήθησε την κυρία Μισέλ να περάσει μέσα. Μετά έκανε στροφή, έκλεισε την πόρτα πίσω του και άφησε τις δύο γυναίκες μόνες τους.
-Λορέν, η κυρία Μισέλ ζήτησε λίγο χρόνο μόνη της με την κόρη της. Αρσέν, η Λορέν είναι η βοηθός μου και προσωπική νοσοκόμα της Έμμα, όλα αυτά τα χρόνια.
-Έχουμε μιλήσει κάποιες φορές τηλεφωνικά, χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και από κοντά Λορέν.
-Κι εγώ το ίδιο, Αρσέν.
-Λορέν, τι θα έλεγες να δείξεις στον Αρσέν την καφετέρια του νοσοκομείου και να κάνετε ένα διάλειμμα παρέα; Εγώ θα μείνω εδώ, να παρακολουθώ την Έμμα με την μητέρα της από το γραφείο μου. Όταν θα είναι έτοιμες, θα σας καλέσω στο κινητό να επιστρέψετε.
Η Λορέν με τον Αρσέν έφυγαν για την καφετέρια και ο Ντάνιελ μπήκε στο γραφείο του. Η ματιά του καρφώθηκε στην οθόνη που έβλεπε στο δωμάτιο της Έμμα. Είδε τις δύο γυναίκες σφιχταγκαλιασμένες. Η Έμμα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και είχε πέσει στην αγκαλιά της μητέρας της, που την είχε τυλίξει με λαχτάρα στην αγκαλιά της. Συγκινημένος από τη σκηνή, κάθισε μπροστά στην οθόνη του και δυνάμωσε την τελείως χαμηλωμένη φωνή. Άκουσε ένα βουβό κλάμα που διακοπτόταν από μεμονωμένες λέξεις, "κοριτσάκι μου", "μανούλα μου", που έσβηναν γρήγορα μέσα σε λυγμούς και αναφιλητά. Για κάμποση ώρα, μάνα και κόρη έμειναν αγκαλιασμένες χωρίς να αφήνει η μια την άλλη, λες και προσπαθούσαν να χορτάσουν την παρουσία τους, να γεμίσουν το κενό χρόνων, μέσα από αυτή την αγκαλιά.
Άρχισαν να μιλάνε χαμηλόφωνα, όλο χαμόγελα και συγκίνηση και οι δύο, κρατώντας τα χέρια η μια της άλλης.
Ο Ντάνιελ άκουσε την κυρία Μισέλ να ζητάει συγνώμη από την κόρη της, θεωρώντας πως ότι της συνέβη, ήταν δική της ευθύνη με τις λάθος επιλογές που έκανε.
Η Έμμα της είπε να σταματήσει να τα παίρνει όλα πάνω της, όπως έκανε πάντα. Της είπε επίσης ότι έμαθε τι συνέβη στον Τζέρεμι και πως ανησυχούσε για το πώς αισθανόταν η μαμά της γι' αυτή την εξέλιξη.
-Δεν στενοχωριέμαι στο ελάχιστο αγάπη μου. Ο Τζέρεμι έκανε μεγάλο κακό στο σπίτι μας κι εγώ δεν είχα πάρει είδηση. Οι τύψεις και ο φόβος του διασυρμού τον οδήγησαν σε αυτή την πράξη που έκανε και νιώθω ανακούφιση που έγιναν έτσι τα πράγματα, γιατί άμα ζούσε ακόμα, θα τον κυνηγούσα εγώ η ίδια χωρίς έλεος. Καλύτερα όμως να μην μιλάμε άλλο γι' αυτόν, θέλω να μου πεις για σένα, τι έχετε πει με τον Ντάνιελ, τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα που θα γυρίσεις σπίτι;
-Μαμά, ο Ντάνιελ μου εξήγησε ότι κάποια γεγονότα που με πίεσαν πάρα πολύ, δημιούργησαν αυτό το κενό στο κεφάλι μου. Ότι ήταν τέτοια η πίεση που ένιωσα, που το μυαλό μου σταμάτησε να ανταποκρίνεται. Και πως τώρα, θα τα χειριστούμε όλα προσεκτικά και ψύχραιμα καθώς θα επανέρχονται στο μυαλό μου.
-Ο Ντάνιελ αγωνίστηκε πάρα πολύ να σε επαναφέρει καρδούλα μου, θα κάνει ότι καλύτερο για σένα, το ξέρω καλά αυτό. Και τι άλλο σου λέει ο Ντάνιελ;
-Ναι, είναι περίεργο. Νιώθω τόσο οικεία και τόσο ασφαλής όταν μιλάμε μαζί. Αν και δεν τον ήξερα, είναι σαν να γνωριζόμαστε πάρα πολύ καιρό. Μερικές φορές μου λέει πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω. Μού είπε ότι έχω ένα εκπληκτικό χάρισμα, να μετατρέπω την ασκήμια σε ομορφιά και ότι η καλλιτεχνική φύση μου προφύλαξε το πνεύμα μου, ασφαλίζοντάς το μέσα σε εικόνες γεμάτες φως και καλοσύνη. Χαμογέλασε στη μαμά της και κούνησε το κεφάλι της. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, αλλά αυτά που μου λέει ζεσταίνουν την καρδιά μου.
Η Μισέλ έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, χωρίς να απαντάει. Τελικά της χαμογέλασε και έβαλε το χέρι της κάτω από την καρέκλα της. Τράβηξε μια πολύχρωμη πλαστική τσάντα.
-Σού έφερα τη φιλενάδα σου, τη Σμέτι. Να την έχεις παρέα σου, μέχρι να γυρίσεις σπίτι. Άνοιξε την πλαστική τσάντα και έβγαλε το πολύχρωμο μαξιλάρι σε σχήμα πεταλούδας. Η Έμμα το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε.
-Αχ καλέ μαμά, της είπε γλυκά γελώντας. Ένα μαξιλάρι είναι και τίποτα παραπάνω. Σε ευχαριστώ όμως που την έφερες. Θα την έχω παρέα μου μέχρι να γυρίσω σπίτι. Δεν ξέρεις πόσο ανυπομονώ να περπατήσω ξανά στον κήπο μας, να φροντίσω ξανά τις φρέζιες και τις μανόλιες μας, να μυρίσω το άρωμα από τα ζουμπούλια και τα νυχτολούλουδα.
-Κι εγώ κοριτσάκι μου, περιμένω πώς και πώς αυτή τη στιγμή. Να ξαναμπεί χαρά και ζωή στο σπίτι μας. Δεν θέλω να τρώω χρόνο από το πρόγραμμά σου, όσο πιο γρήγορα γίνουν όλα, τόσο καλύτερα για να γυρίσεις κοντά μου. Ξέρεις, σκεφτόμουν να σου ετοιμάσω ένα πάρτι υποδοχής όταν γυρίσεις και μετά συνειδητοποίησα ότι με τα μαθήματα κατ' οίκον και τους φόβους μου να σε έχω συνέχεια κοντά μου, δεν έχεις φίλους που θα μπορούσα να καλέσω. Έκανα πολλά λάθη γλυκιά μου και το έχω μεγάλο βάρος. Θα τα κάνουμε όλα σωστά αυτή τη φορά, στο υπόσχομαι, της είπε και τα μάτια της γυάλισαν από δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει.
Η Έμμα έπεσε στην αγκαλιά της και την γέμισε φιλιά.
Ο Ντάνιελ έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τον Αρσέν, να έρθει για την κυρία Μισέλ.
Μάνα και κόρη αγκαλιάστηκαν για άλλη μια φορά και χώρισαν πολύ συγκινημένες. Ο Ντάνιελ χαιρέτησε την κυρία Μισέλ και της είπε ότι σύντομα θα την ενημέρωνε για την εξέλιξη της Έμμα και πότε θα ήταν έτοιμη να γυρίσει σπίτι. Γύρισε στο γραφείο του για να κλείσει την οθόνη, αλλά κάποιοι ψίθυροι τράβηξαν την προσοχή του. Πλησίασε στην οθόνη και είδε με έκπληξη την Έμμα να μιλάει στη φανταστική της φίλη. Κάθισε και δυνάμωσε την ένταση εστιάζοντας όλη του την προσοχή στη σκηνή μπροστά του.
-Σμέτι μου, φιλαράκι των παιδικών μου χρόνων, να που βρισκόμαστε και πάλι. Ξέρεις, είναι σαν να σε είχα πάντα δίπλα μου όλον αυτόν τον καιρό. Σαν να ήσουν εκεί, μέσα στα όνειρά μου, φύλακάς μου, συμβουλάτορας, συντροφιά μου σε κάθε μου κίνηση.
Έμεινε να κοιτάζει το μαξιλάρι πεταλούδα και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Το έσφιξε στην αγκαλιά της και ξεσπώντας σε ένα γέλιο με κλάμα μαζί, μονολόγησε στον εαυτό της:
-Τι χαζή που είσαι Έμμα, κάθεσαι και μιλάς σε ένα μαξιλάρι.
Εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο η Λορέν. Ο Ντάνιελ συνέχισε να παρακολουθεί την Έμμα, που σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και άφησε στο πλάι δίπλα της το μαξιλάρι. Γύρισε και χαμογέλασε με ενθουσιασμό στη Λορέν, που της πρότεινε να βγουν μια βόλτα, να περπατήσουν στον κήπο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top