Κεφάλαιο 30 - Το μονοπάτι του τρόμου και των ενοχών.

Πέρασαν λεπτά, ώρες, ίσως και μέρες σε εκείνο το σκοτεινό σημείο, θαμμένο μέσα στην γκρίζα ομίχλη. Ο χρόνος δεν υπήρχε, δεν είχε νόημα εκεί μέσα. Ο Ντάνιελ άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε την Έμμα και μετά το χώρο γύρω του. Μια σκέψη ήρθε σαν αναλαμπή και φώτισε το μυαλό του, κάνοντάς τον να αναπηδήσει.

Κι όμως! Το τοπίο, μπορεί να ήταν γκρίζο, σκοτεινό, ζοφερό, αλλά στεκόταν ακόμα. Το είχε ξαναζήσει αυτό. Όταν βάσταγε την Έμμα λιπόθυμη στην αγκαλιά του, μέσα στην καλύβα που είχε θάψει τους χειρότερους φόβους της. Η εικόνα έστεκε γύρω τους κι ας είχε χάσει τις αισθήσεις της η Έμμα. Καινούργια αποφασιστικότητα ξύπνησε μέσα του. Ήταν μόνη της και την κατέβαλε η προσπάθεια και ο φόβος. Ναι! Αυτό είχε συμβεί. Τίποτα δεν είχε χαθεί ακόμα. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την ξυπνήσει, να την επαναφέρει κοντά του και να τελειώσουν παρέα αυτή τη φοβερή διαδρομή. Δεν θα την άφηνε μονάχη αυτή τη φορά. Με ποιο τρόπο όμως να την επαναφέρει; Ούτε οι φωνές, ούτε τα τραντάγματα, ούτε τα παρακάλια είχαν αποτέλεσμα.

-Σκέψου, σκέψου Ντάνιελ. Ακούμπησε με προσοχή την Έμμα στο έδαφος και σκαρφάλωσε πάλι στο ύψωμα που κατέβηκε πριν λίγο. Κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι. Προσπάθησε να θυμηθεί πώς ξεκίνησε και βρέθηκε σε αυτό το σημείο. Είχε προσπαθήσει να ακολουθήσει τη Σμέτι, αλλά δεν την πρόλαβε, γιατί χάθηκε μέσα σε δικές του προβολές. Ήταν η Σμέτι που του επισήμανε, ότι ήταν δικοί του οι δαίμονες που τον τράβηξαν στο κενό.

-Η Σμέτι! Αναφώνησε. Μπορεί να συνεχίζει να περιπλανιέται, χαμένη κι αυτή σε αυτό το χαμό γύρω μας. Άρχισε να την αναζητά, κοιτάζοντας γύρω του, φωνάζοντας το όνομά της. Σκαρφάλωσε στο ομιχλιασμένο ύψωμα και συνέχισε να την καλεί. Η Σμέτι δεν άργησε να εμφανιστεί μπροστά του. Ήταν σε κακό χάλι. Τα φτερά της καψαλισμένα, το πρόσωπό της μουτζουρωμένο, έδειχνε και αυτή εξαντλημένη όπως ο Ντάνιελ. 

-Όλα τελείωσαν χαζούλη. Το κακό ξύπνησε ξανά και κατάπιε τα πάντα γύρω του. Μακάρι να με είχε ακούσει η Έμμα, να είχαμε μείνει στους όμορφους κήπους της και στις γαλήνιες λίμνες της, κάτω από τα πολύχρωμα δειλινά. 

-Τίποτα δεν τελείωσε Σμέτι. Δεν πρόκειται να εγκαταλείψω την Έμμα. Μαζί θα διασχίσουμε το μονοπάτι του τρόμου, θα νικήσουμε όλα τα τέρατα που την καταδιώκουν και θα τα αφήσουμε όλα πίσω μας. Θα ξαναβρούμε πολύχρωμα λιβάδια και καταγάλανους ουρανούς, αλλά αληθινούς αυτή τη φορά και όχι ζωγραφιές, ή εικόνες ονείρων. Μίλα της, φέρε την πίσω, μόνο εσύ μπορείς...

-Μα δεν καταλαβαίνεις; Αυτή η επιμονή σου είναι που μας οδήγησε σε αυτό εδώ το χάλι. Τελείωσε χαζούλη. Όλα καταστράφηκαν. Η Έμμα δεν θα μπορέσει να σταθεί πια σε όμορφους κόσμους, γιατί εσύ την έκανες να τους βλέπει ψεύτικους και να αναζητά άλλους, αληθινούς.

-Εσύ δεν καταλαβαίνεις Σμέτι. Δεν θα χρειαστεί να ξαναστήσει τους ψεύτικους κόσμους της, γιατί θα γυρίσουμε μαζί σε κόσμους αληθινούς και όχι βυθισμένους σε όνειρα. Σου είπα, δεν την αφήνω, δεν πρόκειται να φύγω, μόνο βοήθησέ με να την ξυπνήσω. Μόνο αυτό σου ζητάω, σε παρακαλώ. Μόνο εσένα έχω Σμέτι, εγώ δεν πρόκειται να εγκαταλείψω, μην με εγκαταλείπεις εσύ...

Η Σμέτι τον κοίταξε με προσοχή. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα ή και λεπτά, χωρίς να μιλάει κανείς, μόνο να κοιτάζονται επίμονα.

-Είχε δίκιο η Έμμα, είπε τελικά η μικρή πεταλουδονεράιδα. 

-Σε τι πράγμα είχε δίκιο; Για ποιο πράγμα μιλάς, Σμέτι;

-Όταν την εκλιπαρούσα να μην ξεκινήσει να περάσει το ξεχασμένο μονοπάτι μόνη της, μού είχε πει ότι δεν θα ήταν μόνη. Ήταν σίγουρη ότι θα ερχόσουν. Είχε κοιτάξει την ψυχή σου μού είπε και ήξερε ότι θα παλέψεις μαζί της. Είσαι ο μαχητής που περιμέναμε χαζούλη και όχι ο εισβολέας που τα κατέστρεψε όλα, όπως νόμιζα. Ποιος να το έλεγε... 

Στάθηκε και τον κοίταξε για λίγο, όμως πλέον η ματιά της ήταν διαφορετική. Δεν έδειχνε πια θυμωμένη μαζί του όπως έκανε συνήθως, αλλά ένα βλέμμα σεβασμού και αποδοχής είχε πάρει τη θέση του στο όμορφο πρόσωπό της. Χαμήλωσε το κεφάλι της σαν να τον χαιρετούσε και χωρίς άλλη κουβέντα πετάρισε και χάθηκε πίσω από το ύψωμα.

-Στάσου, μη φεύγεις, φώναξε ο Ντάνιελ όλο αγωνία, αλλά η Σμέτι είχε ήδη χαθεί. Σκαρφάλωσε πάλι στο ύψωμα και κατηφόρισε κατρακυλώντας για να βρεθεί στο πλευρό της Έμμα, στο σημείο που την είχε αφήσει. Την είδε εκεί που την άφησε καθιστή, να τον κοιτάζει και να του χαμογελά.

-Το ήξερα ότι θα έρθεις, του είπε γλυκά.

Ο Ντάνιελ δεν απάντησε, αλλά έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Έμμα έκανε κι αυτή το ίδιο. Τύλιξε τα χέρια της και τον αγκάλιασε σφιχτά. Έμειναν ένα κουβάρι πλεγμένο, μέχρι που ο Ντάνιελ την ανασήκωσε και την έστησε στα πόδια της.

-Έλα κορίτσι μου, πάμε να φύγουμε από αυτόν τον εφιάλτη. Την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Την είδε γαλήνια, ήρεμη, αποφασισμένη. Τού έγνεψε ότι είναι έτοιμη. 'Επλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της και ξεκίνησαν. Τα βήματά τους βαριά, σχεδόν σέρνονταν στο νεκρωμένο, ανηφορικό έδαφος, λες και η βαρύτητα ήταν διαφορετική σε αυτό το καταραμένο μέρος. Λες και ζύγιζαν τριακόσια κιλά και με δυσκολία ξεκολλούσαν τα μέλη τους από το έδαφος.

Προχώρησαν με την ανάσα τους να γίνεται όλο και πιο βαριά, μπαίνοντας όλο και βαθύτερα στο σκοτεινό μονοπάτι μπροστά τους. Σκιές άρχισαν να εμφανίζονται, να περνάνε με ταχύτητα γύρω τους και μετά να χάνονται στο σκοτάδι. Φωνές, ουρλιαχτά και κλάματα άρχισαν να ακούγονται εδώ κι εκεί. Ένιωσε το χεράκι της Έμμα να τρέμει μέσα στο δικό του χέρι. Έκοψε το βήμα του και γύρισε να την κοιτάξει. 

-Είσαι καλά; την ρώτησε με έννοια. Την είδε να βαριανασαίνει και να κοιτάζει με μάτια τρομαγμένα γύρω της.

-Φτάνουμε. Σε λίγο θα ξεκινήσουν, τού είπε ψιθυρίζοντας. Χέρια θα απλώνονται πάνω μας, να μας ξεσκίσουν τα ρούχα, να μας γδάρουν το δέρμα, να μας τραβήξουν στο σκοτάδι μαζί τους. Η ανάσα της έγινε βαθιά και ασταθής, ενώ ρίγος διαπέρασε όλο της το κορμί.

-Δεν θα τους αφήσω να σε πλησιάσουν. Έλα, χώσου στην αγκαλιά μου. Μην κοιτάς γύρω σου, είναι ο τρόμος σου που τους θρέφει και τους δίνει δύναμη. Δεν υπάρχουν Έμμα, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει κορίτσι μου. Πρέπει να το πιστέψεις. Κοίτα με στα μάτια, Έμμα. Πες μου πως με εμπιστεύεσαι. Τον κοίταξε και με μάτια όλο τρόμο, έκανε ένα αβέβαιο νεύμα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Της φίλησε τα μαλλιά και της ψιθύρισε να κλείσει τα μάτια της.

-Άσε με να σε οδηγήσω εγώ. Μην κοιτάς γύρω σου. Μη δίνεις σημασία στις φωνές και τις κραυγές.

Συνέχισε να προχωράει, έχοντας τυλίξει τα χέρια του γύρω από την Έμμα και προσπαθώντας να βρει ένα πέρασμα να βγει από την σκοτεινιά που ήταν σαν να τους κατάπινε όλο και πιο βαθιά μέσα της.

Οι σκιές άρχισαν να παίρνουν συμπαγή μορφή. Έγιναν μικρά παιδιά, τρομοκρατημένα προσωπάκια, πονεμένες μορφές, τέντωναν τα χεράκια τους και τον καλούσαν να τα βοηθήσει. Ματωμένα κορμιά εμφανίζονταν μπροστά του, ξαπλωμένα στο δρόμο που πάσχιζε να διασχίσει, σε στοίβες γύρω του. Ανασήκωνε τα πόδια του για να μην σκοντάψει πάνω τους, καταβάλλοντας μεγάλο κόπο για να τα αποφύγει. Απλωμένα χέρια άρχισαν να γαντζώνονται πάνω του, να τραβάνε τα ρούχα του, να προσπαθούν να τον τραβήξουν κοντά τους. Ο Ντάνιελ πάσχιζε με όλες του τις δυνάμεις να συνεχίσει να προχωράει, να διασχίσει αυτό το ολέθριο μονοπάτι, όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. 

-Είναι δικές μου αυτές οι προβολές, είναι το δικό μου βάρος αυτές οι εικόνες γύρω μου, είπε στον εαυτό του και έσφιξε ακόμα πιο πολύ την Έμμα πάνω του. Ένιωσε τη βαριά ανάσα της, το τρεμάμενο κορμί της, τους λυγμούς που τράνταζαν το στήθος της. 

-Σσσσσς, ησύχασε, θα τα καταφέρουμε κορίτσι μου. Είμαι δίπλα σου, δεν πρόκειται να σε αφήσω.

Συνέχισε να σέρνει τα πόδια του με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία, ώσπου είδε την σκοτεινιά να χάνει το βαθύ σκοτάδι της μπροστά του. Ένα ξεθωριασμένο φως άρχισε να καλύπτει τον ορίζοντα. Τόσο απαλό, σαν την πρώτη ανάσα μιας νέας μέρας.  Η ώρα που η νύχτα αρχίζει να χάνεται, αλλά ο ήλιος δεν έχει ξεπροβάλλει ακόμα από την ανατολή. Πήρε δυνάμεις από αυτό το αναπάντεχο άνοιγμα στη σκοτεινιά που τους πλάκωνε και με νέα αποφασιστικότητα ζωήρεψε τον βηματισμό του. 

Ασθμαίνοντας και κάθιδρος, κατάφερε και έφτασε στην κορυφή του μονοπατιού, συνεχίζοντας να έχει την Έμμα σφιχτά αγκαλιασμένη πάνω του. Σταμάτησε και κοίταξε έκπληκτος. Βρισκόταν στην άκρη ενός απότομου γκρεμού και πέρα από αυτόν, δεν μπορούσες να δεις τίποτα, μόνο πυκνά σύννεφα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο, ήταν λες και έφτασε στο τέλος, στην άκρη του κόσμου. Πλησίασε με προσοχή στην άκρη του γκρεμού και κοίταξε κάτω. Απότομος, κοφτός βράχος, λες και κάποιος τον έκοψε με μαχαίρι, έφτανε ως κάτω σε απόλυτη ευθεία και χανόταν μέσα σε πυκνή ομίχλη, που δεν σε άφηνε να δεις τι υπάρχει από κάτω της και αν αυτός ο γκρεμός είχε τέλος. Από κει και πέρα μπορούσες να δεις μόνο σκοτεινά, μαύρα σύννεφα, σαν μια θάλασσα από ατμό όσο έφτανε η ματιά σου, που άστραφταν και βογκούσαν εδώ κι εκεί. Ανταριασμένα σύννεφα που έφερναν στροφές και κύκλους, πύκνωναν και αραίωναν, πάλλονταν πάνω κάτω και συγκρούονταν μεταξύ τους, προκαλώντας λάμψεις και φωτεινές γραμμές, σαν ένα ζωντανό θηρίο που ανέπνεε βαριά, βρυχόταν και άστραφτε. 

Η Έμμα ξετυλίχτηκε από την αγκαλιά του και κοίταξε γύρω της. Κοίταξε την άκρη του γκρεμού, την ατέλειωτη άγρια θάλασσα από σύννεφα που απλωνόταν μπροστά τους και ύστερα γύρισε από την άλλη, στο μονοπάτι που μόλις είχαν διασχίσει. Είδε μορφές τρομακτικές να σέρνονται μέσα στη σκοτεινιά και να πλησιάζουν προς το μέρος τους. Γύρισε και κοίταξε τον Ντάνιελ με γουρλωμένα μάτια.

-Αυτό ήταν λοιπόν; Ως εδώ ήταν το ταξίδι μας; Φτάσαμε σε αδιέξοδο; Τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

Ο Ντάνιελ δεν της απάντησε. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Μόνο την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω στο στήθος του. Έμεινε να κοιτάζει έντρομος τις απειλητικές μορφές, που όλο και πλησίαζαν κοντά τους έρποντας. 

.

Η Έλενα είχε γύρει στην πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του Ντάνιελ και κοίταζε αφηρημένα το πανέμορφο τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο, όταν άκουσε ένα θόρυβο από τα μόνιτορς της Έμμα. Γύρισε και κοίταξε την Λορέν.

-Περίεργο, μονολόγησε το κορίτσι και πήγε κοντά στη συσκευή να ελέγξει γιατί χτύπησε το μηχάνημα. Οι καρδιακοί παλμοί της Έμμα, δείχνουν να ανεβαίνουν απότομα. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί.

-Λορέν, κοίτα τον Ντάνιελ, αναφώνησε η Έλενα. Ξαφνικά η ανάσα του έγινε πιο γρήγορη. Κοίτα το στήθος του πώς ανεβοκατεβαίνει.

-Κάτι συμβαίνει. Θα καλέσω τον δόκτορα Γκίλιαν, είπε η Λορέν και κατευθύνθηκε στην ενδοεπικοινωνία.

Πέντε λεπτά αργότερα, ο δόκτορ Γκίλιαν στεκόταν πάνω από τον Ντάνιελ και την Έμμα. Κοιτάζοντας το μόνιτορ της Έμμα, έβγαλε το στηθοσκόπιό του και το ακούμπησε στο στήθος του Ντάνι. Έσμιξε τα φρύδια του με απορία. Έπιασε τον καρπό του Ντάνιελ και αναζήτησε τον σφυγμό του. Κοίταξε τα μάτια του με το φακό. Έλεγξε το οξυγόνο του και παράλληλα κοίταζε συνέχεια και τις μετρήσεις της Έμμα.

-Τι συμβαίνει γιατρέ; Ρώτησε η Έλενα όλο αγωνία.

-Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω. Μακάρι να μού είχε μιλήσει ο Ντάνιελ για τη μεθόδό του, να μπορούσα να καταλάβω πώς δουλεύει. Αυτό το πράγμα δεν το έχω ξανασυναντήσει. Οι δυο τους δείχνουν να έχουν συντονιστεί απόλυτα σε χτύπους καρδιάς και ανάσες. 

-Μήπως... να διακόψουμε τη σύνδεσή τους; Ρώτησε η Λορέν διστακτικά.

-Νομίζω πως πρέπει να περιμένουμε. Η Έμμα δεν είχε ανταποκριθεί ποτέ και σε τίποτα για πάρα πολύ καιρό. Και κοίτα τώρα, οι παλμοί της ανεβαίνουν και ακολουθούν αυτούς του Ντάνιελ, ή του Ντάνιελ ακολουθούν τους δικούς της. Κοιτάξτε τις αναπνοές τους, έχουν συντονιστεί απόλυτα. Κάτι πρέπει να σημαίνουν όλα αυτά. Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Ανησυχήσαμε όταν είδαμε τον Ντάνιελ σε κωματώδη κατάσταση και δικαιολογημένα. Όμως να που όχι μόνο δείχνει να ανεβάζει παλμούς, αλλά παρασύρει και την Έμμα μαζί του. Μακάρι να καταλάβαινα τι κάνει, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι κάτι κάνει. Σαν να βυθίστηκε στον κόσμο της για να τη βρει και τώρα τη βρήκε και αγωνίζεται να την φέρει πίσω. Όχι, δεν πρέπει να τους αποσυνδέσουμε. Πρέπει να περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτή η σύνδεση.

Οι τρεις τους έμειναν αμίλητοι, να παρακολουθούν την απόλυτα συντονισμένη κίνηση στο στήθος της Έμμα και του Ντάνιελ και να ακούνε το μόνιτορ της Έμμα, να ανεβάζει όλο και περισσότερο την έντασή του.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top