Κεφάλαιο 18 - Υπναγωγία & μυσταγωγία

Συνεδρία Νο 8

Σαν να άλλαξε ο καιρός. Ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από γκρίζα σύννεφα. Πηχτή ομίχλη έχει απλωθεί και δεν μπορείς να καταλάβεις αν ξημερώνει, ή αν σουρουπώνει. 

-Σμέτι, τι συμβαίνει; Πού είναι η Έμμα; Γιατί είναι τόσο σκοτεινά εδώ;

-Στο είχα ξαναπεί χαζούλη. Κάθε φορά που εμφανίζεσαι, ταράζεις την Έμμα. Είναι τόσο μπερδεμένη. Αποζητάει την παρέα σου, θέλει να μιλάει μαζί σου, αλλά κάθε φορά την κυριεύει μια μελαγχολία. Την κάνεις και θυμάται πράγματα που την στενοχωρούν. Λες ότι είσαι φίλος της, αλλά δεν της κάνεις καλό. Καλύτερα να φύγεις.

-Είναι κάτι που το θέλει η Έμμα αυτό, Σμέτι; Θέλει να φύγω; Έστειλε εσένα να μού το πεις; 

Η Σμέτι δεν απάντησε, μόνο πετάρισε τα πολύχρωμα φτερά της χαμηλώνοντας το βλέμμα της. Ο Ντάνιελ αναθάρρεψε. Ξεκίνησε να μιλάει με ήρεμη φωνή αργά και καθαρά προς τη Σμέτι.

-Καλή μου Σμέτι, εσύ και η Έμμα πρέπει να καταλάβετε. Ο δρόμος δεν είναι ποτέ μια ευθεία γραμμή και δεν μπορείς για πάντα να αποφεύγεις τις απότομες στροφές στον δρόμο που ανοίγεται μπροστά σου. Η ζωή είναι απρόβλεπτη και αυτό είναι που την κάνει συναρπαστική. Η Έμμα μού είχε πει ότι δεν της αρέσουν τα παραμύθια. Γιατί λοιπόν επιλέγει να ζει μέσα σε ένα ψέμα;

-Δεν το επιλέγει, αλλά αυτό που ζητάς δεν είναι εύκολο χαζούλη.

-Ποτέ δεν είναι εύκολο καλή μου. Όμως νομίζω ότι η Έμμα έχει ξεχάσει να διαχειρίζεται τα συναισθήματά της και πασχίζει να ξαναθυμηθεί πώς να το κάνει. Εσύ πρέπει να τη βοηθήσεις σε αυτό Σμέτι, όχι να την παρακινείς να κρύβεται.  

-Γιατί να την βοηθήσω; Γιατί πρέπει να θυμάται κάτι που δεν θέλει, κάτι που της προξενεί πόνο;

-Γιατί είναι κομμάτι της ζωής της γλυκιά μου. Κάτι που ζήσαμε και μας ζόρισε συναισθηματικά, δεν γίνεται να το εξαφανίσουμε. Δεν γίνεται να το θάβουμε, να το ξεχνάμε. Αν κάτι έζησε η Έμμα που την τρόμαξε, τότε πρέπει να το ζωγραφίσει σε έναν πίνακα απ' αυτούς που φτιάχνει και όλοι θαυμάζουν. Πρέπει να το κάνει κείμενο, ποίημα, τραγούδι. Να το κάνει ξέσπασμα, αταξία, να το φωνάξει ξεμπροστιάζοντάς το. Μόνο μην το αφήσει να την καταπιεί, γιατί μόνο έτσι του κλείνει το δρόμο να μην ξανασυμβεί.

-Εύκολο να το λες χαζούλη, όμως οι άνθρωποι είναι κακοί. Κοιτάζουν πώς να σε πληγώσουν, να σε κομματιάσουν, να κόψουν τα φτερά σου.

-Πρέπει να παραφυλάς στη ζωή σου Σμέτι. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που θα προσπαθήσουν να σού κάνουν κακό, όμως δεν πρέπει να χαραμίσεις τη ζωή σου προσπαθώντας να κρύβεσαι από αυτούς. Γιατί πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι κακοί, που θέλουν μόνο να καταστρέψουν, να αρπάξουν, να κάψουν ότι βρεθεί μπροστά τους. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί στον κόσμο. Υπάρχουν και οι άλλοι που έχουν να δώσουν πολλά, που θα φυτέψουν φως και ελπίδα στο διάβα σου όταν τους συναντήσεις. Κοίταξε την Σμέτι βαθιά στα μάτια. Τον παρακολουθούσε σχεδόν μαγνητισμένη σε ότι της έλεγε. Πήρε θάρρος και συνέχισε.

-Πάντα θα υπάρχει το καλό και το κακό. Πάντα θα υπάρχουν  οι άνθρωποι που θα τραβήξουν τη σκανδάλη να σε λαβώσουν χωρίς σκέψη, όμως υπάρχουν και αυτοί που θα περιποιηθούν και θα γιατρέψουν τις πληγές σου, υπάρχουν αυτοί που θα σταθούν σαν βράχος δίπλα σου, θα γίνουν μια γροθιά για να αντιμετωπίσετε μαζί το κακό. Άνθρωποι που σε αγαπάνε χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα. Που κάθε νύχτα σκύβουν και σε φιλούν γλυκά στο μέτωπο, σε αγκαλιάζουν στοργικά, θα έδιναν και την ζωή τους για σένα. Μην μού πεις πως δεν έχεις συναντήσει τέτοιους ανθρώπους, Σμέτι. Πρέπει να παραφυλάς, γιατί με το να κρύβεσαι από ότι μπορεί να σε πληγώσει, τότε χάνεις και αυτούς που έχουν τόσα να σού δώσουν. Χάνεις την αγάπη Σμέτι, το πιο όμορφο συναίσθημα που έχει να σού δώσει η ζωή.  

-Κάθε νύχτα σκύβουν να σε φιλήσουν γλυκά στο μέτωπο..Αγάπη... Επανέλαβε ψιθυρίζοντας η όμορφη πεταλούδα, ενώ ακούμπησε νοσταλγικά το χέρι της στο μέτωπό της.

ΠΑΤΕΡΑ... ΜΗΤΕΡΑ...

Εκτυφλωτικό φως!

O ήχος από το μόνιτορ που σηματοδοτεί την διακοπή της σύνδεσης, κάνει την Λορέν να αναπηδήσει. Τα μάτια της διαβάζουν με ταχύτητα όλες τις ενδείξεις από τα μηχανήματα γύρω της.

-Η σύνδεση ολοκληρώθηκε. Τα ζωτικά της Έμμα είναι όλα σωστά. Κανονικά τώρα θα έπρεπε να ανοίξεις τα μάτια σου. Ντάνιελ, είσαι καλά; Μίλησέ μου, με τρομάζεις.

Έμεινε να κοιτάζει έντρομη τον Ντάνιελ, που στεκόταν ακίνητος μπροστά της με ανοιχτά μάτια και παγωμένη έκφραση, χωρίς να αντιδρά στα λόγια της. Ξαφνικά τα μάτια του πήραν ζωή. Εστίασε στο τρομαγμένο κορίτσι μπροστά του και της χαμογέλασε καθησυχαστικά.

-Γεια σου Λορέν. Είμαι εντάξει  κορίτσι μου. Επανήλθα. Απλά μού παίρνει κάποια δευτερόλεπτα να επιστρέψω από την υπναγωγία. Σού ζητώ συγνώμη αν σε τρόμαξα, έπρεπε να σε έχω προετοιμάσει γι' αυτό.

-Ουφ! Η αλήθεια είναι ότι τρόμαξα λιγάκι, του απάντησε η Λορέν ανακουφισμένη. Υπναγωγία είπες; Τι είναι αυτό;

-Θα σου εξηγήσω. Γνωρίζεις κάτι για το στάδιο Ν1 του ύπνου, ή αλλιώς υπναγωγία;

-Τίποτα απολύτως.

-Είναι το θολό στάδιο ακριβώς μεταξύ συνείδησης και ύπνου. Με τις έρευνες που έχω κάνει, έχω καταλήξει ότι κατ' αυτήν την περίοδο ύπνου, μπορεί να αναπτυχθεί η μεγαλύτερη δημιουργικότητα κατά την επαφή, αν μάθεις να την χειρίζεσαι και να την ελέγχεις. Με τη βοήθεια των ηλεκτροδίων και αισθητήρων που φοράω στο κεφάλι μου, μόλις μπαίνω στο στάδιο Ν1 ύπνωσης, τότε ξεκινάει και η επικοινωνία μου με τον ασθενή μου. Κάποιοι το λένε και δημιουργικό γλυκό σημείο του ύπνου, ίσως να το έχεις ακούσει έτσι. 

Η Λορέν κούνησε ξανά αρνητικά το κεφάλι της.

-Ξέρεις, είναι πολύ σημαντική αυτή η φάση γιατί ενώ κοιμάσαι αρκετά για να έχεις πρόσβαση σε απρόσιτα σε άλλη περίπτωση στοιχεία στο μυαλό, δεν κοιμάσαι τόσο βαθιά ώστε να χαθεί το υλικό και η συνείδησή σου να το χειρίζεσαι. Για να στο πω πιο απλά, είναι τα όνειρα που σε προβληματίζουν και θυμάσαι αφού ξυπνήσεις. Της χαμογέλασε και άρχισε να αφαιρεί τα ηλεκτρόδια από το κεφάλι του.

-Λοιπόν; Πες μου, πώς πήγε η επικοινωνία; Συνάντησες την Έμμα; Μιλήσατε; Τον ρώτησε όλο αγωνία.

-Πήγε καλά, όμως δεν συνάντησα την Έμμα αυτή τη φορά. Βλέπεις, η Έμμα έχει κατασκευάσει μια φανταστική φίλη, που όποτε κάτι την ζορίζει συναισθηματικά, παρουσιάζεται αυτή στη θέση της και μού ζητάει εξηγήσεις. 

-Δεν καταλαβαίνω. Μπαίνεις στο μυαλό της Έμμα και μιλάς με κάποιο άλλο πρόσωπο και όχι με αυτήν;

-Ακριβώς. Μιλάω με μια παραμυθένια μορφή, κάτι μεταξύ κοριτσιού και πεταλούδας, με το όνομα Σμέτι. Μια φανταστική φίλη που είχε δημιουργήσει η Έμμα από τότε που ήταν παιδί. Την είχα γνωρίσει αυτή τη φίλη της, όταν πρωτοέκανα επαφή με τον ονειρικό κόσμο της Έμμα. Τότε που προσπαθούσα να σπάσω τον αδιαπέραστο τοίχο μοναξιάς που είχε κατασκευάσει η Έμμα γύρω της.

-Ώστε πρώτα έσπασες το φράγμα της μοναξιάς που είχε δημιουργήσει και μετά έκανες επαφή μαζί της, σχολίασε η Λορέν, δείχνοντας εντυπωσιασμένη με την προσεκτική προσέγγιση στη μέθοδο του γιατρού. Ο Ντάνιελ της χαμογέλασε και συνέχισε να της εξηγεί. 

-Βλέπεις Λορέν, η Έμμα αρχίζει να θυμάται πράγματα που είναι πολύ στενάχωρα γι' αυτήν, πράγματα που την έχουν τρομοκρατήσει. Τόσο πολύ, που χρειάστηκε να χτίσει φανταστικούς κόσμους, για να τα κρύψει μέσα και να χαθεί μέσα σε αυτούς. Την προηγούμενη φορά, επαναφέραμε κάτι πολύ τρομακτικό στην επιφάνεια και  παραλίγο να εγκλωβιστούμε μέσα σε αυτό το άρρωστο περιβάλλον του μυαλού της. Ήταν η δική σου παρέμβαση που διέκοψε και μας έβγαλε από αυτό το ζοφερό κόσμο όπως θα θυμάσαι.  

-Αν το θυμάμαι λέει... Ξεχνιέται αυτό; Γύρισα και βρήκα όλα τα μόνιτορς να χτυπάνε σαν τρελλά και εσύ να απλώνεις και να κουνάς τα χέρια σου, ενώ έδειχνες να κοιμάσαι. Δεν έχω ξανατρομάξει έτσι στη ζωή μου.

Ο Ντάνιελ δεν απάντησε, παρά συνέχισε να μαζεύει τον εξοπλισμό του. Ήταν και γι' αυτόν δύσκολη η ανάμνηση αυτής της συνεδρίας και τα όσα συνάντησε κρυμμένα στο μυαλό της Έμμα. Η Λορέν παρέμεινε σιωπηλή και έσπευσε να βοηθήσει τον Ντάνιελ να συγκεντρώσει τον εξοπλισμό του. Η κούραση της ημέρας που έφευγε, έκανε φανερά τα ίχνη της και στους δυο τους.

.

Δεκαπέντε μέρες πέρασαν από την τελευταία πανσέληνο. Σήμερα το βράδυ το φεγγάρι δεν θα εμφανιζόταν στον ουρανό. Η βραδιά που ο Ντάνιελ θα έκανε την μυστική επίσκεψή του στο ορυχείο αλατιού, είχε φτάσει. Όλα τα είχε οργανώσει σωστά και υπό έλεγχο. Είχε φροντίσει να ενημερώσει την Έλενα ότι θα κάνει μια ολονύχτια βάρδια στο νοσοκομείο, ώστε να μην τον περιμένει να γυρίσει σπίτι το βράδυ και ανησυχήσει. Είχε παραλάβει το δέμα με τον κόκκινο μεσαιωνικό μανδύα και την λευκή μάσκα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Τα είχε προβάρει κιόλας, κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέπτη. Η εικόνα μπροστά του, του έφερε αμέσως στο μυαλό τις μορφές που είχε συναντήσει σε εκείνον τον τρομακτικό χώρο στο μυαλό της Έμμα. 

Σε λίγο θα ξεκινούσε για το ορυχείο. Ήθελε να φτάσει εκεί πριν αρχίσει να σουρουπώνει και πριν το μαύρο φεγγάρι αρχίσει να ανατέλλει στον ορίζοντα, ώστε να μπορέσει να βρει ένα μέρος όπου θα είχε καλή οπτική της εισόδου, χωρίς όμως αυτός να φαίνεται. Έτσι όπως το θυμόταν το μέρος, το δάσος απέναντι από το πλάτωμα της εισόδου, έδειχνε ιδανικό για να κρύψει τη μηχανή του και να σταθεί να περιμένει. Άλλωστε υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έχει πέσει τελείως έξω στον τρόπο που είχε ερμηνεύσει τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει από την Έμμα. Μπορεί όλα να ήταν ένα λάθος. Ένα λάθος όμως που δεν θα ησύχαζε αν δεν το επιβεβαίωνε με τα ίδια του τα μάτια. Συνέχιζε να σκέφτεται ότι οι απεικονίσεις της Έμμα σε πίνακές της, είχαν μιαν απίστευτη ακρίβεια, σχεδόν φωτογραφική. Οπότε είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι και οι απεικονίσεις στο μυαλό της, είχαν την ίδια δυναμική.

Ο δρόμος προς το ορυχείο ήταν ήσυχος και ερημικός, όπως τον θυμόταν στην πρώτη του επίσκεψη. Έφτασε μπροστά στην είσοδο του ορυχείου με τους ιδιαίτερους γεωμετρικούς βράχους και κοίταξε γύρω του. Ησυχία βασίλευε παντού. Η ίδια νεκρική ησυχία που είχε διαπιστώσει και την προηγούμενη φορά. Λες και τίποτα ζωντανό δεν υπήρχε σε αυτόν τον τόπο. Ο χώρος μπροστά στην είσοδο συνέχιζε να δείχνει φροντισμένος, λες και κάποιος πέρασε με μια σκούπα και μάζεψε πέτρες και χορτάρια από το έδαφος. Κούνησε το κεφάλι του απορημένος για ακόμα μια φορά και μετακίνησε την μηχανή του προς το δάσος. Είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει. Η μαγική ώρα που ο ήλιος κάνει βουτιά πίσω από τα λευκά βουνά, χαρίζοντας εικόνες με πανέμορφα χρώματα και σχήματα, μόλις είχε ξεκινήσει. Το φως γίνεται απαλότερο αυτή την ώρα και πινελιές με αποχρώσεις όλης της παλέτας του κόκκινου κυριαρχούν στον ουρανό. 

-Μαγική ώρα πραγματικά... Μονολόγησε κοιτάζοντας ψηλά και τρίβοντας τα χέρια του για να τα ζεστάνει. 

Ένας δυνατός μηχανικός θόρυβος μόλυνε την ησυχία γύρω του, βγάζοντάς τον απότομα από την ονειροπόλησή του.  Κοίταξε προς την κατηφοριά του δρόμου και είδε τέσσερα φορτηγά με μεγάλα κοντέινερς να έρχονται προς το μέρος του. Με αστραπιαίες κινήσεις τραβήχτηκε βαθύτερα στο δάσος. Σκέπασε βιαστικά τη μηχανή του με ένα παχύ κλαρί κέδρου και χώθηκε κι αυτός πίσω από την πυκνή βλάστηση, για να μην γίνει αντιληπτός από τους αναπάντεχους επισκέπτες.

Λίγα λεπτά αργότερα τα φορτηγά έπαιρναν θέση μπροστά από την πύλη του ορυχείου. Ξαφνικά ένα πανδαιμόνιο κίνησης, θορύβου και ενέργειας, απλώθηκε μπροστά στα μάτια του. Ένα σωρό άνδρες, ντυμένοι με ολόσωμες φόρμες εργασίας, άρχισαν να ξεφορτώνουν τα κοντέινερς. Κάποιοι ξεκίνησαν να στήνουν εξοπλισμό φωτισμού, κάνοντας το μέρος να φωτίζεται λες και ήταν ένα ηλιόλουστο καταμεσήμερο. Ο χώρος γέμισε με παλέτες, φορτωμένες με ποτά, φρούτα, εξοπλισμό εστίασης, αλλά και παράξενα μεγάλα τετράγωνα κουτιά, σκεπασμένα με μουσαμάδες. Ο Ντάνιελ προσπάθησε να εστιάσει καλύτερα τη ματιά του, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτά. Αναθεμάτισε τον εαυτό του, που δεν σκέφτηκε να πάρει μαζί του ένα ζευγάρι κιάλια. Τα τεράστια κουτιά που μετέφεραν με μεγάλη φροντίδα και προσοχή οι άνδρες προς την είσοδο του ορυχείου, θύμιζαν κάτι σαν... κλουβιά τσίρκου; Του φάνηκε πως αν ανασήκωνε τον μουσαμά από ένα από αυτά, θα έβλεπε κάποιο λιοντάρι ξαπλωμένο βαριεστημένα, πίσω από σιδερένιες μπάρες.

Τι διάολο γίνεται εδώ; Αναρωτήθηκε κοιτώντας έκπληκτος τους άνδρες να συνεχίζουν να ξεφορτώνουν διάφορα ξυλοκιβώτια σε όλα τα μεγέθη. Ένας ξερός ήχος από κάτι βαρύ, μεταλλικό που σέρνεται, ακούστηκε. Η μεγάλη μεταλλική πόρτα άνοιξε, σκέφτηκε. Και τι δεν θα έδινε να μπορούσε να χωθεί εκεί μέσα, για να μπορέσει να καταλάβει τι συμβαίνει. Κοίταξε τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά του. Τώρα που η νύχτα άρχιζε να απλώνει το μαύρο πέπλο της, η είσοδος του ορυχείου φάνταζε τόσο φωτεινή, λες και ήταν ένα καλά φωτισμένο σκηνικό κάποιας ταινίας μέσα σε ένα σκοτεινό στούντιο. Ήταν αδύνατο να πλησιάσει χωρίς να τον αντιληφθούν.

Ένας καινούργιος, συρτός, μεταλλικός θόρυβος, τράβηξε την προσοχή του. Καμιόνια που κινούνταν πάνω σε σιδηροτροχιές, άρχισαν να μπαίνουν φορτωμένα προς τη σπηλιά του ορυχείου και να γυρνάνε άδεια για να φορτωθούν εκ νέου με κιβώτια και με αυτά τα περίεργα  σκεπασμένα κουτιά που θύμιζαν κλουβιά. Από ένα από αυτά, την ώρα που το ανέβαζαν στο καμιόνι, ακούστηκε ένα μούγκρισμα, που έκανε τον Ντάνιελ να ανατριχιάσει σύγκορμος. Είχε δίκιο λοιπόν. Ήταν όντως κλουβιά τα σκεπασμένα κουτιά με μουσαμάδες και μετέφεραν κάτι  ζωντανό μέσα τους. Είδε έναν άντρα να πλησιάζει το κλουβί από το οποίο ακούστηκε το βογγητό. Ανασήκωσε το μουσαμά και πέρασε μέσα στον σκεπασμένο χώρο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ξαναβγήκε και έδωσε εντολή να το μεταφέρουν μέσα στο ορυχείο.

Ο Ντάνιελ παρακολουθούσε με τεταμένη προσοχή κάθε κίνηση, κάθε μεταφορά στο ορυχείο, προσπαθώντας να καταλάβει τι συμβαίνει. Είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Πυκνή σκοτεινιά μιας ασέληνης νύχτας, είχε καλύψει τα πάντα γύρω του. Εκτός από το κατάφωτο ορυχείο μπροστά του. Μια ώρα και κάτι πήρε το ξεφόρτωμα των κοντέινερς και μόλις ολοκληρώθηκε, ως διά μαγείας όλα ησύχασαν πάλι. Τα φορτηγά έφυγαν και ο χώρος βυθίστηκε πάλι σε απόλυτη ησυχία. Η μόνη παραφωνία ήταν τα δυνατά φώτα που παρέμειναν ανοιχτά, να φωτίζουν την απόκοσμη είσοδο του ορυχείου. 

Ο Ντάνιελ έκανε κίνηση να πλησιάσει προσεκτικά όταν ένας καινούργιος θόρυβος τον έκανε να τραβηχτεί και να ξανακρυφτεί πίσω από τις φυλλωσιές. Αυτή τη φορά ο θόρυβος ερχόταν από τον ουρανό. Ένα ελικόπτερο έφτασε και προσγειώθηκε μπροστά στην είσοδο του ορυχείου. Ο δυνατός φωτισμός, παρατήρησε ο Ντάνιελ, σχημάτιζε έναν κατάφωτο κύκλο, ένα σωστό ελικοδρόμιο μπροστά στο ορυχείο. Ένας καλοντυμένος άνδρας πήδηξε από το ελικόπτερο και με γρήγορες κινήσεις άνοιξε η πόρτα του ελικοπτέρου. Άπλωσε το χέρι του να βοηθήσει όποιον επρόκειτο να βγει από μέσα. Η ανάσα του Ντάνιελ κόπηκε. Μέσα από το ελικόπτερο ξεπρόβαλλε ένας άνθρωπος ντυμένος με μακρύ κόκκινο μανδύα και λευκή μάσκα στο πρόσωπό του. Είχε δίκιο λοιπόν. Η εικόνα που είχε αντλήσει από το υποσυνείδητο της Έμμα, ήταν ακριβέστατη, φωτογραφική. 

Ένα ακόμα ελικόπτερο ακολούθησε. Και ύστερα κι άλλο, κι άλλο. Το ένα πίσω από το άλλο, ελικόπτερα κατέβαζαν κόσμο, που ήταν όλοι ντυμένοι με μεσαιωνικούς μανδύες και λευκές μάσκες. 

Τι γίνεται εκεί μέσα; Κάποιου είδους μυσταγωγία; Μύηση σε κάποια μυστηριακή λατρεία; Αναρωτήθηκε. Χωρίς να χάσει χρόνο, άνοιξε το δέμα που είχε φέρει μαζί του. Φόρεσε τον μακρύ κόκκινο μανδύα και τη μάσκα και με προσεκτικές κινήσεις, βγήκε από το δάσος με κατεύθυνση τον φωτισμένο χώρο.

-'Η τώρα, ή ποτέ! Μονολόγησε και αποφασισμένος προχώρησε προς την είσοδο του ορυχείου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top