Κεφάλαιο 11 - Οργισμένος δρόμος

Συνεδρία Νο 5

Ο συνεχής ρυθμικός ήχος των χτύπων της καρδιάς της Έμμα και η γραμμική απεικόνιση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος από το μόνιτορ δίπλα του, λειτουργούν υπνωτιστικά και σύντομα βυθίζεται σε έναν ανήσυχο ύπνο. Πριν ακόμα ξεκινήσει να κάνει τις συνδέσεις και να ρυθμίζει το κομπιούτερ για τη συλλογή πληροφοριών, τον είχε κυριεύσει μια βαθιά ανησυχία για την σημερινή συνεδρία. Τα λόγια της Έλενας το προηγούμενο βράδυ, είχαν καταφέρει να τον ηρεμήσουν αλλά όσο πλησίαζε η ώρα να κάνει τη σύνδεση, ο πανικός άρχιζε να τον τυλίγει και πάλι. Ο φόβος του πως η Έμμα θα τον θεωρεί πλέον έναν εισβολέα, που μπαίνει στον κόσμο της και τον κάνει να καταρρέει, επανήλθε δριμύτερος.  

Με φόβο τον πήρε ο ύπνος και ο φόβος συνέχισε να τον ακολουθεί, όταν βρέθηκε να σέρνεται σε αυτό το σκοτεινό, υγρό και στενό μονοπάτι. Δεν έβλεπε τίποτα. Πηχτό σκοτάδι παντού. Μπορούσε μόνο να αισθανθεί το στενό μέρος μέσα στο οποίο βρέθηκε, καθώς κυλιόταν και πάσχιζε να προχωρήσει γονατιστός. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν βουτηγμένα στο βούρκο. Τουλάχιστον αυτό μπορούσε να καταλάβει, από το μαλακό και γλιτσερό έδαφος που σερνόταν πάνω του, καθώς δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ο πανικός άρχισε να τον κυριεύει, με πρώτο σημάδι του, την δύσπνοια. Σταμάτησε να παλεύει με το ασταθές έδαφος και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Έπρεπε να επιστρατεύσει τη λογική του. Αυτό που βίωνε, ήταν δημιούργημα φαντασίας. Δικό του ή της Έμμα, δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Όμως δεν ήταν αληθινό. Ένα μικρό φωτάκι, μια ταπεινή φλογίτσα ήταν ότι χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Μια τόση δα φλογίτσα είναι αρκετή για να πάψει να υπάρχει το σκοτάδι. 

Μπροστά του είδε μια μικρή σπίθα να αναπηδάει. Ύστερα κι άλλη, κι άλλη. Η μια έβρισκε και αγκάλιαζε την άλλη. Είδε το φως τους να μεγαλώνει και να γίνεται φλόγα, που τρεμόπαιξε για λίγο και μετά σταθεροποιήθηκε, απλώνοντας ένα θαμπό και ασθενικό φως μέσα στη σκοτεινιά. Αυτός το δημιούργησε το φως; Ο δρόμος που πήρε η σκέψη του, ήταν αρκετός για να τον βγάλει από το σκοτάδι; Πίεσε το μυαλό του να αναζητήσει μια έξοδο από αυτό το αναθεματισμένο μονοπάτι και δεν άργησε να δει στο βάθος ένα φωτεινό σημείο. Προχώρησε προς αυτό με γρήγορα βήματα.

Ένας κήπος απλώθηκε μπροστά του. Όχι σαν αυτόν που είχε βρεθεί την πρώτη φορά, εκείνον με τα φωτεινά, έντονα χρώματα. Αυτός εδώ ο κήπος ήταν μουντός, τα χρώματά του ξεθωριασμένα. Το μόνο που ξεχώριζε και έδινε χρώμα στην εικόνα μπροστά του, ήταν μια τριανταφυλλιά με κατακόκκινα τριαντάφυλλα στο κέντρο του κήπου.

-Τι θέλεις πάλι εδώ χαζούλη; Η Σμέτι εμφανίστηκε μπροστά του ξαφνιάζοντάς τον.

-Σμέτι, καλή μου, πού είναι η Έμμα; Πρέπει να της μιλήσω.

-Τι την θες την Έμμα μού λες; Το ξέρεις ότι χάνεται ο ήλιος όταν μιλάει μαζί σου; Κοίτα γύρω σου, εσύ φταις για αυτή την εικόνα. Είχα καιρό να τη δω έτσι. Από τις μέρες του οργισμένου δρόμου, τότε που έπεφτε στην αγκαλιά μου και έκλαιγε όλη μέρα. Ξέρεις πόσο παλέψαμε οι δυο μας να τις αφήσουμε πίσω αυτές τις μέρες;

-Δεν χάνεται ο ήλιος Σμέτι, μόνο κρύβεται για λίγο πίσω από ένα παχύ σύννεφο. Κάνει παιχνίδι μαζί του και περιμένει το δροσερό αεράκι να το σπρώξει για να ξαναφωτίσει. Η Έμμα σχεδιάζει με την ψυχή της, στήνει πανέμορφους κόσμους γύρω της, αλλά η πραγματική ομορφιά δεν βρίσκεται στην τελειότητα γλυκιά μου, βρίσκεται στην αλήθεια. Το τέλειο είναι ψεύτικο και είμαι σίγουρος ότι η ψυχή της Έμμα αναζητά την αλήθεια.

-Τι είναι αυτά που λες χαζούλη; Τι το κακό έχει ο τέλειος κόσμος που έχει φτιάξει η Έμμα;

Αναλογίστηκε για λίγο την απάντησή του. Σκέφτηκε να της πει πόσο εύκολα κατέρρευσε ο τέλειος κόσμος της Έμμα μπροστά στη λίμνη, απλά και μόνο επειδή ταράχτηκε. Όμως η ζωγραφιά γύρω του όλο και ξεθώριαζε. Δεν ήθελε να ξαναχάσει την επαφή μαζί της για δεύτερη φορά. Δεν ήθελε να της επισημάνει το αυτονόητο, γιατί τίποτα δεν ήταν αυτονόητο σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο. Κοίταξε γύρω του αναζητώντας έμπνευση. Το μάτι του έπεσε στην ανθισμένη τριανταφυλλιά. Η μόνη που συνέχιζε να διατηρεί το χρώμα της.

-Η Έμμα αναζητά την ομορφιά και τη γαλήνη, στήνοντας πανέμορφους κήπους, γεμάτους λουλούδια με υπέροχα χρώματα. Κοίτα την κόκκινη τριανταφυλλιά. Δεν χάνει το χρώμα της, συνεχίζει και στέκει εκεί κατακόκκινη και πανέμορφη.

-Γιατί η τριανταφυλλιά είναι τέλεια. Δεν το βλέπεις;

-Το βλέπω γλυκιά μου. Όμως για κοίτα καλύτερα. Αυτά τα πανέμορφα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια. Είναι μέρος της 'τέλειας' ομορφιάς τους τα αγκάθια. Μπορείς να απολαύσεις την ομορφιά, το άρωμά τους, αλλά πρέπει να αποφύγεις τα αγκάθια, γιατί θα σε πληγώσουν. 

Έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε προσπαθώντας να επεξεργαστεί τί της είπε. Γύρισε το βλέμμα της πάνω στην τριανταφυλλιά και την κοίταξε με προσοχή, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Μετά χωρίς να πει κουβέντα, πετάρισε τα πολύχρωμα φτερά της και χάθηκε από μπροστά του. Ένα αεράκι φύσηξε και η εικόνα φωτίστηκε γύρω του. Τα χρώματα ζωντάνεψαν και ο κήπος άλλαξε όψη παίρνοντας ζωή. Αναζήτησε με το βλέμμα του την Έμμα. Την είδε να κάθεται στον ίσκιο ενός δέντρου. Πλησίασε και κάθισε κοντά της.

-Έχεις δίκιο, τού είπε με απαλή φωνή χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. 

-Έμμα, θέλω να σού ζητήσω συγνώμη, δεν ήθελα ποτέ...

-Κι όμως, το καταλαβαίνω τώρα, τού είπε κόβοντάς τον. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. 

-Ένα τριαντάφυλλο είναι τέλειο έτσι ακριβώς όπως είναι. Αν το ζωγραφίσεις χωρίς τα αγκάθια του, είναι σαν να φτιάχνεις κάτι άλλο, ψεύτικο. 

Την κοίταξε γεμάτος συγκίνηση. Η συζήτηση που έκανε με την Σμέτι. Κατάφερε να την κάνει να καταλάβει τη διαφορά του ονειρικού, του τέλειου γι' αυτήν, με κάτι το αληθινό, χωρίς να την τρομοκρατήσει αυτή τη φορά. Είχε κάνει ένα μεγάλο βήμα. Ένιωσε ανακούφιση.  Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά για να συγκρατήσει τα δάκρυα που απειλούσαν να γεμίσουν τα μάτια του. Και τότε αντίκρισε τη φυλλωσιά του δέντρου. Η Έμμα είχε κάτσει κάτω από τον ίσκιο του και τον περίμενε να έρθει να κάτσει πλάι της. Έφτιαξε την εικόνα που της είπε. 

" Έχουμε ανάγκη τον διπλανό μας. Τον χρειαζόμαστε να κάτσουμε μαζί κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να ξαποστάσουμε..." 

Τον είχε αποδεχτεί λοιπόν. Τού το έδειχνε με τον τρόπο που είχε μάθει να εκφράζεται μέσα σε αυτόν τον περίεργο κόσμο. Με εικόνες που έφτιαχνε, με έναν κόσμο που ζωγράφιζε γι' αυτήν και τον καλούσε να την συναντήσει μέσα του. Έμεινε σιωπηλός να απολαμβάνει την ηρεμία και την αποδοχή. Μια μικρή πεταλούδα πέρασε από μπροστά του και κάθισε πάνω στην παλάμη του. Την σκέπασε με το άλλο του χέρι απαλά, δημιουργώντας μικρές γουβίτσες για να μην την πληγώσει. Τέντωσε τα χέρια του και τα άνοιξε για να την ελευθερώσει στον αέρα. Ένα σωρό πεταλούδες πέταξαν, ομορφαίνοντας το τοπίο με τα χρώματά τους. Η Έμμα γύρισε και τού χαμογέλασε.

-Μού αρέσει να σε έχω δίπλα μου. Έχεις καθαρή ψυχή. Τού είπε και ξάπλωσε στο πλούσιο χορτάρι. Έμεινε να κοιτάζει τα φύλλα από πάνω τους.

Ξάπλωσε κι αυτός μαζί της.    

-Κι εμένα μού αρέσει να είμαι δίπλα σου. Ξέρεις, διέσχισα τον οργισμένο δρόμο για να σε συναντήσω.

Γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα γεμάτο απορία.

 -Μού μίλησε η Σμέτι γι' αυτόν. Μού είπε πως τις μέρες του οργισμένου δρόμου, έκλαιγες συνέχεια. Λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Μακάρι να ήμουν δίπλα σου τότε, να μπορούσα να σε βοηθήσω. Χρειάζεσαι κάποιον να μιλάς όταν αντιμετωπίζεις δύσκολες καταστάσεις. 

-Αν μιλούσα..., συνέχεια μιλούσα, αλλά κανείς δεν άκουγε... Ψέλλισε σιγά, τόσο σιγά που ο Ντάνιελ αναρωτήθηκε αν άκουσε σωστά. Και μετά συμπλήρωσε: 

-Δεν διέσχισες τον οργισμένο δρόμο, αυτός ήταν φτιαγμένος μόνο για μένα. Τον έχω κρύψει καλά όμως και κανείς δεν μπορεί να τον βρει πια.

.

 Ξύπνησε πλημμυρισμένος έντονα συναισθήματα. Η Έμμα τον είχε αποδεχτεί και του το είπε ξεκάθαρα με τον μόνο τρόπο που ήξερε να εκφράζεται μέσα σε αυτόν τον ονειρικό κόσμο που ζούσε. "Μού αρέσει να σε έχω δίπλα μου. Έχεις καθαρή ψυχή..."  Ένιωσε ευγνωμοσύνη να τον πλημμυρίζει, που όμως γρήγορα έσβησε, μόλις έφερε στο μυαλό του τα τελευταία λόγια της. Μιλούσε συνέχεια του είπε, αλλά κανείς δεν άκουγε. Ο οργισμένος δρόμος ήταν φτιαγμένος μόνο γι' αυτήν. Ήταν περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που νοιάζονταν γι' αυτήν. Πώς είναι δυνατόν να μιλούσε και κανείς να μην άκουγε; Κι αν εννοούσε...

Η σκέψη που πέρασε από το μυαλό του, τον έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρος. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του και το σύνδεσε στον υπολογιστή. Μετέφερε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στο μικρό σπιτάκι του Κλάους. Φωτογραφίες από τους πίνακες της Έμμα. Σκρολάρισε τα μικρά εικονίδια και άνοιξε το πρώτο που συνάντησε με ξεθωριασμένα χρώματα. Κοίταξε προσεκτικά την εικόνα. Ένα απέραντο λιβάδι, μουντό, άχρωμο. Στα αριστερά του πίνακα ένας μικρός, ακανόνιστος σχηματισμός σε όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Με πρώτη ματιά φαινόταν σαν μια μικρή μουτζούρα, σαν να ζωγράφισε κάτι λάθος και το κάλυψε με γκρι χρώμα, ανακατεύοντας το σκίτσο. Μεγέθυνε την εικόνα σε εκείνο το σημείο. Κι όμως δεν ήταν μουτζούρα, αλλά μια λεπτομερέστατη μικρογραφία. Μια συστάδα από βράχια σε ακανόνιστα σχήματα, σχημάτιζαν κάτι σαν μικρό λόφο. Άλλοι με μυτερές αιχμές, άλλοι πιο στρογγυλεμένοι, τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Θαύμασε για άλλη μια φορά το ταλέντο αυτής της κοπέλας στη ζωγραφική. Μια μικρή λεπτομέρεια, που όταν βλέπεις ολόκληρο τον πίνακα, θαρρείς ότι της ξέφυγε μια γκρίζα πινελιά στη γωνία. Όμως μεγεθύνοντάς την, έβλεπες ξεκάθαρα ψιλές πινελιές λες και έγιναν από μία τρίχα πινέλου, να δίνουν με κάθε λεπτομέρεια τον παράταιρο πέτρινο όγκο. Λες και κάποιος σκούπισε το λιβάδι και μάζεψε σε μια στοίβα στην άκρη του πίνακα, πέτρες και βράχια και τα έκρυψε εκεί σε μια γωνιά. Από πάνω στον άχρωμο ουρανό, διέκρινε ένα μικρό ελικόπτερο. Αυτό κι αν του προξένησε έκπληξη! Όταν κοίταξε την εικόνα ολόκληρη, δεν του έδωσε καμία σημασία. Ούτε σαν κουκίδα δεν το είχε δει. Όμως τώρα εδώ μπροστά στην οθόνη του μεγεθυμένο, το έβλεπε ξεκάθαρα. Ήταν ένα ελικόπτερο ζωγραφισμένο στον ουρανό. 

Δεν μπορούσε να σημαίνει τίποτα άλλο αυτό. Μέσα στην κατάπτωση του μυαλού της, μιλούσε μέσα από τις ζωγραφιές της, όπως έκανε και τώρα χαμένη μέσα στο όνειρό της. Τι όμως προσπαθούσε να πει; Ήταν κάποιο στοιχείο; Ήταν κάτι που αισθανόταν; Βράχια και πέτρες, γκρίζα και άγρια... Το ψυχικό της βάρος εμφανιζόταν στη ζωγραφιά της σαν βράχια;  Το ελικόπτερο όμως; Τί αλληγορία μπορούσε να κρύβει ένα ελικόπτερο που πετάει σε γκρίζο ουρανό; Έκλεισε την εικόνα και πέρασε στον επόμενο πίνακα. Τον μεγέθυνε και άρχισε να αναζητά κρυμμένες εικόνες μέσα στη ζωγραφιά. Εντόπισε πάλι τον ίδιο σχηματισμό βράχων, υπό άλλη γωνία ζωγραφισμένο αυτή τη φορά, αλλά ήταν οι ίδιοι βράχοι. Μυτεροί σαν ένας σωρός από στύλους, τοποθετημένους ο ένας πάνω στον άλλον και κάποιοι άλλοι πιο ακανόνιστοι και πιο στρογγυλεμένοι. Ξεζουμάρισε την εικόνα και παρατήρησε ολόκληρο τον πίνακα. Απεικόνιζε πάλι το ίδιο λιβάδι από άλλο σημείο ζωγραφισμένο, άχρωμο και στραγγισμένο από ζωή. Στην άκρη του πίνακα, η μικρή μουτζούρα από γκρίζα χρώματα, που τώρα που την είχε δει μεγεθυμένη και το μυαλό του είχε επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες, την έβλεπε ξεκάθαρα. Αναζήτησε κάποια κουκίδα στον ουρανό. Είδε κάμποσες κουκίδες στη σειρά. Ξαναμεγέθυνε την εικόνα. Μικρά, τέλεια ζωγραφισμένα ελικόπτερα, το ένα πίσω από το άλλο. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του και κάλυψε το στόμα του προβληματισμένος. Δεν μπορεί να έκανε λάθος. Η Έμμα με τις ζωγραφιές της κάτι προσπαθούσε να πει. Τί όμως;

Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε περάσει γρήγορα και κόντευε να νυχτώσει. Σκέφτηκε την Έλενα. Η δουλειά του τον είχε απορροφήσει και την παραμελούσε, ενώ αυτή ήταν πάντα δίπλα του να τον στηρίζει. Δεν ήθελε να την αφήσει δεύτερη μέρα να περιμένει μόνη της, σε ένα καινούργιο σπίτι που ακόμα δεν το είχε νιώσει δικό της. Ήταν άδικο γι' αυτήν. Έκλεισε το κομπιούτερ του και συμμάζεψε επιμελώς τις σημειώσεις του. Έριξε τη ματιά του στην οθόνη του δωματίου, εκεί που η Έμμα συνέχιζε τον ήσυχο ύπνο της. Ακούμπησε τα δάχτυλά του πάνω στην εικόνα της. 

-Αύριο θα έρθω να σε συναντήσω και πάλι γλυκιά μου και σου υπόσχομαι ότι θα βρω άκρη, θα καταλάβω τι προσπαθούσες να πεις τόσο καιρό και κανείς δεν σε άκουγε, της ψιθύρισε τρυφερά.   

Αύριο είχε μια δύσκολη μέρα μπροστά του. Είχε το ραντεβού με την κυρία Μισέλ, όπου θα της παρουσίαζε βήμα βήμα την πρόοδο που έκανε και θα έπρεπε να της εξηγήσει, πως παρ' όλη την επαφή που κατάφερε, η επαναφορά της κόρης της συνέχιζε να είναι ένας άπιαστος στόχος. Το μόνο που είχαν καταφέρει να επιβεβαιώσουν και που από μόνο του αποτελούσε μια τεράστια νίκη, ήταν το γεγονός ότι υπήρχε δραστηριότητα στον εγκέφαλό της.

-Και τι δραστηριότητα... μονολόγησε δυνατά κουνώντας το κεφάλι του.

Όμως η Έμμα είχε τους δικούς της κανόνες, που άμα δεν τους ακολουθούσε, πολύ απλά θα τον έκλεινε έξω. Θα σήκωνε τον τεράστιο τοίχο της ξανά και θα την έχανε για πάντα. Όλα αυτά θα έπρεπε να τα εξηγήσει σε αυτή την πονεμένη γυναίκα, που είχε κρεμάσει όλες τις ελπίδες της πάνω του. Ξαφνικά η επιθυμία να βρεθεί στον καναπέ του αγκαλιά με την Έλενα, έγινε πολύ έντονη. Ενεργοποίησε το σύστημα παρακολούθησης για την βραδινή βάρδια, πήρε το κράνος του και το δερμάτινο τζάκετ του και έφυγε με γρήγορα βήματα. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top