Κεφάλαιο 10 - Μοναξιά
Φωτογραφία κεφαλαίου: Σούρουπο στη λίμνη Τριχωνίδα (προσωπικό αρχείο)
Καθισμένος στο γραφείο του, παρατηρεί το μπλοκ ζωγραφικής που πήρε από το μικρό σπιτάκι του Κλάους, παρακολουθώντας ταυτόχρονα από την οθόνη μπροστά του την Λορέν, να ολοκληρώνει την καθημερινή της ρουτίνα με την Έμμα. Η αλλαγή στα απλά σκίτσα πάνω στο μπλοκ, ακόμα και με σκέτο κάρβουνο σχεδιασμένα, τον έχει ταράξει. Βλέπει να εξελίσσεται κάτι τρομακτικό, που μαυρίζει τον ψυχικό κόσμο της κοπέλας, απλώνει και σκοτεινιάζει την ψυχή της. Σαν αυτόν τον λεκέ από κάρβουνο προς το τέλος του ζωγραφικού μπλοκ. Σε κάθε σελίδα μεγαλώνει, απλώνεται, καταπίνει ότι λευκό υπάρχει στο διάβα του και τελικά εκείνη η τρομερή μορφή, αυτό το παραμορφωμένο άχρωμο πρόσωπο με τα άδεια βαθουλωμένα μάτια, ξεπετάγεται από μέσα του.
Πήρε μαζί του το μπλοκ, φεύγοντας από το σπιτάκι του δάσους. Το πέρασε μέσα από το δερμάτινο τζάκετ του και έκλεισε το φερμουάρ μέχρι το λαιμό του. Μόλις απομακρύνθηκε από την έπαυλη, έστειλε ένα γρήγορο μήνυμα στο κινητό του Κλάους, για να τον ενημερώσει πως έφυγε από το σπίτι του και ότι πήρε μαζί του ένα μπλοκ ζωγραφικής από τα πράγματα της Έμμα, για να το μελετήσει καλύτερα. Έκλεισε το μήνυμα με τη φράση:
ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΣΕΣ ΛΕΓΟΝΤΑΣ 'ΝΟΣΗΡΗ ΖΩΗ'
Πήρε αμέσως απάντηση από τον Κλάους, πως μπορούσε να έρθει ξανά όποτε ήθελε και μια υπενθύμιση-παράκληση, να χειριστεί προσεκτικά ότι έχει πάρει, για να μην αποκαλυφθεί η ανυπακοή του προς τις εντολές του κύριου Τζέρεμι.
Στο γραφείο του στην κλινική πλέον, όσο περίμενε τη Λορέν να τελειώσει την εργασία της, ξεκίνησε να ξεφυλλίζει για πολλοστή φορά τις σημειώσεις του δόκτορα Γκερτ από τον ιατρικό φάκελο της Έμμα. Η πρόθεσή του, να δημιουργήσει ένα εικονικό χρονοδιάγραμμα της πορείας της στο μυαλό του και να προσπαθήσει να το ταιριάξει με τη νοσηρή εξέλιξη της ζωγραφικής της Έμμα. Ξεκίνησε να βάζει νοερά τα γεγονότα σε μια σειρά.
Η Έμμα ήταν δώδεκα χρονών όταν συνέβη το δυστύχημα που σκότωσε τον πατέρα της και άφησε ανάπηρη τη μητέρα της. Για τα επόμενα χρόνια παρακολουθείται από τον δόκτορα Γκερτ, που έχει αναλάβει την ψυχολογική της υποστήριξη. Ο ίδιος επαναλαμβάνει συχνά τα δύο πρώτα χρόνια στο φάκελο της Έμμα, ότι η ασθενής διαχειρίζεται καλά την απώλεια του πατέρα της, ξεπέρασε την περίοδο πένθους ομαλά και έχει εστιάσει την προσοχή της στη μάχη που δίνει η μητέρα της.
Ένα χρόνο μετά ο δόκτορ Γκερτ παρατηρεί : "Η Έμμα δείχνει να έχει αποδεχτεί απόλυτα την απώλεια του πατέρα της. Αυτό που συνεχίζει να παλεύει να διαχειριστεί, είναι η κατάσταση της μητέρας της. Σταδιακά χάνει την ελπίδα της για επαναφορά της μητέρας της σε φυσιολογική κατάσταση και αυτό της προκαλεί ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτίο. Γίνονται προσπάθειες να αναζητήσουμε ενδιαφέροντα που θα τραβήξουν την προσοχή της και θα προσφέρουν συναισθηματική αποσυμφόρηση." Για τρία χρόνια οι συνεδρίες είναι ήπιες και δεν παρουσιάζουν καμία εξέλιξη, αλλά ούτε και κανένα ανησυχητικό σημείο.
Τέσσερα χρόνια μετά ο δόκτορ Γκερτ γράφει : "Η Έμμα έχει αποδεχτεί πλέον την απουσία της μητέρας της, λόγω της κατάστασής της και των συνεχών επεμβάσεων στις οποίες αυτή συνεχίζει να υποβάλλεται. Υπάρχει μια εξέλιξη που δείχνει να βοήθησε ιδιαίτερα σε αυτό. Μετά από εναλλαγή σε μια μεγάλη γκάμα δραστηριοτήτων που την άφηναν παγερά αδιάφορη και αφού απέρριψε γυμναστική, κολύμβηση, ιππασία, τένις και σκι, που αρχικά έδειχναν να της τραβάνε κάπως το ενδιαφέρον, δείχνει να αντλεί μεγάλη ικανοποίηση η ενασχόλησή της με τη ζωγραφική. Έχει εξαιρετικό ταλέντο και διαθέτει αρκετές ώρες καθημερινά στο να ζωγραφίζει τοπία, κάτι που της προσφέρει ηρεμία και γαλήνη."
Σε όλο αυτό το χρονικό εύρος, ο δόκτορ Γκερτ επαναλαμβάνει συνέχεια πως βρίσκει απόλυτα υγιή την αντιμετώπιση της Έμμα στα γεγονότα. Από εκεί και πέρα όμως κάτι αλλάζει. Η Έμμα αρχίζει να χάνεται. Γίνεται απόμακρη, κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της. Οι συνεδρίες μετατρέπονται σε συναντήσεις απόλυτης σιωπής από τη μεριά της Έμμα. Ο δόκτορ Γκερτ σημειώνει ότι αν δεν είχε υπό την παρακολούθησή του τις κλινικές εξετάσεις της κοπέλας, θα ορκιζόταν ότι η συμπεριφορά της οφείλεται σε χρήση ουσιών, όμως οι εξετάσεις της είναι πεντακάθαρες. Στις τελευταίες συνεδρίες, λίγο πριν κλείσει τελείως διακόπτες η Έμμα και πέσει σε κώμα, ο γιατρός σημειώνει ότι οι ελάχιστες φράσεις που καταφέρνει πλέον να της αποσπάσει, δείχνουν έναν άνθρωπο με διαστρεβλωμένη αντίληψη, βυθισμένο σε παραισθήσεις.
Όλα λοιπόν ξεκίνησαν όταν η Έμμα ήταν πια στα δεκαέξι της. Ενώ έδειχνε να έχει βρει το δρόμο της και να έχει ξεπεράσει όσα βρήκαν την οικογένειά της, ξαφνικά όλα αλλάζουν. Λες και το μυαλό της έκανε βουτιά στην άβυσσο. Διαστρεβλωμένη αντίληψη! Βυθισμένη στις παραισθήσεις! Τι προκάλεσε αυτή την ολέθρια αλλαγή; Τις σκέψεις του διακόπτει ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα του γραφείου του.
-Γιατρέ, ζήτησες να σε ενημερώσω μόλις τελειώσω. Η Έμμα είναι έτοιμη, έχει πάρει το γεύμα της, έχει κάνει το μπάνιο της και ολοκλήρωσα το πρόγραμμα των ασκήσεών της. Οι τιμές των ζωτικών είναι φυσιολογικές και η πίεση και οι παλμοί της σε απόλυτη ηρεμία όπως πάντα.
-Πολύ ωραία Λορέν. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο, μπορείς να φύγεις. Αναλαμβάνω εγώ από δω και πέρα. Καλή ξεκούραση κορίτσι μου.
-Ευχαριστώ πολύ Ντάνιελ, του απάντησε με ένα αστραφτερό χαμόγελο και έκλεισε απαλά την πόρτα. Την είδε από την οθόνη του διαδρόμου φορώντας το παλτό της και την τσάντα της κρεμασμένη στον ώμο, να απομακρύνεται και να φεύγει.
-Ξεκινάμε λοιπόν. Ελπίζω να μην αργήσει να με πάρει ο ύπνος, μουρμούρισε, πήρε τα σύνεργά του και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Έμμα.
.
Ο θεόρατος τοίχος από λευκή πέτρα, ανέβαινε ψηλά ως τον ουρανό και χανόταν μέσα στα σύννεφα. Περπάτησε κάμποσο κατά μήκος του. Κανένα άνοιγμα, μήτε πόρτα, μήτε παράθυρο δεν συνάντησε. Έγειρε και ακούμπησε πάνω του με τα χέρια ανοιχτά, λες και προσπαθούσε να τον αγκαλιάσει.
-Άνοιξε μου, άσε με να σε βρω, να σε συναντήσω, ψέλλισε.
Ένα δυνατό κρακ ακούστηκε. Μια ρωγμή άνοιξε μπροστά του και άρχισε να σέρνεται πετώντας σκόνη και μικρά πετραδάκια, μέχρι που μια πόρτα σχηματίστηκε πάνω στην άσπρη πέτρα. Χωρίς κανένα δισταγμό έσπρωξε δυνατά με τα δυο του χέρια. Ένιωσε την πέτρινη πόρτα να υποχωρεί. Έσπρωξε δυνατά μέχρι να σχηματιστεί επαρκές άνοιγμα και μπήκε. Ένιωσε ένα δροσερό άνεμο να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Κοίταξε γύρω του. Μια ήρεμη λίμνη απλωνόταν μπροστά του κάτω από ένα δειλινό, φτιαγμένο από τα πιο όμορφα χρώματα που θυμόταν να έχει δει ποτέ του. Διέκρινε τη σιλουέτα μιας κοπέλας να κάθεται σιωπηλή στην όχθη της. Με προσεκτικές κινήσεις για να μην μουτζουρώσει την εικόνα, κατευθύνθηκε προς αυτήν. Κάθισε αργά δίπλα της και έστρεψε το βλέμμα του προς τον ορίζοντα μπροστά του. Έμεινε εκεί σιωπηλός να κοιτάζει προς την κατεύθυνση που κοίταζε και το κορίτσι δίπλα του. Με την περιφερειακή του όραση, είδε την κοπέλα να στρέφει το βλέμμα της πάνω του και να τον παρατηρεί.
-Ποιος είσαι εσύ; Πώς βρέθηκες στη λίμνη μου;
Γύρισε, την κοίταξε στα μάτια και της χαμογέλασε τρυφερά.
-Γεια σου Έμμα. Χτύπησα τον τοίχο που δεν έχει πόρτα να μου ανοίξει, για να έρθω κοντά σου.
-Γιατί το έκανες αυτό;
-Γιατί με χρειάζεσαι.
Γύρισε το βλέμμα της πάλι προς το δειλινό.
-Πρέπει να είσαι ο χαζούλης που μου είπε η Σμέτι ότι συνάντησε στον κήπο μου. Κάνεις λάθος χαζούλη, εγώ δεν χρειάζομαι κανέναν.
-Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον Έμμα. Έχουμε ανάγκη τον διπλανό μας. Τον χρειαζόμαστε να μας πιάσει το χέρι να διαβούμε μαζί ένα δύσβατο μονοπάτι, να κάτσουμε μαζί κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να ξαποστάσουμε, να πάμε παρέα σε μια πηγή να ξεδιψάσουμε.
-Κάνεις λάθος. Δεν έχω ανάγκη κανέναν σου είπα. Η ομορφιά αυτή μπροστά μου είναι όσα χρειάζομαι, του είπε αδιάφορα και συνέχισε να κοιτάζει το πανέμορφο δειλινό.
Ακολούθησε το βλέμμα της και έμεινε για λίγο σιωπηλός. Άφησε την ησυχία να απλωθεί ανάμεσά τους και στη συνέχεια άρχισε να απαγγέλλει:
-"Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ' ένα έρημο δάσος... Αν δεν τ' ακούσει κανείς, είναι κελάηδημα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;"
Έστρεψε το κεφάλι της και τον κοίταξε έκπληκτη. Δεν υπήρχε πια αδιαφορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Είχε καταφέρει να τραβήξει την προσοχή της.
-Τι... τι ήταν αυτό που είπες;
-Είναι απόσπασμα από το βιβλίο ενός Έλληνα συγγραφέα, του Μενέλαου Λουντέμη. Το είχες αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη σου και το διάβαζες. Τα θυμάσαι τα βιβλία σου Έμμα;
Η ερώτηση που της έκανε την τάραξε. Μπορούσε να το καταλάβει στον αέρα γύρω τους, στον ουρανό που σκοτείνιασε απότομα. Στην επιφάνεια της λίμνης που έπαψε να είναι γαλήνια και γέμισε ρυτίδες.
-Γιατί τα λόγια σου πονάνε την καρδιά μου; Ποιος είσαι εσύ που ήρθες να λεκιάσεις την ομορφιά του κόσμου μου; Να χαλάσεις την ηρεμία μου;
-Δεν είναι η πρόθεσή μου να σε πονέσω, ούτε να λεκιάσω τον κόσμο σου γλυκιά μου. Όμως αυτή η ομορφιά γύρω σου μπορεί να είναι παγίδα, ένα όμορφο πέπλο που σε κρατάει εγκλωβισμένη να μην βλέπεις τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
-Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Εδώ μπορώ να κάνω ότι θέλω. Να φτιάχνω ότι κόσμο θέλω. Αυτό είναι ελευθερία, όχι παγίδα.
-Ελευθερία το ονομάζεις αυτό; Εγώ το λέω μοναξιά.
-Μοναξιά... Ψέλλισε, σα να ζύγιζε το βάρος της λέξης στη γλώσσα της.
Σταμάτησε να μιλάει και έμεινε να τον κοιτάζει ακίνητη. Τα μάτια της γέμισαν θλίψη. 'Μοναξιά'. Την είχε ξεχάσει αυτή τη λέξη και τώρα που την άκουσε από τα χείλη αυτού του άγνωστου εισβολέα, δεν μπορούσε πια να την αγνοήσει. Έμεινε εκεί ανάμεσά τους να αιωρείται και να αλλάζει τα πάντα. Μετά αναλογίστηκε τις λέξεις αυτές που της απήγγειλε. Λέξεις που χάιδευαν, που έστηναν εικόνες τόσο όμορφες, αλλά τότε γιατί της άφηναν τόση θλίψη ταυτόχρονα; Τις είχε διαβάσει σε ένα δικό της βιβλίο, της είπε. Τα βιβλία της...
Ο ουρανός σκοτείνιασε μεμιάς. Βαριά σύννεφα μαζεύτηκαν και άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας.
-Έμμα σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό, μη με διώχνεις μακριά σου. Άκουσέ με, σε παρακαλώ... Άπλωσε το χέρι του προς εκείνη, αλλά ο δυνατός αέρας λες και τον έσπρωξε μακριά της. Είδε τη σιλουέτα της να απομακρύνεται, να σβήνει μέσα στη σκόνη και την καταχνιά. Βουητό και αντάρα κάλυψαν τις τελευταίες λέξεις του. Μια τρομακτική στριγκλιά τον έκανε να κλείσει σφιχτά τα αυτιά του.
Ξύπνησε απότομα βαριανασαίνοντας. Κοίταξε δίπλα του το κορίτσι που συνέχιζε τον γαλήνιο ύπνο του. Θλίψη τον σκέπασε σαν σάβανο. Προσπάθησε να την προσεγγίσει χωρίς να την τρομάξει και πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Την τρόμαξε, την έδιωξε μακριά του. Αποκαρδιωμένος αποσύνδεσε και μάζεψε τον εξοπλισμό του. Ενεργοποίησε τις κάμερες και τα μηχανήματα παρακολούθησης και έφυγε.
.
Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Η Έλενα είχε ήδη γυρίσει και τον περίμενε, καθισμένη στον καινούργιο τους καναπέ. Γύρω της σκορπισμένα ντοσιέ και σημειώσεις.
-Καλησπέρα μωρό μου. Είδα ότι αργούσες και άνοιξα τις σημειώσεις μου να δουλέψω λίγο. Μια στιγμή να μαζέψω. Μέχρι να αλλάξεις ρούχα, θα έχω στρώσει το τραπέζι να φάμε.
-Δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να κατεβάσω μπουκιά στο στομάχι μου Έλενα. Σου ζητώ συγνώμη που με περίμενες άδικα. Πάω να κάνω ένα ντους και θα έρθω να χυθώ στον καναπέ. Και πάλι συγνώμη κορίτσι μου που με περίμενες. Κάτσε να φας εσύ, δεν θα αργήσω.
Τον ακολούθησε με το βλέμμα της καθώς κατευθυνόταν στο δωμάτιο. Αυτός δεν ήταν ο Ντάνιελ της. Αυτός που προχωρούσε στο διάδρομο ήταν ένας καταβεβλημένος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που κουβαλούσε μεγάλο βάρος στις πλάτες του. Δεν είπε τίποτα. Έμεινε σιωπηλή να τον περιμένει. Ένα μπάνιο πάντα βοηθάει στο τέλος της ημέρας να ξεπλυθούν τα βάρη και τα άγχη.
Όταν επέστρεψε και κάθισε στη θέση του στον καναπέ, τον πλησίασε και τού πρόσφερε το ποτό του. Τον άφησε να πιει μια γουλιά και μετά έπιασε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια και τον έστρεψε να την κοιτάξει στα μάτια.
-Ντάνιελ, αρχίζω και ανησυχώ για σένα. Έχεις αλλάξει. Αυτή η δουλειά δείχνει να σε επηρεάζει άσχημα. Τι έγινε σήμερα και γύρισες ένα ράκος; Εσύ πάντα παινευόσουν ότι δεν αφήνεις τη δουλειά να σε επηρεάζει και...
-Συνάντησα την Έμμα, Έλενα. Κατάφερα να της μιλήσω. Και μετά τα κατέστρεψα όλα. Την τρομοκράτησα. Ήμουν απαράδεκτος. Ξεκίνησα να της επισημαίνω προβλήματα, αντί να την πλησιάσω πρώτα.
-Έκανες σύνδεση και τη συνάντησες; Μα αυτό είναι καταπληκτικό Ντάνι! Είναι τεράστια επιτυχία καλέ μου, όχι το αντίθετο.
-Δεν ακούς τι σου λέω Έλενα. Την τρομοκράτησα σου λέω, καταλαβαίνεις; Νομίζω ότι δεν θα καταφέρω να την ξαναβρώ. Έχει φτιάξει έναν ονειρικό κόσμο στον οποίο ζει και δεν θυμάται τίποτα από την κανονική της ζωή. Της μίλησα για πράγματα που γι' αυτήν είναι άγνωστα πια και το άγνωστο την πανικόβαλε. Θυμάσαι το τέρας που σου είπα ότι συνάντησα στην πρώτη απόπειρα σύνδεσης; Το δημιούργησα πάλι. Εγώ! Το άκουσα να ουρλιάζει λίγο πριν διακόψω τη σύνδεση.
-Για στάσου μια στιγμή Ντάνι. Πώς είναι δυνατόν να δημιούργησες εσύ το τέρας; Στην πρώτη σου απόπειρα δεν είχες κάνει ακόμα επαφή κι όμως ένα τέρας όρμησε πάνω σου. Είναι ο τρόμος της κοπέλας που δημιουργεί το τέρας Ντάνι, όχι εσύ. Τι ήταν αυτό που της είπες, που πιστεύεις ότι την τρομοκράτησε και το έφερε πάλι στην επιφάνεια;
Άπλωσε το χέρι του και την τύλιξε στην αγκαλιά του. Η Έλενα είχε πάντα το χάρισμα να τον ηρεμεί και να βάζει τα πράγματα στη θέση τους, με τον ορθολογισμό της και την λογική της σκέψη. Της φίλησε τρυφερά τα μαλλιά και άρχισε να της διηγείται αυτό που βίωσε.
-Συνάντησα έναν τεράστιο τοίχο χωρίς πόρτα, που όμως ράγισε σε ένα σημείο και η ρωγμή προχώρησε δημιουργώντας μια πόρτα. Την έσπρωξα με δύναμη και μπήκα μέσα σε μια πανέμορφη εικόνα. Τότε ήταν που την είδα πρώτη φορά. Στο βάθος της εικόνας καθόταν ήσυχα στην όχθη μιας λίμνης. Πήγα αργά, προσεκτικά και κάθισα δίπλα της. Μια παραμυθένια τάξη βασίλευε παντού. Μπροστά μας απλωνόταν γαλήνια η λίμνη, κάτω από ένα υπέροχο δειλινό. Ζωγραφισμένη Έλενα, από αυτό το απίστευτα ταλαντούχο κορίτσι. Έχει φτιάξει μαγευτικά τοπία, ολάνθιστους κήπους, χρυσά ηλιοβασιλέματα και ζει εκεί μέσα. Το βλέμμα της γίνεται ένα με τον ορίζοντα, κομμάτι του δημιουργήματός της και υπάρχει εκεί, βυθισμένη στη λήθη, αποκομμένη τελείως από την αληθινή ζωή. Έτσι τη βρήκα. Ήταν απαθής και τελείως αδιάφορη ως προς την παρουσία μου. Προσπάθησα να της τραβήξω την προσοχή, λέγοντάς της πως έχει ανάγκη κάποιον δίπλα της. Μου είπε ότι έχει ελευθερία να κάνει ότι θέλει στον κόσμο που φτιάχνει κι εγώ της είπα ότι απλώς ζει σε απόλυτη μοναξιά. Της μίλησα για τα βιβλία της. Την ρώτησα αν τα θυμάται και της ανέφερα ένα απόσπασμα. Ταράχτηκε πάρα πολύ. Όλη η ομορφιά κατέρρευσε γύρω μας. Άκουσα το φοβερό ουρλιαχτό από αυτό το τέρας και ξύπνησα κάθιδρος στο δωμάτιο του νοσοκομείου, διακόπτοντας απότομα την επαφή μας.
-Ήταν λοιπόν η αναφορά σου στα βιβλία της, κάτι που ανέσυρες από την παλιά της ζωή αυτό που την τάραξε τόσο, ή το ότι την έκανες να συνειδητοποιήσει τη μοναξιά της;
-Δεν ξέρω Έλενα, πιστεύω και τα δύο. Κινούμαι σε έναν ονειρικό κόσμο ενός κοιμισμένου εγκεφάλου. Άγνωστα, αχαρτογράφητα και επικίνδυνα νερά. Το να ξυπνάς κάποιον από το λήθαργό του, να τού θυμίζεις πράγματα ξεχασμένα, να τού ανοίγεις τα μάτια και να τον βγάζεις από την αυταπάτη του, δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει στην επιφάνεια.
-Έκανες όμως επικοινωνία Ντάνι. Και μάλιστα επικοινωνία που τάραξε τα νερά όπως λες. Άσε το άλλο. Νομίζω ότι η Έμμα αποζητά τη βοήθειά σου. Την πρώτη φορά που πήγες να μπεις, μπορεί να την κυρίεψε ο τρόμος, όμως τη δεύτερη έκανε επαφή μαζί σου μέσω του δημιουργήματός της, αυτή την περίεργη πεταλούδα που σού μίλησε. Όσο για σήμερα, ηλίου φαεινότερο. Άνοιξε τον τοίχο της να περάσεις. Νομίζω αγάπη μου ότι θα έπρεπε να πανηγυρίζεις και όχι να ανησυχείς πως την έδιωξες. Η Έμμα είναι λες και σε περιμένει. Κάθε φορά καταφέρνεις κάτι καλύτερο. Δεν πιστεύω ότι περίμενες πως θα μπεις στο μυαλό της, θα την πιάσεις από το χέρι και θα την φέρεις πίσω έτσι απλά.
Την κοίταξε έκπληκτος, αλλά και ευγνώμων για τη λογική της, που κατάφερε να απαλύνει τη θύελλα στο μυαλό του. Έσκυψε και ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Φιλώντας τη με πάθος, την σήκωσε στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρά τους.
Μια καινούργια μέρα ερχόταν σε λίγες ώρες και θα τον έβρισκε πιο αποφασισμένο από ποτέ, να αρχίσει από την αρχή την προσπάθεια να προσεγγίσει την Έμμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top