Τι μπορεί να συμβεί;
[Κοντεύει να νυχτώσει...]
ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1990
Η μητέρα τους είχε θορυβηθεί από τα τελευταία γεγονότα που συνέβησαν στο χωριό. Πολλές φορές δεν άφηνε την μεγαλύτερη κόρη της να βγαίνει έξω ή ακόμα κι αν την άφηνε έπρεπε να είναι πάντα με κάποιον άλλον και ποτέ μόνη. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοί της οικογένειας, ο Σωτήρης και ο Γιώργης, είχαν ανοίξει πια τα φτερά τους, είχαν φτιάξει δική τους οικογένεια και ζούσαν μέσα στην πόλη της Μυτιλήνης, μια ώρα από το χωριό, μα δεν τους επισκέπτονταν πολύ συχνά , παρόλο που το ήθελαν. Είχαν δουλειές στην πόλη και ήταν δύσκολο να τις αφήσουν πίσω.
Η κυρία Σοφία λοιπόν, μαζί με τον άντρα της και τις δύο μικρότερες κόρες της ζούσε σ' ένα παλιό, μα όμορφο σπίτι, κοντά στην παραλία. Όλα τα μέλη της οικογένειας γνώριζαν πως εκείνη η γυναίκα ήταν ο πιο υπερπροστατευτικός άνθρωπος που υπάρχει, όμως τον τελευταίο καιρό το πράγμα είχε παραγίνει. Όπως για παράδειγμα, σήμερα που μαζί με την μεγαλύτερη κόρη της, στην κουζίνα, είχαν ξεσηκώσει τον κόσμο με τις φωνές τους.
-Μ' άκουσες Ελένη; Δεν θα στο πω εκατό φορές!, είπε κουνώντας επίμονα τον δείκτη του χεριού της στην δεκαεφτάχρονη κόρη της που την κοιτούσε οργισμένη.
-Μα ρε μαμά, είναι δυνατόν να βγω με την κολλητή μου και να σέρνουμε από πίσω μας το μικρό; Θα βαρεθεί και θα μας τρελάνει, χώρια που θα 'χω την Χριστίνα να με κοροιδεύει.
-Εγώ νόμιζα πως η Χριστίνα έχει αδυναμία στην μικρή σου αδερφή.
-Ναι, εντάξει αλλά αυτό το βράδυ θέλουμε να βγούμε οι δυο μας, να πάμε βόλτα, να-
-Και βόλτα θα πάτε και θα τα κάνετε ολα. Αλλά μαζί με την Αναστασία, αλλιώς δεν βγαίνεις από 'δω. Το παιδί είναι ακόμα οχτώ χρονών, πως να το αφήσουμε μόνο στο σπίτι; Εγώ με τον πατέρα σου θα πάμε στο σπίτι του παπά, που θέλει να μας κάνει το τραπέζι. Εσύ θα γυρνάς από 'δω κι από 'κει. Η Αναστασία τι θ' απογίνει;
-Θα κάτσει ωραία και καλά στο δωμάτιο της, να παίξει με τα παιχνίδια της.
-Ξέρεις πολύ καλά ότι τον τελευταίο καιρό τα πράγματα είναι περίεργα! Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη στο σπίτι, ειδικά όταν κυκλοφορεί ένας παλιάνθρωπος ελεύθερος στο χωριό. Το ξέρεις ότι η αστυνομία δεν τον έχει συλλάβει ακόμη, έτσι;
-Μα μαμά, βιαστής είναι ο άνθρωπος, όχι διαρρήκτης! Τα δύο κοριτσάκια που πείραξε, δεν τα πείραξε μέσα στα σπίτια τους. Αν κλειδώσουμε την Αναστασία εδώ, τίποτα δεν πρόκειται να γίνει.
-Όχι, όχι, όχι! Ή την παίρνετε μαζί σας ή ξέχνα την βόλτα. Και μη μιλάς σαν να είσαι αναίσθητη, αυτό το κάθαρμα έχει κάνει πολλή μεγάλη ζημιά σε δύο αθώες ψυχές δώδεκα χρονών!
Η Ελένη σώπασε απότομα. Όλη η οργή και ο τσαμπουκάς της εξανεμίστηκαν μεμιάς και η απορία ήρθε να πάρει τη θέση τους στο πρόσωπο της.
-Αλήθεια, πως έγινε;
-Δεν τα 'μαθες; Χθες το βράδυ συνέβη το δεύτερο. Βρήκαμε την Σταματούλα μες τα αίματα, στο δάσος. Είχε βγει λέει στην αυλή για να πάρει ξύλα, μα το τέρας της όρμησε από πίσω. Την έσυρε με την βία στο δάσος για να κάνει τις βρωμιές του, την φίμωσε και την χτύπησε μέχρι να πέσει ξερή κάτω. Την έψαχναν όλοι και σήμερα το πρωί την βρήκανε λιπόθυμη, μισοπεθαμένη. Δεν έχει συνέλθει ακόμα, όπως μου είπαν. Το ίδιο έγινε πριν μια βδομάδα με την Μαρία. Πήγε στο πηγάδι να πάρει λίγο νερό μα απ' ότι φαίνεται ο διάολος της την είχε στημένη. Την έσυρε πάλι μέχρι το δάσος, έκανε τα αίσχη του και την άλλη μέρα την βρήκαν σε χαντάκι, ευτυχώς ζωντανή. Ετούτη έχει συνέλθει μα δεν μιλεί και δεν λαλεί καθόλου. Μόνο κλαίει ολημερίς.
-Θεέ μου. Κι είπες ότι ακόμα δεν έχουνε πιάσει τον άθλιο;
-Ε, ακόμα! Γι' αυτό σου λέω, έχε τα μάτια σου, όχι δεκατέσσερα, εκατόν τέσσερα. Να μην σε βρούμε και σένα σε κανά χαντάκι, Παναγία μου., είπε με τρόμο η Σοφία και σταύρωσε την κόρη της.
-Καλά μαμά, θα γίνει όπως θες. Μην έχεις και την δική μας έγνοια τώρα.
-Α, μπράβο παιδί μου. Άντε να πάτε στο καλό, να προσέχετε. Και να μην χαθείτε να 'στε και οι τρεις μαζί.
-Κάτι άλλο;
-Μην αργήσεις να γυρίσεις το βράδυ, σε παρακαλώ. Όταν έρθουμε, θέλω να σας βρούμε σπίτι. Ελένη παιδί μου, πάρε και το παλτό σου, που πας έτσι;
-Εντάξει, εντάξει ρε μαμά, με το παλτό! Θα το βάλω, μην γκρινιάζεις.
-Δεν γκρινιάζω, αλλά όταν σε βλέπω έτσι με μια ζακέτα μόνο-
Η Ελένη που βαριόταν ν' ακούσει πάλι το γνωστό κήρυγμα, άρπαξε γρήγορα το παλτό.
-Αναστασία! Αναστασία, είπα!
Μια μικροσκοπική φιγούρα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Η Αναστασία ήταν ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών, μικροκαμωμένο, με ξανθιές πλεξούδες και δύο καταγάλανα ματάκια μονίμως φοβισμένα. Είχε πάντα εκείνο το εκνευριστικό συνήθειο να μην σε κοιτάζει ποτέ όταν της μιλάς ή σου μιλάει αυτή. Σίγουρα δεν έμοιαζε καθόλου στην μεγαλύτερη αδερφή της, που σαν παιδάκι δεν υπήρξε ντροπαλό ή κλεισμένο στον εαυτό του. Η Αναστασία ήταν το ακριβώς αντίθετο της Ελένης.
-Λοιπόν μικρή, ετοιμάσου σήμερα θα πάμε βόλτα με την φίλη μου την Χριστίνα. Βάλε κάτι ωραίο, όχι πάλι αυτό το απαίσιο παντελόνι με τις τιράντες και τις πεταλούδες, για όνομα του Θεού!
Είδε το κορίτσι να σκύβει το κεφάλι του και να γυρίζει πίσω στο δωμάτιο με την ίδια ακριβώς διάθεση που ήρθε. Μα γιατί να είναι τόσο παράξενο αυτό το παιδί, σκέφτηκε η Ελένη. Λες και δεν βγήκαν από την ίδια μάνα, λες και δεν ήταν αδερφές. Σαν την μέρα με την νύχτα έμοιαζαν οι δυο τους και αυτό την προβλημάτιζε αρκετά. Όπως και το γεγονός ότι έπρεπε να την έχει υπό την προστασία της για απόψε.
Υπήρχε άραγε τρόπος να απαλλαχθεί από αυτήν;
Η Ελένη κοίταξε το ρολόι με αδημονία. Στις εννιά έπρεπε να είναι στο σχολείο του χωριού, όπου θα τον συναντούσε. Είχε πει ψέματα στην μητέρα της ότι θα βγει με την Χριστίνα, γιατί ήξερε πως αν της αποκάλυπτε την αλήθεια, εκείνη σε καμία περίπτωση δεν θα την άφηνε να ξεμυτίσει απ' το σπίτι.
Ήταν κανονισμένο λοιπόν να συναντηθεί απόψε με το αγόρι της. Τον Γιάννο, ένα παιδί που η κυρία Σοφία δεν είχε ποτέ σε μεγάλη εκτίμηση.
-Είναι αλήτης, να μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του!, έλεγε συνέχεια. Κι όλα αυτά επειδή ακουγόταν στο χωριό πως ο Γιάννος έκανε χασίς και τώρα είχε παρατήσει το σχολείο για να γυρνάει και να τρώει απ' τα λεφτά του πατέρα του. Μα η κυρία Σοφία δεν ήξερε πόσο την αγαπούσε εκείνος, ούτε πόσο τον αγαπούσε η ίδια η Ελένη. Ήταν καλό παιδί κατά βάθος κι ας τον νόμιζαν όλοι αλήτη. Φαινόταν σκληρός, όμως μέσα του έκρυβε μια ευαίσθητη ψυχή που μπορούσε να νιώσει, ν' αγαπήσει, να πονέσει πολύ. Και στο χωριό τον είχαν κακοχαρακτηρίσει τόσο άδικα.
Αυτόν λοιπόν θα συναντούσε σήμερα μαζί με την Αναστασία. Περίμενε στην εξώπορτα μέχρι να ετοιμαστεί η αδερφή της κι όταν επιτέλους την είδε, το βλέμμα της γέμισε απογοήτευση. Όπως το περίμενε...
-Πάλι αυτό το φόρεμα με τα λουλούδια βρε παιδάκι μου; Θέλει ράψιμο, δεν έχεις δει πως είναι;
-Εγώ θα βγω μ' αυτό!, απάντησε πεισματικά η μικρή κι έκανε την Ελένη ν' αναστενάξει πάλι.
-Αν μου μοιάζεις σίγουρο σε κάτι, αυτό είναι η ξεροκεφαλιά. Μα να μην υπάρχει άνθρωπος στην οικογένεια που να μην το έχει. Τέλος πάντων άντε πάμε, να δούμε.
-Ο μπαμπάς;
-Ο μπαμπάς παιδί μου είναι στο καφενείο. Θα το κλείσει σε λίγο, για να ετοιμαστούμε και να φύγουμε. Εσείς κοιτάξτε να περάσετε καλά και να μην αργήσετε πολύ, εντάξει Ελένη;
-Ναι μαμά.
-Στο καλό παιδιά μου., είπε η Σοφία και τους σταύρωσε ακόμα μια φορά πιο ανήσυχη τώρα. Κάτι μέσα της την προειδοποιούσε, σαν καμπανάκι κινδύνου που δεν την άφηνε να ησυχάσει.
Ύστερα έκλεισε την πόρτα προσευχόμενη να είχε κάνει λάθος...
[Τι θα μπορούσε να συμβεί;]
Η Ελένη λίγο πριν φτάσουν έξω από το σχολείο της εξήγησε τον αληθινό σκοπό αυτής της βόλτας.
-Δεν θα μιλάς πολύ. Ο Γιάννος είναι φίλος μου, μαζί του θα βγω, όμως εσύ κουβέντα στην μαμά αν θες να τα πάμε καλά οι δυο μας, σύμφωνοι;
Η μικρή κούνησε καταφατικά το κεφάλι, χωρίς να έχει καταλάβει και πολλά. Ήθελε να γυρίσουν σπίτι όσο το δυνατόν πιο σύντομα, γιατί μέσα στο σκοτάδι ένιωθε φόβο. Εκείνη την ώρα, στον δρόμο έξω από το σχολείο δεν κυκλοφορούσε σχεδόν κανείς. Κρατούσε σφιχτά το χέρι της αδερφής της, μα προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμη για να μην την κάνει να θυμώσει.
Ακριβώς εκείνη την στιγμή, από την απέναντι πλευρά του δρόμου εμφανίστηκε μια σκιά, η σκιά ενός νεαρού γύρω στα δεκαοχτώ. Φορούσε κουκούλα και μέσα στο σκοτάδι ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Μια απαίσια μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια της Αναστασίας, που την ανάγκασε να στρίψει αλλού το κεφάλι.
-Μάριε! Τώρα ήρθες κι εσύ;
-Ναι, τώρα. Είχα πάει να πάρω τσιγάρα.
Ο Γιάννος, από το εσωτερικό του σχολείου, βλέποντας την Ελένη και τον φίλο του, άφησε την μπάλα του μπάσκετ κάτω και πλησίασε τα κάγκελα. Όσο πλησίαζε η δική του σκιά φαινόταν πιο ξεκάθαρη έτσι όπως έπεφτε το φως του φανοστάτη, τόσο που σχεδόν αμέσως κατάφερε η Αναστασία να ξεχωρίσει την μεγάλη γρατζουνιά πάνω από το δεξί του φρύδι. Εκείνος την κοίταξε λίγο περιπαικτικά και μετά γύρισε προς την αδερφή της.
-Ρε Ελένη, το μικρό γιατί το έφερες; Θα μας κρατάει τα τσιγάρα;
-Η μάνα μου, μου την φόρτωσε γιατί φοβάται λέει να την αφήσει μόνη στο σπίτι. Αναστασία μπορείς να σκαρφαλώσεις τα κάγκελα;
Η μικρή οπισθοχώρησε ένα βήμα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
-Μάριε, σήκωσε την, να περάσει από πάνω.
Το κορίτσι προσπάθησε να μην δείχνει την δυσαρέσκεια του, μόλις την άγγιξε ο Μάριος και αισθάνθηκε και πάλι εκείνη την απαίσια μυρωδιά.
Όταν ένιωσε όμως το κρύο άγγιγμα του Γιάννου, στο σώμα της, ανατρίχιασε σχεδόν. Σαν να 'τανε λεπίδες τα χέρια του, που μπήγονταν μες το δέρμα. Γιατί την απωθούσε τόσο αυτός ο άνθρωπος;
Οι άλλοι δύο, σκαρφάλωσαν κι αυτοί με τη σειρά τους τα κάγκελα, για να περάσουν στο εσωτερικό του σχολείου.
-Αδερφή σου;, ρώτησε ο Μάριος την Ελένη.
-Ε, ναι.
-Εμείς όμως θα φύγουμε σε λίγο, τι θα κάνουμε μ' αυτήν;, πετάχτηκε ο Γιάννος.
-Τι εννοείς; Δεν θα την πάρουμε μαζί μας;
-Ελένη, αστειεύσαι νομίζω. Εμείς έχουμε το χόρτο, θα σέρνουμε και την αδερφή σου μαζί, να το δει και ν' αρχιζει να μιλάει αριστερά και δεξιά;
-Είναι μικρό παιδί, δεν μπορούμε να την αφήσουμε μόνη εδώ πέρα. Θα μου φωνάξει η μητέρα μου.
Ο άλλος την κοίταξε σκεπτικός για λίγα δευτερόλεπτα. Έδειχνε λες και προσπαθούσε να σκαρφιστεί ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που δεν άργησε να ολοκληρωθεί μέσα στο πονηρό μυαλό του.
-Αν κάνεις ότι σου πω, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα., ο Γιάννος πλησίασε περισσότερο την Ελένη και ψιθύρισε αυτά που ήθελε να πει στο αυτί της.
Εκείνη τον κοίταξε φοβισμένη. Η αβεβαιότητα την εμπόδισε να του απαντήσει αμέσως, μα ο Γιάννος είχε ύφος που έμοιαζε τόσο απόλυτο, τόσο σίγουρο. Σαν να περίμενε να δώσει κι εκείνη την συναίνεση της.
-Γιάννο, αυτό που πάμε να κάνουμε δεν είναι σωστό και το ξέρεις. Φοβάμαι. Αν συμβεί κάτι;
-Τι να συμβεί μωρέ, στο σχολείο; Πιο πολλά θα της συμβούν αν γυρνάει μαζί μας. Άκου να δεις Ελένη, το μικρό στην βόλτα θα τραβάει την προσοχή και θα το σφυρίξουνε στην μάνα σου ότι είναι μαζί μου. Τότε τι θα κάνεις;
-Μέχρι να γυρίσουμε εμένα η καρδιά μου θα 'χει σπάσει από την αγωνία.
-Μα δεν θα λείψουμε για πολύ. Ούτε μια ώρα δεν θα κάνουμε. Να σου πω ρε Μάριε, μπορείς να κάτσεις εδώ να προσέχεις την μικρή;
Ο Γιάννος τώρα γύρισε προς τον φίλο του, μήπως καταφέρει να βρει επιτέλους μια μέση λύση.
-Δεν μπορώ. Έχω κανονίσει να πάω στο συνεργείο του κυρ-Ηλία, με περιμένουν κάτι άλλα φιλαράκια εκεί. Θα πάμε στην πόλη, έχουμε δουλειές. Συγγνώμη Γιάννο.
-Δεν πειράζει. Μικρή έλα να σου πω λίγο!
Η Αναστασία τον πλησίασε φοβισμένη. Την φόβιζε ο τρόπος του, το πρόσωπο του κι εκείνα τα μάτια του, που τώρα είχαν γίνει κατακόκκινα. Τι να είχε άραγε το τσιγάρο που κάπνιζε;
-Έλα να σου πω, μην φοβάσαι. Εγώ θέλω μόνο να παίξουμε όλοι μαζί. Σ' αρέσει το κρυφτό;
Η Αναστασία κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.
-Κοίτα με στα μάτια όπως σε κοιτάω κι εγώ. Δεν θέλω να με ντρέπεσαι.
-Δεν ντρέπομαι., του απάντησε με ψεύτικο θάρρος.
-Ωραία. Αφού σ' αρέσει το κρυφτό λοιπόν, θα παίξουμε κρυφτό τώρα. Εσύ θα τα φυλάς κι εμείς θα κρυφτούμε μέσα στο σχολείο. Πρόσεξε με, ΜΕΣΑ στο σχολείο. Πήγαινε εκεί, σ' εκείνη την κολώνα, μέτρα αργά ανά 5 μέχρι το 100. Δύο φορές, εντάξει; Εμείς θα πάμε να κρυφτούμε,, κάπου εδώ.
Η μικρή, μη μπορώντας να φέρει κάποια αντίρρηση, κούνησε ξανά το κεφάλι της καταφατικά. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σε λίγα λεπτά θα έμενε ολομόναχη στο σχολείο.
Απομένει άλλο ένα κεφάλαιο, που θα κανονίσω να δημοσιευτεί σύντομα. Ελπίζω να σας άρεσε το πρώτο. Θα περιμένω γνώμες! Τα λέμε, σύντομα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top