Κεφάλαιο 31
Κεφάλαιο 31
Φτάσαμε στο Παρόν!Το κεφάλαιο αυτό είναι μικρό, η αρχή του κεφαλαίου και το τέλος είναι καινούρια.
Μανχάταν Ν Υόρκη
Σήμερα
«Αλεξανδρούλα»
«Τι θέλεις Αχιλλέα? Με έχεις τρελάνει με τα τηλέφωνα. »
«Ρε ξενέρωτη, σε πήρα για να φάμε μαζί»
«Έχω δουλειά τι δεν καταλαβαίνεις?»
«Ρε παιδί μου, ούτε ένα χατίρι δεν μπορείς να μου κάνεις?»
«Ρε Αχιλλέα μερικοί δουλεύουμε»
«Αουτς έτσουξε αυτό... Μπηχτή μικρή μου, ήταν αυτήν για το Σ/Κ που πέρασα στο Κάπρι?» Ναι μπηχτή ήταν. .
«Ναι. Άφησες πίσω σου ένα σωρό εκκρεμότητες τις οποίες φορτώθηκα εγώ. Για να μην μιλήσω για το ότι έγινες θέαμα πάλι με αυτό το μοντέλο που συνόδευες»
«Έλα μωρέ το κασέ της ήθελε να ανεβάσει το κοριτσάκι γι αυτό δήλωσε ότι δήλωσε » Αυτό που τις δικαιολογεί, μπορεί να με κάνει τρελή...
«Θες κάτι άλλο? Έχω δουλειά» Δεν καταλαβαίνει τίποτα μιλάμε ο άνθρωπος.
«Καλά αυτήν την εβδομάδα θα σε βοηθήσω...εάν μου κάνεις το χατίρι να πάμε για μεσημεριανό κάπου οι δυο μας»
«Θα το σκεφτώ»
«Μου λείπεις μικρή δουλεύεις πολύ, και όλο τον ελεύθερο χρόνο σου τον περνάς βοηθώντας την Ρέιτσελ... Έλα να φάμε μαζί σήμερα. Θέλω να περάσω χρόνο με την φίλη μου.»
«Καλά καλά στείλε μου να μου πεις που θα πάμε και θα έρθω»
«Οκ μικρή. Φιλιά»
.
.
.
.
Είναι τραγικός .Είναι θεότρελος είναι είναι και εγώ δεν ξέρω τί είναι .
Δεν φταίει όμως αυτός όχι δεν φταίει. Εγώ φταίω .Εγώ και μόνο εγώ .
Φταίω που κάθομαι και τον ακούω, φταίω που τον ανέχομαι .
Ανέχομαι τις τρέλες του και τις ιδιοτροπίες του, ανέχομαι τα νεύρα του .
Όχι όχι τα νεύρα του, νεύρα έχω εγώ εξ' αιτίας του. Αυτά σκέφτομαι μια ώρα τώρα κολλημένη στην μεσημεριανή κίνηση της Λεωφόρου Μπρόντγουεϊ στο ύψος της 20ης Λεωφόρου.
Δεν αντέχω άλλο βγάζω το τηλέφωνο μου από την τσάντα μου για να του τηλεφωνήσω. Πρέπει να εκτονωθώ λιγάκι. Πιστεύω εάν του φωνάξω θα ηρεμίσω λιγάκι. Πληκτρολογώ το νούμερό του και περιμένω. Το τηλέφωνο του καλεί και εγω περιμένω και περιμένω και περιμένω να απαντήσει στην κλήση μου ως που φτάνει στον τηλεφωνητή και μια κατά τα άλλα συμπαθέστατη φωνή σπεύδει να με ενημερώσει πως ο συνδρομητής που κάλεσα δεν είναι διαθέσιμος και πως εάν θέλω μπορώ να προσπαθήσω αργότερα. ΑΧ το αίμα μου έχει φτάσει στο κεφάλι μου έρχεται να ανοίξω το παράθυρο και να ουρλιάξω από τα νεύρα μου... Εισπνοή – Εκπνοή ,έλα Άλεξ πάμε πάλι λέω στον εαυτό μου, Εισπνοή – Εκπνοή.
Ο οδηγός μου, μου ρίχνει κλεφτές ματιές από τον μεσαίο καθρέφτη του αυτοκινήτου και ευτυχώς δουλεύοντας για μάς χρόνια ξέρει πως δεν πρέπει να μου απευθύνει το λόγο όταν είμαι σε τέτοια κατάσταση σκέφτομαι.
Ένα τέταρτο περνά και ευτυχώς κοντεύουμε να φτάσουμε στο Arttable. Αγαπημένος προορισμός μας εδώ και χρόνια για φαγητό. Ταξιδεύοντας σχεδόν το μισό χρόνο και ζώντας σε ξενοδοχεία ,όταν γυρίζουμε σπίτι δύσκολα αλλάζουμε στέκια.
«Αργούμε Liam?»
«Όχι κ Αλεξ.»
Liam Aroun.Πρώην Μισθοφόρος που έλαβε μέρος σε 4 αποστολές. Ιράκ, Αφγανιστάν, Βοσνία, Ισραήλ. Έκτοτε αναλαμβάνει την φύλαξη και προστασία διάσημων και πλουσίων. Του έχω πει επανειλημμένα πως εγώ δεν είμαι διάσημη μα ο τρελός ο θεόμουρλος γίνεται θηρίο και δεν ακούει κουβέντα. Του γυρίζει το μάτι του τρελού και αφού έχω μάθει από χρόνια να επιλέγω τις μάχες μου μαζί του, υποχωρώ.
Χαμένη στις σκέψεις μου δεν έχω καταλάβει πως φτάσαμε στον προορισμό μας όταν ακούω την πόρτα του Liam να ανοίγει και να κλείνει . Όταν προφανώς έκανε τον κατάλληλο έλεγχο μου άνοιξε την πόρτα.
«κ Αλεξ »
«Ευχαριστώ Liam. Δεν θα καθίσω για φαγητό σε 10 λεπτά θα είμαι πίσω»
«Μάλιστα κ Άλεξ»
Περπατάω ως την είσοδο του Art table και ο πορτιέρης μου χαμογελά ανοίγοντας μου την πόρτα για να περάσω
«Καλός ορίσατε κ Papa»
«Γεία σου, είναι μέσα?»
«Μάλιστα κ Papa»
«Ευχαριστώ» του απαντώ
Στην υποδοχή ο μετρ αφού με υποδέχεται θερμά και προθυμοποιείται να με συνοδεύσει ως το τραπέζι του και αφού τον διαβεβαιώνω ότι δεν είναι ανάγκη προχωρώ στο εσωτερικό του εστιατορίου.
Με βλέπει και σηκώνεται από την θέση του και έρχεται προς το μέρος μου καθώς και εγώ προχωρώ προς εκείνον.
«Μωρό μου , καρδούλα μου, δεν φταίω εγω. Όταν σου τηλεφώνησα να φάμε παρέα δεν φανταζόμουν ότι θα ήθελες 1:30 ώρα από τη εταιρία για να έρθεις ώς εδώ.»
Με βλέπει που κατσουφιάζω και πως να μην κατσουφιάσω όταν θυμάμαι την ώρα που έχασα για να έρθω εδώ και πως τελικά θα μείνω νηστική. Πάω να ανοίξω το στόμα μου να παραπονεθώ και τότε μου χαμογελά με αυτό το σεξι χαμόγελο που έχει και το χρησιμοποιεί για να μαγεύει όλου του κόσμου τα θηλυκά από 5 έως 105 ετών. Αχ ολες τις ρίχνει με το χαμόγελο του με τα λακκάκια του με το απίστευτο σώμα του που είναι καλυμμένο με διάφορα ταττου, με τα απίστευτα τραγούδια του και την χαρισματική φωνή του. Αυτό που εμένα όμως με μαγεύει επάνω του είναι τα μάτια του, δυο παιχνιδιάρικες χάντρες που αγαπώ πολύ .
«Δεν με ρίχνεις με ένα σου χαμόγελο... το ξέρεις καλά» του λέω και ξεφυσάω « Το σημερινό θα σου κοστίσει ακριβά. Ξέρεις ότι ο χρόνος μου είναι περιορισμένος τώρα πια»
«Ότι θέλεις γλυκιά μου» μου απαντά
«Ωραία εγω δεν προλαβαίνω να καθίσω ,εσύ μόλις τελειώσεις έλα από την εταιρία να υπογράψεις τα νέα συμβόλαια και μετά θα χρειαστεί να πας μόνος σου στον αρχιτέκτονα να δεις εάν έκανε τις αλλαγές που του ζήτησα»
«Οκ»
«Α και σε παρακαλώ μίλα με την Ρέιτσελ να μάθεις τι έχει γίνει με το θέμα της οικονόμου, η Κ Μαρία θα είναι μαζί μας έως την Παρασκευή »
«Οκ» μου απαντά και πάλι ,και διακρίνω μια σπίθα γέλιου στα μάτια του.
«Κάτι άλλο έχεις να πεις ? Με νευριάζει η απάθεια σου»
«Όχι απάθεια βρε μωρό μου, απλά ανέβηκες στο βάθρο σου πάλι και διατάζεις. Τρελαίνεσαι να δίνεις διαταγές »
«Όχι παντού...Δεν τρελαίνεται να δίνει παντού διαταγές » Ακούμε μία βραχνή φωνή να λέει, μια φωνή που είχα καιρό να ακούσω αλλά δεν είχα ξεχάσει και γυρνάμε ταυτόχρονα τα κεφάλια μας προς την πηγή του ήχου.
Έχω σοκαριστεί ,τον κοιτώ και οι ματιές μας κλειδώνουν για μερικά δευτερόλεπτα καφέ ενάντιων γαλάζιου. Πρώτη στρέφω εγώ το βλέμμα μου και ακούω τον άνθρωπο που αγαπώ πολύ να με ρωτά :
«Ποιος είναι αυτός Άλεξ ?» με ρωτά ο Αχιλλέας
«Κανείς του απαντώ» εμφανώς ταραγμένη
«Αλήθεια Αλεξ έτσι θα το παίξεις ?» με ρωτά ειρωνικά με την βραχνή φωνή του σηκώνοντας το ένα του φρύδι
«Ποιος είναι αυτός Αλεξάνδρα ?» με ρωτά με νευρά ο Αχιλλέας
«Σου απάντησα » του λέω και κάνω μεταβολή για να φύγω
«Όχι τόσο γρήγορα κ Αλεξάνδρα Παπαδάκη » φωνάζει έξαλλος πια ο Αχιλλέας , ενώ ο άλλος απολαμβάνει το θέαμα χαμογελώντας ειρωνικά.
«Τι θες Αχιλλέα ? θα τα πούμε στο σπίτι ή στο γραφείο » και καθώς προσπαθώ να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου κατευθύνομαι με μεγάλα βήματα προς την έξοδο. Λίγο πριν βγω , ακούω μια γυναικεία φωνή να απευθύνεται προφανώς στον Αχιλλέα φωνάζοντας «ΘΕΕΕ ΜΟΥ ΘΕΕΕ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ Ο ΤΖΕΙΣΟΝ ΜΑΣΟΝ? Ο ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ ΤΩΝ...» δεν μένω για να ακούσω άλλα είμαι σίγουρη για την συνέχεια. Θα ακολουθήσει πανικός...
.
.
.
.
Έχουν περάσει τέσσερεις ώρες από την ώρα που τον είδα και το τρέμουλο δεν έχει σταματήσει δευτερόλεπτο.
Θέλω να μιλήσω σε κάποιον δικό μου. Υπολογίζω την ώρα στην Ελλάδα θα είναι 12 το μεσημέρι. Να πάρω ή θα είναι και ο πατέρας μου εκεί? Πληκτρολογώ τον αριθμό και περιμένω.
«Παρακαλώ»
«Μαμά...» βουρκώνω
«Αλεξάνδρα, Αλεξάνδρα μου κοριτσάκι μου τι κάνεις ? πως είσαι?» οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή
«Καλά είμαι. Πήρα να δω τι κάνετε» ένα δάκρυ μου τρέχει
«Καλά έκανες κορίτσι μου, να μας παίρνεις όποτε θέλεις. Καλά είμαστε εμείς. Όλα καλά κορίτσι μου.» Ακούγεται και εκείνη συγκινημένη
«Μπράβο μαμά χαίρομαι.»
«Ήθελα και εγώ να σε πάρω αλλά φοβήθηκα μην ενοχλήσω...»
«Δεν ενοχλείς μαμά να με παίρνεις όποτε θέλεις»
«Ναι κορίτσι μου θα σε παίρνω»
«Ωραία , θα σε ξαναπάρω ναι?»
«Ναι κορίτσι μου. Να προσέχεις»
«Θα προσέχω. Σε φιλώ. Γειά σου»
«Γειά»
.
.
.
.
«Αλεξάνδρα γύρισα που είσαι?» φωνάζει, δεν κρατιέται να πάρει απαντήσεις
«Στην κουζίνα»
«Α ωραία. Τρως ?» Δεν απαντώ
«Αργείς?»
«Τι θέλεις ?»
«Απαντήσεις Αλεξάνδρα , τι άλλο να θέλω»
«Αχιλλέα μπορώ να συζητήσω μαζί σου, σαν φίλη σου. Να σου πω τα πάντα γιατί σε εμπιστεύομαι αλλά δεν θα το κάνω μέχρι να αλλάξεις ύφος. Δεν είσαι ο πατέρας μου μην το ξεχνάς. »
Κατευθείαν την θέση του ανακριτικού ύφους παίρνει ένα χαμόγελο. Σηκώνεται όρθιος και έρχεται προς το μέρος μου.
«Πάω να αλλάξω και να αράξω στον καναπέ. Εάν θέλεις έρχεσαι μικρή μου, εγώ θέλω πολύ να μάθω τα νέα σου. Ό,τι συνέβη τον καιρό που έλειπα.»
Μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι και περιμένει να κάνω την επόμενη κίνηση εγώ. Και την κάνω. Μισή ώρα μετά καθόμαστε αντικριστά στο σαλόνι κρατώντας από μια μπίρα στο χέρι και τα λέω σχεδόν όλα. Κράτησα κάτι λίγα για μένα... Δεν είπα τίποτα για το μωρό. Θεωρώ ότι ο Ρόμπερτ είναι εκείνος που δικαιούται να το μάθει πρώτος.
Του είπα για την πρώτη μας συνάντηση στο club εκείνο το βράδυ, για την προσέγγιση του, για την συμπεριφορά του την δικά μου συμπεριφορά. Του μίλησα για τις διακοπές και σοκαρίστηκα όταν χαμογέλασε και μου είπε για την φωτογραφία στο αεροδρόμιο...
«Δηλαδή εσύ τόσο καιρό ήξερες?»
«Όχι μικρή μου δεν ήξερα. Είχα δει την φωτογραφία και ήσουν ευτυχισμένη ,λίγες μέρες μετά εμφανίστηκες σε άθλια κατάσταση μπροστά μου...»κάνει μια παύση και με κοιτά ξανά «Είχα καταλάβει στο περίπου τι έγινε λεπτομέρειες και ονόματα δεν είχα για να ξέρω ποιον θα πλακώσω στο ξύλο...»
«Δεν πιστεύω»
«Δεν θα κάνω τίποτα επιπόλαιο » με διακόπτει πριν ολοκληρώσω την πρόταση μου.
Η συζήτηση μας συνεχίζεται για ώρα. Του λέω πράγματα και αναλύουμε συμπεριφορές. Δικές μου και δικές του.
Κομβικό σημείο στην συζήτηση μας οι δυο ερωτήσεις του φίλου μου. Δυο ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορώ να δώσω απάντηση.
«Και τώρα Αλεξάνδρα?
Εσύ, Τι νιώθεις Αλεξάνδρα?»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top