Κεφάλαιο 30
Κεφάλαιο 30
Μανχάταν Ν Υόρκη
Λίγο καιρό πριν...
« Το καλό που σου θέλω , μόλις φτάσουμε σπίτι να ανοίξεις το τηλέφωνο σου. Παρατράβηξε αυτή η μαλακία. Και που είσαι Θέλω να κάνουμε μια σοβαρή κουβέντα οι δυο μας αύριο.» Ρολάρω τα μάτια μου, τον αγνοώ. Πήδηξε την αεροσυνοδό. Ο κάφρος. Είχε πάθει στέρηση λέει γιατί τόσες μέρες στην Κρήτη δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα. Εδώ δεν δίνει δικαιώματα με αυτήν την συμπεριφορά ? Μα καλά και αυτήν η αεροσυνοδός τι μυαλά κουβαλάει να ήξερα.
«Μην με αγνοείς εμένα. Μου την σπάει που με περνάς για χαζό»
«Χαζό? Απλά κάφρο γλυκιέ μου» Τον κοιτώ με αποδοκιμασία
«Ναι? Για πες μας τα δικά σου να σε κρίνουμε και εμείς.»
«Ποια δικά μου. Δεν έχω κάτι να σου πω» Έχω χλωμιάσει το ξέρω το νιώθω. Δεν αισθάνομαι καλά.
«Άκου Αλεξάνδρα, σε μένα δεν θα πουλάς μαλακίες και παπαριές. Θα στρώσεις τον κώλο σου κάτω και θα ανοίξεις το στόμα σου και θα μου πεις τι συμβαίνει. Η υπομονή μου εξαντλήθηκε.» Το βλέμμα μου διασταυρώνετε με εκείνο του Liam. Με κοιτά μέσα από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου την ώρα που οδηγεί. Τον κοιτώ έντονα πριν στρέψει το βλέμμα του στον δρόμο ξανά.
Δεν του απαντώ. Κοιτάω έξω από το παράθυρο. Το αυτοκίνητο μου μας παρέλαβε από το αεροδρόμιο συνεχίζει την πορεία του μέσα στην νύχτα, με προορισμό το σπίτι μας. Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι. Σαν εμένα...
«Στο μουνί σου με γράφεις ρε μαλάκα?» Δεν τελειώνει η γκρίνια του απόψε με τίποτα... Πότε θα φτάσουμε επιτέλους σπίτι. Θέλω να εξαφανιστώ στο δωμάτιο μου. Είμαι πτώμα σωματικά, ένα ράκος συναισθηματικά, και τα νεύρα μου δεν είναι σε καλή κατάσταση. Από την ώρα που προσγειωθήκαμε το βάρος στο στήθος μου επέστρεψε δριμύτερο.
«Σε ακούω. Τι θες να σου πω?» του απαντάω
«Απόψε τίποτα. Αύριο να έχεις όλες τις απαντήσεις όμως.» Μου λέει. Τον ακούω και θυμώνω , τι νομίζει ότι είμαι υποχρεωμένη να του δώσω αναφορά ?Ως εδώ η καταπίεση σου.
«Με απειλείς?»
«Ξεκάθαρα» Καγχάζει «Τι νομίζεις ότι δεν μπορώ να μάθω τι συμβαίνει μόνος μου? Είσαι τόσο αφελής γαμώτο? Τι με κοιτάς με σοκαρισμένο ύφος ? Νομίζεις ότι θα κάτσω να σε περιμένω για πολύ ακόμα? Μου ήρθες σαν κυνηγημένη στην συναυλία. Τότε το έκανα γαργάρα, γιατί ήθελα να έρθεις μαζί μου Κρήτη και σε πήγαινα με το μαλακό. Ήσουν σαν κώλος γαμώτο και έχεις την απαίτηση να μην ψάξω να μάθω τι συμβαίνει? Το καλό που σου θέλω να μου πεις τι έχει συμβεί από μόνη σου, γιατί εάν με αναγκάσεις να μάθω μόνος μου, θα βγάλω μόνος μου συμπεράσματα και θα πάρω μόνος μου αποφάσεις. Διάλεξε και πάρε. »
«Δεν θα τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο» του λέω μέσα στα νεύρα. Μα γιατί δεν με αφήνει στην ησυχία μου?
«Δοκίμασε με» Με απειλεί. Ξεκάθαρα. Ο κάφρος. Τι να του πω , που θα γίνει έξαλλος και θα πάει και στον άλλο και θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Λες και είναι νορμάλ κανένας από τους δυο? Ίσως εάν του πω τι έχει γίνει χωρίς να του πω όνομα... Ποιον κοροϊδεύω πάλι θα ψάξει μόνος του και θα μάθει. Τι να κάνω δεν ξέρω. Θέλω να τα πω να τα βγάλω από μέσα μου αλλά ο Αχιλλέας είναι θερμοκέφαλος. Δεν θέλω να φανταστώ πως θα αντιδράσει...
«Θα μείνεις εδώ?» τον κοιτώ σαν χαμένη «Ρε μαλάκα θες να με τρελάνεις ? Έχουμε τόση ώρα που φτάσαμε , θα κατέβεις? Γαμω την πουτάνα μου μέσα. Τι σκατά έχεις πάθει?» Μου λέει μέσα στα νεύρα και κλείνει με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου.
Δεν είχα καταλάβει πως φτάσαμε. Πως κάνει έτσι? Νεύρα πολλά νεύρα.
«Και άκου εδώ μόλις πατήσουμε το πόδι μας μέσα στο διαμέρισμα ανοίγεις τηλέφωνο» Δεν αντέχω να το ακούσω άλλη φορά.
«Περπάτα επιτέλους» του λέω με αγανάκτηση. Στις τρεις προτάσεις η μια είναι απειλή η άλλη προσταγή και η τρίτη αφορά το τηλέφωνο. ΕΧΩ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΕΙ...
Αφού χαιρετάμε τον νυχτερινό φρουρό του κτιρίου, φτάνουμε στο ασανσέρ.
«Καλά τι σκατά έπαθε?» προσπαθεί να πληκτρολογήσει τον κωδικό.
Η διαπίστωση ότι δεν τον έχω ενημερώσει για τις αλλαγές με χτυπά σαν χαστούκι.
«Εεεε, στα πλαίσια μιας συντήρησης ζήτησα να αλλάξω τον κωδικό.» Τον ενημερώνω κοκκινίζοντας .
Με κοιτά εξεταστικά και σκάει στα γέλια. Γελά σαρκαστικά
«Μάλιστα. Άλλο ένα πράγμα για το οποίο θα δώσεις εξηγήσεις αύριο» σκύβει προς το μέρος μου απειλητικά «Και τώρα εάν έχεις την καλοσύνη πληκτρολόγησε τον κωδικό, μπας και πάμε σπίτι, απόψε.» Κέρβερος αυτό είναι.
.
.
.
Στο σπίτι επικρατεί ηρεμία, το κουκούλι μας . Επιστροφή στην ζώνη ασφάλειας
Βέβαια δεν θέλω να σκέφτομαι τι γίνεται δυο ορόφους κάτω. Ελπίζω και εύχομαι να μην βρεθεί ποτέ στον δρόμο μου ξανά. Να έχει πουλήσει το διαμέρισμα και να μην εμφανιστεί στο δρόμο μου ξανά. Έτσι θα τον ξεχάσω και εγώ
«Πάω να την πέσω είμαι πτώμα. Εσύ?»
«Και εγώ θα κάνω ένα ντούζ και θα ξαπλώσω είμαι κουρασμένη» λέω χασμουριόντας
«Το τηλέφωνο μην ξεχάσεις »
Ναι ναι καλά. Δεν το ανοίγω εγώ που να χτυπιέσαι. Δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο ότι μπορεί να με έχει ψάξει ή ότι ίσως έχει αδιαφορήσει για μένα...
1πμ
2πμ
3πμ
4πμ «Ξύπνα»
«Άσε με »
«Ξύπνα γαμώ την τρέλα μου μέσα»
«Φύγε»
«ΞΥΠΝΑ Η ΡΕΙΤΣΕΛ» Γκαρίζει και με ταρακουνά να ξυπνήσω.
Πετάγομαι από το κρεβάτι «ΤΙ?»
«ΔΕΝ ΞΕΡΩ» γκαρίζει «Την πάνε στο νοσοκομείο , έπεσε από τις σκάλες » λέει πιο ήπια τώρα αφού βλέπει πως έχω πανιάσει και τρέμω.
«Σε παρακαλώ, έχει πανιάσει, ντύσου και έλα κάτω πρέπει να φύγουμε. Έχω ειδοποιήσει την ομάδα ασφαλείας και μας περιμένουν.» Με ενημερώνει και φεύγει.
Σε πανικό, είμαι σε πανικό. Σκέψου ένα βήμα την φορά ρούχα βάλε ρούχα. Μου φωνάζει μια φωνή μέσα στο μυαλό μου. Παπούτσια τώρα, ωραία , την τσάντα, το τηλέφωνο και πάμε. Ναι πάρε το τηλέφωνο Αλεξάνδρα. Τελείωσαν τα ψέματα.
Λοιπόν ξεκινάμε.
.
.
.
.
ΌΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ
ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ
ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ
Όλα θα πάνε καλά
Όλα θα πάνε καλά
Όλα θα πάνε καλά
Όλα θα πάνε καλά
Όλα θα πάνε καλά
θα πάνε καλά
θα πάνε καλά
θα πάνε καλά
θα πάνε καλά
θα πάνε καλά
καλά
καλά
καλά
......
.....
.....
........
Σιωπή
Καθόμασταν στην αίθουσα αναμονής και περιμέναμε παρόλο που οι γιατροί μας είπαν ότι θα ήταν καλύτερα να επιστρέφαμε στα σπίτια μας. Ο Κιθ ο Adam ο Αχιλλέας και εγώ λείπει. Ο ένας δίπλα στον άλλο καθόμασταν στις άβολες πλαστικές καρέκλες αναμονής του νοσοκομείου και περιμέναμε να μας ενημερώσουν. Το σώμα μου είναι άκαμπτο. Το μυαλό μου έχει μουδιάσει αισθανόμουνα τον χρόνο να έχει κολλήσει. Λέω σαν μάντρα ξανά και ξανά από μέσα μου την φράση , όλα θα πάνε καλά.
«Οι γονείς σας » ρωτά ο Adam
«Τους ειδοποίησα» ψελλίζει ο Κιθ «Έρχονται»
Στο διάδρομο του νοσοκομείου κόσμος πάει και έρχεται πια. Έχει ξημερώσει άλλωστε, και εμείς εκεί ακούνητοι αμίλητοι αγέλαστοι. Περιμένουμε να έρθει κάποιος να μας ενημερώσει.
Τόσες ώρες το μόνο που κατάφερα να μάθω είναι ότι ξύπνησε και θέλησε να πιεί κάτι. Κατέβηκε τις σκάλες και ίσως σκόνταψε πάντως ο Κιθ άκουσε θόρυβο ναι σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει και την βρήκε στο τελευταίο σκαλοπάτι λουσμένη με αίμα.
«Για την κ Στίλατ?»
Πεταγόμαστε όλοι και κάνουμε έναν κύκλο γύρο από τον γιατρό. Φοράει ακόμα τα ρούχα του χειρουργείου. Το ύφος του είναι πολύ σοβαρό
«Γιατρέ»
«Το μωρό τώρα είναι καλά. Το μωρό κινδύνευε από την πτώση, και αναγκαστήκαμε να κάνουμε καισαρική. Είναι υγειές όμως και τον έχουν σε θερμοκοιτίδα. Όπου και θα παραμείνει για λίγο διάστημα . Θα σας ενημερώσει σε πέντε λεπτά και η νεογνολόγος μας , αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είναι υγιέστατος»
Ανακούφιση αυτό αισθάνομαι ανακούφιση.
«Η γυναίκα μου γιατρέ?» ακούγεται τρομοκρατημένος ο Κιθ
«Η κ. Στίλατ, υπέστη ρήξη χιαστού και έχει ένα αρκετά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι της. Μόλις βγήκε από το χειρουργείο και είναι στην μονάδα εντατικής θεραπείας .Την έχουμε προς το παρόν σε καταστολή »
«Είναι είναι καλά γιατρέ?»
«Η κατάσταση της είναι σταθερή. Θέλουμε να συνέλθει για να εκτιμήσουμε το χτύπημα στο κεφάλι. Προς το παρόν όπως σας είπα την έχουμε καταστείλει για να μην πονά. Τα επόμενα δυο εικοσιτετράωρα θα είναι τα πιο κρίσιμα. Προς το παρόν δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο»
Και μετά ξανά σιωπή και οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Οι γονείς της Ρέιτσελ και του Κιθ έχουν φτάσει εδώ και ώρες. Η μαμά του Adam η Ελοίζα έχει σπάσει τα τηλέφωνα. Μας ζητά νέα... Δεν έχουμε να της δώσουμε έχουν περάσει τρείς ημέρες, περιμένουμε να ξυπνήσει. ΘΑ ΞΥΠΝΗΣΕΙ. ΔΕΝ ΤΟ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ. ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΤΗΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Ο ΚΙΘ ΤΗΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ.
.
.
.
«Πρέπει να πας σπίτι» με πρήζει ο Αχιλλέας. Κάθε μέρα τα ίδια.
«Θα πάω κάποια στιγμή»
«Έχεις 3 μέρες εδώ. Σήκω να σε πάω σπίτι. Καταρρέεις δεν το βλέπεις? Δεν τρως δεν πίνεις δεν κοιμάσαι. Είσαι ράκος»
«Και Εσύ»
«Άσε με εμένα. Εγώ αντέχω. Σήκω πάμε σπίτι σε ικετεύω»
«Κι αν ξυπνήσει όταν δεν θα είμαι εδώ?» λέω βραχνά
«Αλεξάνδρα πρέπει να πας σπίτι , να κάνεις ένα μπάνιο και να ξαπλώσεις λίγο σε παρακαλώ»
«Για λίγο μετά θα με φέρεις πάλι ε?» τον ρωτώ γεμάτη αγωνία
«Ναι»
«Φωνάξτε τον γιατρό» Ουρλιάζει ο Κιθ από την πόρτα του δωματίου της
Τα σχέδια μας άλλαξαν στο λεπτό. Δεν ξέραμε τι συμβαίνει . Κάτι καλό? Κάτι άσχημο? Ο Αχιλλέας ο Adam οι γονείς της Ρέιτσελ και του Κιθ όλοι στεκόμασταν παγωμένοι περιμένοντας να μάθουμε τι έχει συμβεί.
«Κίθ παιδί μου, τι συμβαίνει?» ρωτά με τρεμάμενη φωνή η μαμά της. Φοβάται, φοβάται πολύ για το παιδί της το βλέπω στα μάτια της στα τραβηγμένα από την αγωνία χαρακτηριστικά του προσώπου της.
«Συνέρχεται, ακούτε? Συνέρχεται. Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα της και κούνησε λίγο τα δάχτυλα του χεριού της»
Κλαίω. Κλαίω με λυγμούς ... Λύτρωση
.
.
.
.
.
.
Ένας μήνας πέρασε από εκείνη την ημέρα που το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη μας. Είμαι τόσο χαρούμενη. Κάθε μέρα μετά την δουλειά επισκεπτόμουν την Ρέιτσελ στο νοσοκομείο. Τις κρατούσα συντροφιά και έβλεπα και το μικράκι μας . Σήμερα παίρνουν και οι δύο εξιτήριο και είμαι απλά ευτυχισμένη. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να με στεναχωρήσει ξανά. Την ημέρα ... Τα βράδια είναι ένα άλλο θέμα...
.
.
.
.
Με κοιτά με παράπονο και ο Αχιλλέας κάθε βράδυ. Περιμένει από μένα να του μιλήσω . Να κάνουμε εκείνη την συζήτηση που δεν προλάβαμε καν να αρχίσουμε. Μας πρόλαβαν τα γεγονότα... Τουλάχιστον κατάλαβε πως δεν πρέπει να με πιέσει να του πω. Βλέπει πως είμαι στα όρια ψυχολογικής κατάρρευσης και αφού ξέρει να με διαβάζει καλά, ανέβαλε την ανάκριση.
Ανακάλυψα κάτι για μένα που δεν το περίμενα. Τελικά είμαι δειλή. Ω ναι είμαι. Πάντα φανταζόμουνα πως είχα πολύ θάρρος μέσα μου. Η ιστορία με διέψευσε όμως...Όταν άνοιξα το κινητό μου, το έδωσα στον Liam και του ζήτησα να διαγράψει τα πάντα μηνύματα, κλείσεις, mail, τα πάντα. Δεν ήθελα να ξέρω εάν με έψαξε ή όχι. Για μένα η ιστορία έχει τελειώσει. Έκανα και κάτι ακόμα ποιο δειλό. Μπλόκαρα τον αριθμό του. Στο εξής δεν θα δέχομαι κλήσεις και μηνύματα από τον αριθμό του... Εάν πάρει... Γιατί μπορεί και να μην με έχει αναζητήσει. Ναι αυτό είναι το ποιο πιθανό. Αλλά εμένα δεν με νοιάζει. Δεν τον θέλω. Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του! Ποιον κοροϊδεύω? Τον θέλω σαν τρελή γαμώτο. Αλλά αυτό θα αλλάξει. Θα το κάνω εγώ να αλλάξει.
.
.
.
.
Η μέρα σήμερα πάει κατά διόλου. Όλο το πρωί παλεύω με τον προϋπολογισμό μιας μίνι περιοδείας ενός μουσικού συγκροτήματος που προστέθηκε στο δυναμικό μας πρόσφατα.
Το μεσημέρι έχουμε όλοι μαζί μίτινγκ με το δημιουργικό και το τμήμα μάρκετινγκ για να δούμε πως θα προωθήσουμε την δουλεία τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η ομάδα μας είναι δυνατή. Όλα αυτά τα χρόνια επενδύουμε στο προσωπικό μας και το επιβραβεύουμε. Γιαυτό έχουμε καταφέρει και έχουμε εντάξει στο δυναμικό μας σπουδαίους συνεργάτες. Έξυπνους δραστήριους διορατικούς και πάνω από όλα εργατικούς.
Ούτε να φάω δεν έχω προλάβει σήμερα. Όχι ότι έχω και πολύ όρεξη τώρα τελευταία για τροφή...Απόγευμα επιτέλους σε λίγο θα πάω στον μικρό μου πρίγκιπα!
«Ετοιμάζομαι να φύγω Μπέθυ, υπάρχει κάποια εκκρεμότητα?» Ρωτάω την γραμματέα μου από την πόρτα του γραφείου μου.
«Κάποια εταιρία ταχυμεταφορών άφησε αυτόν τον φάκελο για εσάς κ.Papa»
Μου δίνει έναν λευκό φάκελο από την εταιρία του, με τυπωμένη την λέξη ΕΠΕΙΓΟΝ επάνω με κάτι κατακόκκινα κεφαλαίο γράμματα. Η καρδία μου χάνει μερικούς χτύπους τα χέρια μου ιδρώνουν καθώς περπατώ προς το μέρος της Μπέθυ και παίρνω τον φάκελο που μου τείνει, στα χέρια μου. Τον κοιτώ σαν χαμένη για λίγο. Διστάζω για λίγο μόνο και με μια αποφασιστική κίνηση τον βάζω στον καταστροφέα εγγράφων της. Τέλος έχω πει τέλος . Δεν υπάρχει περίπτωση να τον ανοίξω. Για μένα αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Η εταιρία του δεν υπάρχει. Η συνεργασία μας δεν υπάρχει.
Τέλος.
Φοράω λοιπόν το καλύτερο μου χαμόγελο και φεύγω με προορισμό τον μικρό μου μαχητή , που εδώ και ένα μήνα μου έχει κλέψει το μυαλό και την καρδιά.
.
.
.
.
Έχω επιστρέψει από ώρα σπίτι. Όλα είναι ήσυχα , προσπαθώ να μην κάνω θόρυβο και ξυπνήσω τον φίλο μου. Χρειάζεται ξεκούραση και αυτός. Τόσες μέρες ανέλαβε αρκετά και από τα δικά μου καθήκοντα στην εταιρία για να μπορώ εγώ να βοηθάω την Ρέιτσελ. Με την ρήξη χιαστού θα κάνει άλλους δυο μήνες να περπατήσει μόνη της και με το μωράκι χρειάζεται συνεχή βοήθεια. Η μαμά της είναι σπίτι και την βοηθάει πολύ αλλά χρειάζεται περισσότερη βοήθεια.
Είμαι πολύ κουρασμένη και εγώ, γιατί δεν μου κολλάει ύπνος? Γιατί κάθομαι μόνη στην βεράντα παρέα με ένα πακέτο τσιγάρα που πήρα από τον Κιθ? Κλείνω σφιχτά τα μάτια. Ξέρω γιατί, την ξέρω αυτή την απάντηση. Κάθομαι στην βεράντα παίζοντας ξανά και ξανά την ίδια σκηνή στο μυαλό μου...
«Είσαι πραγματικά πολύ καλή σε αυτόν τον ρόλο»
Γυρίζω και την βλέπω να στηρίζεται στις πατερίτσες της και να μας παρατηρεί από την πόρτα να κάνουμε μπάνιο. Εμένα δηλαδή να κάνω μπάνιο το Ντένη.
«Δεν το νομίζω. Σήμερα νομίζω τα κάνω όλα λάθος γι' αυτό κλαίει»
«Θα γίνεις μια εκπληκτική μανούλα μια μέρα.»
«Δεν δεν ξέρω τι να απαντήσω σε αυτό»
«Μην απαντήσεις τίποτα , απλά να ξέρεις ότι είσαι ένας εκπληκτικός άνθρωπος γεμάτος αγάπη και πως όλα τα κάνεις σωστά. Μια μέρα θα δεις αυτήν την αγάπη θα την χαρίσεις στα δικά σου παιδιά »
«Μην με κάνεις να κλαίω όταν κρατάω το παιδί στην αγκαλιά μου...»
«Όταν τον έχεις εσύ, δεν φοβάμαι τίποτα. Αισθάνομαι τόσο ασφαλής. Είσαι τόσο τρυφερή μαζί του»
Σκουπίζω με προσοχή το ευαίσθητο δεματάκι του ενώ πασχίζω να μην κλάψω
«Ξέρεις Ρέιτσελ, σας αγαπώ πολύ »
«Το ξέρουμε, και εμείς σε αγαπάμε, μην το ξεχνάς αυτό.»
Χαμογελάω και παίρνω αγκαλιά το ντυμένο πια αγγελούδι.
«Άσε τις βαρύγδουπες συζητήσεις μανούλα, ο γιος σου πεινάει»
Τελειώσαμε με το παρελθόν!
Παρόν από το επόμενο κεφάλαιο
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top