Κεφάλαιο 1


Κεφάλαιο 1

Μανχάταν Ν Υόρκη

Λίγο καιρό πριν

«Πας καλά κορίτσι μου?» φωνάζει η εγκυμονούσα φίλη μου στο αυτί μου. Έχω στριμώξει το τηλέφωνο μου ανάμεσα στο αυτί μου και τον ώμο μου και προσπαθώ να φορέσω γρήγορα της γόβες μου μιλώντας ταυτόχρονα μαζί της στο τηλέφωνο

«Γιατί με ρωτάς και με ξαναρωτάς τα ίδια? Σου είπα θα βγω»

«Τι έχεις βάλει?»

«Δεν πας καλά. Έχεις πρόβλημα. Έλεγχο μου κάνεις ?»

«Ε καλά εσύ δεν παίρνεις από λόγια, βγες μόνη σου , ντύσου όπως να' ναι , να δω τι θα καταλάβεις . Σε μια ώρα θα έχεις γυρίσει σπίτι. Τόσο θα έχει κρατήσει η επανάσταση σου»

«Καλά καλά» Της απαντώ με πείσμα. Τώρα θα μείνω έξω μέχρι το πρωί , σε πείσμα όλων αυτών που με έχουν για ξενέρωτη. Ότι τι? Δεν μπορώ εγώ να βγω, να χορέψω, να πιώ, να διασκεδάσω?

«Πρόσεχε ε?» μου λέει πριν κλείσουμε

«Και εσύ, πρόσεχε το μπιζέλι σου»

Κατεβαίνω στην είσοδο της πολυκατοικίας μου και βλέπω το ταξί που έχω καλέσει να με περιμένει «Στο Fame παρακαλώ» Το έχω ψάξει θεωρείτε το καλύτερο Club αυτήν την στιγμή. Εκεί θα κάνω την επανάσταση μου το αποφάσισα.

Χορεύω και περνάω όμορφα. Όταν αισθάνομαι ότι χρειάζομαι ένα διάλειμμα κατευθύνομαι στο μπαρ.

Βολεύτηκα σε ένα σκαμπό στην άκρη του μπαρ από καρυδιά και ακούμπησα τις δυο παλάμες μου πάνω στην καλογυαλισμένη επιφάνεια του.

«Τι να σου φέρω ομορφιά μου?» Με ρωτά ο μπάρμαν . Είναι ντυμένος με ένα απλό T-shirt με την επωνυμία του club και ένα μαύρο παντελόνι. Το χαμόγελο του έχει παιχνιδιάρικη διάθεση και βάζω στοίχημα ότι η εμφάνιση του τον βοηθά πολύ συχνά να σταθεί τυχερός με τις γυναίκες αλλά όχι απόψε, όχι με εμένα απόψε. Απόψε γιορτάζω το διαζύγιο μου, 7 χαμένα χρόνια... 6 χρόνια σχέση, 1 χρόνο γάμος. Γάμος εξπρές. Τον γνώρισα στα 17 τον χώρισα στα 25. Αυτόν, την μάνα του με την μεγαλομανία της, τον ιδιότροπο παππού του, την αδερφή του με την ωραιοπάθεια της και τον πατέρα του με...και τον πατέρα του τελεία. Όλο του το σόι παντρεύτηκα, όλο του το σόι χώρισα. Το θέμα είναι πως τον αγάπησα πολύ και ακόμα τον αγαπώ με μια άλλη μορφή αγάπης πια. Αλλά δεν άντεξα άλλο δεν με σεβάστηκαν από την αρχή, Δεν είχα τα χρήματα τους και το κοινωνικό τους στάτους, λέγανε . Τώρα που έχω περισσότερα χρήματα από εκείνους , λένε ότι και να κάνω θα παραμείνω το επαρχιοκόριτσο που γνώρισαν πριν 7 χρόνια. Και ο γιός τους αμέτοχος . Χαμένος στην δουλεία του και αμέτοχος . «Έλα ρε μωρό μου ακόμα να τους μάθεις ? Μην τους δίνεις σημασία» Αυτήν ήταν η μόνιμη απάντηση του.

«Ομορφιά μου?» Επιμένει ο μπάρμαν και τότε καταλαβαίνω πω είχα χαθεί στις σκέψεις μου

«Το κλασσικό ποτό της βραδιάς με αρκετό κράμπερι παρακαλώ »

«Σου το φέρνω αμέσως γλύκα » μα καθώς πάει να απομακρυνθεί ακούμε μια βαθιά φωνή από πίσω μου να μας λέει :

«Πριν απ΄ όλα όμως θα πρέπει να μου δείξεις την ταυτότητα σου» Γυρίζω σιγά σιγά να δω το πρόσωπο στο οποίο ανήκει αυτήν η βαθιά φωνή που έκανε όλο το κορμί μου να μουδιάσει και μένω. Μένω εκεί να τον καρφώνω με το βλέμμα μου .Φορά σακάκι και γιλέκο και από μέσα ένα απλό T-shirt τζιν και αρβύλες. Το σώμα του κόλαση , το ύψος του 1,90 , το χαμόγελο θανατηφόρο, τα μάτια του δυο γαλάζιες θάλασσες . Περνά το χέρι του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του και μου ρίχνει ένα ακόμα αστραφτερό χαμόγελο δίνοντας μου την ευκαιρία να θαυμάσω δυο λακκάκια και μία σειρά από κατάλευκα δόντια.

Και εγώ νομίζω πως χάνομαι. Δεν μου έχει συμβεί ποτέ ξανά να αντιδράσω έτσι σε έναν άνθρωπο. Νιώθω τα χέρια μου να ιδρώνουν και την καρδιά μου να χτυπά δυνατά . Κοιτώ τα μάτια του και χάνομαι...

«Θα με καρφώνεις για ώρα?» Ρωτά και μπαμ πάει η φαντασίωση. Είναι αγενή και θα του την πω και εγώ

«Με το χαμόγελο σου πιστεύεις ότι θα μετριάσεις την απαίτηση σου να δεις την ταυτότητα μου?» τον ρωτώ με την σειρά μου ,μέσα στα νεύρα όχι τόσο για την ταυτότητα όσο για το ότι κατάλαβε πως τον τσέκαρα και μου την είπε.

«Είμαι 25 κύριε» Λέω στον μπάρμαν χωρίς ωστόσο να χάσω την οπτική επαφή με τον άγνωστο. Τον κούκλο άγνωστο. Τον υπερόπτη κούκλο άγνωστο. Και συνεχίζω δίνοντας του την κάρτα «χρέωσε το ποτό μου στην κάρτα μου παρακαλώ»

«Σύμφωνοι» μου απαντά

«Επ Επ Επ που πας ?» Ξαναρωτά ο εκνευριστικός θεός από πίσω μου τον μπάρμαν «εάν είναι ανήλικη θα καταλήξεις φυλακή»

«Θα το ρισκάρω του απαντά ο μπάρμαν» και απομακρύνεται επιτέλους για να ετοιμάσει το ποτό μου.

Ο άγνωστος δεν φεύγει με κοιτά από πάνω έως κάτω και γελά.

«Μπρ , σου έχουν πει ότι είσαι εκνευριστικός ? Σου είπα είμαι 25 »

«Πολλές φορές αλλά αυτό δεν σταμάτησε ποτέ καμία από το να βρεθεί από κάτω μου ή από πάνω μου ή στα τέσσερα . Μερικές μάλιστα λένε πως είμαι ότι καλύτερο τους έχει συμβεί και πως μόνο εγώ μπορώ να τις κάνω να αισθανθούν γυναίκες » μου απαντά κλείνοντας μου σκανδαλιάρικα το δεξί του μάτι.

Δεν το πιστεύω ότι τον διασκεδάζει να λέει αυτές τις καφρίλες και δεν το πιστεύω ότι εγώ εξακολουθώ να τον βρίσκω θεό. Κούκλο. Μα τί σκατά συμβαίνει με εμένα τέλος πάντων ?Εγώ απόψε βγήκα για να θρηνήσω τα 7 χαμένα μου χρόνια .Όχι Όχι βγήκα για να γιορτάσω το νέο μου ξεκίνημα. Την ανεξαρτησία μου. Και αντί να γιορτάζω σαν ανεξάρτητη γυναίκα μόνη μου, κάθομαι και ακούω έναν κάφρο να μου λέει για τις ερωτικές του επαφές. Πάμε καλά? Τι μου είπε μόλις ο άγνωστος ?

Επιτέλους το πολυπόθητο ποτό βρίσκετε μπροστά μου κάνω να απλώσω το χέρι μου στο μπάρ , για να πάρω το ποτό μου αλλά ο εκνευριστικός θεός το αρπάζει και μου λέει όλο θράσος :

«Τέλος παιχνιδιού γλυκιά μου Ταυτότητα»

«Τι είσαι αστυνομικός? »

«Κάτι τέτοιο»

«Ξέρεις κάτι? Η βραδιά απόψε έλαβε τέλος για μένα .Ελπίζω να απολαύσεις το ποτό μου . Το πληρωμένο ποτό μου»

Δυσανασχετώντας κατεβαίνω από το σκαμπό όμως νιώθω το βλέμμα του να με παρακολουθεί. Σταματώ και κοιτάζω πίσω μου «Στα καθήκοντα σας είναι να βλέπετε τα οπίσθια μου καθώς περπατώ ¨τύπου αστυνομικέ¨?»

«Οχι» ,σκουπίζει με τον αντίχειρα τα σαρκώδη χείλη του και με μιας σκέφτομαι πόσο θα μου άρεσε να το κάνω εγώ αυτό , και κλείνοντας μου πονηρά το μάτι προσθέτει «Όμως είναι από τα τυχερά του επαγγέλματος»

«Αλήθεια τώρα, φεύγεις ?» μου λέει

«Ναι χάλασε η βραδιά μου» απαντώ

«Μείνε»

«Θέλω να πιώ»

«Δεκτό ορίστε το ποτό σου»

« Έτσι απλά »

«Έτσι»

«Χωρίς ταυτότητα »

«Χωρίς »

«Είσαι όντως αστυνομικός ?»

«Όχι .Είσαι όντως 25?»

«Ναι εσύ?

 «28. Ρόμπερτ» μου τείνει το χέρι του

«Άλεξ» του απαντώ

«Τι ήθελες να κερδίσεις βλέποντας στην ταυτότητα μου?» τον ρωτώ με απορία 

«Θα μάθαινα το όνομα σου , εάν μένεις εδώ »

«Αλήθεια ?» Λέω με ένα τόνο απέχθειας στην φωνή μου «Ειλικρινά πιάνουν ποτέ οι ατάκες σου?»

«Πάντα ,και εάν δεν πιάσουν εκείνες, πιάνουν όλα τα υπόλοιπα , απλά δες με είμαι ακαταμάχητος » Λέει με την βραχνή φωνή του

«Και αλαζόνας , αυτό ξέχασες να το πεις. » 

«Ναι και αυτό. Ξέρεις νομίζω έχουμε βρεθεί ξανά οι δυο μας » Του ρίχνω ένα υποτιμητικό βλέμμα , τύπου μα καλά? Αλήθεια ? Σοβαρά τώρα πιάνουν τέτοιες ατάκες?

«Σοβαρά μιλάω » Μου λέει με ύφος όταν βλέπει το ειρωνικό δικό μου

«Όχι»

«Είσαι σίγουρη?» μου λέει και βλέπω μια σπίθα γέλιου στα μάτια του σαν να μοιράζεται ένα προσωπικό αστείο με τον εαυτό του

Μα καλά γιατί να είμαι τόσο γκαντέμο ? Μετά από τόσα χρόνια βγήκα μόνη για ένα ποτό και έπεσα πάνω σε αυτόν τον ομολογούμενος ωραίο, αλλά αχαρακτήριστο τύπο?

Ένας νεαρός στην ηλικία του τον πλησιάζει και κάτι του λέει στο αυτί και μετά από μερικά λεπτά έντονης συνομιλίας απομακρύνεται πάλι.

«Φίλος σου?»

«Ναι έλα να χορέψουμε » και πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη με έχει κολλήσει στο γραμμένο του κορμί και λικνιζόμαστε μαζί στους ρυθμούς της μουσικής .

Δεν θέλω να το παραδεχτώ αλλά η αλήθεια είναι πως με ελκύει πολύ.

Με αγκαλιάζει την ώρα που χορεύουμε και χάνομαι σβήνω λιώνω....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top