Kεφάλαιο 41


Κεφάλαιο 41

Λας Βέγκας

Σήμερα

Θα πάω και θα τα κάνω όλα λίμπα. Θα τα σπάσω όλα. Έτσι δεν θα έκανε και αυτός? Τέλος η ηττοπάθεια και τα κλάματα. Θα του δείξω εγώ τι εστί Αλεξάνδρα Παπαδάκη. Είμαι κρητικιά εγώ.

Το ασανσέρ ανοίγει και με γοργά και αποφασιστικά βήματα κατευθύνομαι στην πόρτα του. Έξω από αυτήν είναι ο Προσωπικός του σωματοφύλακας. Τόσες μέρες έχουμε αναπτύξει μια οικειότητα , αλλά αυτήν την στιγμή θέλω να του επιτελώ.

«Μέσα είναι αυτός ?» ρωτάω τον Ραουλ τον πιο στενό του σωματοφύλακα.

«κ Papa...»

«Τι σε ρωτάω? Εσύ μόνο να τον καλύψεις μπορείς. Άνοιξε την πόρτα και το καλό που σου θέλω μετά φύγε από μπροστά μου» Χαμογελά μου ανοίγει την πόρτα και παραμερίζει στο πλάι να περάσω

Χ Α Μ Ο Γ Ε Λ Α. Δεν πάμε καλά «Στο σαλόνι» μου λέει την στιγμή που κάνω ένα βήμα.

Πάλι καλά εάν μου έλεγε στην κρεβατοκάμαρα δεν ξέρω τι θα έκανα.

Τον βλέπω να κάθεται στον καναπέ με τα πόδια μπλεγμένα. Φοράει ακόμα το σμόκιν αλλά έχει λύσει το παπιγιόν του.

«Βρέ βρέ καλώς την» με ειρωνεύεται και πίνει μια γουλιά ουίσκι και αφού κάνει την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο του και με μια κίνηση το σβήνει στο τασάκι που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του, επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι.

Εγώ τον κοιτούσα έξαλλη και εκείνος με απάθεια. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα.

Έσφιγγα και ξέσφιγγα νευρικά τις γροθιές μου και εκείνος καθόταν στον καναπέ σαν βασιλιάς στον θρόνο του και χαμογελούσε σαν ηλίθιος.

«Δεν είναι αστείο. Πες στο τσουλί σου να τα μαζέψει και να φύγει» λέω με όσα ψήγματα ψυχραιμίας μου είχαν απομείνει. «Εάν πήγες μαζί της»

«Αφού δεν σημαίνω τίποτα για σένα Αλεξ. Είμαι ένα βρόμικο μυστικό για σένα, τι εάν πήδηξα το δίμετρο μοντέλο. Εκείνη στεκόταν περήφανη στο πλευρό μου απόψε»

Δεν είχα φάει ποτέ στην ζωή μου σφαλιάρα. Εάν ποτέ έτρωγα είμαι σίγουρη πως κάπως έτσι θα πρέπει να είναι η αίσθηση. Όταν μου είπε ότι πήγε με άλλη , αισθάνθηκα σαν να μου έριξε σφαλιάρα και είμαι σίγουρη πως δεν κατάφερα να κρύψω τον πόνο που ένιωσα.

Οι λέξεις του με έκαναν να ζαρώσω το κορμί μου έγειρε προς τα μπροστά το στομάχι μου δέθηκε κόμπος τα γόνατα μου κόπηκαν με αποτέλεσμα να κινδυνεύω να σωριαστώ στο πάτωμα τα μάτια μου τον κοιτούσαν ορθάνοιχτα γεμάτα πόνο και το στόμα μου έχασκε. Και τότε ένας λυγμός ανέβηκε στο στόμα μου και έβαλα τα κλάματα.

Με μάτια θολά από το κλάμα που συντάρασε το κορμί μου είδα τον Ρόμπερτ να έρχεται προς το μέρος μου.

«Το ήξερα» φωνάζει θριαμβευτικά

«Κάθαρμα θα σε σκοτώσω μην με αγγίζεις» του φωνάζω και τον χτυπώ στα χέρια πριν προλάβει να με ακουμπήσει

«Να μην σε αγγίζω?» Τα μάτια του πετούσαν σπίθες

Πριν προλάβει να αντιδράσει αρπάζω κάτι και του το πετάω κατευθείαν στο κεφάλι. Για καλή του τύχη έσκυψε και το κάτι χτύπησε με δύναμη στον τοίχο.

«Θα σε σκοτώσω κάθαρμα , που τόλμησες να πας με άλλη δύο λεπτά μετά από έναν τσακωμό μας. Απόψε δεν θα βγεις ζωντανός από τα χέρια μου»

Απλώνω τα χέρια μου και πιάνω ένα βάζο και τα σηκώνω ψιλά. Είμαι έτοιμη να του το πετάξω όταν το αρπάζει με δύναμη από τα χέρια μου και το πετά στο πάτωμα.

Τα χέρια του ακινητοποίησαν τα δικά μου. Παλεύω σαν μανιασμένη να απαλλαγώ από το κράτημα του αλλά είναι ποιο δυνατός.

«Άφησε με. Άφησε με σου λέω. Σε μισώ το καταλαβαίνεις?»

«Ησύχασε μωρό μου.» «Ηρέμισε καρδιά μου»

«Πως μπορείς να με λες ακόμη έτσι την ώρα που έχεις πάει με άλλη.»

Κοιτάω γύρω μου «Αλήθεια το πουτανάκι σου που είναι? Σε μισώ σου λέω , άφησε με» γκαρίζω

«Με τον Αχιλλέα...» «Μην λες πως με μισείς μωρό μου δεν το αντέχω. Ψέματα, σου είπα ψέματα, ότι πήγα μαζί της . Το μοντέλο είναι το ραντεβού του Αχιλλέα. Εγώ απλά την συνόδεψα. Παρ' τον τηλέφωνο και ρώτησε τον εάν θέλεις.»

Σταμάτησα να προσπαθώ να απεγκλωβιστώ και ...«ΤΙ?»

Κατεβάζει το σώμα του έτσι ώστε να είναι στο ίδιο ύψος με το δικό μου. Με κοιτά με τα δυο γαλάζια μάτια του και μου λέει γεμάτος ειλικρίνεια «Σε αγαπάω, δεν πήγα μαζί της. Δεν έχω πάει με άλλη όσο είμαστε μαζί . Δεν έχω λόγο να το κάνω γιατί σε θέλω και με ολοκληρώνεις.»

«Δεν καταλαβαίνω, γιατί?»

«Τι δεν καταλαβαίνεις? Μαλώσαμε πήγα και βρήκα τον Αχιλλέα. Είχαμε μιλήσει πριν λίγο και ήξερα πως ήταν ξύπνιος. » Ξεφυσάει και αφήνει τα χέρια μου για να περάσει τα δικά του μέσα από τα ξανθά μαλλιά του

«Συνέχισε» του λέω βραχνά από το κλάμα

«Αφού τα ήπιαμε και είπα τον πόνο μου, καταλήξαμε σε αυτό που είδες»

«Τι δηλαδή , αποφασίσατε να με κερατώσεις?» Αρχίζω και φορτώνω πάλι

«Για τελευταία φορά ΔΕΝ ΣΕ ΚΕΡΑΤΩΣΑ. Να ζηλέψεις ήθελα»

Μένω με το στόμα να χάσκει για δεύτερη φορά

«Και τι θα κέρδιζες από αυτό?»

«Θα έβλεπα εάν με αγαπάς»

«Μάλιστα»

«Λοιπόν?»

«Θα φύγω τώρα πάρε τηλέφωνο τον Αχιλλέα και συζήτησε την αντίδραση μου και βγάλτε μαζί συμπέρασμα, εάν σε αγαπάω η όχι»

Με αρπάζει πάλι. «Δεν θα φύγεις από δω μέσα εάν δεν παραδεχτείς ότι με αγαπάς »

«Με πιέζεις. Με παίζεις. Με τρελαίνεις από την πρώτη μέρα γιατί? Δεν βλέπεις πως με έχουν σπάσει?» τον ρωτάω τρέμοντας

«Κανένας δεν σε έσπασε. Ίσως έχεις κάποιες γρατσουνιές. Γρατσουνιές έχουμε όλοι μας μωρό μου. Με αγαπάς? Εμένα αυτό με νοιάζει μόνο. Τα άλλα θα τα βρούμε»

Κουνάω θετικά το κεφάλι μου

«Με λόγια μωρό μου, Θέλω λόγια»

«ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ. ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΣΕ ΘΕΛΩ ΤΟΣΟ ΜΑ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ»

Αυτό ήταν. Τα λόγια μου ήταν σαν να πυροδότησαν δεκάδες εκρηκτικά τον κοιτώ και επιτίθομαι στα χείλη του. Σταματάμε να βρούμε τις ανάσες μας

«Τι θέλεις;» με ρωτά

«Εσένα». Κολλάω πάνω του. Τον φιλάω. Η ανάσα του μυρίζει ουίσκι και τσιγάρο. Το κορμί του είναι σκληρό σαν πέτρα. Αυτή την ώρα θεωρώ ότι δε χρειάζονται ευγένειες. Να τις βράσω τις ευγένειες! Ο άντρας αυτός με κάνει να τον θέλω με τρόπο που δε χαρακτηρίζει μια κυρία. Επομένως γιατί να προσποιούμαι; Τον ξαφνιάζω. Τον σπρώχνω προς τα πίσω αλλά συνεχίζω να τον κρατάω από το πουκάμισο.

«Τι έγινε;» με ρωτάει.

«Πάμε στο υπνοδωμάτιο θέλω να σου δείξω πόσο πολύ μου έλειψες». Κατευθύνομαι στο υπνοδωμάτιο , αλλά εκείνος συνεχίζει να τα έχει χαμένα και να με ακολουθεί με βαριά και αργά βήματα.

Μόλις μπήκαμε στο υπνοδωμάτιο, αρχίζουμε να γδυνόμαστε βιαστικά ένας πάλευε με τα ρούχα του άλλου. Ένα πονηρό χαμόγελο αλλάζει την έκφρασή του καθώς απροκάλυπτα με κοιτάζει από την κορυφή ως τα νύχια.

«Ήσουν η πιο όμορφη απόψε μωρό μου»

«Και η πιο στεναχωρημένη...»

«Από το κεφάλι σου το πεισματάρικο τα τραβάς όλα »

Ξαπλώνω στο κρεβάτι, πέφτω ανάσκελα και τον καλώ να έρθει κοντά μου κουνώντας χαρακτηριστικά τον δείκτη του χεριού μου και ανοίγοντας λίγο τους μηρούς μου.

Γλείφει τα χείλη του και το ύφος του μαρτυράει πόθο.

«Έχει πολύ ενδιαφέρον το ότι δε φοράς εσώρουχα. Βέβαια αυτό με κάνει να ζηλεύω, αφού δεν ήξερες ότι ήμουν εδώ». Κατεβάζει το μποξεράκι του έρχεται στο κρεβάτι και παίρνει θέση από πάνω μου.

«Πες μου ότι ήσουν καλό κορίτσι αυτές τις μέρες...»

Οι ανάσες μου βαθαίνουν. Νιώθω τη ζεστή επιδερμίδα του πάνω στη δική μου. Με ερεθίζει. Με κάνει να τον θέλω κολασμένα

«Είμαι καλό κορίτσι. Μόνο μαζί σου γίνομαι κακό. Μόνο εσένα θέλω. Είμαι τρελή για σένα» του επιβεβαιώνω

Γελάει και «Με έχεις καυλώσει μωρό μου πολύ με αυτά που λες. Με ξετρελαίνεις.» Τα χείλη του κολλάνε στα δικά μου καθώς μου ανοίγει περισσότερο τους μηρούς. Σκύβει κοντά στο αυτί μου και μου ψιθυρίζει: «Και τώρα, κούκλα μου, δείξε μου πόσο πολύ με πεθύμησες».

Για ακόμα μια φορά δεν φοράει προφυλακτικό μπαίνει μέσα μου. Το έχω πάρει απόφαση. Αυτός ο άντρας ή θα είναι η καταστροφή μου ή η σωτηρία μου...

Μου κόβεται η ανάσα καθώς πιέζει το πέος του μέσα μου. Κλείνω τα μάτια καθώς ανασηκώνω το κορμί μου ψηλά και του δίνω τη δυνατότητα να μπει καλύτερα μέσα μου. Αρχίζουμε κι οι δύο να κινούμαστε ανεξέλεγκτα. Δίνουμε και παίρνουμε μέχρι τη στιγμή που τα σώματά μας εξουθενώνονται και ικανοποιούνται και μένουμε με κομμένη την ανάσα.

Δεν έχουμε συνέλθει ακόμα. Δεν έχουμε βρει τις ανάσες μας ακόμα. Δεν έχει βγει από μέσα μου ακόμα...

«Παντρέψουμε»

«Τι?» Ορίστε?

«Με άκουσες»

«Πως που πότε?»

«Είπες πως με αγαπάς» με ενημερώνει

«Ναι το είπα. Το εννοώ» Βγαίνει από μέσα μου και μορφάζω. Τον βλέπω όπως είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να ανοίγει ένα μικρό χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται μέσα στην ντουλάπα και να παίρνει κάτι

Έρχεται πάλι κοντά μου και μου δίνει ένα γαλάζιο κουτάκι. Το παίρνω στα χέρια μου και το ανοίγω. Μένω άφωνη από το εκπληκτικό μονόπετρο που βλέπω.

«Ξέρω πω σου είχα πει ότι δεν είμαι εκείνος που θα μπορέσεις ποτέ να γνωρίσεις στους γονείς σου, αλλά ειλικρινά εγώ δεν μπορώ να φανταστώ πως θα περάσω άλλη μια μέρα μακριά σου» παύση «Αλεξάνδρα, χρόνια πριν σαν νεαρή φοιτήτρια με έκανες να σε προσέξω, αργότερα με έκανες να σε ερωτευτώ τρελά, να σε αγαπήσω σε υπερβολικό βαθμό και με έφτασες σε σημείο να μην μπορώ να πάρω ανάσα μακριά σου. Είσαι για μένα το οξυγόνο μου. » βαθιά αναπνοή «Έχω ερωτευτεί το πρόσωπο σου, λατρεύω το έξυπνο μυαλό σου , αγαπάω το εκνευριστικό στόμα σου, που το ανοίγεις και δεν ξέρεις τι λες , θέλω να λατρεύω κάθε βράδυ το υπέροχο κορμί σου. Θέλω πολύ απλά εσένα. »«Θέλω να με παντρευτείς. Θα το κάνεις μωρό μου?»

Όλη αυτή την ώρα δεν έχω ορθώσει λέξη. Όχι γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί κλαίω σαν την χαζή...

«Λοιπόν?»

Κουνάω θετικά το κεφάλι

«Γαμω το σου για γυναίκα. Εγώ ξεβρακώθηκα εδώ εσύ μια λέξη δεν μπορείς να πεις? Με νοήματα θα συνεννοηθούμε?»

«Νααααιιι εεεννταξει » κλαίω ακόμα

«Ναι μωρό. Ναι αυτό ήθελα μόνο. Άντε άντε σήκω τώρα»

«Ππππουυυ νααα πάααωωω?»

«Σήκω λέμε να πάμε να παντρευτούμε»

«Πού?» ρωτάω σαν χαμένη

«Εδώ»

«Μα?» εξακολουθώ να τον κοιτώ σαν χαμένη

«Τι μα? Είπες ναι δεν είπες ?» με ρωτά ξεφυσώντας εκνευρισμένος? Τωρα γιατί θύμωσε?

«Είπα» το επιβεβαιώνω

«Τότε? Είμαστε στο Las Vegas , οι φίλοι σου είναι εδώ. Φόρεμα έχεις , Σμόκιν έχω...» καταλήγει λες και αυτά ήταν τα βασικά προβλήματα μας.

«Οι γονείς σου? Οι δικοί σου φίλοι? Οι συνεργάτες σου?» τον ρωτάω

«Θα κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι επιστρέφοντας » Με ενημερώνει. Τα έχει λύσει τα προβλήματα του...

«Υποπτεύομαι ότι είμαι χάλια από το κλάμα, και πως τα μαλλιά μου είναι σε άθλια κατάσταση» του λέω ήπια μπας και καταφέρω να συζητήσω λογικά μαζί του.

Έχει αρχίσει να ντύνεται. Με κοιτά και μου χαμογελά με αυτό το στραβό χαμόγελο των 100 watt. Με πεθαίνει... Είμαι τρελή για εκείνον. Με πλησιάζει μισοντυμένος

«Μωράκι μου» Φιλί «Είσαι κούκλα» Φιλί «Τα ματάκια σου τα έχω ερωτευτεί. Μου αρέσουν όπως κι αν είναι» Φιλί «Τα μαλάκια σου εγώ στα χάλασα πριν που...» Φιλί «Και αυτό με τρελαίνει όταν το σκέφτομαι...» Φιλί «Με λίγη προσπάθεια θα είναι εντάξει» Φιλί «Πάμε τώρα στο εκκλησάκι εδώ ποιο κάτω να παντρευτούμε? Πάντα ήθελα να με παντρέψει Ένας Έλβις, άσε που έτσι θα την σπάσω και τον φίλο σου...» Φιλί «Ε? Μωρό μου?»

«Ναι ναι» απαντάω σαν υπνωτισμένη

«Πάρε τον όμορφο κώλο σου τότε και ντύσου»

Σκύβω και σηκώνω από το πάτωμα το φόρεμα μου. Το κοιτώ με απέχθεια είναι τσαλακωμένο, λογικό να είναι και νομίζω πως έχει σκιστεί σε ένα σημείο.

«Εγώ αυτό δεν το φοράω»

«Αμαν βρε Αλεξάνδρα» μου φωνάζει

«Δεν χρειάζεται να γκαρίζεις έχω κι άλλο φόρεμα στο δωμάτιο μου. Θα πάω να το πάρω και θα συναντηθούμε σε μισή ώρα οκ?»

Νεύει θετικά

«Α και Ρόμπερτ... Φρόντισε να φοράς κάτι με λιγότερες ζάρες και περισσότερο καθαρό στον γάμο μας »

.

.

.

Έχω φροντίσει τα μαλλιά και το μακιγιάζ μου πριν πάμε στο δημαρχείο για να συμπληρώσουμε τα απαιτούμενα έγγραφα. Οι φίλοι μου με περιμένουν στο δημαρχείο για να με παραλάβουν και να με συνοδέψουν στον γάμο μας . Ο Ρόμπερτ μου κρατάει σφιχτά το χέρι και γνωρίζουμε και οι δύο ότι το μυστικό μας έχει διαρρεύσει τη στιγμή που μπαίνουμε μέσα. Παίρνουμε τα σχετικά έντυπα και παραμερίζουμε για να τα συμπληρώσουμε.

Όταν φεύγουμε, μπαίνουμε σε ξεχωριστά αυτοκίνητα που μας περιμένουν απέξω και ξεκινάμε για το παρεκκλήσι.

Ο Ρόμπερτ ο Κίθ και ο Adam είναι σε ένα αυτοκίνητο αφού θα συνοδεύουν τον Ρόμπερτ και θα σταθούνε πλάι του στην εκκλησία και εγω με την παράνυφο μου την Ρέιτσελ και τον Αχιλλέα που θα με παραδώσει σε άλλο.

«Μικρή είσαι σίγουρη? Προλαβαίνεις να το σκάσεις από τον μαλάκα. Να τηλεφωνήσω στον πιλότο μας να μας περιμένει?» Με πειράζει ο επιστήθιος φίλος μου

«Ιιιι τι της Λες?» Τον μαλώνει η Ρέιτσελ και αυτός ως απάντηση της κλείνει το μάτι

«Αχιλλέα...Είμαι τρελή για εκείνον»

«Το ξέρω καρδιά μου το ξέρω. Είναι η καλύτερη επιλογή για σένα. Είναι κατάλληλος για σένα. Θα είσαι πολύ ευτυχισμένη στο πλάι του»

Τον κοιτώ με απορία

«Τι? Τι νόμιζες θα τον βοηθούσα εάν δεν πίστευα πως είναι τέλειος για την γλωσσού κολλητή μου?»

Χαχανίζει

«Αχ μωρό μου θα σου βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι»

«Και χαίρεσαι?» Τον ρωτά η Ρέιτσελ

Ανασηκώνει τους ώμους σε στιλ τα έχω όλα γραμμένα «Εάν την στεναχωρήσει τον έχω» μας ανακοινώνει

«Τι εννοείς ?» ρωτάω

«Δηλαδή?» λέει ταυτόχρονα με μένα η φίλη μου

«Δηλαδή ας πούμε ότι ένα ξύλο προκαταβολικά το έχει φάει...»

«Μην μου πεις...» Τότε πριν την δεξίωση στο Met που ήταν μπαταρισμένος και είπε πως ήταν από την προπόνηση... «Είχες πει ότι ήταν από την προπόνηση»

«Μα ναι τι σου λέω προπόνηση έκανα, εάν σε πληγώσει έτσι θα της φάει»

«Πάψτε και οι δύο και κοιτάξτε μπροστά. Δες τε τους παπαράτσι»

«Γαμώτο. Γαμωτο» γρυλίζει ο Αχιλλέας «Αλεξ, μην αγχώνεσαι θα ακολουθήσουμε τις οδηγίες της ομάδας ασφαλείας και όλα θα πάνε καλά. Να ήξερα μόνο ποιο αρχίδι μίλησε...»

«Και με τις φωτογραφίες που θα βγάλουν?»

«Με δουλεύεις? Στα αρχίδια σου οι φωτογραφίες» με μαλώνει

.

.

.

.

Πηγαίνω σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα που προορίζεται για να φροντίζουν οι μέλλουσες νύφες την εμφάνισή τους πριν το γάμο τους. Η Ρέιτσελ με βοηθάει να ντυθώ. Φοράω ένα κομσό δαντελένιο φόρεμα που νομίζω ότι θα του αρέσει πολύ. Τακτοποιώ την αραχνοΰφαντη φούστα του που είναι ανοιχτή στο πλάι του ποδιού μου. Όταν στέκομαι όρθια δεν φαίνεται το άνοιγμα . Όταν περπατάω όμως όλο το πόδι μου είναι έξω.

«Ουάου γλυκιά μου είσαι μια κούκλα»

«Ευχαριστώ» Βουρκώνω

«Έλα δεν θέλω τέτοια.» Με αποπαίρνει την ώρα που βουρκώνει και εκείνη

Όταν ακούω ένα χτύπημα στην πόρτα, κοιτάζομαι για τελευταία φορά στον καθρέφτη και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι είναι όλα είναι τέλεια. Αυτή τη μέρα ονειρεύτηκα για μένα από πολύ παλιά και τώρα θα παντρευτώ κάποιον του οποίου τα όνειρα μοιάζουν με τα δικά μου. Φοράω τις ψηλοτάκουνες γόβες μου, στρώνω τα μαλλιά μου και τα αφήνω κάτω αφού έτσι ξέρω ότι τα προτιμάει.

Ο Αχιλλέας με περιμένει για να με συνοδεύσει. Πιανόμαστε αγκαζέ και ακολουθούμε την Ρέιτσελ που προπορεύεται

Ο Ρόμπερτ είναι ήδη μέσα στο εκκλησάκι και με περιμένει. Ο ιερέας βήχει για να καθαρίσει το λαιμό του και ο Ρόμπερτ τον κοιτάζει. Βγάζει τα χέρια από τις τσέπες και κοιτά προς το μέρος μου. Χαμογελάει. Η αγάπη του είναι ολοφάνερη από τον τρόπο που με κοιτάζει.

Φτάνουμε κοντά του

«Να την φροντίζεις φίλε» Αγκαλιάζονται

Πιάνει και τα δύο χέρια μου, με φιλάει στο μάγουλο και λέει ψιθυριστά: «Είσαι πολύ όμορφη».

Πλησιάζω κι εγώ στο αυτί του και του λέω: «Κι εσύ είσαι μοναδικός!»

Πηγαίνουμε μαζί κοντά στον ιερέα και όταν αρχίζει να λέει τα καθιερωμένα λόγια, εγώ ρίχνω μια κλεφτή ματιά στον Ρόμπερτ. Φαίνεται πάρα πολύ όμορφος. Άλλαξε κουστούμι όπως του ζήτησα. Φοράει μαύρο σμόκιν και ειδική παραγγελία. Το σακάκι που τονίζει το καλογυμνασμένο σώμα του. Από μέσα φοράει το κλασικό λευκό πουκάμισο, το μαύρο του παπιγιόν και λευκόχρυσα μανικετόκουμπα.

Οι όρκοι που δίνουμε είναι οι παραδοσιακοί. Δεν υπερβάλλουμε. Απλά θέλουμε να γίνουμε ζευγάρι.

Αγκαλιαζόμαστε τρυφερά και φιλιόμαστε. Όταν απομακρύνονται τα σώματά μας, ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω για πρώτη φορά τα γαλανά μάτια του συζύγου μου. Το χρώμα της ήρεμης θάλασσας . Το χρώμα της ευτυχίας.

Ευτυχώς το εκκλησάκι είχε πίσω πόρτα και με άκρα μυστικότητα μας παρέλαβαν από εκεί.

«Μωρό μου ποτέ δεν το έχουμε κάνει σε αμάξι»

«Όχι. Θα πρέπει να περιμένεις».

«Ποτέ άλλοτε δε με άφησες να περιμένω», λέει δήθεν

Ενοχλημένος γιατί το ξενοδοχείο δεν είναι ούτε πέντε λεπτά από δω και ουσιαστικά δεν θα χρειαστεί να περιμένει καθόλου. «Και μάλιστα τώρα που είσαι η νόμιμη σύζυγός μου πρέπει να περιμένω;» το συνεχίζει παριστάνοντας τον θιγμένο ενώ δεν μπορεί να συγκρατήσει το χαμόγελό του

«Ναι. Ξέρω ότι δεν έχει νόημα. Όμως η σχέση μας δεν ακολούθησε κανέναν παραδοσιακό κανόνα, γι' αυτό θα χρειαστεί να περιμένεις να φτάσουμε στο δωμάτιο μας για να μπορώ να λέω ότι περιμέναμε μέχρι την πρώτη νύχτα του γάμου μας».

Γελάει. «Εννοείς να πούμε ψέματα; Και το λέω αυτό γιατί θυμάμαι πάρα πολύ καλά ότι το έχουμε κάνει πάρα πολλές φορές πριν το γάμο μας».

«Ακριβώς». Τον χτυπώ στο πόδι. «Βέβαια δεν είναι εκατό τοις εκατό ψέμα, γιατί σίγουρα θα σε κάνω να περιμένεις μέχρι να επιστρέψουμε στη σουίτα μας».

Χαχανίζει, αλλά κουνάει το κεφάλι καταφατικά. «Αν αυτό πρέπει να γίνει για να νιώσεις καλύτερα, θα σε βοηθήσω αν και μωρό μου έξω έχει ξημερώσει. Δεν φαντάζομαι να εννοείς να περιμένουμε μέχρι να νυχτώσει ξανά»

«Όχι»

.

.

.

Γιατί έχω τόση νευρικότητα; Το έχουμε κάνει ένα εκατομμύριο φορές. Με κάθε τρόπο και με κάθε δυνατή στάση, αλλά αυτή τη φορά έχω άγχος.

«Γεια», λέω ψιθυριστά και ακουμπώ στην κάσα της πόρτας

Με πλησιάζει και με τραβά στην αγκαλιά του.

«Δε θέλω να χάσω τη μαγεία. Σε θέλω. Θα δεχτώ όποιο κομμάτι της ύπαρξής σου θέλεις να μοιραστείς μαζί μου τώρα και για πάντα μωρό μου. Σ αγαπώ πολύ.»

«Και εγώ» του απαντάω «Νομίζω ήρθε η ώρα να σου το αποδείξω» 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top