Kεφάλαιο 33


Κεφάλαιο 33

Μανχάταν Ν Υόρκη

Σήμερα

Ήταν επίσημο πια περνάω την ποιο μαύρη περίοδο της ζωής μου, κλει­σμένη στο διαμέρισμά μου με μόνη συντροφιά την τη­λεόραση κάθε βράδυ. Δεν θέλω να δω κανέναν και να μιλήσω με κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να κρυφτώ κάπου σαν πληγωμένο ζώο και να γλείψω τις πληγές μου. Κι αν ήταν δυνατόν, να ξεχάσω ακόμα και το όνομα του. Το μόνο κακό είναι πως δεν μπορούσα να ξεχάσω τίποτα ούτε τον ίδιο, ούτε την ταπείνωση που στην οποία με υπέβαλε εκείνο το βράδυ, ούτε την έκσταση που εί­χα γνωρίσει στην αγκαλιά του.

Ποτέ πριν σ' όλη μου την ζωή δεν μου είχε συμβεί να θέλω με τόσο απελ­πισμένο πάθος έναν άντρα. Γαμώτο Γαμώτο. Πρέπει να βρω τη δύναμη να τον ξεχάσω. Θα τον ξεπεράσω, είμαι πεισματάρα .Αυτό πρέπει να κάνω να πω αντίο στις αναμνήσεις. Μα και αυτός μετα την συνάντηση μας στο εστιατόριο δεν έδωσε σημεία ζωής. Έχει πει αντίο. Πρέπει να πω και εγώ επιτέλους . Το κάθαρμα. Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για μένα?

Και οι μέρες περνάνε και περνάνε και εγώ έχω σαν μόνη μου χαρά πια τον μικρό μας. Το μικρό μου αγγελούδι. Σε λίγο καιρό θα γίνω νονά του. Πνευματική του μητέρα. Όταν μου το ζήτησαν ο Κιθ και η Ρέιτσελ με κάνανε πολύ ευτυχισμένη.

Οι μέρες εξακολουθούν να περνάνε και ο Ρόμπερτ και τα λόγια του, όπως και οι πράξεις του υποχωρούσαν όλο και περισσότερο στο παρελθόν. Όμως αρχίζει να μου λείπει κάθε μέρα και πιο πολύ. Αντί να τον ξεχνάω στον σκέφτομαι συνέχεια. Θα τρελαθώ. Δεν είμαι καλά χρειάζομαι ψυχολόγο. Όχι ψυχίατρο χρειάζομαι.

Ο Ρόμπερτ Μπεντλερ μοιάζει να φεύγει όλο και πιο πολύ απ' τη ζωή μου, την ημέρα, μέχρι που φτάνει η νύχτα, όπως τώρα, και συνειδητοποιώ πως ο μόνος χώρος όπου έρχεται πια να με βασανίσει, είναι τις νύχτες στο κρεβάτι. Αλλά κι αυτό θα το ξεπεράσω.

Κάποτε...

Αναθαρρώ. Τεντώνω την πλάτη μου και ανακάθομαι στο κρεβάτι. Ίσως θα μου έκανε καλό να βρω έναν άλλο. Να βγω σε κάποιο μπαρ και να φλερτάρω. Αυτό θα κάνω. Είναι πολύ καλή ιδέα!

Ξαπλώνω ξανά στο στρώμα.

Ας περά­σει λίγος καιρός ακόμα, και μετά θα βρω έναν άντρα και θα κοιμηθώ μαζί του, και τότε θ' ανακαλύψω πως κι η υποτιθέμενη σεξουαλική έκσταση με τον Ρόμπερτ δεν ήταν παρά μόνο μια αυταπάτη.

Μετά όμως, αλλάζω πλευρό γιατί για την ώρα, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι να βρω κάποιον άλλο και να το κάνω μαζί του.

Σκατά, με κατέστρεψε, έχω αποκτήσει και την άσχημη τάση να συγκρίνω όλους τους άντρες που γνώριζα με τον ακατανόμαστο. Κάτι που είναι ολέθριο, πραγματικά, κανένας άντρας δε θα είχε ποτέ τη δύναμη, την έπαρση, την γοητεία, την αλαζονεία του και την αρρενωπότητά του. Δηλαδή όλα όσα μισούσα σ' αυτόν, κι ψάχνω απεγνωσμένα να βρω στους άλλους άντρες γύρω μου.

.

.

.

Άρχισα να ξαναβρίσκω κάπως τον παλιό μου εαυτό, να ξαναβγαίνω με φίλους, να αποκτάω κάποια υποτυπώδη όρεξη για δουλειά τουλάχιστον. Σήμερα γυρίσαμε και ένα πολύ πε­τυχημένο διαφημιστικό για την εταιρία μας και εξέτασα κάποιες προτάσεις για νέα συμβόλαια σε ανερχόμενους τραγουδιστές . Ο Αχιλλέας είχε ένα σωρό ενδιαφέρουσες προτάσεις δηλαδή, εκείνος έχει το μουσικό αυτί εγώ απλά εξετάζω τις οικονομικές συμφωνίες.

Δεν έτυχε να τον συναντήσω ξανά μετα το εστιατόριο και έχουν περάσει τρείς εβδομάδες. Έτσι κι αλλιώς πάντα κινούταν σε πολύ διαφορετικούς κύκλους. Εκείνος κινείται ανάμεσα σε πολύ λίγους και εκλεκτούς . Τα μόνα σημεία ζωής που λαμβάνω από μέρους του είναι οι φάκελοι που καταφτάνουν από το γραφείο του και που αρνούμαι να ανοίξω. Απειλητικοί με κάτι τεράστια κόκκινα γράμματα. Πέταξα άλλον ένα σήμερα.

«Σήμερα θα πάμε σε ένα Μουσείο για μια φιλανθρωπική εκδήλωση» μου ανακοινώνει ο φίλος μου από την πόρτα του γραφείου μου.

«Γίνεται να μην έρθω?»

«Όχι δεν γίνεται. Δεν είναι η πρώτη πρόσκληση που μας στέλνουν απ' το μουσείο, αλλά αυτή τη φορά η πρόσ­κληση συνοδευόταν κι απ' το τηλεφώνημα , μιας απ' τις υπεύθυνες για τις δημόσιες σχέσεις του που ζητούσε να είμαστε εκεί το βράδυ. Μην ξεχνάς ότι το μουσείο , έχει προβάλει πολλές φορές τη δισκογραφική, πρέπει να παρεβρεθούμε ,ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ» αναγκαστικά πρέπει να πάμε δηλαδή δεν το γλυτώνω το αποψινό σκέφτομαι.

«Καλά.» Λέω με κατεβασμένα μούτρα «Θα φύγω τότε τώρα. Θα πάω μέχρι το Saks να πάρω κάτι γόβες που είδα.» 

«Κι άλλα παπούτσια Αλεξάνδρα?»

«Ναι κι άλλα γιατί? Ενοχλώ κανέναν?»

«Τι να σου πω κοπέλα μου κάνε ότι θέλεις αγόρασε ότι σου αρέσει αλλά στις 8 ακριβώς θα είσαι έτοιμη ντυμένη βαμμένη και κούκλα.»

«Καλά» λέω μέσα από τα δόντια μου και παίρνω τα πράγματα μου στα χέρια μου για να φύγω. Παλτό τσάντα τηλέφωνο. Είμαι έτοιμη. Του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο.

«Θα είμαι έτοιμη στις 8 και θα φοράω τα πιο όμορφα παπούτσια από όλες απόψε.» Του κλείνω το μάτι και του χαρίζω ένα χαμόγελο και εξαφανίζομαι στον διάδρομο της εταιρίας μας .

.

.

.

.

Το εμπορικό είναι κοντά στην εταιρία και στο σπίτι γι' αυτό δεν αργώ να φτάσω. Λατρεύω να ψωνίζω εδώ. Αισθάνομαι σαν την Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων... Ρούχα παπούτσια τσάντες καλλυντικά όλα υπάρχουν σε αφθονία. Χαζεύω τις βιτρίνες και ενημερώνομαι για τις νέες τάσεις την ώρα που το στομάχι μου διαμαρτύρεται έντονα. Κοιτώ την ώρα. Έχω ώρες να βάλω κάτι στο στόμα μου. Μπορώ να τσιμπήσω κάτι στα γρήγορα και μετά να συνεχίσω τα ψώνια μου. Κοιτώ γύρω μου και εντοπίζω ένα συμπαθητικό μαγαζί. Δεν έχω φάει ποτέ εκεί αλλά φαίνεται αρκετά συμπαθητικό. Έχει χαμηλό φωτισμό και δεν έχει κόσμο. Είναι σχετικά άδειο άρα θα εξυπηρετηθώ γρήγορα σκέφτομαι.

Το στομάχι μου γουργουρίζει ακόμα πιο έντονα. Δεν θυμάμαι ποτέ ήταν η τελευταία φορά που έφαγα κάτι πιο χορταστικό από μια μπάρα δημητριακών. Σαν υπνωτισμένη από τις λαχταριστές μυρωδιές που έρχονται στην μύτη μου σπρώχνω την γυάλινη πόρτα και μπαίνω μέσα και προχωρώ προς το πάσο του μετρ.

«Άλεξ»

Στρέφω το κεφάλι μου προς την πηγή του ήχου και βλέπω την Μαίρη και την Λόρεν να μου χαμογελάνε. Ανταποδίδω το χαμόγελο και πλησιάζω το τραπέζι τους, μαγκωμένη . Κάθονται σε ένα γωνιακό σεπαρέ που δεν φαίνεται από την γυάλινη τζαμαρία και κρατάνε δυο καταλόγους στα χέρια τους, πράγμα που σημαίνει πως μόλις καθίσανε και εκείνες.

«Αλεξ σε χάσαμε» μου λέει με παράπονο η Λόρεν.

«Τι κάνετε κορίτσια? Πως είστε?» Ενώ χαίρομαι που τις βλέπω και ταυτόχρονα αισθάνομαι άσχημα. Είχαμε ξεκινήσει να κάνουμε παρέα και εγώ χάθηκα μετά... τα γεγονότα χωρίς να του δώσω καμία μια εξήγηση.

«Είμαστε καλά. Για φαγητό ήρθες .Κάθισε μαζί μας. Έχουμε καιρό να σε δούμε»

«Ναι εγώ...» διστάζω

«Κάτσε καλέ. Πραγματικά μας έλειψες. Θέλουμε λίγη κοριτσοπαρέα. Μόνες μας είμαστε εάν σε προβληματίζει αυτό.» Με καθησυχάζει η Μαίρη που προφανώς κατάλαβε πως ήθελα να καθίσω αλλά δίσταζα.

Πραγματικά η ώρα μου περνά πολύ ευχάριστα. Τα κορίτσια είναι καταπληκτικά. Μιλάμε για τις δουλειές μας τα ψώνια μας και γενικά για ανώδυνα θέματα. Μου δείχνουν και φωτογραφίες τους από τις διακοπές τους . Τους λέω και εγώ τα νέα μου και στο τέλος καταλήγουμε να συζητάμε για τα ρούχα που είδαμε και τι σκοπεύουμε να αγοράσουμε. Γενικά η ώρα κιλά πολύ ευχάριστα και πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελά συχνά. Και να ξεχνιέμαι με την παρέα τους.

«Να σας φέρω κάτι άλλο?» μας ρωτά ο υπεύθυνος για το τραπέζι μας σερβιτόρος.

«Όχι εγώ είμαι καλά. Το λογαριασμό εάν σας είναι εύκολο θα θέλαμε» τον ενημερώνω γιατί πραγματικά πρέπει να βιαστώ εάν θέλω να είμαι έτοιμη στις 8.

«Εγώ πάω στο μπάνιο μέχρι να έρθει ο λογαριασμός» μας ενημερώνει η Λόρεν

«Θα ήθελα κάτι να σου πω» ξεκινά να μου λέει η Μαίρη μόλις η Λόρεν απομακρύνεται.

«Εάν έχει σχέση με...» κάνω παύση. Αρνούμαι να τον αποκαλέσω με το όνομα του. Ακόμα με πονάει... «Δεν δεν θέλω»

«Εγώ θα σου τα πω και εσύ εάν δεν θέλεις να με ακούσεις κλείσε τα αφτιά σου. Εμένα όμως είναι φίλος μου, και εσένα σε συμπαθώ πολύ. Τον έκανες ευτυχισμένο γι αυτό θέλω να σου μιλήσω.»

«Πραγματικά δεν χρειάζεται » προσπαθώ μάταια να της αλλάξω γνώμη. Αλλά το βλέπω στα μάτια της. Το έχει αποφασίσει και θα πει αυτά που σκέφτεται οπωσδήποτε. Παραδίδω τα όπλα. Ξεφυσάω και ακουμπάω την πλάτη μου στην καρέκλα μου.

«Δεν θα αλλάξει κάτι αλλά σε ακούω» Της ξεκαθαρίζω

«Δεν ξέρω τι έγινε μεταξύ σας και δεν τα βρήκατε, ξέρω όμως ότι ο φίλος μου είναι πολύ στεναχωρημένος»

«Ναι δεν πηδάει άλλη κάθε βράδυ από την στεναχώρια του, πηδάει μέρα παρά μέρα.» ειρωνεύομαι και τότε βλέπω την Μαίρη να θυμώνει.

«Δεν είναι έτσι. Ο Χιου τον βρήκε σε άθλια κατάσταση. Δεν ξέρω τι έγινε μεταξύ σας ξέρω όμως ότι πονάει πολύ»

«Καλά κάνει. Του αξίζει να πονάει»

«Το έχω καταλάβει πως εκείνος φταίει, αλλά πραγματικά βλέπω πως το έχει μετανιώσει. Εάν του έδινες μια ευκαιρία?»

«Να του δώσω ευκαιρία ε?» ξεκινάω να λέω «Ακόμα και να ήθελα να του δώσω, που δεν θέλω το ξεκαθαρίζω, που να τον βρω να του την δώσω? Βλέπεις ο κύριος με έχει ξεγράψει τελείως και συνεχίζει την ζωούλα του. Εάν είχε μετανιώσει όπως λες θα προσπαθούσε να ζητήσει συγνώμη να επανορθώσει» Καταλήγω την ώρα που η Λόρεν επιστρέφει στο τραπέζι μας .

«Εγώ πιστεύω ότι θα το κάνει.» Μας ανακοινώνει η Λόρεν «Τι για τον Ρόμπερτ δεν λέτε?» στο άκουσμα του ονόματος του η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο.

«Ναι για αυτόν» της επιβεβαιώνει η Μαίρη

«Εάν θέλετε την γνώμη μου. Έκανε μαλακία. Συμφωνείτε όλες ως εδώ?» καμία μας δεν απαντά «Ωραία, άρα συμφωνείτε. Τι έκανε δεν ξέρω αλλά είμαι σίγουρη ότι μόλις κατάλαβε τι έκανε άρχισε να καταστρώνει στρατηγική. »

«Χχχ ναι μάλιστα» ρολάρω τα μάτια μου ναι τώρα την πίστεψα. Να είναι σίγουρη ότι με έπεισε. Ο άνθρωπος δεν έχει δώσει σημεία ζωής.

«Πες ότι θέλεις απλά να είσαι προετοιμασμένη για ότι ακολουθήσει.»

«Ξέρεις κάτι ?» Την ρωτάω στενεύοντας τα μάτια μου

«Ξέρω ότι»

«Αφού εσένα δεν σε ενδιαφέρει τι ρωτάς?» Την κόβει η Μαίρη πριν ολοκληρώσει. «Εσύ δεν είπες ότι δεν θέλεις να του δώσεις ευκαιρία? Για κάποιον που δεν ενδιαφέρεται σαν πολλά δεν ρωτάς ?» Με κοροϊδεύει η Μαίρη

«Ναι και το εννοώ» Της επιβεβαιώνω με κρύα καρδιά.

«Καλά καλά, πάμε τώρα, αλλά να θυμάσαι αυτός κάτι σχεδιάζει» με ενημερώνει η Λόρεν την ώρα που φοράει το παλτό της.

«Να πληρώσουμε» της λέω

«Το έχω τακτοποιήσει εγώ» Μας ενημερώνει η Λόρεν.

Με τα κορίτσια χωριστήκαμε έξω από το καφέ αφού κανονίσαμε να βρεθούμε ξανά για φαγητό την επόμενη εβδομάδα. Εγώ Έτρεξα να πάρω τα παπούτσια μου και μετά είχα ένα σωρό βλακείες... Μαλλιά νύχια μακιγιάζ... Πόσο βαριέμαι αυτά τα δήθεν. Εγώ σήμερα ήθελα να βάλω τις πιζαμούλες μου και να πεθάνω ήσυχη ήσυχη στον καναπέ μου. Όχι να τρέχω σαν την τρελή να καλλωπίζομαι. Να πάω σε ένα μουσείο.

.

.

.

.

Στις 8μμ είμαστε στο αμάξι και κατευθυνόμαστε στο μουσείο. Δεν ήθελα να έρθω αλλά δεν μπόρεσα να αλλάξω γνώμη στον Αχιλλέα που ήταν κάθετος πως έπρεπε να παραβρεθώ.

Το αυτοκίνητο μας σταματά έξω από το MET.

«Έτοιμη Ace?» με ρωτά ο αγαπημένος μου φίλος

«Θα αλλάξει κάτι , εάν πω όχι? Θα με λυπηθείς και θα με αφήσεις να γυρίσω σπίτι?»

Με κοιτά με αυτά τα μάτια που μου δείχνουν πάντα τόση αγάπη «Καρδιά μου σε αγαπώ πολύ.» με σφίγγει στην αγκαλιά του «Πάμε να περάσουμε όμορφα. Ε?»

Τι όμορφα με δουλεύει? Δεν λέω τίποτα τον ακολουθώ έξω από το αμάξι.

Η εκδήλωση είναι ενδιαφέρουσα τελικά, μελανό σημείο όπως πάντα, οι προσκεκλημένοι. Είναι επώνυμοι, θεωρούν ότι ανήκουν στην βαριά αριστοκρατία. Αφού θαύμασα τα εκθέματα άκουσα τον βαρετό λόγο, μ' ένα ποτήρι στο χέρι χαιρέτισα όλους τους γνωστούς μου και να συζήτησα λίγο με τον καθένα περίμενα να περάσει η ώρα να φύγω.

Βρισκόμουν στο κέντρο μιας παρέας όταν ξαφνικά ένιωσα πως κόπασαν οι κουβέντες και τα χαμηλόφωνα γέλια στην αίθουσα, και έγιναν πνιχτοί ψίθυροι. Όλο το σώμα μου ανατρίχιασε και είδα αρκετά κεφάλια να στρέφονται προς την πόρτα και έτσι αυθόρμητα γύρισα να κοιτάξω και εγώ.

Το αίμα όλο έφυγε με μιας απ' το πρόσωπό μου, κι ένιωσα τα πρώτα συμπτώματα ενός έντονου λιποθυμικού επεισοδίου. Άκουσα κάποιον πίσω μου να λέει χαμηλόφωνα, «ο Μπέντλερ», και κάποιον άλλο από την παρέα να μου λέει δηκτικά , «Δεν το ήξερες; Εί­ναι απ' τους σημαντικότερους δωρητές του μουσείου. Τους έχει χαρίσει μια ολόκληρη συλλογή». Τα λό­για τους ηχούσαν κούφια στ' αφτιά μου. Είχα πανιάσει και δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Οι παλμοί της καρδιά μου άρχισαν να γίνονται πιο γρήγοροι και τα χέρια μου να τρέμουν.

Ένιωσα πως μερικοί γύρω μου έστρεψαν το βλέμμα τους επάνω μου και με κοιτούσαν με περιέργεια περιμένοντας μια αντίδραση από μέρους μου. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως με κοιτούσαν εκείνοι που ήξεραν ότι κάτι υπήρχε ανάμεσα μας, μας είχαν δει στην δεξίωση τον Αύγουστο. Δεν με νοιάζει σκέφτηκα, ποιον κοροϊδεύω γαμώτο? με νοιάζει με νοιάζει, που να πάρει, με νοιάζει πολύ.

Το σημαντικό όμως αυτήν τη στιγμή ή­ταν να βγω από δω μέσα πριν λιποθυμήσω. Ή πριν συμβεί το αναπόφευκτο να με πιάσει το ραντάρ του Ρόμπερτ. Ρίχνω μια ματιά να δω που είναι. Είναι ακόμα στην πόρτα και συζητούσε με την υπεύ­θυνη της φιλανθρωπικής εκδήλωσης . Πίσω του στεκόντουσαν τρεις άλ­λοι άντρες - ο ένας έμοιαζε με γραμματέα, οι άλλοι δυο ήταν σαφώς σωματοφύλακες. Δυο-τρεις υπεύθυνοι του μουσείου είχαν σπεύσει να τον υποδεχτούν με όλες τις τιμές. Κι αυτός στεκόταν μ' όλη του την άνεση, όμορφος κι επιβλητικός όπως πάντα, ψηλότερος από κάθε άλλον άντρα εκεί μέσα, κι επιθυμητός σαν αμαρτία.

Έψαξα πυρετικά με το βλέμμα μου να βρω τον Αχιλλέα, αλλά δεν μπορούσα να τον βρω πουθενά. Το πλήθος μιλούσε, γε­λούσε, σχολίαζε γύρω μου. Κάποιος μου απεύθυνε το λό­γο. Είπα ένα μηχανικό συγνώμη, κι άρχισα να υποχωρώ προς το βάθος της αίθουσας.

Έπρεπε να βγω από δω μέσα. Ο Αχιλλέας που σκατά είναι να με σώσει?

Ο Ρόμπερτ δεν ήταν πια στην πόρτα. Άρα με προσεκτικές κινήσεις θα μπορέσω να ξεφύγω. Ρίχνω κλεφτές ματιές πως το μέρος του και βλέπω το ξανθό του κεφάλι κάπου ανάμεσα στους καλεσμένους, μπρο­στά σε μια βιτρίνα με εκθέματα. Σαν υπνοβάτης, κινούμαι μηχανικά προς την πόρτα λέγοντας συνέχεια αφηρημένα συγνώμη σ' όλους όσους σπρώχνω και πατάω καταλάθος για να περάσω . Ας φτάσω τουλάχιστον ως την πόρτα πριν με δει, σκέφτομαι πυρετι­κά, αλλά κι αυτό καταντά αμφίβολο έτσι όπως τρέμουν τα πόδια μου.

Επιτέλους η είσοδος, τι ανακούφιση. Ανάσα , βαθιά ανάσα και τρέχω προς τις σκάλες. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έχω την ελευθερία μου.

Δυο άντρες βρέθηκαν σαν από μαγεία μπροστά μου. Δυο τεράστιοι, απειλητικοί άντρες. Μου κόβουν το δρόμο

«Θέλετε κάτι?» ρωτάω γεμάτη άγχος

«Ελάτε» μου λέει ένας την ώρα που ο άλλος με πιάνει από το μπράτσο

Προσπαθώ να τραβήξω το μπράτσο μου, και ταυτόχρονα αναρωτιέμαι η δική μας ομάδα ασφαλείας που είναι?

«Δε θ' αργή­σει ο κύριος Μπέντλερ», ξαναείπε μαλακά ο άντρας. Κι απ' τον τρόπο που μου κρατά το μπράτσο, πιστεύω πως είχε πάρει σαφείς εντολές να μην με αφήσει να του ξεφύγω.

Τους αφήνω να δω που με πάνε. Με πάνε μέχρι ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο που είναι προσεκτικά παρκαρισμένο έξω από το μουσείο. Δίπλα του περιμένουν όρθιοι άλλοι δυο σωματοφύλακες .

Ο ένας έσπευσε ν' ανοίξει την πόρτα, κι ο άντρας που με κρατά απ' το μπράτσο με σπρώχνει απαλά μέσα στο τεράστιο αυτοκίνητο.

Σαν σ' έναν εφιάλτη, βλέπω τον εαυτό μου να μπαίνει αργά μέσα, να κάθεται στο φαρδύ δερμάτινο κάθισμα, στρώνω μηχανικά το φόρεμα μου και να περιμένω .

Η πόρτα έκλεισε πίσω μου και, οι άντρες στάθηκαν όρθιοι απ' έξω, σαν να με φρουρούν. Και το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να περιμένω. Γέρνω την πλάτη μου στο κάθισμα κλείνοντας τα μάτια και περιμένω.

Αρκετή ώρα αργότερα η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και ένας πανέμορφος διάβολος μπήκε μέσα. Την θέση του οδηγού πήρε ένας σωματοφύλακας και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται στους δρόμους του Μανχάταν. Στο μισοσκόταδο δεν είδα το χέρι του να κινείται αλλά το ένιωσα την ώρα που έβρισκε το δικό μου και το έσφιξε . Φωτιά το χέρι του ήταν φωτιά και το δικό μου πάγος

«Καλησπέρα Αλεξάνδρα.»

Δεν απάντησα και δεν ανταλλάξαμε κουβέντα μέχρι να φτάσουμε σπίτι

Δεν τον κοίταξα και δεν ανταλλάξαμε βλέμμα σε όλη την διαδρομή πίσω στο σπίτι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top