Κεφάλαιο 9
Κεφάλαιο 9
Η Λόλι τον κοιτούσε σαστισμένη. «Εί-Είσαι...», κατάφερε να πει, αλλά στη συνέχεια δεν μπορούσε ν' αρθρώσει ούτε συλλαβή. Ώστε λοιπόν της έλεγε την αλήθεια! Έχοντας επαφή με όλα τα παραμύθια και τους μύθους από μικρή, πάντα ήθελε μία δική της καλή Νεράιδα· να της κάνει τα μαθήματα, να τη ντύνει με ωραία φορέματα, να αλλάζει χρώμα στα μαλλιά της (κάτι που τελικά έκανε μόνη της) κι αργότερα να εξαφανίζει την ακμή απ' το πρόσωπό της με μια κίνηση του ραβδιού της και να της δίνει έμπνευση σε μορφή μαγικής χρυσόσκονης για τις ιστορίες της. Φυσικά, η πραγματικότητα απείχε κάπως από τις παιδικές ιστοριούλες, αλλά και πάλι η Λόλι ήξερε πολλά γι' αυτό τον ένδοξο, μαγικό λαό, με την ασύγκριτη ομορφιά και την αστείρευτη νιότη του, τον λαό που είχε καημό να δει από κοντά! Και τώρα ένας από δαύτους βρισκόταν ακριβώς μπροστά της! Αν και ήταν πολύ διαφορετικός απ' αυτό που φανταζόταν... «Είσαι...», ξαναείπε με δέος, στην προσπάθεια να βεβαιωθεί ότι δεν της είχε κλέψει τη φωνή, όπως έκαναν οι Νεράιδες, σύμφωνα με λαϊκές διηγήσεις.
«Είμαι λίγο βιαστικός», απάντησε ο Ντάζεϊλτον, συμπληρώνοντας τη φράση της. «Γι' αυτό, αν δεν σας κάνει κόπο, δώστε μου τον κρύσταλλο και πάμε να φύγουμε. Αν αργήσω κι άλλο, η μαμά μου θ' ανησυχήσει», πρόσθεσε, δείχνοντας το λαμπερό κίτρινο πετράδι στα χέρια της.
Η κοπέλα τα 'χασε· δεν υπήρχε περίπτωση να δώσει τον κρύσταλλο που απέκτησε με τόσο κόπο, μα από την άλλη, είχε προτείνει από μόνη της να τού βρει κάτι για τη μητέρα του. Και ήδη η συμπεριφορά της απέναντί του ήταν αρκετά αγενής προηγουμένως. Τι να του έλεγε; Τα αερικά μπορούσαν να γίνουν εκδικητικά, αν δεν έπαιρναν αυτό που θέλανε και δεν είχε διάθεση να μείνει χωρίς δόντια από τα 23 της. Τι τις ήθελα τις υποσχέσεις; Πώς την πάτησα έτσι;, αναρωτήθηκε από μέσα της. Σκέφτηκε να του πει κανένα πιστικό και πολύ-πολύ δραματικό ψέμα. Έμοιαζε αρκετά αφελής ώστε να πιστέψει οτιδήποτε και η ίδια θα γινόταν καπνός στο πι και φι και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Αλλά και πάλι, δεν της πήγαινε καρδιά να τον ξεγελάσει με τέτοιο τρόπο. Άσε που αν τυχόν την έπαιρνε χαμπάρι, θα έβαζε πάλι τα κλάματα, θα την αποκαλούσε ψεύτρα και κλέφτρα και ποιος ξέρει τι θα έκανε μετά! Κι αν του πρότεινε να πάρει κάτι άλλο; Μπα, όλα τα κλαδιά των ιτιών φάνταζαν ασήμαντα μπροστά στη λάμψη του κρυστάλλου... Τι μπελάς!
«Δεσποινίς; Δεσποινίς...; Με ακούτε; Είστε καλά;»
«Ε;» Η φωνή του Ντάζεϊλτον έκοψε για άλλη μια φορά τον ειρμό της και η Λόλι τον κοίταξε και πάλι: είχε απλωμένο μπροστά το δεξί του χέρι και την κοιτούσε ανήσυχα. «Ναι, μια χαρά είμαι!», του είπε βιαστικά.
«Ωραία! Λοιπόν; Θα μου τον δώσετε;»
Η φουξομάλλα ένιωσε μεγάλη αδυναμία, έχοντας χάσει για τα καλά όλες τις λύσεις που είχε σκεφτεί πριν από λίγα δευτερόλεπτα. Το μόνο που της έμενε για να διακόψει την αμήχανη σιωπή ήταν να πει αυτό που είχε πραγματικά στο μυαλό της. «Δεν μπορώ», ξεφύσηξε.
«Δεν μπορείτε...; Γιατί όχι;» Τα μάτια του Νεράιδου άστραψαν και το ύφος του άλλαξε αμέσως, αλλά προς έκπληξή της, ήταν πιο πολύ απορημένο, παρά θυμωμένο.
«Ο παππούς μου μ' έστειλε σε αυτή τη σπηλιά για να βρω όχι τρεις απλούς, αλλά τρεις Μαγικούς Κρυστάλλους και να γίνω μία Κρυστέλ. Αυτός είναι ο πρώτος...», εξήγησε η Λόλι, βγάζοντας απ' την τσέπη της τον γαλάζιο κρύσταλλο. «...κι αυτός ο δεύτερος...», συνέχισε κι έβαλε τα ευρήματά της το ένα δίπλα στο άλλο. «Είναι πολύ σημαντικό για μένα να φέρω εις πέρας αυτή την αποστολή. Ίσως ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει στη ζωή μου! Μακάρι να μπορούσα να σου τον δώσω, μα υποσχέθηκα στον παππού μου ότι θα τα καταφέρω. Δεν μπορώ να τον απογοητεύσω», συμπλήρωσε κι έβαλε και τους δύο κρυστάλλους πίσω στην τσέπη της, κρύβοντάς τους από το έκπληκτο κι επίμονο βλέμμα του Ντάζεϊλτον. «Μπορείς να μου ρίξεις όποια κατάρα θες, απλά... μην κάνεις τα δόντια μου να πέσουν...» Όταν τελείωσε, το κεφάλι της ήταν σκυμμένο.
Ο Ντάζεϊλτον αργούσε πολύ να απαντήσει κι ο αυχένας της Λόλι είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται για την άβολη στάση. Όταν ο Νεράιδος μίλησε, η φωνή του ακουγόταν ανέκφραστη. «Ω, ώστε έτσι... καλά τότε...»
«Τι είπες;» Η κίνηση που έκανε ήταν τόσο απότομη, που ένα μικρό 'κρακ' ακούστηκε, με το που σήκωσε το κεφάλι της.
«Δεν μπορείτε να απογοητεύσετε τον παππού σας, το καταλαβαίνω. Η μαμά μου είναι πάντα απογοητευμένη μαζί μου και δεν μου αρέσει. Δεν θέλω να συμβεί το ίδιο και σ' εσάς. Κρατήστε το μπιχλιμπίδι σας...»
Το κορίτσι τον κοίταξε για άλλη μια φορά με γουρλωμένα μάτια. «Εννοείς ότι δεν σε πειράζει; Ούτε θα με καταραστείς;» Η τελευταία της ερώτηση τον έκανε να γελάσει.
«Δεν μπορώ να καταραστώ!» είπε και συνέχισε να γελάει. «Κανένας Ανολοκλήρωτος δεν μπορεί, δεν το ξέρατε;»
Εκείνη τη στιγμή το μείγμα ανακούφισης και λύπησης που είχε καταλάβει τις σκέψεις της Λόλι, αντικαταστάθηκε από σοκ: η αλλόκοτη συμπεριφορά, η "ατελής" κατά τα νεραϊδίσια δεδομένα εμφάνιση, τα μικρά φτερά, το γεγονός ότι δεν είχε μυτερά αυτιά· όλα έβγαζαν νόημα! Ήταν από εκείνες τις Νεράιδες που κάποιοι αποκαλούσαν "ελαττωματικές", ή αλλιώς "Ανολοκλήρωτες". Σύμφωνα με αυτά που είχε ακούσει, τούτα τα πλάσματα δεν διέθεταν ούτε μεγάλη εξυπνάδα, ούτε ιδιαίτερες μαγικές ικανότητες, ενώ ζούσαν λιγότερο κι απ' τους Ανθρώπους. Επιπλέον, δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στις άλλες Νεράιδες. Και φυσικά, η υπερήφανη Βασίλισσα Τιτάνια, θα ντρεπόταν να παρουσιάσει ένα τέτοιο παιδί ως διάδοχο του θρόνου του Νοβέλιαν. Αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που ούτε η ύπαρξή του δεν ήταν γνωστή πέρα απ' τον Τόπο του. Η Λόλι έσφιξε με οργή τα δόντια της στη σκέψη, αλλά δεν είπε τίποτα.
---
Μερικά λεπτά αργότερα, οι δυο τους ήταν και πάλι στο σταυροδρόμι της σπηλιάς. Ο Ντάζεϊλτον είχε περάσει τη Λόλι πίσω στην ασφαλή όχθη πετώντας κι ύστερα τράβηξαν περπατώντας το δρόμο του γυρισμού. Τώρα πια υπήρχε μόνο ένα ανεξερεύνητο τούνελ για την υποψήφια Κρυστέλ: αυτό που οδηγούσε στον τρίτο και τελευταίο κρύσταλλο. «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σε βοηθήσω με το δώρο της μαμάς σου», του είπε λίγο πριν χωριστούν.
«Δεν πειράζει, κάτι θα της βρω. Σε κανονικό κοσμηματοπωλείο» Το σχόλιό του την έκανε να γελάσει. «Χάρηκα για τη γνωριμία, δεσποινίς... αλήθεια, πώς σας λένε;»
«Λόλι».
«Λόλι...», επανέλαβε αυτός και για λίγα δευτερόλεπτα ήταν σκεπτικός. «Ακούγεται σαν ζαχαρωτό!»
«Ναι, μου το έχουν ξαναπεί...» Συνήθως θύμωνε όταν κάποιος της έλεγε ότι το όνομά της θυμίζει μάρκα από γλειφιτζούρι, αλλά η αντίδραση του Νεράιδου δεν την πείραξε καθόλου. Αντίθετα, το βρήκε χαριτωμένο, μιας και ήταν αυτό που πίστευε και όχι ένας τρόπος να την ειρωνευτεί. «Λοιπόν, πρέπει να πάω για τον τρίτο κρύσταλλο τώρα», του είπε στο τέλος. «Κι εγώ χάρηκα για τη γνωριμία. Πέτα μακριά και να προσέχεις τον εαυτό σου, εντάξει;»
«Ε-Εντάξει, θ-θα προσέχω...»
Κάπως έτσι, η φουξομάλλα τον αποχαιρέτησε κι έκανε μερικά βήματα στη σήραγγα. Ο Ντάζεϊλτον έμεινε να την κοιτάζει για λίγο ανήσυχος, πριν πετάξει για την έξοδο της Μαγκιλάι. «Κάντε γρήγορα, σας παρακαλώ, τελειώστε και φύγετε γρήγορα. Δεν έχετε χρόνο...», ψιθύρισε μόνος του, δειλιάζοντας να της πει δυνατά και καθαρά αυτά τα λόγια, μα την τελευταία στιγμή παρατήρησε πως η νέα του φίλη είχε πέσει κάτω. «Δεσποινίς, τι έγινε!;», φώναξε με αγωνία καθώς πέταξε κοντά της. Η έκφραση στο πρόσωπο της κοπέλας και η γρήγορη ανάσα της φανέρωναν ότι πονούσε, ενώ οι παλάμες της έλαμπαν με ένα απειλητικό κόκκινο φως. Πήγε να τη βοηθήσει να σταθεί, αλλά σε μια στιγμή η έκφραση του προσώπου της έγινε εξίσου απειλητική.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top