Κεφάλαιο 8

Κεφάλαιο 8

Είμαι δυνατή, είμαι δυνατή..., μουρμούριζε μέσα της η Λόλι καθώς η άβυσσος την κοιτούσε διαπεραστικά και της έκλεινε το μάτι. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την ταραχή, αλλά ήξερε πως ήταν καθήκον της να διασχίσει τη γέφυρα· κάτι σα να την καλούσε από την άλλη πλευρά και δεν θα άφηνε ένα εμπόδιο τόσο απλό όσο η υδροφοβία να την αποτρέψει από το στόχο της. Απλό... σκέφτηκε και στραβοκατάπιε, καθώς ο Ντάζεϊλτον κλαψούριζε αξιολύπητα κάπου πίσω της. Ε μωρέ, το πολύ-πολύ να πεθάνω, πρόσθεσε ο σαστισμένος της εγκέφαλος και έφτασαν στα χείλη της οι στίχοι από ένα αγαπημένο της τραγούδι:

Τα πάντα ξεχνιούνται,
Είναι η φήμη ισχνή
Κι όμως δεν είναι μάταιο
Να υψωθεί μια φωνή

Τι κι αν κάποιοι σωπαίνουν
Κι η ζωή είν' φθαρτή
Κάθε λέξη αξίζει
Να γραφτεί στο χαρτί

Τα πόδια της κινήθηκαν σαν με δική τους βούληση προς την παγωμένη, γυάλινη γέφυρα, η οποία έτριξε και αναστέναξε κάτω από το ελαφρύ της πάτημα. Το κίτρινο φως της λεκάνης έλαμπε τώρα πιο πολύ, η χρυσαφένια του απόχρωση υποσχόμενη ασφάλεια και πλούτο. Συμβολικότατο, τόνισε με στόμφο ένα μέρος του μυαλού της Λόλι, προφανώς επηρεασμένο από τις φιλολογικές της σπουδές. Το κορίτσι έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να μπουσουλάει όσο πιο σταθερά μπορούσε, ενώ οι παλάμες και τα γόνατά της παραπονιόντουσαν από το κρύο. Αρκετά πίσω της, ο Ντάζεϊλτον είχε πάρει μία μάλλον συνωμοτική έκφραση και βγάζοντας από το σακίδιό του κάτι που έμοιαζε με καθρεφτάκι χειρός, απομακρύνθηκε, σίγουρος ότι εκείνη δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ακόμα και η φωσφορίζουσα πράσινη λάμψη που ξεπετάχτηκε απ' το καθρεφτάκι δεν κατάφερε να φτάσει στην άκρη του ματιού της, αφού πρόλαβε να την κρύψει με το χέρι του.

Ανυποψίαστη, η Λόλι συνέχιζε να μπουσουλάει. Είχαν μείνει γύρω στα δύο μέτρα απόσταση, όταν ξαφνικά η γέφυρα αποφάσισε ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί άλλο και η Λόλι παρατήρησε έντρομη ένα ράγισμα να δημιουργείται μπροστά της από το πουθενά και να φτάνει απειλητικά προς το μέρος της. Σηκώθηκε προσεκτικά και με ένα σβέλτο άλμα προερχόμενο από την παντελή έλλειψη κάθε λογικής σκέψης, προσγειώθηκε στο σταθερό έδαφος στην άλλη πλευρά ενώ η γέφυρα γινόταν θρύψαλα μπροστά στα μάτια της.

Ήταν σχετικά απλό τελικά, σκέφτηκε η Λόλι και χαμογέλασε φευγαλέα, αφού βρήκε ξανά την ανάσα της που είχε κρυφτεί τόση ώρα κάπου μέσα στο στήθος της. Κοιτώντας απέναντι, δεν είδε καθόλου τον Ντάζεϊλτον και απόρησε για το πού θα μπορούσε να έχει πάει ο αφελής πρίγκιπας. Ίσως φοβήθηκε πολύ από το χαλασμό και κρύφτηκε, υπέθεσε. Η ζεστή, κίτρινη λάμψη στα χέρια της όμως της υπενθύμισε την αποστολή της και η κοπέλα σηκώθηκε γρήγορα από το πάτωμα, εκτείνοντας τα προς τη χρυσαφένια κολυμβήθρα. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της λάμψης, και ξαφνικά σκέφτηκε πως ο μικρός πρίγκιπας δεν ήταν τόσο ενοχλητικός εν τέλει· ήταν μάλιστα και πολύ γλυκό που ήθελε να κάνει δώρο στη μητέρα του, όπως και να εμπιστευτεί τη Λόλι. Ούτε ο αδερφός της όμως δεν ήταν και τόσο κακός ώρες-ώρες και μάλλον θα έπρεπε να του φέρεται λιγάκι πιο ήρεμα και με κατανόηση, ως μεγάλη αδερφή που τον αγαπάει. Τι στο καλό, γιατί σκέφτομαι τέτοια πράγματα... τώρα;, απόρησε η κοπέλα με τη γραμμή της σκέψης της και επικεντρώθηκε ξανά στη λεκάνη μπροστά της. Χωρίς καμία αντίσταση, άπλωσε το χέρι της και οι λάμψεις σμίξαν σε ένα ξέφρενο χορό ζεστασιάς, καθώς ο μπλε κρύσταλλος στην τσέπη της άρχισε να πάλλεται σαν ηλεκτρισμένος. Ένα κύμα ευτυχίας την κατέκλεισε και χαμογέλασε δίχως να το θέλει, κλείνοντας τα μάτια και αναστενάζοντας βαθιά. Σ' αγαπάω αδερφούλη... σ' αγαπάω παππού. Και σένα μαμά... αν και δεν θα σ' το πω ποτέ.

«...και στου Νοβέλιαν τη γη, που γιασεμιά ανθίζουν
κι είναι τα πεύκα ασημιά και στη σιγή δοσμένα
εκεί ρίχνει το βλέμμα της η Ιερή Σελήνη,
Και τις Νεράιδες ευλογεί και μάγια τους χαρίζει...»

Ήχος. Μελωδία... τι να είναι άραγε;

«...και στον τρελό τους το χορό σε δάση ξεχασμένα
Βαστάνε κύκλο άχρονο, απ' την αυγή του κόσμου...»

Κάποιος τραγουδάει... είμαι νεκρή;

Με αυτή τη σκέψη, η Λόλι άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε κανέναν και τα πάντα γύρω της ήταν σκοτεινά. Κι όμως, ήταν σίγουρη πως είχε ακούσει κάποια γλυκιά φωνή να απαγγέλει στίχους από ένα ποίημα των Νεραϊδών, εκτός αν ήταν απλά η ανάμνηση του παππού της να λέει ιστορίες για τους άλλους Τόπους σε αυτήν και τον αδερφό της προτού κοιμηθούν, τόσο καιρό πριν. Η μαμά της ήταν και αυτή εκεί, χαμογελώντας με τη ζεστή οικογενειακή σκηνή, χωρίς να δέχεται όμως να συμμετέχει. Τα παραμύθια είναι για παιδιά και εγώ δεν είμαι παιδί, έλεγε πάντα.

«Ξύπνησες, Άνθρωπε;»

Η Λόλι γύρισε απότομα στο πλάι και δεν αντίκρισε άλλον από τον Ντάζεϊλτον να την κοιτάει προσεκτικά. Ήταν όντως αυτός, αν εξαιρέσει κανείς το σακίδιο που είχε εξαφανιστεί και τα διάφανα και γυαλιστερά φτερά όπως αυτά των λιβελούλων, που ξεφύτρωναν τώρα από την πλάτη του. Τα μάτια του, επίσης, ήταν αστραφτερά βιολετιά, και το διαπεραστικό του ύφος είχε περισσότερη αυτοπεποίθηση απ' ό,τι πριν. Η Λόλι σώπαινε και αυτός ανοιγόκλεισε τα φτερά του ανυπόμονα.

«Εγώ είμαι, δεσποινίς...», άρχισε διστακτικά το πλάσμα, αποκτώντας λίγη από την αμηχανία του Ντάζεϊλτον. «Μήπως μου βρήκατε κανένα μπιχλιμπίδι για τη μαμά μου;», συνέχισε, με μια παιχνιδιάρικη νότα να χρωματίζει τη φωνή του. «Η Βασίλισσα Τιτάνια δεν αγαπά να περιμένει πολύ... και πιστεύω κρατάτε κάτι στα χέρια σας που θα της άρεσε ιδιαίτερα».

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top