Κεφάλαιο 7

Κεφάλαιο 7

Η αγριωπή μέλισσα πλησίαζε όλο και πιο κοντά, καθώς ο κατατρομαγμένος Καλικάντζαρος κουνούσε το κεφάλι του σπαστικά προσπαθώντας να απομακρύνει την κιτρινόμαυρη απειλή. «Πάρτε το τέρας από μπροστά μου, αχρείοι...!», ούρλιαξε μέσα στον πανικό του και η κακόμοιρη η μέλισσα σχεδόν τρόμαξε η ίδια.

«Μήπως προτιμάς να τσιμπήσει τον πισινό σου, ερείπιο;», γέλασε κοροϊδευτικά ο ψηλός και χαζός Τζέργκα που κρατούσε την αλυσίδα του Σάντριγκορ. Αυτό κέρδισε ένα γύρο χαχανίσματος από τους τέσσερις συντρόφους του, επίσης ψηλούς κι επίσης χαζούς. Ή τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει ο Καλικάντζαρος, που καθ' όλη τη διάρκεια της νυχτερινής τους πορείας στο δάσος σκεφτόταν πώς να ξεφύγει από την Τζεργκοπαρέα. Εκείνη τη στιγμή όμως ήταν φοβερά απασχολημένος για να σκαρώσει κάποιο πετυχημένο σχέδιο.

«Τα πράσινα ανθρωπάκια φοβούνται τις μελισσούλες!», πετάχτηκε ο χοντρός κοκκινομάλλης που μαγείρευε τη σούπα επί την ωραιότατη συνοδεία των κραυγών του Σάντριγκορ.

«Αχρείοι!»

«Χούφταλο!»

«Γλοιώδη υποκείμενα!»

«Πράσινε ζουμπά!»

«Λωποδύτεεεεες!»

«Αρκετά!», φώναξε ο ψηλός αρχηγός και τράβηξε απότομα την αλυσίδα που έδενε τον Σάντριγκορ από το λαιμό. Ο καημένος ο Καλικάντζαρος σωριάστηκε μπρούμυτα μέσα στα χορτάρια. Τουλάχιστον το φτερωτό τέρας είχε φοβηθεί και την έκανε πετώντας προς το επόμενό του θύμα.

«Είσαι έτοιμος να μου πεις πού είναι η Κρυστέλ;», ψιθύρισε δίπλα στο μεγάλο του αυτί ο Τζέργκα.

Ο Σάντριγκορ ξέθαψε τη μούρη του από το χώμα, αναστέναξε όσο βαθιά του επέτρεπε η στάση του και η αλυσίδα γύρω από το λαιμό του και απάντησε ευγενικά: «Μπα. Δεν ξέρω για τι μιλάτε. Πιάσατε το λάθος γκόμπλιν, φίλοι μου!» Η φωνή του ήταν βραχνή από τα ουρλιαχτά, ενώ τον αρχηγό φαίνεται πως τον δυνάμωσε η σούπα και η τρομάρα του κρατούμενού του. Ρουθούνισε εξαγριωμένα.

«Να τον γδάρουμε, αφεντικό; Θα μου χρειαζόταν κι άλλο κρεατάκι στο φαΐ...», πρότεινε γεμάτος ελπίδα ο μάγειρας.

«ΟΧΙ!», γάβγισε ο ψηλός άντρας. «Πρέπει ο κοντοστούπης να μας τα ξεράσει όλα, αλλιώς...» η φωνή του κόπηκε μαχαίρι και κατάπιε τα λόγια του.

«... θα γδάρει εμάς ο Άρχοντας;», συμπλήρωσε ο σιωπηρός τριχωτός Τζέργκα που έγερνε νωχελικά πάνω σε έναν κορμό δέντρου. Απ' ό,τι φαίνεται ήταν άσχημη στιγμή να σπάσει τη σιωπή του και ο χαζός του τόνος δεν τον γλίτωσε από το μένος του αρχηγού. Ένα πόδι κουνελιού προσγειώθηκε με φόρα στο πρόσωπό του και του χάρισε από τη μία το μερίδιο του δείπνου του, από την άλλη ένα μαυρισμένο μάτι.

Εν τω μεταξύ, ο Σάντριγκορ μουρμούριζε κάτω από την ανάσα του ένα αρχαίο καλικαντζαρένιο ξόρκι.

---

Η δεύτερη σήραγγα σύντομα την έβγαλε σε μία αίθουσα εξίσου αχανή με την πρώτη. Αυτή τη φορά όμως, το μοτίβο ήταν πολύ διαφορετικό: θύμιζε δάσος κλεισμένο μέσα σε σπηλιά. Ένα γλυκό κίτρινο φως που έμοιαζε να 'ρχεται από παντού και πουθενά ταυτόχρονα, έλουζε τις κλαίουσες ιτιές των οποίων τα διαφανή κρυσταλλένια φύλλα γυάλιζαν σαν χρυσάφι. Ήταν σαν εκείνους τους περίτεχνους πολυελαίους που συνήθως κρέμονταν στις οροφές των πλούσιων σπιτιών. Όλες οι ιτιές ήταν παρατεταμένες σε μια σειρά και σχημάτιζαν ένα μονοπάτι. Η Λόλι, που από μωρό είχε μανία με τα γυαλιστερά πράγματα, δε χόρταινε να κοιτάζει γύρω της. Μακάρι να είχε το χρόνο να κάτσει και να απαθανατίσει αυτό το ανεπανάληπτο τοπίο σε μία από τις ζωγραφιές της. Μαγεμένη πλησίασε μια ιτιά και πήρε στα χέρια της ένα γυαλιστερό φύλλο. Καθώς το περιεργαζόταν, άκουσε κάτι κι έστρεψε αργά το βλέμμα της προς την κατεύθυνση του ήχου. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει μια μακρόστενη σκιά πίσω από τα δέντρα: κάποιος άλλος ήταν εκεί...

Αν και η καρδιά της άρχισε αμέσως να χτυπάει πιο γρήγορα και το ένστικτό της τής φώναζε να τρέξει, η κοπέλα έκανε για λίγο την αδιάφορη, αλλά παράλληλα πλησίασε το σημείο που βρισκόταν ακόμη η σκιά. Όταν έφτασε στα δύο πιο κοντινά δέντρα, έκανε τάχα ότι τα θαυμάζει, αλλά με μια απότομη κίνηση τράβηξε τις φυλλωσιές τους στο πλάι, σαν να άνοιγε κουρτίνες, Καθώς τα κρύσταλλα κουνήθηκαν, έβγαλαν έναν μελωδικό ήχο, σαν ανεμοκαμπανάκια, όμως αυτό δεν απέσπασε καθόλου την προσοχή της. Κοίταξε με θυμό, αλλά και περιέργεια τον άνθρωπο που στεκόταν μπροστά της. Ήταν ένας τύπος γύρω στα τριάντα, αλλά κατά κάποιον τρόπο η εμφάνισή του συνδύαζε αταίριαστα στοιχεία: από τη μια τα γκρίζα και πράσινα μαλλιά του (πιθανότατα ο φωτισμός τα έκανε πράσινα) που αραίωναν λίγο μπροστά, τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος, αλλά από την άλλη το μεγάλο σακίδιο στην πλάτη του, παρόμοιο με σχολική τσάντα, καθώς και η φοβισμένη κι αθώα έκφραση στο πρόσωπό του, τον έκανε να θυμίζει παιδάκι δέκα χρονών. «Ποιος είσαι;», απαίτησε να μάθει η κοπέλα. «Τι κάνεις εδώ;»

Αυτός την κοίταξε αμήχανα «Σ-Σ-Συγγνώμη αν σας τρόμαξα, δεσποινίς. Είμαι ο Ντ-Ντάζεϊλτον και ήρθα να βρω ένα δώρο γ-για τη μαμά μου», κατάφερε να πει τραυλίζοντας.

«Τη μαμά σου;», απόρησε η Λόλι και σήκωσε το ένα της φρύδι, ακριβώς όπως συνήθιζε να κάνει ο παππούς της.

«Ναι!», έκανε αυτός, χαρούμενος που είχε γίνει κατανοητό. «Είχε τα γενέθλιά της χθες και δεν της έκανα δώρο. Τι αφηρημένος! Οπότε σκέφτηκα να έρθω και να διαλέξω κάτι ωραίο γι' αυτήν, ώστε να επανορθώσω», της απάντησε, σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Αν δεν ακουγόταν τόσο αγαθός. η Λόλι θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν εχθρός. Ακόμα κι αν δεν ήταν όμως, η παρουσία του την εκνεύρισε αρκετά.

«Τι είναι αυτά που λες;», ρώτησε με το φρύδι της ακόμη σηκωμένο. «Κατ' αρχάς, πώς μπήκες μέσα; Δεν επιτρέπεται να είσαι εδώ! Κανείς δεν επιτρέπεται να είναι εδώ!»

«Ε τότε εσείς γιατί είστε εδώ

«Εγώωω... εγώ έχω δουλειά! Αμέ! Και πολύ σοβαρή μάλιστα!»

«Ω, καταλαβαίνω», αναφώνησε ο τύπος, κάνοντάς την να πιστέψει πως θα φύγει, αλλά συνέχισε: «Είστε κι εσείς εδώ για παρόμοιο λόγο, σωστά; Φαίνεται ότι ξέρετε τι κάνετε, είστε εξοικειωμένη με το χώρο!»

«Α, φαίνεται».

«Αναμφίβολα».

«Φτου και δεν θέλω να το δείχνω», ειρωνεύτηκε η Λόλι. «Ε λοιπόν, έχεις δίκιο. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο εδώ είμαι. Αφού έχω στήσει και αντίσκηνο απέξω».

«Αλήθεια;», ρώτησε ο τύπος, προφανώς χωρίς να έχει καν υποψιαστεί ότι τον δούλευε. «Δ-Δεν το είδα καθώς έμπαινα, αλλά δεν πειράζει», συνέχισε και η κοπέλα σκέφτηκε φευγαλέα ότι δεν είχε ακούσει καθόλου βήματα που να πρόδιδαν την παρουσία του όταν μπήκε. Βέβαια, μπορεί να ήταν απορροφημένη από την εμπειρία της στην άλλη αίθουσα, αλλά δεν πρόλαβε να το σκεφτεί παραπάνω. «Μια και έχετε δουλειά στη σπηλιά, σας χρειάζομαι για να κάνω την καλύτερη επιλογή», συνέχισε να μιλάει αυτός. «Δεν θέλω να τα θαλασσώσω. Εσείς, από την άλλη είστε ειδική επί του θέματος»

«Εγώ;»

«Εσείς! Μου είπαν ότι στη Σπηλιά των Κρυστάλλων μπορεί να βρει κανείς τους πολυτιμότερους θησαυρούς! Γι' αυτό ήρθα κι εγώ! Αλλά δε νομίζω να καταφέρω τίποτα χωρίς τη βοήθειά σας».

Η Λόλι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να επεξεργαστεί στο μυαλό της όλες αυτές τις ασυναρτησίες, ενώ αυτός την κοιτούσε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τρελάθηκες τελείως, άνθρωπέ μου!; Τι το πέρασες εδώ; Κοσμηματοπωλείο;»

Αυτός, αφού κοίταξε γύρω του, απάντησε με τον ίδιο αφελή τόνο: «Ναι! Θα μπορούσε! Με όλα αυτά τα γυαλιστερά πραγματάκια...», όμως πριν τελειώσει τα λόγια του, η κοπέλα του είχε γυρίσει την πλάτη της και απομακρυνόταν με βιαστικά βήματα, που πρόδιδαν τον εκνευρισμό της. «Σταθείτε δεσποινίς!», της φώναξε κι έτρεξε να την προφτάσει. «Μη φεύγετε σας παρακαλώ. Πρέπει να με βοηθήσετε να διαλέξω».

Η Λόλι τότε σταμάτησε απότομα τον βηματισμό της. «Από πού το 'χεις σκάσει;», ρώτησε με όσα αποθέματα σαρκασμού είχε μέσα της.

«Δ-Δεν το έχω σκάσει. Η μαμά μου το ξέρει ότι λείπω, αν και θα προτιμούσα να της κάνω έκπληξη».

«Ποια είναι η μαμά σου;»

«Μα φυσικά η Βασίλισσα του Νοβέλιαν», αποκρίθηκε ο τύπος με μια μικρή δόση επισημότητας στα λόγια του, αλλά το μόνο που εισέπραξε από τη δεσποινίδα ήταν το ειρωνικό της γέλιο.

Καιρό είχε η Λόλι να γελάσει έτσι. Ο τύπος, ή πολύ κουτός ήτανε, ή πολύ βαρεμένος. Έβγαλε το συμπέρασμα πως ήταν και τα δύο. Μόνο ένας κουτός βαρεμένος θα έλεγε ότι έχει μητέρα την αρχόντισσα ενός μυθικού Νεραϊδοβασιλείου! «Άσε μας ρε φίλε! Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα του Νοβέλιαν δεν έχουν παιδιά! Όποιο τυχάρπαστο παιδικό βιβλίο και να πιάσεις, το λέει ξεκάθαρα: δεν έχουν!», είπε στην προσπάθειά της να συγκρατηθεί και συνέχισε να περπατάει. Μα πάλι αυτός την ακολούθησε.

«Πώς δεν έχουν; Κι εγώ τι είμαι;»

«Ο γελωτοποιός του παλατιού, μήπως;» Αυτό της θύμιζε, αν έκρινε απ' τα ρούχα του: γελωτοποιό... με αχρωματοψία.

«Πολύ θα το ήθελα, αλλά η μαμά λέει ότι δεν είναι πρέπον», αναφώνησε αυτός και πάλι σαν να μην τον άγγιξε καθόλου η ειρωνεία της. «Λοιπόν, θα με βοηθήσετε, ή όχι;»

«Ε ρε κόλλημα!», μουρμούρισε η Λόλι μέσα από τα δόντια της και μάζεψε όση υπομονή της είχε απομείνει με μια βαθιά ανάσα. «Άκου... εμ... πώς σε είπαμε;», ρώτησε αφού είχε ήδη χτυπήσει τα δάχτυλα της τρεις φορές, ώστε να θυμηθεί το όνομα του.

«Ντάζεϊλτον».

«Άκου Ντάζεϊλτον. Εδώ που είμαστε... καλά μέχρι εδώ; Εδώ που είμαστε λοιπόν, δεν είναι κοσμηματοπωλείο. Κι εγώ, πρόσεξέ με, δεν είμαι υπάλληλος. Το 'πιασες;»

«Δ-Δεν είστε;»

«Όχι βέβαια!»

«Μα μου είπαν ότι-»

«Δεν ξέρω ποιος σου είπε τι, αλλά προφανώς κατάλαβες λάθος, αυτό είναι το πρόβλημα! Δεν επιτρέπεται να κόβει βόλτες ο ένας κι ο άλλος εδώ μέσα. γι' αυτό φύγε τώρα, πριν βρεις τον μπελά σου!» Τότε μόνο το πλατύ χαμόγελο του Ντάζεϊλτον εξαφανίστηκε και στη θέση του ήρθε μία έκφραση απογοήτευσης.

«Πρόβλημα, πρόβλημα, πάλι πρόβλημα», μουρμούρισε και κάθισε στο έδαφος παραπονεμένος, ενώ η Λόλι ήδη τραβούσε το δρόμο της. Παρ' όλο που ανακουφίστηκε όταν κατάλαβε ότι είχε σταματήσει να την παίρνει από πίσω, σαν σκυλάκι, μόλις γύρισε το κεφάλι της και τον είδε μαζεμένο κάτω, δεν μπορούσε παρά να νιώσει λύπηση.

«Έι, τι έχεις;», ρώτησε καθώς τον πλησίαζε.

«Συγχωρέστε με, δεσποινίς! Ήθελα απλώς να κάνω τη μαμά μου να χαρεί. Αν μαθευτεί αυτό, θα γίνω περίγελος! Ω, σας παρακαλώ, μην το πείτε σε κανέναν και θα κάνω ό,τι θέλετε», κλαψούρισε ο Ντάζεϊλτον. Της θύμιζε αρκετά τον αδερφό της, πριν γίνει το νευρόσπαστο που ήταν σήμερα.

Η Λόλι σκέφτηκε για λίγο. «Όχι, όχι.. δεν θα το πω», απάντησε, κάνοντας τον να χαμογελάσει και πάλι. «Και μάλιστα, λέω να σε βοηθήσω να πάρεις και κάτι μικρό από 'δω μέσα. Ένα μπιχλιμπίδι πάνω, ένα κάτω, τι πειράζει; Τι στο καλό, μετρημένα τα 'χουν;»

«Αλήθεια!; Ω, σας ευχαριστώ! Είστε τόσο καλή-»

«Με μία προϋπόθεση!», τον διέκοψε, κουνώντας το δάχτυλο, σαν δασκάλα. «Θα κάτσεις εδώ ήσυχα-ήσυχα και δεν θα βγάλεις τσιμουδιά, μέχρι να τελειώσω τη δουλειά μου. Εντάξει;» Αυτός έγνεψε καταφατικά και η κοπέλα ακολούθησε επιτέλους τη συστάδα, ως το τέλος της. Εκεί αντίκρισε μία χρυσοκίτρινη λεκάνη, παρόμοια με την προηγούμενη. Υπήρχε μόνο ένα προβληματάκι: τη Λόλι και τη λεκάνη χώριζε μια απύθμενη τάφρος την οποία διέσχιζε μόνο μια διαφανής γέφυρα, χωρίς κάγκελα, με φάρδος λιγότερο από μισό μέτρο. Η Λόλι αναστέναξε. Γιατί απ' όλα τα στοιχεία του κόσμου έπρεπε να είναι νερό!;

---

Όσο πιο κοντά πλησίαζε, τόσο η αλλαγή στον άνεμο γινόταν πιο έντονη. Εκείνο το ελαφρύ αεράκι που χάιδευε απαλά το πρόσωπο της, από τότε που ήταν παιδί, είχε μεταμορφωθεί σταδιακά σε κάτι ξένο, ψυχρό, βίαιο. Λες και προσπαθούσε να την αποτρέψει, να τη στείλει πίσω από εκεί που ήρθε. Σίγουρα θα ήταν καλύτερα πίσω στο σπίτι, κοντά σε όλους αυτούς που αγαπούσε και την αγαπούσαν. Άλλο ένα τυπικό οικογενειακό τραπέζι, άλλο ένα απόγευμα στον κήπο μαζί με τα μικρά, άλλο ένα χαμόγελό του. Τόσο μικρές στιγμές κι όμως τόσο απροσδόκητα όμορφες! Μα αλίμονο, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω! Είχε καθήκον να συνεχίσει την ανάβαση, έστω κι αν βαθιά μέσα της ήξερε πως εκείνος ο ψυχρός και βίαιος άνεμος θα ήταν ο τελευταίος της ζωής της.

Με βαριά βήματα έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ήταν ακριβώς όπως την είχε φανταστεί: τίποτα παρά γκρίζοι κοφτεροί βράχοι. Η Σενίτ τράβηξε πίσω το μαντήλι της, αφήνοντας τα μακριά μαλλιά της να παρασυρθούν στο μαστίγωμα του ανέμου. Η παρουσία της έγινε αμέσως αντιληπτή, καθώς ανάμεσα στους βράχους πρόβαλε η σκοτεινή μορφή του. Ήταν εκείνος που μ' ένα μονάχα βλέμμα μπορούσε να σπείρει τον τρόμο στις καρδιές όλων. Όχι όμως στη δική της. Όχι αυτή τη φορά. «Ήρθες λοιπόν, Κρυστέλ». Αν και τους χώριζε μεγάλη απόσταση, η παραμορφωμένη φωνή του έφτασε ως τα αυτιά της, λες κι επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά. «Ήρθες να βιώσεις την αρχή του τέλους...»

Μπορεί να ένιωθε το αίμα της να παγώνει με κάθε του λέξη, μα η Σενίτ μίλησε θαρρετά. «Δεν νομίζεις ότι αρκετά κράτησε αυτό το ανούσιο παιχνίδι; Τα πάντα σε αυτή τη ζωή· τα δέντρα, τα ζώα, οι άνθρωποι, εγώ, ακόμη κι εσύ... όλοι ανήκουμε σε μια Ιστορία Δίχως Τέλος! Έτσι όρισε ο Φωτεινός Πυρήνας, Σάιτρους. Κι αυτό δεν αλλάζει».

Αυτός κάγχασε: «Πάντα ήσουν αφελής, Σενίτ. Αφελής και χαμένη στον κόσμο των παραμυθιών σου. Ο κόσμος σου, όμως, είναι παρελθόν. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον σώσεις...»

Η Σενίτ έπιασε σφιχτά στα δύο χέρια της το περιδέραιο με τους τρεις κρυστάλλους της. «Μπορώ να προσπαθήσω».

---

Η μάχη κράτησε ώρες. Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει, ντύνοντας στα κόκκινα όλο το τοπίο. Εκτυφλωτικές λάμψεις πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. «Τελείωσε Σενίτ!», ήταν η φωνή του που αντήχησε σαν κεραυνός μέσα στη σύγχυση. «Αποδέξου επιτέλους την κοινή μας μοίρα! Παραδώσου!»

«Ποτέ!» Τα μάτια της έλαμπαν από θυμό, καθώς η Κρυστέλ υψώθηκε στον αέρα κι εξαπέλυσε την ισχυρότερη επίθεσή της: την Οργή των Κρυστάλλων. Τα επόμενα λεπτά, όλη η βουνοκορφή τυλίχθηκε σε ένα φως δυνατότερο κι από τον Ήλιο, ενώ η γη έτρεμε, σαν να ήταν έτοιμη να ανοίξει. Όταν η επίθεση είχε ολοκληρωθεί, εκεί που στεκόταν αυτός υπήρχε μόνο ένα σύννεφο καπνού. Η Σενίτ, που αιωρούταν ακόμη λίγο πάνω απ' το έδαφος, έκλεισε τα μάτια της ανακουφισμένη. Όμως σε λίγο, ένας ήχος από γυαλί που έσπαγε την έκανε να αναστενάξει με πόνο και να σωριαστεί καταγής, σαν σεντόνι που το πήρε ο αέρας. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να αγγίξει το περιδέραιό της. Η υπερβολική πίεση είχε καταστρέψει και τους τρεις κρυστάλλους. Άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της και σε λίγο ένιωσε δύο χέρια να την ανασηκώνουν. «Έντελ...», ψέλλισε. Του είχε πει να μην την ακολουθήσει, αλλά καλύτερα που βρισκόταν εκεί, κοντά της. «Συγχώρεσέ με, αγάπη μου», του είπε με δάκρυα στα μάτια. «Πάντα σ' αγαπούσα. Ήσουν ό,τι καλύτερο είχα στη ζωή μου». Εκείνος άρχισε να κλαίει με λυγμούς, όσο τη διαβεβαίωνε πως όλα θα πάνε καλά, μα εκείνη ήξερε ότι δεν είχε άλλο χρόνο. Με αργές κινήσεις, έβγαλε το περιδέραιό της. «Πάρε αυτό... και δώσ' το στη Λορελάι... μαζί με την ευχή μου», κατάφερε να πει, προτού ο κόσμος σταθεί ακίνητος...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top