Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 6
Με την καρδιά του να χτυπά σαν ταμπούρλο, ο Έντελ πετάχτηκε απ' το κρεβάτι του αναστατωμένος. «Μα τον Φωτεινό Πυρνήνα...», μονολόγησε στην προσπάθειά του να καταπραΰνει τη βαριά και γρήγορη ανάσα του. «...κάτι τρομερό πρέπει να έχει συμβεί!» Το δωμάτιό του ήταν σκοτεινό, με μοναδική εξαίρεση ένα κερί που τρεμόσβηνε στο κομοδίνο δίπλα του. Πολλές φορές ο ύπνος του είχε διαταραχθεί από εφιάλτες, μα αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είδε, αλλά ό,τι κι αν ήταν, φάνταζε τόσο αληθινό κι έντονο που έκανε όλο του το σώμα να μουδιάσει. Με δυσκολία σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και πλησίασε τα ράφια της βιβλιοθήκης του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, σύμφωνα με το ρολόι. Ο ηλικιωμένος άντρας αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο σπίτι προκειμένου να ηρεμήσει και να θυμηθεί τι ήταν αυτό που τον τάραξε. Ίσως το 'ραντάρ του', όπως το έλεγε χάριν αστεϊσμού, να προσπαθούσαν να τον προειδοποιήσει με αυτό τον τρόπο.
Κοίταξε άλλη μια φορά το ρολόι, αλλά το μάτι του έπεσε σε μία μικρή κορνίζα δίπλα του. Ήταν η εικόνα μιας γυναίκας με ασημένια ξέπλεκα μαλλιά και μεγάλα μάτια στο χρώμα του πάγου. Το επιβλητικό της παράστημα την έκανε να μοιάζει απόμακρη κι απλησίαστη, αλλά το γλυκό της χαμόγελο ήταν αρκετό για να κάνει οποιονδήποτε να της ανοίξει την καρδιά του. Ο Έντελ αναστέναξε και μία έκφραση βαθιάς λύπης χαράκωσε το γερασμένο πρόσωπό του. Κόντευαν σχεδόν δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια χωρίς την αγαπημένη του Σενίτ. Πολλές φορές αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν μία Κρυστέλ από αρχοντική γενιά, να γύρισε να κοιτάξει έναν ασήμαντο φουκαρά σαν αυτόν; Φυσικά οι δικοί της είχαν αντίρρηση γι' αυτόν τον γάμο, αλλά η Σενίτ, που υπήρξε πάντοτε αγέρωχη και διψασμένη για νέους ορίζοντες, άκουσε την καρδιά της κι όχι αυτούς. Ο Έντελ είχε γελάσει με την καρδιά του όταν ο παλιόφιλός του ο Σάντριγκορ του είχε πει: «Πολύ ψηλή γυναίκα παίρνεις. Γιατί παρακαλώ; Για να μη σας φτάσω ποτέ!; Ήσουν που ήσουν εσύ σα λέλεκας, τώρα βρήκες κι αυτή την ψηλοκαμήλω κι εγώ πρέπει να πάω να βρω τακούνια, κατάλαβες!;», αλλά βέβαια ούτε αυτά τα σχόλια ήταν αρκετά για να εμποδίσουν αυτούς τους δύο να κάνουν οικογένεια. Μια οικογένεια, την οποία η Σενίτ δεν παραμέλησε ποτέ, αν και παρέμεινε πιστή στα καθήκοντα του τίτλου της. Ως το τέλος...
Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο με το κερί στο χέρι, πέρασε απ' το δωμάτιο της κόρης του. Η Φλώρα κοιμόταν του καλού καιρού κι ούτε που σκέφτηκε να την ξυπνήσει. Άλλωστε, η δική της γνώμη για τη μητέρα της και την αφοσίωσή της στην οικογένειά τους απείχε μακράν από τη δική του και δεν είχε διάθεση να καταλήξει πάλι η όποια συζήτησή τους σε τσακωμό. Σε λίγο έφτασε στο σαλόνι κι ένα φως τράβηξε την προσοχή του. Εκεί, στον καναπέ, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι με κοντοκουρεμένα καστανόξανθα μαλλιά ήταν σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο. «Έντι;», έκανε ο άντρας απορημένος. «Ακόμα να κοιμηθείς, αγόρι μου;»
«Α, γεια σου παππού», απάντησε το αγόρι ψιλοξαφνιασμένο. «Να, ήθελα να τελειώσω το κεφάλαιο 14 και μάλλον ξεχάστηκα».
«Και για να 'χουμε καλό ερώτημα, σε ποιο κεφάλαιο είσαι τώρα;», ρώτησε ο παππούς του, σηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«Στο... 21».
«Μάλιστα, κατάλαβα. Άντε, τράβα να κοιμηθείς τώρα, γιατί η μάνα σου θα τσιρίζει αύριο».
«Ναι, καλά λες». Mε αυτά τα λόγια ο Έντι πήρε το βιβλίο παραμάσχαλα και σηκώθηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε στην αρχή της σκάλας. «Παππού, πού είναι η Λόλι; Έχω να τη δω από προχθές το πρωί». O Έντελ τον κοίταξε αμήχανα.
«Ώ-Ώστε νοιάζεσαι για την αδερφούλα σου, ε;»
«Σιγά μη νοιάζομαι! Απλά μου κάνει εντύπωση. Θα πίστευα ότι είναι με κανένα αγόρι, αν δεν ήταν τόσο παράξενη».
«Έντι, μη μιλάς έτσι για την αδερφή σου. Εσείς οι δύο πρέπει να είστε αγαπημένοι», επέμεινε ο Έντελ, αλλά ο εγγονός του τον καληνύχτισε κι έφυγε για το δωμάτιό του. Έτσι ήταν πλέον η Λολι κι ο Έντελ Τζούνιορ: αταίριαστοι. Μέχρι και τα χόμπι τους ήταν αντίθετα: εκείνος διάβαζε ιστορίες, ενώ εκείνη προτιμούσε να τις γράφει. Πάντα είχαν τις κόντρες τους, μα τελευταία δεν επικοινωνούσαν καθόλου. Ο Έντελ δεν είχε ξεχάσει πόσο δεμένοι ήταν όταν ήταν παιδιά...
---
Ο οχτάχρονος Έντι ξαφνιάστηκε τόσο που έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στο χώμα. Δεν περίμενε ποτέ ότι η ίδια του η αδερφή θα ήταν έτοιμη να τον χαστουκίσει, αντί να πάρει το μέρος του. Αλλά και η δεκατετράχρονη τότε Λόλι ξαφνιάστηκε από τον ίδιο το θυμό της και συγκράτησε το σηκωμένο της χέρι την τελευταία στιγμή. Πήρε μια ανάσα, που εν τέλει δεν την βοήθησε καθόλου να ηρεμήσει.«Άκου εδώ μικρέ», είπε αυστηρά, πιάνοντάς τον από τους ώμους. «Στην οικογένεια μας δεν ήμασταν ποτέ φυγόπονοι!»
«Φ-Φυγόπονοι;», επανέλαβε το παιδί με τρεμουλιαστή φωνή.
«Μη μου κάνεις εμένα τον ανήξερο! Υποτίθεται ότι εσύ είσαι που διαβάζεις με το κιλό. Δεν είμαστε φυγόπονοι σημαίνει πως αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Δεν τρέχουμε μακριά τους!»
«Δεν... έτρεξα...»
«Ναι, καλά! Έσπρωξες τον Κόουλ, ή δεν τον έσπρωξες;»
«Τον... έσπρωξα, αλλά αυτός έφταιγε! Δεν ήθελε να μου δώσει τις μπογιές του!»
«Κι έτσι κάνεις εσύ όποτε κάποιος σου χαλάει το χατίρι; Τον σπρώχνεις και μετά παίρνεις τα πράγματά του και φεύγεις σαν τον κλέφτη!;»
«Μα εγώ-»
«Έσπασε το χέρι του, Έντι! Πονάει εξ' αιτίας σου! Πώς θα ένιωθες εσύ, αν ένας φίλος σου σού έκανε κάτι τέτοιο;» Το σκληρό φέρσιμο της αδερφής του, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση του τι είχε κάνει, έκαναν το παιδί να ξεσπάσει σε κλάματα.
«Δεν το ήθελα, Λόλι!», μουρμούρισε ανάμεσα στα δάκρυά του.
Η κοπέλα άφησε τους ώμους του και συνειδητοποιώντας πως παραήταν σκληρή μαζί του τον πήρε στην αγκαλιά της. «Έλα τώρα, μην κλαις. Θα κάνεις αυτό που είπαμε. Θα πας να του ζητήσεις συγγνώμη και θα του επιστρέψεις και τις μπογιές».
«Είμαι κακός φίλος! Ο Κόουλ δε θα με συγχωρέσει!»
«Φυσικά και θα σε συγχωρέσει! Θα τον βοηθάς με τα μαθήματα, όσο δεν μπορεί να γράψει και θα δεις! Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να μην είσαι εγωιστής».
«Εσύ;»
«Τι 'εγώ';»
«Θα με συγχωρέσεις;»
«Χμ... θα το σκεφτώ. Ίσως... αν με συγχωρέσεις κι εσύ που παραλίγο να σε χτυπήσω;»
«Σύμφωνοι! Σ' αγαπώ Λόλι!»
«Κι εγώ σ' αγαπώ, αδερφούλη!»
---
Με την ανάμνηση εκείνου του περιστατικού, η Λόλι συνέχισε ν' ακολουθεί τη σήραγγα, ώσπου έφτασε σε ένα κεντρικό σημείο, όπου υπήρχαν άλλες δύο σήραγγες. Δύο κρύσταλλοι της έμεναν και ανυπομονούσε να δει τι την περίμενε. Επέλεξε στα γρήγορα ένα από τα δύο τούνελ και το ακολούθησε, χωρίς να αντιληφθεί πως η λάμψη στις παλάμες της είχε μετατραπεί από γαλάζια σε κίτρινη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top