Κεφάλαιο 49
Κεφάλαιο 49
Μια αίσθηση ηρεμίας και γαλήνης την υποδέχθηκε πίσω στον κόσμο, καθώς για πρώτη φορά μετά από μέρες, η Λόλι ξύπνησε σ' ένα μαλακό κι άνετο κρεβάτι. Τι συνέβη; Πού βρισκόταν; Θα μπορούσαν όλα όσα έζησε να ήταν... όνειρο; Με δυσκολία κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της και είδε ξανά μπροστά της μια Νεράιδα, την ίδια Νεράιδα που είχε δει κάποτε στο φως των αστεριών. Τώρα την έβλεπε στο φως της ημέρας κι αντί να στέκεται σε απόσταση ασφαλείας, ήταν καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού.
«Ραβάννα», μπόρεσε να πει με δυσκολία και η Αρχιέρεια έγνεψε ήρεμα, ένα μικρό, μα ειλικρινές χαμόγελο να κοσμεί το πρόσωπό της, όσο επέτρεπε ο μεταξωτός επίδεσμος στο δεξί της μάγουλο. Διαπιστώνοντας ότι είχε γυρίσει πάλι πίσω στον Ναό της Σελήνης, η Λόλι ανασηκώθηκε αργά και κοίταξε γύρω της. «Ο Ντάζεϊλτον;», ρώτησε ζαλισμένα, καθώς τα τελευταία γεγονότα επέστρεψαν στη μνήμη της.
Η Ραβάννα σώπαινε για λίγο. «Κανείς δεν ξέρει», απάντησε ήρεμα, κοιτάζοντας αλλού και τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν αμέσως. Αυτή τη φορά ήταν πολύ αδύναμη για να συγκρατηθεί κι ούτε άντεχε να κρατήσει άλλο τα συναισθήματά της μέσα της. Χαμήλωσε το κεφάλι της κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά. Βλέποντάς την, η Ραβάννα δεν μπόρεσε, παρά να λυπηθεί κι όταν το κορίτσι πλησίασε κοντά της, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την κρατήσει στην αγκαλιά της μέχρι να ηρεμήσει. Και οι δυο τους είχαν περάσει πολλά στη Χώρα των Δράκων και δεν ήταν πια οι ίδιες, όπως στην πρώτη τους συνάντηση. Η Νεράιδα ήξερε καλά από πόνο, μα το κορίτσι ήταν τόσο μικρό κι είχε τόσο βάρος να διαχειριστεί. Από μέσα της, η Αρχιέρεια υποσχέθηκε πως δεν θα την άφηνε μόνη. Μπορεί η Σενίτ να μην ήταν πια εκεί για να σταθεί στην εγγονή της, μα εκείνη ήταν κι αυτό ακριβώς θα έκανε.
Η πόρτα του δωματίου άνοιξε με έναν μικρό θόρυβο και η Λόλι γύρισε να δει ποιος μπήκε. «Παππού», αναφώνησε μέσα στο κλάμα της. «Αχ, παππού μου! Είσαι στ' αλήθεια καλά!», συνέχισε κι ο Έντελ ήρθε αμέσως κοντά της, κλείνοντάς την κι αυτός στην αγκαλιά του.
«Ο παππούς σου είναι σκληρό καρύδι, μικρή μου! Δεν θα τον χάσεις τόσο εύκολα», της είπε σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Πράγμα που πέτυχε για μια στιγμή, μιας και η Λόλι χαμογέλασε για λίγο, πριν συνεχίσει να κλαίει.
«Τι έκανα, παππού;», ρώτησε με παράπονο. «Τι έκανα στον φίλο μου;»
«Έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Τον θεράπευσες», της απάντησε εκείνος. «Πολλές φορές οι κρύσταλλοι κάνουν μεν το θέλημά της Κρυστέλ, μα όχι με τον τρόπο που θεωρείται δεδομένο. Πες μου, δεν ευχήθηκες ο ΝτάζεΪλτον να γλιτώσει από όλη αυτή την τρέλα;» Η κοπέλα έγνεψε, ρουφώντας τη μύτη της. «Ε λοιπόν, οι κρύσταλλοι τον πήραν μακριά. Τον πήγαν σε ένα καλύτερο μέρος, είτε εδώ, είτε σε άλλο κόσμο. Πάντως εσύ έκανες το σωστό, γλυκιά μου». Η Λόλι στράφηκε στη Ραβάννα, για να δει τη δική της αντίδραση. Την είδε εντελώς ατάραχη και περιέργως συμφιλιωμένη με αυτό που έγινε.
«Η Τιτάνια κι ο Όμπερον; Ο Σάιτρους; Τι απέγιναν αυτοί, παππού;»
Ο Έντελ αναμόχλευσε στη μνήμη του όσα του είπε ο Έντι. «Ο Σάιτρους και οι Τζέργκα αποτάχθηκαν από τη Χώρα των Δράκων. Κανείς δεν ξέρει πού πήγαν, μα πιθανότατα επέστρεψαν στον Τόπο τους, στη Γκρίζα Γη. Η Χώρα των Δράκων είναι πλέον ελεύθερη κι οι ίδιοι οι Δράκοι είναι τώρα σύμμαχοί μας. Εκείνοι βρήκαν εσένα και τον αδερφό σου και σας φέρανε εδώ. Όσο για τον Όμπερον και την Τιτάνια...» Ήταν στ' αλήθεια δύσκολο να χωρέσει ο νους τι συνέβη σ' αυτούς τους δύο. Πώς οι ανώτατοι άρχοντες του Νοβέλιαν, πνιγμένοι από τύψεις για όσα κάνανε στο ίδιο τους το παιδί, αυτοεξορίστηκαν, αποφασισμένοι να αφιερώσουν και τη ζωή τους ακόμα για να βρουν τον γιο τους, όπου κι αν βρισκόταν στην Μυθυφήλιο. Θα τον αναζητούσαν σε κάθε Τόπο, θα ρωτούσαν κάθε πλάσμα και θα κάνανε τα πάντα για να τον βρουν, ζωντανό ή νεκρό. Τα βήματά τους τους οδήγησαν μέσα στο γκριζωπό, έρημο τοπίο της Χώρας των Δράκων, ενώ τα χέρια τους, μετά από χρόνια, ήταν ενωμένα.
Ο Έντελ αναστέναξε στη σκέψη τούτης της εικόνας, μα αυτή τη στιγμή δεν θα καθόταν να λυπηθεί για τους δυο έκπτωτους βασιλείς, ούτε θα ανησυχούσε γι' αυτούς. Έστρεψε την προσοχή του πίσω στην εγγονή και τον εγγονό του, που βρίσκονταν πάλι κοντά του, ασφαλείς και προστατευμένοι. Μόλις ο Έντι τον είδε, έτρεξε να τον αγκαλιάσει ανακουφισμένος και του διηγήθηκε όσα συνέβησαν, ζητώντας του συγγνώμη που τον αμφισβήτησε. Μα φυσικά, ο Έντελ δεν κράτησε καμιά κακία. Αντιθέτως, ένιωσε μεγάλη οργή για τον Όμπερον που είχε το θράσος να ρίξει τα ονειρομάγια του στο παιδί. Μα ο Έντι ήταν παλικάρι και θα τα κατάφερνε, ήταν βέβαιος! Τώρα πια ήταν βέβαιος, γιατί δεν αντίκριζε μπροστά του έναν κοινό νεαρό Άνθρωπο, μα έναν νέο Φύλακα της Κρυστέλ! Κι ο ίδιος θα φρόντιζε να τον εκπαιδεύσει, ώστε να αναλάβει την προστασία της αδερφής του όσο καλύτερα μπορούσε!
«Επ! Κορτσούδι!», ακούστηκε απ' έξω η φωνή του Σάντριγκορ και αμέσως μετά ο Καλικάντζαρος όρμησε μέσα, με έναν σκοπό να κάνει και τους τρεις να νιώσουν καλύτερα, καθώς και με ένα μπουκέτο μαραμένες βιολέτες. «Τι γίνεσαι εσύ; Έμαθα, κάνεις τους κακούς να τρέμουν, ε; Τους φεύγει η μαγκιά όταν πρέπει να παλέψουν μαζί σου, ε; Σίγουρα είχες κι έναν καλό μέντορα, που σε ενέπνευσε, έτσι;»
«Σε ευχαριστώ Σάντριγκορ, αλλά-»
«Δεν λέω εσένα, Έντελ! Εμένα λέω! Εσύ τι έκανες; Της είπες εκεί ένα 'πάνε κορίτσι μου στο καλό' κι έξω απ' την πόρτα! Ποιος διακινδύνευσε σώζοντάς την από τα ορμητικά νερά και τ' άγρια ψάρια;»
«Άγριες οι μπριάνες; Μήπως υπερβάλεις;»
Ο Σάντριγκορ συνέχισε, αγνοώντας το σχόλιο του φίλου του. «Ποιος οδήγησε κοτζάμ χελώνα για να την πάει στη σπηλιά; Ποιος της τόνωσε το ηθικό; Ποιος τη συνόδευσε μέχρι την είσοδο της Μαγκιλάι και μάλιστα επέμενε μέχρι τέλους να μπει μέσα μαζί της, παρ' όλο που ήξερε πως οι δικοί του θα τον κρεμάσουν ανάποδα; Ποιος; Μην το ψάχνεις, εγώ ήμουν! Τα λέω καλά, μικρή;» Η Λόλι χαμογέλασε αχνά με τα αστεία του κι έγνεψε πριν προλάβει να σταματήσει τον εαυτό της. «Ορίστε, λοιπόν, βλέπεις, εξυπνάκια γερο-Έντελ; Και φυσικά, έπαιξε ρόλο και το φοβερό και τρομερό σήμα των Επτά Ελάτων που της έδωσα! Απίθανο γούρι! Επί τη ευκαιρία, μπορείς να μου το δώσεις πίσω, Λολίτσα;»
«Στη ζακέτα μου είναι, αριστερή τσέπη», απάντησε η Λόλι και δεν πρόλαβε καν να σκεφτεί πού βρισκόταν η ζακέτα της, μιας κι ο Καλικάντζαρος είχε φέρει βόλτα το μισό δωμάτιο μέσα σε δευτερόλεπτα, την είχε βρει, είχε βρει και το παράσημό του και το είχε φορέσει κιόλας!
Αφού κορδώθηκε μπροστά από έναν καμπυλωτό τοίχο καταφέρνοντας να δει την αντανάκλασή του στη σμαραγδένια, γυαλιστερή επιφάνεια, γύρισε όλο καμάρι στη Ραβάννα. «Τώρα δες με...», της είπε χαμογελώντας «...και πες την αλήθεια. Δε δείχνω απεριόριστα πιο ηρωικός;»
«Μα φυσικά», απάντησε εκείνη σε μια προσπάθεια να δείξει την άκρα σοβαρότητα που απαιτούσε η ερώτησή του.
«Και ψηλότερος, ε;»
«Και ψηλότερος».
«Είδες που σ' τα 'λεγα;», έκανε ο Σάντριγκορ, κοιτώντας επικριτικά τον Έντελ, ο οποίος απλά ανασήκωσε τους ώμους του, απολαμβάνοντας αυτή τη στιγμή ξεγνοιασιάς που του προσέφερε απλόχερα ο καλός του φίλος. Η Λόλι πάλι κοιτούσε τη Νεράιδα και τον Καλικάντζαρο, που μιλούσαν μεταξύ τους με τόση οικειότητα, με στόμα ορθάνοιχτο.
---
Η μεγάλη νεκρική τελετή ήταν αίτημα και των Νεραϊδών του Νοβέλιαν και αυτών του Λόγγου των Ονείρων, που είχαν έρθει ανήσυχες και φοβισμένες, μετά την αποχώρηση του ηγέτη τους. Όλοι τους θέλανε να τιμήσουν όσους χάθηκαν στις εξεγέρσεις, αλλά κυρίως, ήθελαν να θρηνήσουν την αποχώρηση των βασιλέων τους και το χαμό του Νεραϊδοπρίγκιπα, μη γνωρίζοντας τι είχε απογίνει. Η Λόλι σκέφτηκε με πικρία πόσο υποκριτικό ήταν αυτό εκ μέρους τους: να θέλουν να θρηνήσουν για κάποιον τον οποίο απαξίωναν όσο ήταν ανάμεσά τους, απλά και μόνο επειδή υστερούσε, όπως πίστευαν. Όσο για το θέμα του Όμπερον και της Τιτάνιας, αυτό προτίμησε να το αφήσει ασχολίαστο ακόμα και μέσα στο κεφάλι της. Αντ' αυτού, αποφάσισε να εστιάσει την προσοχή της στο θέαμα που εξελισσόταν μπροστά της· όλοι ήταν ντυμένοι στα κόκκινα. Μια κατακόκκινη θάλασσα από Νεράιδες που τραγουδούσαν πένθιμους σκοπούς στη γλώσσα τους. Χρώμα πένθους το κόκκινο, καθώς της είχαν πει, μιας και ήταν το χρώμα του αίματος. Ακόμα και οι ιέρειες είχαν κόκκινες κορδέλες δεμένες στο αριστερό μανίκι τους.
Η Ραβάννα βρισκόταν στο επίκεντρο της τελετής με το αρχιερατικό της σκήπτρο. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τα λόγια της Θεάς, ο χρησμός της είχε τελικά καταφέρει να βγει αληθινός και η θυσία για να γλιτώσουν οι υπόλοιποι από το σκοτάδι, είχε τελικά γίνει. Ακόμα κι αν ήταν μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της, δεν θα επέτρεπε κανένα συναίσθημα να φανεί στο πρόσωπό της. Παρέμεινε αδάκρυτη καθ' όλη τη διάρκεια της τελετής. Ωστόσο, στο τέλος δεν είχε το κουράγιο να μιλήσει στους παρευρισκόμενους, καθώς συνηθιζότανε σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Προτίμησε να καλέσει τον Έντελ να μιλήσει στη θέση της. Ο γηραιός άντρας, αν κι αμήχανος κι απροετοίμαστος, αποδέχθηκε την πρόσκλησή της και προχώρησε στη μέση της πλατείας. Ένα δυνατό ρίγος τον διαπέρασε όταν αντίκρισε τα θλιμμένα πρόσωπα όλων. Κατά κάποιον τρόπο, του θύμισαν την κηδεία της Σενίτ, δέκα χρόνια πριν. Όμως αντί να βυθιστεί στη δική του θλίψη, όπως έκανε άλλοτε, έφερε στο νου του τα λόγια της αγαπημένης του κι αυτά τον έκαναν να πάρει μια βαθιά αναπνοή προτού μιλήσει με φωνή κουρασμένη, μα σταθερή:
«Οι τελευταίες μέρες... ήταν πολύ δύσκολες για όλους μας», άρχισε. «Όσα γνωρίζαμε, όσα πιστεύαμε μια ζωή, όσα είχαμε συνηθίσει... ανατράπηκαν. Τίποτα δεν είναι πια το ίδιο». Όλες οι φωνές και οι ψίθυροι είχαν χαμηλώσει και τελικά σταμάτησαν στο άκουσμα της φωνής του Φύλακα της Κρυστέλ. Όλοι, Νεράιδες και μη, τον κοιτούσαν με δέος. «Ένας νέος κόσμος ξημέρωσε για τον καθέναν από εμάς. Ένας κόσμος που δεν ήμασταν έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουμε και που ίσως... ίσως να μη θέλαμε ποτέ μας ν' αντιμετωπίσουμε. Όλοι φοβόμασταν, όλοι είχαμε τις αμφιβολίες μας, τις ανασφάλειές μας, τις ενοχές μας για όσα κάναμε... και για όσα δεν κάναμε». Όσο τον άκουγε, η Ζάιλα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ο Πουκ, που επίσης ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, την κρατούσε στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. «Μα τώρα πια δεν τα βλέπουμε όλα αυτά από μια ασφαλή απόσταση. Τα ζούμε, φίλοι μου! Τα ζούμε! Κι είναι αυτή η στιγμή που καλούμαστε να δείξουμε το αληθινό μας πρόσωπο! Να παλέψουμε με θάρρος ενάντια σε όλες τις απειλές! Να αντιμετωπίσουμε, αν χρειαστεί, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό μας, που φοβάται να δώσει τη μάχη του». Η Μπελέρια με τον Καρπάθιλ στεκόντουσαν κάπου ανάμεσα στο πλήθος κι άκουγαν με κομμένη την ανάσα τον σύντροφό τους να μιλά, ενώ κρατούσαν σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου, προς ένδειξη και της δικής τους συντροφικότητας. Ένα Έγκελς στεκόταν ακριβώς πίσω τους, εξίσου ήσυχο. «Γιατί αυτό που είναι τελικά το πιο δύσκολο, δεν είναι να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο, αλλά εμάς τους ίδιους. Τις τελευταίες μέρες όλοι νιώσαμε θυμό, οργή, θλίψη. Και η μάχη που δώσαμε, όποιο κι αν ήταν το μετερίζι στο οποίο πολεμήσαμε, δεν άφησε κανέναν ασημάδευτο. Κάποιοι από εμάς θα φέρουν τούτα τα σημάδια για όλη τους τη ζωή, άλλοι θα τα ξεπεράσουν γρήγορα κι άλλοι... θα χρειαστεί να περάσουν από πολλές δυσκολίες μέχρι να γιατρευτούν. Μα αν κάτι έχω μάθει, όλα αυτά τα χρόνια που περπατώ σ' αυτή τη γη, αυτό είναι πως όλες οι πληγές μπορούν να γιάνουν, ή έστω να πονούν λιγότερο, αν υπάρχει αγάπη και νοιάξιμο. Αν υπάρχει... συγχώρεση και συμπόνια». Ο Σάντριγκορ άκουγε με καμάρι τον φίλο του, ενώ ο Έντι στα αριστερά του είχε συγκινηθεί. «Και μερικές φορές ναι, μπορεί να βλέπουμε όσα ξέραμε να γκρεμίζονται κι αν με ρωτάτε θα σας απαντήσω πως ναι, το γκρέμισμα μπορεί να αποβεί σε καλό. Όχι όμως για να φέρει την καταστροφή, όχι όταν γίνεται με σκοπό να διαλύσει τα πάντα, αλλά μόνο όταν γίνεται με σκοπό το χτίσιμο. Τη δημιουργία! Γι' αυτό και θέλω να πιστεύω πως όλοι εμείς, οι κάτοικοι τούτου του νέου κόσμου, που πλέον έχουμε μάθει τι σημαίνει απώλεια, θα αναλογιστούμε το δικό μας μέρος της ευθύνης, θα εκτιμήσουμε περισσότερο όλα όσα μας δόθηκαν και θα κοιτάξουμε να τα διαφυλάξουμε και να φτιάξουμε ένα καλύτερο αύριο, ξεκινώντας από σήμερα. Ένα καλύτερο σύνολο ξεκινώντας από το άτομο. Έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο, που θα αφήσει πίσω ό,τι άδικο είχε να προσφέρει ο παλιός, μα θα κρατήσει κι όλα τα καλά που είχε να προσφέρει ο παλιός...»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top