Κεφάλαιο 45
Κεφάλαιο 45
Ένας δυνατός αέρας που μπορούσε να σηκώσει μέχρι και βράχια στο φύσημά του τον είχε τυλίξει. Το βουητό στα αυτιά του ήταν τόσο ανατριχιαστικό που κατάφερε να μουδιάσει όχι μόνο την ακοή, αλλά όλες του τις αισθήσεις. Σύντομα δεν ένιωθε πόνο, δεν ένιωθε το βάρος του στη γη, ούτε καν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν Άνθρωπος, ή αποτελούσε κι ο ίδιος κομμάτι του αέρα. Απλώς αποχωρίστηκε το σώμα του, τη σκέψη του, την ύπαρξή του ολάκερη κι αφέθηκε στο χάος. Έτσι είναι, λοιπόν, όταν... 'φεύγεις', συλλογίστηκε με απάθεια ο Έντελ κι ένιωσε να χάνεται όλο και περισσότερο μέσα στο κρύο σκοτάδι, ένα κομμάτι του εαυτού του να μένει πίσω και να σκορπίζεται σε κάθε μέτρο που διένυε. Αναμνήσεις και συναισθήματα, βάρη και ευθύνες, όλα έμεναν πίσω. Δεν είχε σημασία πια. Έτσι κι αλλιώς, η θλίψη τον είχε κυριεύσει και ήταν καταδικασμένος... ή τουλάχιστον έτσι πίστευε.
Ο άνεμος γύρω του έπαψε να τον σκαμπανεβάζει, ώσπου το μόνο που απέμεινε ήταν μια δροσερή αύρα που τον διαπερνούσε. Ο Έντελ ένιωσε τότε γαλήνη, μια γαλήνη που δεν τον είχε επισκεφθεί από τα βρεφικά του χρόνια -ίσως η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε να ήταν προτού έρθει η ψυχή του σ' αυτόν τον κόσμο.
Από μακριά, ανάμεσα στα ουρλιαχτά του ανέμου, άρχισε ν' αντηχεί μια μελωδική φωνή. Σαστισμένος έμεινε να ακούει. Αυτή η φωνή... αυτό το τραγούδι... ήταν το ίδιο τραγούδι που άκουσε κάποιο μεσημέρι, στην όχθη της λίμνης Έλλενστελ, στα ανεξερεύνητα μονοπάτια του Αστροδάσους. Σενίτ... Ήταν η δική της φωνή! Τη θυμόταν! Πώς θα μπορούσε να την ξεχάσει; Με όλο του το είναι να τρέμει από αδημονία και δέος ταυτόχρονα, ο Έντελ άφησε τον εαυτό του να ακολουθήσει τον ήχο. Μια μακρινή λάμψη φάνηκε μπροστά του και μια γλυκιά ζεστασιά τον άγγιξε, σαν να έπεφτε πάνω του ζεστός ήλιος. Κι ο Έντελ συνέχισε να προχωρά και η φωνή όλο κι ακουγόταν πιο καθαρά και το φως όλο και πλησίαζε. Όχι! Δεν ήθελε να παραιτηθεί! Δεν ήθελε να χάσει εκείνη κι όσα τον είχε κάνει να νιώσει!
Βάζοντας δύναμη, που ακόμη κι εκείνος δεν ήξερε ότι του είχε απομείνει, ο Έντελ έσπευσε προς το φως μέχρι που δεν υπήρχε τίποτα πέρα απ' αυτό και τότε την είδε: η Σενίτ εμφανίστηκε μπροστά του λουσμένη στη λάμψη του πρωινού, με τα μακριά καστανά μαλλιά της ξέπλεκα και τα ανοιχτόχρωμα γαλανά της μάτια να τον κοιτάζουν με αγάπη. Ήταν ακριβώς όπως την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει. Βγαίνοντας στο ηλιόλουστο μικρό άλσος και βλέποντας την να τον κοιτάζει, ο Έντελ αναρωτήθηκε αν ήταν ακόμα ένας αέρινος ίσκιος, ή αν είχε ξαναγίνει κι αυτός ένα νέο παλικάρι. Η Σενίτ άπλωσε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει κι αυτός δέχτηκε την αγκαλιά της με ευγνωμοσύνη.
«Μου έλειψες», της ψιθύρισε συγκινημένος. «Να 'ξερες πόσο μου έλειψες!»
«Κι εμένα, καλέ μου», του ψιθύρισε κι αυτή. Ο αέρας ακουγόταν ακόμα να βρυχάται γύρω τους, αλλά εκεί όπου στέκονταν οι δυο τους επικρατούσε νηνεμία.
«Δεν τα κατάφερα, αγάπη μου», της είπε απολογητικά. «Δεν μπόρεσα να σε προστατεύσω τότε. Σε έχασα. Και τώρα...»
Η Σενίτ δεν τον άφησε να συνεχίσει. «Δεν φταις εσύ», του είπε, κρατώντας σφιχτά τα χέρια του. «Κάποια πράγματα είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μας. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ξέρω πόσο πολύ μ' αγαπάς και πως θα μπορούσες για χάρη μου να σηκώσεις το βάρος όλου του κόσμου».
«Άσε με να μείνω μαζί σου», την παρακάλεσε με ανυπομονησία κι απόγνωση αυτός. «Ο κόσμος είναι αδειανός χωρίς εσένα κι εγώ δεν μπορώ πια να σηκώσω το βάρος του μόνος. Θέλω να μείνω μαζί σου».
Η Σενίτ φάνηκε να δακρύζει ακούγοντάς τον να μιλά έτσι. «Κι εγώ το θέλω, αγάπη μου...», του ψιθύρισε. «...μου λείπεις τόσο, μα... δεν ήρθε ακόμα η ώρα. Δεν ήρθα εδώ για να σε πάρω μαζί μου, αλλά για να σε στείλω πίσω».
«Πώς;»
«Το κορίτσι μας, η Λόλι μας σε χρειάζεται». Ο Έντελ την κοίταξε ερωτηματικά. «Δέχθηκες να αναλάβεις μια ευθύνη που άλλοι θα νόμιζαν υπεράνθρωπη. Για πολλά χρόνια φορτώθηκες άδικα τόσες ενοχές, Έντελ. Άφησέ τες να φύγουν, κάνε το σωστό».
«Νιώθω κουρασμένος... Έχω χάσει πια το κουράγιο μου...»
«Τίποτα δε χάνεται, αν εμείς δεν το αφήσουμε να χαθεί. Η αγάπη μου θα είναι μαζί σου, όπως άξιζε να είναι πάντα. Κάποτε θα 'ρθει εκείνη η μέρα που θα 'μαστε πάλι μαζί και τότε τίποτα δεν θα μας χωρίσει ξανά. Σου το υπόσχομαι».
«Σ' αγαπώ», της ψιθύρισε κι εκείνη πλησίασε και φίλησε τα χείλη του, σαν να ήθελε με αυτό τον τρόπο να του δώσει πνοή και να τον επαναφέρει στη ζωή. Η αγάπη τους δεν είχε χαθεί, ούτε θα χανόταν ποτέ. Ο Έντελ πικραινόταν που την ένιωθε να φεύγει πάλι, και μαζί της έφευγαν και τα νιάτα του, μα θα περίμενε. Θα περίμενε τη μέρα που όλα θα είχαν μπει πια στη θέση τους, τότε που θα ξανάβρισκε την αγαπημένη του και θα μένανε για πάντα μαζί. Όμως αυτή η μέρα δεν ήταν σήμερα. Τώρα πια το ήξερε.
---
Το πρόσωπο ενός νεαρού άντρα, που τον κοιτούσε γεμάτος αγωνία, εμφανίστηκε μπροστά του, όταν ο Φύλακας της Κρυστέλ ένιωσε να επιστρέφει στο σώμα του και να ανακτά τις αισθήσεις του. Έβλεπε το στόμα του να κινείται, μα δεν άκουγε τίποτα, παρά μόνο το ίδιο ανατριχιαστικό βουητό με πριν. Ο ήχος ήταν πολύ ενοχλητικός, μα σε λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας αγωνιώδεις λέξεις να ακουστούν.
«...κύριε Έντελ! Απαντήστε μου, σας παρακαλώ!», έλεγε και ξανάλεγε ο Ντάζεϊλτον, χλωμός από την ανησυχία του.
Ο Έντελ ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι έκανε να σηκωθεί. «Πρίγκιπα Ντάζεϊλτον», κατάφερε να πει, μουδιασμένος ακόμα κι ο Νεράιδος αναστέναξε ανακουφισμένος ψελλίζοντας 'δόξα τη Θεά', προτού τον βοηθήσει να ανακαθίσει. Η ματιά του Έντελ έπεσε στο κόκκινο απ' το αίμα βέλος που βρισκόταν πεταμένο στα αριστερά του κι έπειτα στην ανοιχτή πληγή στο πλευρό του, που όμως δεν αιμορραγούσε. «Μα... πώς;»
«Ξόρκια αργής πτώσης και θεραπείας για μη μαγικές επιθέσεις», είπε ο πρίγκιπας ενώνοντας τα χέρια του «Ακόμα κι ένας Ανολοκλήρωτος Νεράιδος μπορεί να τα κάνει», συνέχισε κι ο Έντελ δεν μπόρεσε να καταλάβει αν υπήρχε σαρκασμός στα λόγια του, ή όχι, ωστόσο ένιωσε άσχημα απέναντί του. Ο Ντάζεϊλτον πάλι δεν θέλησε να δώσει περαιτέρω σημασία στο θέμα. «Πείτε μου, είστε καλά;», τον ρώτησε όταν βεβαιώθηκε ότι ο Άνθρωπος ήταν σε θέση να μιλήσει.
«Θα είμαι μια χαρά, χάρη σ' εσένα. Σε ευχαριστώ πολύ», αποκρίθηκε ο γηραιός άντρας κι έκανε αμέσως την ερώτηση που στριφογύριζε στο νου του από το πρώτο δευτερόλεπτο που συνήλθε «Πού είναι η Λόλι;», ρώτησε και τα γεγονότα που προηγήθηκαν εμφανίστηκαν σαν αστραπή μπροστά του... «Την έχουν πάρει, έτσι δεν είναι;», ξαναρώτησε ταραγμένος κι ο Ντάζεϊλτον ντράπηκε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Πρέπει να πάω να τη βρω», συνέχισε ο Έντελ κι έκανε μια μάταιη προσπάθεια να σταθεί όρθιος.
Λίγο έλειψε να πέσει κάτω, όταν ο πόνος απ' την πληγή του επέστρεψε, μα ευτυχώς ο Νεράιδος κατάφερε να τον συγκρατήσει. «Δεν μπορείτε να πάτε πουθενά σε αυτή την κατάσταση...», τον προειδοποίησε. «Το ξόρκι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα».
«Πρέπει... πρέπει να τη βρω, προτού...», πήγε να πει ο Έντελ, αλλά η δύσπνοια που τον είχε πιάσει δεν τον άφησε να ολοκληρώσει.
«Θα πάω εγώ να τη βρω».
Η ήρεμη ανακοίνωση του Ντάζεϊλτον τον έκανε να σταματήσει την προσπάθεια και να τον κοιτάξει σαστισμένος. Τα μωβ μάτια του πρόδιδαν αγωνία, αλλά κι αποφασιστικότητα. «Δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους μόνος», είπε στο αγόρι.
«Θα το παλέψω. Θα κάνω ό,τι μπορώ», συνέχισε ο Ντάζεϊλτον με την ίδια σιγουριά. Όταν έγινε ό,τι έγινε η σκέψη του διχάστηκε κι άφησε το σώμα του να δράσει ολομόναχο. Πήγε να σώσει κάποιον που κινδύνευε, όπως του υπέδειξε το ένστικτό του. Μα αν και δεν μετάνιωνε καθόλου που έσωσε τον Έντελ, αισθανόταν ένα τεράστιο βάρος στην καρδιά του, που άφησε τη Λόλι μόνη κι έτσι την συνέλαβαν. «Σας το υπόσχομαι, κύριε Έντελ, δεν θα σταματήσω αν δεν βεβαιωθώ πως η εγγονή σας είναι ασφαλής», είπε, γνωρίζοντας καλά ότι μόνος δεν θα τα έβγαζε πέρα, μα πρόθυμος να κάνει το παν για εκείνη.
Παρά τον φόβο του και την ανήμπορη κατάσταση στην οποία βρισκόταν αυτή τη στιγμή, ο Έντελ ένιωσε τα λόγια του αγοριού στην καρδιά του κι ήταν σαν να έβλεπε τον εαυτό του μικρό κι άπειρο, μα τόσο πρόθυμο να προστατεύσει αυτήν που αγαπούσε. Ξανακοίταξε τον πρίγκιπα με ένα πιο ήρεμο βλέμμα. «Είσαι φιλότιμο παιδί και βλέπω πως δεν έχεις σκοπό να την εγκαταλείψεις», είπε διαβεβαιώνοντάς τον ότι τον εμπιστευόταν. Ο Νταζεϊλτον χαμογέλασε για λίγο, προτού ανοίξει τα φτερά του για να πετάξει όσο μακριά χρειαζόταν. «Η ζωή της εγγονής μου, ακόμα και το μέλλον της Μυθυφηλίου εξαρτάται από σένα. Φέρ' την πίσω ασφαλή, Ντάζεϊλτον», άκουσε τον Έντελ να του λέει από τον πύργο πίσω του.
«Δεν θα σας απογοητεύσω, κύριε Έντελ. Σας δίνω το λόγο μου!», του φώναξε και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής για το Ντερένθ-Όνγκε.
---
Η Φλώρα, ο Τζέισον κι ο Γκρέγκε παρέμεναν κλεισμένοι στην μικρή αποθηκούλα και η αλήθεια ήταν πως είχαν αρχίσει να αισθάνονται κάπως γελοίοι, που είχαν μείνει σε απραξία τόση ώρα. Ο Τζέισον κι ο Γκρέγκε είχαν πιάσει την κουβέντα, αλλά η Φλώρα δεν συμμετείχε, ακόμα κι όταν της είχαν απευθύνει το λόγο. Ποτέ της δεν πίστευε στα προαισθήματα και το λεγόμενο 'μητρικό ένστικτο' που συνήθιζε να επικαλείται η Σενίτ όποτε ήθελε να την εμποδίσει από κάτι που θεωρούσε 'επικίνδυνο' για εκείνη, μα τώρα κάτι την έτρωγε. Ένας φόβος που δεν μπορούσε να κατονομάσει, μα τον ένιωθε να πλησιάζει όλο και πιο κοντά. Και πράγματι, ο φόβος αυτός επαληθεύτηκε όταν η πόρτα άνοιξε απότομα κι ο Λίαμ όρμησε μέσα λαχανιασμένος.
«Τι στο καλό, Λίαμ;», έκανε ο Τζέισον ταραγμένος. «Ούτε συνθηματικό χτύπημα, ούτε τίποτα; Θέλεις να πάθουμε καρδιακή προσβολή;», τον μάλωσε, αλλά ο νεαρός ούτε που του έδωσε σημασία.
«Τι έγινε, φίλε;», ρώτησε ο Γκρέγκε, που αντιλαμβανόταν ότι ο Άνθρωπος, που σημειωτέον φρόντιζε πάντα να καλύπτει τα ίχνη του, είχε αναστατωθεί πάρα πολύ. «Μήπως σε πήρανε χαμπάρι;»
«Όχι...», κατάφερε να πει αυτός, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Έπειτα γύρισε στη Φλώρα, που ήδη έτρεμε από αγωνία, χωρίς να ξέρει περί τίνος πρόκειται. «Η κόρη σου...», ξεστόμισε λαχανιασμένος ακόμα. «...είπες ότι έχει φούξια μαλλιά, έτσι;» Η Φλώρα έπιασε τον εαυτό της να γνέφει, χωρίς να ξέρει αν ήθελε ν' ακούσει τη συνέχεια. «Είναι εδώ», ανακοίνωσε ο Λίαμ, παγώνοντάς της το αίμα.
---
Ο Σάιτρους κι ο Όμπερον είχαν επιστρέψει στην αίθουσα, συνοδευόμενοι από τον Μαντράγκ, ο οποίος είχε φέρει την αποστολή της σύλληψης της Κρυστέλ εις πέρας. «Οι απώλειες είναι μικρές μπροστά σε όσα θα καταφέρουμε», είπε ο Σάιτρους στον τελευταίο. «Σου αξίζει μια ανταμοιβή. Πάρε ό,τι θες», συνέχισε. «Έχεις κερδίσει με την αξία σου».
«Ευχαριστώ, κύριε», δήλωσε ο άλλος Τζέργκα με έναν χαιρετισμό.
«Να ξέρεις πως ανέβηκες στην εκτίμησή μου», τον διαβεβαίωσε ο Σάιτρους. «Δεν είχες ποτέ την υπέρμετρη φιλοδοξία του αδερφού σου. Αυτό σ' έσωσε».
«Ο Αρράγκ κι εγώ ήμασταν πάντα διαφορετικοί», απάντησε εκείνος, σκεπτόμενος ότι μια ζωή ο μικρός του αδερφός ήθελε να τραβά την προσοχή και να κάνει σπουδαία, κατά τη γνώμη του, κατορθώματα. Πάντα του στοίχιζε που δεν είχε καταφέρει να μπει στο Συμβούλιο των Πολεμιστών, ενώ ο μεγάλος αδερφός του είχε μπει: μια δυσαρέσκεια που δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να του πετάξει στα μούτρα. Το γεγονός του θανάτου του τον γέμιζε θλίψη, μα ήξερε μέσα του ότι ο Αρράγκ προκαλούσε την τύχη του και δεν ήξερε τα όριά του. Ε, πήρε λοιπόν ό,τι του άξιζε. Ίσως κάποια μέρα να γύρευε εκδίκηση για τον χαμό του, μα προς το παρόν οι υποχρεώσεις του ήταν πιο ψηλά από τούτο τον στόχο. Προς το παρόν, το μόνο που θα γύρευε θα ήταν η ανταμοιβή που του προσέφερε ο Σάιτρους, κάποια απ' τις Δρυάδες του, ίσως, ή χρυσάφι από το θησαυροφυλάκιό του. Υποκλίθηκε με σεβασμό στους δύο Άρχοντες κι αποχώρησε.
«Όλα βαίνουν καλώς», ξαναείπε ο Όμπερον. «Έχεις την Κρυστέλ και τους κρυστάλλους σου. Η συνεργασία μας αποδίδει θαυμάσια κι έτσι θα συνεχίσει, φυσικά», έκανε προσπαθώντας να διώξει από το νου του όσα του είπε αυτό το νυμφίδιο για να τον μπερδέψει.
«Μου φαίνεται, από τότε που έχασες τις ονειροδυνάμεις σου έχεις γίνει πολύ ανασφαλής, ω Ξωτικοβασιλιά», τον πείραξε ο Σάιτρους. «Μην μου ζητάς συνεχώς επιβεβαίωση. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη», είπε κι ο Όμπερον τον κοίταξε με απογοήτευση.
Εν τω μεταξύ, ο Έντι στεκόταν λίγο πίσω τους, μαζί με τον Πουκ. «Είπατε πως η Λόλι δεν θα πάθει κακό», μίλησε ξαφνικά στον Όμπερον, αποσπώντας του την προσοχή. «Μου δώσατε το λόγο σας ότι όλο αυτό γίνεται για το καλό μας, όμως αυτοί οι Τζέργκα την τραβούσαν σαν να ήτανε ζώο», συνέχισε πιο θυμωμένος.
«Έντι, ηρέμησε, αγόρι μου-»
«Είμαι ήρεμος!», φώναξε το αγόρι κι όλοι ξαφνιάστηκαν μιας και πάντα μιλούσε σιγά. «Κι εσύ μου είπες ψέματα! Μόνο οι κρύσταλλοι σ' ενδιαφέρουν». Ο Όμπερον τον κοίταξε και διαπίστωσε ότι η μαγική λάμψη στα μάτια του είχε αναίτια σβηστεί εντελώς.
«Λυπάμαι πολύ, Έντι που τα βλέπεις όλα τόσο στραβά», του είπε με δήθεν ανώτερο ύφος. «Αν συνεχίσεις να τα βλέπεις όλα επίτηδες τόσο μαύρα, θα ζήσεις μια δυστυχισμένη ζωή. Ποιος ο λόγος να χαλάμε το ωραίο μας απόγευμα με ανοησίες;»
«Δεν είναι ανοησίες! Εσύ εί-»
«Ε-Εντάκο, μήπως να ηρεμούσες λιγάκι;», παρενέβη ο Πουκ, μα ο Έντι είχε πάρει φόρα. Όση συστολή είχε μέσα του όλον αυτό τον καιρό είχε ξαφνικά χαθεί.
«Θέλω την αδερφή μου! Τώρα! Πού είναι; Τι της κάνατε;»
«Γίνεσαι αυθάδης, νεαρέ μου», έκανε ξαφνικά ο Όμπερον, πιάνοντας το σαγόνι του ώστε να κλειδώσει το βλέμμα του με το δικό του. «Εγώ προσπαθώ να σε βοηθήσω τόσον καιρό κι εσύ μου μιλάς με τόση αγένεια; Δεν θα σου δώσω σημασία, γιατί μάλλον σε έχει επηρεάσει η ανατροφή σου, όπως και την Κρυστέλ. Πιστεύω όμως πως πρέπει να πας στο δωμάτιό σου και να ηρεμήσεις λιγάκι. Θα μιλήσουμε πιο ψύχραιμα όταν συνέλθεις», κατέληξε να λέει μέσα απ' τα δόντια του αφήνοντας το πρόσωπό του και γυρνώντας την πλάτη του στο αγόρι. «Πουκ, συνόδεψε τον Έντι στο δωμάτιό του», διέταξε.
«Πρώτα τους κρυστάλλους», πετάχτηκε ο Σάιτρους, που τόση ώρα παρακολουθούσε τη σκηνή σαν να έβλεπε κάποιο κωμικό νούμερο.
«Σωστά», έκανε ο Όμπερον κι ένας από τα αγόρια που βρισκόταν στη συνοδεία του από μωρό κι έτσι δεν είχε λαμπερά μάτια, πλησίασε και πήρε το περιδέραιο από την ανοιχτή παλάμη του αγοριού, χωρίς να επηρεαστεί καθόλου. Κατόπιν ο Πουκ τον ακολούθησε έξω, μαζί με τους φρουρούς.
«Γι' αυτό με απήγαγες εξ αρχής», του πέταξε ο Έντι γεμάτος θυμό. «Κι έλεγες ότι είσαι φίλος μου». Στη στιγμή το σύνηθες χαζό χαμόγελο του Πουκ μαράθηκε και κοίταξε το αγόρι σαστισμένος. Ο Έντι απλά γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη.
«Αυτός ο μικρός θα σου φέρει μεγάλο μπελά», είπε ο Σάιτρους στον Όμπερον. «Δεν ξέρω πόσο δένεσαι με τα πράγματά σου, μα αν θες τη συμβουλή μου, κοίτα να τον ξεφορτωθείς».
Στο μεταξύ, ο Άνθρωπος που κρατούσε το περιδέραιο, έχοντας ακούσει ότι οι Άρχοντες ενδιαφέρονταν για τους κρυστάλλους και όντας άπληστος από μικρό παιδί, τους αφαίρεσε προσεκτικά και τους πήγε στο θησαυροφυλάκιο, όπως τον διέταξαν, κρατώντας όμως το περιδέραιο για τον εαυτό του.
---
«Όλα φαίνεται να λειτουργούν φυσιολογικά», παρατήρησε ο δόκτωρ Μάρβα κοιτάζοντας με προσοχή την ακτινογραφία που κρατούσε στα ροζιασμένα χέρια του. «Και η ανάλυση του γενετικού κώδικα;», ρώτησε και στράφηκε σε μια απ' τους βοηθούς του.
«Σε περίπου μία ώρα τα αποτελέσματα θα έχουν βγει, δόκτωρ», απάντησε η Νεράιδα με τα χλωμά γαλάζια μαλλιά και την εργαστηριακή ποδιά.
«Πολύ καλά», έκανε αυτός, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στην Κρυστέλ. «Ειδοποιήστε με μόλις βγουν, για να συνεχίσουμε». Η επιστημονική ομάδα αποχώρησε αφήνοντας τα φώτα ανοιχτά και κλειδώνοντας την ηχομονωμένη πόρτα του δωματίου. Κανείς τους δεν αντιλήφθηκε την κίνηση στους αγωγούς εξαερισμού και την άφιξη που ακολούθησε τη δική τους αποχώρηση.
Η φρίκη που ένιωσε η Φλώρα, όταν είδε το παιδί της αλυσοδεμένο και ναρκωμένο στο χειρουργικό τραπέζι δεν περιγραφόταν με λόγια. Με μια κραυγή που περισσότερο θύμιζε άγριο ζώο άρχισε να τραβά και να κόβει τα καλώδια γύρω από το σώμα της Λόλι με μανία, ώσπου την έσφιγγε με δάκρυα οργής να κυλούν στα μάτια της.
«Ελάτε, κυρία Φλώρα», την προέτρεψε χαμηλόφωνα ο Τζέισον. «Πρέπει να την πάρουμε από εδώ».
Η γυναίκα έγνεψε κλαίγοντας ακόμα και φρόντισαν να εξαφανιστούν γρήγορα, προτού κάποιος τους καταλάβει.
---
Όταν ο Γκρέγκε έσταξε λίγο οινόπνευμα σε μια μπατονέτα και την έφερε κοντά στη μύτη της κοπέλας για να την ξυπνήσει, ο Λίαμ σκέφτηκε από μέσα του ότι πάλι καλά που η Φλώρα δεν το ήπιε όλο, όταν την έπιασε εκείνη η κρισάρα αλκοολισμού, μα σύντομα σίγασε αυτή τη σκέψη. Η καστανομάλλα φαινόταν να βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση σοκ και ο Γκρέγκε δε βοηθούσε με τις άγαρμπες κινήσεις του.
«Άσ' το, άσ' το», του είπε ο φίλος του, μπαίνοντας μπροστά. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα της βάλεις τη μπατονέτα μέσα στο ρουθούνι», συνέχισε και προσπάθησε ο ίδιος, με πιο σταθερό χέρι, να κάνει αυτή την κίνηση. Ο Γκρέγκε αναρωτήθηκε στιγμιαία ποιος θα ήταν τόσο χαζός για να βάλει μια μπατονέτα στο ρουθούνι του, αλλά εν τέλει δεν έδωσε σημασία. Η έντονη μυρωδιά του οινοπνεύματος έκανε τη δουλειά της και σε λίγο τα μάτια της Λόλι άνοιξαν.
«Λόλι!», αναφώνησε η Φλώρα.
«Μαμά...» μουρμούρισε το κορίτσι μισοκοιμισμένο ακόμα, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα όταν η μητέρα της την έσφιξε στην αγκαλιά της. Στην αρχή νόμιζε ότι ονειρευόταν, αλλά σύντομα κατάλαβε πως η Φλώρα ήταν στ' αλήθεια εκεί. «Μαμά... Μαμά θα με σκάσεις», έκανε στο τέλος με δυσφορία από το πολύ σφίξιμο.
Η Φλώρα την άφησε στη στιγμή. «Τι είναι αυτά που κάνεις, βρε παλιοκόριτσο;», έκανε δακρυσμένη. «Γιατί μου το 'κανες αυτό, ε; Γιατί σηκώθηκες κι έφυγες; Νόμιζα ότι σ' έχασα».
Η Λόλι ήταν έτοιμη να αντιδράσει, μα η τελευταία φράση της έκανε εντύπωση. «Και τι... αυτό... θα σε πείραζε; Έτσι κι αλλιώς είπες πως είμαι άχρηστη. Καλύτερα δεν θα ήσουν χωρίς εμένα;»
Όλο το πρόσωπο της γυναίκας έγινε κατακόκκινο σαν παντζάρι, αλλά η κοπέλα δεν ήξερε αν ήταν από θυμό, ή από ντροπή. «Μην το ξαναπείς αυτό ούτε για αστείο», σφύριξε μέσα από τα δόντια της και την αγκάλιασε ξανά χωρίς σκοπό να την αφήσει. «Είσαι η κόρη μου, Λόλι! Είσαι ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου». της είπε αυστηρά, αλλά παράλληλα τα δάκρυά της δεν είχαν σταματήσει να κυλούν. «Εσύ κι ο Έντι».
Ακούγοντας το όνομα του αδερφού της, η Λόλι τινάχτηκε. «Ο Έντι!», επανέλαβε ξαφνιάζοντας τη μητέρα της. «Μαμά, ο Έντι βρίσκεται ακόμα στη Χώρα των Δράκων».
«Πού;», έκανε η μητέρα της με μια αγριεμένη έκφραση.
Η Λόλι τρόμαξε λίγο βλέποντάς την να αντιδρά έτσι, αλλά συνέχισε: «Πρέπει να πάω εκεί και να τον πάρω και αυτόν και τους κρυστάλλους μου, αλλιώς-»
«Λόλι, τι λες; Ποιους κρυστάλλους!;», φώναξε η Φλώρα, προσπαθώντας να μην χάσει την ψυχραιμία της. «Μόλις σε σώσαμε από ένα εργαστήριο πειραμάτων. Και τυχεροί ήμασταν, δηλαδή, που το μόνο που πρόλαβαν ήταν να σου κάνουν εξετάσεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να σ' αφήσω να πας πουθενά!»
«Μαμά! Δεν είμαι κανένα μωρό!», φώναξε εξίσου αυστηρά η Λόλι. «Είμαι Κρυστέλ!», συνέχισε προσπαθώντας να σταθεί όρθια. «Ναι, έκανα αυτό που ήθελε η γιαγιά», εξήγησε απαντώντας στο τρομαγμένο βλέμμα της Φλώρας. «Αυτό που απαγόρευσες στον παππού να μου πει. Το ξέρω ότι διαφωνείς, το ξέρω ότι φοβάσαι, το ξέρω ότι θα με πρήζεις σ' όλη μου τη ζωή που σε παράκουσα, μα τώρα έγινε!», κατέληξε, αλλά τότε πρόσεξε την έκφραση στο πρόσωπο της αρχιτέκτονος και κατάλαβε ότι ήταν πολύ σκληρή μαζί της. «Σε παρακαλώ, μαμά... δεν είναι ούτε η ώρα, ούτε το μέρος για να το συζητήσουμε αυτό», της είπε πιο ήρεμα. «Πρέπει όμως να γυρίσω πίσω και να βρω τους κρυστάλλους και τον Έντι. Θα είμαι πολύ προσεκτική, σου το υπόσχομαι».
«Με συγχωρείτε, δεσποινίς μου», έκανε ο Τζέισον που εδώ και ώρα έστεκε σιωπηλός μαζί με τους συναδέλφους του. «Υπάρχει μια Τηλεμεταφορική Πύλη εδώ, στο κτίριο που βρισκόμαστε, είναι όμως πολύ δύσκολο να φτάσουμε σ' αυτήν. Το εργοστάσιο είναι γεμάτο φρουρούς». Η Λόλι κοίταξε καχύποπτα τον μελαχρινό αστυνομικό και τους συναδέλφους του, κυρίως τον Γκρέγκε, που ήταν Τζέργκα.
«Τι δουλειά έχετε με έναν από δαύτους; Έτσι νομίζεις ότι με προστατεύεις;», ρώτησε θυμωμένα τη Φλώρα.
«Άραξε, κοπελιά», πήγε να πει ο Λίαμ.
«Τι να αράξω, ρε!;», αποκρίθηκε η Λόλι. «Έχεις ιδέα τι πέρασα εξ αιτίας της φάρας του!; Πλάκα θα 'χει να είστε κι εσείς κατάσκοποι και να έχετε πλευρίσει τη μάνα μου!»
Τρομαγμένος, ο Λίαμ γύρισε στη Φλώρα. «Αν μου ρίξει γροθιά και η κόρη σου, εγώ παραιτούμαι απ' την αποστολή, σ' το λέω», δήλωσε.
«Λόλι, ζήτα αμέσως συγγνώμη».
«Πας καλά, μωρέ; Σιγά μη ζητήσω και συγγνώμη από πάνω! Όλοι αυτοί-»
«Ο Γκρέγκε είναι εξόριστος», την έκοψε ο Λίαμ εξίσου θυμωμένος. «Οι δικοί του τον έδιωξαν, αφού πρώτα προσπάθησαν να τον κάψουν ζωντανό. Πήγε από Τόπο σε Τόπο αναζητώντας βοήθεια από όλα τα πλάσματα που αρνήθηκε να πολεμήσει κι όλοι του γύρισαν την πλάτη, μόνο και μόνο επειδή ήταν Τζέργκα. Αν είσαι στ' αλήθεια η Κρυστέλ, καλύτερα ν' αρχίσεις να κρίνεις τους άλλους από αυτό που είναι στ' αλήθεια κι όχι από αυτό που βλέπεις με την πρώτη ματιά», της είπε σε ήρεμο, μα εξοργισμένο τόνο και στο τέλος άναψε ένα τσιγάρο, θέλοντας να χαλαρώσει από όλη την ένταση που είχε. Ο Γκρέγκε δίπλα του έτρεμε και είχε το κεφάλι του χαμηλωμένο. Η Λόλι δεν ήξερε τι να πει.
«Είμαστε από την Αστυνομία, δεσποινίς Λόλι», είπε με ευγένεια ο Τζέισον για να σπάσει την αμήχανη σιωπή, δείχνοντάς της το σήμα του. «Ανήκουμε στις Υποθέσεις 'Κουκουβάγια', που έχουν να κάνουν με ό,τι αφορά τα πλάσματα της Μυθυφηλίου. Η μητέρα σας ήρθε σε εμάς για να τη βοηθήσουμε να σας βρει κι εμείς ακολουθούμε το καθήκον μας. Όσο για τον Γκρέγκε, εγώ ήμουν εκείνος που τον βρήκε. Σας διαβεβαιώ πως δεν θα πείραζε ποτέ του ούτε μυρμήγκι».
Η Λόλι κοίταξε τον αστυνομικό. Σίγουρα δεν είχε λόγο να της πει ψέματα. Ντροπιασμένη, στράφηκε στον Τζέργκα. Αυτός σήκωσε τρομαγμένος τα μάτια του να την κοιτάξει κι όταν η Λόλι είδε πόσο διέφερε το βλέμμα του από αυτό του Σάιτρους και των άλλων, ένιωσε τις τύψεις να την πνίγουν.
«Ζητώ... συγγνώμη», είπε και η μητέρα της ξαφνιάστηκε βλέποντας πως η κόρη της έκανε για πρώτη φορά αυτό που της είχε ζητήσει. «Δεν ξέρω τι να πω, ειλικρινά δεν ήθελα να-»
«Δεν πειράζει, δεσποινίς Λόλι», απάντησε αυτός, θέλοντας να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Είμαι συνηθισμένος να μ' αντιμετωπίζουν έτσι. Υποθέτω πως κι εγώ αυτό θα έκανα στη θέση σας. Από τότε που ο Σάιτρους σκότωσε τον παλιό Φύλαρχο και πήρε τη θέση του... φροντίζει να κάνει την εικόνα μας όλο και χειρότερη», ομολόγησε με λύπη. «Είμαι σίγουρος ότι οι εντυπώσεις σας είναι οι χειρότερες, μα σας παρακαλώ να με πιστέψετε. Δεν είναι όλοι οι Τζέργκα κακοί».
Η Λόλι έδειχνε να έχει εντυπωσιαστεί από τους ευγενικούς τρόπους και την καλοσύνη του. Για πρώτη φορά άρχισε να σκέφτεται ότι όπως δεν ήταν όλα στη ζωή των Ανθρώπων άσπρο-μαύρο, το ίδιο ίσχυε και στην ευρύτερη Μυθυφήλιο. Γύρισε ξανά στη μητερα της.
«Θέλεις να με βοηθήσεις; Απόσπασέ τους την προσοχή για να φτάσω στην Πύλη», της είπε με ύφος παρακλητικό. «Έλα, μαμά, δείξε μου εμπιστοσύνη. Κάν' το για τον Έντι». Σε αυτή τη στιγμή ήθελε να της πει να το κάνει και για τη μνήμη του Έντελ, μα τόσο σαστισμένη που ήταν και η ίδια από τα γεγονότα που προηγήθηκαν, το επιπλέον φόρτωμα της Φλώρας με την είδηση του θανάτου του πατέρα της θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα που θα έκανε και εκείνη να βυθιστεί στο πένθος και την ίδια τη Λόλι να αποκλειστεί εντελώς από την πιθανότητα επιστροφής στη Χώρα των Δράκων.
Στο μεταξύ, ο Λίαμ, που είχε μόλις τελειώσει το τσιγάρο του, είχε σκεφτεί μια ιδέα που δεν θα βοηθούσε μόνο την φουξομάλλα, αλλά κι όλους αυτούς που ήταν αιχμάλωτοι εκεί μέσα.
---
Το σχέδιο του ξανθού νεαρού δεν άργησε να μπει σε εφαρμογή: και οι τρεις Κουκουβάγιες βρίσκονταν μπροστά από μια πόρτα με το αντίστοιχο μαραφέτι στο χέρι, έχοντας ξεγλιστρήσει από τη φρουρά. Η Λόλι και η Φλώρα ήταν μέσα στην αποθήκη, έτοιμες να χρησιμοποιήσουν ξανά τους αεραγωγούς. «Σου έχω πει πόσο αντίθετη είμαι σ' αυτό που κάνεις;», ρώτησε η Φλώρα την κόρη της.
«Χμμμ... περίπου πέντε ή έξι φορές», έκανε αδιάφορα η Λόλι. «Μην ανησυχείς, μαμά. Όταν πάμε σπίτι, σου υπόσχομαι ότι θα σ' αφήσω να μου κάνεις συνεχόμενο κήρυγμα ένα ολόκληρο απόγευμα. Μα πρώτα πρέπει να βρούμε τον Έντι».
«Κυρία Φλώρα; Κυρία Φλώρα, λαμβάνετε;», ακούστηκε σαν συναχωμένη μια φωνή από τον ασύρματο.
«Σ' ακούω, Τζέισον», έκανε βαριεστημένα η Φλώρα.
«Είμαστε στις θέσεις μας. Η ΔΗΤΕ είναι έτοιμη να τεθεί σε λειτουργία. Πηγαίνετε στο σημείο Σίγμα».
«Ελήφθη. Όβερ», είπε η Φλώρα κι έκλεισε τη γραμμή. «Ελπίζω να γυρίσεις πίσω ασφαλής. Να ξέρεις ότι σ' αγαπάω», είπε αδύναμα στη Λόλι. Με αυτό το τελευταίο, μπήκε στον έναν αεραγωγό κι αγνοώντας τον πόνο από τις σκουριασμένες αρθρώσεις της και τα μελανιασμένα από πριν γόνατά της, μπουσούλησε μακριά, αφήνοντας την κόρη της μόνη και απρόσμενα συγκινημένη, από τη σπάνια και γλυκιά κουβέντα που άκουσε απ' το στόμα της. Σε μερικά λεπτά είχε φτάσει στο λεγόμενο σημείο Σίγμα, δηλαδή το σημείο όπου ήταν εγκατεστημένος ο συναγερμός της φωτιάς. «Σημείο Σίγμα», μουρμούρισε ξανά στον ασύρματο και με το που άκουσε το 'οκέι' από τον αστυνομικό, πάτησε όλα τα κουμπιά που βρήκε μπροστά της με τυχαία σειρά.
Ευθύς, η Διπλή Ηχητική Τανάλια Είδησης ενεργοποιήθηκε κι αυτή, σειρήνες άρχισαν να ηχούν σε όλο το κτίριο και ο δόκτωρ Μάρβα, όπως είχαν προβλέψει, έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο της Λόλι, μόνο και μόνο για να το βρει άδειο. Οργισμένος, έβγαλε μια κραυγή κι άρχισε να δρασκελίζει στους διαδρόμους, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πάνω στην βιασύνη του. Πίσω του, η Λόλι βγήκε απ' τον δεύτερο αεραγωγό και βρέθηκε ξανά στο δωμάτιο, μαζεύοντας τη ζακέτα της κι όποιο άλλο δικό της απόκτημα μπορούσε να βρει, αφήνοντας όμως πίσω τη σιδερένια χειροπέδα που ήταν μαζί τους.
---
Παράλληλα, ο Τζέισον, ο Γκρέγκε κι ο Λίαμ άκουσαν την αναστάτωση κι ετοιμάστηκαν να βάλουν το δεύτερο μέρος του σχεδίου τους σε εφαρμογή. «Κέντρο; Μόλις βρήκα εκείνο το εργοστάσιο που ψάχναμε εδώ και τρία χρόνια. Στείλτε ενισχύσεις», απαίτησε ο Τζέισον, χρησιμοποιώντας έναν άλλο ασύρματο, εκείνον που συνδεόταν απευθείας με το Αστυνομικό Τμήμα. «Και τώρα;», έκανε απευθυνόμενος στους συναδέλφους του.
«Και τώρα θα φωνάξουν όλοι 'ζήτω η ελευθερία'», απάντησε μισοχαμογελώντας ο Γκρέγκε.
«Το 'χουμε», αποκρίθηκε ο Λίαμ και με τη βοήθεια του όπλου του κατάφερε να ρίξει κάτω την πόρτα που είχε μπροστά του. Το ίδιο έκαναν οι άλλοι δύο. Το θέαμα που αντίκρισε ο καθένας τους ήταν τρομερό: δεκάδες αθώα πλάσματα, είτε από τους Πρωτογέννητους Λαούς, είτε από τις Μεταγενέστερες Φυλές ήταν αλυσοδεμένα μέσα στους θαλάμους.
«Μη φοβάστε, φίλοι μου!», φώναξε ο Τζέισον, απαντώντας στα γεμάτα τρόμο βλέμματά τους. «Είμαι εδώ για να σας βοηθήσω!»
«Αν θέλετε να βγείτε από 'δώ μέσα, αν θέλετε να επιστρέψετε στους Τόπους σας, τώρα είναι η ευκαιρία!», φώναζε ο Λίαμ στο διπλανό δωμάτιο.
«Σας έφεραν εδώ παρά τη θέλησή σας, μα είσαστε πολλοί!», έλεγε ο Γκρέγκε, σπάζοντας τα δεσμά τους ένα προς ένα. «Δείξτε τους ότι δεν τους φοβάστε! Δείξτε τους ότι μπορείτε να τους νικήσετε! Ποιος είναι μαζί μου!;» Ένας όχλος από φωνές ακολούθησε τα λόγια του, καθώς όλοι αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν, ή επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν ως πειραματόζωα γεύτηκαν ξανά την ελευθερία κι άρχισαν να τρέχουν αλαφιασμένοι στις εξόδους των θαλάμων. Ο αντιπερισπασμός των σειρήνων υπερκαλύφθηκε σύντομα από την απελευθέρωση των πειραμάτων κι όλοι οι φρουροί του εργοστασίου άρχισαν να παλεύουν σε μια άνιση μάχη ενάντια σε μαγικά και μη μαγικά πλάσματα που είχαν σκοπό να φύγουν από 'κει μια για πάντα. Τα περιπολικά που καταφθάνανε έξω δεν βοήθησαν καθόλου την κατάσταση και μέσα σε αυτόν τον χαμό, η Λόλι πήδησε μέσα στην ανοιχτή ακόμα Πύλη, που ήταν ρυθμισμένη για τη Χώρα των Δράκων κι εξαφανίστηκε.
---
Όταν ο Μάρβα κατάλαβε ότι όλα ήταν ένα κόλπο άρχισε να ωρύεται, μα δυστυχώς γι' αυτόν, η Φλώρα που είχε επιστρέψει στο δωμάτιο, βέβαιη ότι η κόρη της τα είχε καταφέρει, του έδωσε μια γροθιά στο κεφάλι, ξαπλώνοντάς τον κάτω. «Αυτό γιατί τόλμησες να πειράξεις το παιδί μου», είπε μόνη της. «Τζέισον! Λίαμ! Γκρέγκε!», φώναξε στην ενωμένη πλέον ομάδα των τριών και των πειραματόζωων. «Καταστρέψτε ό,τι υλικό βρείτε. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε τίποτα από τα πειράματα που κάνανε!»
«Στις διαταγές σας, κυρία Φλώρα!», φώναξε ο Τζέισον μέσα στη βαβούρα.
---
Ο Πουκ πήρε την απόφαση να τον πλησιάσει όταν τελικά μείνανε μόνοι. «Ε... Αφέντη;», έκανε με κάποια δόση δισταγμού κι ο Όμπερον έσκυψε να τον κοιτάξει. «Θα μείνει μαζί μας το Ανθρωπάκι, έτσι;», ρώτησε ο βραχύσωμος Νεράιδος με μια παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια. «Ίσως να σας μίλησε λιγουλάκι άσχημα πριν και φυσικό είναι να θυμώσατε κι εσείς κι ο Άρχοντας Σάιτρους, μα είναι πολύ καλό παιδί και κόβει το μυαλό του! Έχει πολύ μέλλον σ' αυτή τη δουλειά!» Η παιχνιδιάρικη λάμψη άρχισε να σβήνει όταν ο Όμπερον έμεινε σιωπηλός.
«Λυπάμαι, Πουκ», είπε τελικά .«Ο Σάιτρους έχει δίκιο... Πρέπει να με καταλάβεις, δεν μπορώ να το διακινδυνεύσω».
«Μα-»
«Δεν είμαι αυτός που ήμουνα, Πουκ. Αν οι κρύσταλλοι έσπασαν τα μάγια μου, δεν έχω τρόπο να τα ξανακάνω». Το Ξωτικό τον άκουγε με απογοήτευση, αλλά η τελευταίες φράσεις έκαναν τα μάτια του να γουρλώσουν. «Ο μικρός εξυπηρέτησε το σκοπό του. Δεν μας χρειάζεται πια».
«Εννοείτε ότι θα τον στείλουμε σπίτι του;», ρώτησε ελπίζοντας με όλη του τη δύναμη ο Ξωτικοάρχοντας να πει ναι.
«Όχι...», ξεφύσηξε αυτός δυσαρεστημένος από το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούταν. «Θα πρέπει να βγει από τη μέση».
Ο Πουκ αναφώνησε τρομαγμένος.
---
Έξω από την πόρτα, μερικοί από τους υπηρέτες του Όμπερον κρυφάκουγαν. Ένας απ' αυτούς έκανε νόημα στους υπόλοιπους να απομακρυνθούν για να μπορέσουν να μιλήσουν, χωρίς να τους ακούσουν από μέσα. Έτσι βγήκαν στην κεντρική σάλα.
«Τι έγινε, Ινίτιο;», ρώτησαν τον συνάδελφό τους που είχε μόλις επιστρέψει από το θησαυροφυλάκιο.
«Όλα εντάξει», έκανε αυτός, δείχνοντας το περιδέραιο. «Κάτι κατάφερα να πάρω κι εγώ».
«Σιγά το μπιχλιμπίδι», απάντησε ο Μάρκο. «Δεν θα βγάλεις τίποτα όπου κι αν το πουλήσεις».
«Μα... ήταν της Κρυστέλ», εξήγησε ο Ινίτιο. «Σίγουρα θα έχει αξία».
«Σκέτο;», ρώτησε ο Άρτιν. «Μάλλον όχι».
«Καλά σου λέει, πέτα το μην τυχόν βρεις μπελά».
Κοιτάζοντας ξανά το κλοπιμαίο του και διαπιστώνοντας κι ο ίδιος ότι ήταν ένα συνηθισμένο περιδέραιο, το πέταξε απογοητευμένος από το παράθυρο. «Και τώρα λέγετε, γιατί είστε μαζεμένοι εδώ; Τι τρέχει;», ρώτησε έχοντας ξεχάσει ήδη τι είχε κάνει.
«Ο καινούριος», δήλωσε συνωμοτικά ο Μάρκο και τους μάζεψε γύρω του, για να τους εξηγήσει τι είχε κατά νου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top