Κεφάλαιο 44
Κεφάλαιο 44
Δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει από τη στιγμή που την κλείδωσαν σε αυτό το μικρό σκοτεινό δωμάτιο. Ίσως ήταν ώρες, ίσως μέρες ολόκληρες! Βέβαια, η λογική όριζε πως δεν ήταν πάνω από μερικά λεπτά, αλλά ένας τέτοιος υπολογισμός την άφηνε παγερά αδιάφορη. Με το που έμεινε μόνη, άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει σε κλάματα, χωρίς να τη νοιάζει καθόλου που δεν υπήρχε κανείς να την παρηγορήσει. Αυτή τη στιγμή, η απόλυτη μοναξιά και ησυχία ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Μα πώς φέρθηκε τόσο απερίσκεπτα κι ανόητα; Όταν έκανε την Ένωση τόλμησε για λίγο να πιστέψει ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι δεν θα ήταν η ίδια μίζερη, απροσάρμοστη Λόλι που ήταν έως τότε. Οι κρύσταλλοι τη γέμισαν ελπίδα κι αυτοπεποίθηση, μόνο και μόνο για να της τις πάρουν πίσω αμέσως μετά και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο. Αλλά πότε της πήγε κάτι καλά για να της πάει και τώρα, αναρωτήθηκε απογοητευμένα. Τι να πρωτοθυμηθεί; Το αγεφύρωτο χάσμα με τους γονείς της; Την εγκατάλειψη από τον πατέρα της; Τις δήθεν δυνατές φιλίες της, που γινόντουσαν φαντάσματα όταν τολμούσε επιτέλους να ανοιχτεί περισσότερο; Τη σχέση της με τον Μάξουελ; Για να μη μιλήσει για τον αδερφό της! Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε η γιαγιά της όταν είπε ότι κινδυνεύει να πέσει σε πλεκτάνη. Δεν είχε ιδέα πώς τον βρήκαν, αλλά τον βρήκαν κι ο εξυπνάκιας ο Έντι αφέθηκε να τον παραμυθιάσουν και να τον υπνωτίσουν, γιατί τέτοιο πρόβατο ήταν πάντα! Και τώρα αυτή δεν είχε ιδέα πώς να ξεμπλέξει αυτό το κουβάρι! Τίποτα δεν της είχε πάει ποτέ καλά! Γιατί στα κομμάτια να πάει αυτό!;
Οι κρύσταλλοι, περασμένοι πάντα στο περιδέραιο, φεγγοβολούσαν μέσα στην τσέπη της ζακέτας της, την οποία είχε πετάξει στην άκρη του δωματίου πριν από ώρα. Θα μπορούσε να τους βγάλει έξω και να αφήσει το φως τους να γαληνέψει για λίγο τις σκέψεις της και να κάνει αυτό το απαίσιο μέρος λίγο καλύτερο. Αλλά δεν τολμούσε να το κάνει. Και αυτό γιατί από τη μία ήξερε πως οι εχθροί της μπορεί να το αντιληφθούν και από την άλλη η εικόνα τους θα της θύμιζε τον παππού της, γεγονός που θα οδηγούσε σε περισσότερα δάκρυα. Το κεφάλι της ήταν ήδη βαρύ από το πολύ κλάμα, δεν άντεχε να κλάψει άλλο.
Η πόρτα της φυλακής της άνοιξε πολύ πιο αθόρυβα απ' όσο θα περίμενε και στο κατώφλι πρόβαλε ο Όμπερον. Έγνεψε με σεβασμό και η φωνή του αντήχησε μέσα στο σκοτάδι. «Να με συγχωρείς που σε άφησα να περιμένεις, Λορελάι. Τώρα ο Μεγάλος Φύλαρχος είναι έτοιμος να σε δει. Προτείνω να μην τον αφήσεις να περιμένει. Ο Μέγας Σάιτρους, ξέρεις, δεν είναι και πολύ υπομονετικός».
Ακόμα και αν τον είχε γνωρίσει μόλις λίγο πριν, η Λόλι ήξερε ήδη ότι μισούσε τον Όμπερον κι όχι μόνο για το άσχημό του φέρσιμο στον Ντάζεϊλτον, ή τα μάγια που έκανε στον Έντι. Η στάση του, ο γλυκανάλατος και δήθεν συμβουλευτικός τόνος που μιλούσε, ο ύπουλος τρόπος με τον οποίο προσπαθούσε να της επιβληθεί της προκαλούσαν αηδία. Φρόντισε να του δείξει ότι δεν θα έπαιζε το παιχνίδι του, προσφέροντας του απλόχερα ένα βλέμμα γεμάτο αντιπάθεια, καθώς φόρεσε ξανά τη ζακέτα της. Εκείνος έδειξε πληγωμένος από την αντίδρασή της, αλλά συνέχισε να της υποδεικνύει το δρόμο με απόλυτη ευγένεια.
---
Καθώς διέσχιζαν τον μεγάλο διάδρομο, που ήταν στρωμένος με κόκκινη φλοκάτη και φωτισμένος από πολλές μπρούτζινες δάδες, που αναδείκνυαν φρικαλέα τις πολεμικές σκηνές στις ταπετσαρίες, η Λόλι ήταν σιωπηλή. Η συνοδεία των Τζέργκα φρουρών τους ακολουθούσε με τα όπλα τους έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο. Ο ίδιος ο Όμπερον προχωρούσε σταθερά και ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στόλιζε τα χείλη του. Η Λόλι καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να του το σκάσει, όσο οι δυνάμεις της περιορίζονταν από τη χειροπέδα, μπορούσε όμως να του βγάλει αυτό το χαμόγελο απ' το πρόσωπο. Στο πρότερό του ξέσπασμα, που τώρα έκανε σαν να μην υπήρξε καθόλου, η κοπέλα δεν θα μπορούσε να μπερδέψει το συναίσθημα που έβγαλε ο Νεράιδος εναντίον της: ζήλεια. Ο τρανός Βασιλιάς Όμπερον ζήλευε το 'τιποτένιο πλάσμα', όπως την είχε αποκαλέσει. Και σίγουρα είχε έναν καλό λόγο.
«Νομίζεις ότι κέρδισες», του είπε, πρόθυμη να εκμεταλλευτεί αυτό το τρωτό του σημείο. «Νομίζεις ότι με τα κόλπα σου κατάφερες να φτάσεις κάπου», συνέχισε σαν να ήταν εκείνη που τον είχε φυλακισμένο κι όχι το αντίθετο. «Ε λοιπόν, μάντεψε: την πάτησες».
«Τα λόγια σου μού είναι ακατανόητα, νεαρή Κρυστέλ», της είπε ο Όμπερον, σαν να μην έδινε σημασία.
«Εγώ πάλι πιστεύω ότι σου είναι απολύτως κατανοητά», απάντησε εκείνη. «Κι αυτό επειδή ήξερες απ' την αρχή τι πραγματικά θέλει ο συνεργάτης σου», σταμάτησε για λίγο, σαν να τον άφηνε να σκεφτεί και μετά συνέχισε: «Ο Σάιτρους θέλει την Κρυστέλ και τους κρυστάλλους. Πάντα την Κρυστέλ και τους κρυστάλλους ήθελε, από τότε που η γιαγιά μου ζούσε ακόμα. Και τώρα, χάρη σε σένα, θα τους πάρει. Η χρησιμότητά σου γι' αυτόν τελειώνει μόλις περάσουμε αυτή την πόρτα», κατέληξε γνέφοντας προς τη διπλή πόρτα στο μακρινό τέρμα του διαδρόμου. «Και ξέρεις τι θα γίνει τότε, ε; Θα φτάσει κάποια στιγμή που θα χρειαστεί να διαλέξει έναν από εμάς για να συνεχίσει το σχέδιό του. Και ποιον θα διαλέξει; Την Κρυστέλ της οποίας τη δύναμη γύρευε τόσον καιρό, ή έναν ξοφλημένο νάρκισσο που δε δίστασε να προδώσει την ίδια του την πατρίδα, άρα μπορεί άνετα να κάνει το ίδιο και σ' αυτόν;» Έκανε πάλι μια παύση για να τσεκάρει τις αντιδράσεις του κι αν έκρινε από τα χέρια του που είχανε αρχίσει να τρέμουν, τα άδεια που έριχνε για να πιάσει γεμάτα της φέρνανε καλή ψαριά. «Νομίζω ότι κι οι δυο μας γνωρίζουμε την απάντηση», ξαναείπε με μια δόση χαιρεκακίας.
Ο Όμπερον προσπάθησε να κρύψει τον φόβο που τον κατέβαλε. Δεν θα έπρεπε να υποκύπτει σε τέτοια κόλπα, τι του συνέβαινε; «Δεν... δεν ξέρεις τι λες. Δεν έχεις καμία πίστη στον σκοπό που εμείς υπηρετούμε. Γιατί να σε διαλέξει;»
Η Λόλι χαμογέλασε. «Ποτέ μην υποτιμάς τη δύναμη που είναι ικανή ν' αποκτήσει μια γυναίκα», απάντησε λέγοντας πράγματα που ούτε η ίδια δεν πίστευε για τον εαυτό της, ουτε σκόπευε να εκμεταλλευτεί και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Μπορεί να τον πείσω ότι είμαι το ίδιο, αν όχι περισσότερο πιστή σ' αυτόν τον 'σκοπό' απ' ό,τι εσύ. Ή μπορεί να με πείσει αυτός για τη σημασία του, ποτέ δεν ξέρεις», έκανε, τινάζοντας δήθεν αμέριμνα τα μαλλιά της στον αέρα. «Όπως και να 'χει, ο Σάιτρους θα προτιμήσει εμένα. Εγώ θα γίνω η σύμμαχός του κι εσύ θα πας από 'κεί που 'ρθες. Πάω στοίχημα ότι αυτή η σκέψη σε κάνει να σκυλιάζεις», ολοκλήρωσε, παρατηρώντας ότι το χαμόγελό του είχε εξαφανιστεί για τα καλά κι ενώ κατέβαλε προσπάθεια να διατηρήσει την εικόνα του, ήταν φανερό ότι είχε αναστατωθεί πολύ με τα λόγια της.
Παίρνοντας μια ελάχιστη δόση αυτοπεποίθησης και προσέχοντας ότι η πόρτα ήταν τώρα μπροστά τους, η Λόλι χαμογέλασε για ακόμα μια φορά. Έβγαλε από την τσέπη το περιδέραιό της και το φόρεσε, σχεδόν επιδεικνύοντας την πλεονεκτική θέση της απέναντί του. «Νομίζω πως κάπου εδώ η κουβεντούλα μας φτάνει στο τέλος της. Προέχουν κι άλλες, πιο σημαντικές συναντήσεις, Όμπερον», ανακοίνωσε, χρησιμοποιώντας τα δικά του λόγια και πήγε να μπει μέσα, αφήνοντάς τον πίσω.
---
Όταν εισήλθε με τους φρουρούς στην αίθουσα, έδειχνε να έχει πλήρη γνώση κι αποδοχή του τι γινόταν. Θα μπορούσε να πει πως ερχόταν με προθυμία. Δεν θα άφηνε αυτά τα κωθώνια να χαίρονται νομίζοντας ότι τη νίκησαν, όμως ο αρχηγός τους... αυτός ήταν μια άλλη υπόθεση, πολύ διαφορετική και απ' αυτούς και απ' τον Όμπερον. Η αμηχανία που της προκαλούσε το γεγονός ότι βρισκόταν στον ίδιο χώρο μ' αυτόν, δεν άργησε να κάνει το κεφάλι της να πέσει, χωρίς να το πάρει είδηση. Ακολούθησε ένας διάλογος σε κάποια περίεργη γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν έδωσε σημασία ούτε στο ποιοι μιλούσαν, ούτε στην απομάκρυνση των φρουρών γύρω της. «Ώστε αυτή είναι η γυναίκα που κόντεψε να συντρίψει κάποιους από τους καλύτερους πολεμιστές μου; Κάποια τόσο τολμηρή δεν θα εμφανιζόταν μπροστά μου με σκυμμένο κεφάλι». Η απεύθυνση την έβγαλε μονομιάς απ' τη λήθη.
«Κοίταξέ με στα μάτια, Κρυστέλ», ακούστηκε πάλι η επιβλητική φωνή και δε χρειαζόταν πολλή σκέψη για να καταλάβει ποιος της μιλούσε. Σάιτρους... Το όνομά του διέσχισε ξανά το νου της, μα για πρώτη φορά άφησε πάγο στο πέρασμά του. Σήκωσε αργά το κεφάλι της και τον κοίταξε, η γεροδεμένη φιγούρα, πολύ πιο ογκώδης από όσους Τζέργκα είχε δει έως τώρα, να της προκαλεί τρόμο, καθώς και τα πρασινογάλαζα, διαπεραστικά μάτια που την κοιτούσανε. Το πιο περίεργο απ' όλα ήταν η αίσθηση της οικειότητας που ερχόταν σε πλήρη κόντρα με τα παραπάνω. Μία αίσθηση σαν να τον γνώριζε κιόλας. Ίσως να προερχόταν από τους κρυστάλλους, ήταν η μόνη λογική εξήγηση που μπόρεσε να βρει. Μεγαλόσωμος, μυώδης τύπος, κάθεται σε θρόνο, κόκκαλα και γουναρικά στο διάκοσμο φανερώνουν πόσο αιμοβόρος είναι... μα πόσο κλισέ πια!, προσπάθησε να απασχολήσει τον εαυτό της με ειρωνεία, αλλά η αλήθεια ήταν πως της κόπηκαν τα πόδια. «Έτσι είναι πολύ καλύτερα», σχολίασε ο Άρχοντας, βλέποντας ότι υπάκουσε στην εντολή του, πριν απευθυνθεί στους δικούς του. «Αφήστε μας», διέταξε κι αμέσως οι φρουροί αποχώρησαν.
Στη σιωπή που ακολούθησε, την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει ομοιότητες και διαφορές, ανάμεσα σ' αυτήν και στην προηγούμενη Κρυστέλ που τον είχε παιδέψει. Το βλέμμα του έπεσε για λίγο στους τρίχρωμους κρυστάλλους που κρέμονταν στο περιδέραιό της. Το ίδιο περιδέραιο, σκέφτηκε με μια μικρή δόση νοσταλγίας. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που έβλεπε Μαγικούς Κρυστάλλους από τόσο κοντά. Για μια στιγμή η επιθυμία του να τους αποκτήσει κόντεψε να τον παρασύρει, γνώριζε όμως καλύτερα απ' τον καθένα τι τιμωρία τον περίμενε από τα ίδια τα πετράδια, έτσι και τολμούσε να τα αγγίξει. Έστρεψε και πάλι την προσοχή του στην Άνθρωπο που στεκόταν απέναντί του: όχι ιδιαίτερα αναπτυγμένη, δε θύμιζε διόλου την αρχοντική και δυνατή όψη της Σενίτ. Η μικροκαμωμένη της εμφάνιση της προσέδιδε κάτι το αθώο, κάτι το εύθραυστο, που όμως ερχόταν σε κόντρα με την μαγεία που εξουσίαζε, δημιουργώντας έναν αντιφατικό και πολύ δελεαστικό συνδυασμό. Η Λόλι πρόσεξε πώς την περιεργαζόταν και αναθεμάτισε τον εαυτό της που πριν το έπαιζε έξυπνη μπροστά στον Όμπερον, λέγοντάς του πόσα μπορεί να καταφέρει μια γυναίκα. Αυτή τη στιγμή ευχόταν κάθε ίχνος θηλυκότητας που είχε πάνω της να εξαφανιζόταν εντελώς. Τα μάτια της τον κοίταξαν σοβαρά και προειδοποιητικά, μα ο Σάιτρους είχε ήδη μυριστεί τον φόβο της κι αυτό έκανε το αίμα του να βράζει. Δεν είχε παρά να κάνει τούτο τον φόβο να βγει προς τα έξω.
«Καλώς όρισες στο Ντερένθ-Όνγκε, Κρυστέλ», τη χαιρέτησε με ήρεμο, σχεδόν ευγενικό τόνο. «Η επίσκεψή σου είναι κάτι που καιρό το περίμενα».
«Δέχομαι το καλωσόρισμά σου, Άρχοντα», έκανε το ίδιο επίσημα η Λόλι και στη συνέχεια ρουθούνισε με υποτίμηση. «Όσο για το ότι περίμενες καιρό την επίσκεψή μου, ναι... έστειλες ένα τσούρμο νταγλαράδες να με φέρουν σηκωτή». είπε χωρίς δισταγμό και στο τέλος συμπλήρωσε: «Κάτι κατάλαβα».
Ο Φύλαρχος γέλασε. «Ετοιμόλογη», σχολίασε κι ανακάθισε. «Αν κάποιος άλλος τολμούσε να μου μιλήσει με τόση αυθάδεια, θα του έκοβα το κεφάλι. Όμως μου είπαν τι έγινε στο Ντράνθρογκ και δεν θα σταθώ στο θυμό σου».
«Δεν ανησυχώ για το κεφάλι μου», έκανε η κοπέλα. «Ήδη έκανα σκόνη τους μισούς από τους άντρες σου με μηδενική σχεδόν εμπειρία».
Έκθαμβος, ο Σάιτρους την κοίταξε και πάλι. «Και δεν κέρδισες τίποτα», της είπε, κάνοντάς την να σωπάσει. «Αντιθέτως, έχασες», συνέχισε και στάθηκε όρθιος. «Η απώλεια του Έντελ Τζεν είναι ακόμα νωπή. Έπρεπε να πάρεις ένα μάθημα», συνέχισε κι όταν έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αυτή ταράχτηκε.. «Τελικά μοιάζεις αρκετά με τη Σενίτ», μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του, χωρίς να την πλησιάσει κι άλλο. «Ίδιο βλέμμα, ίδιο θράσος... ίδια έπαρση», συνέχισε πιο δυνατά, ώστε να τον ακούει η συνομιλήτριά του. «Και μου φαίνεται, σου αρέσει να τραβάς την προσοχή. Πρώτη φορά είδα θήραμα να πέφτει μόνο του στα χέρια του κυνηγού του». Αν έμοιαζε με τη Σενίτ, αυτή η επιλογή λέξεων θα την είχε κάνει έξαλλη. Και πράγματι, όταν την ξανακοίταξε, τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει από θυμό.
«Δεν είμαι θήραμα», σφύριξε αντιδραστικά η Λόλι. «Και δεν μου αρέσει να με βλέπουν έτσι. Ούτε εσύ είσαι ο κυνηγός μου, Σάιτρους».
«Ώστε ξέρεις το όνομά μου». Το χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει απ' τα χείλη του. «Όμως εγώ δεν ξέρω το δικό σου».
«Με λένε Λόλι».
«Εντάξει λοιπόν, Λόλι...» Ήταν προφανές ότι έβρισκε το όνομά της ασυνήθιστο. «...δεν είσαι θήραμα. Δεν είσαι μια ανόητη που πήγαινε γυρεύοντας. Τότε τι είσαι;», ρώτησε, καθώς αυτή τη φορά άρχισε να περπατά προς το μέρος της. «Ανταποκρίθηκα στο δικό σου κάλεσμα. Εσύ με προκάλεσες να σε κυνηγήσω», δήλωσε όταν έφτασε μπροστά της. «Εσύ έστειλες εκείνη την αχτίδα. Ήθελες να σε βρω. Γιατί, όμως, ήθελες να σε βρω; Τι προσπαθούσες να αποδείξεις; Ότι πρέπει να σε φοβάμαι; Γιατί μάλλον το αντίθετο συμβαίνει».
«Εγώ δεν σε φοβάμαι», απάντησε η Λόλι, τονίζοντας και τις τέσσερις λέξεις.
«Αλήθεια;», ρώτησε αυτός και η κοπέλα μαζεύτηκε από ξαφνικό τρόμο, βλέποντας με την άκρη του ματιού της το χέρι του να σφίγγεται σε γροθιά και να έρχεται προς το πρόσωπό της. Ήταν έτοιμο να τη χτυπήσει, μα την τελευταία στιγμή δεν το έκανε. Ο Σάιτρους γέλασε βραχνά. «Δεν με πείθεις», έκανε πειραχτικά κι η Λόλι εξοργίστηκε με τον εαυτό της, που την πάτησε με το κόλπο του. Αυτός την προσπέρασε για να πάει προς την απέναντι μεριά του δωματίου. «Δεν έχει σημασία το αν με φοβάσαι», τόνισε και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ρεμβασμού έξω από το παράθυρο, γύρισε ξανά προς αυτήν. «Άλλο όμως να φοβάσαι κι άλλο να με βλέπεις σαν εχθρό».
Η Λόλι τον κοίταξε δύσπιστα. «Πώς να μην βλέπω σαν εχθρό κάποιον που με καταδιώκει από την πρώτη στιγμή;», είπε, νιώθοντας ότι τώρα ήταν αυτή που έβαζε τον εαυτό της στο ρόλο του θηράματος. «Η γιαγιά μου μού μίλησε για σένα και τα αρρωστημένα σχέδιά σου», ανακοίνωσε πολύ πιο επιθετικά. «Υποδουλώνεις και βασανίζεις ανυπεράσπιστα πλάσματα! Σκοπεύεις να αφανίσεις ολόκληρες φυλές και θες να μη σε βλέπω σαν εχθρό!; Ο λόγος που έγινα Κρυστέλ είναι για να κάνω τον κόσμο καλύτερο και να πολεμώ τύπους σαν εσένα!»
Τα λόγια της την είχαν συνεπάρει και δεν πρόσεξε το πρόσωπο του Σάιτρους που όλο κι αγρίευε, μέχρι που έφτασε ξανά μπροστά της, έτσι ώστε να φαίνεται ότι την περνούσε πάνω από δύο κεφάλια. «Πολύ μεγάλες κουβέντες για μία... τόσο καινούρια Κρυστέλ», της είπε βλοσυρά. Η φουξομάλλα στάθηκε προσοχή, ελπίζοντας έτσι να μην φαίνεται ότι τρέμανε τα γόνατά της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Ο Σάιτρους έκανε το ίδιο. «Θέλεις να με πολεμήσεις; Πολύ καλά», έκανε και πριν η Λόλι το καταλάβει, της είχε αρπάξει τον καρπό όπου ήταν περασμένη η χειροπέδα. «Πες μου πως το θέλεις και σου λύνω τα δεσμά αυτή τη στιγμή. Παίρνεις πίσω τη δύναμή σου και πολεμάμε εδώ και τώρα. Μέχρι τελικής πτώσης», ανακοίνωσε, αγνοώντας την προσπάθειά της να τραβήξει το χέρι της πίσω. «Εμπρός λοιπόν, Κρυστέλ, τι περιμένεις; Πες το. Πες το μου!», επέμεινε, μα εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να παλεύει για να την αφήσει. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα μαρμαρωμένος, μα η φωνή της Κρυστέλ δεν έβγαινε με τίποτα κι αυτή τη φορά ο φόβος της ήταν ολοφάνερος. Αυτό ακριβώς που ήθελε. Άφησε το χέρι της να γλιστρήσει από το δικό του και να πέσει στο πλευρό της. «Αυτή είναι, λοιπόν, η απάντησή σου. Το δείλιασμα», συμπέρανε με κάποια απογοήτευση, αν και από μέσα του γελούσε ολόκληρος. «Κρίμα το λόγο που έγινες Κρυστέλ», πρόσθεσε με ευθυμία κι έκανε πίσω.
Καταλάβαινε, φυσικά, ότι δεν ήταν μόνο δείλιασμα. Δεν ήταν χαζή, να τα βάλει μαζί του στην έδρα του, ενώ ήταν κουρασμένη και όλο το στρατόπεδο ήταν γεμάτο Τζέργκα που δεν θα την άφηναν να βγει από 'κεί μέσα ζωντανή, αν ο αρχηγός τους πάθαινε κάτι. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τη μηχανορραφία του.
«Βλέπω, το ξέρεις ότι δεν μπορείς να με νικήσεις. Έξυπνο εκ μέρους σου», την επαίνεσε «Κι έξυπνο εκ μέρους της να σε ορμηνεύσει να μην τα βάλεις μαζί μου», συνέχισε και παρά την εξάντληση και την ταπείνωση που αισθανόταν, η Λόλι αντιλήφθηκε ευθύς αμέσως για ποια μιλούσε. «Δεν σε νοιάζει, επομένως, ούτε για αυτούς που υποδούλωσα, ούτε γι' αυτούς που έχω σκοπό να εξαφανίσω. Αν σ' ένοιαζε αρκετά... θα τους υπερασπιζόσουν με περισσότερη θέρμη. Εκτός κι αν τελικά, το κίνητρό σου είναι άλλο... κάτι που δεν τολμάς να παραδεχθείς ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό...», συνέχισε να μιλά και η Λόλι τίναξε το κεφάλι της προς το μέρος του, σε μια προσπάθεια να καταλάβει πού το πήγαινε. «Πράγματι, η ανιδιοτελής προσφορά σε μια χούφτα αχάριστων πλασμάτων δεν είναι ισχυρό κίνητρο», εξήγησε ο Σάιτρους, «Γιατί να αγωνιστείς γι' αυτούς; Για να είναι όλοι ευτυχισμένοι και να σε βλέπουν σαν θεά; Δεν είσαι θεά. Είσαι Άνθρωπος, Λόλι. Και οι Άνθρωποι κάνουν λάθη. Θα έρθει κάποτε η μέρα που θα κάνεις κι εσύ και τότε... τότε από εκεί που θα τους βλέπεις να σε λατρεύουν, θα τους δεις να σε κατασπαράζουν. Όσα καλά κι αν κάνεις γι' αυτούς, τα λάθη σου μόνο θα θυμούνται». Μπορεί το κορίτσι να έκανε σαν να μην τον άκουγε, μα ο Φύλαρχος αντιλαμβανόταν πως όσα της έλεγε εισχωρούσαν βαθιά στο νου της. «Πολύ αδύναμο κίνητρο η ανιδιοτέλεια. Η δύναμη και η απόλυτη εξουσία, από την άλλη, είναι πολύ πιο δυνατές. Και κατά βάθος κι εσύ σ' αυτό αποσκοπείς με τους κρυστάλλους. Έτσι; Να είσαι ανώτερη όλων. Θα έλεγα ότι δεν είμαστε δα και τόσο αντίθετοι μεταξύ μας».
«Δεν είμαι σαν εσένα», μουρμούρισε η Λόλι μέσα από τα δόντια της. Αν ο Σάιτρους κρατούσε ακόμα το χέρι της, θα τον διέταζε να της βγάλει τη χειροπέδα και θα τον καρβούνιαζε με μια φωτεινή ακτίνα, για τις βλακείες που έλεγε. «Ποτέ δεν θα γίνω σαν εσένα! Εγώ δεν πατώ επί πτωμάτων!»
Ο Σάιτρους γέλασε για ακόμη μια φορά. «Όχι ακόμα», τόνισε. «Η μαγεία των κρυστάλλων μπορεί να γίνει φοβερό όπλο. Πέρα από τις άλλες τους ιδιότητες, οι Κρυστέλ είναι πολεμιστές. Θαρρείς δεν θα βάψεις τα χέρια σου με αίμα; Μπορεί να μην είναι αίμα αθώων, θα είναι όμως αίμα. Πόσο καλύτερη από μένα νομίζεις ότι θα είσαι τότε;» Η φουξομάλλα έδειχνε τώρα πολύ μπερδεμένη. Δίχως να το θέλει, έφερε στο νου της όλους αυτούς που πολέμησε και πλήγωσε σήμερα και η σκέψη έκανε το πρόσωπό της να πάρει μια έκφραση αποστροφής για τον ενθουσιασμό που έδειχνε προηγουμένως. Ο Σάιτρους, που παρακολουθούσε αναπόσπαστος τις αντιδράσεις της, την πλησίασε. «Και σε ξαναρωτάω, γιατί ήθελες να σε βρω;»
Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ξέρω», μουρμούρισε, μη έχοντας κάτι άλλο να πει.
«Εγώ όμως ξέρω και μπορώ να σ' το πω», αποκρίθηκε εκείνος, σηκώνοντας το πιγούνι της, ώστε να έχουν οπτική επαφή. «Υπερτίμησες τις δυνάμεις σου, πίστεψες ότι είσαι ικανή για όλα. Έγώ όμως δεν πρόκειται να κάνω το ίδιο: ούτε θα σε υπερτιμήσω, ούτε και θα σε υποτιμήσω», της είπε κι απομακρύνθηκε και πάλι. «Η μοίρα του Άρχοντα των Τζέργκα είναι μπλεγμένη με αυτήν της Κρυστέλ. Έχει γραφτεί πως θα ορίσουν μαζί τον κόσμο. Και οι δυνάμεις των κρυστάλλων θα συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας, ανώτερης και παντοδύναμης φυλής υβριδίων», της εξήγησε. «Αυτή ήταν η μοίρα της Σενίτ, μα δεν τη δέχτηκε. Πολέμησε πεισματικά να μην βγει αληθινή και για να πετύχει τον σκοπό της δεν δίστασε να ξεριζώσει τις δικές μου δυνάμεις και σχεδόν να με σκοτώσει. Αναρωτιέμαι πολλές φορές αν ήξερε πως έτσι θα σκότωνε και τον εαυτό της... Αναρωτιέμαι αν και εσύ θα κάνεις το ίδιο λάθος. Σειρά σου να διαλέξεις».
Όταν κοίταξε ξανά προς τη μεριά όπου στεκόταν εκείνη, η αναμμένη φωτιά στο τζάκι έριχνε το φως της στα μάτια της, που έμοιαζαν κι αυτά να λάμπουν σα φλόγες. «Δεν θα συνεργαστώ με έναν τύραννο», είπε κοφτά και η ξαφνική αγριάδα στη φωνή της μπορούσε κάλλιστα να ανταγωνιστεί τη δική του, λες και η Αντανάκλασή της από το Μαύρο Πετράδι είχε πάρει τη θέση της. «Μπορεί πριν να με τρόμαξες, μπορεί να δείλιασα, όπως είπες. Ίσως δεν με παρακίνησε αρκετά το κοινό καλό, αλλά μάθε αυτό: το να εκδικηθώ για εκείνη θα με κάνει ασταμάτητη! Οι κρύσταλλοι θα μου δώσουν τη δύναμη να σε καταστρέψω! Θα μετανιώσεις πικρά που τα έβαλες μαζί μας, εσύ και η ανόητη μοίρα σου», γρύλισε και οι κρύσταλλοι έλαμψαν κι αυτοί κατακόκκινοι.
Αντί να θυμώσει, ή να φοβηθεί, ο Σάιτρους έδειξε ευχαριστημένος από αυτή την αντίδραση. «Εξακολουθείς να επιμένεις πως δεν μου μοιάζεις. Είδες πόσο εύκολα ενδίδεις στη δίψα για εκδίκηση; Τα ίδια κάνετε όλοι εσείς των άλλων Τόπων. Αρνείστε να δείτε την αλήθεια. Ο κόσμος μας δεν έχει ξεφύγει από τη βαρβαρότητά του. Απλώς εσείς θέλετε να κρύβετε τη δική σας. Μα δεν με ξεγελάτε... δεν με ξεγελάς, Λόλι. Όσο κι αν σε έχουν μάθει αλλιώς οι Άνθρωποι, κρύβεις μέσα σου κάτι άλλο, κάτι καθόλου ανθρώπινο... Γιατί να το κρύβεις; Αν αποδεχθείς αυτό που γεννήθηκες για να γίνεις, θα έχεις τα πάντα, ολόκληρο τον κόσμο δικό σου».
«Είσαι τρελός», τον έκοψε απότομα η Λόλι, αν και η εξάντλησή της είχε αρχίσει εδώ και ώρα να της επιβάλλεται. «Δεν ξέρεις τι λες», συνέχισε κι ένιωσε να ζαλίζεται.
«Τη θυμάμαι τη γιαγιά σου», της είπε ήρεμα, αδυνατώντας πια να μην στρέψει εκεί την κουβέντα. «Δυνατή γυναίκα... έξυπνη...», συνέχισε κατεβαίνοντας με αργά, μα σταθερά βήματα προς το μέρος της. «...και απίστευτα γοητευτική», κατέληξε φτάνοντας πάλι μπροστά της. Ένα αλλιώτικο χαμόγελο απλώθηκε αργά στα χείλη του, ενώ δε σταματούσε να την κοιτάει ούτε στιγμή. «Μα τον Ντρόγκ... όλα της τα πήρες...», η φωνή του έγινε απρόσμενα πιο απαλή και βραχνή, ενώ το χέρι του βρέθηκε να αγγίζει τα μαλλιά και το αριστερό της μάγουλο.
Ένα ρίγος την διαπέρασε και η κοπέλα ένιωσε εκτεθειμένη στο βλέμμα του, που απειλούσε να την κατασπαράξει. Το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν αυτό που της προκαλούσε ήταν φόβος, ή αηδία, ή κάτι άλλο... κάτι καθόλου ανθρώπινο, όμως για μερικές στιγμές έμεινε αδιαμαρτύρητη στο άγγιγμα. «Π-Ποτέ...», κατάφερε να πει σαστισμένα, γυρίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση του χεριού του κι αποφεύγοντας έτσι να τον κοιτάξει ξανά στα μάτια. «Ποτέ δεν θα σε βοηθήσω... Ακόμα και να έρθει στον κόσμο το υβρίδιο που οραματίζεσαι, δεν υπάρχει περίπτωση να του δώσω το χρίσμα για να αναλάβει τους κρυστάλλους μετά από μένα», μπόρεσε να πει με δυσκολία, χωρίς όμως να καταφέρει να απομακρυνθεί. Ακόμα κι αν δεν τον κοίταζε, ήταν σίγουρη ότι αυτός είχε προσέξει τα μάγουλά της που είχαν και πάλι κοκκινίσει και τώρα εξακολουθούσε να χαμογελάει σαρδόνια με την μειονεκτική της θέση. Προτού αναγκαστεί να τον κοιτάξει και πάλι, μια τρίτη φωνή διέκοψε την συναναστροφή τους.
«Ω, εγώ λέω πως θα το κάνεις. Εκτός αν θέλεις να χάσει τη ζωή του ο αγαπημένος σου αδερφός, κοριτσάκι».
«Όμπερον...», γρύλισε ο Σάιτρους, γυρνώντας προς το μέρος του, εκνευρισμένος που ο συνεργάτης του τους είχε διακόψει.
Ο Ξωτικοβασιλιάς αγνόησε το προειδοποιητικό βλέμμα του Τζέργκα και προχώρησε προς το μέρος τους, απευθυνόμενος στην κοπέλα, που βρήκε ευκαιρία κι απομακρύνθηκε απ' τον Σάιτρους. «Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, Λορελάι. Εμείς έχουμε κάτι που θες κι εσύ έχεις κάτι που θέλουμε. Γιατί να μη βρούμε μια λύση για να είμαστε όλοι ευχαριστημένοι; Ο Έντι περιμένει απ' έξω. Τώρα θα πας ήσυχα-ήσυχα, θα δώσεις τους κρυστάλλους στο αγόρι και θα με ακολουθήσεις, διαφορετικά...»
«Κάθαρμα!», φώναξε η Λόλι και η λάμψη των κρυστάλλων στο λαιμό της έμοιαζε πιο φονική από ποτέ.
«Α, όχι, στη θέση σου θα μιλούσα πιο όμορφα. Παραδέξου απλά ότι έχασες κι όλα θα γίνουν λίγο πιο εύκολα για όλους μας», έκανε ο Όμπερον και της έδειξε το δρόμο για την έξοδο. «Δυστυχώς δεν έχουνε όλα τα παραμύθια καλό τέλος», πρόσθεσε με ειρωνικά συμβουλευτικό τρόπο. «Καλύτερα να το μάθεις νωρίς, παρά να πέσεις από τα σύννεφα αργότερα...»
---
Στο διάδρομο περίμενε ο Έντι, κρατώντας την ίδια παγερή στάση με πριν. Η Λόλι ένιωσε προδομένη όταν τον είδε. Ο Όμπερον της επανέλαβε να δώσει τους κρυστάλλους στον αδερφό της, μα εκείνη δεν το έκανε.
«Μη φέρνεις αντιρρήσεις, Λόλι», της είπε ψυχρά ο Έντι κι αν η φουξομάλλα δεν ήταν τώρα βυθισμένη στην δική της απελπισία, θα είχε προσέξει τον τρόμο και το μπέρδεμα που είχε αρχίσει να φαίνεται στο πρόσωπό του. «Σε παρακαλώ, κάνε αυτό που σου λέει. Αν μ' αγαπάς, κάνε αυτό που σου λέει», επέμεινε, φέρνοντάς την σε ακόμα πιο δύσκολη θέση.
Τρέμοντας από οργή, αλλά κι από φόβο για τον αδερφό της, η Λόλι έβγαλε το μενταγιόν της και το άφησε στα χέρια του, κοιτάζοντας αλλού τη στιγμή που το έκανε.
«Εξαίσια», αναφώνησε ο Όμπερον, σαν δάσκαλος που επαινούσε τους μαθητές του. «Και τώρα, πάρτε την», πρόσταξε και οι φρουροί που περίμεναν κι αυτοί έξω, την έσυραν μαζί τους για ακόμα μια φορά. Στη μεταφορά της μέσω μιας Πύλης σε ένα εργαστήριο γεμάτο επιστήμονες, οι οποίοι έλεγαν ότι θα της κάνουν κάποιες εξετάσεις, η Λόλι δεν αντέδρασε. Ούτε καν πάλεψε όταν ένιωσε έναν πόνο από τσίμπημα στο μπράτσο και οι αισθήσεις της άρχισαν σιγά-σιγά να την εγκαταλείπουν. Δεν είχε λόγο να παλέψει. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Τα δύο πιο αγαπημένα της πρόσωπα είχαν χαθεί, είτε από θάνατο, είτε από μάγια.
---
«Δεν είχες καμιά δουλειά να παρέμβεις στην κουβέντα μας», έλεγε ο Σάιτρους στον Όμπερον, πίσω στη Χώρα των Δράκων,
«Δεν θα έβγαζες άκρη, αγαπητέ μου», τον επιβεβαίωσε ο σύμμαχός του. «Εγώ απλώς βοήθησα να γίνει η δουλειά μας πιο γρήγορα. Άλλωστε, τους κρυστάλλους δε θέλαμε; Η πίστη της Κρυστέλ στον σκοπό μας θα ήταν αμφίβολη και η παρουσία της περιττή, πίστεψέ με».
Λίγο πίσω τους, ο Έντι κρατούσε με τρεμάμενα χέρια τους κρυστάλλους και τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον διάδρομο όπου οι Τζέργκα είχαν πάρει την αδερφή του. Όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα, τόσο το μυαλό του άρχιζε να καθαρίζει κι αυτό που διαπίστωνε ήταν τρομερό.
Και μπορεί όλα να έμοιαζαν να έχουν φτάσει στην κατάληξή τους, αλλά υπήρχε και κάτι, ή μάλλον κάποια που όλοι, Άρχοντες και πολεμιστές, Νεράιδες, Τζέργκα κι Άνθρωποι ξέχασαν να λογαριάσουν...
---
Σε μία μικρή, σκοτεινή κάμαρη του Ντερένθ-Όνγκε, μία Νεράιδα ξύπνησε σιγά-σιγά από τον μαγεμένο της ύπνο, έχοντας στο μυαλό της μόνο ένα πράγμα. «Οι κρύσταλλοί μου... πού είναι οι κρύσταλλοί μου;», ψέλλισε αλαφιασμένα, πρόθυμη να μη σταματήσει πουθενά προκειμένου να αποκτήσει αυτό που επιθυμούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top