Κεφάλαιο 43

Κεφάλαιο 43

Ο ουρανός κατακόκκινος πάνω απ' το κεφάλι της, βαμμένος στο χρώμα του δύοντος ηλίου, ο αέρας άξαφνα δυνατός κι ακατάσχετος, φυσούσε γύρω της σαν να 'θελε να τη σηκώσει στην αγκαλιά του. Και θα τον άφηνε όταν ερχόταν η ώρα της αναμέτρησης. Μα προς το παρόν, κρατούσε το κορμί της στηριγμένο γερά στο έδαφος. Ήξερε ότι έρχονταν για εκείνη πολύ πριν τους δει μπροστά της. Οι κρύσταλλοι στο ένα της χέρι είχαν αρχίσει να πάλλονται και να σπινθηρίζουν με μια λάμψη κόκκινη σαν αίμα. Μπορούσαν να διαισθανθούν τον κίνδυνο που τους πλησίαζε και την προειδοποιούσαν. Το άλλο της χέρι κρατούσε σφιχτά το χέρι του Ντάζεϊλτον για να πάρει κουράγιο. «Τι συμβαίνει, Λόλι;», τη ρώτησε, έχοντας αντιληφθεί την ταραχή της.

Δε γύρισε να τον κοιτάξει. Μονάχα μουρμούρισε: «Έρχονται».

Ο Νεράιδος κοίταξε με προσοχή τον ορίζοντα. Δεν έβλεπε κανέναν να έρχεται. Κι όμως κάτι του έλεγε πως η Λόλι δεν έκανε λάθος. Δε χρειάστηκε καν να ρωτήσει ποιους εννοούσε, ήξερε ήδη την απάντηση. Η δήλωση της κοπέλας επαληθεύτηκε όταν το κόκκινο του ουρανού σημαδεύτηκε από σκούρες κουκίδες, που όσο ερχόντουσαν πιο κοντά, έπαιρναν μορφή.

Ένιωσε τη γη να τρέμει και σύντομα τους είδε: πλάσματα ανθρωπόμορφα και τερατόμορφα ταυτόχρονα. Τα πρόσωπά τους άγρια, μπορούσε να διακρίνει τη δίψα για αίμα στα βλέμματά τους. Και παρ' όλο που δεν θυμόταν με λεπτομέρειες τι είδε στον ύπνο της, σε εκείνο τον ύφαλο, υπήρχε σ' αυτούς ένα κοινό σημείο με τα πλάσματα του ονείρου της: καβαλούσαν Δράκους. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε κιόλας φύγει τρέχοντας (βασικά, υπό άλλες συνθήκες δεν θα τους είχε καν προκαλέσει να έρθουν να τη βρουν), αλλά αυτή τη στιγμή, η επιθυμία για μάχη, δικαιοσύνη και δόξα την είχε συνεπάρει. Ίσως να ήταν οι κρύσταλλοι που της επέβαλαν αυτό το συναίσθημα, αλλά δεν θα καθόταν να το ψάξει τώρα. Εν τω μεταξύ, αυτοί δεν σταματούσαν να έρχονται! Ένας ολόκληρος στρατός από εκατοντάδες Τζέργκα ήταν εκεί για να πιάσει εκείνη, ένα απλό κορίτσι από τον κόσμο των Ανθρώπων. Μπορούσε να το πει και τρομακτικό, μα αντ' αυτού, η Λόλι προτίμησε να εστιάσει στο γελοίο του πράγματος. Tόσος κόσμος είχε κινητοποιηθεί για χάρη της; Πρέπει να τη φοβόντουσαν πολύ, πάρα πολύ...

Η άφιξή τους βρήκε τους δύο Ανθρώπους και τον Νεράιδο σε έναν πλατύ, ανοιχτό χώρο, που θύμιζε λίγο κεντρική πλατεία. Ούτε ραντεβού να είχαμε, σκέφτηκε η Λόλι, παρατηρώντας τα παράξενα πλάσματα ολόγυρά της. Στην αρχή συγκεντρώθηκαν οι απλοί στρατιώτες της πρώτης γραμμής, που είχαν έρθει πεζοί ως εδώ. Κατόπιν, ένας-ένας, οι πολεμιστές της ελίτ κατέβηκαν από τους Δράκους τους κι άρχισαν να τους πλησιάζουν με βαριά βήματα, βαρύ οπλισμό κι ακόμα πιο βαρύ ύφος. «Κρυστέλ...», γρύλισε ένας από αυτούς, κοιτάζοντας το κορίτσι με το περιδέραιο. «Θα έρθεις μαζί μας».

Ίσα, ρε μάγκες, που θέλετε να 'ρθω και μαζί σας. Δεν πάτε καλά, μου φαίνεται..., σκέφτηκε κοροϊδευτικά η Λόλι κι αποφάσισε (χωρίς να το σκεφτεί, προφανώς) να προσθέσει λίγο ελαφράδα στο σκηνικό. Γύρισε το κεφάλι της πίσω. «Αυτοί είναι οι Τζέργκα;», ρώτησε. Ο φίλος κι ο παππούς της την κοίταξαν με απροσδιόριστες εκφράσεις, εμφανώς παραξενεμένοι από την απορία. Ωστόσο, η φουξομάλλα επέμεινε να τους κοιτάζει αναμένοντας την απάντησή τους. Τελικά ο Έντελ έγνεψε ελαφρά. Η Λόλι ξανακοίταξε τα ανθρωπόμορφα τέρατα και είπε με περισσή ειλικρίνεια και μια δόση απογοήτευσης: «Τους περίμενα κάπως... πιο εντυπωσιακούς». Κρίμα τις ιστορίες της γιαγιάς, συμπλήρωσε η φωνή στο κεφάλι της.

Ως και οι ίδιοι οι Τζέργκα έχασαν για λίγο τα βλοσυρά τους βλέμματα και την κοίταξαν κι αυτοί με απορία, προτού γυρίσουν σαστισμένοι ο ένας στον άλλο. «Μας προσβάλει τώρα;», ρώτησε ένας από τους όχι και τόσο έξυπνους στρατιώτες της πρώτης γραμμής.

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά έτσι μου φάνηκε», απάντησε ο διπλανός του.

«Τι λέτε, ρε; Φυσικά και μας πρόσβαλε!», πετάχτηκε ένας τρίτος.

«Θεωρητικά, το μη-εντυπωσιακός δεν ακούγεται ακριβώς σαν προσβολή».

«Πάντως, το ότι μας περίμενε πιο εντυπωσιακούς, σημαίνει ότι είχε μεγάλες προσδοκίες για-»

Ένα γρύλισμα από τους ανώτερους έκοψε το τελευταίο επιχείρημα. Οι υψηλόβαθμοι που στέκονταν πίσω τους, ούτε χαμπαριάζανε, ούτε όρεξη για κουβεντούλες είχανε. Αν η Άνθρωπος δεν ερχόταν μαζί τους με το καλό, υπήρχε και το προτιμότερο γι' αυτούς άγριο. Ένας απ' αυτούς σήκωσε το δόρυ του στον αέρα κι ένα δευτερόλεπτο μετά, μια καταιγίδα από βέλη, δόρατα και πολεμικές κραυγές ξέσπασε στο ίσιωμα. Ο Ντάζεϊλτον ούρλιαξε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια. Η Λόλι σάστισε κι αυτή για μια στιγμή και τέντωσε μπροστά το αριστερό της χέρι. Στη στιγμή μια γαλάζια φωσφορίζουσα μεμβράνη, που ξάφνιασε μέχρι και την ίδια. την περικύκλωσε. Ο Έντελ τρόμαξε, βλέποντας την εγγονή του μέσα σε μια σφαίρα, σαν αυτήν που τη βρήκε παγιδευμένη προηγουμένως. Όμως αυτή τη φορά, συνέβη κάτι διαφορετικό: όλα τα όπλα που ήρθαν κατά πάνω της πάγωσαν στην επιφάνεια της σφαίρας κι εκσφενδονίστηκαν σαν ηλεκτροφόρα μπούμερανγκ πίσω σε αυτούς που τα είχαν ρίξει. Ο Ντάζεϊλτον άκουσε τις τσιρίδες, ξεσκέπασε τα μάτια του κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, βλέποντας τους στρατιώτες να χοροπηδάνε γύρω-γύρω, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγουν από τις ηλεκτροπληξίες.

«Απίστευτο!», φώναξε ενθουσιασμένος.

Η Λόλι που αυτή τη φορά είχε πλήρη επίγνωση του τι έκανε, εντυπωσιάστηκε από τη νεοαποκτηθείσα δύναμη που της προσέφεραν οι κρύσταλλοι. Άφησε τη σφαίρα να σβήσει γύρω της και χαμογέλασε καθησυχαστικά στον παππού της που σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του ανακουφισμένος.

«Δυνάμεις που άλλοι δεν μπορούν να φανταστούν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα!», έκανε ακόμα πιο ενθουσιασμένη, επαναλαμβάνοντας ακριβώς τα λόγια της γιαγιάς της. «Όχι κι άσχημα για πρώτη επίσημη χρήση των ενωμένων κρυστάλλων, δε νομίζεις;», τον ρώτησε χαμογελώντας.

«Καθόλου άσχημα», της χαμογέλασε κι αυτός, την ώρα που οι αρχηγοί φώναζαν σε όσους είχαν χτυπηθεί να κόψουν τις βλακείες και να κάνουν έφοδο. Φυσικά, η εύκολή της απώθηση εξαγρίωσε τους πολεμιστές, που ήδη ερχόντουσαν ταλαιπωρημένοι από μία άνιση μάχη και τους έκανε να θέλουν να ορμήσουν κατά πάνω της γεμάτοι οργή και μίσος.

Έτσι κι έκαναν, αλλά αυτή τη φορά ούτε ο Ντάζεϊλτον, ούτε ο Έντελ, ούτε η Λόλι έδειξαν να φοβούνται. «Για να δούμε τι άλλο μπορούν να κάνουν αυτά τα μωρά», σχολίασε η τελευταία, κοιτάζοντας τους κρυστάλλους. Αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει λιγάκι και να δώσει ένα μάθημα σε αυτούς τους νταήδες που έτρεχαν καταπάνω της, ο ένας πίσω από τον άλλο. Άνοιξε τα χέρια της κι άρχισε να ρίχνει κίτρινες λάμψεις όπου έβλεπε Τζέργκα. Ο Ντάζεϊλτον χρησιμοποιούσε την επίθεσή του με το χρυσό σύννεφο για να τους κρατήσει μακριά, ενώ ο Έντελ τους απομάκρυνε με το σπαθί του.

Βλέποντας τους συμπολεμιστές του να αποδεκατίζονται στα χέρια μιας μικρής Ανθρώπου, ο ελίτ που σήμανε την επίθεση, γύρισε στον Μαντράγκ, που ήδη είχε επιβιώσει από τη μάχη στη Φυλακή. «Τι κάνουμε;»

«Ανεβείτε στους Δράκους!», φώναξε εκείνος. «Δεν θα μας νικήσει τόσο εύκολα στον αέρα!» Η Λόλι συνέχισε να τους χτυπά, όταν όμως άκουσε τον πονεμένο βρυχηθμό ενός Δράκου, κάτι έσπασε μέσα της· δεν μπορούσε να πειράξει ανυπεράσπιστα πλάσματα, που είχαν την ατυχία να διαφεντεύονται από τόσο παρανοϊκά άτομα. Καθάρισε τη σκέψη της και μια πορτοκαλί αύρα φύσηξε κατά πάνω τους, ρίχνοντάς τους κάτω από τις ράχες των ερπετών.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν μέσα στα ερείπια της Πολιτείας των Δράκων ήταν φοβερά: οι ήρωές μας βρέθηκαν στη μέση του πεδίου της μάχης και πολέμησαν με σθένος. Τα λόγια της Σενίτ αποδείχθηκαν πέρα για πέρα αληθινά και οι κρύσταλλοι τροφοδότησαν τη νεαρή κοπέλα με δυνάμεις που δεν θα μπορούσε ποτέ της να φανταστεί. Η γαλάζια σφαίρα που προηγουμένως την είχε φυλακίσει, τώρα γινόταν ασπίδα αδιαπέραστη για κάθε όπλο. Πολύχρωμες ακτίνες ξεπηδούσαν από τα ακροδάχτυλά της με προορισμό κάθε εχθρό που τολμούσε να πλησιάσει παραπάνω. Μέσα σε μερικά λεπτά, η κοπέλα είχε καταλάβει καλά ότι είχε το πάνω χέρι κι ο φόβος της έκανε χώρο για τον ενθουσιασμό της. Ενθουσιασμό γιατί μπορούσε να κάνει τόσα πολλά πράγματα, ενθουσιασμό γιατί όλα πήγαιναν καλύτερα απ' όσο υπολόγιζε. Ενθουσιασμό γιατί βαθιά μέσα της ήξερε για τι πάλευε. Για την αγάπη! Για την ομορφιά της ψυχής! Για τη φαντασία!

Η άμυνα έγινε αντεπίθεση. Οι κρύσταλλοι σε λίγο της προσέφεραν κι άλλη μια συναρπαστική ανακάλυψη, όταν η κοπέλα διαπίστωσε ότι δεν πατούσε πια στη γη, αλλά μπορούσε να πετάξει! Ο Ντάζεϊλτον, που δεν άφηνε στιγμή το πλευρό της, γέλασε ενθουσιασμένος όταν την είδε να αιωρείται. Κι αν οι απλοί στρατιώτες είχαν τρομάξει από αυτή την εξέλιξη, οι πολεμιστές της ελίτ, δεν θα το έβαζαν κάτω. Διέταξαν μαζική επίθεση και την αμέσως επόμενη στιγμή έτρεχαν όλοι μαζί προς το μέρος της. Εκείνη συνέχισε να πετάει ψηλά. Άτσα και πέταγμα! Μία από τις έξτρα προσφορές του πακέτου των κρυστάλλων, αν δεν κάνω λάθος, σκέφτηκε. «Έρχομαι μαζί σου, Λόλι!», άκουσε τον Ντάζεϊλτον να της φωνάζει από κάπου χαμηλά και σε λίγο τον είδε να πετάει κι αυτός δίπλα της, με τα μικροσκοπικά γκρίζα φτερά του. Χαμογέλασε με σιγουριά και οι δυο τους συνέχισαν να ανεβαίνουν, ώσπου βρισκόντουσαν σε απόσταση ασφαλείας από τους Τζέργκα. Ο Νεράιδος συνέχισε να στέλνει χρυσή λάμψη κατά πάνω τους, ενώ ένας μικρός μωβ δακτύλιος εμφανίστηκε γύρω από τη Λόλι. Σιγά-σιγά, άρχισε να μεγαλώνει και να λάμπει όλο και περισότερο. Γνωρίζοντας σαν εκ πείρας τι επρόκειτο να συμβεί, η κοπέλα κατέβηκε χαμηλά χωρίς καθόλου φόβο. Ο Ντάζεϊλτον απόρησε και τρόμαξε. Τα μωβ μάτια του ακολούθησαν ορθάνοιχτα το επίσης μωβ στεφάνι, καθώς αυτό σταμάτησε ακριβώς στο μέσο των πολεμιστών.

«Εμπρός λοιπόν, ψευτόμαγκες», τους προέτρεψε η Λόλι ήρεμα, αλλά προκλητικά. «Ελάτε να με πιάσετε, τι περιμένετε;» Φυσικά, αντέδρασαν σαν θυμωμένα σκυλιά και δεν δίστασαν να τρέξουν καταπάνω της. Δεν θα τους ξέφευγε, την είχαν περικυκλώσει! Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν...

Η φουξομάλλα γέλασε από τη μύτη με την ανοησία τους να πέσουν στην παγίδα της σαν αναίσθητα ζώα που ήταν. Έκλεισε τα μάτια της κι εκείνη τη στιγμή η γη τραντάχτηκε ξανά, λες και γινόταν σεισμός. Με έναν κρότο δυνατό, το στεφάνι γύρω της μεταμορφώθηκε σε μια πανίσχυρη κι εκτυφλωτική έκρηξη, που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της.

---

Ο απόηχος της έκρηξης έφτασε ως το Ντέρενθ-Όνγκε, όπου ένα νεαρό αγόρι αγνάντευε παθητικά τον ορίζοντα, με το νέο, αραχνοΰφαντο ένδυμά του να ανεμίζει. Λίγο πίσω του, ένας Νεράιδος παρατηρούσε ευχαριστημένος το τελευταίο του απόκτημα, έτοιμος να ξεκινήσει παράσταση με αυτή την νέα μαριονέτα.

---

Όταν πια η έκρηξη τελείωσε, όλοι οι Τζέργκα κραύγαζαν και προσπαθούσαν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. «Ναι!», φώναξε ο Ντάζεϊλτον χαρούμενος, με τη γροθιά του υψωμένη. Ο Έντελ που είχε ανέβει στον πύργο έχοντας μαζέψει κάποια από τα όπλα τους για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον τους, χαμογελούσε κι αυτός. Μα αυτό που εκνεύρισε περισσότερο τους πολεμιστές ήταν το νικηφόρο βλέμμα της Κρυστέλ, που ακόμα έστεκε ανάμεσά τους, υπερήφανη για την μπαμπέσικη επίθεση που κατάφερε να κάνει.

Ο Ντάζεϊλτον, που πετούσε ακόμα λίγο πιο πάνω δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τα καταφέρανε τόσο καλά, όμως ο Έντελ τους παρακολουθούσε από την κορυφή του πύργου με γερακίσιο μάτι. Ήξερε πως κάτι κακό θα γίνει, η διαίσθηση του Φύλακα τον έκανε να επαγρυπνεί. Και πράγματι, μέσα απ' τους καπνούς, κατάφερε να δει έναν πεσμένο πολεμιστή να σηκώνεται αργά και να ετοιμάζεται, με τρεμάμενες μα αθόρυβες κινήσεις, να καρφώσει με το σπαθί του την πλάτη της Λόλι. Ο Έντελ ούρλιαξε και με μια γρήγορη κίνηση έριξε ένα τζέργκικο δόρυ, σπάζοντας το σπαθί σε δυο κομμάτια.

«Παλιόγερε!», βρυχήθηκε αυτός κι έριξε με τη σειρά του ένα βέλος, το οποίο βρήκε το στόχο του.

Οι επόμενες στιγμές διαδέχθηκαν η μία την άλλη σαν βιντεοταινία που την είχαν βάλει να παίξει στο γρήγορο. Όλα ξεκίνησαν με ένα ανατριχιαστικό μεταλλικό σφύριγμα ακριβώς πίσω της. Έπειτα, το μόνο που θυμόταν καθαρά ήταν τον εαυτό της να ουρλιάζει «ΠΑΠΠΟΥ!» και την ταλαντευόμενη φιγούρα του Έντελ με ένα βέλος καρφωμένο στο πλευρό, να παραπατά και να πέφτει από τον πύργο που ορθωνόταν κάπου πίσω της. Ο Ντάζεϊλτον που άκουσε το ουρλιαχτό της, πέταξε προς τα εκεί με όση δύναμη είχε, μα η Λόλι δεν πρόλαβε να τον ακολουθήσει, ούτε καν να δει αν πρόφτασε. Οι ελίτ άδραξαν την ευκαιρία της ταραχής της κι αυτή τη φορά κατάφεραν να τη συλλάβουν. Πριν το καταλάβει, την είχαν ακινητοποιήσει. Στις αγωνιώδεις στιγμές που ακολούθησαν, την έστρεψαν στην αντίθετη κατεύθυνση, κάτι σαν χειροπέδα από σίδερο περάστηκε στο χέρι της και η επαφή της με τη μαγεία των κρυστάλλων στραγγαλίστηκε για ακόμα μία φορά. Τίποτα από όλα αυτά δεν την έκανε να σταματήσει να ουρλιάζει γεμάτη απόγνωση και μίσος.

«Ως εδώ με τα παιχνίδια σου, κακομαθημένο!», φώναξε πάνω στα νεύρα του ο πολεμιστής που την έδεσε, κάτι παραπάνω από πρόθυμος να της ρίξει ένα χέρι ξύλο για όλα όσα τους έκανε.

«Αρκετά», φώναξε ο Μαντράγκ, κάνοντας και τους δύο να σωπάσουν. «Ο γέρος πάει, ξόφλησε, γι' αυτό κόψε τις υστερίες», είπε στην κοπέλα, κάνοντάς την να δακρύσει την ίδια στιγμή. Έπειτα στράφηκε στον συνάδελφό του «Κι εσύ κοίτα να μαζέψεις τα νεύρα σου! Θυμήσου. Άθικτη είπε ο Άρχοντας. Δεν θες να παραβείς τις εντολές του. Πάμε!», διέταξε. Η Λόλι δεν θυμόταν πώς την πλησίασαν τόσο πολύ και πώς την έπιασαν τελικά. Δεν θυμόταν αν φώναζε με δάκρυα στα μάτια για να την αφήσουν ήσυχη, ή για τον παππού της. Το τελευταίο πράγμα που πρόφτασε να δει με την άκρη του ματιού της ήταν ένα μπλε φως που άρχισε να απλώνεται. Έπειτα από αυτό, η ερειπωμένη πολιτεία χάθηκε από τα μάτια της και ούτε ο φίλος της, ούτε ο παππούς της φαίνονταν πουθενά.

---

Όταν το φως διαλύθηκε, βρισκόταν σε άλλη μία κατακόκκινη ερημιά και το μόνο που φαινόταν στον ορίζοντα ήταν ένα κτίριο που έμοιαζε πολύ με στρατόπεδο. Τα τερατόμορφα πλάσματα βρίσκονταν ακόμη γύρω της, μα έστεκαν παγωμένα. Δεν αποκλείεται να ήταν το ίδιο ξαφνιασμένοι με εκείνη από την ξαφνική τηλεμεταφορά. Για μερικά δευτερόλεπτα, η Λόλι κοιτούσε τους ελίτ πολεμιστές γεμάτη τρόμο. Πριν από λίγο τους είχε σχεδόν κατατροπώσει, γέλασε μαζί τους, τους χλεύασε, τώρα όμως βρισκόταν στο έλεός τους.

«Γιατί περιμένουμε;», τσίριξε ένας απ' τους πολλούς χαμηλόβαθμους και αρκετά ταλαιπωρημένους από τις επιθέσεις της Τζέργκα, σπάζοντας τον πάγο. «Δεν τη χρειαζόμαστε ολόκληρη! Οι κρύσταλλοί της μας φτάνουν! Ας τους πάρουμε!», συνέχισε και με μία απότομη κίνηση, έκανε να αρπάξει το περιδέραιο από το λαιμό της. Για κακή του τύχη, μόλις το χέρι του ήρθε σε επαφή με τους κρυστάλλους, μία κόκκινη λάμψη τον τίναξε πίσω, κάνοντας τον να τσιρίξει ακόμη πιο δυνατά, σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Μονάχα εκείνη τη στιγμή, η Λόλι συνήλθε από την καταληψία στην οποία έμοιαζε να έχει βυθιστεί τόση ώρα.

«Καλά να πάθεις!», ούρλιαξε με φωνή βραχνιασμένη και γεμάτη θυμό. «Έτσι και κάνεις να τους ξαναγγίξεις, κάηκες!» Η απειλή της και το πάθημα αυτού του μάλλον ηλίθιου τύπου απέτρεψε παρόμοιες ενέργειες από τους υπόλοιπους, αλλά δεν τους απέτρεψε από το να την αρπάξουν άγρια από τα μπράτσα και να την πάνε προς το στρατόπεδο, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της.

«Συνεχίζεις να πας γυρεύοντας, μικρή», της είπε ο Μαντράγκ ψύχραιμα. «Πολλοί εδώ κρατιούνται να μην σε χτυπήσουν κι αν δεν το κόψεις αυτή τη στιγμή, δεν θα προσπαθήσω να τους εμποδίσω», συνέχισε με μια κούφια απειλή, η οποία όμως έκανε τη δουλειά της και το κορίτσι σώπασε αμέσως. Χωρίς καμιά αλλαγή στο σοβαρό του ύφος, αυτός έδωσε εντολή να συνεχίσουν την πορεία τους.

Ένας ψηλόλιγνος, μεγαλοπρεπής Νεράιδος, πλαισιωμένος από μία εξίσου μεγαλοπρεπή συνοδεία σχεδόν ολόιδιων Ανθρώπων, ανέμενε την άφιξή τους στην πύλη του στρατοπέδου, έχοντας στείλει ο ίδιος το νεραϊδοκάλεσμα που τους τηλεμετέφερε. Η κοπέλα δεν είχε σταματήσει να δείχνει τη δυσαρέσκειά της, ενώ την κρατούσαν σε στενό κλοιό. Γνωρίζοντας πόσο ευέξαπτα πλάσματα ήταν οι Τζέργκα, ο Νεράιδος αποφάσισε να παρέμβει.

«Κύριοι, κύριοι...», έκανε με το πιο αριστοκρατικό του ύφος και τα χέρια στον αέρα. «Αραιώστε, παρακαλώ. Φέρνετε τη φιλοξενούμενή μας σε δύσκολη θέση, δεν είναι ευγενικό». Αυτοί τον κοίταξαν ανέκφραστα, αλλά άφησαν τα μπράτσα της Λόλι και απομακρύνθηκαν. Η Λόλι κοίταξε τον Νεράιδο με τα βασιλικά ρούχα. Αυτός κατέβηκε με αργά βήματα προς το μέρος της και με ένα ευγενικό νεύμα είπε: «Ζητώ συγγνώμη για τη διαγωγή των συνεργατών μου, νεαρή Κρυστέλ. Βλέπεις, η τέχνη του πολέμου και η τέχνη της ευπρέπειας δύσκολα συγκλίνουν. Ελπίζω να καταλαβαίνεις». Η κοπέλα ξίνισε τα μούτρα της με την υποκρισία στη φωνή του, αλλά εκείνος δεν έδειξε να νοιάζεται. «Επίτρεψέ μου να συστηθώ: είμαι ο Όμπερον, Βασιλιάς των Ξωτικών, Μέγας Μάγος των Ονείρων και παλιός γνώριμος της γιαγιάς σου, της Κρυστέλ Σενίτ».

«Ναι, κατάλαβα ποιος είσαι», του απάντησε κουρασμένα. «Και δεν θέλω καθόλου παρτίδες μαζί σου».

Αυτός μόρφασε. «Δεν είναι τρόπος αυτός να μιλά μία δεσποσύνη», παρατήρησε με το ίδιο γλοιώδες ύφος. «Κατανοώ ότι πέρασες δύσκολα, κυρίως εξαιτίας της συζύγου μου, μα τούτος δεν είναι λόγος να βάλεις κι εμένα στο ίδιο τσουβάλι μαζί της. Βλέπεις, δεν είμαστε το ίδιο».

«Όχι, δεν είστε... εσύ είσαι χειρότερος, έτσι;»

Ο Όμπερον έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας με τη γλώσσα του. «Πολύ εύκολα κατηγοριοποιείς και βάζεις ταμπέλες στους άλλους, νεαρή Κρυστέλ. Δεν μπορείς να με κρίνεις, ακόμα δε γνωριστήκαμε. Από την άλλη βέβαια, μπορεί αυτός ακριβώς να είναι ο λόγος που φέρεσαι έτσι. Μόλις ήρθες εδώ. Ξένη ανάμεσα σε ξένους», τόνισε, αλλά η Λόλι δεν απάντησε, ούτε σταμάτησε να τον κοιτάει με απέχθεια. «Ίσως ένα πρόσωπο... πιο οικείο να σε βοηθούσε να νιώσεις πιο άνετα...», πρόσθεσε με ένα μειδίαμα ο Όμπερον και γύρισε στη συνοδεία του. «Εντελ, έλα εδώ να χαιρετίσεις την αδερφή σου, αγαπητέ μου».

Για κλάσματα του δευτερολέπτου, η Λόλι δεν επεξεργάστηκε στον εγκέφαλό της όσα άκουσε, μα η εικόνα που αντίκρισε, έκανε τα μάτια της να γουρλώσουν παραπάνω απ' όσο πίστευε ότι θα μπορούσαν ποτέ να γουρλώσουν. Ένας από τους παρατεταγμένους νέους έφυγε από τη θέση του και πλησίασε τους δύο. Με φρίκη, η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι ο έφηβος με τον περίτεχνο νεραϊδίσιο χιτώνα δεν ήταν άλλος από τον μικρό της αδερφό. «Έντι...», κατάφερε με το ζόρι να προφέρει το όνομά του. «Τι κάνεις εδώ; Πώς-»

«Μην ανησυχείς, Λόλι», της είπε το αγόρι γαλήνια, αλλά και κάπως ψυχρά. «Ξέρω ότι όλα αυτά σου φαίνονται παράξενα, αλλά ό,τι συμβαίνει είναι για το καλό μας».

«Για το καλό μας; Τ-Το καλό μας;», κόμπιασε αυτή μέσα στη σαστιμάρα της. «Έντι, πρόσεξέ με, σε παρακαλώ. Δεν ξέρω πώς ήρθες εδώ, αλλά αυτός ο άντρας είναι επικίνδυνος. Δεν πρέπει να τον ακούς! Συνεργάζεται με τους Τζέργκα. Θυμάσαι τι μας έλεγε πάντα η γιαγιά γι' αυτούς. Θυμάσαι τις ιστορίες της. Θυμάσαι έστω εκείνο το τετράδιο με την ιστορία που σκεφτήκαμε μαζί; Ήταν όλα εμπνευσμένα απ' όσα μας έλεγε».

Όση ώρα του μιλούσε, δεν πρόσεξε καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. «Δεν θυμάμαι κανένα τετράδιο», της δήλωσε ξερά. «Κι όσο για τα άλλα... απλές ιστορίες ήτανε. Παραμυθάκια που μας λέγανε για να μας βάλουν για ύπνο».

«Αυτά που βλέπεις σου μοιάζουν για παραμύθάκια; Κοίτα γύρω σου: όλα όσα μας λέγανε η γιαγιά κι ο παππούς είναι μπροστά σου. Κοίτα», έκανε απελπισμένα, δείχνοντάς του το περιδέραιο με το χέρι στο οποίο ήταν περασμένη η χειροπέδα. «Κοίτα τους Μαγικούς Κρυστάλλους μου. Βλέπεις πως είναι αληθινοί; Και οι Τζέργκα μου πέρασαν αυτό εδώ το πράγμα στο χέρι. Βλέπεις ότι με κρατούν αιχμάλωτη; Απάντησέ μου, το βλέπεις!;»

Ο αδερφός της δεν έδειξε να συγκινείται καθόλου. «Πάντα τα έβλεπες όλα άσπρο-μαύρο, Λόλι. Μια ζωή είσαι το παιδί που τους βλέπει όλους σαν χαρακτήρες βιβλίων. Ωρίμασε επιτέλους και δες καθαρά. Οι Τζέργκα είναι φίλοι μας».

«Τι μπαρούφες είναι αυτές που λες!; Τι σου έκαναν και τα λες όλα αυτά!;» Η Λόλι ένιωσε την οργή της να ξεχειλίζει, καθώς η αλλόκοτη συμπεριφορά του Έντι, η αχνή λάμψη στα μάτια του, αλλά και η διαίσθηση των ίδιων των κρυστάλλων επιβεβαίωναν σταθερά ένα και μόνο πράγμα: «Είναι... μαγεμένος», ψιθύρισε στον εαυτό της και κατόπιν φώναξε πιο δυνατά «Είσαι μαγεμένος!» και κοίταξε τον Όμπερον. «Τι έκανες στον αδερφό μου, τέρας!;»

«Μην του μιλάς έτσι», την έκοψε ο Έντι και συνέχισε σαν να μιλούσε για το είδωλό του «Ο Βασιλιάς Όμπερον είναι αυτός που μας βοήθησε», τόνισε με αυστηρότητα και η αδερφή του τον κοίταξε με απορία. «Είχες χαθεί και τώρα βρέθηκες. Σ' αυτόν χρωστάμε την επανασύνδεσή μας».

Η κοπέλα άκουγε άφωνη. «Έντι μου... σε παρακαλώ. Προσπάθησε να ξυπνήσεις. Δεν μπορεί να...», έκανε και προσπάθησε να τον αγκαλιάσει, μα ο Έντι έβαλε τα χέρια του μπροστά, εμποδίζοντάς την. «Έντι...», έκανε πληγωμένη.

«Νομίζω πως κάπου εδώ η κουβεντούλα σας φτάνει στο τέλος της», ακούστηκε λίγο πιο μακριά η φωνή του Όμπερον, ο οποίος καμάρωνε σαν να είχε μάθει στο κατοικίδιό του ένα νέο κόλπο. «Προέχουν κι άλλες, πιο σημαντικές συναντήσεις, Λορελάι. Έλα μαζί μου, παρακαλώ», είπε στο κορίτσι και μετά έδωσε ένα παράγγελμα στα Νεραϊδίσια και η συνοδεία του ετοιμάστηκε να αποχωρήσει, με τον Έντι να ενώνεται ξανά μαζί τους.

Η Λόλι έμεινε να τον κοιτά να φεύγει, αλλά στο τέλος ούρλιαξε εξοργισμένη με δάκρυα θυμού στα καστανά της μάτια: «Αυτά τα κτήνη που αποκαλείς φίλους μας, μόλις σκότωσαν τον παππού μας για να με συλλάβουν! Ο παππούς μας είναι νεκρός, Έντι!»

Στο άκουσμα της ανακοίνωσής της, ο Έντι κοκκάλωσε. Το πρόσωπο του Ξωτικοβασιλιά συσπάστηκε όταν πρόσεξε την κίνηση αυτή και κοίταξε το αγόρι με κομμένη την ανάσα. Οι υπόλοιποι υπηρέτες τον προσπερνούσαν απτόητοι, αλλά ο Έντι έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Κάτι μέσα του τού έλεγε να τρέξει πίσω, να αγκαλιάσει τη Λόλι όσο πιο σφιχτά μπορούσε και να κλάψει μαζί της, μα αμέσως η σκέψη αυτή καλύφθηκε από την ομίχλη στο μυαλό του. Στην πίκρα της αδερφής του απάντησε με ένα ακόμα ψυχρό βλέμμα. «Λυπάμαι», μουρμούρισε, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι το έλεγε μηχανικά. «Μπορεί... μπορεί και να είναι καλύτερα έτσι...», συνέχισε, στρέφοντας το κεφάλι του αλλού. «Έκανε πολλά λάθη και μας είπε πολλά ψέματα. Τώρα δεν θα ξαναπεί», ολοκλήρωσε και βάλθηκε ξανά να ακολουθεί τους άλλους που μέχρι τώρα είχαν απομακρυνθεί και τον είχαν αφήσει λίγο πίσω τους. Η Λόλι έμεινε με την καρδιά ματωμένη.

Μόλις έφυγαν οι Άνθρωποι, οι Τζέργκα άρχισαν πάλι να την τραβάνε. Ο Ξωτικοβασιλιάς αυτή τη φορά δεν έκανε καμιά κίνηση να τους σταματήσει. Απλώς προχωρούσε δίπλα της μέσα στο στρατόπεδο και τον ζώνανε τα φίδια. Κι αν η μικρή την είχε κάνει τη ζημιά; Αν είχε καταφέρει να σπάσει το ξόρκι του στο αγόρι; «Η γιαγιά μου έλεγε πως ήσουνα καλός!», την άκουσε να του φωνάζει. «Πως προστάτευες τα όνειρά μας και φρόντιζες για το δίκαιο όλων!» Η αναφορά στο παρελθόν του τον έκανε ν' ανατριχιάσει χωρίς να το θέλει. «Πώς γίνεται ν' άλλαξες τόσο; Τίποτα καλό δεν έχει μείνει πια μέσα σου!; Μου είναι ακατανόητο πώς μπορεί κάποιος σαν τον Ντάζεϊλτον να έχει έναν πατέρα τόσο άκαρδο».

Αρπάζοντας αυτή τη μοναδική ευκαιρία να βγάλει προς τα έξω τη δική του αγανάκτηση, κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μοχθηρία την κοπέλα. «Εμένα μου είναι ακατανόητο όλο αυτό», είπε ξερά. «Να σκεφτείς ότι υπάρχουν ακόμα κάποιοι που θεωρούν ότι τα πάντα στον κόσμο μας έχουν οριστεί με σύνεση. Πολύ συνετό Νεράιδες, Τζέργκα κι Άνθρωποι να είναι ίσα κι όμοια. Πολύ συνετό, μα την αλήθεια! Και τώρα η μοίρα μου εξαρτάται από ένα τιποτένιο πλάσμα σαν εσένα». Εκείνη τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός, χωρίς να έχει κουράγιο να του πει τίποτα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top