Κεφάλαιο 41

Κεφάλαιο 41

Ένα φως στον ορίζοντα. Ένα ουράνιο τόξο δίχως βροχή σκορπά στο πέρασμα του την ελπίδα. Ελπίδα για όσους αναζητούν, ελπίδα για όσους αγαπούν, αλλά... ελπίδα και για 'κείνους που μισούν...

Αυτό το φως έβλεπε ο Ντάζείλτον πέρα απ' τα βουνά και συνέχιζε να πετάει. Όσο κι αν τα μικρά κι αδύναμα φτερά του τον παρακαλούσαν να σταματήσει να τα καταπονεί, όσο κι αν η εικόνα του πληγωμένου του πατέρα τρεμόπαιζε μπροστά στα κουρασμένα του μάτια, οι ενοχές για το τι έκανε, τι έχασε και τι άφησε πίσω δεν τον αγγίζανε. Κατά κάποιον τρόπο, το φως που ακολουθούσε του θωράκιζε το νου μόνο με γενναιότητα, αισιοδοξία κι αγάπη...

---

Αυτό το φως είδε ο Άρχοντας των Τζέργκα μέσα στον πυρετό της μάχης. Γύρω του δεν υπήρχαν παρά μονάχα στάχτες και τα καμένα θεμέλια της φυλακής που θ' αποτελούσε την αρχή της κυριαρχίας του στις Νεράιδες. Από ψηλά ακουγόντουσαν τα δυνατά φτεροκοπήματα και οι διαπεραστικοί συριγμοί των Δράκων που απομακρύνονταν ελεύθεροι, έχοντας πάρει μαζί τους τις ζωές αρκετών από τους πιο ικανούς πολεμιστές του. Ήταν γεγονός· ο Μέγας Σάιτρους είχε χάσει μόλις μια μάχη. Η οργή του ήταν έτοιμη να ξεχυθεί σαν ηφαιστειακή λάβα. Το πιο βαρύ του ανάθεμα ας έριχνε ο Ντρογκ σ' όποιον προκάλεσε εκείνο το χάος και τύλιξε το ένδοξο όραμά του στους καπνούς! Κι όμως, μέσα από τούτους τους καπνούς της ήττας, η λάμψη των κρυστάλλων έφτασε στα μάτια του και τα έκανε να καρφωθούν σ' αυτήν.

Βλέποντας τον Φύλαρχό του να έχει μαρμαρώσει, ένας από τους υψηλόβαθμους της ελίτ τον πλησίασε βιαστικά. «Θα τους κυνηγήσουμε;», ρώτησε δείχνοντας προς τις ιπτάμενες φιγούρες των Δράκων που ξεμακραίνανε. Ο Σάιτρους δεν αντέδρασε για μερικά δευτερόλεπτα.

«Όχι», γρύλισε κι ένα σατανικό γέλιο έπαιξε στα χείλη του, ξαφνιάζοντας τον κατώτερό του. «Άσε τις βρωμερές σαύρες να νομίζουν ότι μας κατατρόπωσαν. Άσ' τες να χαρούν για λίγο την ελευθερία που νομίζουν ότι κέρδισαν...»

«Μα Αφέντη-»

«Κάνε αυτό που σου λέω, Μαντράγκ και συγκέντρωσε τους μη τραυματίες! Επιστρέφουμε στο στρατόπεδο». Μπορεί ο Μαντράγκ να αδυνατούσε να βρει έστω ένα ίχνος λογικής στη διαταγή του Φυλάρχου του, ωστόσο η προτεραιότητά του να μην μείνει χωρίς κεφάλι, τον έκανε να καταπιεί τις αντιρρήσεις του και να υπακούσει. Την ώρα που οι γεροί ακόμα στρατιώτες συγκεντρώνονταν σε σχηματισμό, ο Σάιτρους γύρισε ξανά στα νοτιοανατολικά και το μενεξεδί φως καθρεφτίστηκε στο άγριο βλέμμα του. «Έφτασε η ώρα, λοιπόν...», είπε μόνος του. «Η ώρα που επιτέλους θ' ανταμωθούμε. Ανυπομονώ να σε γνωρίσω από κοντά... νέα Κρυστέλ».

---

Αυτό το φως είδε κι η Τιτάνια στ' όνειρό της. Οι ζωηρές αχτίδες του ξεγλιστρούσαν από τα ακροδάχτυλά της κι έκαναν το δάσος ακόμα πιο πολύχρωμο. Η αιθέρια Νεραϊδοβασίλισσα έσερνε το χορό, όπως όριζε το πανάρχαιο έθιμο. Ούτε οι υποτιθέμενοι εκσυγχρονιστικοί νόμοι, ούτε οι ιέρειες δεν θα της στερούσαν το θεϊκό δικαίωμα να σκορπίσει στο διάβα της γητειές και μαγικά που θα φέρνανε αρμονικά την αλλαγή των εποχών. Η Ζάιλα και οι υπόλοιπες Νεράιδες της συνοδείας της ήταν κι αυτές εκεί· χόρευαν ανέμελα γύρω της, στολίζοντάς της τα μαλλιά με αγριολούλουδα και τραγουδώντας εύθυμο, μελωδικό τραγούδι, που εξυμνούσε τη χάρη της και την ισορροπία της Φύσης. Ήταν εκείνη, η Τιτάνια, κόρη της Συμπελίν και Βασίλισσα του Νοβέλιαν. Η πιο ισχυρή βασίλισσα του κόσμου! Πιο αγαπητή και πιο καλοσυνάτη Νεράιδα απ' αυτήν δεν υπήρχε. Ήταν εκείνη, το Κυανό Άστρο, που έκαμε όλα τα υπόλοιπα άστρα να σβήνουν εμπρός του. Χαμογέλασε με στοργή στην κουστωδία της και στον κόσμο γύρω της. Σ' έναν κόσμο καλύτερο για όλους! Έναν κόσμο πιο ιδανικό και πιο δίκαιο, όπου κανένα πλάσμα δεν θα υπέφερε ξανά. Και χαμογέλασε επειδή τον είχε φτιάξει εκείνη με τα δυο της χέρια.

---

Το ίδιο φως πρόλαβε να δει με την άκρη του ματιού της κι η Ραβάννα και με βαριά καρδιά το άφησε πίσω της, καθώς ο Εθίρ πετούσε με κατεύθυνση την Πύλη για το Νοβέλιαν. Να 'ξερες μόνο πόσο λυπάμαι που δεν είμαι κοντά σου... και πόσο ανησυχώ για την απόφαση που πήρες. Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, Λορελάι..., σκέφτηκε μ' έναν αναστεναγμό.

Καθώς κοίταξε προς τα κάτω, παρατήρησε ένα πρασινωπό χέρι πάνω στο δικό της. «Θα σε πείραζε;», ρώτησε με συστολή ο Σάντριγκορ. «Φαίνεται με ξανάπιασε η... υψοφοβία μου...»

Εκείνη τον κοίταξε με συμπάθεια, έχοντας κατανόηση και του προφορικού και του πραγματικού λόγου αυτής της κίνησης. «Κανένα πρόβλημα», είπε και στράφηκε πάλι μπροστά, χωρίς να τραβήξει το χέρι της.

---

Ο χορός συνεχιζόταν πιο ζωηρός. Μια λευκόχρυση αύρα ίπτατο γύρω της και η Τιτάνια γελούσε συνεπαρμένη. Ξάφνου, μπουμπουνητά ακούστηκαν από τον ουρανό κι αέρας φύσηξε δυνατά προς το μέρος τους, παρασέρνοντας καταπράσινα φύλλα που μέχρι πριν κρατιόντουσαν καλά απ' τα κλαδιά τους. Το χαρούμενο τραγούδι των Νεραϊδών ήρθε να σκεπάσει ένα άλλο τραγούδι, ήρεμο και δυσοίωνο. Στη στιγμή, οι κοπέλες σταμάτησαν να χορεύουν και μαζεύτηκαν πίσω απ' τη βασίλισσά τους, αναφωνώντας τρομαγμένες. Η Τιτάνια δεν έκανε ούτε βήμα· κοιτούσε με αγωνία το τοπίο να σκοτεινιάζει και ν' αγριεύει ολοένα και περισσότερο.

Τη φωνή που τρόμαξε τις Νεράιδές της την ήξερε πολύ καλά. Κάποτε τη λάτρεψε, μα με τον καιρό τη μίσησε, όπως λάτρεψε και μίσησε τον άντρα στον οποίο ανήκε. Αυτός ήταν, αυτός πάλι! Ήξερε ότι έπρεπε να αντισταθεί, να προστατέψει τις κοπέλες και τον εαυτό της από την επιρροή του. Και το προσπάθησε, έβαλε τα δυνατά της, αλλά για μια ακόμη φορά οι προσπάθειες αποδείχτηκαν μάταιες. Σιγά-σιγά, εκείνο το τραγούδι που την αποκοίμισε προηγουμένως, το όμοιο με νανούρισμα και ψαλμό, είχε επικράτησε ανάμεσα σε όλους τους άλλους ήχους κι η Τιτάνια ένιωσε τα αυτιά της να βουίζουν. Ακόμα κι αν της τραγουδούσε για το πώς η γαλάζια της λάμψη θα έσβηνε κι η ζωή που γνώριζε θα τέλειωνε,, η φωνή του ήταν τόσο μαγευτική, τόσο ακαταμάχητη, τόσο τοξική, που σε λίγο η Νεράιδα δεν είχε ούτε τι δύναμη, ούτε τη θέληση να αντισταθεί. Απλώς αφέθηκε στο σκοτάδι, με όλες τις σκέψεις της να μουδιάζουν, μέχρι που το μόνο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν τρεις μικροί κρύσταλλοι που την προσμένανε στο απλωμένο χέρι του γιου της. Ναι, ίσως υπήρχε ελπίδα για τον κόσμο της...

---

Χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε στη μητέρα του, ο Νεραϊδοπρίγκιπας έφτασε τελικά στο Ντράνθρογκ. Η σκέψη της δεν έφυγε ποτέ απ' το μυαλό του. Είχε κλάψει για εκείνη. Είχε πονέσει με την απόρριψή της και φοβόταν για το ποια θα ήταν η αντίδρασή της, όμως ο πόνος κι ο φόβος του ήταν μακριά του...

Άλλος ένας νέος πολιτισμός ξεδιπλωνόταν γύρω του, αλλά δεν είχε χρόνο να τον παρατηρήσει. Το φως είχε εξαφανιστεί όταν τόλμησε να προσγειωθεί για λίγο, όσο να πάρει μια ανάσα και τώρα δεν το έβλεπε. Ανάστατος άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στα ερείπια. Μήπως έκανε λάθος; Μήπως η κούρασή του τού έπαιζε άσχημα παιχνίδια και τόση ώρα ακολουθούσε μια οφθαλμαπάτη; Ευτυχώς η αποθαρρυντική αυτή σκέψη δεν πρόφτασε να αναπτυχθεί, μιας και καθώς περπατούσε, παραπάτησε σε ένα μισοσπασμένο αντικείμενο που θύμιζε καθρέφτη. Κοιτάζοντας κάτω είδε τη λάμψη να αντικατοπτρίζεται κι όταν ξαναστράφηκε ψηλά, κατάφερε επιτέλους να την ξαναδιακρίνει. Προσηλωμένος έβαλε όλες του τις αντοχές και πέταξε με φόρα πάνω από τα κτίρια. Η Λόλι με τους κρυστάλλους της ήταν κάπου εκεί...

---

Ιδού ο Τόπος σου, Νεράιδα. Κι όμως, άλλο Νοβέλιαν είδα κάποτε στη θέση του...

Κι εγώ... άλλο Νοβέλιαν βλέπω τώρα, φίλε μου...

Η τηλεπαθητική δήλωση της Ραβάννας στον Εθίρ δεν απείχε απ' την πραγματικότητα. Ο Φύλακας της Φωτιάς είχε σίγουρα αιώνες να επισκεφθεί το Νεραϊδοβασίλειο, μα εκείνη δεν έλειψε παρά λίγες μέρες. Κι όμως μπορούσε να νιώσει τη διαφορά στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και να την ακούσει στις θυμωμένες φωνές που έφταναν στα αυτιά της από κάθε κατεύθυνση. Οι Νεράιδες πολεμούσαν μεταξύ τους, η Βασιλική Φρουρά είχε αφήσει στην άκρη το πρωτόκολλο και χρησιμοποιούσε βία, όχι τόσο για να σταματήσει τις αμέτρητες οδομαχίες, όσο για αυτοάμυνα. Μα όποια κι αν ήταν η πρόθεσή τους, το αποτέλεσμα ήταν ένα: αδυνατούσαν να περιορίσουν το έξαλλο πλήθος και την καταστροφή της δημόσιας περιουσίας. Η Αρχιέρεια που όρισε με συνοπτικές διαδικασίες η Τιτάνια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι αυτή, μιας και κανείς δεν την άκουγε. Σίγουρα η έκπληξη όλων ήταν μεγάλη, όταν ένας Υψηλός Δράκος κατέφτασε στον Τόπο τους. Βλέποντάς τον να πετάει προς το παλάτι, πολλοί υπέθεσαν πως επρόκειτο για ενισχύσεις της Φρουράς από τη Χώρα των Δράκων, γεγονός που τους εξόργισε περισσότερο.

---

Στο εσωτερικό του παλατιού, τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα για τους Ευγενείς, «Γιατί δεν έχουν έρθει ακόμα;»

«Τόσα παρακάλια τους κάναμε! Τι άλλο θέλουν πια!;»

«Μα πού είναι, Ζάιλα; Πού είναι οι ενισχύσεις που σου υποσχέθηκαν;»

Η νεαρή Συνοδός δεν ήξερε από πού να πιαστεί, κρίνοντας από τα επικριτικά και συνάμα απεγνωσμένα βλέμματα των αρχόντων γύρω της. «Εί-Είπαν ότι θα έρθουν το συντομότερο. Με διαβεβαίωσαν-»

«Το 'συντομότερό' τους δεν μας αρκεί. Τώρα τους χρειαζόμαστε! Άνθρωποι! Τι να περιμένεις από δαύτους!;» Η Ζάιλα δεν ήξερε τι να υποθέσει, βλέποντας τη βοήθεια που με τα χίλια ζόρια κατάφερε να εξασφαλίσει να μην έρχεται. Θα μπορούσε η Πρωθυπουργός να την είχε κοροϊδέψει; Ήταν δυνατόν να έπαιζε με την ακεραιότητά τους...; Όχι, όχι μετά απ' όσα της έταξε. Όταν άκουσε δυνατούς χτύπους και κραυγές από τη σφραγισμένη κεντρική είσοδο του παλατιού, ήξερε πια ότι τα πράγματα είχαν φτάσει σε οριακό σημείο!

Οι Ευγενείς, που πλέον δε φέρονταν και τόσο σαν ευγενείς, πάσχιζαν μάταια να βρουν μια λύση. «Εσύ μας έμπλεξες σε όλο αυτό, εσύ να μας ξεμπλέξεις! Μίλα τους», της είπαν στο τέλος, σπρώχνοντάς την στο μπαλκόνι. Η καημένη η Ζάιλα ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό και δεν μπορούσε ούτε να συντάξει άρτιες προτάσεις, καθώς η παρουσία της εξαγρίωσε τον όχλο. Ήταν έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της από στιγμή σε στιγμή.

Την τρομάρα της ήρθε να συμπληρώσει ένας δυνατός κρότος και η είσοδος ενός κατακόκκινου Δράκου που όρμησε μέσα σπάζοντας με τις δυνατές του φτερούγες έναν κρυστάλλινο θόλο, Έπειτα από λίγες στιγμές κι αφότου η ατμόσφαιρα καθάρισε από τα θρύψαλα και τις σκόνες, οι άρχοντες κοίταζαν αποσβολωμένοι, καθώς από τη ράχη του τεράστιου πλάσματος κατέβηκε μια Νεράιδα, την οποία συνόδευε ένας...

«Καλικάντζαρος; Στο παλάτι!; Αχ, χάνομαι, σβήνω!», αναφώνησε μια ψηλομύτα λαίδη, λίγο προτού λιποθυμήσει στα χέρια ενός εξίσου ψηλομύτη λόρδου.

Χα! Άλλο ένα θύμα της γοητείας μου, σκέφτηκε ο Σάντριγκορ καθώς άρχισε να προπορεύεται και να τους παραμερίζει, απολαμβάνοντας τη διαδικασία λίγο παραπάνω απ' όσο επέτρεπαν οι συνθήκες. «Μεριάστε μύγες! Έλα! Στη μπάντα! Για ανοίξτε δρόμο! Περνούν οι επισημότητες, λέμε! Άντε μπράβο, άντε μπράβο! Εσένα θα σου δώσω αυτόγραφο μετά, φιλαράκο...», έκανε στο τέλος, προσπερνώντας έναν κοντό Νεράιδο με κοστούμι, που κουνούσε τα χέρια του σαν χαζός. Ωστόσο η γυναίκα πίσω του δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία στις σοκαρισμένες αντιδράσεις του συμβουλίου, παρά πλησίασε την τρεμάμενη κοπέλα που στεκόταν λίγο πίσω τους.

«Κάνε στην άκρη». Δεν χρειάστηκε ν' ακούσει τίποτα άλλο. Η νεαρή Νεράιδα σχεδόν έτρεξε με την όπισθεν, αφήνοντας τη μεγαλύτερη Νεράιδα να βγει στη θέση της. Ο αέρας φυσούσε κρύος, φέρνοντας μαζί του στάλες βροχής και δικαιολογώντας την απρόσμενη επιμονή του Σάντριγκορ να φορέσει γύρω απ' το λαιμό της το κασκόλ που της προσέφερε με το που φτάσανε. Κάτω απ' το μπαλκόνι της Τιτάνιας, δεκάδες σειρές Νεραϊδών ήταν παρατεταγμένες η μια πίσω απ' την άλλη, σαν ένας στρατός. Η Ραβάννα ένιωσε την καρδιά της να πιάνεται.

Τα μάτια της είχαν δει τόσα τις τελευταίες μέρες, αλλά το να βλέπει το λαό της εν εξάλλω καταστάσει ήταν κάτι που με τον τρόπο του πονούσε. Οι φλόγες στους πυρσούς που βαστούσαν, μια ολοκάθαρη αντανάκλαση της πρότερης θανατηφόρας μανίας της. Δεν μπορούσε να τους αφήσει έτσι! «Ακούστε με, Νεράιδες!», ξεκίνησε, βρίσκοντας τη δύναμη να τους μιλήσει. «Είμαι η Αρχιέρεια Ραβάννα. Σας διατάζω να σταματήσετε αυτή την εξέγερση. Εάν η απομάκρυνσή μου είναι ο λόγος του θυμού σας, λόγο πια δεν έχετε να μάχεστε αναμεταξύ σας!» Στο άκουσμα της γνώριμης φωνής της Αρχιέρειάς τους, οι θυμωμένες φωνές χαμήλωσαν σταδιακά, καθώς Νεράιδες και Νεράιδοι άρχισαν να γυρνούν ο ένας στον άλλο ψιθυρίζοντας φράσεις όπως 'αυτή είναι', 'η Ραβάννα', ή 'γύρισε'. «Το μεγαλύτερο κακό που μπορούμε να πάθουμε δεν προέρχεται από τους εχθρούς μας», συνέχισε εκείνη όσο δυνατά και καθαρά μπορούσε. «Δεν είναι ετούτοι που μπορούν να μας διαλύσουν, αλλά εμείς οι ίδιοι, αν αφήσουμε τη διχόνοια να φυτρώσει ανάμεσά μας! Σταματήστε, λοιπόν, να επιτίθεστε στα αδέρφια σας! Σταματήστε την καταστροφή της πατρίδας μας! Μονάχα ήρεμοι κι ενωμένοι θα μπορέσουμε να βγούμε απ' αυτόν τον λαβύρινθο. Χωρίς όπλα! Χωρίς ξόρκια! Μόνο αν κρατιόμαστε σφιχτά μεταξύ μας», ολοκλήρωσε νιώθοντας ανάξια και ψεύτρα.

Το πλήθος είχε βουβαθεί και κοιτούσε με δέος την ιέρεια με τον σκισμένο χιτώνα και το σημαδεμένο πρόσωπο. «Έχεις όμως μια ρητορική δεινότητα...», σχολίασε ο Σάντριγκορ, σκαρφαλωμένος στα κάγκελα του μπαλκονιού, στα αριστερά της.

---

Μερικές φορές δεν ξέρεις τι σε οδηγεί στις πράξεις σου. Όχι φυσικά πράξεις απλές και καθημερινές. Πράξεις που δεν περίμενες, ή δεν θα έπρεπε να κάνεις. Πράξεις υποκινούμενες από απελπισία, ή αγανάκτηση, ή απλώς τη λαχτάρα να ξεφύγεις απ' όσα σε βουλιάζουν. Κι όμως τις κάνεις χωρίς να σκέφτεσαι, ακόμη κι αν το βλέπεις πως σου είναι ξένες και δεν αντικατοπτρίζουν το δικό σου πρόσωπο, μα το πρόσωπο που θα μπορούσες να είσαι, είτε το καλύτερο, είτε το χειρότερο.. Γιατί; Ίσως επειδή ο μόνος τρόπος να δεις πιο καθαρά, είναι να θολώσουν τόσο τα μάτια σου, ώσπου να αναγκαστείς να χύσεις δάκρυα που θα τα καθαρίσουν και θα τα επαναφέρουν. Διότι ίσως, μέσα από τέτοιες πράξεις, μπορεί τελικά να καταφέρεις ν' αποκαλύψεις τη λύση εκείνη, που μέχρι πριν ήταν τόσο καλά κρυμμένη ακριβώς μπροστά σου και περίμενε απλώς την κατάλληλη στιγμή για να φανερωθεί.

Αυτό ήταν το σκεπτικό που οδήγησε και την ηρωίδα μας τη Λόλι να σηκώσει τους κρυστάλλους της στον αέρα και να διακινδυνέψει να χάσει τον πολύτιμο θησαυρό που πάσχιζε να αποκτήσει από την αρχή αυτής της παράξενης ιστορίας. Δεν ήταν τρελή, ούτε πήγαινε γυρεύοντας, όπως υπέθεσαν σιωπηλά η Μπελέρια κι ο Καρπάθιλ πίσω από την πλάτη της. Μπορεί αυτή τη στιγμή ο κακός του παραμυθιού της να ερχόταν ήδη να τη βρει. Μπορεί να έπρεπε απλά να μείνει κρυμμένη και φοβισμένη. Αλλά δεν ήταν αυτή η φύση μιας Κρυστέλ. Η φύση μιας Κρυστέλ ήταν να υπερβαίνει και να σώζει ό,τι αξίζει να σωθεί, έστω κι αν οι άλλοι δεν βλέπουν τίποτα άξιο διάσωσης. Ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβανόταν εκείνη με την ελάχιστη πείρα και γνώση που κατείχε για το νέο ρόλο της.

Έτσι η φουξομάλλα έμεινε στην ίδια στάση, ώσπου το μάτι της έπιασε μια ιπτάμενη ανθρώπινη μορφή να έρχεται προς τον πύργο. Οι Νεράιδες κι ο Άνθρωπος πίσω της κοιτούσαν ανήσυχα, μα η αγωνιώδης έκφραση στο πρόσωπο της Λόλι για μια πιθανή έφοδο, άλλαξε στιγμιαία σε αναγνώριση και σιγά-σιγά σε ένα πλατύ χαμόγελο.

«Ντάζυ!», φώναξε γεμάτη χαρά η Λόλι και ρίχνοντας πίσω το μενταγιόν της (μια πολύ αυθόρμητη κίνηση που παραλίγο να προκαλέσει στον παππού της καρδιακή προσβολή) έτρεξε με φόρα κι αγκάλιασε σφιχτά τον Νεράιδο που προσγειώθηκε στις πολεμίστρες. Η άφιξή του έκανε όλες της τις ανασφάλειες να γίνουν καπνός μέσα σε δευτερόλεπτα. Τώρα μονάχα ανακούφιση πλανιόταν στο νου της. Συγκινημένος, ο Νεράιδος έκλεισε τα μάτια του, αφήνοντας ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό του και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της, σαν να μην επρόκειτο να την αφήσει ποτέ ξανά. Και οι δύο είχαν κάνει δύσκολες επιλογές. Και οι δύο είχαν αλλάξει από την τελευταία φορά που ήταν μαζί, έστω κι αν αυτή η φορά ήταν το πολύ δυο μέρες πριν.

«Ε... Ντάζυ; Μπορείς να μ' αφήσεις τώρα...», μουρμούρισε η κοπέλα, μετά από πολλά δευτερόλεπτα σφιχταγκαλιάσματος, που είχε γίνει κάπως αμήχανο.

Σαν να ξυπνούσε, ο Νεράιδος άνοιξε τα μάτια του, συνειδητοποιώντας το άβολο της κατάστασης. «Ω, σωστά», είπε βιαστικά κι έκανε πίσω. «Μ-Με συγχωρείς...», συμπλήρωσε και η Λόλι δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει γλυκά, αναγνωρίζοντας το διστακτικό χαρακτήρα του φίλου της.

Εν τω μεταξύ, ο Έντελ είχε ορμήσει αλαφιασμένος και είχε προλάβει στο τσακ ν' αρπάξει το μενταγιόν, πριν αυτό πέσει κάτω. Αχ, αυτό το κορίτσι!, είπε από μέσα του εκνευρισμένος. Μα καλά, δεν της έκοψε ότι το να πετάς καταγής την πηγή της δύναμής σου –που παρεμπιπτόντως μπορεί να σε σκοτώσει, αν τυχόν πάθει κάτι- είναι τουλάχιστον ανόητο κι απερίσκεπτο!; Ίσως ήταν αναγκαία μια επαναληπτική διάλεξη σχετικά με τη σημασία και την ασφάλεια των κρυστάλλων. Ωστόσο, η καρδιά του μαλάκωσε, όταν πρόσεξε πόσο χαρούμενη φαινόταν η εγγονή του.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ο Ντάζεϊλτον στην προσπάθειά του να σπάσει τον πάγο.

«Καλά είμαι», απάντησε ειλικρινά εκείνη. «Εσύ; Τι σου συνέβη; Πού ήσουνα;», ρώτησε εμφανώς περίεργη κι ανήσυχη.

Ο Ντάζεϊλτον δεν ήξερε τι να πρωτοπεί πέρα απ' το «Μεγάλη ιστορία», το οποίο τα συμπεριλάμβανε όλα. Όταν η Λόλι πήγε να πει πως ήθελε ν' ακούσει αυτή τη 'μεγάλη ιστορία', άκουσε πίσω της κάποιον να ξεροβήχει έντονα. Γύρισε και είδε τον παππού της να την πλησιάζει με το περιδέραιο στο χέρι κι ένα ασυνήθιστα σοβαρό ύφος.

«Νομίζω ότι αυτό είναι δικό σου, νεαρά μου», άρχισε να λέει ο Έντελ, αλλά η αυστηρότητά του είχε ήδη υποχωρήσει πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι θα ήθελε. Εγγόνια! Γεννιόντουσαν αυτόματα με αυτή τη μοναδική ικανότητα να μαγεύουν τους παππούδες τους! Αυτό βέβαια δε σήμαινε ότι δεν θα της τόνιζε το λάθος της, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν. «Καλύτερα να προσέχεις περισσότερο τους κρυστάλλους. Δεν ξέρω αν θα καταφέρνω πάντα να τους πιάνω στον αέρα. Θυμήσου, είμαι Φύλακας, όχι τερματοφύλακας».

«Συγγνώμη παππού...», ψέλλισε η Λόλι μ' ένα μικρό νευρικό γέλιο.

Ο Ντάζεϊλτον όμως δεν άκουσε καθόλου τον διάλογό τους. Η ματιά του είχε εστιάσει στο περιδέραιο. «Λόλι;», έκανε τραβώντας την προσοχή της, όταν ο Έντελ είχε απομακρυνθεί. «Το περιδέραιο της γιαγιάς σου...», προσπάθησε να πει, ενθυμούμενος όσα του ανέφερε η φίλη του, μετά την απόκτηση του κόκκινου κρυστάλλου. «...Οι κρύσταλλοι... Α-Αυτό σημαίνει ότι είσαι...;»

«Ναι», απάντησε γνέφοντας η κοπέλα. «Έκανα την Ένωση. Είμαι πλέον μία Κρυστέλ».

Ο νεαρός πάγωσε όσο επεξεργαζόταν τη νέα πληροφορία στο μυαλό του. «Έγινες Κρυστέλ...», ψιθύρισε δυσκολευόμενος να ξεκαθαρίσει αν η είδηση αυτή τον έκανε να χαίρεται, ή να λυπάται. «Και η φαντασία σου;»

«Γινόταν αλλιώς;», αναρωτήθηκε η Λόλι, κάνοντας δύσκολο για τον Ανολοκλήρωτο να διαβάσει την έκφρασή της. «Θα μου πεις, μικρό το κακό. Σιγά! Θυσίασα τη φαντασία μου για το καλό του κόσμου. Άλλοι θυσίασαν τη ζωή τους...», μονολόγησε σε μια στιγμή διαπίστωσης, «Δεν έχει σημασία», συμπλήρωσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, απαντώντας στο συμπονετικό του βλέμμα. «Ειλικρινά, αυτή τη στιγμή δε νιώθω κανένα κενό μέσα μου. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλήθεια! Δεν ξέρω βέβαια τι θα γίνει στο μέλλον, όμως αυτό που σου είπα πριν το εννοούσα: είμαι καλά, πραγματικά καλά».

«Το βλέπω», είπε ο Ντάζεϊλτον, κοιτάζοντας την διαπεραστικά. «Είσαι... διαφορετική...»

«Κι εσύ... αλλαγμένος μοιάζεις», απάντησε η Λόλι, έχοντας παρατηρήσει το απρόσμενα ώριμο και συγκροτημένο φέρσιμό του. Φέρσιμο που μαρτυρούσε ξεκάθαρα άτομο που αναγκάστηκε να μεγαλώσει απότομα. Μόνο που αυτή τη στιγμή δεν είχε καμιά διάθεση να το αναλύσει και να το ρίξει στο μελό. «Άσε να μαντέψω: έκανες κάτι στο μαλλί σου, το βρήκα;», ρώτησε παιχνιδιάρικα, κάνοντας τον πρίγκιπα να γελάσει. Δεν ήξερε αν η Λόλι έχασε όντως τη φαντασία της, πάντως το χιούμορ της σίγουρα δεν το είχε χάσει. Όσο γι' αυτόν, το μαλλί του ήταν ίσως το μόνο στο οποίο δεν είχε 'κάνει κάτι', αλλά όπως είπε κι εκείνη, δεν είχε σημασία. Προς το παρόν, η παρουσία της δίπλα του, τα αστεία της, οι κουβέντες τους, το γεγονός ότι τον αποδεχόταν αβίαστα γι' αυτό που ήταν, αρκούσε. Θα είχε χρόνο να της εξιστορήσει όσα έγιναν με αυτόν, τον πατέρα του και τη θεία του, αλλά όχι τώρα.

Μπορεί η Κρυστέλ να σε συμπάθησε, μπορεί να σου έκανε τη φίλη, μα ποτέ δεν θα νιώσει για σένα κάτι βαθύτερο από λύπηση..., αντήχησαν τα πικρά λόγια του πατέρα του στη σκέψη του, μα επέλεξε να τα αποσιωπήσει μόνιμα, όπως και τον μύθο του Κέιντ και της Φεϋλίς, που έλεγε ότι Κρυστέλ και Νεράιδες δεν μπορούν να είναι μαζί. Προτίμησε να επαναλάβει μέσα του τα λόγια της θείας του και του Σάντριγκορ, να κοιτάξει τα όμορφα μάτια της Λόλι, που μόνο με λύπηση δεν τον κοιτούσαν. Προτίμησε να της δώσει το χέρι του και να την ακολουθήσει προς τα υπόλοιπα πρόσωπα που στεκόντουσαν πίσω τους. Για πρώτη φορά, έπειτα από ένα διάστημα που φάνταζε αιώνες, η Άνθρωπος κι ο Νεράιδος είχαν την αίσθηση πως όλα έχουν μπει στη θέση τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top