Κεφάλαιο 40
Κεφάλαιο 40
Σύντομα τα νέα για την εξέγερση στη φυλακή μαθεύτηκαν κι ο Μεγάλος Φύλαρχος, με τη χατζάρα του ανά χείρας, έσπευσε να επιβάλει την τάξη και να σφάξει όσους Δράκους τόλμησαν να επαναστατήσουν. Ο Όμπερον πάλι, έμεινε στο φρούριο ως υπεύθυνος. Με βλοσυρό ύφος, στεκόταν στο μεγάλο πέτρινο μπαλκόνι κι αγνάντευε την πυρκαγιά από απόσταση ασφαλείας.
Πίσω από την πλάτη του, ο Πουκ περίμενε ακίνητος, αμίλητος κι αγέλαστος. Ίσως θα ήταν καλή ιδέα να αναβάλει αυτό που ήρθε να του πει για κάποια άλλη, πιο εύθυμη στιγμή. Στο απογευματινό τσάι, για παράδειγμα. Ναι, αυτή θα ήταν σίγουρα μια πιο εύθυμη στιγμή. Με τη συνοδεία ενός ζεστού αφεψήματος και μερικών φρεσκοψημένων κουλουρακίων, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν πιο εύθυμα! Αλλά όχι! Έπρεπε η ζωή να φανεί για άλλη μια φορά άδικη με τον άμοιρο Πουκ! Έπρεπε η αναποδιά να του συμβεί συγκεκριμένα εδώ, σε τούτη τη μαυρότρυπα με τους βαρβάρους που ούτε τσάι είχαν, ούτε κουλουράκια! Να πάρει η οργή, να πάρει!, σκέφτηκε τρίβοντας τα χέρια του από νευρικότητα και προσπαθώντας να βρει κουράγιο να ομολογήσει την αποτυχία του. Θα μάθαινε που θα μάθαινε ο Όμπερον ότι τα έκανε θάλασσα και ξέρασε πληροφορίες στον βρωμοκαλικάντζαρο, ας το μάθαινε τουλάχιστον από τον ίδιο. Λίγο θα δικαιολογούταν από 'δώ, λίγο θα τα φούσκωνε από ΄κεί, θα την έβγαζε καθαρή... Θα την έβγαζε καθαρή...; Αγχωμένος, τράβηξε χαμηλά το κόκκινο σκουφί του, ώστε να σκεπάσει τα αυτιά του και μαζί να κρύψει το τσιρότο που του έβαλε ο αδερφός της Κρυστέλ.
---
Όταν το αγόρι τον είδε χτυπημένο και προσφέρθηκε να τον φροντίσει, εκείνος σκέφτηκε ότι κάλλιο το 'χε να φάει βατράχια, παρά να εμπιστευτεί την υγεία του σε Άνθρωπο. Ωστόσο, ο έφηβος επέμεινε. Το αποτέλεσμα; «Άουτς! Πρόσεχε λίγο!»
«Μα... ακόμα δεν σ' ακούμπησα».
«Α, ναι; Μ-Μήπως να τ' αφήναμε για κάποια άλλη στιγμή; Σε ξύπνησα κιόλας...»
«Για τελευταία φορά, όχι. Δεν με ξύπνησες. Και μην πας να τ' αποφύγεις», αποκρίθηκε ο Έντι, που ακόμα δεν είχε συνέλθει εντελώς από τον εφιάλτη που είδε πριν. «Γιατί δε σκέφτεσαι κάτι άλλο; Πάντα βοηθάει», πρότεινε, μιας και αυτό προσπαθούσε να κάνει κι ο ίδιος.
«Κάτι άλλο, κάτι άλλο... Πάντα ο Πουκ βοηθούσε τους Κατώτερους», μουρμούρισε ο Νεράιδος με παράπονο. «Κακό ποτέ δεν έκαμε σε τούτα τα ζιζάνια. Κι αν έλαχε μια-δυο... τρεις... πέντε-δέκα... είκοσι φορές να τα πειράξει, απλώς αστειευόταν! Σκοπό δεν είχε να τα βλάψει τα φτωχά παραπάνω απ' όσο βαστάγανε... Μα θαρρείς, τα τράβαγε η φύση τους τα πειράγματα και τις σκοτούρες. Κι όρκο παίρνω ιερό στην Πάλλευκη Σελήνη πως το καλό τους μόνον κοίταγα. Να τα βοηθήσω, ο Ανώτερος, τη θέση τους να μάθουν! Μη και σηκώσουν το κεφάλι τους το άδειο κι ο Τρανός ο Άρχοντας ο Όμπερον μες' το θυμό του τους το πάρει». Στη συνέχεια, άρχισε να γκαζώνει. «Κι ορίστε που κατάντησε ο Πουκ ο κακομοίρης! Απ' την καλή του την καρδιά εύρηκε τον μπελά του! Ύπουλα τονε χτύπησε το λυσσασμένο γκόμπλιν, που όποια κατάρα και να πω, γι' τούτο θα 'ναι λίγη! Που να του πέσουνε τα αυτιά! Που να ξεπρασινίσει! Που να γενεί πολύχρωμος σαν το Ουράνιο Τόξο και οι συμπατριώτες του μαζί του να γελάνε! Και-Και-»
«Ε συγγνώμη, αλλά τέλειωσα», ανακοίνωσε ο Έντι, που τόση ώρα άκουγε το ποιητικό παραλήρημα και ταυτόχρονα περιποιούταν τις μελανιές του. Ο Πουκ, απορροφημένος από όσα έλεγε, δεν είχε καταλάβει τίποτα, όμως όταν πρόσεξε ότι η πλάτη του δεν πονούσε πια, η εξοργισμένη έκφραση στο πρόσωπό του γλύκανε σιγά-σιγά.
«Κοίτα να δεις...», ξεφύσηξε με κλειστά μάτια. «Πώς τα κατάφερες και μακριά πήρες τον πόνο, δίχως άλλον πόνο στη θέση του να δώσεις;»
«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Στο σχολείο μας κάνανε μαθήματα πρώτων βοηθειών».
«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, λέει... Του Πουκ έσωσες τη φήμη! Δεν είναι λίγο πράμα!» Ο Έντι χαμογέλασε ευχαριστημένος κι αμέσως βγήκε στην επιφάνεια η κρυφή του επιθυμία, που ποτέ δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν, ούτε στη μητέρα του, ούτε στον Κόουλ, αλλά τώρα έβλεπε ότι ίσως να μην ήταν και τόσο παράξενη όσο φανταζόταν.
«Θέλω να σπουδάσω γιατρός», είπε ντροπαλά το αγόρι.
«Γιατρός...;» Ο Πουκ έξυσε τη μύτη του σκεπτικός. «Δηλαδή θεραπευτής, ε; Θα μου πεις, γιατί όχι; Έχεις μαγικά χέρια, Εντάκο! Σου χρωστάω χάρη, αρκεί... να μη μάθει τίποτα ο Αφέντης...»
«Μη σκας, δεν θα του το πω... το υπόσχομαι».
«Τζάμι! Κόλλα το, δικέ μου!», έκανε ο ξωτικοτυπάς, με την αγαπημένη του ανθρώπινη χειραψία και συνέχισε να κοιτάει τον Έντι, που έβγαζε απ' την τσάντα του ένα πακέτο μικρούς επιδέσμους. «Είσαι προικισμένο και καλό Ανθρωπάκι», συμπέρανε, συγκρίνοντάς τον με τους άλλους Ανθρώπους της συνοδείας του Όμπερον, που είχαν τις μύτες τους ψηλά και κοιτούσαν μόνο πώς να τον καρφώσουν. Αυτό ήταν το 'ευχαριστώ' που τους έκανε την τιμή να υπηρετούν τον Ξωτικοβασιλιά! Που τους ανέθρεψε από μωρά με τόση φροντίδα! Που τους... απήγαγε από τα σπίτια τους και... τους στέρησε τις οικογένειές τους..., άσχετο αυτό! Αλλά με τούτον εδώ ναι, θα μπορούσαν να κάνουν καλή παρέα! Θα του μάθαινε όλα του τα κόλπα και μαζί θα σκαρώνανε αξέχαστες φάρσες σε ολόκληρο το δάσος! «Όταν ξεμπερδέψουμε απ' όλο αυτό το σούσουρο κι επιστρέψουμε στον Λόγγο των Ονείρων, θα είμαστε φίλοι για πάντα!», ξεφώνισε απρόσμενα, παρασυρμένος από έναν ενθουσιασμό, που είχε χρόνια να τον πιάσει.
Ο Έντι ξαφνιάστηκε με την άτοπη παιδικότητα του πλάσματος. «Θα το ήθελα πολύ, Πουκ...», είπε ειλικρινά, «...μα όταν βρούμε την αδερφή μου, θα πάμε σπίτι μας. Εκεί είναι η ζωή μας. Καταλαβαίνεις, έτσι;» Την τελευταία φράση ακολούθησαν ενοχές, όταν είδε την έκφραση του Πουκ να αλλάζει.
«Σωστά... είναι κι η αδερφή σου...», διαπίστωσε αυτός απογοητευμένος, αλλά φρόντισε να μην φανεί η αγωνία του για τις επερχόμενες ερωτήσεις του παιδιού, όπως γιατί δεν βρέθηκε η κοπέλα ακόμα και τι είχε σκοπό να κάνει ο Όμπερον μαζί τους. «Λοιπόν, ο Πουκ πρέπει να φύγει τώρα, μικρό πουλάκι! Ας ξημερώσει με το καλό κι όλα θα φτιάξουνε!», πέταξε στα γρήγορα κι έφυγε απ' το δωμάτιο σαν καπνός, αφήνοντας τον Έντι μόνο με τις σκέψεις του.
---
«Πες το, Πουκ», έσπασε τη σιωπή ο Όμπερον, που εδώ και ώρα είχε αντιληφθεί την παρουσία του υποτακτικού του.
Στο απρόσμενο άκουσμα της αυστηρής φωνής, ο Συνοδός έβγαλε μια τσιρίδα. Αυτό ήταν! Τα ήξερε ήδη όλα! Ήταν χαμένος! Χαμένος! Μεμιάς έπεσε στα γόνατα κλαψουρίζοντας: «Δε φταίει ο Πουκ, Αφέντη! Αλήθεια δε φταίει! Του τη φέρανε πισώπλατα!»
«Μα... για ποιο πράγμα μιλάς;», ρώτησε ξαφνιασμένος και μερικώς εκνευρισμένος ο Όμπερον, γυρίζοντας να τον κοιτάξει, «Και τι κάνεις πεσμένος χάμω, μου λες;»
Ο Πουκ γούρλωσε τα μάτια, διαπιστώνοντας ότι παραλίγο να προδοθεί μόνος του. «Εεεε...» Χρωστούσε μια μούντζα στον εαυτό του και μια απάντηση στον κύριό του. «Εεεε... καθαρίζω!», είπε, κάνοντας τάχα ότι σκούπιζε το πάτωμα με τα χέρια. «Δεν είναι κατάσταση ετούτη!», συνέχισε βάζοντας όλο και περισσότερο ζήλο στις κινήσεις του. «Ένας Ξωτικοάρχοντας του δικού σας κύρους είναι ανάρμοστο να περιπλανιέται σ' έναν χώρο τόσο βρώμικο κ-κ-και σκονισμένο! Κοιτάξτε χάλια!», σχολίασε, δείχνοντας τις ασπρισμένες παλάμες του. «Μια ηλεκτρική σκούπα θα 'ταν πολύ χρήσιμη στους Τζέργκηδες!» Στην τελευταία πρόταση, ο Νεράιδος μπροστά του σήκωσε και τα δυο του φρύδια με απορία. «Α-Ανθρώπινα μαραφέτια!», βιάστηκε να του εξηγήσει, «Αφήστε, ανήκουστα πράγματα! Τα φτιάχνουν και θαρρούν πως κάνουν θαύματα!», ολοκλήρωσε με ένα νευρικό γέλιο, καθώς επανήλθε σε όρθια θέση.
Ο Όμπερον παραήταν ανήσυχος για να δώσει σημασία στις ανοησίες του υπηρέτη του. Αντ' αυτού του γύρισε και πάλι την πλάτη κι ο Πουκ νόμισε πως τον άκουσε να αναστενάζει, αλλά όχι μόνο από εκνευρισμό.
«Φαίνεστε συννεφιασμένος, Άρχοντα Όμπερον...», σχολίασε αμήχανα. «Ακεφιές, ε; Α, το βρήκα! Τι λέτε να κάνω το κεφάλι ενός απ' αυτούς τους χαζούς γαϊδουρίσιο; Κλασσικό αστειάκι! Εγγυημένο! Ό,τι πρέπει για να γελάσει λίγο το χειλάκι μας, χαχα!» Ο βεβιασμένα χαρούμενος τόνος του αφοπλίστηκε από μια άδεια ματιά. «Ή καλύτερα όχι... Τι να κάνω για να σας φτιάξω το κέφι;»
Πράγματι, ο Ξωτικοβασιλιάς ήταν αρκετά κακοδιάθετος. Δεν ήταν μόνο η αγωνία για την έκβαση της εξέγερσης που τον απασχολούσε, αλλά και οι ανόητοι συναισθηματισμοί, που για κάποιο λόγο εξακολουθούσαν να τον τριγυρνάνε. Αυτή τη φορά αποφάσισε να απαλλαγεί από την παρουσία τους έμπρακτα. «Πουκ...», είπε, κάνοντας το Ξωτικό να αναπηδήσει ελαφρά. «...βγάλε τον Ντάζεϊλτον απ' το μπουντρούμι. Λέω πως αρκετά τιμωρήθηκε».
Στη στιγμή, ένα αληθινό και τεράστιο χαμόγελο βρήκε τη θέση του στη μακρόστενη φάτσα του Πουκ, που απ' την αρχή δεν ήταν σύμφωνος με τη φυλάκιση του πρίγκιπα. «Ασφαλώς, Άρχοντά μου! Ασφαλώς!», έκανε χαρούμενος. «Το πήρε το μάθημά του το παιδί μας! Ας μην ταλαιπωρηθεί άλλο! Ω, έχετε πραγματικά μεγάλη καρδιά! Τρέχω σαν τον άνεμο!», συνέχισε κι έπειτα από μια βαθιά υπόκλιση έκανε να φύγει, όταν την τελευταία στιγμή... «Ε... Αφέντη;»
«Ναι, Πουκ;»
«Κ-Κινδυνεύουμε;», ρώτησε κι ένα τρέμουλο τον διαπέρασε. «Αυτοί οι Δράκοι δε χαμπαριάζουν. Αν ο Φύλαρχος δεν καταφέρει να τους εμποδίσει... τι θα κάνουμε;»
Ο Όμπερον ρουθούνισε σκεπτικός. «Δεν κινδυνεύουμε, Πουκ. Μπορεί τα ερπετά να απέκτησαν ξαφνικά μεγάλη δύναμη, μα δεν είναι παρά ζώα. Δεν έχουν τη φρόνηση να τη διαχειριστούν. Άσε στην άκρη τούτες τις ανησυχίες και πήγαινε στη δουλειά σου». Αυτή τη φορά, το άφτερο αερικό υπάκουσε κι έφυγε.
«Η δύναμη του Ήλιου», είπε μόνος του ο Όμπερον «Δύναμη πανάρχαια κι αστείρευτη, σαν την ίδια τη ζωή...», συνέχισε κοιτάζοντας για άλλη μια φορά τον χρυσοκόκκινο ορίζοντα. «...όμως μπροστά μας, μέχρι κι αυτή θα φανεί ανίσχυρη...»
Πριν τελειώσει τα λόγια του, ένα πελώριο σύννεφο καπνού και σκόνης σηκώθηκε από το πουθενά και κάλυψε τα πάντα γύρω του, ενώ μια εκκωφαντική ηχώ έφτασε ως τα αυτιά του με τις λέξεις: «Τότε δοκίμασε τη δύναμη του Ήλιου και της Σελήνης μαζί, προδότη!» Προτού καταλάβει τι γινόταν, βρέθηκε πεταμένος πίσω καθώς μια ασημένια και κόκκινη λάμψη ήρθε και τον κάρφωσε μέσα από τον αποπνικτικό κλοιό, γκρεμίζοντας τα ημιτοίχεια του μπαλκονιού στο πέρασμά της. Σχεδόν τυφλωμένος από το σκληρό φως και τον ακόμα πιο σκληρό πόνο, ο Νεράιδος κατάφερε να διακρίνει μια ολόφωτη γυναικεία φιγούρα να ξεπροβάλει μέσα απ' το σύννεφο με τα φτερά της ορθάνοιχτα.
Παρά το τσούξιμο και τη θαμπάδα, τα σκούρα μπλε μάτια του άνοιξαν διάπλατα προς αναγνώρισή της. «Ύβενλυθ...», ψιθύρισε, δυσκολευόμενος να πιστέψει τούτο που θωρούσε. Ήταν στ' αλήθεια η ξαδέλφη του που ίπτατο απέναντί του, ολοζώντανη και λουσμένη στο φέγγος της πυράς. Ήταν και ταυτόχρονα δεν ήταν. Μια Ενέργεια ξένη και πανίσχυρη την περιέβαλε. Μια Ενέργεια που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί, μα δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε στα μάτια της μίσος. Ένα αιμοβόρο ένστικτο φαινόταν να διαφεντεύει τις κινήσεις της, καθώς τα χέρια της αναφλέχτηκαν. «Όχι!», ήταν το μόνο που πρόλαβε να φωνάξει, πριν μια βροχή από πύρινες σφαίρες τον κατακλύσει.
---
Παρά τις αντιρρήσεις του παππού της, η Λόλι έπεισε τους δύο πρώην κατάδικους να τους μεταφέρουν στον ψηλότερο πύργο της πόλης, που ακόμα ορθωνόταν ακλόνητος. «Αν και χαίρομαι που η ίδια η Κρυστέλ μας ζήτησε να συμβάλουμε στην αποστολή της, βρίσκω αυτό το σχέδιο λιγάκι... παράτολμο», παραδέχτηκε ο Καρπάθιλ, φανερά ανήσυχος.
«Τώρα είναι η ευκαιρία», αποκρίθηκε το κορίτσι, μόλις πάτησε ξανά σε στέρεο έδαφος. «Με την αναστάτωση που επικρατεί, οι Τζέργκα δεν θα περιμένουν να τους αιφνιδιάσουμε».
«Μ-Μ-Μα θα μας βρούνε».
«Αυτή τη φορά, θέλουμε να μας βρούνε, κύριε καθηγητά», έκανε η Λόλι και προχώρησε μερικά βήματα μπροστά.
«Τέλεια!», ξεφύσηξε η Μπελέρια. «Πάλι θα παίξουμε τη ζωή μας κορόνα-γράμματα...»
Ο Έντελ, που συμμεριζόταν το σκεπτικό της, της έγνεψε κι ακολούθησε την εγγονή του μέχρι τις πολεμίστρες. Εκεί ο αέρας σφύριζε και ίσα που μπορούσαν ν' ακούσουν ο ένας τον άλλο. «Λόλι μου, αυτό που πας να κάνεις είναι πάρα πολύ επικίνδυνο», της είπε ήρεμα. «Είσαι σίγουρη ότι-»
«Είμαι σίγουρη», απάντησε η φουξομάλλα. Ωστόσο, το θαρραλέο της ύφος άλλαξε σε φοβισμένο, μόλις γύρισε και τον κοίταξε. «Πίσω στο σπίτι δεν θα τολμούσα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο...», ομολόγησε μπερδεμένη. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με πιάνει, αλλά... νιώθω ότι με παίρνει να το ρισκάρω. Νιώθω ότι πρέπει να το ρισκάρω! Και δεν θέλω ν' αντισταθώ σε αυτή την αίσθηση, παππού. Καταλαβαίνεις;»
Ο Έντελ έγνεψε καταφατικά. «Μιλάς σαν τη γιαγιά σου», της είπε. «Είμαι βέβαιος ότι η σκέψη της είναι μαζί σου, όπως και η δική μου. Αν είσαι σίγουρη, τότε προχώρα. Θα είμαι δίπλα σου», κατέληξε κι έκανε πίσω, αφήνοντας της το χώρο ελεύθερο.
Η κοπέλα έμεινε μόνη με τους κρυστάλλους. Πράγματι, αισθανόταν γενναία κι έτοιμη. Έτοιμη να συναντήσει ακόμη και τον διώκτη της. Να του δώσει να καταλάβει ότι είχε να κάνει με κάποια που δεν αστειευόταν. Δίχως καμιά αναμονή, έβγαλε το περιδέραιο της και το σήκωσε ψηλά. Σαν να ξέρανε τι ζητούσε, οι κρύσταλλοι έλαμψαν δυνατά και η ακτινοβολία τους ξεχύθηκε στον ουρανό σαν μια δέσμη από κόκκινο, γαλάζιο και κίτρινο φως, που στην πορεία έγινε βιολετί. Λίγο πριν το χάραμα, ήταν αδύνατο να μην δει κανείς αυτόν τον πολύχρωμο φάρο, όσο μακριά κι αν βρισκόταν...
---
«Τι έχεις πάθει; Δε μπορεί να είσαι εσύ...», μουρμούρισε με μια πνοή ο Όμπερον, που μόλις και μετά βίας κατάφερνε να συγκρατήσει τις επιθέσεις της μ' ένα ξόρκι προστασίας. «Έχει σαλέψει ο νους σου. Έλα στα συγκαλά σου!», πρόσταξε με την ελπίδα τα λόγια του να την επαναφέρουν. Μα εκείνη έμοιαζε να μην έχει καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
«Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες!», ούρλιαξε η Ραβάννα και συνέχισε να στέλνει πύρινες σφαίρες κατά πάνω του. Εκείνος προσπάθησε να αποκρούσει, αλλά διατηρώντας την ψυχραιμία του και γνωρίζοντας καλά τις τεχνικές άμυνας κι αντεπίθεσης, κατάλαβε πως η παρούσα θέση του μειονεκτούσε. Έπειτά από κάποιους επιδέξιους ελιγμούς που οδήγησαν στην καταστροφή κολώνων και τοίχων, ξεδίπλωσε τα μεγαλειώδη φτερά του σαν πολεμικά λάβαρα κι όρμησε στον ουρανό. Δεν ήξερε πώς γλίτωσε, δεν ήξερε καν πού βρήκε τόση δύναμη, μα αν αυτή η σεληνιασμένη ήθελε μάχη, θα την είχε!
Το σώμα του φωτίστηκε και με τη σειρά του εξαπέλυσε ένα κύμα γκρίζων ηλεκτροφόρων αχτίνων. Μερικές από αυτές βρήκαν το στόχο τους και η αντίπαλός του σταμάτησε να επιτίθεται. Ωστόσο, ούτε βόγκηξε, ούτε έχασε την ισορροπία της. Μονάχα έβγαλε μια μικρή πνιχτή κραυγή κι έκανε μανούβρα στον αέρα, αποφεύγοντας τις υπόλοιπες αχτίνες που έσκασαν σαν πυροτεχνήματα πίσω και γύρω της. Η πνιχτή κραυγή δεν άργησε να γίνει τσιρίδα, καθώς γεμάτη οργή έστειλε κατά πάνω του έναν χείμαρρο από φλόγες. Οι Ενέργειες και των δυο συναντηθήκανε ακριβώς στη μέση, όπου κοντραρίστηκαν. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, η υπέρτατη δύναμη του Ξωτικοβασιλιά θα είχε υπερισχύσει, αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώς: η Αρχιέρεια ήταν τυλιγμένη με μανδύα απόρθητο και τίποτα δεν την έφτανε. Ο άνεμος λυσσομανούσε καυτός γύρω τους, σηκώνοντας πέτρες που έρχονταν και χτυπούσαν μόνο αυτόν, λες και κάποιο αόρατο χέρι τον λιθοβολούσε. Λες κι όλα τα στοιχεία της Χώρας των Δράκων κάμπτονταν στη μανία της.
«Ανάθεμά σε!», κραύγασε στην ύστατη προσπάθειά του, αλλά η φωτιά είχε ήδη σπρώξει πίσω τη δική του μαγεία και τον πλησίαζε απειλητικά. Βάζοντας όση δύναμη διέθετε, η Ραβάννα έκανε το μαγικό της να χτυπήσει τον στόχο της και μια ισχυρή έκρηξη σάρωσε όλο το κομμάτι του ουρανού όπου πετούσε ο Όμπερον.
Σιωπή έπεσε για λίγο κι αυτή έμεινε να κοιτάζει τα απομεινάρια της σύγκρουσης. Ωστόσο, το θέαμα την ξάφνιασε όταν μέσα από το φως φάνηκε μια σκούρα γυαλιστερή σφαίρα. Ένα μικρό ράγισμα έσχισε την επιφάνειά της και η σφαίρα θρυμματίστηκε μ' έναν γυάλινο ήχο, αποκαλύπτοντας τον Όμπερον σώο κι αβλαβή. Ένα χαμόγελο σιγουριάς χάραξε το πρόσωπό του, όταν είδε την οργή στο δικό της πρόσωπο, την ώρα που τον καταριόταν. Η γητειά της ασπίδας είχε κάνει τη δουλειά της κι η Ραβάννα είχε τώρα εξαντληθεί. Σε λίγα λεπτά θα την είχε νικήσει. Με τα μάτια του κλειστά και τα χέρια σε διάσταση, άρχισε να μουρμουρίζει αργά ένα μαγικό άσμα, την ώρα που το Ονειρονήμα άρχισε να κυλάει σε χοντρά πλεγμένα σχοινιά, στοχεύοντας κατευθείαν εκείνη.
Όμως αυτή δεν δείλιασε μπροστά στην ασύμμετρη απειλή που μπορούσε να διαλύσει το υποσυνείδητό της. Αντιθέτως, άπλωσε τα πυρωμένα της χέρια κι άρπαξε τα σχοινιά σαν να ήταν ατόφια κι όχι μαγικά. Η Ιερή Φλόγα είχε διογκώσει και τη δική της ύφανση κι ας είχε χρόνια να τη χρησιμοποιήσει. Για να δούμε τι θα κάνεις, ω Μεγάλε των Ονείρων Μάγε, τώρα που ονείρατα δεν θα ξαναμαγέψεις... Ο Όμπερον διέκοψε απότομα το ξόρκι του, διαισθανόμενος το άγγιγμά της. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, το Ονειρονήμα της είχε παγιδέψει το δικό του κι άρχισε να το βραχυκυκλώνει. Κάθε τσάκισμα, κάθε τσαλάκωμα, τον έκανε να ουρλιάζει όλο και περισσότερο καθώς το μυαλό και το κορμί του ηλεκτρίζονταν ασταμάτητα. Κι η Ραβάννα συνέχισε με πάθος την επίθεση και καθένα από τα χτυπήματα ερχόταν με περισσότερο μένος από το προηγούμενο. Μα τη Σελντίνια, πόσο δίκαιη ήταν η τιμωρία του! Πόσο του άξιζε να υποφέρει! Πόσο εθιστικό ήταν να τον τυραννάει!
---
Στο μεταξύ, ο Σάντριγκορ με τον Ντάζεϊλτον είχαν σχεδόν καταφέρει να διαφύγουν από το φρούριο. Η ατμόσφαιρα βέβαια ήταν βαριά, αλλά αυτό δεν επηρέασε την αμοιβαία συμπάθεια του ενός προς τον άλλο. «Και να 'μαι, που λες εκεί...», αφηγούνταν ο Σάντριγκορ που έπειτα από καιρό βρήκε επιτέλους κάποιον που δεν είχε ακουστά τις θαυμαστές περιπέτειές του. Τι καλύτερο για να κάνει το συνταξιδιώτη του ν' αλλάξει διάθεση; «...νύχτα μέσα στο δάσος, μισοβυθισμένος στην κινούμενη άμμο και περικυκλωμένος από πενήντα χιλιάδες μαρσιποφόρες βδέλλες. Αυτές να με κοιτάνε με τα στρογγυλά πορτοκαλί μάτια τους και να θέλουν να μου κολλήσουν σαν... σαν... σαν βδέλλες, τέλος πάντων. 'Τώρα τι κάνουμε;', λέω στον εαυτό μου και ξαφνικά... βλέπω ένα κλαδί! Το παίρνω κι αρχίζω να ρίχνω ροπαλιές σε ό,τι κεφάλι έβρισκα. Σ' ένα τεταρτάκι, τις είχα κάνει όλες τ' αλατιού...»
Ο Ντάζεϊλτον τον άκουγε και σκεφτόταν πώς γινόταν ο χαμός ενός αγαπημένου προσώπου να φέρνει κοντά άλλα πρόσωπα, όταν κάτι σαν αστραπή του τράβηξε την προσοχή. Γύρισε κι είδε δυο ιπτάμενες φωτεινές μάζες να συγκρούονται βίαια στον κόκκινο ουρανό. Δεν άργησε να διακρίνει την γκρίζα αύρα του πατέρα του. Ο αντίπαλός του φαινόταν να έχει το πάνω χέρι καθώς τον χτύπησε με μια δέσμη ενέργειας που είχε συμπτώματα ηλεκτροπληξίας πάνω του. Ο Ντάζεϊλτον κοιτούσε σοκαρισμένος, καθώς αναγνώρισε τη λάμψη του Ονειρονήματος. Εκτός απ' τον πατέρα του, μονάχα μια Νεράιδα ήξερε που μπορούσε να το χειριστεί έτσι. «Όχι...», ψιθύρισε.
«Τι; Δεν με πιστεύεις;», ρώτησε ο Σάντριγκορ, απορροφημένος από την ιστορία του. «Εντάξει, μπορεί να πρόσθεσα καμιά σαρανταριά χιλιάδες βδέλλες παραπάνω για να σ' εμπνεύσω περισσότερο, αλλά το περιστατικό όντως συνέβη! Το ορκίζομαι στη...» Τα λόγια του κόπηκαν, όταν ο Νεράιδος του έδειξε τι εννοούσε. «...μανούλα μου!», αναφώνησε ο Καλικάντζαρος κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
---
Με έναν βρυχηθμό που πήρε μαζί όλο του το κουράγιο, ο Όμπερον κατέρρευσε στο χώμα ηττημένος. Οξύς πόνος από εγκαύματα διέσχιζε όλο του το σώμα, καθιστώντας την κίνηση αδύνατη. Καθώς κατρακύλησε στο πλάι από την υπερβολική πίεση, την είδε· η Ραβάννα προσγειώθηκε ανάλαφρα στο έδαφος και οι φλόγες γύρω της χαμήλωσαν με την παύση του φτερουγίσματός της. Τους χώριζε απόσταση κάποιων μέτρων, αλλά και πάλι το ψυχρό της κοίταγμα έκανε το αίμα του να παγώσει. «Αυτό ήταν το κύκνειο άσμα σου, Όμπερον...», ήχησε η αλλόκοσμη φωνή της, σαν να ερχόταν από τον αέρα, τη γη και τον ουρανό. «Κανέναν πια δεν θα παραπλανήσεις με τα θλιβερά τεχνάσματά σου», συνέχισε εντελώς ήρεμη, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. «Κι ας μαθευτεί από Τόπο σε Τόπο πως ο Μέγας Μάγος Όμπερον, κάηκε για τα ανείπωτα σφάλματά του», συνέχισε και τα χέρια της πήραν και πάλι φωτιά με τη λέξη 'κάηκε'. «Το έργο του ας ξεχαστεί... κι ας σκορπίσει στον άνεμο, μαζί με την τέφρα του».
Όταν τελείωσε, στεκόταν ακριβώς μπροστά του με τις γροθιές της έτοιμες να ρίξουν το τελειωτικό χτύπημα. Η ανάσα του Ξωτικοβασιλιά είχε κολλήσει στο λαιμό του, καθώς πρώτη του φορά βίωνε τέτοιο απόλυτο τρόμο. Πρώτη φορά οι δυνάμεις του τον είχαν προδώσει, αφήνοντάς τον απροστάτευτο κι ανήμπορο να διαχειριστεί τα γεγονότα. Με πολύ κόπο κατάφερε να στηριχθεί στις μαυρισμένες του παλάμες. «Ύβενλυθ, λυπήσου με!», φώναξε απελπισμένα, «Κι αν έκανα σφάλματα... αν εγκλημάτησα, εσύ πάντοτε μιλούσες για συγχώρεση. Βρες την μέσα στην καρδιά σου και δείξε έλεος... δώσε μου μια τελευταία ευκαιρία», την ικέτευσε, μα δεν άκουγε τα παρακάλια του. Η καρδιά της είχε γίνει σκληρή σαν γρανίτης και σε μια τέτοια καρδιά, το έλεος και η συγχώρεση δεν είχαν θέση. «Είμαστε οικογένεια!»
Εξαγριωμένη από την ασέβειά του, έκανε μια κίνηση όμοια με χαστούκι και τον έστειλε αρκετά μέτρα πίσω με άλλη μια αργυροκόκκινη αχτίδα. «Αυτή τη λέξη δεν θα την ξαναπείς!», γρύλισε, απαντώντας στην πονεμένη κραυγή του. «Την έχεις μιάνει με τις πράξεις σου και δεν σου αξίζει μήτε να την ξεστομίζεις!»
Τα λόγια της τον τρύπησαν, λες κι είχαν κι αυτά επίδραση πάνω του. «Εσύ... κι εγώ...», προσπάθησε να πει βήχοντας από τον καπνό. «...έχουμε... το ίδιο αίμα. Δεν μπορεί να μη σου λέει τίποτα αυτό...»
Εκείνη έμεινε σε ένα μέρος. «Μου λέει...», αποκρίθηκε και ο θυμός στο λόγο της αντικαταστάθηκε για λίγο από πίκρα. «Όσα έλεγε σ' εσένα όταν με πολιορκούσες... Όταν καταδίκασες τον Σίον και τον έστειλες στην πρώτη γραμμή, ενώ ήξερες τι ένιωθα γι' αυτόν», συνέχισε με καυτά δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, για τον έναν που αγάπησε, μα ποτέ της δεν είχε. «Όταν μας πρόδωσες όλους και πήγες με τους εχθρούς μας! Όταν ελαφρά τη καρδία θα τους άφηνες να με ατιμάσουν και να με σκοτώσουν!», κατέληξε να ωρύεται. «Υπάρχει άραγε ασυγχώρητο έγκλημα που να μην έχεις διαπράξει;», ψιθύρισε. «Δεν σε σώζει μια συγχώρεση. Στα ίδια θα γυρίσεις. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σώσω τον κόσμο από σένα... Και στο όνομα της Μεγάλης Σελντίνιας, αυτό θα κάνω...», ολοκλήρωσε κι ετοιμάστηκε να τον αποτελειώσει, όταν...
«Όχι! Άφησέ τον!» Μια μικροσκοπική χρυσή νεφέλη την απέσπασε κι ένας Ανολοκλήρωτος Νεράιδος πέταξε σαν αστραπή ανάμεσά τους. «Τι πας να κάνεις!; Θα χύσεις εσύ συγγενικό αίμα!;», φώναξε λαχανιασμένος ο Ντάζεϊλτον κι όλα πάγωσαν για μερικά δευτερόλεπτα.
Η Ραβάννα κάρφωσε το διεισδυτικό βλέμμα της πάνω του. «Ανιψιέ, κάνε στην άκρη!», βροντοφώναξε οργισμένη κι αυτός τρόμαξε όταν είδε τόση κακία στα μάτια της. «Δεν πρέπει να τον υπερασπίζεσαι! Είναι ένας εγκληματίας! Ένας προδότης! Δεν έχει δικαίωμα να ζει!»
«Κι εσύ δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσεις!»
«Είν' ευλογημένο τούτο το θανατικό. Πώς τολμάς να αμφισβητείς το έργο που μου ανατέθηκε!;»
«Η κρίση του δ-δεν ανατέθηκε σ' εσένα... Δεν είναι δική σου αρμοδιότητα!», της είπε όσο πιο σταθερά μπορούσε κι εκείνη εξοργίστηκε ακόμα πιο πολύ.
«Φύγε από τη μέση κι άσε με να πράξω το θέλημα της Θεάς! Αν δεν το κάνω, τούτος ο αναίσχυντος θα συνεχίσει να σπέρνει δεινά! Άσε με να χτυπήσω το κακό που πρεσβεύει!», τον διέταξε και πήγε να τον προσπεράσει, παρά τις διαμαρτυρίες του. Ο νεαρός αντιμετώπιζε πάλι έναν εφιάλτη: η αγαπημένη του θεία, εκείνη που πάντα του υποδείκνυε φωτεινά μονοπάτια, ετοιμαζόταν να δολοφονήσει εν ψυχρώ τον πατέρα του, έχοντας χάσει τα λογικά της. Ακόμα κι αν ο πατέρας του τον είχε πικράνει όσο κανείς άλλος, τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον χάσει. Μπορεί η Ραβάννα να ήταν ζωντανή, όμως ήταν σαν να τους είχε ήδη χάσει και τους δύο. Πώς να ξορκίσει τον εφιάλτη; Αν έπρεπε να φτάσει στα άκρα για να το σταματήσει όλο αυτό, ας ήταν!
«Χτύπα εμένα», πρότεινε ατάραχος, ξαφνιάζοντας τις άλλες δυο Νεράιδες. Η Ραβάννα τον κοιτούσε αγριεμένη, ενώ με την άκρη του ματιού του μπορούσε να δει τον Όμπερον να απλώνει μπροστά το αριστερό του χέρι, σε μια μάταιη προσπάθεια να προστατεύσει το γιο του.
«Μη Ντάζεϊλτον... φύγε! Φύγε να σωθείς...», τον άκουσε να ψελλίζει αδύναμα, αλλά δεν έδωσε σημασία.
«Είμαι απόγονός του», συνέχισε, καλώντας μικρές φωσφορίζουσες κλωστές Ονειρονήματος να εμφανιστούν στα δάχτυλά του. «Το ίδιο κακό κυλάει στις φλέβες μου. Αν θέλεις, λοιπόν, να του προξενήσεις μεγαλύτερο πλήγμα, τότε εμπρός! Χτύπα με». Ήξερε καλά πως ο πατέρας του δεν θα του έδινε ποτέ την αξία που προσέδιδε στον εαυτό του, αλλά έστω ένας κόκκος αλήθειας υπήρχε στη δήλωσή του. Δε σκεφτόταν τίποτε. Μόνο να ξορκίσει τον εφιάλτη!
Για μια στιγμή, η Ραβάννα σήκωσε το χέρι της, αλλά κάτι την κράτησε και της το τράβηξε πίσω. Δεν μπορούσε να το κάνει. «Δεν καταλαβαίνεις!;», ρώτησε σχεδόν απεγνωσμένα «Η ίδια η Σελντίνια ζητά το θάνατό του!»
Ο Ντάζεϊλτον έτρεμε, αλλά εξακολουθούσε να στέκει ακούνητος. «Δεν το ζητάει η Σελντίνια αυτό... αλλά εσύ», τόλμησε να πει με την ψυχή στο στόμα. «Κανένας δεν επιτρέπεται να σκοτώνει στο όνομά της, το θυμάσαι; Η βία δεν είναι ποτέ λύση... Εσύ μου το έμαθες αυτό...»
Ακούγοντάς τον, η μανιασμένη γυναίκα είχε κοκκαλώσει και η πνοή της έβγαινε σε μικρές ρηχές ανάσες. Το έβλεπε ότι ο πρίγκιπας τη φοβότανε. Κι όμως ήταν εκεί, αδύναμος εμπρός στην Ιερή Φλόγα που αυτή εξουσίαζε. Κι όμως δεν έκανε πίσω. Γιατί; Τα λόγια του εισχώρησαν βαθιά μέσα της και κατάφεραν να εντοπίσουν την ψυχή της παγιδευμένη σ' ένα κλουβί από φλόγες. Σαν κλειδιά, της επέτρεψαν να βγει και να δει πέρα από τη φωτιά που την κατέκαιγε. Να δει την υποκρισία και το ψέμα στο κίνητρό της. Να δει για πρώτη φορά πόσο είχε παρεκτραπεί και πόσο λάθος έκανε. Είχε δίκιο ο Ντάζεϊλτον! Ό,τι κι αν έκανε ο Όμπερον κι ο κάθε Όμπερον, δεν είχε τη δικαιοδοσία να τον κρίνει. Δεν είχε κανένα απολύτως δικαίωμα στη βία! Άλλα ήταν τα ιδανικά της. Ιδανικά που επαίνεσε κάποτε η Αρχιέρεια Λούθια και της μήνυσε να μην τα λησμονήσει, όσο κι αν οι σκιές την προκαλούσαν: αγάπη, ευσπλαχνία, επιείκεια, φως, ελπίδα! Το φως δε λούζει ποτέ την εκδίκηση και η ελπίδα δε χτίζεται ποτέ πάνω στα αποκαΐδια που αφήνει το μίσος. Το μίσος δεν θα επικρατήσει!
Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, κοίταξε το αγόρι και οι κόκκινες αστραπές στη ματιά της ξεθώριασαν, αφήνοντάς την και πάλι πράσινη. Όσα κήρυττε χρόνια αυτή, η δήθεν μεγάλη και τρανή Φεγγαροφώτιστη, τα είχε αμελήσει στη δύσκολη στιγμή. Χρειάστηκε η αυτοθυσία εκείνου, του δήθεν μικρού κι ανάξιου Ανολοκλήρωτου, για να της τα υπενθυμίσει, όταν τα έκανε πράξη με μια του κίνηση. «Σε ευχαριστώ», μουρμούρισε και η πορφυρή αύρα της την κάλυψε ολόκληρη, σε μια τελευταία προσπάθεια να τη διεκδικήσει, προτού σβήσει εντελώς.
Με τα χέρια του να τρέμουν από αγωνία, ο Ντάζεϊλτον έσπευσε να την πιάσει, καθώς έχασε την ισορροπία της κι έπεσε μπροστά ημιλιπόθυμη. Παρά το κάψιμο που ένιωσε όταν την ακούμπησε, δεν την άφησε μέχρι να την προσγειώσει απαλά στα γόνατά της και να καθίσει κι αυτός αντίκρυ της. Έπειτα από λίγες στιγμές αδράνειας, η Ραβάννα σήκωσε αδύναμα το κεφάλι της και τον κοίταξε ζαλισμένη. «Τι έκανα;», ρώτησε ψιθυριστά. «Ω, Ντάζεϊλτον, τι πήγα να κάνω;», συνέχισε γοερά, συνειδητοποιώντας όσα προηγήθηκαν. «Μπήκες μπροστά και παραλίγο να σε βλάψω! Πόσο χαμηλά έπεσα..:» Άραγε θα τη συγχωρούσε η Θεά γι' αυτή της τη διαστρέβλωση;
«Όλοι μας πέφτουμε χαμηλά κάποτε...», άκουσε τον ανιψιό της να της λέει με αγάπη και ύψωσε ντροπιασμένη τα μάτια της πάνω του. «Αλλά σημασία δεν έχει πόσο χαμηλά πέφτει κανείς, μονάχα... να βρίσκει το θάρρος και να ξανασηκώνεται...» Μέσα από τα απλά, αλλά γεμάτα αλήθεια λόγια του, τα σύννεφα στο νου της διαλύθηκαν κι επιτέλους βγήκε το Φεγγάρι, λαμπρό κι ακέραιο.
«Δεν το πιστεύω! Είσαι ζωντανή!», ακούστηκε από μακριά η φωνή ενός τρισευτυχισμένου γκόμπλιν και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Σάντριγκορ, που τόση ώρα παρακολουθούσε εναγωνίως από απόσταση, έτρεξε και την έκλεισε σε μια σφιχτή αγκαλιά. «Τρόμαξα τόσο πολύ!», μουρμούρισε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά και σφίγγοντάς την ολοένα και περισσότερο. «Νόμιζα ότι σ' έχασα για πάντα! Κόντεψα να πεθάνω απ' τη στενοχώρια μου στη σκέψη ότι σε βασανίσανε! Ότι σε δολοφονήσανε! Ότι... ότι... δεν θα σε ξανάβλεπα!», συνέχισε αρνούμενος να την αφήσει, μέχρι να νιώσει ότι ήταν στ' αλήθεια εκεί μαζί του κι ότι το κακό είχε πια τελειώσει.
Ήτανε στο τσακ να της κόψει την κυκλοφορία, μα η Ραβάννα τον αγκάλιασε κι αυτή συγκινημένη που τον έβλεπε ασφαλή. «Είμαι καλά τώρα, Σάντριγκορ, μη στενοχωριέσαι...», είπε, προσπαθώντας να καθησυχάσει και τον φίλο της και τον εαυτό της. Για πολλή ώρα έμεινε εκεί, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της επανασύνδεσής τους, αλλά σε λίγο, τον ένιωσε να τραντάζεται. «Σάντριγκορ... κλαις;»
«Όχι, μου έσταξε η μάσκαρα... Φυσικά και κλαίω!», αποκρίθηκε ο Ήρωας των Επτά Ελάτων, απρόθυμος να το παίξει σκληρός κι αδιάφορος. Μετά από λίγο, τραβήχτηκε πίσω και κοίταξε ανακουφισμένος το χλωμό πρόσωπό της «Μην μου το ξανακάνεις αυτό, κυρά μου!», παρακάλεσε κι ένα τελευταίο δάκρυ κύλισε στο πράσινο μάγουλό του, την ώρα που της κράτησε τα χέρια. «Πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη, όταν μου είπε ο μικρός ότι εκείνος ο λεχρίτης σε πήρε για εκτέλεση...», είπε, μα τότε το μάτι του έπεσε σε μια μελανιά στο δεξιό της καρπό. Την ξανακοίταξε με προσοχή και ξάφνου η έκφρασή του αγρίεψε απότομα, σαν το βλέμμα του στυλώθηκε σε ένα ακόμη σημείο, κάπου χαμηλότερα από το πρόσωπό της. «Δεν πιστεύω να σε-»
Η ιέρεια κούνησε σπασμωδικά το κεφάλι. ενθυμούμενη τον βίαιο πόθο στον τρόπο του Αρράγκ και τα αδηφάγα βλέμματα των άλλων φρουρών, που σίγουρα περίμεναν τη σειρά τους, όταν αυτός θα είχε τελειώσει μαζί της. «Δεν πρόλαβε» μουρμούρισε, προσπαθώντας να ξεχάσει τι μεσολάβησε ανάμεσά τους. Ο καλός της ο Σάντριγκορ δε χρειαζόταν να μάθει τούτες τις δυσάρεστες λεπτομέρειες. «Είναι νεκρός...»
«Νεκρός..; Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε!»
«Σάντριγκορ!»
«Άντε από 'κει το γίδι! Ένα σου λέω: έτσι και τολμούσε να σ' αγγίξει, θα τον έκανα με τα κρεμμυδάκια!», συνέχισε ο Καλικάντζαρος, αλλά δεν άργησε να καταλάβει ότι αυτή η συζήτηση δεν της ήταν ευχάριστη. «Καλά ε, ο μικρός είναι αστέρι!», αναφώνησε, αλλάζοντας θέμα και γνέφοντας προς τον Ντάζεϊλτον, που στεκόταν διακριτικά κοντά τους. «Μιλάμε, δεν υπολόγισε ούτε κίνδυνο, ούτε τίποτα! Όρμησε να σε σταματήσει χωρίς καν να το σκεφτεί! Τον ενέπνευσαν οι ιστορίες μου, μάλλον». Ο Νεράιδος έπιασε τον εαυτό του να κοκκινίζει. «Τελικά είναι οικογενειακό σας η γενναιότητα, μου φαίνεται...»
Τα λόγια του φίλου της έκαναν τη Ραβάννα να στραφεί στο αγόρι με στοργή κι ευγνωμοσύνη. «Το ξέρω, έχω έναν πολύ γενναίο ανιψιό», είπε και στάθηκε. «Κι είμαι περήφανη γι' αυτόν...», συμπλήρωσε και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, σαν να είχε μόλις καταλάβει το νόημα ενός γρίφου. Ο ανιψιός της χαμογέλασε ντροπαλά στον πρωτόγνωρο έπαινο που έλαβε.
«Ε... δεν μ' αρέσει να διακόπτω τρυφερές οικογενειακές στιγμές και ξέρω ότι μόλις βγήκες από ένα τεράστιο λούκι...», πετάχτηκε διστακτικά ο Σάντριγκορ. «...αλλά τα πράγματα στο Νοβέλιαν είναι ψιλοχάλια».
«Πώς;»
«Ακούσαμε πως οι Νεράιδες αντέδρασαν άσχημα για την εξόρισή σου κι επαναστάτησαν ενάντια στο παλάτι», εξήγησε ο Ντάζεϊλτον. «Γίνονται μεγάλες φασαρίες».
«Πρέπει να γυρίσω», μουρμούρισε έτοιμη να φύγει, αλλά ο Σάντριγκορ δεν θα την άφηνε έτσι.
«Ώπα, ώπα, ώπα! Μόνη σου δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν σε ξαναφήνω! Όπου πας, θα πάω!»
«Έρχομαι κι εγώ», συμφώνησε ο Ντάζεϊλτον, αλλά η θεία του τον κοίταξε ανήσυχη.
«Εσύ καλύτερα να μείνεις εδώ».
«Όχι. Θέλω να έρθω μαζί σου», επέμεινε ο Νεράιδος. «Στο κάτω-κάτω, είναι και δικό μου βασίλειο».
Η πρώην Αρχιέρεια κούνησε ξανά το κεφάλι της. Μακάρι να είχε χρόνο να του εξηγήσει. «Άκουσέ με, δεν έχω ιδέα τι θα συναντήσουμε στο Ξέφωτο. Μείνε κοντά στον πατέρα σου», είπε ρητά κι όσο κι αν της ανακάτευε το στομάχι το γεγονός ότι θα τον άφηνε με τον Όμπερον, τουλάχιστον κοντά του δεν θα κινδύνευε, όσο στο Νοβέλιαν. Τούτη τη φορά, το σκοτάδι που σας καταπνίγει όλους μπορεί να αποτραπεί. Μα για να γίνει αυτό... απαιτείται θυσία. Κάποιος... θα πρέπει να χαθεί... Αν υπήρχε τρόπος να σωθεί το παιδί από μια τέτοια μοίρα, θα πάλευε με νύχια και με δόντια να τον γλιτώσει. «Σε παρακαλώ... θέλω να ξέρω ότι θα είσαι ασφαλής...»
Ο Ντάζεϊλτον κοντοστάθηκε. Δεν την καταλάβαινε τη θεία του, αλλά δεν ήθελε να τη στενοχωρήσει παραπάνω. «Εντάξει...», είπε τελικά.
---
Λίγα λεπτά αργότερα, η απρόσμενη άφιξη του Εθίρ έφερε αναστάτωση σε όλους, μα η πρασινομαλλούσα δε φοβήθηκε. Ο Φύλακας της Φωτιάς είχε διαισθανθεί τη σύγχυση εντός της κι επιθυμούσε να τη βοηθήσει. Ήταν καιρός να την απαλλάξει από το φορτίο της και να της προσφέρει τις υπηρεσίες του, όπως ακριβώς έκανε και η ίδια. Οι υπόλοιποι βαστούσαν γερά. Σύντομα θα μεταφέρανε την ελευθερία απ' άκρη σ' άκρη της Χώρας. Μπορούσε να τους αφήσει για λίγο, ώσπου να πάει τη φορέα της Ιερής Φλόγας στον Τόπο της.
«Βόλτα με Δράκο; Γουστάρω με τα χίλια!», αναφώνησε ο Σάντριγκορ, σκαρφαλώνοντας στη ράχη του Εθίρ και η Ραβάννα δε μπορούσε, παρά να χαμογελάσει. Μα το χαμόγελό της έσβησε πριν καλά-καλά απλωθεί και η ματιά της έπεσε στον ξάδελφό της που πάσχιζε να χρησιμοποιήσει τη μαγική του δύναμη. Ήταν βέβαιη ότι οι ενοχές για τον φόνο που παραλίγο να διαπράξει θα την καταδίωκαν για το υπόλοιπο των ημερών της, αλλά αυτή τη στιγμή, ο νους της βρισκόταν ήδη στο Νεραϊδοβασίλειο. Αφού αποχαιρέτησαν και οι δυο τον Ντάζεϊλτον, ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ωστόσο, ο Καλικάντζαρος δε δίστασε να ρίξει ένα νικηφόρο βλέμμα στην πεσμένη φιγούρα του Όμπερον και να του βγάλει περιπαιχτικά τη γλώσσα. Φρόντισε βέβαια να μην τον πάρει χαμπάρι κανείς, πέρα από τον κουρελιασμένο Άρχοντα, ο οποίος τον κοίταξε φαρμακερά.
Όταν ο μεγαλοπρεπής Δράκος απογειώθηκε, ο Ντάζεϊλτον φτερούγισε δειλά πλάι στον πατέρα του, που είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή της συνάντησης Νεράιδας και Καλικάντζαρου γεμάτος αποστροφή. Με μια κίνηση των χεριών του προσπάθησε να καλέσει το Ονειρονήμα, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να ηλεκτριστεί και να προκαλέσει πόνο στα σπασμένα πλευρά του. Η Ραβάννα είχε αποσυντονίσει για τα καλά τις δυνάμεις του. Θα χρειαζόντουσαν βδομάδες, ίσως και μήνες σκληρής δουλειάς για να τις επαναφέρει. Κι ο Ντάζεϊλτον, ο άχρηστος κι αδύναμος γιος του μπορούσε να υφάνει όνειρα κάτω από τη μύτη του τόσα χρόνια. Σίγουρα η άγνοιά του ήταν κι αυτή δικό της κατόρθωμα! «Διπρόσωπη έχιδνα!», σφύριξε γεμάτος μίσος. «Κατέστρεψε και καταστρέφει τα πάντα. Κι εσύ κάθεσαι και την ακούς!», συμπλήρωσε, γυρνώντας στον άλλο Νεράιδο. «Τόσο αφελής είσαι!»
«Να είσαι ευγνώμων γι' αυτό που είμαι», άκουσε την απάντηση και σχεδόν τρόμαξε να γνωρίσει τον τόνο στη φωνή του παιδιού του. «Αν δεν ήμουν... δεν θα ζούσες αυτή τη στιγμή», είπε ψυχρά ο Ντάζεϊλτον, καθηλώνοντάς τον με την ωμή αλήθεια. Ο Όμπερον τον κοίταζε σαν πληγωμένο ζώο, μα δεν θα τον ένοιαζε πια η αχαριστία του, ή τι γνώμη είχε για εκείνον. Ήταν πλέον αρκετά δυνατός, ώστε να ξέρει ποιο ήταν το σωστό και να τολμά να το υποστηρίζει. Γυρίζοντας την πλάτη του στον Νεράιδο για χάρη του οποίου ήταν πρόθυμος να δώσει τη ζωή του λίγο πριν, έστρεψε την προσοχή του σε μία μωβ αχτίδα που φαινόταν κάπου μακριά. Κάτι οικείο υπήρχε σε αυτή την αχτίδα και θα την ακολουθούσε. Κράτησε την υπόσχεσή του και δεν πήγε στο Νοβέλιαν, αλλά τίποτα δεν του επέβαλε να μείνει εδώ. Έρχομαι, Λόλι. Έρχομαι..., σκέφτηκε πριν τα μικρά διάφανα φτερά του να τον μεταφέρουν μακριά, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του Όμπερον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top