Κεφάλαιο 4

Κεφάλαιο 4

Η σκιά που κατέλαβε για λίγο τις αισθήσεις της, έδωσε τη θέση της στο μαύρο σύννεφο που την περικύκλωνε κι όταν αυτό, με τη σειρά του, διαλύθηκε, κατάφερε να διακρίνει τα σκούρα, υγρά τοιχώματα της σπηλιάς.

Η Λόλι κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε προσπαθώντας να συνέλθει. Η απότομη πτώση, σε συνδυασμό με το σκοτάδι πρέπει να την είχαν επηρεάσει, Ακούγοντας έναν μακρινό ήχο τρεχαλητού, σαν από κάποιο ζούδι που τριγύρναγε εκεί κάτω, ευχήθηκε για λίγο τα μαλλιά της να μην είχαν ένα τόσο χτυπητό χρώμα, που να φαινόταν ακόμα και σ' αυτόν τον σχεδόν ανύπαρκτο φωτισμό. Κι αν αυτοί οι τύποι, οι Τζέργκα, μπορούσαν, παρά τα όσα είπε ο παππούς της, να μπουκάρουν στη σπηλιά και να την τσακώσουν; Έψαξε απεγνωσμένα στις τσέπες της για τα γάντια της, ευχόμενη να κρύψουν τη λάμψη των χεριών της κι απελπισία άρχισε να την κατακλύζει. Αλλά η σιωπή που επανήλθε, καθώς και η σκέψη πως βρίσκεται σε μια περιπέτεια, όπως όλες οι ηρωίδες των παραμυθιών, της έδωσαν κουράγιο και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. Τρεκλίζοντας, σηκώθηκε από το υγρό και μαλακό πάτωμα που ήλπιζε πως ήταν απλώς άκακο γρασίδι και κίνησε προς τα έγκατα της σπηλιάς, ακολουθώντας κάτι σαν σήραγγα που φαινόταν το μόνο μονοπάτι που θα μπορούσε να πάρει. Δειλά μα αποφασιστικά ακουμπούσε τα χέρια της στα κρύα τοιχώματα του τούνελ, τόσο για σταθερότητα, όσο και για να της φωτίζουν το δρόμο· η γαλάζια τους λάμψη της θύμιζε τα φευγαλέα γουίλο-δε-γουίσπς των παραμυθιών που της αφηγούνταν ο Έντελ. Τα ακολουθούσες, και έφτανες στη σωτηρία, ή στο χαμό σου. Ω, ας την οδηγούσαν στο πρώτο!

Η Λόλι στραβοκατάπιε και κατάλαβε πως μάλλον είχε συναχωθεί μέσα σ' αυτή την υγρασία. Σπουδαία ηρωίδα είμαι, σκέφτηκε κατσουφιάζοντας και έσκυψε παραπάνω, καθώς το τούνελ γινόταν όλο και πιο χαμηλό. Μετά από λίγο αναγκάστηκε σχεδόν να μπουσουλάει στα τέσσερα, γεγονός που της έφερνε μια δυσάρεστη αίσθηση κλειστοφοβίας, καθώς και πόνο στα γόνατα, που θα είχαν ήδη μελανιάσει από την προσγείωση.

Μετά από λίγα λεπτά που πέρασαν σαν αιώνες, το κορίτσι έφτασε το τέλος της σκουληκότρυπας και ξεπρόβαλε σε ένα χώρο διαμετρικά αντίθετο: μια αίθουσα που θα μπορούσε να χωρέσει πέντε σπίτια ανοιγόταν μπροστά της, με πλάτος και ύψος που ξεπερνούσαν το οπτικό της πεδίο. Η Λόλι ένιωσε να ζαλίζεται και ανοιγόκλεισε τα μάτια της κάμποσες φορές για να μαζέψει το χαμένο της βλέμμα. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως ο χώρος αυτός φωτίστηκε απαλά, αλλά αποτελεσματικά από εκατοντάδες δάδες με γαλάζια φλόγα. Κοιτώντας πιο προσεκτικά, μπόρεσε να διακρίνει διάφορες υπο-περιοχές, σαν μικρούς ναούς, σπαρμένους εδώ και κει, με γυάλινες -ή μήπως ήταν διαμαντένιες;- προθήκες που γυάλιζαν μαγικά στο κυανό παιχνίδισμα του φωτός. Με τον φόβο της να έχει μείνει στην σήραγγα πίσω της, πλησίασε την κοντινότερή της προθήκη και με τις παλάμες της άγγιξε το τζάμι. Ένα δυνατό 'κρακ' ακούστηκε και η Λόλι τινάχτηκε πίσω σαν ηλεκτρισμένη καθώς το γυαλί έσπασε και τα κομμάτια έπεσαν με θόρυβο γύρω της. Με τη φυλακή του κατεστραμμένη, έμεινε εκτεθειμένο το πολύτιμο αντικείμενο που φυλαγόταν στην προθήκη· ένα ασημένιο, κρυστάλλινο γοβάκι.

Σαν γητεμένη, η κοπέλα έτρεξε στην επόμενη προθήκη, τα μαλλιά της να φαίνονται σχεδόν μωβ από το φως και τα χέρια της να λάμπουν περισσότερο από πριν. Σε αυτή τη φυλακή βρισκόταν ένα μήλο, μεγάλο και κόκκινο, τόσο αισθησιακά κόκκινο, που έπρεπε να αντισταθεί στον πειρασμό να το αγγίξει. Σε μια άλλη βρήκε μια ανέμη, της οποίας το αδράχτι γυάλιζε επικίνδυνα. Αλλού ένα μακρύ, χρυσοσκάλιστο σπαθί. Η Λόλι δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα πέρασε στη μαγική εκείνη αίθουσα, ανοίγοντας προθήκες και ελευθερώνοντας αντικείμενα των παραμυθιών· ο Σάντριγκορ όμως που είχε στηθεί φρουρός έξω από την σπηλιά είχε αρχίσει να αγωνιά, καθώς ο Ήλιος της ανατολής ρόδιζε γλυκά τον ουρανό πάνω από το Αστροδάσος.

---

Οι ώρες κυλούσαν και δεν γυρίζανε πίσω, ακριβώς όπως τα νερά του ποταμιού. Ο Σάντριγκορ έψαχνε τρόπους για να αντιμετωπίσει τη βαρεμάρα του. Και τα κλαδιά των δέντρων μέτρησε· και τα σύννεφα χάζεψε, προσπαθώντας να φανταστεί τι απεικόνιζαν· και το "Γλυκιά γκομπλινοπούλα μου μαράζωσα ο καημένος" τραγούδησε πέντε-έξι φορές, αλλά τίποτα! Η μικρή δεν έλεγε να φανεί! «Λες ν' άνοιξε η γη και να την κατάπιε;», αναρωτήθηκε ο Καλικάντζαρος, αλλά κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι του, διώχνοντας την αρνητική σκέψη. Ίσως για τους Κρυστέλ να μην υπήρχε ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, για τους Καλικάντζαρους όμως τούτο το μέρος ήταν απαγορευμένο. Μάλιστα, πολλοί δικοί του αποκαλούσαν τη σπηλιά 'στόμα του λύκου' κι απέφευγαν ολόκληρη την περιοχή συστηματικά. Μπορεί το ένστικτο του για ηρωισμούς και περιπέτειες να του χτυπούσε καμπανάκια, αλλά όσο ξεροκέφαλος κι αν ήταν ο Σάντριγκορ, ήξερε ότι δεν τον συνέφερε καθόλου να αποκτήσει μπλεξίματα με το Μεγάλο Καλικαντζαροσυμβούλιο τώρα στα γεράματα.

Έκατσε λοιπόν στην είσοδο της Μαγκιλάι και συνέχισε να περιμένει υπομονετικά. Πλησίαζε μεσημέρι, όταν θυμήθηκε ότι είχε μια τράπουλα στην εσωτερική τσέπη του γιλέκου του. Την έβγαλε προσεκτικά έξω, σκεπτόμενος τι καλά που θα 'τανε, αν είχε παρέα τον Μπίλι τον Χασούρα για να παίζανε κανένα παιχνιδάκι. (το οποίο θα κέρδιζε βέβαια, αφού ο Μπίλι, όπως έλεγε και το παρατσούκλι του, έχανε πάντα!) Αλλά μιας και ήταν μόνος, αποφάσισε να ρίξει πασιέντζα. Έτσι βάλθηκε να ανακατεύει τα ζωγραφισμένα πλατανόφυλλα της τράπουλας και να τα τοποθετεί στο έδαφος.

Ξαφνικά, λίγο πριν τελειώσει, ένιωσε κάποιον να του σκουντά τον ώμο. Ενοχλημένος γύρισε να δει ποιος τον διέκοψε, αλλά μόλις γύρισε, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και ξεφώνισε τρομαγμένος. Τρεις ψηλοί αρματωμένοι άντρες, που περισσότερο έμοιαζαν με θηρία, παρά με ανθρώπους, τον είχαν περικυκλώσει. Να πάρει, σκέφτηκε ο Σάντριγκορ. Μέσα στη βαρεμάρα του, είχε ξεχάσει να προσέχει για τους Τζέργκα. «Πού είναι;», ρώτησε ο πρώτος και ψηλότερος από τους τρεις, με φωνή που ακουγόταν σαν να έβγαινε απ' τα έγκατα της γης. Ο Σάντριγκορ ένιωσε τα δόντια του να κροταλίζουν, καθώς έτρεμε από φόβο. «Πού είναι το κορίτσι;»

«Κ-Κ-Κορίτσι; Ποιο κορίτσι;», κατάφερε να πει.

«Ξέρεις πολύ καλά ποιο κορίτσι, κοντοστούπη», γρύλισε ανυπόμονα ο δεύτερος.

«Άντε καλέ!», ξανάκανε ο Καλικάντζαρος, προσπαθώντας να πάρει λίγο θάρρος. «Κυκλοφορούν πολλά κορίτσια στο δάσος μας. Πού να τα ξέρω όλα;», έκανε γελώντας.

«Εννοεί εκείνη με τα χέρια που λαμποκοπάνε!», ξαναείπε ο δεύτερος. «Ή μήπως δεν ήρθατε μαζί ως εδώ;»

«Το με ποιον πηγαινοέρχομαι εγώ είναι δικός μου λογαριασμός, τ' ακούς; Και τώρα αδειάστε μου τη γωνιά! Αποβράσματα του σιναφιού σας δεν έχουν θέση εδώ!»

«Νομίζεις πως είσαι σε θέση να μας δίνεις διαταγές;»

«Παράτα τον!», φώναξε ο τρίτος, που στεκόταν πιο πίσω από τους άλλους. «Τι περίμενες να λέει αυτό το ραμολιμέντο;»

«Τι έκανε λέει!; Ραμολιμέντο!; Ου να μου χαθείς, αγενέστατε!», φώναξε ο Σάντριγκορ, κατακόκκινος από θυμό. Πώς τολμούσε αυτός ο απολίτιστος να προσβάλλει τον μεγάλο ήρωα του δάσους!; Με μια κραυγή μάχης χίμηξε στον τρίτο, έτοιμος να τον κάνει κομματάκια. Τι κι αν τον περνούσε τουλάχιστον τρεις φορές στο μπόι; Εύκολα θα έβαζε κάτω τον έναν, αλλά δυστυχώς... όχι και τρεις μαζί...

Μετά από μία σύντομη πάλη, ο Καλικάντζαρος ήταν δεμένος χειροπόδαρα. «Η πολυτελής σουίτα σου στα μπουντρούμια σε περιμένει», του είπε με σαρκαστικό ύφος αυτός που τον προσέβαλε.

«Πρωινό έχει;», ρώτησε ο Σάντριγκορ, ανταποδίδοντας τον σαρκασμό, καθώς οι δύο τον κουβάλησαν, ακολουθώντας τον αρχηγό τους. Το μόνο που έμεινε πίσω ήταν τα σκορπισμένα τραπουλόχαρτα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top