Κεφάλαιο 39
Κεφάλαιο 39
Εκείνο το απόγευμα ο κήπος έσφυζε από χαρούμενες παιδικές φωνές. Όλο κι αυξάνονταν τα Νεραϊδάκια που ερχόντουσαν να παίξουν γύρω από τον ναό. Η Ραβάννα έστρεψε για λίγο το κεφάλι της προς το παράθυρο στα αριστερά της και χαμογέλασε, πριν επιστρέψει στο ανάγνωσμά της. Μπορεί η φασαρία να της αποσπούσε τη συγκέντρωση που ήταν απαραίτητη για τα καθήκοντά της, μα δεν της πήγαινε καρδιά να τους κάνει παρατήρηση. Συχνά είχε την αίσθηση ότι η παρουσία και μόνο των παιδιών· τα γέλια τους, η ζωντάνια τους, η αθωότητά τους τη γέμιζαν ενέργεια κι αισιοδοξία. Έκλεισε για λίγο τα μάτια κι από μέσα της ευχήθηκε να μην τελείωνε ποτέ τούτο το απόγευμα.
Δεν είχε περάσει μια ώρα και τα γέλια μετατράπηκαν άξαφνα σε κραυγές φρίκης. Tο μόνο που είδε βγαίνοντας έξω, ήταν τα Νεραϊδάκια να πεταρίζουν τρομοκρατημένα. «Παιδιά, τι πάθατε;», ρώτησε με απορία κι αυτά κατάφεραν μονάχα κάτι να τραυλίσουν για ένα 'κακό αερικό που φτιάχνει τέρατα'.
Φίδια έζωσαν την Ιέρεια με τα λεγόμενά τους κι αφού τα καθησύχασε και τα έστειλε γρήγορα-γρήγορα στα σπίτια τους, βάλθηκε να περιπλανιέται στον κήπο, ώσπου κάτι την έκανε να σταματήσει αλαφιασμένη: μαγικές αχτίδες που μοιάζανε με κλωστές πετάγονταν ατάκτως και δημιουργούσαν ένα αλλόκοτο σφαιρικό σχήμα. Ανάμεσά τους, ένα μικρό αγόρι με γκριζοπράσινα μαλλιά τρανταζόταν σαν να το διαπερνούσαν ρίγη. Θυμός κι ένταση διαγραφόντουσαν στην έκφρασή του και τα σφαλισμένα του μάτια, ενώ από τα χέρια του εξακολουθούσε να πηγάζει γκρίζα λάμψη.
«Ντάζεϊλτον...», εξέπνευσε η Νεράιδα, αναγνωρίζοντας την ανατριχιαστική ύφανση που έσβησε στο άκουσμα της φωνής της. Το κεφάλι του αγοριού τινάχτηκε προς τα πάνω και τα μάτια του άνοιξαν σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από κακό όνειρο, ή μάλλον, σαν να είχε μόλις εισέλθει σε κακό όνειρο. «Εσύ...;», έκανε ξέπνοα, αρνούμενη να πιστέψει το θέαμα που αντίκριζε κι αυτός έκανε να κρύψει τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη του. Μα μόλις το πανικόβλητο βλέμμα του συνάντησε το αυστηρό δικό της, έμεινε τελείως ακίνητος. Αυτή ξεφύσηξε· η αλήθεια ήταν αυταπόδειχτη. «Τι έκανες;», ρώτησε κοφτά μέσα απ' τα δόντια της. «Συνειδητοποιείς τι έκανες;»
«Ε-Εγώ-»
«Έχει ξανασυμβεί;», τον ξαναρώτησε με ύφος ανακριτή.
«Ά-Άλλη μια φορά...»
«Πότε;»
«Πριν λίγες μέρες...»
«Και...; Το είδε και κανείς άλλος;» Η καθυστέρηση στην απάντησή του, έκανε την ταραχή της να φανερωθεί, καθώς έσκυψε και τον ταρακούνησε ελαφρά. «Πες μου, το είδε και κανείς άλλος!;»
«H μαμά μόνο!», κατάφερε να πει ο Ντάζεϊλτον με το ζόρι κι η Ραβάννα τον άφησε αμέσως σε μια κίνηση στιγμιαίας ανακούφισης, Η σιωπή της Τιτάνιας ήταν εξασφαλισμένη και οι θέσεις της ξεκαθαρισμένες. Τα παιδιά πάλι ήταν μικρά και δεν καταλαβαίνανε· ούτε που είχαν ακουστά το Ονειρονήμα. Τόσο οι Ιέρειες, όσο και οι πιστοί το αντιπαθούσαν ανέκαθεν, αλλά από την ημέρα που η Φεγγαροφώτιστη Λιουντέμνια το αποκήρυξε ως 'ανίερη δύναμη', κανείς δε μιλούσε γι' αυτό. Η παρουσία του κοντά στον ναό, αν μη τι άλλο, θα προκαλούσε ανησυχία. Η Ραβάννα εξέφρασε σιωπηλά τις ευχαριστίες της στη Θεά που άλλος δεν βρισκόταν εκεί για να δει το περιστατικό. Ωστόσο, δεν ήταν ο φόβος για την αντίδραση της αυταρχικής Αρχιέρειας που τροφοδότησε τη δική της αντίδραση...
Έτσι κι έφτανε στα αυτιά της Ελίντρας, ή του Όμπερον ότι ο Ανολοκλήρωτος γιος του, κόντρα σε κάθε λογική και πρόβλεψη, κληρονόμησε τελικά το γονίδιο, το καημένο το παιδί δεν θα έβρισκε ξανά ησυχία! Ο Όμπερον ήθελε να είναι σωστός. Πραγματικά προσπαθούσε φιλότιμα γι' αυτό, όμως μια τέτοια είδηση θα αναζωπύρωνε ελπίδες και θα ήταν απόλυτα ικανή να τον βάλει σε πειρασμό. Και τον ήξερε: μπροστά στον πειρασμό ήταν αδύναμος. Θα ήταν απλά θέμα χρόνου να τον ξαναπιάσει η τρέλα του –αν δηλαδή τον είχε αφήσει ποτέ- και σύντομα δεν θα δίσταζε να θυσιάσει τη σωματική και ψυχική ισορροπία του μικρού στο βωμό της επιθυμίας του για απόλυτη δύναμη. Όχι, δε χρειαζόταν να του δοθεί η αφορμή να ξεστρατίσει από τον ίσιο δρόμο στον οποίο κατάφερε να βαδίζει τελευταία! Ούτε να κάνει τη ζωή του γιου του μαρτύριο με αδιάκοπη κι επίπονη προπόνηση, η οποία δεν ήταν καν εγγυημένο πως θα απέδιδε καρπούς.
Συνειρμικά, έστρεψε την προσοχή της στο πριγκιπόπουλο, που έμοιαζε τώρα πιο τρομοκρατημένο από τα άλλα παιδιά: τα μικροσκοπικά φτερά του είχαν κλείσει σφιχτά γύρω από το μαζεμένο κοκαλιάρικο σώμα του, ενώ έκλαιγε και ψέλλιζε συνέχεια ότι δεν ήξερε τι έκανε. Ποτέ πριν, κατά τη διάρκεια της δεκάχρονης ζωής του, δεν είχε ντραπεί, ή φοβηθεί τόσο. Και του το είχαν πει τα παιδιά πως αυτό που έκανε ήταν 'μαύρη μαγεία' και πως αν κάποια Ιέρεια τον έπιανε, θα τον τιμωρούσε σκληρά.
Η θεία του έσκυψε πάλι μπροστά του κι εκείνος γύρισε στο πλάι όταν είδε το χέρι της να εκτείνεται προς το πρόσωπό του. Όμως αντί να τον χτυπήσει, όπως περίμενε, του σκούπισε τα δάκρυα και του ψιθύρισε παρηγορητικά:. «Σώπα, μη φοβάσαι...»
«Θα... θα τιμωρηθώ;», τη ρώτησε ρουφώντας τη μύτη του κι εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Δεν έκανες κανένα έγκλημα για να τιμωρηθείς. Απλά... συνέβη κάτι κακό», απάντησε και στάθηκε στο ύψος της. «Θέλεις να το συζητήσουμε;», πρότεινε. Ο μικρός την κοίταξε για λίγο μπερδεμένος, μα τελικά της έδωσε με δισταγμό το χεράκι του και μαζί επέστρεψαν στον εσωτερικό χώρο.
---
Λίγο αργότερα, καθόντουσαν αντικριστά και η Ραβάννα άκουγε με προσοχή την εξιστόρησή του. Η δυσαρέσκειά της ήταν φανερή, όταν έμαθε πως τον κορόιδεψαν, αποκαλώντας τον 'χαζό' και λέγοντας ότι δεν άξιζε για πρίγκιπας ένας Ανολοκλήρωτος. Κάπως έτσι, κάτι που ξεκίνησε σαν αστείο, κατέληξε σε εκφοβισμό, όταν τον απείλησαν ότι θα του μάθουν να ρίχνει κατάρες 'σαν σωστό αερικό', στέλνοντας τις δικές τους κατάρες πάνω του. Δεν αμφέβαλε ότι ο ανιψιός της τής έλεγε την αλήθεια· όπως ο πατέρας της, έμοιαζε να μην έχει καμιά επαφή με έννοιες όπως 'ψέμα'. Βέβαια, υπέθετε πως τα περισσότερα παιδιά παρασύρθηκαν από εκείνους τους δυο-τρεις που ήθελαν να το παίξουν σπουδαίοι και να πουλήσουν τσαμπουκά. Όπως και να είχε, θα τους τα έψελνε ένα χεράκι που είχαν το θράσος να μιλήσουν και να φερθούν τόσο απαίσια και μάλιστα εντός ιερού χώρου, ενώ σ' εκείνη παρίσταναν τα θύματα. «...τους παρακάλεσα να σταματήσουν, μα δεν άκουγαν...», συνέχισε ο νεαρός πρίγκιπας με φωνή που ακόμα έτρεμε. «...τρόμαξα... θύμωσα. Ήθελα να τους δείξω ότι είμαι δυνατός! Να τους κάνω να μετανιώσουν. Να...»
«...να υποφέρουν όπως υπέφερες κι εσύ», συμπλήρωσε η Ραβάννα, σαν να γνώριζε ποια θα ήταν η κατάληξη. «Ξέρεις πως αυτό δεν είναι σωστό», παρατήρησε και το Νεραϊδάκι έγνεψε ντροπιασμένο. «Είσαι καλό παιδί. Δεν σου πρέπει να θέλεις το κακό των άλλων...»
«Αυτοί τότε, γιατί θέλανε το δικό μου κακό; Τι τους έκανα;»
«Τίποτα. Και δε χρειαζόταν να τους κάνεις. Όταν κάποιοι τυφλωθούν από ζήλεια, ή εγωισμό και φιλοδοξία, δε χρειάζεται αφορμή για να φερθούν άσχημα. Ανταποδίδοντας όμως την κακία τους, δεν τους διορθώνουμε. Αντιθέτως, γινόμαστε εμείς χειρότεροι. Η βία, Ντάζεϊλτον, δεν είναι ποτέ λύση. Ούτε η επίδειξη δύναμης», τόνισε και τον προέτρεψε να συνεχίσει.
Ο Ντάζεϊλτον πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ένα μεγαλύτερο κορίτσι κι ένα αγόρι με πιάσανε και είπαν ότι θα με δέσουν. Έκλεισα τα μάτια μου... και φαντάστηκα ένα τέρας. Ένα πολύ τρομακτικό τέρας να τους κυνηγάει. Και ξαφνικά... ήταν λες και μπορούσαν να το δουν κι αυτοί...» Όλα τα παιδιά τσίριζαν, βλέποντας ακριβώς την εικόνα που είχε πλάσει στο μυαλό του. Πήρε χαρά από τον τρόμο τους. Του άρεσε να τους ακούει να πονάνε, αλλά ο πόνος δεν άργησε να βρει κι αυτόν και να τον κάνει να τρελαθεί. Η θύμηση κι ο απόηχός του μπορούσαν ακόμη να κάνουν το ίδιο. «Δεν μπορούσα να σταματήσω, αλήθεια! Προσπάθησα! Μα δεν μπορούσα-»
«Ησύχασε, ησύχασε! Τέλειωσε τώρα», τον ηρέμησε η θεία του. «Ξέρω ότι δεν φταις. Αυτό που έγινε εκεί έξω, αν και πρόωρο... ήταν φυσιολογικό», είπε και παίρνοντας με τη σειρά της μια βαθιά ανάσα, του εξήγησε: «Έχεις κληρονομήσει μια πολύ σπάνια ικανότητα: την ικανότητα της ύφανσης του Ονειρονήματος. Μέσω αυτού, μπορείς να έχεις πρόσβαση στα όνειρα και τις σκέψεις των άλλων. Πρόκειται για μια μαγεία πολύ πιο ισχυρή από κατάρα...» Σ' εκείνο το σημείο, ο Ντάζεϊλτον έδειξε ενθουσιασμό, όμως η συνέχεια τον αποθάρρυνε. «...και πολύ, πολύ πιο επικίνδυνη. Σε όποιον τη χρησιμοποιεί φέρνει τρομερή δύναμη, αλλά αφήνει πίσω τρομερή δυστυχία». Το παιδί την άκουγε σαστισμένο. «Τούτη η δύναμη ξυπνάει μέσα σου. Πρέπει να της επιβληθείς όσο είναι νωρίς».
«Μα... πώς;», αναρωτήθηκε ο Ντάζεϊλτον, μη έχοντας συνειδητοποιήσει ακόμα τα όσα άκουσε.
«Θα μάθεις να την ελέγχεις. Δε γίνεται να έχεις αυτά τα ξεσπάσματα κάθε φορά που θυμώνεις, ή φοβάσαι...»
«...Ο μπαμπάς ξέρει από αυτά. Θα μπορούσε να-»
«Όχι αυτός!», πετάχτηκε αναστατωμένη η Ραβάννα και ο ανιψιός της είδε για πρώτη φορά φόβο στα μάτια της. «Σ' εξορκίζω, για το καλό όλων μας, δεν πρέπει να μάθει τίποτα! Ποτέ και για κανένα λόγο! Η μαμά σου δε θα μιλήσει. Μένει να μη μιλήσεις ούτε εσύ»
«Μα-»
«Δεν θα του πεις ποτέ τίποτα. Το υπόσχεσαι;»
Ήθελε να ρωτήσει ποιος ήταν ο λόγος που δεν έπρεπε να μάθει τίποτα ένα μέλος της οικογένειας. Ο μπαμπάς του πάντα τον ενθάρρυνε. Γιατί λοιπόν να μην του το πει; Μα αν έκρινε από το απόλυτα σοβαρό και συγχρόνως παρακλητικό της ύφος, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση αυτή τη στιγμή. «Το υπόσχομαι», είπε χαμηλόφωνα κι ένιωσε αμέσως καλύτερα, όταν την είδε να ηρεμεί. «Όμως πώς θα μάθω να ελέγχω τη δύναμη;», ρώτησε με περιέργεια. Προς έκπληξή του, η Ιέρεια χαμογέλασε.
«Θα σου δείξω εγώ πώς...», έκανε, σαν να του εμπιστευόταν ένα μυστικό, που δεν ήθελε να ακούσει κανείς, ούτε το άγαλμα της Θεάς. «Όλα θα πάνε καλά, Ντάζεϊλτον. Σε λίγες μέρες θα τα έχεις καταφέρει», τον επιβεβαίωσε. «Προς το παρόν, ας κάνουμε κάτι γι' αυτόν τον πονοκέφαλο, τι λες;» Το αγόρι έγνεψε ανταποδίδοντας το χαμόγελο και πέρασε μαζί της το υπόλοιπο της ημέρας, ώσπου το απαλό της νανούρισμα τον έστειλε στον Κόσμο των Ονείρων, θεραπευμένο από τα τραύματα που του άφησε εκείνο το απόγευμα.
---
Η παιδική αυτή ανάμνηση έκανε τον Ντάζεϊλτον να διακόψει για τρίτη, ή τέταρτη φορά τα βήματά του. Οι βιαστικές δρασκελιές του ελευθερωτή του, που μέχρι πρότινος ακολουθούσαν ευθεία πορεία, σταμάτησαν αμέσως μόλις άκουσε έναν λυγμό πίσω του. «Άχου, μην ανοίγεις τις κάνουλες», παρατήρησε ενοχλημένος ο Σάντριγκορ, ενώ του σκούπιζε το πρόσωπο ταμποναριστά. (κάτι που μάλλον παρέπεμπε περισσότερο σε χαστουκάκια που ρίχνουν στους αναίσθητους) «Δε θέλω πολύ να τα ξαναμπήξω κι εγώ. Κανόνισε!», παραδέχτηκε έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα.
«Συγγνώμη...», ψιθύρισε ο Ντάζεϊλτον.
Ο Σάντριγκορ τον κοίταξε στενοχωρημένος. Η λέξη 'συγγνώμη' πρέπει να ήταν μια απ' τις αγαπημένες του· την είχε πει τουλάχιστον τέσσερις φορές από τη στιγμή που ξεκίνησε η κοινή τους πορεία προς την απόδραση. Καταντούσε κάπως εκνευριστικό να τον ακούει να απολογείται κάθε τρεις και λίγο, αλλά δεν μπορούσε και να μην δείξει κατανόηση. «Δεν το λέω για να μου ζητήσεις συγγνώμη, παλικάρι μου... αλλά κάνεις κακό στον εαυτό σου», του εξήγησε ευγενικά. Όχι μόνο ο μικρός δεν χρησιμοποιούσε τα φτερά του, λες και τα είχε μόνο διακοσμητικά, αλλά ο Σάντριγκορ είχε παρατηρήσει ότι έτρεμε κιόλας. «Είσαι πολύ αδύναμος. Δε θέλω να μου λιποθυμήσεις!», σχολίασε, μα η δυστυχισμένη έκφραση στο πρόσωπό του πρόδιδε ότι δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα. Όχι ότι ο ίδιος ήταν σε καλύτερη ψυχολογική κατάσταση...
Όλα αυτά τα χρόνια, η απώλεια τον είχε επισκεφτεί αμέτρητες φορές και πάντα κατόρθωνε να τη νικήσει. Μα καμιά άλλη φορά δεν τον άφησε τόσο συντετριμμένο και τόσο άδειο. Κι ας ήταν οι στιγμές τους ελάχιστες, ένιωθε πως είχε χάσει ένα κομμάτι του εαυτού του. Ένα κομμάτι βγαλμένο κατευθείαν απ' την άτυχη καρδιά του. Εκείνη το είχε αυτό το κομμάτι· μαζί της το 'χε πάρει και θα το κράταγε για πάντα, όπως θα κράταγε κι εκείνος το ανεξίτηλο σημάδι ενός άπιαστου ονείρου. Ίσως αυτή να ήταν τελικά κι η μοναδική του αξίωση απέναντί της. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν καλύτερα έτσι, παρά να μην την είχε γνωρίσει ποτέ, αλλά η θλίψη είχε κουρνιάσει βαθιά μέσα του. Πολύ βαθύτερα απ' όσο μπορούσε ν' αντέξει και δίχως το φεγγαρόφως της, ένιωθε σαν ένα γέρικο δέντρο, τραχύ και σαπισμένο. Που δεν έπαιρνε απόφαση ν' αφήσει επιτέλους τις μαραμένες ρίζες του και να πέσει. Αυτό επιθυμούσε αυτή τη στιγμή: να πέσει και να μην ξανασηκωθεί. Ήξερε όμως πως δε γινόταν. Αν κατέρρεε μπροστά στο παιδί, όλα θα είχαν τελειώσει και για τους δύο. Δεν ήταν μόνος. Όφειλε να σφίξει τα δόντια και να καταβάλει μια στερνή προσπάθεια.
«Έι...», έκανε με συμπόνια, σηκώνοντας διακριτικά το πιγούνι του Νεράιδου. «...αν μας έβλεπε να θρηνούμε γι' αυτήν, θα θλιβόταν», μουρμούρισε, ανοιγοκλείνοντας τα ερεθισμένα μάτια του. «Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά και να προχωρήσουμε. Αυτό θα ήθελε. Όχι να καθόμαστε και να κλαίμε τη μοίρα μας», ολοκλήρωσε και κοίταξε τον Ντάζεϊλτον λες και ολόκληρος ο κόσμος εξαρτιόταν από την αντίδρασή του.
Εκείνος δεν ήξερε τι να πει. Το 'να προχωρήσουνε' μια κουβέντα ήταν. Και μάλιστα χιλιοειπωμένη από 'κείνους που μιλούσαν πάντα εκ του ασφαλούς και τα 'σοφά' τους λόγια δεν προσέφεραν καμία αντικειμενική βοήθεια. Στην πράξη φάνταζε ο πιο αδύνατος άθλος. Αλλά και πάλι, μια φωνή μέσα του, τού υποδείκνυε ότι αυτό ήταν το σωστό. «Θα προσπαθήσω».
Ο Σάντριγκορ έμεινε για λίγο στατικός, μα σιγά-σιγά τα μάτια του φωτίστηκαν, αντανακλώντας τη μικρή σπίθα κουράγιου στις δυο λέξεις του συνομιλητή του. «Αυτό... είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει εδώ και ώρα», είπε ξέπνοα και πήρε να διασχίζει ξανά το σκοτεινό υπόγειο τούνελ. Τα ελαφριά βήματα του Νεράιδου, που αυτή τη φορά τον ακολουθούσαν σταθερά, έκαναν το ηθικό του να αναπτερωθεί λιγάκι και το μυαλό του να πάει στα καθήκοντα που τον περίμεναν έξω από το στρατόπεδο. Τι απέγινε άραγε ο Έντελ; «Ελπίζω τουλάχιστον αυτός ο μπαγάσας να είναι καλά και να βρήκε τη Λόλι», μονολόγησε και την αμέσως επόμενη στιγμή, χαλίκια πετάχτηκαν δεξιά κι αριστερά, καθώς κάποιος αδέξιος τύπος με διακοσμητικά φτερά σκόνταψε με τον πιο ατσούμπαλο τρόπο.
«Τ-Τη Λόλι;», ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ντάζεϊλτον.
«Ναι, τη Λόλι!», επανέλαβε ο άλλος, προσπαθώντας να τον βοηθήσει. «Την εγγόνα του φίλου μου του Έντελ; Την Κρυστέλ ντε!», πρόσθεσε και ξανάρχισαν να περπατάνε. «Πρέπει να την έχεις δει! Ένας βλάκας δικός σας την απήγαγε και την έφερε στο Νοβέλιαν για λογαριασμό της Ψηλομυτοτάτης σας».
Ο Νεράιδος στάθηκε αμήχανος, χωρίς να ξέρει πώς να αισθανθεί γι' αυτόν τον όχι και τόσο τιμητικό χαρακτηρισμό. «Βασικά... εγώ είμαι ο βλάκας...», διευκρίνισε. «Και η 'Ψηλομυτοτάτη' που λες είναι μητέρα μου», συμπλήρωσε με σοβαρότητα.
Στην αρχή, ο Σάντριγκορ πάγωσε, αλλά αμέσως μετά ξέσπασε σε γέλια, βγάζοντας έτσι όλη του την ένταση. «Μητέρα σου, χαχαχα! Μητέρα σου! Καλό, πολύ καλό!», κατάφερε να πει. «Για μια στιγμή κόντεψα να το χάψω!»
«Σοβαρά μιλάω».
«Άσε μας καλέ! Άκου εκεί, η Τιτάνια είναι μητέρα σου... Κι ο Όμπερον είναι τι; Πατέρας σου;»
«Ναι».
Το σπαστικό γέλιο κόπηκε και το σαγόνι του Καλικάντζαρου έφτασε μέχρι το πάτωμα καθώς συνειδητοποίησε ότι αμόλησε κοτσάνα. «Όντως τώρα..; Κακόμοιρο παιδί... Να με συμπαθάς, που να το φανταστώ-»
«Και δεν την απήγαγα, εντάξει;», πετάχτηκε ο Ντάζεϊλτον θιγμένος. «Νόμιζα πως έκανα το σωστό και πως βοηθούσα!»
«Καλά, έτσι την έχετε εσείς τη βοήθεια στον Τόπο σου; Μη χειρότερα! Αν είναι, την άλλη φορά που θα τη... 'βοηθήσεις' να της σουφρώσεις και το πορτοφόλι. Πολύ... 'βοηθητικό'».
«Δεν ήθελα να της κάνω κακό, οδηγίες ακολουθούσα! Αλλά μετά την ελευθέρωσα και τα πράγματα άλλαξαν. Ταξιδέψαμε μαζί, γίναμε φίλοι! Νοιαστήκαμε ο ένας για τον άλλο».
«Και μετά ήρθε ο έρωτας, να υποθέσω...», έκανε ο άλλος με κωμικά ποιητικό ύφος, όταν όμως είδε ξανά το πρόσωπο του Ντάζεϊλτον, το ποιητικό κομμάτι σώθηκε και στη θέση του βγήκε ένα ξεκάρφωτο συμπέρασμα. «Έλα ρε, σου γυάλισε η πιτσιρίκα;»
«Ορίστε; Ό-Όχι, όχι! Εγώ δεν-»
«Άσε ρε τα 'όχι' και τις ψεματιές! Σε τα μας, ρε; Στο δάσκαλο θα πουλήσεις παραμύθι; Αφού κοκκίνησες σαν παντζάρι! Κάνει μπαμ ότι τη γουστάρεις!»
Στη στιγμή, ο Ντάζεϊλτον μαζεύτηκε, διαπιστώνοντας ότι δυστυχώς δεν μπορούσε να κρυφτεί. «Και... τι έχεις να πεις;», ρώτησε, φοβούμενος τα χειρότερα, αν έκρινε από την άκρως επικριτική αντίδραση του πατέρα του.
Ο Σάντριγκορ πήρε για λίγο ένα σκεπτικό ύφος. «Εγκρίνω», συμπέρανε τελικά κι ο νεαρός νόμισε προς στιγμήν ότι δεν κατάλαβε καλά. Μα ο άλλος συνέχισε ακόμα πιο ενθαρρυντικά: «Η Λόλι μας είναι σπάνιο πλάσμα και χρυσό κορίτσι! Τo μαλλάκι της βέβαια είναι λίιιγο παραπάνω ροζ απ' ό,τι θα 'πρεπε, αλλά ποιος είμαι εγώ που θα κάνω κριτική;» Ο Νεράιδος αναστέναξε με ανακούφιση κι ένα ονειροπόλο βλέμμα, καθώς έφερε στο νου του το παράξενο και καλόκαρδο εκείνο κορίτσι με τα πανέμορφα φούξια μαλλιά. Το ύφος του κέρδισε ένα σφύριγμα θαυμασμού από τον συνταξιδιώτη του, που αμέσως μετά έγινε πιο περίεργος. «Της το 'πες;»
«Όχι».
«Θα της το πεις;»
«...Δε νομίζω», έκανε με λύπη ο Ντάζεϊλτον. «Δεν έχω καμιά ελπίδα μαζί της».
«Έλα, χαζομάρες!», πετάχτηκε ο Σάντριγκορ, απορώντας με την τόση ηττοπάθεια που έδερνε το αγόρι. Καλά, με τέτοιους γονείς, τι περιμένεις;, είπε στον εαυτό του, αλλά δεν δέχτηκε να αφήσει την κατάσταση ως έχει. «Γιατί να μην έχεις καμιά ελπίδα, δηλαδή; Τι σου λείπει; Μια χαρά παλικάρι είσαι! Ψηλό, ευγενικό-»
«Και Ανολοκλήρωτος...»
«Ε και; Να σου πω κάτι; Μ' αρέσουν οι Ανολοκλήρωτοι. Είναι... πώς να το θέσω; Είναι λιγότερο Νεράιδες απ' τις Νεράιδες!», ανακοίνωσε ο Σάντριγκορ, βέβαιος ότι αυτή τη στιγμή το Νοβέλιαν έτριζε συθέμελα από την εκπληκτική δήλωση. «Αυτομάτως λιγότερο σνομπ και πιο ωραίοι τύποι. Δε νομίζουν, ρε παιδί μου, ότι αυτοί είναι κι άλλοι δεν είναι, να πούμε».
Ο Ντάζεϊλτον είχε μείνει κάγκελο. Ήταν τα λόγια του γκόμπλιν προσβλητικά; Ήταν κολακευτικά; Πού να βγάλει άκρη; «Τι να πω; Δεν... έχω ξανακούσει γνώμη τόσο... ενδιαφέρουσα επί του θέματος... Για μένα ήταν πάντα εμπόδιο».
«Μα το να είσαι Ανολοκλήρωτος δεν σε εμποδίζει να ερωτευτείς. Όλα είναι θέμα στυλ: δείξε της τα καλά σου στοιχεία! Τον μοναδικό χαρακτήρα που έχεις! Κάν' τηνα να πέσει ξερή με το χαμόγελό σου και θα δεις για πότε την έχεις κερδίσει!», συνέχισε να λέει ο Καλικάντζαρος με αέρα αρθρογράφου εφηβικής φυλλάδας. Όμως δεν άργησε να συμπεράνει ότι όλα αυτά που αράδιαζε ήταν σαχλά κι ότι έπρεπε να πιάσει πιο χρήσιμα θέματα. «Θες τη συμβουλή ενός γερόλυκου; Δεν θα μάθεις ποτέ τι υπάρχει στην αντίπερα όχθη του ποταμού, εάν δεν τον διασχίσεις».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Θέλω να πω πως όταν αγαπάς, καλό είναι να το δείχνεις. Έστω για να σταματήσει να σε τρώει! Ζυγίζεις την κατάσταση, προετοιμάζεις το έδαφος κι άμα κρίνεις πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή, το λες!»
«Και διακινδυνεύεις να τα χάσεις όλα;»
«Να τα χάσεις όλα, ή να τα κερδίσεις όλα, φίλε μου», τόνισε ο Σάντριγκορ. «Πάντως είναι καλύτερο να χάνεις, παρά να ζεις διαρκώς με ένα 'αν'. Με τις γυναίκες βέβαια, δε μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος για τίποτα. Κάποιες θέλουν την ανεξαρτησία τους, άλλες ψάχνουν τους ζόρικους, άλλες τους διανοούμενους... άλλες πάνε και δίνουν όρκο αγνότητας στη Θεά του Φεγγαριού, άσε, μη συζητάς...», συνέχισε, προσωποποιώντας το δράμα του στο τέλος. «Αχ, μυστήρια πλάσματα οι γυναίκες! Μυστήρια κι υπέροχα...»
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε από πολύ κοντά η χοντροφωνάρα ενός όχι και τόσο μυστήριου, ή υπέροχου πλάσματος να φωνάζει: «Ρεμάλια, σερβιριστείτε!»
Ακολούθησε ο ήχος της πτώσης ενός στρογγυλού τσίγκινου αντικειμένου κι ένας Τζέργκα από τους ελάχιστους που είχαν μείνει στο στρατόπεδο να γκαρίζει: «Φαΐ το λες αυτό το κατάπλασμα; Σε πεινασμένα γουρούνια να το 'δινες, δεν θα το τρώγανε!»
«Μα σε πεινασμένα γουρούνια το δίνω!», αντιμίλησε η Τζεργκομαγείρισσα μπροστά του, έτοιμη να τον κοπανήσει με την κουτάλα.
«Τι είπες μωρή!;»
«Είπα, δε φτάνει που σας ταΐζω πέντε η ώρα το πρωί, γκρινιάζετε κι από πάνω! Αν δεν σας αρέσει η μαγειρική μου, να πάτε στο Νοβέλιαν για γκουρμεδιές. Α, ξέχασα! Δεν μπορείτε, γιατί αυτή τη στιγμή στο Νοβέλιαν σφάζονται!»
«Αμάν! Τι λέει αυτή;», ψιθύρισε ο Σάντριγκορ με το δεξί του αυτί κολλημένο στον τοίχο της κουζίνας κι αφού αντάλλαξε ένα σοκαρισμένο κοίταγμα με τον Ντάζεϊλτον, συνέχισαν να ακούνε.
«Έλα τώρα, Μόνγκα!», πήρε το λόγο ένας άλλος φρουρός. «Δεν θα μας αφήσεις στ' αλήθεια νηστικούς, ε;»
«Να το σκεφτόσασταν αυτό πριν τη δείτε γευσιγνώστες! Ουστ από 'δω!», διέταξε αυτή πετώντας και μια στοίβα πιάτα, έτσι για να τους περάσει πιο καλά το μήνυμα. Σε λίγα λεπτά, η ομάδα αποχώρησε μουρμουρίζοντας παραπονεμένα.
Όταν βεβαιώθηκε πως έφυγαν όλοι, ο Σάντριγκορ γύρισε στον Ντάζεϊλτον. «Χρειαζόμαστε πληροφορίες και κάτι να βάλουμε στο στόμα μας. Έχω μια ιδέα...», ανακοίνωσε. «Δεν θα είναι ούτε εύκολο, ούτε όμορφο, αλλά αν πετύχει, είμαστε ήδη έξω...»
---
«Γουρούνια όλοι τους...», γρύλισε μόνη της η Μόνγκα, ενώ μάζευε τα θραύσματα με το φαράσι. Της έδινε στα νεύρα το γεγονός ότι έπρεπε να μαγειρεύει ολημερίς γι' αυτούς τους σαρδανάπαλους και να της κάνουν και κριτική από πάνω! Οι σκέψεις της μπήκαν στην άκρη, όταν ακούστηκε κάποιος (προφανώς διανοητικά καθυστερημένος) να κάνει την τρομπέτα με το στόμα. Αμέσως μετά, έγινε κάτι που η Μόνγκα δεν περίμενε ποτέ να γίνει: ένας αληθινός Νεράιδος μπήκε καμαρωτός-καμαρωτός και η μαγική αύρα των φτερών του έμοιαζε να κάνει τα άπλυτα κατσαρολικά να λάμπουν σαν χρυσάφι. Πίσω του ακολουθούσε ένας... ένας... τύπος, του οποίου το είδος η Μόνγκα δεν είχε ξαναδεί, αλλά της φάνηκε πολύ λεβέντης, έτσι όπως παρέλαυνε χοροπηδώντας κι παρίστανε πως παίζει τρομπέτα. Τι είν' αυτά που σκέφτεσαι μωρή; Στάλα μυαλό δεν έχεις;, είπε στον εαυτό της και η αγριωπή της έκφραση έκανε την εντυπωσιακή είσοδο να σταματήσει άδοξα. «Τι ρόλο βαράτε εσείς;», ρώτησε με το φρύδι σηκωμένο και την ουρά της να πάει μπρος-πίσω.
Τα δόντια του Ντάζεϊλτον έτριξαν λίγο, αλλά ο Καλικάντζαρος πίσω του πέρασε μπροστά του με ένα πήδημα και γεμάτος επισημότητα είπε: «Αναγγέλλω την άφιξη της Αυτού Υψηλότητος, Πρίγκιπα Ντάιζελτον-»
«Ντάζεϊλτον!»
«Α, ναι μωρέ... Ντάζεϊλτον του Λόγγου των Ονείροων!», ολοκλήρωσε κι άρχισε να χτυπάει μόνος του παλαμάκια, καθώς ο Νεράιδος προχώρησε με το πιο... 'βασιλικό' ύφος που μπορούσε να πάρει.
Η Τζέργκαινα τους κοιτούσε άναυδη. Από τη μια, ήθελε να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Ήξερε ότι οι μύγες ήταν μπελάς! Αλλά από την άλλη, πόσες φορές θα είχε την ευκαιρία να υποδεχτεί στην κουζίνα της έναν γαλαζοαίματο; «Εί-Είστε...», πήγε να πει. «...είστε στ' αλήθεια πρίγκιπας, νεαρέ;»
«Μάλιστα, αγαπητή μου κυρία!», αποκρίθηκε ο Ντάζεϊλτον και ο τρόπος που μιλούσε θύμιζε τόσο πολύ τον πατέρα του που ακόμη κι ο ίδιος ξαφνιάστηκε. «Είμαι ο γιος του Βασιλιά Όμπερον κι ο δρόμος έβγαλε εμένα και τον... ιπποκόμο μου στο μαγειρείο σας. Θα μας κάνετε την τιμή να μας αφήσετε να δοκιμάσουμε τις παρασκευές σας;»
Η Μόνγκα κουφάθηκε. «Μα.. βέβαια!», φώναξε τελικά. Ξαναφορώντας την κακοραμμένη ποδιά της, πήρε δυο τεράστια πιάτα κι άρχισε να τα γεμίζει με υπέρογκες μερίδες από το βραστό που έφτιαξε.
«Να 'στε καλά, μαντάμ», έκανε ο Σάντριγκορ κι ήταν βέβαιος ότι την είδε να πεταρίζει τα βλέφαρά της.
Ο Ντάζεϊλτον έριξε μια ματιά στο πιάτο του. «Ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό το...τι είναι;»
«Ολόφρεσκος ξαναζεσταμένος πατσάς από την προηγούμενη εβδομάδα!», ανακοίνωσε περήφανα η Τζέργκαινα κι ο Καλικάντζαρος έβγαλε έναν ήχο, σαν να είχε φάει ξυλιές στο στομάχι. «Δεν κατάλαβα το επιφώνημα!», έκανε η τύπισσα και τον άρπαξε απότομα απ' το λαιμό, κοπανώντας του τη μούρη στο τραπέζι. «Δεν σου αρέσει; Μήπως να βλέπαμε αν εσύ θα ήσουν πιο νόστιμος!:»
«Άστε τον κάτω!», φώναξε επιτακτικά ο Ντάζεϊλτον και πετάχτηκε όρθιος. Η μεγάλη σκιά της τον κάλυψε, καθώς η Τζέργκαινα στάθηκε από πάνω του, κραδαίνοντας τον 'ιπποκόμο' του σαν πατσαβούρα. Ο Νεράιδος στραβοκατάπιε. «Δεν ήθελε να σας προσβάλει. Πιστεύω πως ούτε εσείς θέλετε να μας προσβάλετε. Τέτοια συμπεριφορά στους συμμάχους σας, δεν θα ήταν πολύ φιλόξενη εκ μέρους σας. Κάνω λάθος;», συνέχισε, καταφέρνοντας για πρώτη φορά να συγκρατήσει το τρέμουλο στη φωνή του και να ακουστεί επιβλητικός, σύμφωνα με το ρόλο του.
«Ρε ίδιος ο πατέρας του!», αναφώνησε ο καημένος ο Καλικάντζαρος, που είχε πια κουραστεί να τον στραγγαλίζουν οι Τζέργκα. Ευτυχώς, η Μόνγκα δεν είχε διάθεση να τα βάλει με υψηλά ιστάμενο πρόσωπο και τελικά άφησε κάτω το γκόμπλιν και του επέτρεψε να φάει, σαν να μην είχε μεσολαβήσει τίποτα. «Δεν ξέρω πώς τα κατάφερες, αλλά με γλίτωσες», είπε λαχανιασμένα ο Σάντριγκορ, όταν γύρισε την πλάτη της. «Να 'σαι καλά, παλικάρι μου». Ούτε ο ίδιος ο πρίγκιπας δεν ήξερε πού βρήκε το θάρρος, αλλά δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο περίμενε.
«Θέλετε κι άλλο!;», ρώτησε ενθουσιασμένη η Μόνγκα, όταν είδε πως είχαν αδειάσει τα πιάτα τους.
«Όχι μαντάμ, 'ντάξει είμαστε», έκανε ο Σάντριγκορ, που προσπαθούσε να μη σκέφτεται πόσο αηδία ήταν αυτό που έτρωγε, μόνο ότι έπρεπε να φάει. Ο Ντάζεϊλτον βρήκε ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο 'ψάρεμα'.
«Καθίστε να μας κάνετε λίγη παρέα».
«Εγώ;», αναρωτήθηκε η μαγείρισσα.
«Μάλιστα, εσείς!», απάντησε ο Ντάζεϊλτον. Η Μόνγκα το σκέφτηκε, αλλά εν τέλει αποδέχτηκε την πρόσκληση κι αφού διόρθωσε με μια πιρούνα τα πατικωμένα καστανά μαλλιά της, έκατσε σε μια σκοροφαγωμένη καρέκλα, απέναντι από τον πράσινο τύπο, που την κοιτούσε με μισό μάτι.
«Από πολύ φόβο με πήρες, νόστιμε».
«Γιατί άραγε;», αναρωτήθηκε ειρωνικά αυτός κι εκείνη φάνηκε να ντρέπεται.
«Τι μου φταις κι εσύ;», έκανε κι αφού σηκώθηκε, επέστρεψε μ' ένα καραφάκι τσίπουρο, ως ένδειξη συμφιλίωσης. «Σχωρνάτε με, αλλά δεν είχα και την καλύτερη νύχτα».
«Μα τι λέτε, καταλαβαίνουμε. Σωστά Σάντριγκορ;»
«'στά...», αποκρίθηκε ο φίλος του, που δεν καταδέχτηκε ούτε ολόκληρη τη λέξη 'σωστά' να πει. Βέβαια, τσίπουρο καταδέχτηκε να πιεί και πάλι καλά που ήταν καλύτερο απ' τον πατσά.
«Ααααχ...», αναστέναξε η Μόνγκα, πίνοντας δυο σωλήνες μονορούφι. «Πού να ξέρατε τι τραβάω! Όχι μόνο εγώ, δηλαδή! Όλες μας!», ξεκίνησε νταλγκαδιασμένη. «Ούτε να μας φτύσουν τα ρεμάλια», συνέχισε αναλογιζόμενη τη δυσμένεια στην οποία είχαν πέσει τα τελευταία χρόνια οι γυναίκες του λαού της, ειδικά μετά τη μούρλα που είχε πιάσει τον Φύλαρχο με τα υβρίδια. «Αμ, βέβαια! Τους κακοπέφτουν οι δυναμικές Τζέργκαινες των κυρίων! Είναι απωθητικές για τα γούστα τους! Καλύτερα είναι δηλαδή τούτα τα σκουπόξυλα με περούκες!;», ρώτησε, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.
«Καθένας με τα γούστα του», έκανε ο Σάντριγκορ, τρέμοντας μη βρεθεί σε καμιά χύτρα ταχύτητας. «Εμένα πάντως μ' αρέσουν οι δυναμικές γυναίκες», δήλωσε, κερδίζοντας άλλο ένα 'τσαχπίνικο' πετάρισμα βλεφάρων.
«Έτσι μπράβο! Κάποια μέρα θα τους δείξουμε όλες μας τι αξίζουμε! Θα καταλάβουν πόσο μας αδικούν. Πάλι καλά που υπάρχουν και... καλόγουστοι άντρες εδώ γύρω...»
«Όχι... δίκιο έχετε...», απάντησε ο Νεράιδος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, μα βλέποντας ότι και η μαγείρισσα είχε κι αυτή τα βάσανά της. «Είμαι βέβαιος πως έχετε κι άλλες ενδιαφέρουσες απόψεις για την επικαιρότητα. Ας πούμε, τι γνωρίζετε για την κατάσταση στο Νοβέλιαν;»
«Ε, τι να σας πω, Υψηλότατε;», αποκρίθηκε αυτή. «Ξέρω μόνο ότι μια τύπισσα εξόρισε μιαν άλλη και μετά όλοι θύμωσαν και...» Όσο η Τζέργκαινα μιλούσε, ο Ανολοκλήρωτος προσπαθούσε να μην καεί από το τσίπουρο και να μην δείξει την αγωνία που τον κυρίευε για την πατρίδα του. Παράλληλα. μια σκέψη επαναλαμβανόταν μέσα του:
Πού είσαι, Λόλι; Είσαι καλά; Άραγε... με σκέφτεσαι καθόλου;
---
«Κάτι σε προβληματίζει, Λόλι μου» παρατήρησε ο Έντελ, βλέποντας την εγγονή του σκυθρωπή.
Η κοπέλα είχε το μενταγιόν με τους τρεις κρυστάλλους στη χούφτα της και μια έκφραση προσήλωσης στο πρόσωπό της, σαν να προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Η έγνοια για το πού θα μπορούσε να έχει χαθεί ο καλός της φίλος δεν την άφηνε να ηρεμήσει. Και δεν ήταν η μόνη της έγνοια. Αλλά γνωρίζοντας πως αν αναφερόταν στον Νεράιδο θα ακολουθούσαν ένα σωρό ερωτήσεις όπως ποιος ήταν, πού τον γνώριζε κι άλλα τέτοια που τώρα δεν είχε τόση διάθεση να απαντήσει, αποφάσισε να μιλήσει για κάτι άλλο που την είχε βάλει σε υποψίες απ' τη στιγμή που το άκουσε. «Η γιαγιά μου είπε κάτι και για τον Έντι», έκανε η κοπέλα. «Ότι κινδυνεύει να πέσει σε πλεκτάνη. Είναι καλά;»
Ο Έντελ παραξενεύτηκε πιο πολύ με αυτή την είδηση. «Τελευταία φορά, τον είδα στο σπίτι. Μια χαρά ήτανε». Ο Έντι δεν είχε καμιά σχέση ούτε με τους κρυστάλλους, ούτε με την Μυθυφήλιο. Φαινόταν να 'χει πάρει απ' τη μάνα του κι όλα αυτά έλεγε πως τον άφηναν 'παγερά αδιάφορο'. Αλλά η Σενίτ δεν θα ήταν ανήσυχη χωρίς λόγο, ούτε θα 'λεγε λόγια του αέρα. Προβληματισμένος, έμεινε να σκέφτεται, όταν η φωνή της Λόλι ακούστηκε και πάλι.
«Παππού, κοίτα! Τι είναι;», αναφώνησε το κορίτσι, δείχνοντας το φως που αχνοφαινόταν πίσω απ' τα βουνά. Με την παλάμη του πάνω από τα μάτια του, ο Έντελ κοίταξε προσεκτικά τη μακρινή εικόνα και σε λίγο διαπίστωσε πως επρόκειτο για πυρκαγιά.
«Φωτιά. Και... ξεκινάει από τη Φυλακή...», σχολίασε ευχόμενος για την ασφάλεια όσων βρισκόντουσαν παρά τη θέλησή τους σε εκείνο το τρομερό μέρος. Το μάτι του ίσα που έπιασε μια φωτεινή τελεία να διασχίζει τον ουρανό και να χάνεται στους καπνούς, όταν από κάπου πίσω και μακριά του ακούστηκε ένας περίεργος ήχος. Για οποιονδήποτε άλλο Άνθρωπο, ο ήχος αυτός θα θύμιζε κεντρική ασφάλεια που πέφτει, μα για εκείνον ήταν αναμφίβολα η αναγγελία άφιξης μιας Τηλεμεταφορικής Πύλης.
Αυτόματα, το χέρι του βρέθηκε στη λαβή του σπαθιού του, έτοιμο να το τραβήξει έξω, όμως οι φυσιογνωμίες που εμφανίστηκαν μέσα από το φως, τον ξάφνιασαν παραπάνω απ' όσο θα περίμενε. «Κύριε Έντελ! Κύριε Έντελ! Συμφορά!», φώναξε δραματικά ο κοντόχοντρος άντρας που έτρεχε προς το μέρος του, αλλά άμαθος καθώς ήταν στο τρέξιμο, στραβοπάτησε κι έπεσε άτσαλα. Η γυναίκα που ακολουθούσε πίσω του, στριφογύρισε αποδοκιμαστικά τα μάτια της.
«Μπελέρια, καθηγητά!», αναφώνησε ο Έντελ χαρούμενος. «Μα... πώς ήρθατε εδώ; Και τι συμβαίνει;»
«Μεγάλη ιστορία...», αποκρίθηκε η Μπελέρια, μ' ένα φλόκι της να τυλίγεται γύρω από τον αριστερό δείκτη της.
---
Ο Βασιλικός Συνοδός του Όμπερον πήγε τους δύο πρώην κρατούμενους στην πεδιάδα έξω από τον χώρο του στρατοπέδου, όπου δέσποζε μια πέτρινη Πύλη. «Στο καλό να πάτε!», ευχήθηκε γελώντας. «Και μην ξεχνάτε τι είπε ο Βασιλιάς! Το βασίλειό μας, βασίλειό σας!»
«Δεν το ξεχνάμε, φίλε Πουκ!», τον αποχαιρέτησε η Μπελέρια, κουνώντας το χέρι της στον αέρα. «Πες στον Μεγαλειότατο πως τον ευχαριστούμε για άλλη μια φορά!»
Μόλις έφυγε, η Νεράιδα έσκυψε κι άρχισε να ερευνά το χώμα και τα σκαλίσματα της Πύλης, παντελώς αδιάφορη για τον κατσουφιασμένο καθηγητή. Εκείνος έβαλε τα χέρια στη μέση. Τώρα που, ούσα απασχολημένη με κάτι άλλο, δεν τον είχε στη μπούκα, μπορούσε να ξεσπάσει άφοβα! «Μπελέρια, είσαι... απαράδεχτη!», της είπε γεμάτος στόμφο. «Πώς μπόρεσες!; Πώς μπόρεσες να προδώσεις τους φίλους μας!; Η Αρχιέρεια σε εμπιστεύτηκε κι έτσι της το ξεπληρώνεις; Είχα καταλάβει ότι κοιτάς το συμφέρον σου, αλλά να φτάσεις μέχρις εκεί, δεν το περίμενα!» Η πρώην Ανιχνεύτρια τον άκουγε με τα νεύρα της να τεντώνονται σαν χορδές. Γρύλισε μέσα από τα δόντια της, φιλοδοξώντας να τον κάνει να κόψει το σουρεαλιστικό θέατρο, μα αυτός συνέχισε να την επιπλήττει, λες και ήταν καμιά αδιάβαστη φοιτήτρια που πιάστηκε με σκονάκι στις εξετάσεις εξαμήνου. «Είμαι πάρα, μα πάρα πολύ απογοητευμένος μαζί σου! Δηλαδή, τέτοια συμπεριφορά είναι-»
«Σκάσε».
«Και μου λες και να σκάσω! Τι αγένεια! Ως πού θα πάει πια αυτή η κατάστ...» Το ξέσπασμα του Καρπάθιλ διέκοψε απότομα η ενεργοποίηση της Πύλης και τα μάτια του γίνανε ίσα με τους φακούς των γυαλιών του, όταν αντί για τον Λόγγο των Ονείρων, ή οποιονδήποτε άλλον Τόπο, αντίκρισε τη μακρινή εικόνα του Ντράνθρογκ. «Μ-Μα τ-τι.. τι σημαίνει αυτό;», αναρωτήθηκε σαστισμένος.
«Σημαίνει 'κλείσε το μεγάλο σου στόμα κι άσε με να κάνω τη δουλειά μου, μπας και προλάβουμε να τους σώσουμε'», ανακοίνωσε η Μπελέρια και ξανάπιασε τους υπολογισμούς, ώστε να καταφέρει να ρυθμίσει σωστά την παράκαμψη. Ευτυχώς για εκείνη, αυτός ο φαφλατάς το πήρε το μήνυμα...
---
«...Και κάπως έτσι, να 'μαστε!», ολοκλήρωσε την ιστορία της η Ανιχνεύτρια.
«Είσαι καλή γυναίκα, Μπελέρια», είπε ο Έντελ με ευγνωμοσύνη. «Πολύ χαίρομαι που δεν μας εγκατέλειψες».
«Αυτά να τα πεις στον κύριο από 'κεί», απάντησε η Νεράιδα, γέρνοντας το κεφάλι της προς τον καθηγητή, που έψαχνε μάταια τα πεσμένα του γυαλιά στο χώμα. «Για ιδιοφυία, είναι λιγάκι στόκος...»
«Εντάξει, το ομολογώ...», αποκρίθηκε αυτός, μπουσουλώντας καταγής. «Έσφαλα! Αλλά κανείς δεν είναι αλάνθαστος». Σαν απάντηση στη δήλωσή του, ένα χέρι σήκωσε τα γυαλιά από κάτω και του τα προσέφερε με ευγένεια. Αφού τα καθάρισε λιγάκι από τη σκόνη, ο Καρπάθιλ τα τοποθέτησε στο πρόσωπό του και η πρώτη καθαρή εικόνα που είδε ήταν ένα κορίτσι με ροζ μαλλιά να του χαμογελάει φιλικά. Ωστόσο, αυτό που τράβηξε την προσοχή του ήταν το περιδέραιο στο λαιμό της και πιο συγκεκριμένα, οι τρεις πέτρες που το στόλιζαν. «Μα τις χίλιες διατριβές! Είναι... είναι... μία Κρυστέλ!»
Ο Έντελ χαμογέλασε καθώς έκανε τις συστάσεις. «Επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω την εγγονή μου τη Λόλι, τη νέα Κρυστέλ. Λόλι, από εδώ οι συγκρατούμενοι της Ραβάννας: ο Καρπάθιλ, Γενικός Καθηγητής της Βασιλικής Ακαδημίας του Νοβέλιαν και η Μπελέρια των Ανιχνευτών, ειδικός στην ιχνηλασία».
Ο καθηγητής της φίλησε το χέρι, όπως όριζε το σαβουάρ βιβρ για μια δεσποσύνη, ενώ η Μπελέρια αρκέστηκε σε έναν πιο τυπικό, αλλά εξίσου ενθουσιώδη χαιρετισμό. Η Λόλι ήταν κάπως συνεσταλμένη με όλο αυτό, αλλά υπέθεσε πως έτσι έχουν τα πράγματα όταν είσαι Κρυστέλ. «Χαίρομαι αφάνταστα που εσείς οι δυο ξαναβρεθήκατε, μα φοβούμαι πως εμείς σας φέρνουμε κακά μαντάτα», δήλωσε ο Καρπάθιλ και ξαναπήρε το δραματικό ύφος του. «Οι Τζέργκα κρατούν την Αρχιέρειά μας και τον κύριο Σάντριγκορ!»
«Ο Βασιλιάς Όμπερον είναι κι αυτός εκεί...», συμπλήρωσε η Μπελέρια. «...και πάω στοίχημα πως σχεδιάζει κάτι κακό γι' αυτούς».
Ο Έντελ κατατρόμαξε μόλις έμαθε τα νέα. Δεν ήξερε αν προλάβαινε να σώσει τους φίλους του. Ζήτησε από την Μπελέρια να κάνει ξανά τα κόλπα της, μα δυστυχώς, χωρίς τη φυσική παρουσία Πύλης στο Ντράνθρογκ, ήταν απλώς αδύνατο να δημιουργήσει ξανά παράκαμψη.
Η Λόλι άκουγε τους τρεις μεγαλύτερους να συζητούν ταραγμένοι, αλλά η ίδια δεν ταράχτηκε διόλου. Με τη φωτιά στη φυλακή που ανέφερε ο παππούς της, ένα σχέδιο είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό της, σαν νέα ιδέα για βιβλίο. Και μπορεί να μην ήταν καθόλου φαν του 'οι μεγάλοι ήρωες κάνουν σαματά', αλλά ίσως να μπορούσε να κάνει μια εξαίρεση...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top