Κεφάλαιο 38
Κεφάλαιο 38
Μυριάδες πύρινες εστίες είχαν δημιουργηθεί από την επανένωση των Δράκων με την Ιερή τους Φλόγα· φωτιές μεγάλες και μικρές δενόντουσαν η μια με την άλλη σε έναν άγριο χορό που κατέστρεφε ό,τι άγγιζε. Μετά το θάνατο του αρχηγού τους, οι Δαμαστές πανικοβλήθηκαν, αλλά δεν παραιτήθηκαν. Δεν ήταν ποτέ στη φύση των Τζέργκα να παραιτούνται χωρίς να πολεμούν! Με όλα τα όπλα που διέθεταν, πάλευαν να επανακτήσουν τον έλεγχο των ερπετών. Όμως για πρώτη φορά, έπειτα από χρόνια, τα πράγματα δεν εξελίσσονταν προς όφελός τους· οι Δράκοι δεν καταλαβαίνανε μήτε από μαστίγια, μήτε από ξιφολόγχες, μήτε από τίποτε. Μα οι Δαμαστές ήξεραν πως έπρεπε να σταματήσουν την ανταρσία, πριν εξαπλωθεί στην υπόλοιπη Χώρα και διαλύσει όσα χτίζανε. Έπρεπε να καλέσουν ενισχύσεις από το Ντερένθ-Όνγκε!
Σε αντίθεση με τους Τζέργκα, οι Νεράιδοι-Φύλακες της Χώρας των Δράκων είχαν παραδοθεί στον πανικό και πετούσαν μακριά αντάμα με τους φυλακισμένους τους. Ωστόσο, το θέαμα που αντίκρισαν βγαίνοντας από το φλεγόμενο κτίριο έκανε φύλακες και φυλακισμένους να παραλύσουν: ανάμεσα σε μισογκρεμισμένους τοίχους, πίσω από λυσσασμένα θηρία, φάνηκε μια ιπτάμενη αργυροκόκκινη φλόγα που... όχι, δεν ήταν φλόγα. Όσοι άντεξαν την εκτυφλωτική ακτινοβολία της κατάφεραν να διακρίνουν τη μορφή μιας γυναίκας. Την ίδια τη Θεά θύμιζε, είπαν στην αρχή μερικοί, μα ύστερα τους Ερυθρούς της Καταδίκης Αστέρες, που σύμφωνα με κάποιες νεραϊδοπροφητείες, 'θα έπεφταν εν καιρώ κρίσης'. Η όψη της ήταν ικανή να πάρει τα μυαλά οποιουδήποτε την κοιτούσε, αλλά η ίδια ήταν σαν να μην αντιλαμβανόταν τον χαλασμό γύρω της...
---
Ανυπαρξία. Αυτή ήταν η μοναδική λέξη που μπορούσε να περιγράψει την κατάσταση της. Γαλήνη και χάος, αλληλένδετα μέσα της. Το μυαλό της σε σύγχυση. Η καρδιά της σε σύγχυση. Και το Φεγγάρι της ψηλά, να δείχνει τη σκοτεινή πλευρά του. Ακόμα κι αν η σιδερένια αλυσίδα της άδικης καταδίκης της είχε πέσει, μια άλλη, αέναη και πανίσχυρη, την τράβαγε προς το ριζικό της. Ήξερε φράση προς φράση τα Ιερά Κείμενα και συχνά είχε μελετήσει και τις αναφορές στην Κάθαρση, όμως ποτέ δεν περίμενε πως τούτο το καθήκον θα έπεφτε στα χέρια τα δικά της. Μα αλήθεια, ποια άλλη ήταν άραγε πιο άξια, πιο αγνή, πιο πιστή; Ποια άλλη θα 'πρόβαλε μέσα απ' τους καπνούς, ένδοξη και φοβερή, με μάτια και φτερά πύρινα'; Δεν την ενδιέφερε για κείνα τα αναιδή όντα, που κραύγαζαν στο πέρασμά της. Μα δεν ήξεραν ποια ήταν; Δεν αναγνώριζαν πως εκείνη, η Φεγγαροφώτιστη Ραβάννα, η 'Ενδεδυμένη της Σελήνης το λαμπρό ασήμι και του Ήλιου την πορφύρα' είχε λάβει εντολή; Απεσταλμένη απ' τη Θεά την ίδια κι ευλογημένη από τον Πατέρα Ήλιο να ρίξει βαρύ τον πέλεκυ που θα γλίτωνε τους καλούς και θα σφυροκοπούσε τους κακούς, προχωρούσε ακάθεκτη. Καταραμένοι να 'ταν όλοι οι Τζέργκα κι όσοι παρεμπόδιζαν το Ιερό της Έργο! Αυτή δεν είχε μάτια, παρά μόνο για εκείνον. Αργά και σταθερά, συνέχισε να πετάει προς τα δυτικά, με τις ίδιες δύο φράσεις να επαναλαμβάνονται σαν μονότονο χορικό: «Θάνατος στον προδότη! Θάνατος στο όνομα της Σελντίνιας!»
Ένας κόκκινος Δράκος την παρακολουθούσε από μακριά. Τούτη η Δύναμη παραείναι ανόθευτη κι ασυγκράτητη για τα λογικά της φυλής σου, ιέρεια. Πόσο θ' αντέξεις να κρατάς τη φωτιά στα χέρια σου; Ποια άκρατη σκιά ορμάει και σε σέρνει σε αιματοβαμμένα μονοπάτια;
---
Ήταν ακόμα νύχτα όταν ο Όμπερον μπήκε για δεύτερη φορά στη σκοτεινή της κάμαρη. Με αέρινες κινήσεις πλησίασε το κρεβάτι της και τη βρήκε ακριβώς στην ίδια θέση που την είχε αφήσει: η Τιτάνια ήταν ακίνητη, σαν πεθαμένη και η ανάσα της ήταν η μόνη απόδειξη πως απλά κοιμόταν βαθιά. Ωστόσο, γνωρίζοντας πόσο ισχυρά –κι ενδεχομένως επικίνδυνα- ήταν τα μάγια που της έκανε τούτη τη φορά, θέλησε να ελέγξει και το σφυγμό της. Καθώς έσκυψε να της πιάσει το χέρι, η αχνή λάμψη από τα φτερά της έπεσε πάνω του, κάνοντάς τον να δείχνει λευκός σαν φάντασμα. Το δικό του χέρι έτρεμε την ώρα που μετρούσε τους αδύνατους παλμούς της, κάτι που ο Ξωτικοβασιλιάς δεν περίμενε.
Ξαφνικά ήταν σαν να μην ήθελε να την αφήσει. Δεν είχε δυνάμεις να σταθεί και πάλι όρθιος και η έκφρασή του πρόδιδε μια πρωτοφανή εξουθένωση. Το βλέμμα του δεν άργησε να βρει λιμάνι στο πρόσωπό της, όπου κι έμεινε. Αλήθεια, έμοιαζε τόσο αθώα και γλυκιά στον ύπνο της! Εκείνη τη στιγμή δεν ήταν το Κυανό Άστρο που όλες οι Νεράιδες λάτρευαν, δεν ήταν η Βασίλισσα Τιτάνια του Νοβέλιαν. Δεν ήταν παρά η Τιτάνια, η Τιτάνιά του. Η 'Θεά του', όπως συνήθιζε να την αποκαλεί. Δίχως να το θέλει, θυμήθηκε την πρώτη φορά που ξύπνησε στο πλάι της· είχε ακριβώς την ίδια έκφραση, όπως και τώρα. Σαν να μην είχε περάσει μέρα από εκείνο το πρωινό. Το ελεύθερο χέρι του βρέθηκε να ταξιδεύει στα γαλάζια μαλλιά της. Ήταν μια κίνηση ασυναίσθητη, αλλά έγινε αργά, απαλά, χωρίς να πυροδοτείται από την ερωτική επιθυμία με την οποία την κοίταξε λίγες ώρες πριν. Μέσα στο σκοτάδι που περιέκλειε και τους δύο, μακριά από την παρουσία του Άρχοντα των Τζέργκα, άδηλες σκέψεις άρχισαν να παίρνουν μορφή στο νου του. Σκέψεις που ο Όμπερον πίστευε ότι διέγραψε δια παντός...
Η Τιτάνια ήταν όμορφη. Αδιαμφισβήτητα όμορφη. Ίσως η πιο όμορφη Νεράιδα στο βασίλειο! Όχι, η λέξη αυτή από μόνη της ήταν πολύ παρωχημένη και φτωχική για να την χαρακτηρίσει. Δεν ήταν απλώς όμορφη· ήταν ονειροπλασμένη! Μπορούσε να κάνει και την ίδια τη Σελντίνια να ζηλέψει τα κάλλη της. Δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου δύσκολο να την ερωτευτεί ο Όμπερον! Το να στοχεύσει τόσο ψηλά ήταν αρκετά δελεαστικό από μόνο του, πόσο μάλλον όταν μπορούσε να συνδυάσει την επίτευξη του στόχου του με καλοπέραση. Επιπλέον, η Πριγκίπισσα Τιτάνια τον γλυκοκοίταξε σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Ήταν μεγάλη ικανοποίηση να τη βλέπει να ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του. Μα ναι, εκείνη θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που ένας Νεράιδος με τόσες επιτυχίες της είχε δείξει τέτοιου είδους ενδιαφέρον. Και μάλιστα δεν την είδε σαν άλλη μία ασήμαντη περιπετειούλα. Αντιθέτως, δε δίστασε να κάνει αλλαγές στον εαυτό του, προκειμένου να της προσφέρει τον 'ιδανικό άντρα' που ονειρευόταν να έχει δίπλα της. Εξάλλου άξιζε τον κόπο! Η νεαρή Πριγκίπισσα με τον αθεράπευτο ρομαντισμό και τη γοητευτική της αφέλεια είχε ανάγκη από κάποιον που θα τη βοηθούσε να διαχειριστεί σωστά τις βασιλικές ευθύνες της. Κι ο Όμπερον, ο Όμπερον της, θα ήταν εκεί για να την ξαλαφρώσει και να γίνει ο πρίγκιπας του παραμυθιού της. Κάπως έτσι ξεκίνησε η κοινή τους ζωή. Σαν παραμύθι. Κι αυτός πίστευε ότι επιτέλους βρήκε τη θέση του στον κόσμο. Μα δυστυχώς το παραμύθι δεν διήρκησε πολύ και το 'ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα' δεν ειπώθηκε ποτέ.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο η υπεροψία της αγαπημένης του γιγαντωνόταν και η πλευρά της Τιτάνιας αλλοτριωνόταν από εκείνη της ηγεμόνος. Ποτέ δεν υπολόγιζε πραγματικά τη γνώμη του. Ποτέ δεν παραδεχόταν τα λάθη της. Λάθη; Η μοναχοκόρη της Βασίλισσας Συμπελίν, λάθη; Η απευθείας απόγονος της Θεάς του Φεγγαριού, λάθη!; Και μόνο που τολμούσε ο σύζυγός της να ισχυριστεί κάτι τέτοιο, ήταν προσβολή! Βέβαια, λάθη υπήρξαν από μεριάς της κι αποδείκνυαν πως δεν ήταν η πιο κατάλληλη για να διοικεί. Οι δε απόψεις του Βασιλιά για τα πολιτικά ζητήματα έμπαιναν πάντα στην άκρη, πολλές φορές πριν καν ακουστούν. Κι εκείνος, με τη συνδρομή των κατά καιρούς συμβούλων της, έτρεχε να σώσει ό,τι σωζότανε και το έκανε μόνο για το δικό της το καλό! Γιατί την πονούσε και δεν ήθελε ο λαός τους να σκέφτεται άσχημα για τη Βασίλισσά του. Πάντα χωρίς να χαίρει της ευγνωμοσύνης, ή έστω της εκτίμησής της. Κι αυτό διότι όλες του οι παραχωρήσεις και όλες του οι υπερβάσεις ήταν αυτονόητες στα μάτια της. Το βλέμμα που του έριχνε ήταν αρκετό για να κάνει εκείνον, τον 'ξεπεσμένο αριστοκράτη Όμπερον', να νιώσει ανάξιος μπροστά της.
Ως και για τη δική της ανικανότητα να φέρει στον κόσμο ένα γερό διάδοχο, έριξε μια φορά, πάνω στο θυμό της, το φταίξιμο σ' εκείνον και τα 'λοξά' γονίδια της οικογένειάς του κι αρνήθηκε να προσπαθήσουν να κάνουν άλλο παιδί. Με τον τρόπο της, τον καρατομούσε καθημερινά. Σαν να προσπαθούσε με το υποτιμητικό φέρσιμό της να του πει ότι δεν ήταν παρά άλλο ένα κομμάτι του θησαυρού της. Ότι αποτελούσε μέρος της ιδιοκτησίας της, κτήμα της! Έτσι κρατούσε μονίμως τεντωμένο το σκοινί, ώσπου ήρθε κι η σειρά του να το τραβήξει και να το κόψει, αποκτώντας έτσι το στίγμα της προδοσίας, που με τόση γενναιοδωρία του προσέφερε η σύζυγός του.
Και να που αυτός γονάτιζε και πάλι δίπλα της σαν ταπεινός υπηρέτης κι αναπολούσε τις καλές τους στιγμές, αντί να βράζει από θυμό για τις κακές. Τέτοιου είδους αδυναμίες είναι ίδιον κατώτερων όντων, υπενθύμισε στον εαυτό του, μα αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε. Γέρνοντας αποκαμωμένα το κεφάλι του, ακούμπησε ελαφρά το μέτωπό του στο δικό της. Η φθορά είχε φανεί αμείλικτη με τους δύο μονάρχες. Τους είχε σκορπήσει στον αέρα, τους είχε ρίξει στα αγκάθια, τους είχε οξειδώσει στο σαρωτικό της πέρασμα, ώσπου έσκισε στα δυο καρδιές και βασίλειο. Κάτι ώρες σαν αυτήν, ο Όμπερον ένιωθε την κούραση αιώνων να συσσωρεύεται στο μυαλό του. «Πώς φτάσαμε ως εδώ, Τιτάνια;», ξεφύσηξε σαν να περίμενε απάντηση. Κάποτε αυτή τη γυναίκα την αγάπησε και ήθελε να πιστεύει πως τον αγάπησε κι εκείνη. Αν η Μεγαλειότητά της δεν ήταν τόσο ισχυρογνώμων, αν τον άκουγε έστω λίγο δεν θα είχαν καταντήσει έτσι!
Σαν να είχε νιώσει την έντασή του, η Τιτάνια έβγαλε ένα μουγκρητό πόνου μέσα στον ύπνο της κι αυτός τραβήχτηκε αμέσως πίσω. Σε τι όνειρα, ουράνια και μαργαριταρένια όπως ήταν η ίδια, ταξίδευε η Νεραϊδοβασίλισσα; Ήταν αυτός που της τα μετέτρεπε σε εφιάλτες με ένα του άγγιγμα, χωρίς καν να χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του; Βλέποντας το γαλήνιό της ύφος να έχει αλλάξει σε τρομαγμένο και διαισθανόμενος πως η παρουσία του της έκανε κακό, ο Όμπερον στάθηκε στα πόδια του με μεγάλη δυσκολία και σχεδόν έσυρε τα βήματά του μέχρι την πόρτα.
---
Βγαίνοντας στον διάδρομο, περίμενε η αλλαγή χώρου να εξισορροπήσει την τρικυμία μέσα του. Αλλά συνέβη το ακριβώς αντίθετο όταν ο ειρμός της σκέψης του τον οδήγησε στην ξαδέλφη του και τον εκτελεστή της, τους οποίους είχε δει να περνούν προηγουμένως από εκεί. Η Κρυστέλ δεν είχε συλληφθεί. Ο Τζέργκα είχε παραβεί το πρόσταγμά του, παίρνοντάς την μαζί του πριν την εύρεση της Ανθρώπου. Είχε κάθε δικαίωμα να τον σταματήσει, αλλά δεν το έκανε. Δεν νοιάστηκε. Ένα καυστικό μούδιασμα απλώθηκε σταδιακά στο στομάχι του και μετά στο κεφάλι του. Στην αρχή τον διασκέδαζε η ιδέα ότι η προδότρα θα έπαιρνε επιτέλους αυτό που της έπρεπε, όσο όμως αναμόχλευε τη σκέψη, τόσο πιο άβολα ένιωθε κι ο νους του θόλωνε στη συνειδητοποίηση του τι θα της συνέβαινε. Τούτο το γελοίο απόβρασμα θα ασελγούσε πάνω της, θα έβγαζε όλη του τη λύσσα και μάλιστα με τις δικές του ευλογίες, αφού ήταν αυτός που την άφησε στα χέρια του! Πώς το επέτρεψε!; Πώς κατέληξε ηθικός αυτουργός σε μια τόσο επαίσχυντη πράξη; Ό,τι κι αν ήταν αυτή η Νεράιδα, ήταν αίμα του! Δεν θα μπορούσε τάχα να της είχε δώσει άλλη μία ευκαιρία; Το Ονειρονήμα κυλούσε ακόμα μέσα της. Ίσως δεν ήταν πολύ αργά... Ίσως την προλάβαινε ζωντανή! Ίσως-
«Όμπερον;» Μια βροντερή φωνή τον έκανε να διαπιστώσει πως τόση ώρα δεν έβλεπε μπροστά του από την ταραχή. Η όρασή του καθάρισε γρήγορα από τα άσπρα πυροτεχνήματα που είχαν πιάσει όλο το οπτικό του πεδίο κι αντίκρισε τον Σάιτρους μεθυσμένο να στέκεται μπροστά του. Παρατηρώντας την αβέβαιη έκφραση στο πρόσωπο του Νεράιδου, ο μεγαλόσωμος Τζέργκα έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και τον κοίταξε εξεταστικά. Μπορεί να μην ήταν νηφάλιος, αλλά δεν άργησε να υποπτευθεί πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον συνεργάτη του. Παρ' όλα αυτά, προχώρησε σε αυτά που ήθελε να του πει: «Οφείλω να ομολογήσω, φίλε μου, ότι με εξέπληξε ευχάριστα η στάση που κράτησες», άρχισε κι ο Όμπερον τον άκουγε σα χαμένος. «Το σχέδιο μας προχωράει κι αυτό χάρη στη δική σου συμβολή! Χειρίστηκες τα θέματά σου άψογα!», συνέχισε με θαυμασμό. «Αυτές οι δυο ήταν μια ζωή αγκάθια στο πλευρό σου και μέσα σε μια μέρα τις ξερίζωσες και τις δύο. Κανείς δεν σ' επισκιάζει πια! Επιτέλους έδειξες ποιος είναι ο αρχηγός!» Στο σχεδόν θυμωμένο ύφος του Ξωτικοβασιλιά, ο Σάιτρους απάντησε με ένα βραχνό γέλιο. «Έλα, άσε στην άκρη τις ψευτοευγένειες και παραδέξου το! Είναι ωραία να κάνεις κουμάντο! Το χαίρεσαι, έτσι δεν είναι;»
Τα λόγια του άλλου Άρχοντα έκαναν τον Όμπερον να θυμηθεί πού βρισκόταν και τι είχε αφήσει πίσω του. Η αλαζονεία του είχε θεριέψει τόσο που τον είχε ξεπεράσει κι φάνταζε αδύνατο πλέον να την υπερνικήσει. Οι τύψεις ήταν βαριές κι ασήκωτες· έτσι και έκανε να τις φορτωθεί στους ώμους του, θα τον καταπλάκωναν και θα τον συνέθλιβαν ανελέητα. Αποφάσισε λοιπόν, να τις αφήσει στην άκρη. Η απόφασή του είχε παρθεί εδώ και καιρό. Όλα τα πιόνια βρίσκονταν στις σωστές θέσεις κι όπως είπε ο Σάιτρους, το σχέδιο προχωρούσε. Τι νόημα είχε ν' αλλάξει κάτι;
«Ναι», μουρμούρισε απαντώντας στην τελευταία ερώτηση και κάνοντας τον Φύλαρχο να γελάσει επιδοκιμαστικά που επιτέλους τον κατάφερε να το παραδεχτεί. Ας ήταν η Τιτάνια μια απλή μαριονέτα στα χέρια του! Αυτός έπρεπε να ήταν ο ρόλος της εξ αρχής! Ας έκανε κι ο Αρράγκ ό,τι ήθελε με τη Ραβάννα κι αυτός και όλη του η φρουρά ακόμα! Ποσώς τον ενδιέφερε!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top