Κεφάλαιο 37

Κεφάλαιο 37

Γιατί αργεί τόσο πολύ;, αναρωτήθηκε η Φλώρα κοιτάζοντας άλλη μια φορά το ρολόι της. Σύμφωνα με την ένδειξη στο καντράν, η ώρα ήταν 03.25 και 17, 18, 19, 20, 21, -. Δεν άντεξε να κοιτάξει κι άλλο τον ανήσυχο δευτερολεπτοδείκτη. Η αδράνεια ήταν ανησυχητική από μόνη της. «Τι γίνεται;», ρώτησε δυνατά, σαν να μην την ενδιέφερε το γεγονός ότι εκείνη, ο Τζέισον κι ο Γκρέγκε κρυβόντουσαν στα έγκατα ενός άκρως επικίνδυνου εργοστασίου, συνεπώς θα ήταν καλύτερο να μην κάνουν αισθητή την παρουσία τους με φωνές.

«Σσσς...», της έκανε διακριτικά ο Γκρέγκε, με το αυτί του κολλημένο στη μεταλλική πόρτα. «Κάποιος έρχεται...», υπέθεσε από το άκουσμα μακρινών βημάτων, τα οποία ακολούθησαν έξι συνθηματικοί χτύποι. Ο Γκρέγκε άνοιξε την πόρτα, αφήνοντας τον συνεργάτη του να μπει στο σκοτεινό δωμάτιο που είχαν επιλέξει ως κρυψώνα, σ' εκείνο τον ξεχασμένο διάδρομο, στις αποθήκες.

«Λέγε Λίαμ», τον παρακίνησε ο Τζέισον, όταν ο νεαρός δεν έδειξε καμιά πρόθεση να ανοίξει το στόμα του. «Περιμένουμε με αγωνία την αναφορά σου. Λοιπόν;»

«Δεν θα το πιστέψετε...», άρχισε αυτός με σφιγμένα δόντια. «Ό,τι κι αν είναι αυτό το σόου φρικιών που παίζει εδώ... είναι μπλεγμένη και η Βάντιτς».

Τόσο ο Γκρέγκε όσο και ο Τζέισον εξέπνευσαν ξαφνιασμένοι από την αποκάλυψη, όμως μόνο ο τελευταίος κατάφερε να ρωτήσει: «Η Βάντιτς; Η δικιά μας Βάντιτς; Η Μινόννα Βάντιτς!;»

«Η γνωστή και μη εξαιρετέα», αποκρίθηκε ο Λίαμ, βγάζοντας ένα στριφτό από την ταμπακέρα του. «Η υπόθεση βρωμάει, σας λέω. Έχουν μαζέψει ένα τσούρμο επιστήμονες και κάτι ετοιμάζουν... κάτι πολύ κακό. Δεν ξέρω τι, όμως σίγουρα έχει να κάνει και με τις Νεράιδες και με τους Μεταγενέστερους», συνέχισε ανάβοντας το τσιγάρο του. «Α, κάπου αναφέρθηκε και τ' όνομα του δικού σας...», έκανε, κοιτάζοντας προς το μέρος του Γκρέγκε. «Απ' ό,τι φαίνεται, αυτή η κάργια έχει κάνει κάποιου είδους συμφωνία μαζί του. Και δεν νομίζω να-»

«Βρήκες την Πύλη;» Οι τρεις άντρες σταμάτησαν να συζητάνε κι έστρεψαν την προσοχή τους στη γυναίκα λίγο πίσω τους. «Τη βρήκες; Γι' αυτό δεν σε στείλαμε;», ξαναρώτησε η Φλώρα, παντελώς αδιάφορη για όσα άκουγε.

Η στάση της αυτή φάνηκε να δυσαρεστεί τον ήδη κακόκεφο Λίαμ. «Καλά, αυτό μόνο σε νοιάζει;», ρώτησε, κρατώντας το αναμμένο τσιγάρο με τα δυο δάχτυλα του αριστερού του χεριού. «Εδώ σου λέμε είναι μπλεγμένη η Πρωθυπουργός! Η ίδια που τόσα χρόνια προπαγάνδιζε κατά της ύπαρξης των Εκτός. Όχι μόνο μας φλόμωσε στα ψέματα, αλλά συνωμοτεί μαζί τους πίσω απ' την πλάτη μας...»

«Και να σκεφτείς ότι την ψήφισα κιόλας», μουρμούρισε μόνος του ο Τζέισον, προτού αυτοσφαλιαριστεί.

«...και μέσα σ' όλα αυτά, κόπτεσαι μόνο για την Πύλη; Το χαβά σου εσύ!»

Η αγένεια του αγοριού έκανε την πίεση της Φλώρας να φτάσει στα ύψη, καθώς πετάχτηκε όρθια, σκίζοντας τον αυτοσχέδιο χάρτη της. «Το χαβά μου;», σφύριξε. «Το χαβά μου!;», επανέλαβε εξαγριωμένα. Πριν προλάβει ο Λίαμ να καταλάβει τι έγινε, η γροθιά της βρέθηκε καρφωμένη στο δεξί του μάτι. «Αν εσύ, νεαρέ, είσαι τόσο κυνικός κι αδαής, οφείλω να σε πληροφορήσω ότι ο 'χαβάς μου', όπως πολύ άκομψα έθεσες, είναι ό,τι μου απέμεινε σ' αυτή την παλιοζωή! Είναι τα παιδιά μου, κύριε! Τα παιδιά μου βρίσκονται κάπου μέσα σε εκείνη την καταραμένη Πύλη! Καρφί δεν μου καίγεται για τη Βάντιτς και τις λαμογιές της! Εμένα με νοιάζει μονάχα να βρω τα παιδιά μου! Κι αν κάποια μέρα γίνεις γονιός, τότε μόνο θα με καταλάβεις-»

«Κυρία Φλώρα, σας παρακαλώ!», έκανε ο Τζέισον, στην κοινή του προσπάθεια με τον Γκρέγκε να τη συγκρατήσουν απ' το να βαρέσει τον συνάδελφό τους ξανά. «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεστε αυτή τη στιγμή είναι η απώλεια της ψυχραιμίας σας».

«Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι αυτή τη στιγμή είναι ένας τέντυ-μπόυ με τα μισά μου χρόνια να μου κάνει τον έξυπνο!»

«Εντάξει, δίκιο έχετε. Ησυχάστε τώρα...», ξαναείπε ο βραχύσωμος άντρας, καθίζοντάς την προσεκτικά σε μια σκουριασμένη καρέκλα, ενώ έριξε μια κλεφτή ματιά και στον καημένο τον Λίαμ, του οποίου το μάτι είχε ήδη αρχίσει να μπλαβίζει. Σιωπή επικράτησε για κάμποση ώρα, στην οποία ο Γκρέγκε βιάστηκε να συντρέξει στον πόνο του φίλου του.

«Τις κομπρέσες θα τις πληρώσεις εσύ», γρύλισε ο ξανθός στον μελαχρινό άντρα, φανερά ενοχλημένος από εκείνο το 'εντάξει, δίκιο έχετε'.

«Σου έχω καλύτερη λύση, φίλε: μολυβόνερο», πρότεινε ο Γκρέγκε κι αφού ψαχούλεψε για λίγο στη σάκα του, έριξε έξω ένα νάιλον σακουλάκι με είδη φαρμακείου. Ανάμεσα σε μπουκαλάκια με φαρμακευτικό οινόπνευμα, ιώδιο και παυσίπονα κατάφερε τελικά να βρει εκείνο που έψαχνε. «Πάντα έχω μαζί μου...», εξήγησε χύνοντας λίγο σ' ένα κομμάτι βαμβάκι. «Συχνό φαινόμενο, βλέπεις, τα μαυρισμένα μάτια πίσω στην πατρίδα. Είναι κάτι σαν... τελετή ενηλικίωσης», συμπλήρωσε με μια ελαφρά νότα αστεϊσμού, στην προσπάθειά του να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, ενώ ο Λίαμ έβρισε μέσα απ' τα δόντια του απ' το τσούξιμο που του προκάλεσε το γιατρικό.

Μπορεί η πολιτισμική αναφορά να μην είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά το νεότερο μέλος των υποθέσεων 'Κουκουβάγια' δεν άργησε να προσέξει τη στιγμιαία αλλαγή στο πρόσωπο του Τζέργκα. Το ίδιο κι ο Τζέισον, που ήξερε τον Γκρέγκε πολύ καιρό. Για την ακρίβεια, αυτός τον περιέθαλψε όταν πρωτοήρθε στο Όβινστερ, κυνηγημένος κι ανεπιθύμητος από τον λαό τον δικό του, μα και τους άλλους. Και μπορεί η ζωή που του προσέφερε ο μελανόδερμος αστυνομικός να μην ήταν ρόδινη, όμως σίγουρα ήταν καλύτερη από αυτήν που άφησε πίσω του. Κάπως έτσι οι δυο τους έγιναν σταδιακά καλοί φίλοι και συνεργάτες. Το κακό 'τρίτωσε' με την άφιξη του Λίαμ λίγα χρόνια μετά. 'Το 'χει μάλλον η μοίρα μου να βρίσκω ορφανά στην καταιγίδα', έλεγε χαριτολογώντας ο Τζέισον και τα τασάκια εκσφενδονίζονταν κατ' ευθείαν προς το μέρος του. Μα και πάλι, σε κάτι τέτοιες στιγμές, ούτε τα κρύα αστεία του δεν μπορούσαν να φτιάξουν τη βαριά διάθεση του εξόριστου, ο οποίος αναμφισβήτητα ένιωθε μεγάλη ντροπή για τους ομοίους του και το μονοπάτι που επέλεξαν· αυτό του πολέμου. Όμως όσο αντίθετος κι αν ήταν, με καμία δύναμη δεν θα μπορούσε να μισήσει την ίδια του τη φυλή, όσο κι αν το είχε προσπαθήσει. Πράγμα που τον οδηγούσε σε ένα πολύ δύσκολο αδιέξοδο.

Όσο ο Τζέισον κοιτούσε τους συναδέλφους του, η καστανομάλλα στη γωνία ένιωθε όλο και πιο παγιδευμένη: οι κόκκινοι σωλήνες που διέσχιζαν τους τοίχους έκαναν ξαφνικά το χώρο ασφυκτικά στενό και ο καπνός από το τσιγάρο επιβάρυνε το ήδη βρώμικο περιβάλλον. Η συναισθηματική υπερφόρτισή της δεν είχε εκτονωθεί ακόμα. Έπρεπε να πιεί. Κάτι να πιεί αμέσως! Αν δεν έπινε αυτή τη στιγμή, θα πέθαινε!

Όταν ο Τζέισον γύρισε και πάλι να της μιλήσει, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Τι κάνεις; Τρελάθηκες!;», φώναξε βλέποντάς την να κατεβάζει το μισό οινόπνευμα μέσα απ' το μπουκάλι, λες και ήταν γάλα. Η Φλώρα ήταν πολύ απασχολημένη με το κάψιμο στο λαιμό της και τη ζάλη που της προξένησε η καθαρή ουσία της αλκοόλης, για να κρατήσει αντίσταση όταν αυτός της άρπαξε το μπουκάλι. Έκανε να σηκωθεί να του το πάρει πίσω, μα κι αυτό ακόμα είχε γίνει πια ακατόρθωτο με το δωμάτιο να έχει πολλαπλασιαστεί και να γυρίζει σαν ρόδα λούνα παρκ.

Έτσι σωριάστηκε στην καρέκλα με το κεφάλι της πίσω και τις ατημέλητες μπούκλες της να κολλάνε στο ιδρωμένο της μέτωπο. «Να δεις... που όλη αυτή η φασαρία γίνεται πάλι... για τους κρυστάλλους», μουρμούρισε με μάτια μισάνοιχτα.

«Ξέρετε και για τους κρυστάλλους;», τόλμησε να ρωτήσει ο Τζέισον, επανακτώντας το σαβουάρ βιβρ του, την ώρα που ο Λίαμ συνέχισε να κρατάει απόσταση ασφαλείας, με το βαμβάκι στο μάτι του. Ο Γκρέγκε στα δεξιά του έδειχνε το ίδιο σοκαρισμένος. «Μα τι είσαστε τέλος πάντων; Πράκτορας;»

«Τόσα ξέρεις, τόσα λες», έκανε αυτή μεθυσμένη κι αφού άφησε τον νεοαποκτηθέντα λόξιγκά της να κάνει για λίγο τα δικά του, συνέχισε σαν να παραμιλούσε: «Η μάνα μου ήταν Κρυστέλ».

Μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα, ο αστυνομικός μπροστά της άλλαξε πέντε χρώματα. Τι του είπε τώρα αυτή η κυρία; Μήπως τον δούλευε; Μήπως μιλούσε το οινόπνευμα που ρούφηξε μόλις πριν λίγο; Αλλά και πάλι, φαινόταν να ξέρει πολλά. Περισσότερα από έναν κοινό Άνθρωπο. «Είστε...», πήγε να πει, αλλά κι ο ίδιος δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Είστε κόρη της Κρυστέλ Σενίτ;»

«Αχά», απάντησε αυτή, αδυνατώντας να πει οτιδήποτε άλλο. Το χέρι της μπήκε για μια στιγμή στην τσέπη της και ξαναβγήκε σε κοινή θέα με ένα πλαστικοποιημένο έγγραφο, το οποίο έφερε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της. Ο Τζέισον διάβασε αμέσως τα εξής στοιχεία:

'ΟΝΟΜΑ: ΛΟΘΙΝΙΤ-ΦΛΩΡΑ
ΕΠΩΝΥΜΟ: ΤΖΕΝ-Ω'ΛΑΡΕΝΣ
ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΡΟΣ: ΕΝΤΕΛ
ΟΝΟΜΑ ΜΗΤΡΟΣ: ΣΕΝΙΤ'

Η δεύτερη απόδειξη που του προσέφερε ήταν άλλη μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μορφή καρτ-ποστάλ, αυτή τη φορά: ένας ψηλός γκριζομάλλης άντρας και μια κοπέλα που ήταν φτυστή η Φλώρα σε μικρότερη ηλικία καθόντουσαν σε έναν καταρράκτη, αριστερά και δεξιά μιας άλλης γυναίκας, της οποίας το πρόσωπο ήταν κάποτε γνωστό κι αγαπητό σε όλους τους Ανθρώπους και όχι μόνο.

«Λοθινίτ ήταν το όνομα που μου έδωσε. Ζούσαμε στα Εκτός τότε», μουρμούρισε με δυσφορία. «Σημαίνει... 'λουλούδι', ή κάτι τέτοιο στα Νεραϊδίσια. Από 'κει... βγήκε το 'Φλώρα. Ω'Λάρενς ήταν το επίθετο του άντρα μου».

«Συναρπαστικό!», αναφώνησε ο Τζέισον κι έκανε βαθύ κάθισμα μπροστά της. «Ξέρετε, χρόνια τώρα μελετάω για την Μυθυφήλιο και τα πλάσματά της, παρ' όλες τις απαγορεύσεις, Το απαγορευμένο με τραβάει, πάντα με τράβαγε! Έχω διαβάσει τόσα πολλά για τους Κρυστέλ και ειδικά για τη μητέρα σας...» Μπροστά από την πόρτα, ο Λίαμ κι ο Γκρέγκε άκουγαν το παραλήρημα του ανωτέρου τους ανταλλάσσοντας αμήχανες ματιές, αναρωτώμενοι αν θα της ζητήσει και αυτόγραφο στο τέλος. «Η γυναίκα αυτή ήταν θρύλος! Πραγματικός θρύλος!», συνέχισε αυτός με έναν ενθουσιασμό που κρυβόταν καλά πίσω από τη στολή του, μέχρι πρότινος. «Μικρός, θυμάμαι, ονειρευόμουν να τη συναντήσω από κοντά και να που τώρα συναντώ εσάς, την κόρη της. Παρακαλώ, πείτε μου για τους άλλους Τόπους. Πείτε μου για τους Μαγικούς Κρυστάλλους! Μα είστε τόσο τυχερή που κάτι τόσο ιερό πέρασε από την οικογένειά σας!»

«Μμμ, τι να σου πω; Πολύ τυχερή», είπε η γυναίκα με πικρία. «Τυχερή που μεγάλωσα με μια μάνα που δεν μ' αγαπούσε και με τον καιρό την έβλεπα ν' αποτρελαίνεται. Τυχερή που ο άντρας μου με παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να πάρει το Χρίσμα της Λουμιόσας κι όταν δεν το πήρε με παράτησε στα κρύα του λουτρού. Που η μάνα μου σκοτώθηκε κι εμείς έπρεπε να φύγουμε απ' το σπίτι μας σαν τους κλέφτες και να κρυβόμαστε από τους συνανθρώπους μας, μην τυχόν και καταλάβουν ότι είμαστε απ' τα Εκτός! Που τελικά έμεινα με έναν πατέρα και δυο παιδιά, να τραβάω το κουπί ολομόναχη! Και που η κόρη μου παρασύρθηκε από τούτες τις ανοησίες και πιθανότατα θα έχει την ίδια κατάληξη με τη γιαγιά της, αν δεν τη βρω εγκαίρως!» Όταν τελείωσε, ένας κλαυσίγελος την έκανε να ρίξει το βάρος της προς τα εμπρός. «Από τύχη πια είμαι ως εδώ», ολοκλήρωσε με ένα σαρκαστικό γέλιο, που έκανε τον Τζέισον να πικραθεί κι εκείνος και να αναθεωρήσει πολλά για την παιχνιδοχώρα που είχε πλάσει στη φαντασία του.

Οι άλλες δυο Κουκουβάγιες παρακολουθούσαν το ξέσπασμα της αρχιτέκτονος με συμπόνια. «Φίλε, την έχουμε άσχημα», ψιθύρισε ο Γκρέγκε, χωρίς να διασαφηνίζει τι ήθελε να πει.

Ο Λίαμ έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς την ταλαιπωρημένη γυναίκα και της προσέφερε ένα χαρτομάντηλο. «Ε... συγγνώμη για πριν», είπε, κάνοντας το κεφάλι του Τζέισον να γυρίσει προς αυτόν σαν μαγνήτης. «Δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι».

Η Φλώρα σκούπισε τα μάτια της και τον κοίταξε το ίδιο ξαφνιασμένη με τους φίλους του. «Αυτό που είπες πρέπει να πόνεσε».

«Όχι περισσότερο απ' τη γροθιά σου, πίστεψέ με», σχολίασε ο νεαρός γελώντας σιγανά και μόνο τότε εκείνη διαπίστωσε πόσο εκτός εαυτού είχε βγει κι απολογήθηκε με τη σειρά της.

«Σου ζητώ συγγνώμη γι' αυτό. Ήταν... απαράδεκτο εκ μέρους μου. Δεν μου έφταιξες σε τίποτα»

Στο τέλος, οι δυο τους έδωσαν τα χέρια κι ο Γκρέγκε σκέφτηκε πως τελικά το μαυρισμένο μάτι είχε όλως παραδόξως φέρει τον αυθάδη φίλο του και την απρόβλεπτη κυρία ένα βήμα πιο κοντά στην ενηλικίωση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top