Κεφάλαιο 36
Κεφάλαιο 36
Η ζωή που δεν έζησες...
Ανεκπλήρωτη επιθυμία;
Ή ο χειρότερός σου εφιάλτης;
Βρέθηκε πίσω στο μέρος που γεννήθηκε. Κι όμως ο Τόπος αυτός, που τόσο πολύ αγαπούσε, για κάποιο λόγο της ήταν... ξένος. Η μέρα είχε δώσει από πολύ πριν τη θέση της στη νύχτα και το τελευταίο φως είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του σκότους. Σιωπή βασίλευε απ' άκρη σ' άκρη του δάσους. Μα όχι... δεν ήταν η συνηθισμένη αρμονική σιωπή που απολάμβανε κατά τη διάρκεια των αμέτρητων στοχαστικών περιπάτων της στα χωμάτινα μονοπάτια του. Αντιθέτως, ήταν αφιλόξενη και τρομακτική. Γκριζοπράσινη ομίχλη άστραφτε θολά ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά κι ένα αφύσικο κρύο της τρυπούσε το κορμί, την ώρα που προσπαθούσε να προσανατολιστεί. Και μέσα στην προσπάθειά της... ξαφνικά την είδε. Ήταν η ίδια που αντίκριζε πάντα στον καθρέφτη... Εκείνη που θα μπορούσε να είναι, αν οι αποφάσεις της ήταν διαφορετικές κάποτε...
Ροδοπέταλα έπεφταν σαν χιονονιφάδες από τον ουρανό και χόρευαν καθοδικά γύρω από τη μορφή της. Η αέρινη ουρά του φουστανιού της σερνόταν στο δρόμο που της είχαν στρώσει και τα μακριά, ίσια, κυπαρισσί μαλλιά της, φωσφορίζοντα και χλωμά σε σύγκριση με την περιβολή της, κυμάτιζαν ελαφρά στον άνεμο. Βυσσινί βελούδο και μαύρη δαντέλα έδεναν μαζί σ' ένα ρούχο που, αν και μακρύ, δεν άφηνε πολλά στη φαντασία. Δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει τον εαυτό της, που παρατηρούσε πρώτη φορά από τόσο μακριά.
Σαν τη νύχτα στην όψη: σαγηνευτική και μυστηριώδης...
Η Νεράιδα συνέχισε να βαδίζει αργά, ώσπου μια φεγγαροαχτίδα έλουσε το πορσελάνινο πρόσωπό της: μαύρες γραμμές ήταν καλλιγραφικά τραβηγμένες γύρω από τα πράσινα μάτια της, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο βλέμμα της καθώς το έστρεψε στον Λόφο του Νούλεντιρ. Αμέσως άπλωσε τα φτερά της και ξεχύθηκε ορμητικά στον νυχτερινό ουρανό.
Μεμιάς, το τοπίο γύρω της θόλωσε ακόμα περισσότερο κι όταν ξεθόλωσε, η Ραβάννα είχε μεταφερθεί κι εκείνη μαζί της στην κορυφή του λόφου. Ένα χαμόγελο αναγνώρισης κόσμησε τα σκούρα χείλη της μαυροφορεμένης λαίδης, καθώς πλησίασε τον άντρα που την περίμενε υπομονετικά στην άκρη του γκρεμού. Δεν ανταλλάξανε καμιά κουβέντα, παρά άφησαν την οικειότητά τους να μιλήσει, ενώ ατένιζαν μαζί τη θέα· κάτω από το φως της πανσελήνου το Νεραϊδοβασίλειο είχε βουβαθεί κι αυτό· ο βοριάς είχε σκορπίσει στο φύσημά του κάθε μελωδία, κάθε γλυκό τραγούδι, κάθε παιδικό γέλιο και μονάχα η κατακερματισμένη ηχώ τους επιβεβαίωνε ότι εκεί πέρα υπήρχε ζωή.
Η γυναίκα έστειλε ψηλά ένα περιφρονητικό κοίταγμα, το οποίο κατεύθυνε αργότερα στο Ξέφωτο. Έγνεψε στον Νεράιδο αριστερά της και μέσα σε μια στιγμή λαμπερό Ονειρονήμα άρχισε να ρέει ταυτόχρονα από τα χέρια τους. Ρυθμός δίχως μουσική τους έκανε να κινηθούν κυκλικά ο ένας γύρω από τον άλλον, αφήνοντας τις δυνάμεις τους να συγκεντρωθούν σε μία ασημίζουσα σφαίρα.
Σαν μαύρες πεταλούδες σε ζευγαρωτό χορό, συνέχισαν τη σχεδόν τελετουργική ύφανση, ώσπου η σφαίρα έπιανε όλο το ύψωμα. Τότε και μόνο τότε την έστειλαν να ταξιδέψει πάνω από τα άφωτα σπίτια κι έμειναν να παρακολουθούν μέχρι η θαμπάδα να τα σκεπάσει όλα. Οι δυο τους είχαν γίνει εδώ και καιρό ο φόβος κι ο τρόμος όλων των Νεραϊδών. Ήταν ο λόγος που οι μισές έμεναν ξάγρυπνες και οι άλλες μισές περίμεναν προκοπή από τις ονειροπαγίδες. Κάποιες αποζητούσαν ακόμα και τον ερχομό της Κρυστέλ.
«Κοίτα τους...», σχολίασε αυτός, σπάζοντας τελικά τη σιωπή. «...τόσο εύπιστοι πλέον. Τόσο εύπλαστοι και τόσο απελπισμένοι που θα δεχτούν οτιδήποτε προκειμένου να απαλλαγούν από τους εφιάλτες».
«Είναι θέμα ημερών πια», είπε αυτή, ολοκληρώνοντας τη σκέψη του. «Λοιπόν, πρέπει να 'σαι περήφανος. Ήθελες κάτι, το διεκδίκησες και τελικά το πήρες: το Νοβέλιαν είναι όλο δικό μας». Η καμπανιστή φωνή της δεν απείχε πολύ από τον ψυχρό αέρα. «Ποιος στόχος έχει σειρά;»
«Οι Μεταγενέστερες Φυλές, υποθέτω-»
«Όμπερον, μου υποσχέθηκες!», τον διέκοψε η πρασινομαλλούσα κάπως ταραγμένη. «Δεν θα χαθούν ζωές αθώων! Ο κόσμος μας έχει υποφέρει ήδη αρκετά. Ισορροπία θέλουμε. Δεν είμαστε σφαγιαστές», του υπενθύμισε κι απομακρύνθηκε στα δέντρα, αφήνοντας τις σκιές να παίξουν με τις αποχρώσεις του φορέματός της.
Ο Άρχοντας την ακολούθησε. «Το ξέρω, Ύβενλυθ, έχεις δίκιο», μουρμούρισε απολογητικά. «Η ισορροπία της Μυθυφηλίου είναι το ίδιο σημαντική και για μένα».
«Τότε συμπεριφέρσου όπως αρμόζει στο λαό μας». Από κάπου παραδίπλα, η Ραβάννα παρακολουθούσε με μια ανάμεικτη έκπληξη. Ίσως και να ήταν καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Σε λίγο ο άλλος της εαυτός ξαναμίλησε: «Είμαστε οι πρώτοι των Πρωτογέννητων. Οι ανώτεροι από τους Τρεις. Κι οφείλουμε να το αποδεικνύουμε με τις πράξεις μας», έκανε, καθώς έσκυψε και σήκωσε για λίγο την τσαλακωμένη φούστα της, ώστε να την διορθώσει. «Εξάλλου...», συμπλήρωσε γυρίζοντας προς το μέρος του. «...η υποταγή των Κατώτερων θα είναι πολύ πιο επικερδής από τη θανάτωσή τους».
Αυτός φάνηκε να μην μένει ασυγκίνητος ούτε από την κίνηση, ούτε από το επιχείρημά της. «Σε αυτή την περίπτωση... περνάμε κατ' ευθείαν στους Τζέργκα».
«Συμφωνώ. Αρκετά τους αφήσαμε να αλωνίζουν».
«Αυτό δεν θα αρέσει στον Σάιτρους», παρατήρησε ο Όμπερον, προτού γελάσει σαρκαστικά. «Ο ανόητος νομίζει ότι θα συμμαχήσουμε».
Το γέλιο του βρήκε ανταπόκριση στο δικό της. «Πράγματι είναι ανόητος... Μην ανησυχείς γι' αυτόν», του είπε και σοβάρεψε απότομα. «Εσύ φρόντισε για την επανάκτηση των συμμάχων μας στη Χώρα των Δράκων και θ' αναλάβω εγώ τον Σάιτρους». Τα μάτια της σκοτείνιασαν ευθύς στην αναφορά του ονόματος. «Το τέρας θα πληρώσει πολύ ακριβά για ό,τι έκανε στη Σενίτ. Και αυτός και οι αναθεματισμένοι οι κρύσταλλοι».
«Τόσο πολύ τους μισείς λοιπόν;», τη ρώτησε ο Όμπερον, προσπαθώντας να καταλάβει την αιτία της αλλαγής της, μα παράλληλα εντυπωσιασμένος με τον δυναμισμό που έβγαζε.
«Δεν έχουν κανέναν λόγο ύπαρξης πλέον. Οι Άνθρωποι θα 'χουν από 'δω και πέρα εμάς να τους καθοδηγούμε στο σωστό δρόμο. Καιρός οι κρύσταλλοι να μπουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, μαζί με όλο τον πόνο που προκάλεσαν», μονολόγησε η λαίδη, κοιτάζοντας και πάλι το κοιμώμενο Νοβέλιαν στον ορίζοντα. «Κάτι μου λέει πως η επόμενη υποψήφια θα κινήσει σύντομα για τη Μαγκιλάι. Θα βρω και εκείνη και τον Έντελ πριν προλάβουν να φτάσουν», συνέχισε με βλέμμα ακόμα πιο σκοτεινό. «Η δυναστεία των Κρυστέλ και των Φυλάκων τους θα τελειώσει και η κληρονομιά της Λουμιόσας θα αχρηστευτεί. Έστω κι αν χρειαστεί να την τελειώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια». Η Ραβάννα άκουγε σοκαρισμένη και μετανιωμένη για την προηγούμενη σκέψη της. Πώς γινόταν να θέλει να σκοτώσει; Και καλά τον Σάιτρους, μα πώς γινόταν, ενώ λίγο πριν μιλούσε για αθώες ζωές, να θέλει να βλάψει τον άντρα και την εγγονή της καλύτερής της φίλης!;
Σαν τη νύχτα και στην ψυχή: σκοτεινή κι απέραντη...
Πληροφορούμενος την πρόθεσή της, ο Όμπερον ένιωσε ένα κύμα απληστίας να τον κατακλύζει. «Και θα αφανίσεις έτσι αλόγιστα μια αρχαία πηγή δύναμης; Θα μπορούσαμε να-»
«Δε φαντάζομαι να διανοήθηκες ότι θα τη διαχειριστείς εσύ». Κούνησε το κεφάλι του, όμως η Ύβενλυθ τον πλησίασε όπως η αράχνη το έντομο στον ιστό της. «Κι όμως... το διανοήθηκες... Αν αθετήσεις τη συμφωνία μας, θα σε τσακίσω, Όμπερον!», σφύριξε απειλητικά.
«Δεν φταίω εγώ», δικαιολογήθηκε, προσπαθώντας να μη δείξει τον πάγο που σχηματίστηκε για λίγο στο στομάχι του. «Η Τιτάνια. Θέλει τους κρυστάλλους για τον εαυτό της».
Η Ύβενλυθ τον κοίταξε με μισό μάτι, απορώντας που ακόμα, σε αυτή την ηλικία, έριχνε το φταίξιμό του στους άλλους. Ωστόσο, ο θυμός που έκρυβε μέσα της για τη Νεραϊδοβασίλισσα δεν άργησε να επικρατήσει. «Κοίτα μην μας τα χαλάσει όλα η... 'Μεγαλειοτάτη'», απαίτησε, φτύνοντας σχεδόν την τελευταία λέξη. «Αν είναι δυνατόν!», συνέχισε βγάζοντας ξαφνικά όλο της το φαρμάκι. «Κυβερνάς τους λογισμούς του καθενός, όσο μακριά κι αν βρίσκεται κι αυτηνής τους αφήνεις σκόρπιους! Και να πάρει η οργή, κοιμάται ακριβώς δίπλα σου!»
«Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου αυτή τη στιγμή!», βροντοφώναξε ο Βασιλιάς, σφίγγοντας τα χέρια του γύρω από τους καρπούς της. Αυτή σώπασε τρομαγμένη απ' το γνώριμο τρόπο του, μα η εξοργισμένη ανάσα της συνέχισε να βγαίνει σε γρήγορο ρυθμό. Ο Νεράιδος αναγνώρισε ότι της φέρθηκε απότομα και χαλάρωσε τη λαβή του. «Δεν είναι ότι δεν θέλω. Τα μάγια δεν την πιάνουν όπως παλιά», εξήγησε πολύ πιο ήρεμα, τώρα που είχε και πάλι τον έλεγχο. «Αλλά εσύ... γιατί εξάπτεσαι τόσο;»
Η μαυροφόρα κοιτούσε αμήχανα προς τα κάτω, σαν να ντρεπόταν. «Δεν αντέχω στη σκέψη ότι σ' αγγίζει αυτή», παραδέχτηκε χαμηλόφωνα.
Εκείνος γέλασε αυτάρεσκα με την εξομολόγησή της. «Γυναίκα μου είναι. Αναγκαίο κακό, εσύ το είπες», της θύμισε, χωρίς να αλλάξει ιδιαίτερα τη στάση της, «Μη μου πεις ότι... ζηλεύεις», παρατήρησε, τραβώντας αργά ένα ροδοπέταλο που είχε καρφιτσωθεί στα μαλλιά της «Εσύ ξέρεις ότι όλο αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ξέρεις ποια θέλω πραγματικά».
Τόσο η χειρονομία του, όσο και τα λόγια που ήθελε να ακούσει, έκαναν την Νεράιδα να μεταστραφεί. «Αφού λοιπόν είναι έτσι, κανόνισε ν' αλλάξει μυαλά η γυναικούλα σου, όσο είναι ακόμα αυτή η Βασίλισσα», είπε με φωνή πιο βραχνή. «Κι αν τα ονείρατά της δεν μπορούνε πια να μαγευτούν...», συνέχισε ψιθυρίζοντας κοντά στο αυτί του, «...έχεις άλλον τρόπο εσύ να την πείσεις...»
Η καυτή της ανάσα στο δέρμα του ήταν υπεραρκετή για να κάνει το χέρι του να δεθεί κτητικά γύρω από τη μέση της και να την τραβήξει κοντά του. «Δείξε μου πώς».
Κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο, η Ραβάννα ένιωσε ναυτία. Κάθε τι που είδε κι άκουσε μέχρι τώρα την έκανε να σαστίζει όλο και περισσότερο. Γύρισε κι ακούμπησε την πλάτη της στον κορμό, αρνούμενη να γίνει θεατής σε αυτή την ειδεχθή σκηνή που είχε μόλις ξεκινήσει. Θεά μου, τι κάνω!; Τι είναι αυτά που κάνω!; Η ζαλάδα την ανάγκασε να γονατίσει αργά στο υγρό γρασίδι με τα δάχτυλα να πιέζουν τους κροτάφους και τα βλέφαρα σφιγμένα. «Δεν μπορεί να είμαι εγώ! Δεν μπορεί να είναι η ζωή μου! Όχι δεν μπορεί, δεν μπορεί, δεν μπορεί...», συνέχισε να επαναλαμβάνει καρδιοχτυπώντας, μέχρι που μια έκρηξη πόνου στο στήθος της την ταρακούνησε.
Τρομοκρατημένη είδε ότι το Ασημένιο Δάσος είχε χαθεί και γύρω της υπήρχαν μόνο φλόγες. Φλόγες παντού! Και η ίδια ανάμεσά τους. Δεν ήξερε πού να πάει, πού να κρυφτεί, μα τότε... σκοτάδι κι αργυρό φως.
«Μη φοβάσαι, Ραβάννα. Μην αφήνεις τις σκιές σου να λάβουν σάρκα και οστά».
«Σ-Σελντίνια...;»
«Κράτα την πίστη σου ψηλά και βρες τη δύναμη να αντέξεις τις δύσκολες στιγμές που σε περιμένουν. Η δοκιμασία σου πλησιάζει στο τέλος της. Τούτη τη φορά, το σκοτάδι που σας καταπνίγει όλους μπορεί να αποτραπεί. Μα για να γίνει αυτό... απαιτείται θυσία. Κάποιος... θα πρέπει να χαθεί...»
«Θεά μου... αν είναι να χυθεί αίμα... ας είναι το αίμα μου».
«...Δεν είναι δική σου αυτή η απόφαση, Ραβάννα...»
---
Με μια μακρόσυρτη κοφτή ανάσα, τα μάτια της άνοιξαν κι έμειναν ασάλευτα στο κενό, σαν να μην καταλάβαιναν τι έβλεπαν, την ώρα που μουρμούρισε αθόρυβα τη λέξη 'θυσία'. Μέσα στην αντάρα άκουσε κάποιον να την αποκαλεί 'θεία' και αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τον Ντάζεϊλτον, που είχε σκύψει από πάνω της γεμάτος αγωνία, από τη στιγμή που είδε τις συσπάσεις στο πρόσωπό της. Μουδιασμένη, ψηλάφισε τον εαυτό της, βρίσκοντας ευτυχώς τα μαλλιά της κοντά και το δεξί της μάγουλο χαρακωμένο. Σιγά-σιγά συνειδητοποίησε τι συνέβη: είχε γείρει για λίγο στη γωνία του μπουντρουμιού, με το κεφάλι της ακουμπισμένο στις παλάμες της και μάλλον αποκοιμήθηκε. Μα εκείνη η έκρηξη πόνου ήταν αληθινή και δεν την άφησε να ησυχάσει.
«Θεία μου, πονάς; Μίλησέ μου», ξαναείπε ο νεαρός, ο πόνος του για εκείνη ολοφάνερος στα μεγάλα μωβ του μάτια. Η Ραβάννα ανασηκώθηκε κι έκανε να σταθεροποιήσει τους σπασμούς με μερικές εισπνοές, προτού του απαντήσει πως ήταν καλά. «Μα τρανταζόσουν στον ύπνο σου... Τι έπαθες;»
Όσο οι ώρες ερχόντουσαν κι έφευγαν, η ένταση της φωτιάς που φιλοξενούσε στην καρδιά της αυξανόταν ολοένα και περισσότερο. Τώρα πια δεν τη ζέσταινε. Είχε αρχίσει να την καίει και δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να την υπομείνει. «Μη στενοχωριέσαι, καλέ μου. Σε λίγο θα είμαι εντάξει», τον διαβεβαίωσε όσο γινόταν πιο σταθερά. «Ήταν μόνο... ένα όνειρο...» Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει πώς ήταν δυνατόν όλο το σκηνικό που στήθηκε εμπρός της, μετά την τηλεπαθητική επικοινωνία με τον Εθίρ, να φτιάχτηκε μέσα σε ελάχιστα μόλις λεπτά. Βέβαια, η φύση του υποσυνειδήτου ήταν τέτοια που δεν καταλάβαινε από κανόνες και χρονικά όρια, όπως υπενθύμισε στον εαυτό της. Όμως και πάλι, το όνειρο που την επισκέφθηκε τη μαύρη εκείνη νύχτα, δεν είχε όμοιο στη θύμησή της. Οι εικόνες που είδε ήταν τόσο ζωντανές και η επίγευση που της άφησαν ήταν τόσο δυνατή, που θα 'λεγε πως δεν επρόκειτο για όνειρο, μα για όραμα. Τα λόγια της Σελντίνιας επαναλαμβάνονταν στο νου της αινιγματικά κι επίφοβα.
Επιθυμούσε να τα σκεφτεί καλά και να αποκρυπτογραφήσει το νόημά τους, αλλά τότε πρόσεξε πως ο ανιψιός της δεν φαινόταν καλά. «Ανησύχησα για σένα, αυτό είναι όλο», μονολόγησε όταν τον ρώτησε τι είχε, μα αν και το ενδιαφέρον του τη συγκίνησε πολύ, τον ήξερε καλά για να καταλάβει πως...
«Δεν είναι μόνο αυτό, έτσι; Υπάρχει και κάτι άλλο που σε απασχολεί».
Ο Νεράιδος ήταν διστακτικός, ως συνήθως, μα δεν άντεχε να μην εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Κάθισε μαζεμένος στην απέναντι γωνία με το θλιμμένο του πρόσωπο κολλημένο στο μικρό παραθυράκι του κελιού τους και χωρίς να την κοιτάει, εξέφρασε το παράπονο του: «Γιατί γεννήθηκα έτσι;»
Η ερώτησή του έκανε την πρώην Αρχιέρεια να σωπάσει για κάποια δευτερόλεπτα. «Αυτή την ερώτηση μού την έκανε κι ο πατέρας σου, την ημέρα που ήρθες στον κόσμο», είπε τελικά με το ίδιο γαλήνιο ύφος, όπως πάντα. «Θα σου πω λοιπόν ό,τι είπα και σ' εκείνον: οι Νεράιδες, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε γιατί μας συμβαίνουν ορισμένα πράγματα. Προσπαθούμε βέβαια να τα εξηγήσουμε, ή ακόμα και να τα κατηγοριοποιήσουμε, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είμαστε και ικανοί να τα κρίνουμε σωστά. Γι' αυτό πολλές φορές οδηγούμαστε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Αυτό έγινε και στη δική σου την περίπτωση».
«Τι μου λες τώρα; Ανολοκλήρωτος είμαι!», φώναξε ξαφνικά ο Ντάζεϊλτον. «Τι λάθος συμπέρασμα να βγήκε; Τι καλό μπορεί να υπάρχει σε αυτό; Κι αν υπάρχει, τι να το κάνω όταν όλοι και όλα με κάνουν να νιώθω καταραμένος!;»
«Ντάζεϊλτον», η σχεδόν αυστηρή της προσφώνηση μπήκε σφήνα στο θυμό του κι αμέσως ένιωσε ενοχές όταν είδε με την άκρη του ματιού του την πονεμένη έκφρασή της. «Δεν είσαι καταραμένος. Καταραμένος θα ήσουν αν δεν είχες γεννηθεί όπως γεννήθηκες. Σκέψου το· ως γιος βασιλικής οικογένειας, θα είχες μόνο τα καλύτερα. Οι γονείς σου θα σου λέγανε μια ζωή ότι είσαι ανώτατος πάντων. Η οξυδέρκεια και η δύναμη σου θα σε έκαναν ακαταμάχητο κι ένας ολόκληρος λαός θα σε λάτρευε». Ο Νεραϊδοπρίγκιπας δυσκολευόταν να δει το κακό στην περιγραφή της. «Ίσως δεν ακούγεται άσχημο...», έκανε η Ραβάννα, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «...μα θα είχες όλα τα φόντα να γίνεις ένας τέλειος εγωιστής· άπληστος, ματαιόδοξος και παντελώς αδιάφορος για τον πόνο των άλλων», ολοκλήρωσε τη θεωρία της, φέρνοντας στη σκέψη της τόσο τον Όμπερον, όσο και την Τιτάνια. «Μπορεί η ιδιαιτερότητά σου να σού στέρησε τη δόξα και την υπεροχή, μα στη θέση τους σου έδωσε ταπεινότητα και ευγένεια. Η αγάπη που προσφέρεις απλόχερα κι ο τρόπος που συμπεριφέρεσαι ισότιμα σε όλα τα διαφορετικά πλάσματα, είναι πολύ σημαντικότερες αρετές για έναν μέλλοντα ηγέτη. Ίσως... ίσως η Σελντίνια σε άφησε να γεννηθείς έτσι γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να μην καταλήξεις τύραννος, όπως τόσοι και τόσοι. Δεν πιστεύεις ότι ήξερε τι έκανε;»
«Το... πιστεύω, μα... απλά δεν μπορώ να το νιώσω...», παραδέχτηκε ο Ντάζεϊλτον, κρατώντας την πλάτη του γυρισμένη. «Τι νόημα έχει, θεία; Τι νόημα έχει όταν είμαι στο περιθώριο και δεν μπορώ να έχω αυτό... ή αυτήν που θέλω;»
Ό,τι είπε ήταν απόλυτα δικαιολογημένο και η θεία του δεν ήξερε πώς να του απαντήσει. Εν τέλει, αντί να παραθέσει κάποια από τις ιστορίες του Φωτεινού Πυρήνα, προτίμησε κάτι πιο οικογενειακό: «Σου έχω μιλήσει ποτέ για τον πατέρα μου, Ντάζεϊλτον;» Σίγουρα ούτε κι εκείνος περίμενε τη δική της ερώτηση. Δεν καταλάβαινε τι σύνδεση είχε με τη συζήτησή τους. Ωστόσο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, επιτρέποντάς της να αρχίσει την ιστορία της: «Ήταν ένας σπουδαίος Νεράιδος, που έζησε πριν από πολλά χρόνια. Υπηρέτησε στη Λεγεώνα των Κεραυνόφτερων και είχε να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Οι ανώτεροι του δεν τον υπολόγιζαν και μάλιστα κάποτε έβαλαν τον ίδιο και τους άλλους νεοσύλλεκτους στην πρώτη γραμμή ενάντια στους Τζέργκα. Ήταν καταδικασμένοι να πέσουν, αλλά αυτός δεν τους άφησε να απογοητευθούν· τους έδωσε θάρρος βγαίνοντας μπροστά ολομόναχος. Η προθυμία του τον ανέβασε στα μάτια των υπολοίπων κι έτσι ακολούθησαν το παράδειγμά του και κέρδισαν ανέλπιστα εκείνη τη μάχη. Εκείνος παρασημοφορήθηκε κι έγινε στρατηγός. Αργότερα, όταν η Βασίλισσα Συμπελίν έστειλε τα τάγματα να καταστρέψουν το νεοσύστατο στράτευμα των Δρυάδων, ο Άενσσελ αρνήθηκε· δεν ήθελε να επιτεθεί σε έναν λαό φιλήσυχο και ανυπεράσπιστο. Κατανοούσε πως οι Δρυάδες το μόνο που θέλανε ήταν να κρατήσουν τα εδάφη τους και δεν είχε τίποτα να χωρίσει μαζί τους. Η Βασίλισσα έγινε έξαλλη και τον απείλησε με καθαίρεση και εξορία, μα αυτός δεν έκανε πίσω, επειδή είχε δίκιο. Και πάλι, η γενναιότητα και η μεγαλοψυχία του έδωσαν το καλό παράδειγμα στα άλλα τάγματα και τελικά έκαναν όλοι πίσω», ολοκλήρωσε διατηρώντας ενός λεπτού σιγή για τον αγαπημένο της πατέρα κι ευχήθηκε, αν την έβλεπε από το άστρο που κατοικούσε τώρα, να την είχε συγχωρέσει για την πίκρα που τον πότισε με την απόφασή της.
Ο Ντάζεϊλτον την άκουγε άφωνος. Είχε διαβάσει πολλές φορές για κάποιον εθνικό ήρωα που είχε κάνει τα ίδια κατορθώματα και μάλιστα ήταν ο αγαπημένος του. «Ο Στρατηγός Άενσσελ ήταν... πατέρας σου;», απόρησε, γυρίζοντας επιτέλους να την κοιτάξει.
Η Ραβάννα έγνεψε προτού συμπληρώσει: «Και ήταν Ανολοκλήρωτος, σαν κι εσένα», εκπλήσσοντας τον ακόμα περισσότερο, μιας και τα πιο πολλά βιβλία Ιστορίας δεν αναφέρονταν σε αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. «Μπορεί να τον είχαν στο περιθώριο. Μπορεί να πέθανε φτωχός κι αδικημένος, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να υπερασπιστεί αυτούς που αγαπούσε και να κάνει το σωστό και το δίκαιο». Ο νεαρός την κοίταξε με δέος και πλησίασε και πάλι κοντά της. «Κάποιοι θεωρούν κατάρα το να γεννιέσαι Ανολοκλήρωτος, μα εγώ ποτέ δεν το βρήκα κακό. Κι αν η γνώμη μου μετράει, είμαι περήφανη που είσαι αυτός που είσαι, γιατί μοιάζετε». Δεν είχε λόγια. Εκείνος; Έμοιαζε με έναν ήρωα εκείνος; «Έχεις καλή ψυχή, Ντάζεϊλτον...», του είπε, απομακρύνοντας απαλά μια τούφα που έπεφτε στο πρόσωπό του. «...κι αυτό είναι σπουδαιότερο από κάθε υλικό αγαθό, κάθε μαγική δύναμη, κάθε εξουσία. Είμαι βέβαιη πως μόλις ανακαλύψεις το θάρρος σου, το φως που κρύβεις μέσα σου θα λάμψει τόσο, που θα φωτίσει ολάκερο τον ουρανό». Ακούγοντας τα γλυκά λόγια της, ο Ντάζεϊλτον ένιωσε τα χείλη του να σχηματίζουν ένα χαμόγελο, κάτι που είχαν να κάνουν από την τελευταία φορά που ήταν με τη Λόλι.
Μα η μικρή αυτή στιγμή γαλήνης κομματιάστηκε όταν η πόρτα άνοιξε με δύναμη. Οι δυο φυλακισμένοι τραβήχτηκαν στις γωνιές τους τη στιγμή που ένας υψηλόβαθμος Τζέργκα φάνηκε στο κατώφλι. «Τι θες εσύ εδώ;», ρώτησε η Ραβάννα, καταπίνοντας το φόβο και τις υποψίες που της προκαλούσε η άφιξή του.
«Ήρθε η ώρα, μπέμπα», αποκρίθηκε ο Αρράγκ τρεκλίζοντας μέσα, καθώς οι δύο Νεράιδες στάθηκαν με δυσκολία στα πόδια τους, λόγω της αφαγίας και των κακουχιών.
Η ανακοίνωσή του της πάγωσε το αίμα. «Τη... τη βρήκαν;», κατάφερε να ρωτήσει. Το καγχαστικό γέλιο του αρχηγού της φρουράς δεν τη βοήθησε να βγάλει συμπέρασμα.
«Γιατί να περιμένουμε να βρεθεί η Κρυστέλ, ενώ μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας μια ώρα αρχύτερα;», εξήγησε αυτός, καθώς σίμωσε και της πέρασε στο δεξί χέρι μια σιδερένια χειροπέδα. Η μυρωδιά του κρασιού ήταν έντονη στην ανάσα του και τα μάτια του σάρωναν αχόρταγα ό,τι μπορούσαν να διακρίνουν από το σκισμένο της ένδυμα. «Αποχαιρέτα το νιάνιαρο και πάμε» τη διέταξε όταν τελικά την κοίταξε πάλι στο πρόσωπο, γνέφοντας προς την κατεύθυνση του Ντάζεϊλτον.
Η χειροπέδα αποροφούσε όλες τις δυνάμεις της. Ήταν λες και η πρώην Αρχιέρεια δεν είχε τον έλεγχο των γεγονότων που μεταβάλανε τη ζωή της, μα δεν μπορούσε και να βοηθήσει τον εαυτό της. Γύρισε στον ανιψιό της, ο οποίος περίμενε απελπισμένα να ακούσει ότι όλο αυτό ήταν μια κακόγουστη φάρσα. Όταν όμως είδε ξανά πόσο σοβαρή ήταν, κατάλαβε ότι έτσι είχανε τα πράγματα και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να σφιχτεί πάνω της, όσο πιο δυνατά μπορούσε. "Δεν θέλω να σε χάσω...", ψιθύρισε ανάμεσα σε αναφιλητά.
"Δεν θα με χάσεις!", ψιθύρισε κι αυτή, κρατώντας τον στην αγκαλιά της. "Όσο με θυμάσαι, θα είμαι πάντα κοντά σου. Θα σε βλέπω από τα αστέρια...", πρόσθεσε, κοιτάζοντάς τον βαθιά στα μάτια. "Σε θέλω γενναίο!", τόνισε σχεδόν επιτακτικά, με τα χέρια της στους ώμους του κι εκείνος δεν μπορούσε παρά να γνέψει. "Το Φεγγάρι να φωτίζει το δρόμο σου-"
«Τέλειωνε!», απαίτησε ανυπόμονα ο Αρράγκ, τραβώντας την προς το μέρος του για να φύγουν.
---
Την ώρα που διέσχιζαν το αρχηγείο, η Ραβάννα πρόσεξε τον Όμπερον να τους παρακολουθεί. Ένιωσε την ανάγκη να κλάψει, να τον ικετεύσει για τη ζωή της κι αυτό φάνηκε στο βλέμμα της. Ωστόσο αυτός τους άφησε να προσπεράσουν σαν απλός θεατής.
Και τώρα φυσικά περιμένεις να σε λυπηθώ, σωστά; Έτσι περίμενα κι εγώ. Περίμενα να με υποστηρίξεις, όταν πήρα τη δυσκολότερη απόφαση της ζωής μου κι έφυγα απ' την Τιτάνια. Μα να που η ξαδέλφη μου, το ίδιο μου το αίμα, προτίμησε να πάρει το μέρος μιας ξένης, αντί για το δικό μου! Με πούλησες, Ύβενλυθ! Και είχα προσπαθήσει να αλλάξω... Ήθελα να με συγχωρέσεις, γι' αυτό σε βοήθησα. Μα εσένα σε ένοιαζε μόνο να τα 'χεις καλά με τη θεά σου και να μην χάσεις τη θέση σου. Να που την έχασες τελικά... και να που σε λίγο θα χάσεις και την τιμή και τη ζωή σου. Μην περιμένεις οίκτο από μένα! Ό,τι κι αν πάθεις σου αξίζει...
---
Για πρώτη φορά στη ζωή της είχε παραλύσει απ' τον φόβο. Δεν μπορούσε να αντισταθεί, ούτε να προσευχηθεί, ούτε καν να σκεφτεί! Απλώς ακολουθούσε πειθήνια τον δήμιό της προς το άγνωστο, μα σίγουρα μαρτυρικό τέλος που την περίμενε. Όλα αυτά επειδή επέλεξε την αλληλεγγύη αντί για την ελευθερία. Δύσκολη επιλογή από κάθε άποψη. Κι όμως, η φλόγα που κατέκαιγε ακόμα τα σωθικά της δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Σαν να την πρόσταζε να μην υποταχθεί. Να μην αποδεχτεί αυτή τη μοίρα!
Άξαφνα η αλυσίδα στο χέρι του Αρράγκ τεντώθηκε. Παραξενεμένος, στράφηκε να δει τι γινόταν με την άλλη άκρη, η οποία κατέληγε στη χειροπέδα της κρατούμενης του. Η Νεράιδα είχε σταματήσει να περπατά και παρέμενε σε ένα μέρος, σαν να είχε τα πόδια της βιδωμένα στο πάτωμα. «Δεν δικαιούμαι μια τελευταία επιθυμία;», τον ρώτησε, όταν αυτός απαίτησε να μάθει γιατί δεν τον ακολουθούσε.
Βλέποντας ότι το μαχητικό της πνεύμα απειλούσε να επιστρέψει, ο Τζέργκα ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. «Τυπικά ναι», έκανε ενοχλημένος, μα χαμογέλασε με ικανοποίηση όταν το πλησίασμά του την έκανε να ξαναδειλιάσει. «Σ' ακούω λοιπόν...»
Αυτή έκανε μεγάλη προσπάθεια να αγνοήσει τον τρόμο της και τελείως ψυχρά είπε: «Θέλω να αντικρίσω στα μάτια το ερπετό που με σημάδεψε».
Θολωμένος απ' το αλκοόλ, ο Αρράγκ γέλασε, σκεπτόμενος πως ποτέ του δεν είχε ξανακούσει τέτοια περίεργη τελευταία επιθυμία. Μα σιγά που θα καθόταν να ασχοληθεί με τις παραξενιές των Νεραϊδών. «Το μόνο εύκολο...»
---
Στο μεταξύ, ο Ντάζεϊλτον είχε μαζευτεί στη γωνία που λίγο πριν καθόταν η Ραβάννα, απαρηγόρητος. Είναι άδικο, άδικο, άδικο!, έλεγε και ξανάλεγε μέσα στη θλίψη του. Πρώτα έχασε τη μητέρα του, έπειτα τη Λόλι και τώρα εκείνη. Λες και κάποιος ήθελε να τον κάνει δυστυχισμένο. Και τα είχε καταφέρει: του πήρε έναν-έναν αυτούς που αγαπούσε. Και το χειρότερο, ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα για να τους υπερασπιστεί! Ω Σελντίνια, ας είχα μια ευκαιρία, ευχήθηκε ο Ανολοκλήρωτος με όλη του τη δύναμη.
Και τότε, μια φωνή ακούστηκε απ' έξω κι ο Ντάζεϊλτον πετάχτηκε. Όχι, δεν ήταν μαγική μελωδία, ή ουράνιο κάλεσμα. Ήταν κάποιος που φώναζε γκαρίζοντας: «Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας! Είναι το γούρι σου, άνευ αμφιβολίας!» Το ποιηματάκι ακολούθησε ένα κλειδί που γύρισε στη βαριά πόρτα, την οποία στη συνέχεια έσπρωξε με κόπο ένας βραχύσωμος πράσινος τύπος. «Ήρθα να σε πάρω, αυστηρή μα πανέμορφη γλωσσού! Ώρα να την κάνουμ... Εεε;» Η ατάκα του Σάντριγκορ έμεινε ημιτελής μόλις πρόσεξε τον αμήχανο νεαρό, στη θέση του οποίου περίμενε να δει την πρασινομαλλούσα φίλη του. «Ε όχι πάλι λάθος κελί!», ξεφύσηξε σφαλιαρίζοντας το μέτωπό του. «Με ξεγέλασε ο ρουφιάνος, που κακό χρόνο να 'χει!», άρχισε να λέει, βηματίζοντας πάνω-κάτω. «Φταίω 'γώ που τον λυπήθηκα κιόλας! Μα δεν θα τον πετύχω πουθενά; Θα του κόψω τα φτερά και θα του τα δώσω να τα φάει! Αλλά τι λέω; Δεν έχει φτερά! Γι' αυτό τον λυπήθηκα! Να στα μούτρα μου, να και στα δικά του! Αμ θα του κόψω όλα τ' άλλα! Χέρια, πόδια, κεφάλια, όλα! Θα σ' τον κάνω εγώ συναρμολογούμενο παιχνιδάκι! Τον βλάκα, το βόδι, την παλιόμυγα!»
«Εεε, συγγνώμη κύριε-»
«Τι θες τώρα κι εσύ; Δε βλέπεις ότι γκρινιάζω!; Δε βλέπεις ότι εδώ έχουμε... θέμα...» Το παραλήρημα του Καλικάντζαρου κόπασε όταν παρατήρησε το ύφος του Νεράιδου. Με δυσκολία κατάφερε να συνέλθει από το αμόκ και να θυμηθεί και τους τρόπους του και τον σκοπό του. «Με συγχωρείς, παλικάρι μου...», έκανε πολύ πιο ευγενικά, σαν τζέντλεμαν που ήταν. «...μήπως τυχόν ξέρεις σε ποιο κελί κρατείται η Ραβάννα- ε, η Αρχιέρεια Ραβάννα, θέλω να πω»
«Σ-Σε αυτό εδώ...»
«Σοβαρά!; Σε αυτό!; Μεγάλη χαρά μου δίνεις, παλικάρι μου! Εσύ τι της είσαι, αν επιτρέπεται; Συγκάτοικος κι έτσι;»
«Ανιψιός της...»
«Ανιψιός, ε; Δεν μου 'χε πει ότι έχει κι ανιψιό η κούκλα. Της φέρνεις λίγο, εδώ που τα λέμε και είμαι σίγουρος ότι σου έχει πει τα πάντα για μένα, αλλά μη φεύγω εκτός θέματος», έκανε ο Σάντριγκορ, κουνώντας τα κλειδιά στον αέρα σαν κομπολόι. «Ήρθα να σας βγάλω από 'δω! Λοιπόν; Πού είναι;» Το γεγονός ότι η Ραβάννα δε φαινόταν πουθενά συν το σκυθρωπό πρόσωπο του Νεράιδου δεν ήταν καλοί οιωνοί...
«Την... την πήραν... πριν από ώρα...», κατάφερε να πει ο Ντάζεϊλτον, με βαριά καρδιά και σκυμμένο κεφάλι.
Την ίδια στιγμή τα αυτιά του Σάντριγκορ πέσανε. «Τ-Τ-Τι εννοείς;», τραύλισε σαν χαμένος, όμως η απάντηση που δεν ήρθε ποτέ δεν ήταν απαραίτητη για να καταλάβει πως είχε αργήσει πολύ. «Όχι, όχι, όχι!», βόγκηξε απεγνωσμένα, με τη δική του καρδιά να βουλιάζει. «Την έχασα! Πώς είναι δυνατόν να την έχασα!; Γιατί!; Γιατί δεν έτρεξες πιο γρήγορα, ηλίθιε!;» Καθώς ο Καλικάντζαρος συνέχιζε να κλαίει και να οδύρεται, ο Ντάζεϊλτον πλησίασε και τον χτύπησε μαλακά στην πλάτη. Ο Σάντριγκορ γύρισε να τον κοιτάξει με μάτια βουρκωμένα. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν τον πιο άχρηστο ήρωα του κόσμου και δεν είχε ιδέα τι θα έκανε, μα... «Έλα μικρέ...». μουρμούρισε προσπαθώντας να ανακτήσει τη συνήθη στάση του. Αν δεν είχε προλάβει να σώσει εκείνη, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να προστατέψει αυτό το παιδί. «Φεύγουμε τώρα από τούτη τη φυλακή. Μην ανησυχείς, είσαι μαζί μου». Αν και μπερδεμένος, ο Ντάζεϊλτον ένιωσε αμέσως οικεία με αυτό το παράξενο πλάσμα. Αυτή ήταν η ευκαιρία του και θα προσπαθούσε να φανεί γενναίος.
---
Ο μεγάλος κόκκινος Δράκος έμοιαζε έτοιμος να υποκύψει στις πληγές του. Τα συνεχόμενα βασανιστήρια τον είχαν κάνει αγνώριστο, καθώς το κεφάλι του έπεσε βαρύ στο σκληρό πάτωμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Ραβάννα έσκυψε κι έκανε να τον ανασηκώσει. "Εθίρ! Εθίρ, άκουσέ με!", ψιθύρισε με δάκρυα στα μάτια. "Μην παραιτείσαι, φίλε μου! Δεν μπορείς να παραιτηθείς τώρα! Είμαι εδώ, όπως σου υποσχέθηκα. Πρέπει να παλέψεις... σε παρακαλώ... πάλεψε!" Προς έκπληξη των φρουρών, που εδώ και ώρα διασκέδαζαν με το μαρτύριό του, το πλάσμα μισάνοιξε τα μαύρα μάτια του και άφησε ένα πονεμένο γουργουρητό να του ξεφύγει. Το άγγιγμα που ένιωθε στα ξεσκισμένα του λέπια ήταν τρυφερό, σαν μητρικό και η φωνή που άκουγε ήταν γλυκιά και γνώριμη. Με κόπο, κατάφερε να αναγνωρίσει τη Νεράιδα που είχε μπροστά του και μαζί της να νιώσει την παρουσία της ίδιας της Ιερής Φλόγας.
Το τελευταίο πράγμα που είδε καθαρά ο Αρράγκ ήταν κάτι σαν πολύχρωμη φωτιά να ξεπηδάει από το στέρνο της ιέρειας και να φτάνει ως το ερπετό, το οποίο βρυχήθηκε τόσο δυνατά, που ακούστηκε σε όλη τη Χώρα των Δράκων. Μετά από αυτό, το μόνο που άκουσε ήταν αλυσίδες και κάγκελα να σπάνε κι ο ίδιος να ουρλιάζει σαν τρελός.
Σύντομα κομφούζιο επικράτησε σε κάθε μπουντρούμι της Φυλακής, καθώς, ο ένας μετά τον άλλο, οι Δράκοι έσπαγαν τα δεσμά τους κι άναβαν φλόγες, σαν φρυκτωρίες που ανάγγελλαν την αρχή του τέλους των δυναστών τους. Κι εκεί, περιτριγυρισμένη από τις φλόγες, η πρώην Αρχιέρεια έστεκε ατάραχη. Όταν ο Εθίρ, δυνατός όσο ποτέ, έκαψε ζωντανό τον αρχηγό, εκείνη δε λυπήθηκε. Αντιθέτως, ένα αγριωπό χαμόγελο παραμόρφωσε το πρόσωπό της. Ίσως ήταν η επιρροή της Ιερής Φλόγας, ίσως ο φόβος, ίσως το αρχέγονο ένστικτο της επιβίωσης, μα σταδιακά το χαμόγελο έγινε γέλιο εκστατικό και κενό από κάθε λογική και συναίσθημα.
Τώρα ναι! Τώρα έβλεπε τι σήμαινε το όραμα! Οι φλόγες ήταν η μοίρα της! Άφησε τα φτερά της να την υψώσουν στον αέρα και για άλλη μια φορά μαγική αύρα κάλυψε το σώμα της. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν το δροσερό φως που ημέρωσε το Δράκο. Κόκκινες και πορτοκαλί αποχρώσεις είχαν προστεθεί σε αυτό, λες και φωτιά κι ασήμι είχαν ενωθεί. Σαν άνοιξε τα μάτια της, μέσα τους υπήρχε μια φονική λάμψη και μονάχα πέντε λέξεις βγήκαν από τα χείλη της, καθώς η χειροπέδα διαλύθηκε γύρω από τον καρπό της: «Θάνατος... στο όνομα... της Σελντίνιας!»
Τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει! Γιατί να λυπηθεί; Γιατί να δείξει έλεος σε αυτούς τους κακούργους!; Αφού η Θεά της τής ζήτησε θυσία αυτή, η ταπεινή της δούλη, θα την προσέφερε με κάθε τιμή. Εκείνη ήταν η μόνη άξια να κρίνει! Εκείνη θα εξάγνιζε τον κόσμο! Θα σκορπούσε το θάνατο στο πέρασμά της, ξεκινώντας από εκείνον που την καταδίκασε! Και το Φεγγάρι θα ανέτελε κατακόκκινο. Σαν το μίσος της! Σαν το αίμα του προδότη...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top